ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ
Αριθμός Απόφασης 240/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : …………., που παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου, Ευδοκίας Κώτση και
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : ………… για τον εαυτό της ατομικά και ως ασκούσα την επιμέλεια του ανηλίκου και αβάπτιστου εισέτι θήλυ τέκνου της, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο Νεφέλη Παγίδα.
Η μεν εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 10.3.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./10.3.2022 αγωγή, ο δε εκκαλών την από 14.3.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./30.3.2022 αγωγή, επί των οποίων συνεκδικαζομένων εκδόθηκε η υπ’αριθμ.1390/2023 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που τις έκανε εν μέρει δεκτές.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο εν μέρει ηττηθείς εναγόμενος-ενάγων και ήδη εκκαλών, με την από 19.6.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……./20.6.2023 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………../20.6.2023 έφεση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν αντίστοιχα.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Η κρινόμενη από 19.6.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……./20.6.2023 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………../20.6.2023 έφεση του εκκαλούντος – εναγομένου – ενάγοντος, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.1390/2023 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 παρ. 3, 593 έως 602 και 610 έως 613 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015), επί αφενός της από 3.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/10.3.2022 αγωγής της ενάγουσας – εναγομένης, ……… ., ήδη εφεσίβλητης, σε βάρος του και αφετέρου, της από 14.3.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../30.3.2022 αγωγής του εναγομένου – ενάγοντος, ……….., ήδη εκκαλούντος, σε βάρος της αντιδίκου του, τις οποίες έκανε εν μέρει δεκτές, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), ενώ για το παραδεκτό της δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς εκ του άρθρου 592 αρ.3 ΚΠολΔ (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τέταρτο άρθρου 1 ν.4335/2015), οι οποίες ρητά απαλλάσσονται από την υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου για την άσκηση του ενδίκου μέσου, κατ’ άρθρο 495 παρ.3 τελ. εδ. ΚΠολΔ, (όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και, συνεπώς, ο εκκαλών ως εκ περισσού το κατέθεσε. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 §§ 1 και 7 ΚΠολΔ (ως τροποποιήθηκε με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 ν.4335/2015).
II. Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη με την από 10.3.2022 αγωγή της, ενεργούσα τόσο ατομικά, όσο και ως ασκούσα προσωρινά την επιμέλεια του προσώπου της ανήλικης αβάπτιστης θυγατέρας της, την οποία έχει αποκτήσει από τον γάμο της με τον εναγόμενο, με τον οποίο βρίσκεται σε διάσταση, ζητούσε να ανατεθεί σε αυτήν οριστικά η αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του ως άνω ανήλικου τέκνου τους, την οποία έχει αναλάβει αποκλειστικά η ίδια από τη γέννηση του, ως καταλληλότερη προς τούτο και επειδή αυτό επιβάλλει το συμφέρον του τέκνου τους, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλλει με έναρξη από την επίδοση της αγωγής, υπό την ιδιότητα της ως ασκούσα την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου τους και για λογαριασμό του, για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επίδοση της ένδικης αγωγής, ως συνεισφορά στη μηνιαία διατροφή του σε χρήμα, το ποσό των 474 ευρώ, καθώς το εν λόγω τέκνο τους αδυνατεί να διαθρέψει τον εαυτό του και στερείται περιουσίας και εισοδημάτων, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας παροχής και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.
III. O εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 14.3.2022 αγωγή του ζητούσε την από κοινού ανάθεση της γονικής μέριμνας και επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου τους σε αμφότερους τους γονείς, με ισομερή χρονική κατανομή της άσκησης της επιμέλειας του προσώπου του ανηλίκου τέκνου τους, τόσο στην οικία της μητέρας, όσο και την δική του και δη να ασκεί ο ενάγων αποκλειστικά την επιμέλεια του ανηλίκου κατά την πρώτη και τρίτη εβδομάδα εκάστου ημερολογιακού μηνός, επιπλέον δε να επικοινωνεί καθημερινά με το ανήλικο από τις 17:00 μ.μ. έως τις 20:00 μ.μ. κατά το διάστημα που δεν θα ασκεί την επιμέλεια του και επικουρικά ζητεί όπως ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας του με το ανήλικο, κατά τον αναφερόμενο στην αγωγή τρόπο, άλλως κατά το 1/3 του συνολικού χρόνου, με απειλή κατά της εναγομένης χρηματικής ποινής 1.000 ευρώ και προσωπικής κράτησης έξι μηνών, ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης για κάθε παράβαση των διατάξεων της.
IV. Επί των ως άνω αγωγών, κατά συνεκδίκαση, εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία, αφού κρίθηκαν αυτές ορισμένες και νόμιμες, παρεκτός του αιτήματος της δεύτερης αγωγής περί από κοινού ανάθεσης της γονικής μέριμνας του ανηλίκου, που κρίθηκε απορριπτέο, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, καθόσον η συνέχιση της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας και σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, καθιερώνεται από τον νόμο (1513 ΑΚ), ακολούθως, έγιναν εν μέρει δεκτές, αναθέτοντας την αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων στην ενάγουσα-εναγομένη μητέρα και υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να της καταβάλλει, προκαταβολικά εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός, για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επομένη της επίδοση της ένδικης αγωγής, υπό την ιδιότητα της, ως ασκούσας αποκλειστικά την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου τους και για λογαριασμό του, το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ μηνιαίως, ως τακτική σε χρήμα διατροφή του, νομιμότοκα από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας παροχής, καθώς επίσης ρύθμισε το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του ενάγοντος-εναγομένου με το ως άνω ανήλικο θήλυ τέκνο του, κατά τους οριζόμενους χρόνους και με τον αναφερόμενο τρόπο, απειλώντας σε βάρος της εναγομένης προσωπική κράτηση δέκα (10) ημερών και χρηματική ποινή 300 ευρώ για κάθε περίπτωση παραβίασης των διατάξεων περί επικοινωνίας.
Κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονείται ο εκκαλών – εναγόμενος – ενάγων με την κρινόμενη έφεση, για τους αναφερόμενους λόγους, που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτήν και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, άλλως να μεταρρυθμιστεί, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την αναδίκαση των υποθέσεων από το Δικαστήριο τούτο, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του και να απορριφθεί εκείνη της αντιδίκου καθ’ολοκληρίαν.
