Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 294/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός      294/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Βασίλειο Τζελέπη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………..  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο του δικηγόρο Στέφανο Λύρα (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: 1. Εταιρίας με την επωνυμία <<……….>> (……….., που εδρεύει στη ……. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ….., και 2. Εταιρείας με την επωνυμία <<………..>> με δτ <<………..>> (ΑΦΜ ……..) που εδρεύει στη …….. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια τους δικηγόρο Ιωάννα Λεγάκη [ΠΙΣΤΙΟΛΗΣ – ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ] (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2  ΚΠολΔ).

Ο εκκαλών – εφεσίβλητος άσκησε την από 16.12.2022 και με ΓΑΚ …./2022 και ΕΑΚ ……./2022 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, απευθυνόμενη κατά των εφεσιβλήτων – εκκαλουσών. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθ. 129/2024 οριστική απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: α) ο ενάγων με την κρινόμενη από 27.6.2024 και με ΓΑΚ/ ΕΑΚ ………/15.7.2024 Πρωτ. Και β) οι εναγόμενες με την από 24.9.2024 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./24.9.2024 έφεσή τους,  οι οποίες ορίσθηκαν να συζητηθούν για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο εκφωνήθηκαν με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου οι υποθέσεις, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων  δεν παραστάθηκαν αλλά προκατέθεσαν τις προτάσεις τους και με σχετική δήλωσή τους, δήλωσαν, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνούν να συζητηθεί η ένδικη έφεση, χωρίς να παρασταθούν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι υπό κρίση: α) από 27.6.2024 και με ΓΑΚ/ ΕΑΚ ………./15.7.2024 Πρωτ. και β) από 24.9.2024 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/24.9.2024 εφέσεις, οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης και δη κατά της με αριθμό. 129/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, επί της από 16.12.2022 και με ΓΑΚ …./2022 και ΕΑΚ …../2022 αγωγής είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν προκύπτει η επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης,  (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της απόφασης (15.1.2024). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους των εκκαλούντων στις άνω εφέσεις, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Δωδ. 225/2018, Εφ.Πειρ. 166/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος, με την υπό κρίση αγωγή, όπως παραδεκτά διορθώθηκε με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, και με τις προτάσεις του, εκθέτει ότι δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε την 1η- 10-2020, στον Πειραιά, με την πρώτη εναγόμενη, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία, Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «BH», με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……., κ.ο.χ. 13.615,17, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ως άνω πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες της ισχύουσας κάθε φορά Συλλογικής Σύβασης Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών-Επιβατηγών Πλοίων, εργάσθηκε δε έως και την 17-3-2021, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά τύποις λόγω αδείας, διάρκειας ενός μηνός, ουσία, όμως, λόγω μονομερούς και άκαιρης καταγγελίας της σύμβασης άνευ παραπτώματος του. Ότι, στη συνέχεια, με σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισε την 1η-6- 2021, στον Πειραιά, με την πρώτη εναγόμενη, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία, Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «Δ», με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……., κ.ο.