V. Με το ν. 4800/2021 (ΦΕΚ Α` 81/21.5.2021) μεταρρυθμίστηκε το δίκαιο των σχέσεων γονέων και τέκνων μετά τη διακοπή της συμβίωσης, το διαζύγιο, την ακύρωση του γάμου ή τη λύση του συμφώνου συμβίωσης των γονέων, με βασικό σκοπό τη θεσμική ανάδειξη και ενίσχυση του θεσμού της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας από τους γονείς του τέκνου ακόμη και μετά τον χωρισμό των γονέων, ο οποίος αποτυπώνεται ρητά τόσο στην αιτιολογική έκθεση όσο και στο άρθρο 1 του ν. 4800/2021, στο εδ.1 του οποίου ταυτίζεται το συμφέρον του τέκνου με την ενεργό παρουσία και των δύο γονέων κατά την ανατροφή του. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1510 παρ.1 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την έναρξη ισχύος από 16.9.2021 του ν. 4800/2021 (κεφάλαιο Β’, άρθρο 7), ο οποίος εφαρμόζεται και επί εκκρεμών υποθέσεων, επί των οποίων δεν έχει εκδοθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του αμετάκλητη απόφαση (άρθρο 18 του ν. 4800/2021), η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και λειτουργικό δικαίωμα των γονέων, στους οποίους ανήκει καταρχήν και οι οποίοι έχουν υποχρέωση να την ασκούν από κοινού και εξίσου προς το συμφέρον του ανήλικου τέκνου, περιλαμβάνει δε την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση, δικαιοπραξία ή δίκη που αφορούν στο πρόσωπο ή στην περιουσία του. Πρόκειται δε για δικαιώματα προσωποπαγή (αναπαλλοτρίωτα), που, όμως, την άσκηση τους είναι δυνατόν να τη στερηθεί (ολικά ή μερικά) ο γονέας, με δικαστική απόφαση. Η δε επιμέλεια του τέκνου, σύμφωνα με το άρθρο 1518 παρ.1 ΑΚ, περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευσή του, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου διαμονής του. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 1513 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 7 του ν. 4800/2021 και ισχύει από 16.9.2021, εάν υπάρχει διακοπή της συμβίωσης των συζύγων ή διαζύγιο, εξακολουθούν οι γονείς να ασκούν εκ του νόμου από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα (συνεπιμέλεια), εκτός από τις συνήθεις πράξεις επιμέλειας του προσώπου του τέκνου ή την τρέχουσα διαχείριση της περιουσίας του ή πράξεις που έχουν επείγοντα χαρακτήρα (άρθρο 1516 ΑΚ), τις οποίες ασκεί ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο κατόπιν άτυπης ενημέρωσης του άλλου γονέα. Με τη νέα ρύθμιση του άρθρου 1513 ΑΚ, κατ’ απόκλιση του προϊσχύσαντος δικαίου, καθιερώνεται ο κανόνας της ισότιμης και κοινής συμμετοχής των δύο γονέων στη γονική μέριμνα του τέκνου, καθόσον συνεχίζει να συνασκείται από τους γονείς, όπως συμβαίνει και κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης ή του συμφώνου συμβίωσης των γονέων, και αποκλείεται καταρχάς η αυτοτελής άσκηση της γονικής μέριμνας από τον καθένα από τους γονείς (Γ. Λέκκας, Η επιμέλεια του παιδιού κατά τον ΑΚ μετά το Ν. 4800/2021, 2021, αρ. 356, Μ. Σταθόπουλος, Η νέα ρύθμιση της συνεπιμέλειας, ΕλλΔνη 2021, σελ. 961επ., Α. Βαλτούδης, Συνεπιμέλεια και εναλλασσόμενη κατοικία στο νέο Οικογενειακό Δίκαιο, ΕλλΔνη 2021, 999επ., Μ. Ράμμου, Η καθιέρωση του θεσμού της συνεπιμέλειας στο πλαίσιο της αναμόρφωσης του οικογενειακού δικαίου, ΕλλΔνη 2021, 1115 επ., Γ. Βαλμαντώνης, Η προσαρμογή του ελληνικού οικογενειακού δικαίου στις σύγχρονες ευρωπαϊκές νομοθεσίες, με την καθιέρωση του κανόνα της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας μετά το χωρισμό των γονέων, ΕλλΔνη 2021, σελ. 1075επ.). Συνεπώς, και οι νέες διατάξεις αποβλέπουν στην προστασία του συμφέροντος του ανηλίκου (άρθρο 1511 ΑΚ), όπως και οι προϊσχύσασες, πλην όμως, σε αντίθεση με αυτές, οι οποίες προέκριναν την αποκλειστική επιμέλεια, οι νέες διατάξεις ορίζουν πλέον την συνεπιμέλεια των γονέων επί των ανηλίκων τέκνων τους, και μόνο όταν αυτή δεν είναι δυνατή και ιδίως αν πρόκειται να αποβεί σε βάρος του συμφέροντος του ανηλίκου, το δικαστήριο μπορεί, κατά παρέκκλιση, όπως αναφέρεται στον τίτλο του άρθρου 1514 ΑΚ, να κρίνει ότι πρέπει να ανατεθεί η επιμέλεια στον ένα γονέα. Στην περίπτωση διαζυγίου, ακύρωσης του γάμου ή διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, όταν ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της ζωής της οικογένειας, καταργείται ο συζυγικός οίκος και δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς, αυτοί εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα, ακόμα και αν δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ τους ή δικαστική απόφαση. Επομένως, καθιερώνεται η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας μετά το χωρισμό των γονέων, όπως συμβαίνει κατά τη διάρκεια του γάμου, ώστε αυτοί να μην είναι υποχρεωμένοι πλέον να καταφύγουν στο Δικαστήριο προκειμένου να ρυθμίσουν την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας. Το σύστημα αυτό, δηλαδή, είναι υποχρεωτικό, με την έννοια ότι εφαρμόζεται αυτομάτως και εκ του νόμου, ακόμη κι όταν δεν συμφωνεί ο ένας γονέας ή δεν υπάρχει δικαστική απόφαση (ΑΠ 2096/2022). Καταδεικνύεται έτσι η αναγκαιότητα αδιατάραχτης και αδιάκοπης διαβίωσης του ανηλίκου υπό τις συνθήκες υπό τις οποίες ζούσε πριν από το χωρισμό των γονέων του, καθόσον η διάσταση, το διαζύγιο, η διακοπή της συμβίωσης ή η ακύρωση του γάμου των γονέων, δεν πρέπει να μεταβάλλουν τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας αυτού, η οποία επιβάλλεται να ασκείται από κοινού και από τους δύο γονείς, αφού κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησής της, είναι το “βέλτιστο συμφέρον” του τέκνου, σωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό, ηθικό και γενικά κάθε είδους συμφέρον, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανήλικου σε μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Η προβλεπόμενη ως άνω από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας μπορεί να αποκλειστεί μόνο με συμφωνία των γονέων ή με απόφαση του Δικαστηρίου, στο οποίο μπορεί να προσφύγει ο κάθε γονέας, εφόσον όμως συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1514 παρ. 2 ΑΚ. (ΑΠ 1758/2022). Σημειώνεται ότι με τον όρο “εξίσου”, δεν εισάγεται ρύθμιση περί υποχρεωτικής ισόχρονης άσκησης της γονικής μέριμνας, αλλά αποδίδεται η θεμελιώδης αρχή του οικογενειακού δικαίου, η οποία εισήχθη με το ν.1329/1983 και εναρμόνισε, στο θέμα τούτο, τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα προς τα άρθρα 4 παρ. 2 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος, περί της ισότιμης συμβολής και των δύο γονέων στην ανατροφή και τη διαπαιδαγώγηση του τέκνου και την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του (ΑΠ 78/2023, Μ. Σταθόπουλος, ό.π. σελ. 967, Κ. Φουντεδάκη, ό.π. σελ. 34 επ., Γ. Λέκκας, ό.π., αρ. 149, 151, 371). Στο πλαίσιο της από κοινού άσκησης της επιμέλειας και της υποχρέωσης συνεργασίας τους, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 1512 ΑΚ, οι γονείς μπορούν να ρυθμίζουν με άτυπες συμφωνίες τους λεπτομέρειες της καθημερινής άσκησής της, ακόμη και σιωπηρά, όταν από τις περιστάσεις προκύπτει η κατάρτισή τους (λ.χ. από την τήρηση κάποιας πρακτικής από τους γονείς ή από τον έναν χωρίς να αντιτίθεται ο άλλος γονέας) ή έχουσες και πιο μόνιμο χαρακτήρα, οι οποίες διασφαλίζουν τη σημαντική για το παιδί καθημερινή ρουτίνα και σταθερότητα, χωρίς να συνιστούν παρέκκλιση από την κοινή άσκηση της γονικής μέριμνας, εφόσον δεν είναι από εκείνες που προβλέπονται στο άρθρο 1514 ΑΚ (Γ. Λέκκας, ό.π. αρ. 372-374). Εντούτοις, κατά παρέκκλιση από τον κανόνα της από κοινού και εξίσου άσκησης της γονικής μέριμνας μετά το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, αν αυτή (η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας) δεν είναι δυνατή εξαιτίας διαφωνίας των γονέων ή αν ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου, προβλέπεται από το άρθρο 1514 παρ.2 ΑΚ η δυνατότητα διαφορετικής ρύθμισης εκ μέρους του δικαστηρίου, στο οποίο ο νόμος επιφυλάσσει επικουρικό ρόλο. Με βάση την ως άνω διάταξη του άρθρου 1514 ΑΚ συνάγεται ότι, σε περίπτωση που η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας των ανήλικων τέκνων δεν είναι δυνατή, εξαιτίας διαφωνίας των γονέων, η ρύθμιση αυτής γίνεται από το δικαστήριο, ενώ, ως περιπτώσεις διαφωνίας αναφέρονται, ενδεικτικά (“ιδίως”), οι περιπτώσεις που ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει στη γονική μέριμνα ή δεν τηρεί την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση ή τον τρόπο άσκησής της, ή αν συμφωνία αυτή είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου, ή αν η γονική μέριμνα ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αρκεί απλώς η διαφωνία των γονέων για να απονείμει ο δικαστής την αποκλειστική επιμέλεια στον ένα γονέα. Πιο συγκεκριμένα, αν δεν συντρέξει σπουδαίος λόγος, που εγκυμονεί κινδύνους για το παιδί (περίπτωση κακοποιητικού, ψυχικά διαταραγμένου ή παντελώς αδιάφορου γονέα) ή αν δεν συντρέξει πραγματική αδυναμία άσκησης της συνεπιμέλειας από τον ένα γονέα, λόγω της μόνιμης μετεγκατάστασης του παιδιού σε άλλη πόλη ή χώρα, δεν νοείται ανάθεση της αποκλειστικής επιμέλειας στον άλλο γονέα ή έστω κατανομή της επιμέλειας, που μόνο κατ` επίφαση θα επέτρεπε την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του παιδιού, διότι, διαφορετικά, ο δικαστής θα υπερέβαινε τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και θα ερμήνευε ή και θα εφάρμοζε εσφαλμένα το άρθρο 1514 του ΑΚ (ΑΠ 78/2023). Στις παραπάνω περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 1514 παρ.2 ΑΚ μπορεί να συντρέχει σπουδαίος λόγος για την ανάθεση της αποκλειστικής επιμέλειας στον άλλο γονέα και έτσι ο κανόνας της συνεπιμέλειας παραμερίζεται (Γ. Λέκκα, ό.π. αρ.452, Α. Βαλτούδη, ό.π., αρ.16). Στις περιπτώσεις αυτές καθένας από τους γονείς προσφεύγει σε διαμεσολάβηση, πλην των περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας, και εντέλει και επί αποτυχίας αυτής αποφασίζει το δικαστήριο. Πάντως ο χωρισμός δεν είναι καθαυτός δείκτης της έλλειψης γονεϊκής ικανότητας και η υπαιτιότητα του ενός γονέα ως προς το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης δεν ασκεί επιρροή στην άσκηση της γονικής μέριμνας, ακόμη δε η καταλληλότητα του ενός γονέα να αναλάβει την άσκηση της επιμέλειας δεν αποτελεί ταυτόχρονα και ένδειξη ακαταλληλότητας του άλλου (ΕφΠειρ 298/2021), εκτός εάν η συμπεριφορά του υπαίτιου έχει επιδράσει και στην άσκηση της γονικής μέριμνας-επιμέλειας, ώστε να ανακύπτει αντίθεση στο συμφέρον του τέκνου, λόγω της έκτασης και της βαρύτητας της συμπεριφοράς του αυτής, δηλωτικής της δομής του χαρακτήρα του και της εν γένει προσωπικότητάς του, έτσι ώστε και έναντι του τέκνου να αναμένεται από αυτόν η τήρηση της ίδιας συμπεριφοράς (ΑΠ 2096/2022). Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας, στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων του τέκνου και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησής της είναι το “βέλτιστο συμφέρον του τέκνου”, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Ο όρος “βέλτιστο συμφέρον” κατ` ουσίαν αποδίδει την προϊσχύσασα έννοια του “συμφέροντος του τέκνου” και, επομένως, δεν εισάγεται διαφοροποίηση σε σχέση με το προϊσχύσαν δίκαιο, ως προς την έννοια και το περιεχόμενο της αόριστης νομικής έννοιας του συμφέροντος του παιδιού. Ως τέτοιο, νοείται το σωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό, ηθικό και γενικά κάθε είδους συμφέρον, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Για την εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιας παρέχονται, για πρώτη φορά, από το νομοθέτη, εκ των προτέρων, προσδιοριστικά στοιχεία, πέραν από το επιβαλλόμενο στο δικαστή καθήκον να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις, εξαιτίας του φύλου, του σεξουαλικού του προσανατολισμού, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της ιθαγένειας, της εθνικής ή της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσιακής – οικονομικής κατάστασής τους. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1511 παρ. 2 ΑΚ “η απόφαση του δικαστηρίου συνεκτιμά παραμέτρους, όπως την ικανότητα και πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου, τη συμπεριφορά κάθε γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα και τη συμμόρφωσή του με τις νόμιμες υποχρεώσεις του, δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις και προηγούμενες συμφωνίες που είχαν συνάψει με τον άλλο γονέα και αφορούν στο τέκνο”. Τα κριτήρια αυτά αναδεικνύονται από το νομοθέτη και ισχυροποιούνται έναντι άλλων, χωρίς, ωστόσο, να δεσμεύουν το δικαστήριο, ως προς την ιεράρχηση ή την υιοθέτησή τους, στο σύνολό τους. Το κανονιστικό νόημα της ανωτέρω αόριστης νομικής έννοιας υπερτερεί έναντι άλλου έννομου συμφέροντος, κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας (λ.χ. του συμφέροντος των γονέων, των απώτερων ανιόντων, τρίτων προσώπων που έρχονται σε επαφή με το παιδί). Γνώμονας για τη σχετική απόφαση του δικαστηρίου είναι μόνο το συμφέρον του ανήλικου παιδιού, όπως τούτο κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση χωριστά, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της κάθε υπόθεσης. Η εξατομικευμένη κρίση συνιστά και εφαρμογή της επιταγής του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία αποκλείει τη στερεότυπη αντιμετώπιση, ως προς την αξιολόγηση ατόμων και προσωπικών σχέσεων. Έτσι, κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανηλίκου τέκνου, υπό καθεστώς ηρεμίας και ασφάλειας, καθώς και οι αναπτυχθέντες μέχρι τότε, με ανεπηρέαστη επιλογή, δεσμοί του διαθέτοντος ικανότητα διάκρισης τέκνου με τους γονείς του και τυχόν αδελφούς του, ενώ μεγάλης σημασίας είναι και η, κατά το δυνατό, μικρότερη διατάραξη του μέχρι τούδε τρόπου ζωής του παιδιού, έτσι ώστε να διαφυλαχθεί, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ο ψυχικός και συναισθηματικός κόσμος του, δεδομένου ότι η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των γονέων, με συνεπακόλουθο και τη διάσπαση της οικογενειακής συνοχής, έχει ήδη κλονίσει την ψυχική ισορροπία και την αίσθηση ασφάλειας του τέκνου. Η μικρή ηλικία του ανήλικου τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο, κατά νόμο, στοιχείο για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του ανηλίκου, αναφορικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή επιμέλειας στον ένα από τους γονείς του, γιατί η άποψη ότι η γονική μέριμνα των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους, λόγω του ότι έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαίτερων περιποιήσεων, εξακολουθεί να ισχύει, κατά τις νεότερες ιατρικές, παιδαγωγικές και ψυχολογικές έρευνες, μόνο για την νηπιακή ηλικία, για την οποία αναγνωρίζεται υπεροχή στη μητέρα, ενώ, για το μεταγενέστερο χρόνο, αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου. Ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στο νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμησή του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο, ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού ωριμότητάς του, εφόσον αυτή είναι προϊόν ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου. Πρέπει, εξάλλου, να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητα του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στο σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον ένα από τους γονείς, οπότε η προτίμηση του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το βέλτιστο συμφέρον του (ΑΠ 434/2020, ΑΠ 1016/2019, ΕφΠειρ 298/2021). Έτσι, υπό το κράτος της κατάστασης αυτής, το συμφέρον του ανηλίκου μπορεί να επιβάλει να συμβιώνει τόσο με τη μητέρα του όσο και με τον πατέρα του και, ακολούθως, εφόσον έτσι προκαλείται η μικρότερη δυνατή διατάραξη του τρόπου ζωής του, να ανατίθεται η άσκηση της επιμέλειας αυτού από κοινού στη μητέρα και τον πατέρα του, δηλαδή, να γίνεται χρονική ή εναλλασσόμενη κατανομή αυτής ανάμεσα στους δύο γονείς ενώ και η γονική μέριμνα να ανήκει από κοινού και στους δύο, οι οποίοι θα οφείλουν να φροντίζουν για την ομαλή ανάπτυξη και το καλό του τέκνου τους από κοινού. Η έλλειψη δε συνεργασίας των γονέων δεν πρέπει να συνιστά εμπόδιο επιλογής της χρονικής κατανομής της επιμέλειας ή της συνεπιμέλειας με εναλλασσόμενη κατοικία. Επίσης, η τυχόν εξάρτηση των παραπάνω μορφών άσκησης της επιμέλειας από τη διάθεση συνεργασίας των γονέων αποδυναμώνει τη συγκεκριμένη λύση, διότι αφήνει τη δυνατότητα στο γονέα, που είναι περισσότερο συναισθηματικά δεμένος με τα παιδιά, να τα επηρεάσει σε βάρος του άλλου γονέα και να επιτύχει, μέσω της άρνησής του να συνεργαστεί για μια τέτοια λύση, το μείζον, ήτοι να ασκεί αυτός αποκλειστικά τη γονική μέριμνα ή επιμέλεια των τέκνων, περιθωριοποιώντας τον άλλο γονέα. Για το σκοπό αυτό, λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα και υπευθυνότητα κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση τούτων. Διάκριση πρέπει να γίνεται μεταξύ της χρονικής κατανομής της άσκησης της επιμέλειας μεταξύ των γονέων και της εναλλασσόμενης διαμονής (κατοικίας) του τέκνου. Η πρώτη συνιστά μορφή κατανομής της άσκησης της γονικής μέριμνας με περιοδικότητα και συνεπάγεται ότι το παιδί έχει εναλλασσόμενη κατοικία στον τόπο κατοικίας του γονέα του, ο οποίος, στο πλαίσιο αυτό, ασκεί μόνος του, κάθε φορά, τις πράξεις επιμέλειας του παιδιού για όλα τα θέματα, με εξαίρεση εκείνα που αφορούν στον πυρήνα, κατ` άρθρο 1519 παρ. 1 του ΑΚ. Αντιθέτως, η εναλλασσόμενη διαμονή μπορεί να διαταχθεί από το Δικαστήριο αυτοτελώς, χωρίς την κατανομή της άσκησης της επιμέλειας, οπότε οι γονείς εξακολουθούν να ασκούν από κοινού την επιμέλεια του παιδιού (συνεπιμέλεια) ( ΑΠ 78/2023, ΑΠ 535/2022, ΑΠ 1186/2021, ΑΠ 426/2021, ΑΠ 1135/2020, ΑΠ 358/2019). Ειδικότερα στην παρ.3 του άρθρου 1514 ΑΚ προβλέπεται ενδεικτικά ότι το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, τους έως τότε δεσμούς του με τους γονείς και τους αδελφούς του, καθώς και τις τυχόν συμφωνίες που έκαναν οι γονείς του τέκνου για την άσκηση της γονικής μέριμνας, μπορεί να υιοθετήσει διάφορες λύσεις: α) να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων, να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησης της στα κατ’ ιδίαν θέματα ή να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα ή σε τρίτο, β) να διατάξει πραγματογνωμοσύνη ή τη λήψη οποιουδήποτε άλλου πρόσφορου μέτρου και γ) να διατάξει διαμεσολάβηση ή την επανάληψη διακοπείσας διαμεσολάβησης, ορίζοντας συγχρόνως τον διαμεσολαβητή. Η εξειδίκευση του τρόπου άσκησης της γονικής μέριμνας στα κατ’ ιδίαν θέματα είναι μια ελάσσων δυνατότητα για την περίπτωση που το δικαστήριο θα θεωρήσει ότι δεν χρειάζεται ρύθμιση ως προς το πρόσωπο που ασκεί τη γονική μέριμνα, αλλά αρκεί μια ρύθμιση των συγκεκριμένων και ειδικά προσδιορισμένων θεμάτων άσκησης της γονικής μέριμνας που ανακύπτουν από την ασυμφωνία των γονέων σε επιμέρους ζητήματα. Αν διαπιστώνεται ότι οι σχέσεις των γονέων έχουν πλήρως αποδομηθεί και ότι οι γονείς δεν πρόκειται να συνεργασθούν στο μέλλον προς το συμφέρον του τέκνου τους, το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίζει την κατανομή της άσκησης της επιμέλειας ή την αποκλειστική ανάθεσή της στον ένα γονέα, υπό την προϋπόθεση ότι με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται αποτελεσματικότερα η αποφυγή συνεχών και γενικευμένων ερίδων και συγκρούσεων μεταξύ των γονέων ή, κατά περίπτωση, η καλύτερη φροντίδα του παιδιού προς το συμφέρον του, η προαγωγή του οποίου πρέπει να είναι το αξιολογικό κριτήριο για τη δικαστική ρύθμιση της γονικής μέριμνας (Γ. Λέκκα, ό.π., αρ. 452). Η κατανομή αυτή μπορεί να γίνεται με λειτουργικό κριτήριο και να αφορά ορισμένες μόνο από τις εξουσίες της γονικής μέριμνας με την ανάθεση ορισμένων λειτουργιών της (π.χ. επιμέλεια) στον ένα γονέα και των υπόλοιπων (διοίκηση περιουσίας, εκπροσώπηση) στον άλλο ή στην από κοινού άσκηση (λειτουργική κατανομή). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1532 παρ.2 ΑΚ, περιπτώσεις κακής άσκησης της γονικής μέριμνας συνιστούν μεταξύ άλλων, ιδίως «…β. η διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του και η με κάθε τρόπο πρόκληση διάρρηξης των σχέσεων του τέκνου με αυτούς…ε. η αδικαιολόγητη άρνηση του γονέα να καταβάλει τη διατροφή που επιδικάστηκε στο τέκνο από το δικαστήριο ή συμφωνήθηκε μεταξύ των γονέων, στ. η καταδίκη του γονέα, με οριστική δικαστική απόφαση, για ενδοοικογενειακή βία… Το δικαστήριο, στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου, δύναται να αφαιρέσει από τον υπαίτιο γονέα την άσκηση της γονικής μέριμνας ή την επιμέλεια, ολικά ή μερικά, και να την αναθέσει αποκλειστικά στον άλλο γονέα, καθώς επίσης να διατάξει κάθε πρόσφορο μέτρο προς διασφάλιση του συμφέροντος του τέκνου…». Η προβλεπόμενη από τις παραπάνω διατάξεις διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του παιδιού με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, ιδίως με πράξεις, παραλείψεις, με λεκτικές επιθέσεις, υποτίμηση του γονέα στα μάτια του παιδιού, με διατύπωση κατηγοριών σε βάρος του γονέα. Η διατάραξη μπορεί να συντελείται ακόμα και χωρίς υπαιτιότητα, λ.χ. ο γονέας ενεργεί χωρίς να αντιλαμβάνεται ή να μπορεί να αντιληφθεί ότι οι πράξεις του διαταράσσουν τη συναισθηματική σχέση του παιδιού με τον άλλο γονέα. Σημασία έχει το αποτέλεσμα, όχι το κίνητρο. Το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 1532 παρ.2 περ.β’ ΑΚ δεν προϋποθέτει υπαιτιότητα και άρα κάθε διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του παιδιού με τον άλλο γονέα εμπίπτει στο πραγματικό της διάταξης. Η διατάραξη μπορεί να συντελείται με εμφανή τρόπο ή με συγκεκαλυμμένο τρόπο (Γ. Λέκκα, Η επιμέλεια του παιδιού κατά τον ΑΚ μετά τον ν. 4800/2021, σελ. 316, 317, παρ. 749). Επίσης, η παράβαση της υποχρέωσης διατροφής του τέκνου, κατόπιν δικαστικής απόφασης, από το γονέα που είναι φορέας και ασκεί τη γονική μέριμνα, συνιστά κακή άσκηση αυτής από μέρους του γονέα και έτσι συνεπάγεται την εφαρμογή γι` αυτόν του άρθρου 1532 ΑΚ. Η καταβολή διατροφής σε χρήμα ή η παροχή αυτής σε είδος αποτελεί περιεχόμενο της επιμέλειας του παιδιού, ειδικότερα δε της φροντίδας που του οφείλεται από τους γονείς (Γ. Λέκκα, ό.π., σελ. 321, παρ.771). Η αφαίρεση της άσκησης της γονικής μέριμνας από τον ένα γονέα λόγω παράβασης των γονικών του καθηκόντων, προϋποθέτει ότι από αυτή τη συγκεκριμένη μορφή της κακής άσκησης της γονικής μέριμνας, δημιουργείται ή επίκειται άμεσος και συγκεκριμένος κίνδυνος βλάβης του τέκνου σε σχέση με τα προσωπικά ή περιουσιακά συμφέροντά του (ΑΠ 1592/2022, ΑΠ 1612/2017, ΑΠ 99/2014, ΑΠ 577/2014, ΑΠ 537/2012). Ωστόσο, δικαιολογημένη κρίνεται η ανυπαίτια άρνηση του υπόχρεου γονέα (λ.χ. αιφνίδια ασθένεια, αιφνίδια μείωση των αποδοχών του, αιφνίδια απώλεια εργασίας) και έχει ως συνέπεια τη μη εφαρμογή σε βάρος του της διατάξεως του άρθρου 1532 παρ.2 περ.ε’ ΑΚ. Περαιτέρω, η προβλεπόμενη στο ίδιο πιο πάνω άρθρο ως περίπτωση κακής άσκησης της γονικής μέριμνας, ενδοοικογενειακή βία περιλαμβάνει τα αδικήματα που προβλέπονται στον ν. 3500/2006 και στα άρθρα 312, 330 και 333 ΠΚ. Στην έννοια της ενδοοικογενειακής βίας, που αποτελεί απαγορευμένη μορφή άσκησης της γονικής μέριμνας, εντάσσεται κάθε μορφή άσκησης βίας κατά του ανηλίκου, συμπεριλαμβανομένης της ψυχολογικής βίας και της λεκτικής βίας (άρθρο 2 του ν. 3500/2006), καθώς και η άσκηση βίας σε βάρος άλλου προσώπου εντός της οικογένειας (π.χ. του άλλου γονέα) ενώπιον του ανηλίκου (άρθρο 1 παρ.3 εδ.β’ του ν. 3500/2006) (βλ. Γ. Λέκκα, ό.π., σελ. 323, 324, παρ. 780, 781) και κατά περίπτωση, η άσκηση βίας σε βάρος τρίτου μέλους της οικογένειας, χωρίς την παρουσία του ανήλικου τέκνου.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489, 1493 του ΑΚ, προκύπτει ότι οι γονείς, είτε υπάρχει μεταξύ τους γάμος και συμβιώνουν, είτε έχει διακοπεί η συμβίωση, είτε έχει εκδοθεί διαζύγιο, έχουν κοινή και ανάλογη με τις δυνάμεις τους υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμη και εάν αυτό έχει περιουσία, της οποίας όμως τα εισοδήματα ή το προϊόν της εργασίας του ή άλλα τυχόν εισοδήματά του δεν αρκούν για τη διατροφή του. Το μέτρο της διατροφής από το νόμο μεταξύ των ανιόντων και κατιόντων, προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του και περιλαμβάνει τα αναγκαία για τη συντήρηση και εν γένει εκπαίδευση του έξοδα. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβιώσεως, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη επιτηρήσεως και εκπαιδεύσεως και την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου (ΑΠ 1384/2008, ΑΠ 823/2003). Για να καθοριστεί το ποσό της δικαιούμενης διατροφής αξιολογούνται κατ΄ αρχήν τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου, καθοριστικό δε στοιχείο είναι οι συνθήκες της ζωής του, δηλαδή οι όροι διαβιώσεως του, χωρίς όμως να ικανοποιούνται οι παράλογες αξιώσεις (ΑΠ 120/2013, ΑΠ 837/2009, ΑΠ 471/2005). Η δαπάνη για την εξυπηρέτηση στεγαστικών ή καταναλωτικών δανείων δεν προαφαιρείται από τα εισοδήματα του υπόχρεου, αλλά λαμβάνεται υπόψη ως επιπλέον βιοτική ανάγκη του (ΑΠ 120/2013, ΑΠ 680/2010, ΑΠ 204/2010, ΑΠ 837/2009, ΑΠ 471/2005, ΕφΑθ 493/2018, ΕφΔωδ 195/2013). Η συνεισφορά της μητέρας, που είναι επιφορτισμένη με την ανατροφή και επίβλεψη του ανήλικου τέκνου, συνυπολογίζεται στην υποχρέωσή της προς διατροφή του ανηλίκου. Εξάλλου, η κατά τα άνω υποχρέωση των γονέων προς διατροφή του τέκνου τους, όπως προαναφέρθηκε, βαρύνει αυτούς, κατά το άρθρο 1489 εδ. 2 του ΑΚ, ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Ο εναγόμενος γονέας, συνεπώς, προς καταβολή ολόκληρου του ποσού της διατροφής, μπορεί να επικαλεστεί κατ’ ένσταση, κατ’ άρθρο 1489 παρ. 2 του AK και 262 του ΚΠολΔ, ότι και ο άλλος γονέας έχει την οικονομική δυνατότητα, σε σχέση με τη δική του και σε συνδυασμό με τις λοιπές υποχρεώσεις του, να καλύψει μέρος της ανάλογης διατροφής του ανηλίκου, οπότε, με την απόδειξη της ένστασης αυτής, περιορίζεται η υποχρέωση του εναγόμενου γονέα για τη διατροφή του τέκνου του κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην οικονομική δυνατότητα και στη βάση αυτής υποχρέωση συνεισφοράς του άλλου γονέα (ΑΠ 680/2010, ΑΠ 837/2009, ΕφΔωδ 195/2013, ΕφΛαμ 98/2009, ΕφΑθ1384/2008). Ωστόσο, όμως, στην περίπτωση που με την αγωγή δεν ζητείται το σύνολο του ποσού, στο οποίο αποτιμώνται οι διατροφικές ανάγκες του δικαιούχου, αλλά μόνο το μέρος το οποίο κατά την άποψη του ενάγοντος πρέπει να βαρύνει τον εναγόμενο γονέα, σε αναλογία προς τις οικονομικές δυνάμεις αυτού και του άλλου γονέως (του εναγομένου), ο αμυντικός ισχυρισμός ότι η αναλογία αυτή είναι διαφορετική από εκείνη που αναφέρεται στην αγωγή, λειτουργεί ως άρνηση. Τότε, ο συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων πρέπει να γίνει από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα προς τα εκατέρωθεν αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά και ανεξάρτητα από την πληρότητα της σχετικής καταχώρισης του ισχυρισμού στα πρακτικά ή τις προτάσεις του εναγομένου (ΕφΘεσ 1101/2002). Περαιτέρω για το ορισμένο της αγωγής διατροφής σε χρήμα ανήλικου τέκνου, λόγω διάστασης ή λύσης του γάμου των γονέων του, αρκεί να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής, η συγγενική σχέση ενάγοντος – εναγομένου, η έλλειψη εισοδημάτων του ανηλίκου και η αδυναμία του να εργαστεί, τα περιουσιακά στοιχεία του εναγόμενου γονέα του, οι ανάγκες του που είναι προσδιοριστικές του ύψους της διατροφής, η οποία πρέπει να του καταβληθεί και το αιτούμενο, για όλες αυτές τις ανάγκες του, συνολικό ύψος της δαπάνης που αποτελεί την, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, ανάλογη διατροφή του, χωρίς να απαιτείται ο προσδιορισμός στο δικόγραφο της αγωγής με ακρίβεια και του απαραίτητου, για την κάλυψη κάθε επιμέρους ανάγκης του χρηματικού ποσού, που προκύπτει από τις συνθήκες της ζωής του, καθώς και των εισοδημάτων και της οικονομικής δυνατότητας και του άλλου γονέα και των συγκεκριμένων δαπανών που βαρύνουν καθέναν από τους γονείς (ΑΠ 416/2007, ΕφΠειρ 227/2022, ΕφΑθ 93/2017, ΕφΑθ 854/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ).
VI. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν νομίμως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης του και τις με αριθμούς ….. και …./17.5.2002 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, ……….. και ………., αντιστοίχως, που λήφθηκαν επιμελεία του εναγομένου-ενάγοντος ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου του (υπ’αριθμ……/12.5.2022 έκθεση επίδοσης κλήσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς ………..), που εκτιμώνται κατά το λόγο της γνώσεως και κατά το μέτρο της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 παρ 1 στοιχ. γ’, 448 παρ. 2, 449 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων και οι ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων που λήφθηκαν στα πλαίσια άλλων δικών μεταξύ των ίδιων διαδίκων, ανεξάρτητα αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 340 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό, σύμφωνα με τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στις 20.10.2018 στο Κιλκίς, που δεν έχει λυθεί αμετάκλητα, από τον οποίο απέκτησαν ένα ανήλικο αβάπτιστο εισέτι θήλυ τέκνο, που γεννήθηκε στις 4.6.2021 (ηλικίας κατά τον χρόνο συζήτησης των αγωγών 1 έτους και κατά την παρούσα συζήτηση 3 ετών). Παρά τον πολυετή δεσμό τους που μετρούσε οκταετία προ της τέλεσης του γάμου τους, η έγγαμη σχέση τους διασπάστηκε σύντομα μετά την έλευση του τέκνου τους, γεγονός που διατάραξε τις μέχρι τότε ισορροπίες του ζευγαριού, αναδεικνύοντας τα ουσιαστικά προβλήματα της σχέσης τους, που συνίσταντο στην έλλειψη επικοινωνίας και διαφορετικής αντίληψης σχετικώς με σοβαρά θέματα της ζωής. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα τον σοβαρό κλονισμό του γάμου των διαδίκων και την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, με την αποχώρηση στις 8.7.2021 της ενάγουσας – εναγομένης – εφεσίβλητης από την μέχρι τότε οικογενειακή στέγη στον ……… Αττικής, μαζί το ανήλικο τέκνο της και την εγκατάσταση της στην οικία της μητέρας της στην ίδια περιοχή, έκτοτε δε οι σύζυγοι ζουν χωριστά, με τον εναγόμενο-ενάγοντα-εκκαλούντα να εξακολουθεί να διαμένει στην πρώην οικογενειακή στέγη. Μετά την επελθούσα διάσταση μεταξύ των διαδίκων, αυτοί δεν κατόρθωσαν να ρυθμίσουν αυτόνομα τα θέματα σχετικά με την άσκηση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου τους. Δυνάμει της με αριθμό 248/2022 αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατανεμήθηκε προσωρινά λειτουργικά ή άσκηση της γονικής μέριμνας του τέκνου μεταξύ των διαδίκων και ανατέθηκε προσωρινά η άσκηση της επιμέλειας στη μητέρα, επιδικάστηκε προσωρινά διατροφή για λογαριασμό του τέκνου της σε βάρος του πατέρα και ρυθμίστηκε προσωρινά το δικαίωμα επικοινωνίας του πατέρα του με αυτό. Στα πλαίσια αυτά η προσωρινή ρύθμιση της επικοινωνίας τηρήθηκε κατά βάση και από τις δύο πλευρές, εκτός από λίγες φορές στο διάστημα αυτό, που ο εναγόμενος – ενάγων – εκκαλών δεν μπόρεσε να την τηρήσει, λόγω επαγγελματικών του υποχρεώσεων, πλην όμως αποτέλεσε αφορμή για νέες προστριβές και συγκρούσεις μεταξύ των διαδίκων η ικανότητα του, όπως ανταποκριθεί στην φροντίδα, που απαιτείτο για το βρέφος, καθόσον η ενάγουσα – εναγομένη – εφεσίβλητη επανειλημμένα διαμαρτυρόταν για την πλημμελή αλλαγή πάνας, για μη τήρηση του προβλεπόμενου προγράμματος σίτισης του μωρού, καθώς και για τον συγχρωτισμό του μωρού με συναδέλφους και φίλους του εναγομένου πατέρα, δίχως την τήρηση των προβλεπόμενων μέτρων ασφαλείας, όταν ίσχυαν οι περιορισμοί κατά της πανδημίας του κορωνοϊού (Covid -19). Όπως αποδείχθηκε, ο εναγόμενος –ενάγων – εκκαλών υπεραγαπά το τέκνο του και πλέον προσπαθεί φιλότιμα να το φροντίζει όσο το δυνατόν καλύτερα, κατά το χρόνο της επικοινωνίας του μαζί του, καθόσον το πρώτο χρονικό διάστημα από την διάσπαση του γάμου δεν διέθετε σχετική εμπειρία, ούτε αντιλαμβανόταν πλήρως τις εξειδικευμένες απαιτήσεις φροντίδας, που απαιτούνταν για το βρέφος και τους κινδύνους, που η πλημμελή ή αμελή φροντίδα του, συνεπάγεται για την υγεία και την ανάπτυξη του, λαμβανομένου υπόψη ότι η ενάγουσα-εναγομένη είχε αναλάβει αποκλειστικά από την γέννηση του πλήρως την φροντίδα του μωρού συνεπικουρούμενη από την μητέρα της και ο ίδιος δεν επεδίωξε ενεργό ρόλο σ’αυτό, αν και δυσανασχετούσε με την συχνή παρουσία της πεθεράς του για αυτόν τον λόγο στη συζυγική οικία, εντούτοις απέφευγε να επωμιστεί την περιποίηση του τέκνου του σε συνεργασία με την σύζυγο του, ούτως ώστε να μην χρειάζεται εκείνη να προστρέχει στην βοήθεια της μητέρα της, τουλάχιστον όταν ο ενάγων πατέρας βρισκόταν σπίτι, αλλά αρκούνταν να εκδηλώνει την ενόχληση και δυσαρέσκεια του δημιουργώντας εντάσεις και διαπληκτισμούς, που τον αποξένωσαν από τη ενάγουσα σύζυγο του, που αισθανόταν ότι δεν καταλάβαινε την αγωνία της να ανταποκριθεί επαρκώς στην φροντίδα του τέκνου τους και να διαφυλάξει την υγεία του, εν μέσω των δυσχερών συνθηκών της πανδημίας του κορωνοϊού και δεν της συμπαραστεκόταν σ’αυτό.