χ. 9834,37, εκτός των διαστημάτων από 29-6-2021 έως 7-9-2021 και από 7-6-2022 έως 6-9-2022, κατά τα οποία η πρώτη εναγόμενη είχε την κυριότητα του πλοίου και η δεύτερη εναγόμενη τον εφοπλισμό, προσλήφθηκε ως ναύτης και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο εν λόγω πλοίο, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες της ισχύουσας κάθε φορά Συλλογικής Σύβασης Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών-Επιβατηγών Πλοίων, στο οποίο εργάσθηκε έως και τις 27-1-2022, οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά λόγω ασθενείας. Ότι, ακολούθως, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε με την ίδια ως άνω ειδικότητα και όρους στο λιμάνι του Πειραιά στις 3-2-2022 και εργάσθηκε έως τις 19-5-2022, οπότε απολύθηκε στον ίδιο τόπο λόγω ετήσιας επιθεώρησης, και τέλος, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν, με την ίδια ειδικότητα και όρους, στις 6-6-2022, οπότε απολύθηκε στον ίδιο τόπο στις 15-12-2022 αμοιβαία συναινέσει. Ότι κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του ο ίδιος απασχολούνταν στις αναφερόμενες σε αυτήν εργασίες προς εκτέλεση των καθηκόντων του. Ότι, περαιτέρω, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του στο πλοίο «BH» από 1-1-2021 έως 17-3-2021, αυτό εκτελούσε καθημερινά το δρομολόγιο Πειραιά-Ηράκλειο Κρήτης, ο ίδιος δε εργαζόταν επί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ημερησίως. Ότι κατά το διάστημα της υπηρεσίας του στο πλοίο «Δ» από 1-6-2021 έως 28-6-2021 και από 7-9-2021 έως 2-10-2021, αυτό βρισκόταν σε ακινησία και επ’ αυτού εκτελούνταν εργασίες επιθεώρησης και συντήρησης, οπότε εργαζόταν το νόμιμο οκτάωρο του, ενώ τα υπόλοιπα διαστήματα εκτελούσε τα εκτιθέμενα σε αυτήν ειδικότερα δρομολόγια, με συνέπεια : α) τα διαστήματα από 29-6-2021 έως 6- 9-2021 και από 7-6-2022 έως 6-9-2022 να εργάζεται επί τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ώρες ημερησίως, β) τα διαστήματα από 1-11-2021 έως 27-1- 2022, από 3-2-2022 έως 18-4-2022, 6-6-2022, από 13-9-2022 έως 15-12- 2022, από 3-10-2021 έως 31-10-2021 και από 19-4-2022 έως 19-5-2022 να εργάζεται επί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ημερησίως, και γ) τα διαστήματα από 7-9-2022 έως 12-9-2022 να εργάζεται επί τουλάχιστον δεκατρείς (13) ώρες ημερησίως. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε : 1) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να του καταβάλει για το διάστημα της υπηρεσίας του επί του πλοίου «BH» από 1-1-2021 έως 17-3-2021 για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, αναλογία δώρου Πάσχα 2021 και αποζημίωση απόλυσης και μη επαναπρόσληψης το συνολικό ποσό των 7.294,64 ευρώ, 2) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να του καταβάλει για τα διαστήματα της υπηρεσίας του επί του πλοίου «Δ» από 3-10-201 έως 31-12-2021, 1-6-2021 έως 28-6-2021 και 8-9-2021 έως 2-10-2021 για αμοιβή υπερωριακής εργασίας και αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2021 το συνολικό ποσό των 4.991,10 ευρώ, 3) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να του καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστη, για το διάστημα της υπηρεσίας του στο ως άνω πλοίο από 29-6-2021 έως 7-9-2021 για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2021, διαφορά πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές και επίδομα άγονης γραμμής το συνολικό ποσό των 8.489,08 ευρώ, 4) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να του καταβάλει για το διάστημα της υπηρεσίας του στο ίδιο ως άνω πλοίο από 1-1-2022 έως 27-1-2022, για αμοιβή υπερωριακής εργασίας και αναλογία δώρου Πάσχα 2022 το συνολικό ποσό των 641,25 ευρώ, 5) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να του καταβάλει για τα διαστήματα της υπηρεσίας του στο  ανωτέρω πλοίο από 3-2-2022 έως 19-5-2022, 6-6-2022, και από 7-9-2022  έως 15-12-2022, για αμοιβή υπερωριακής εργασίας και αναλογία δώρων και Χριστουγέννων 2022 το συνολικό ποσό των 7.138,96 ευρώ, και 6) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να τους καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστη, για το διάστημα της υπηρεσίας του στο παραπάνω πλοίο από 7-6-2022 έως 6-9-2022, για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2022, διαφορά πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές και επίδομα άγονης γραμμής το συνολικό ποσό των 5.525.90 ευρώ, όπως τα επιμέρους κονδύλια εξειδικεύονται στην αγωγή, άπαντα τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία της τελευταίας απόλυσής του από το πλοίο «Δ», στις 15-12-2022, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και με τις νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις του μετέτρεψε τα επιμέρους αγωγικά κονδύλια υπό στοιχείο 2, 3 και 4, συνολικού ποσού 14.121,43 ευρώ, από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη, νόμιμη και εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσία, υποχρέωσε τις εναγόμενες να καταβάλουν στον ενάγοντα για την υπηρεσία του στα ένδικα πλοία υπό τις εξής διακρίσεις: α) υποχρέωσε τη πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (287,00 + 1.723,22 + 1.660,99 + 475,99 + 892,50 =) 5.039,70 ευρώ, β) υποχρέωσε τις εναγόμενες, εκ των οποίων η δεύτερη ευθυνόμενη μόνο με το συγκεκριμένο πλοίο «Δ» και μέχρι την αξία αυτού (άρθρο 106 Κ.Ι.Ν.Δ.), να καταβάλουν, ενεχόμενες εις ολόκληρον, στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (2.053,29 + 685,85 + 213,58 + 124,49 =) 3.077,21 ευρώ, γ) αναγνώρισε την υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (615,37 + 700,76 + 143,79 + 128,09 =) 1.588,01 ευρώ και δ) αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγόμενων, εκ των οποίων η δεύτερη ευθυνόμενη μόνο με το συγκεκριμένο πλοίο «Δ» και μέχρι την αξία αυτού (άρθρο 106 Κ.Ι.Ν.Δ.), να καταβάλουν, ενεχόμενες εις ολόκληρον, στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (1.659,40 + 532,61 + 251,34 + 98,39 =) 2.541,74 ευρώ, άπαντα τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας απόλυσης του ενάγοντος, ήτοι από 16-12-2022, πλην του κονδυλίου που αφορά στη διαφορά αναλογίας επιδόματος εορτής Χριστουγέννων έτους 2022 ποσού (892,50 + 685,85=) 1.578,35 ευρώ, το οποίο πρέπει να επιδικασθεί με το νόμιμο τόκο από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους που αφορούσε, ήτοι από 1η-1-2023, και μέχρι την πλήρη εξόφληση και καταδίκασε σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος σε βάρος των εναγομένων λόγω της μερικής νίκης και ήττας καθενός από τους διαδίκους και ανάλογα με την έκταση αυτή, τα οποία όρισε στο ποσό των 500 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τόσο ο ενάγων όσο και οι εναγόμενες με τους λόγους των εφέσεών τους, που συνιστούν παράπονα για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, κατά το εκκαλούμενο από τον καθένα μέρος της, ώστε να ξαναδικαστεί η αγωγή ως προς αυτό και να γίνει ολικά δεκτή ή να απορριφθεί στο σύνολό της αντίστοιχα.

Απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 Κ.Πολ.Δ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται στη συνέχεια, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (Α.Π. 983/2021,  139/2009), τις από 30-1-2023 (με αριθμούς πρωτ. ΔΣΠ_ΕΒ_ ….. _2023 και ΔΣΠ_ΕΒ_……_ 2023 απόδειξης κατάθεσης ενώπιον του Δ.Σ.Π.) ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος ενώπιον του δικηγόρου Πειραιά ……. (A.M. Δ.Σ.Π. …….), μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόμενων (βλ. τις με αριθμούς …./25-1-2023 και …./25-1-2023 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ……….., σε συνδυασμό με την από 24-1-2023 γνωστοποίηση -κλήση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενάγοντος), την με αριθμό ………/25-9-2023 ένορκη βεβαίωση που προσκομίζουν με επίκληση οι εναγόμενες και δόθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά …………, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος, κατ’ άρθρο 422 § 1 ΚΠολΔ, (βλ. την υπ’ αριθμό ……/20-9-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά ………….. με συνημμένη την από 20-9-2023 κλήση εξέτασης μάρτυρα του πληρεξούσιου δικηγόρου των εναγόμενων), οι οποίες σταθμίζονται κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ βλ ΑΠ 48/2009 ΝΟΜΟΣ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει των από 18- 12-2020, 29-6-2021, 8-9-2021, 3-10-2021, 3-2-2022 και 7-6-2022 έγγραφων συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκαν στον Πειραιά, μεταξύ του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος  και της πρώτης εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης ο ενάγων ναυτολογήθηκε με την ιδιότητα του ναύτη, στο υπό Ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «BH», με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……., κ.