Επισημαίνεται, ότι διαφέρουν οι απόψεις και οι θέσεις των διαδίκων σχετικά με διάφορα ζητήματα προστασίας της υγείας και υγιεινής και αντιμετώπισης τους γενικά, που όμως, όσον αφορά τους ενήλικες, εναπόκεινται στην διακριτική τους ευχέρεια, όταν όμως αφορούν την διαφύλαξη της υγείας και τήρησης της υγιεινής του παιδιού, πρέπει να ακολουθούνται πιστά από αμφότερους τους γονείς ορισμένοι γενικά αποδεικτοί κανόνες, που συνιστώνται και από τους παιδιάτρους και συμβαδίζουν με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής. Ως προς αυτά τα καίρια ζητήματα, ο ενάγων πατέρας αρεσκόταν να ενεργεί αυτοβούλως και να μην ακολουθεί σχετικές οδηγίες και κανόνες, προκαλώντας προστριβές και έριδες με την ενάγουσα μητέρα, διαφαίνεται όμως σοβαρή πρόθεση του να εκπαιδευθεί στην εκμάθηση τους απευθυνόμενος και σε παιδίατρο, αντιλαμβανόμενος ότι το αντίθετο θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στα δικαιώματα άσκησης της επιμέλειας και προσωπικής επικοινωνίας με το τέκνο του.
Ενόψει των ανωτέρω, η από κοινού άσκηση της επιμέλειας δεν μπορεί να λειτουργήσει μεταξύ των διαδίκων, αφενός μεν διότι αυτοί δεν μπορούν να συνεργαστούν και να συμφωνήσουν για το καλώς εννοούμενο συμφέρον του τέκνου τους για θέματα επιμέλειας, εφόσον διαφέρουν σε αντιλήψεις και νοοτροπία και η αντιδικία τους, λόγω της μεταξύ τους διάστασης, επ’ αφορμή της ανατροφής του τέκνου, αλλά και λόγω των προσωπικών τους διαφορών, είναι ακόμη σφοδρή, αφετέρου δε διότι ο εναγόμενος-ενάγων πατέρας έχει αυξημένες επαγγελματικές υποχρεώσεις, ως υπαξιωματικός του πολεμικού ναυτικού, που τον εμποδίζουν να ανταποκριθεί στη φροντίδα ενός νήπιου μόνος του. Η δε μητέρα αυτού, η οποία πιθανότατα να μπορούσε να τον συνδράμει, ελάχιστη επαφή έχει με το παιδί αυτό, πέραν μερικών επισκέψεων της, εφόσον διαμένει μόνιμα στο Κιλκίς και δεν προσδοκάται βάσιμα να εγκαταλείψει τον τόπο μόνιμης διαμονής της, όπου επιπλέον και εργάζεται, ώστε να εγκατασταθεί στον ….. για να φροντίζει το εγγόνι της, οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εναγομένου δεν κρίνονται πειστικοί. Περαιτέρω, ούτε η ισομερής χρονική κατανομή της άσκησης της επιμέλειας με εναλλασσόμενη διαμονή του τέκνου, τόσο στην οικία της ενάγουσας μητέρας του, όσο και του ενάγοντος πατέρα του, όπως αυτός αιτείται, εξυπηρετεί το αληθινό συμφέρον τούτου, καθόσον το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, λαμβανομένης υπόψη και της νηπιακής ηλικίας που διανύει, επιτάσσει συγκεκριμένο πρόγραμμα, προς κάλυψη των καθημερινών του αναγκών, στις οποίες ο πατέρας, παρά τα αισθήματα αγάπης και στοργής, που τρέφει για το τέκνο του, δεν μπορεί να ανταποκριθεί με επάρκεια, επιπλέον δε απαιτεί σταθερό περιβάλλον και συνθήκες διαβίωσης, που επιτυγχάνεται μέσω ενός μόνιμου χώρου κατοικίας και σταθερού και βασικού προσώπου φροντίδας και περιποίησης του και δη της μητέρας του, που την έχει απόλυτη ανάγκη, λόγω των ιδιαίτερων φροντίδων και περιποιήσεων, που μπορεί να του προσφέρει και παρέχει τα εχέγγυα ότι μπορεί να ανταποκριθεί σ’αυτά με επάρκεια, προς καλλιέργεια ισχυρού συναισθηματικού δεσμού μεταξύ τους, με σκοπό την ομαλή ψυχοπνευματική του ανάπτυξη, το δε αναγκαίο συναισθηματικό δέσιμο με τον πατέρα του και η ουσιαστική συμμετοχή τούτου στην ανατροφή του, μπορεί να επιτευχθεί με διευρυμένη μεταξύ τους προσωπική επικοινωνία και ουδόλως επιτυγχάνεται με την αλλεπάλληλη υποβολή του τέκνου στην βάσανο της προσαρμογής ανά τακτά διαστήματα σε διαφορετικό περιβάλλον διαβίωσης και διακινδύνευσης της σταθερότητας και ασφάλειας στην ζωή του, καθόσον με την εναλλασσόμενη διαμονή κατοχυρώνεται μεν καλύτερη ισορροπία ανάμεσα στους γονείς, αλλά διαταράσσεται η ισορροπία του τέκνου, που έχει ήδη διαταραχθεί σοβαρά από τον χωρισμό των γονέων του και την διάσπαση της οικογενειακής συνοχής, το κρίσιμο δε ζήτημα είναι το συμφέρον του τέκνου και όχι των γονέων. Εξάλλου και ο ίδιος ο εναγόμενος-ενάγων αναφερόμενος στην προσπάθεια περί εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων για το ζήτημα αυτό, αναφέρει ότι είχαν συμφωνήσει όπως το ανήλικο μέχρι την ηλικία των δύο ετών, να μην έχει εναλλασσόμενη κατοικία, αλλά να διαβιεί με την ενάγουσα μητέρα του έχοντας ο ίδιος μια διευρυμένη καθημερινή επικοινωνία. Ως εκ τούτων, το συμφέρον του ανηλίκου υπαγορεύει να κατανεμηθεί λειτουργικά η άσκηση της γονικής μέριμνας και να ανατεθεί η άσκηση της επιμέλειας ως προς όλες τις πτυχές της αποκλειστικά στην ενάγουσα-εναγομένη μητέρα αυτού, που παρέχει τα εχέγγυα για τη σωστή ανατροφή, φροντίδα, περιποίηση, περίθαλψη, διαπαιδαγώγηση και ορθή ψυχοσωματική και συναισθηματική ανάπτυξη του ανηλίκου τέκνου. Από τη διάσπαση δε της σχέσης της με τον αντίδικο της, ασκεί η ενάγουσα-εναγομένη μητέρα ουσιαστικά την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου, τρέφει αδιαμφισβήτητα αισθήματα αγάπης προς αυτό, το φροντίζει με στοργή, αφοσίωση και τρυφερότητα, επιδεικνύοντας αμέριστο ενδιαφέρον προς αυτό και τις ανάγκες του, γεγονός που δεν αμφισβητείται από τον εναγόμενο – ενάγοντα πατέρα, ούτε συντρέχει σοβαρός λόγος που υπαγορεύει την απόσπαση του από αυτή, η οποία παρουσιάζεται και υποδεικνύεται πρόθυμη και ικανή να ανταποκριθεί στο ανωτέρω γονεϊκό της καθήκον. Μετά ταύτα ωστόσο διατηρείται η από κοινού άσκηση από τους διαδίκους των υπολοίπων λειτουργιών της γονικής μέριμνας του τέκνου τους, σχετικά με την διοίκηση περιουσίας του και την εκπροσώπηση του ανηλίκου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη που αφορά το πρόσωπο και την περιουσία του, με εξαίρεση τις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1516 ΑΚ, που μπορεί να τις επιχειρεί μόνος του ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο. Σημειώνεται βέβαια ότι, όπως στο νόμο ορίζεται, κατ’ άρθρο 1519 ΑΚ, για σημαντικά ζητήματα της επιμέλειας, όπως ζητήματα αναφορικά με την ονοματοδοσία της ανήλικης, για το θρήσκευμα, την υγεία της ανήλικης, εκτός από τα επείγοντα και τα τρέχοντα, καθώς και σημαντικά ζητήματα εκπαίδευσης, που επιδρούν αποφασιστικά στο μέλλον της, καθώς και μεταβολής του τόπου διαμονής της, θα λαμβάνονται οι αποφάσεις και από τους δύο γονείς από κοινού, με γνώμονα πάντα το συμφέρον του τέκνου, παρόλο που η επιμέλεια, ως προς τις ανωτέρω υπόλοιπες λειτουργίες της, ανατέθηκε στην ενάγουσα, ώστε να μην αποκλείεται ο πατέρας από την άσκηση των σημαντικών αυτών λειτουργικών δικαιωμάτων του.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε το αγωγικό αίτημα περί χρονικής κατανομής της άσκησης της επιμέλειας του ανηλίκου με εναλλασσόμενη κατοικία διαμονής τούτου και ανέθεσε την άσκηση της επιμέλειας του στην ενάγουσα – εναγομένη -εφεσίβλητη μητέρα, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται από την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και καλώς εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εναγομένου – ενάγοντος – εκκαλούντος, που προβλήθηκαν πρωτοδίκως και επαναφέρονται με τον πρώτο λόγο της έφεσης του, ως ουσιαστικά αβασίμων.