ο.χ. 13.615,17, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης (δυνάμει της πρώτης από τις ανωτέρω συμβάσεις), και στη συνέχεια, στο υπό Ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «Δ», με αριθμό νηολογίου Πειραιά 12520, κ.ο.χ. 9.834,37, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης (δυνάμει των υπολοίπων ως άνω συμβάσεων εργασίας), εκτός των χρονικών διαστημάτων από 29-6-2021 έως 7- 9-2021 και από 7-6-2022 έως 6-9-2022 κατά τα οποία την κυριότητα του πλοίου είχε η πρώτη των εναγόμενων και τον εφοπλισμό η δεύτερη. Ειδικότερα : α) ναυτολογήθηκε την  1 -10 -2020 (το ένδικο διάστημα άρχεται από 1-1-2021) και εργάσθηκε στο πλοίο «BH» μέχρι τις 17-3-2021, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά λόγω αδείας ενός μηνός, β) στη συνέχεια, ναυτολογήθηκε την 11-6-2021 και εργάσθηκε στο πλοίο «Δ» ως τις 27-1-2022, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά λόγω ασθένειας, γ) ακολούθως, ναυτολογήθηκε εκ νέου στις 3-2-2022 και υπηρέτησε στο ίδιο ως άνω πλοίο μέχρι τις 19-5-2022, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά λόγω ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου και δ) τέλος, ναυτολογήθηκε στις 6-6-2022 και προσέφερε την υπηρεσία του στο ως άνω πλοίο μέχρι τις 15-12-2022, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει». Με τις προαναφερόμενες έγγραφες συμβάσεις εργασίας, που καλύπτουν άπαντα τα ένδικα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντος, προκύπτει, μεταξύ άλλων συμβατικών ρυθμίσεων, ότι ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος συμφωνήθηκε κλειστός, ανερχόμενος στα ποσά (μικτά) των 3.252,90 ευρώ, 3.360,63 ευρώ, 3.057,04 ευρώ, 3.252,90 ευρώ, 3.350,49 ευρώ και 3.461,43 ευρώ αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένων, όπως ρητά διευκρινίσθηκε, του βασικού μισθού (οριζόμενου από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ της κατηγορίας που υπάγεται το πλοίο), επιδόματος Κυριακών, Σαββάτων και αργιών, αδείας και τροφοδοσίας, υπερωριών, τυχόν επιδόματος της εταιρείας και όλων των διάφορων προβλεπόμενων επιδομάτων από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας, καθώς, επίσης, ότι εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων. Κατά τα δύο πρώτα ένδικα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του, ήτοι από 1-1-2021 έως 17-3-2021 και από 1-6-2021 έως 27-1-2022, ίσχυσε αποκλειστικώς η ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 που κυρώθηκε στις 24-7-2019 με την υπ’ αριθμό 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, οπότε κατέστη γενικά υποχρεωτική (μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειάς της), και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης στις 12-8-2019 (ΦΕΚ Β 3170/2019), ως η τελευταία ισχύσασα, ενώ για τα δύο τελευταία ένδικα χρονικά διαστήματα, ήτοι από 3-2-2022 έως 19-5-2022 και από 6-6-2022 έως 15-12-2022, ίσχυσε αποκλειστικώς η ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2022 που κυρώθηκε στις 9-2-2022 με την υπ’ αριθμό 2242.5-1.5/8785/2022 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης στις 15-2-2022 (ΦΕΚ Β 663/2022), ομοίως ως η τελευταία ισχύσασα, δεδομένου ότι με τις προαναφερθείσες έγγραφες συμβάσεις εργασίας είχε συμφωνηθεί ρητά να καταστούν περιεχόμενο τους οι όροι της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ, όπως η εφαρμογή των ανωτέρω ΣΣΝΕ εκτίθεται, άλλωστε, και με το δικόγραφο της αγωγής και οι εναγόμενες δεν αντιλέγουν. Να σημειωθεί ότι για όλα τα ανωτέρω αποδεικτέα θέματα της υπό κρίση αγωγής δεν αμφισβητούνται ειδικότερα από τις εναγόμενες γεγονός το οποίο επιτρέπει στο παρόν Δικαστήριο να συναγάγει ομολογία των τελευταίων σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 261 ΚΠολΔ. Ακολούθως, από τις ίδιες ως άνω αποδείξεις προέκυψε ότι το πλοίο «BH», στο οποίο είχε ναυτολογηθεί ο ενάγων, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα από 1-1-2021 έως 17-3-2021, ήταν ενταγμένο στην ακτοπλοϊκή γραμμή Πειραιάς-Ηράκλειο Κρήτης-Πειραιάς, εναλλάξ με το πλοίο «ΚI», και συγκεκριμένα, αναχωρούσε (ανά δύο ημέρες) από το λιμάνι του Πειραιά στις 21:00 μ.