Περαιτέρω, προκειμένου να αναπτυχθεί, να διατηρηθεί και να ενισχυθεί ο συγγενικός και ψυχικός δεσμός της ανήλικης με τον πατέρα της και να μην αποξενωθεί ο πατέρας της από αυτήν, που δεν είναι ούτε προς το συμφέρον του τέκνου, καθόσον η φυσική παρουσία και ουσιαστική επικοινωνία του πατέρα με το τέκνο είναι απαραίτητη προϋπόθεση της ομαλής ψυχοσωματικής ανάπτυξης του ανηλίκου, πρέπει να ρυθμισθεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του ενάγοντος – εναγομένου – εκκαλούντος με την ανήλικη, γενομένου δεκτού εν μέρει του σχετικού επικουρικού αιτήματος της αγωγής του, ως εξής: α) κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή από ώρα 17:00 μμ έως 20:00 μμ. β) το πρώτο και τρίτο Σάββατο εκάστου μήνα από ώρα 14:00 μμ του Σαββάτου μέχρι 20:00 μμ του Σαββάτου, γ) κάθε δεύτερη και τέταρτη Κυριακή εκάστου μηνός από ώρα 10:00 πμ της Κυριακής μέχρι 18:00 μμ της Κυριακής. Η επικοινωνία κατά τις ανωτέρω ημέρες στις περιπτώσεις α), β) και γ) θα αργεί κατά την περίοδο των εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και θερινών διακοπών, καθώς ρυθμίζεται ειδικότερα, ως κατωτέρω, δ) κατά τις εορτές του Πάσχα, από την Μεγάλη Δευτέρα έως και την Μεγάλη Παρασκευή και από ώρα 10:00 έως ώρα 18:00, καθώς και το Μεγάλο Σάββατο και την Κυριακή του Πάσχα από ώρα 10:00 π.μ. έως ώρα 20:00, κατά τα μονά έτη και από την Δευτέρα της Διακαινησίμου έως την Παρασκευή της ίδιας εβδομάδας (Διακαινησίμου) από ώρα 10:00 πμ έως ώρα 18:00 μμ την κάθε ημέρα, καθώς και το Σάββατο της Διακαινησίμου και την Κυριακή του Θωμά από ώρα 10:00 πμ έως 20:00 μμ την κάθε ημέρα, κατά τα ζυγά έτη, ε) κατά τις εορτές Χριστουγέννων – Νέου έτους, από τις 22 Δεκεμβρίου έως 28 Δεκεμβρίου από τις 10:00 πμ έως τις 18:00 μμ την κάθε ημέρα, πλην της ημέρας των Χριστουγέννων και της Δεύτερης ημέρας των Χριστουγέννων, που η επικοινωνία θα άρχεται από ώρας 10:00 π.μ. έως ώρας 20:00 μ.μ., κατά τα μονά έτη και από 31 Δεκεμβρίου έως 6η Ιανουαρίου από τις 10:00 έως τις 18:00 την κάθε ημέρα, πλην της 1ης και 6ης Ιανουαρίου, που η επικοινωνία θα άρχεται από ώρας 10:00 π.μ. έως τις 20:00 μ.μ. αυτών, κατά τα ζυγά έτη, στ) κατά τις θερινές διακοπές κατά τον μήνα Αύγουστο, ήτοι από 1ης Αυγούστου έως και την 12η Αυγούστου από τις 10:00 πμ έως τις 18:00 μμ την κάθε ημέρα. Σημειώνεται ότι κατά τον μήνα Αύγουστο θα ισχύει η επικοινωνία κατά τις ως άνω ημέρες και ώρες, ως ειδικότερα ορίζεται στην υπό στοιχεία στ΄ περίπτωση και θα αργεί η επικοινωνία κατά τα Σαββατοκύριακα και τις καθημερινές. Ωστόσο, ο εναγόμενος – ενάγων – εκκαλών, όταν δεν θα έχει επικοινωνία με φυσική παρουσία με το ανήλικο δύναται να τηλεφωνεί στην μητέρα για να ενημερώνεται για την κατάσταση του ανηλίκου κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 18:00 μμ και 18:30 μμ και για 10 περίπου λεπτά. Αντίστοιχα δύναται να επικοινωνεί τηλεφωνικά η ενάγουσα-εναγομένη για να ενημερώνεται για την κατάσταση του ανηλίκου, κατά τις ημέρες και ώρες επικοινωνίας του ενάγοντος – εναγομένου με το ανήλικο. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, ο ενάγων πατέρας θα παραλαμβάνει αυτός προσωπικά το ανήλικο τέκνο από την οικία, που διαμένει η μητέρα με αυτό, κατά την αφετηρία ώρα και ο ίδιος θα το επιστρέφει σε αυτήν, κατά τη λήξη του χρόνου εκάστης επικοινωνίας, έχοντας τοποθετήσει στο όχημα που χρησιμοποιεί για την μεταφορά του κατάλληλο παιδικό κάθισμα. Τέλος, σε περίπτωση αποδεδειγμένης ασθένειας του ανηλίκου και δη πιστοποιουμένης από ιατρική βεβαίωση, κατά την ορισθείσα ημέρα επικοινωνίας, δεν θα ισχύει ο καθορισμένος τρόπος επικοινωνίας. Ακόμη, πρέπει να απειληθεί κατά της εναγομένης -εφεσίβλητης χρηματική ποινή ύψους τριακοσίων (300) ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας δέκα (10) ημερών για κάθε περίπτωση παρεμπόδισης του δικαιώματος επικοινωνίας του τέκνου με τον πατέρα του, κατά τα ανωτέρω ορισθέντα.
Δεν κρίνεται, προς το συμφέρον του τέκνου, αναγκαία και σκόπιμη η διανυκτέρευση του στην οικία του πατέρα του, κατά το παρόν τουλάχιστον χρονικό στάδιο της νηπιακής ηλικίας, που ευρίσκεται το ανήλικο, καθόσον ο αποχωρισμός του εκ της μητρός του και τα βράδια και μάλιστα για περισσότερες συνεχόμενες ημέρες, υφίσταται βάσιμος κίνδυνος να του δημιουργήσει συναισθήματα ανασφάλειας και έντονο άγχος αποχωρισμού. Εξάλλου, όπως προεκτέθηκε, ο ενάγων πατέρας δεν είναι ακόμα σε θέση να ανταποκριθεί επαρκώς μόνος του στις καθημερινές αυξημένες ανάγκες φροντίδας και περιποίησης του τέκνου και δεν υπάρχει άλλο συγγενικό του πρόσωπο, που να είναι οικείο στο τέκνο π.χ. η γιαγιά του, να τον συνδράμει σ’αυτό.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται από την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, μήτε στην εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων των αντίθετων αιτιάσεων του εναγομένου – ενάγοντος – εκκαλούντος, που διαλαμβάνονται στον δεύτερο λόγο της έφεσης του και αποδίδουν στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες ως ουσιαστικά αβασίμων.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το ανήλικο θήλυ τέκνο των διαδίκων, αδυνατεί να διαθρέψει τον εαυτό του, καθόσον στερείται πλήρως εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή και δεν έχει τη δυνατότητα, λόγω της ηλικίας του, να εργαστεί. Συνεπώς, υπόχρεοι προς διατροφή του είναι οι γονείς του από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις οικονομικές του δυνάμεις, ενώ το μέτρο της διατροφής του πρέπει να προσδιοριστεί με βάση τις ανάγκες του, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες διαβίωσης του και πρέπει να περιλαμβάνει όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση, την περίθαλψη και ανατροφή του.