μ. και κατέπλεε στις 6:15 π.μ. της επόμενης ημέρας στο λιμάνι του Ηρακλείου, από το οποίο, ακολούθως, απέπλεε στις 21:00 μ.μ. της ίδιας  ημέρας με προορισμό τον Πειραιά, όπου κατέφθανε στις 6:15 π.μ. της επόμενης ημέρας. Ωστόσο, τις ημερομηνίες 3-1-2021, 10-1-2021, 17-1-2021, 24-1-2021 και 31-1-2021 (άπασες Κυριακές) το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια λόγω COVID-19, στις 7-2-2021, 21-2-2021, 28-2-2021, 7-3-2021 και 14-3-2021 (ομοίως Κυριακές) το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια λόγω μειωμένης κίνησης λόγω COVID-19, στις 15 και 16-2-2021 δεν εκτέλεσε δρομολόγια, καθώς υπήρχε απαγορευτικό λόγω κακοκαιρίας, και στις 23 και 24-2-2021 δεν εκτέλεσε δρομολόγια λόγω συμμετοχής των εργαζόμενων στην απεργία της ΠΝΟ. Επιπλέον η οργανική σύνθεση του ανωτέρω πλοίου ως προς το προσωπικό καταστρώματος αποτελούνταν, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6 του Π.Δ. 177/1974, από έναν πλοίαρχο, τρεις αξιωματικούς σκάφους, ένα δόκιμο αξιωματικό, ένα ναύκληρο, δύο υποναύκληρους, δώδεκα ναύτες και δύο ναυτόπαιδες (βλ. τον προσκομιζόμενο από τις εναγόμενες από 22-3-2019 πίνακα οργανικής σύνθεσης πληρώματος). Ο ενάγων στο εν λόγω πλοίο ήταν επιφορτισμένος με τα προβλεπόμενα στο νόμο καθήκοντα της ειδικότητάς του (άρθρα 62 και 63 του ΒΔ 683/1960) και συγκεκριμένα, εκτελούσε δύο τετράωρες κυλιόμενες βάρδιες, απασχολούμενος στη γέφυρα του πλοίου, στις εργασίες κατάπλου και απόπλου στα εκάστοτε λιμάνια του οικείου δρομολογίου, στην απόδεση και πρόσδεση του πλοίου, καθώς και στη φορτοεκφόρτωση, έχμαση και ασφάλιση των οχημάτων στους χώρους στάθμευσης, πραγματοποιούσε περιπολίες σε όλο το πλοίο για την ασφάλειά του, ενώ εκτελούσε και εργασίες καθαρισμού και συντήρησης (χρωματισμούς και λιπάνσεις του καταστρώματος, των χώρων στάθμευσης και των διαμερισμάτων του πλοίου, μικροεπισκευές, αποκομιδή απορριμμάτων, καθαριότητα του καταστρώματος και των χώρων στάθμευσης), και τέλος, απασχολείτο με το «χτύπημα» ή «κούρδισμα» των ρολογιών πυρασφάλειας που ήταν τοποθετημένα σε διάφορες θέσεις του πλοίου, εργασία που γινόταν κάθε βράδυ και διαρκούσε περί τη μιάμιση ώρα. Επιπλέον προέκυψε ότι τα ημερήσια χρονικά όρια απασχόλησης του ενάγοντος δεν ήταν ακριβώς προκαθορισμένα, επηρεαζόμενα από εξωγενείς παράγοντες που συνδέονται με τη φύση  της ναυτικής αποστολής του πλοίου, κατ’ εντολή του πλοιάρχου, απασχολείτο, πέραν του νόμιμου ωραρίου του, ήτοι των δύο τετράωρων βαρδιών, ξεκινώντας την εργασία του μισή ώρα πριν από κάθε βάρδια και τελειώνοντας μισή ώρα μετά. Ειδικότερα τα ημερήσια χρονικά όρια απασχόλησης του ενάγοντος στο άνω πλοίο προκύπτει τόσο από τη μαρτυρία του εξετασθέντος από αυτόν μάρτυρα ……………, ο οποίος συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα κατά προαναφερθέν κρίσιμο ένδικο χρονικό διάστημα στο ίδιο πλοίο με την ίδια ειδικότητα, όσο και από το γεγονός ότι εργοδότρια εταιρεία,  όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του ενάγοντος, κατέβαλε χρηματικά ποσά για απασχόληση «Σάββατα και αργίες» και για «αμοιβή υπερωριών», γεγονός το οποίο άλλωστε δικαιολογεί την επιχειρηματική της επιλογή να συμφωνήσει με τον τελευταίο μισθό με κλειστό χαρακτήρα. Ωστόσο ο αγωγικός ισχυρισμός περί παροχής δωδεκάωρης ημερήσιας εργασίας δεν αποδείχθηκε ως βάσιμος κατ’ ουσίαν δεδομένου ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ήτοι από αρχές του 2021 έως 13-5-2021 η πληρότητα όλων των επιβατηγών πλοίων που διέθεταν καμπίνες είχε μειωθεί σε 55%,συνεπεία των περιορισμών της κίνησης του πληθυσμού με βάση τις εκδοθείσες κοινές υπουργικές αποφάσεις για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον  από τον κίνδυνο διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 (βλ. σχετ.  ΦΕΚ (τ. Β 1/2-1-2021, 30/8-1-2021, 89/16-1-2021, 341/29-1-2021, 534/10-2-2021, 793/27-2-2021, 895/6-3-2021, 996/13-3- 202). Μάλιστα όπως καταθέτει στη σχετική ένορκη βεβαίωση του ο μάρτυρας ανταπόδειξης, ………………., ναυτολογημένος υποπλοίαρχος στο έτερο πλοίο «Δ» το επίδικο διάστημα, η προσέλευση επιβατών στην πραγματικότητα ήταν ακόμη περισσότερο μειωμένη, σε αντίθεση με τη μεταφορά φορτηγών. Με βάση επομένως τις συνθήκες και τις περιστάσεις υπό τις οποίες ο ενάγων παρείχε την εργασία του στο ένδικο πλοίο, την εκτέλεση σταθερών και επαναλαμβανόμενων νυκτερινών δρομολογίων του πλοίου από Πειραιά προς Ηράκλειο και από Ηράκλειο Πειραιά εναλλάξ, το είδος της παρεχόμενης εργασίας, την αναγνώριση υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, πέραν του νόμιμου ημερήσιου ωραρίου εργασίας, τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν λόγω της πανδημίας του κορονοϊού σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα της ναυτολογήσής του  πασχολείτο στο ως άνω πλοίο επί δέκα (10) ώρες ημερησίως, κατά μέσο όρο, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων, των Κυριακών και των αργιών, λόγω της εκτέλεσης συνεχών πλόων καθ’ όλη τη διάρκεια της εβδομάδας, εκτός από τις ανωτέρω αναφερόμενες ημερομηνίες, κατά τις οποίες το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια και άρα, δεν απασχολήθηκε υπερωριακά. Οι εναγόμενες – εκκαλούσες με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, κατά το πρώτο σκέλος αυτού που αφορά το πλοίο Bh, διατείνονται ότι η εκκαλουμένη δεν εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις καθώς το ως άνω πλοίο κατά το ένδικο τούτο χρονικό διάστημα  είχε πλήρη σύνθεση πληρώματος και ως εκ τούτου υπήρχε επάρκεια πληρώματος στην αυτή ειδικότητα και δεν υπήρχε ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος κρίνεται απορριπτέος κατά το σκέλος αυτό ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος δεδομένου ότι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου (Ν.Δ. 187/1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου  αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΕφΠειρ 50/2016 ΤΝΠ NOMOS, ΕφΠειρ 1/2003 ΕΝαυτΔ 2003, σελ. 124). Επιπλέον απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει και ο ισχυρισμός των εναγομένων που προβάλλεται με τον ίδιο λόγο έφεσης και αφορά το ίδιο ως άνω πλοίο ότι  η υπερωριακή εργασία του ενάγοντος αναγραφόταν στις τηρούμενες από την πρώτη εναγόμενη καταστάσεις μηνιαίων υπερωριών πληρώματος τις οποίες υπέγραφε ο ενάγων, ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο και της πολυετούς ναυτολόγησής του στα πλοία του ομίλου της «………….» ήδη από το 2001, ο ενάγων ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του, ενώ λάμβανε κάθε μήνα τις μηνιαίες αποδοχές του χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως δικαστικά τεκμήρια για την έμμεση έστω απόδειξη του προβαλλομένου αντίθετου ισχυρισμού της πρώτης εναγόμενης περί ανυπαρξίας οιασδήποτε υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος πέραν αυτής που έχει αμειφθεί με τον καταβαλλόμενο μηνιαίο κλειστό μισθό του, δικαιολογείται αφενός από την επιθυμία του ναυτικού  να μη θέσει σε κίνδυνο την εργασιακή του θέση, αφετέρου διότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, συναγόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174 και 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 Α.Ν. 539/1945 και 8 § 4 Ν.