Ο εναγόμενος- ενάγων τυγχάνει υπαξιωματικός του πολεμικού ναυτικού και συγκεκριμένα ανθυπασπιστής και οι μηνιαίες καθαρές αποδοχές του ανέρχονται στο ποσό των 1.325 ευρώ περίπου. Διαμένει σε μισθωμένο διαμέρισμα, που αποτελούσε και την οικογενειακή στέγη και επιβαρύνεται με το μίσθωμα αυτού, ύψους 300 ευρώ, καθώς και με τα λειτουργικά έξοδα της οικίας αυτής (ηλεκτροφωτισμού, ύδρευσης, τηλεπικοινωνιών, κοινοχρήστων). Είναι επίσης κύριος ενός Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής Audi μεταχειρισμένου. Άλλη περιουσία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή, δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει, ούτε βαρύνεται με την κατά νόμο διατροφή άλλου προσώπου, πλην του ως άνω ανηλίκου τέκνου του, ενώ έχει να αντιμετωπίσει τις δαπάνες διατροφής, ενδύσεως και ψυχαγωγίας του, που είναι οι συνήθεις των ατόμων αυτής της ηλικίας, που διαβιούν κάτω από τις ίδιες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Από την άλλη πλευρά η ενάγουσα-εναγομένη εργάζεται, ως ιδιωτική υπάλληλος, σε κρεοπωλείο στον ….. και οι μηνιαίες καθαρές αποδοχές της ανέρχονται περί τα 1.000 ευρώ. Δεν διαθέτει δικό της αυτοκίνητο, ούτε ακίνητη περιουσία, λαμβάνει όμως επιπλέον επίδομα τέκνου ανά μήνα, ύψους 56 ευρώ. Φιλοξενείται μαζί με το ανήλικο τέκνο της σε μισθωμένη οικία της μητρός της στον …… αντί μηνιαίου μισθώματος 200 ευρώ, συμμετέχοντας στις δαπάνες στέγασης και στα λειτουργικά έξοδα της οικίας αυτής, κατά το ποσοστό που της αναλογεί, η εκεί δε διαμονή του τέκνου της επιβαρύνει τις δαπάνες αυτές. Δεν βαρύνεται εκ του νόμου με την υποχρέωση διατροφής τρίτου προσώπου, πλην του ως άνω ανήλικου τέκνου της, ενώ έχει και να αντιμετωπίσει και τις δαπάνες διατροφής, ενδύσεως και ψυχαγωγίας της, που είναι οι συνήθεις, που απαιτούνται για ένα άτομο της ιδίας ηλικίας, που διαβιεί κάτω από τις ίδιες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Περαιτέρω, η ενάγουσα επιμελείται με στοργή αυτοπροσώπως το ανήλικο τέκνο της και παρέχει σε αυτό κάθε είδους φροντίδα και εξυπηρετήσεις, όπως λ.χ προσωπική περιποίηση, καθαριότητα, μαγείρεμα, φύλαξη, οι οποίες κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, συνδέονται με τη συνοίκηση και είναι αποτιμητές σε χρήμα (ΑΠ 1612/2017, ΑΠ 1048/2015, ΑΠ 120/2013, σε ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ).
Το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, ηλικίας ενός έτους κατά τον χρόνο συζήτησης των υπό κρίση αγωγών και κατά την παρούσα συζήτηση 3 ετών, διαμένει, όπως προαναφέρθηκε, με τη μητέρα του, σε μισθωμένη οικία της γιαγιάς του εκ της μητρικής γραμμής και επομένως, βαρύνεται με τις δαπάνες στέγασης κατά το ποσοστό που του αναλογούν. Επίσης, οφείλει να συμμετέχει εν μέρει, κατά το ποσοστό που του αναλογεί, δια των δαπανών, που αφορούν τις τακτικές διατροφικές του ανάγκες και στους λογαριασμούς, που αφορούν την κάλυψη καθημερινών βιοτικών του αγαθών, συνυφασμένων με τη διαβίωση του στην εν λόγω οικία (ηλεκτρική ενέργεια, ύδρευση, τηλεφωνία, θέρμανση, είδη πρώτης ανάγκης, υγιεινής κλπ.). Άλλες ιδιαίτερες ανάγκες και δαπάνες για διατροφή εν στενή εννοία, ένδυση, υπόδηση, είδη ατομικής υγιεινής, ψυχαγωγία, εκπαίδευση και υγεία, δεν αποδείχθηκε ότι έχει, πλην των συνήθων της ηλικίας του και σε ανάλογη περίπτωση τέκνου της ιδίας κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης και των αυτών προσωπικών περιστάσεων του ιδίου και των γονέων του.
Με βάση τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων και τις εν γένει περιστάσεις, το Δικαστήριο κρίνει ότι, για την ανάλογη με τις ανάγκες του προαναφερόμενου τέκνου των διαδίκων διατροφή, όπως αυτές προκύπτουν και έχουν διαμορφωθεί από τις συνθήκες της ζωής του και συγκεκριμένα τις ανάγκες του για διατροφή, ένδυση, υπόδηση, εκπαίδευση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, πέραν των όσων καλύπτονται από το ασφαλιστικό φορέα, όπου είναι εμμέσως ασφαλισμένο και ψυχαγωγία, απαιτείται, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, λαμβανομένης υπόψη και της οικονομικής κατάστασης των γονέων του και του βιοτικού τους επιπέδου, το ποσό των 430 ευρώ μηνιαίως, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η, συνεπεία της στέγασης του, προκύπτουσα επιβάρυνση των λειτουργικών εξόδων της κατοικίας, όπου διαμένει, ενώ συνυπολογίζονται και οι αποτιμώμενες σε χρήμα, συναφείς με την περιποίηση και φροντίδα του προσώπου του, παρεχόμενες υπηρεσίες (παρασκευή φαγητού, πλύσιμο, σιδέρωμα, ατομική υγιεινή κλπ), των οποίων έχει ανάγκη για την ανατροφή του και, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, συνδέονται με τη συνοίκηση και του προσφέρονται από την ενάγουσα, αποτιμώνται δε κατά μήνα τουλάχιστον στο ποσό των 100 ευρώ. Για τον προσδιορισμό της συνεισφοράς, που βαρύνει τους γονείς του ανήλικου, πρέπει να γίνει αναγωγή της οικονομικής δυνατότητας έκαστου εξ αυτών στο σύνολο των εισοδημάτων τους. Έτσι, ο εναγόμενος πατέρας του πρέπει, με βάση την προαναφερθείσα οικονομική δυνατότητα του και την προσωπική κατάσταση του, συσχετιζόμενη με την αντίστοιχη οικονομική δυνατότητα και την προσωπική κατάσταση της ενάγουσας μητέρας του ανήλικου, να καλύψει το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ μηνιαίως, παρεκτός των εξόδων για τη διατροφή του τέκνου τις ώρες επικοινωνίας του με το ανήλικο, που βαρύνουν αποκλειστικά τον ίδιο, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 180 ευρώ, που είναι αναγκαίο για τη διατροφή του ανήλικου κατά τα ανωτέρω, βαρύνει τη μητέρα του, με τα προσωπικά της εισοδήματα και την προσφορά των προσωπικών της υπηρεσιών στην ανατροφή του και των λοιπών, συνδεόμενων με τη συνοίκηση τους, παροχών, ως έχουσα, κατά νόμο, συντρέχουσα και ανάλογη των οικονομικών και εν γένει δυνατοτήτων της υποχρέωση διατροφής του.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που καθόρισε ομοίως το ποσό της συνεισφοράς του εναγομένου-εκκαλούντος στην διατροφή του ανηλίκου τέκνου του για το επίδικο χρονικό διάστημα, στο ποσό των 250 ευρώ, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται από την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε στην εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, ο τρίτος λόγος της έφεσης, που υποστηρίζει τα αντίθετα και αποδίδει στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, κρίνεται απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος.
VII. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους, κατ’ άρθρα 179 εδ.1 , 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, λόγω της σχέσης ων διαδίκων ως συζύγων και της συγγενικής εξ αίματος σχέσης τους με το διάδικο τέκνο τους, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση κατά της υπ’αριθμ.1390/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Δέχεται την έφεση τυπικά.
Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 23 Απριλίου 2025.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, με άλλη σύνθεση, λόγω μετάθεσης και αποχώρησης της Δικαστού Ελένης Νικολακοπούλου, Εφέτη, αποτελούμενη από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών και με την ίδια Γραμματέα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 23 Απριλίου 2025.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