Δ. 4020/1959, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη και θεωρείται μη γενόμενη, η παραίτηση του εργαζόμενου, έστω και με τη μορφή της άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, από το δικαίωμα λήψης των κατά νόμο ελάχιστων ορίων των αποδοχών του, καθώς και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης (ΑΠ 875/2018, ΕφΠειρ 55/2017 ΤΝΠ NOMOS). Κατά συνέπεια η εκκαλουμένη απόφαση η οποία δέχθηκε τα ίδια αναφορικά με τα χρονικά όρια ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο BH κατά το ένδικο χρονικό διάστημα από 1.10.2021 έως 17.3.2021 δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και τα όσα αντίθετα διατείνεται τόσο η εκκαλούσα – ενάγουσα με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, όσο και οι εκκαλούσες – εναγόμενες με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης τους που αφορά την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο πλοίο της πρώτης εναγόμένης κατά το προαναφερθεν χρονικό διάστημα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Επίσης απορριπτέοι ως αβάσιμοι τυγχάνουν και οι δεύτερος και τρίτος λόγος της έφεσης του εκκαλούντος – ενάγοντος που αφορούν την απόρριψη του αιτουμένου συνολικού κονδυλίου αμοιβής υπερωριακής εργασίας του από την εκκαλουμένη, η οποία δέχθηκε κονδύλιο μικρότερο σε σχέση με το αιτηθέν με συνέπεια να υπολογιστεί το αιτούμενο δώρο Πάσχα έτους 2021 και η αποζημίωση απόλυσης σε μικρότερα χρηματικά ποσά από τα αιτηθέντα δεδομένου ότι και το παρόν Δικαστήριο δέχθηκε τα ίδια χρονικά όρια ημερήσιας εργασίας του ενάγοντος, οπότε και δεν μεταβάλλονται τα επιδικασθέντα με την εκκαλουμένη χρηματικά ποσά δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται με ειδικό λόγο έφεσης ο αριθμητικός υπολογισμός αυτών. Ακολούθως ο ενάγων ναυτολογήθηκε στο πλοίο της δεύτερης εναγόμενης – εφεσίβλητης με το όνομα «Δ» κατά τα εξής χρονικά διαστήματα: Α) κατά το χρονικό διάστημα από 29- 6-2021 έως 6-9-202 όπου εκτελούσε δρομολόγια σε επιδοτούμενη άγονη γραμμή και ειδικότερα, κάθε Δευτέρα αναχωρούσε από το λιμάνι της Καβάλας στη 1:00 π.μ. για Λήμνο (ώρα άφιξης 5:00 και αναχώρησης 5:20), Μυτιλήνη (ώρα άφιξης 10:40 και αναχώρησης 11:40), Χίο (ώρα άφιξης 14:35 και αναχώρησης 14:55), Βαθύ (ώρα άφιξης 18:20 και αναχώρησης 19:05), Φούρνους (ώρα άφιξης 21:00 και αναχώρησης 21:10), Αγιο  Κήρυκο (ώρα άφιξης 21:45 και αναχώρησης 22:15) και Πάτμο (ώρα άφιξης 23:50), από όπου την επόμενη ημέρα, Τρίτη αναχωρούσε σας 00:10 π.μ. για Λέρο (ώρα άφιξης 1:25 και αναχώρησης 1:45), Πειραιά (ώρα άφιξης 11:20 και αναχώρησης 17:00) και Μύκονο (ώρα άφιξης 22:35), από όπου αναχωρούσε στις 22:55 μ.μ. και κατέπλεε στο λιμάνι της Λέρου την επόμενη ημέρα Τετάρτη στις 3:35 π.μ., από όπου αναχωρούσε στις 3:55 για Πάτμο (ώρα άφιξης 5:10 και αναχώρησης 5:30), Άγιο Κήρυκο (ώρα άφιξης 7:05 και αναχώρησης 7:25), Φούρνους (ώρα άφιξης 8:00 και αναχώρησης 8:10), Βαθύ (ώρα άφιξης 10:05 και αναχώρησης 10:50), Χίο (ώρα άφιξης 14:15 και αναχώρησης 14:35), Μυτιλήνη (ώρα άφιξης 17:30 και αναχώρησης 18:30) και Λήμνο (ώρα άφιξης 23:50), από όπου την επόμενη ημέρα, Πέμπτη, αναχωρούσε στις 00:20 π.μ. για Καβάλα (ώρα άφιξης 4:20 και αναχώρησης 17:00) και Λήμνο (ώρα άφιξης 21:15), από όπου αναχωρούσε στις 21:40 μ.μ. και κατέπλεε την επόμενη ημέρα Παρασκευή στις 3:00 π.μ. στο λιμάνι της Μυτιλήνης (με ώρα αναχώρησης 6:00) για Λήμνο (ώρα άφιξης 11:20 και αναχώρησης 11:45), Καβάλα (ώρα άφιξης 16:00 και αναχώρησης 19:00) και Λήμνο (ώρα άφιξης 23:15), από όπου αναχωρούσε στις 23:45 για Καβάλα, όπου κατέπλεε στις 4:15 της επόμενης ημέρας Σάββατο και αναχωρούσε στις 8:00 π.μ. για Λήμνο (ώρα άφιξης 12:15 και αναχώρησης 13:10), Μυτιλήνη  (ώρα άφιξης 18:30 και αναχώρησης 19:30) και Χίο (ώρα άφιξης 22:45), από όπου αναχωρούσε στις 23:05 και κατέπλεε την επόμενη ημέρα, Κυριακή, στο βαθύ στις 2:30 (με ώρα αναχώρησης 5:00) για Χίο (ώρα άφιξης 8:15 και αναχώρησης 8:35), Μυτιλήνη (ώρα άφιξης 11:50 και αναχώρησης 12:45), Λήμνο (ώρα άφιξης 18:05 και αναχώρησης 18:30) και Καβάλα (με ώρα άφιξης 22:45), Β) ) κατά τα χρονικά διαστήματα από 1-11-2021 έως 27-1-2022, 3-2- 2022 έως 18-4-2022 και από 13-9-2022 έως 15-12-2022 κάθε Δευτέρα αναχωρούσε από το λιμάνι των Μεστών στις 4:00 π.μ. για Μυτιλήνη (ώρα άφιξης 8:20 και αναχώρησης 18:00) και Μεστά (ώρα άφιξης 22:20), από όπου αναχωρούσε στις 22:50 μ.μ. για Πειραιά, όπου κατέπλεε την επόμενη ημέρα Τρίτη σεις 6:20 π.μ. και αναχωρούσε στις 20:00 μ.μ. για Χίο, όπου κατέπλεε την επόμενη ημέρα Τετάρτη στις 5:00 και αναχωρούσε στις 5:30 για Μυτιλήνη (ώρα άφιξης 8:20 και αναχώρησης 18:00), και Χίο (ώρα άφιξης 20:50), από όπου αναχωρούσε στις 21:20 μ.μ. για Πειραιά, όπου κατέπλεε την επόμενη ημέρα Πέμπτη στις 6:20 π.μ. και αναχωρούσε στις 20:00 μ.μ. για Χίο, όπου κατέπλεε την επόμενη ημέρα Παρασκευή στις 5:00 και αναχωρούσε στις 5:30 π.μ. για Μυτιλήνη (ώρα άφιξης 8:20 και αναχώρησης 18:00) και Χίο όπου κατέπλεε στις 21:50 και αναχωρούσε στις 21:20 για το λιμάνι του Πειραιά όπου κατέπλεε στις 6:20 της επόμενης ημέρας Σάββατο και από όπου αναχωρούσε την επόμενη ημέρα Κυριακή στις 20:00 μ.μ., Γ) κατά τα χρονικά διαστήματα από 3-10-2021 έως 31-10-2021 και από 19-4-2022 έως 19-5-2022 κάθε Δευτέρα αναχωρούσε από το λιμάνι των Μεστών στις 4:00 π.μ. για Μυτιλήνη (ώρα άφιξης 8:20 και αναχώρησης 19:00) και Μεστά (ώρα άφιξης 23:20), από όπου αναχωρούσε στις 23:50 μ.μ. για Πειραιά, όπου την επόμενη ημέρα Τρίτη στις 7:20 π.μ. και αναχωρούσε στις 20:00 μ.μ. για Χίο, όπου  κατέπλεε την επόμενη ημέρα Τετάρτη στις 5:00 π.μ. και αναχωρούσε στις 5:30 π.μ. για Μυτιλήνη (ώρα άφιξης 8:20 και αναχώρησης 19:00), και Χίο (ώρα άφιξης 21:50), από όπου αναχωρούσε στις 22:20 μ.μ. για Πειραιά, όπου κατέπλεε την επόμενη ημέρα Πέμπτη στις 7:20 π.μ. και αναχωρούσε στις 20:00 μ.μ. για Χίο, όπου κατέπλεε την επόμενη ημέρα Παρασκευή στις 5:00 π.μ. και αναχωρούσε στις 5:30 π.μ. για Μυτιλήνη (ώρα άφιξης 8:20 και αναχώρησης 19:00) και Χίο όπου κατέπλεε στις 21:50 μ.μ. και αναχωρούσε στις 22:20 μ.μ. για το λιμάνι του Πειραιά όπου κατέπλεε στις 7:20 π.μ. της επόμενης ημέρας Σάββατο και από όπου αναχωρούσε την επόμενη ημέρα Κυριακή στις 20:00 μ.μ., δ) κατά το χρονικό διάστημα από 7-6-2022 έως 6-9- 2022 εκτελούσε δρομολόγια σε επιδοτούμενη άγονη γραμμή και ειδικότερα, κάθε Δευτέρα αναχωρούσε από το λιμάνι της Καβάλας στη 1:00 π.μ. για Λήμνο (ώρα άφιξης 5:05 και αναχώρησης 5:25), Μυτιλήνη (ώρα άφιξης 10:55 και αναχώρησης 11:45), Χίο (ώρα άφιξης 14:45 και αναχώρησης 15:05), Βαθύ (ώρα άφιξης 18:35 και αναχώρησης 19:15), Φούρνους (ώρα άφιξης 21:15 και αναχώρησης 21:30), Άγιο Κήρυκο (ώρα άφιξης 22:05), από όπου αναχωρούσε στις 22:30 μ.μ. για Πάτμο, όπου κατέπλεε την επόμενη ημέρα, Τρίτη, στις 00:05 και αναχωρούσε στις 00:20 για Λέρο (ώρα άφιξης 1:35 και αναχώρησης 1:50), Πειραιά (ώρα άφιξης 11:45), από όπου αναχωρούσε στις 17:00 μ.μ. για Λέρο, όπου κατέπλεε την επόμενη ημέρα, Τετάρτη, στις 2:55 π.μ., από όπου αναχωρούσε στις 3:15 π.μ. για Πάτμο (ώρα άφιξης 4:30 και αναχώρησης 4:50), Άγιο Κήρυκο (ώρα άφιξης 6:25 και αναχώρησης 6:55), Φούρνους (ώρα άφιξης 7:30 και αναχώρησης 7:45), Βαθύ (ώρα άφιξης 9:45 και αναχώρησης 10:30), Χίο (ώρα άφιξης 14:00 και αναχώρησης 14:20), Μυτιλήνη (ώρα άφιξης 17:20 και αναχώρησης 18:20) και Λήμνο (ώρα άφιξης 23:50), από όπου την επόμενη ημέρα, Πέμπτη, αναχωρούσε στις 00:20 π.μ. για Καβάλα (ώρα άφιξης 4:30 και αναχώρησης 17:00) και Λήμνο (ώρα άφιξης 21:15), από όπου αναχωρούσε στις 21:40 μ.μ. και κατέπλεε την επόμενη ημέρα Παρασκευή στις 3:05 π.μ. στο λιμάνι της Μυτιλήνης (με ώρα αναχώρησης 6:00) για Λήμνο (ώρα άφιξης 11:30 και αναχώρησης 12:00), Καβάλα (ώρα άφιξης 16:10 και αναχώρησης 19:00) και Λήμνο (ώρα άφιξης 23:05), από όπου αναχωρούσε στις 23:45 μ.μ. για Καβάλα, όπου κατέπλεε στις 3:55 π.μ. της επόμενης ημέρας Σάββατο και αναχωρούσε στις 8:00 π.μ. για Λήμνο (ώρα άφιξης 12:05 και αναχώρησης 12:35), Μυτιλήνη (ώρα άφιξης 18:05 και αναχώρησης 19:05) και Χίο (ώρα άφιξης 22:05), από όπου αναχωρούσε στις 22:25 μ.μ. και κατέπλεε την επόμενη ημέρα, Κυριακή, στο Βαθύ στις 1:55 π.μ. (με ώρα αναχώρησης 4:30) για Χίο (ώρα άφιξης 8:00 και αναχώρησης 8:20), Μυτιλήνη (ώρα άφιξης 11:20 και αναχώρησης 12:15), Λήμνο (ώρα άφιξης 17:45 και αναχώρησης 18:15) και Καβάλα (με ώρα άφιξης 22:20), Ε) κατά το χρονικό διάστημα από 7-9-2022 έως 9-2022 εκτελούσε δρομολόγια,  επίσης, σε επιδοτούμενη άγονη γραμμή και ειδικότερα, κάθε Δευτέρα αναχωρούσε από το λιμάνι της Μυκόνου στις 00:40 π.μ. για Πειραιά όπου κατέπλεε στις 6:25 π.μ., κάθε Τετάρτη κατέπλεε στο λιμάνι της Μυκόνου στις 00:20 π.μ. από όπου αναχωρούσε στις 00:40 π.μ. για Πειραιά, όπου αφικνείτο στις 6:25 π.μ. και αναχωρούσε στις 23:45, από όπου αναχωρούσε στις 00:10 π.μ. της επόμενης ημέρας, Πέμπτη, για Άγιο Κήρυκο (ώρα άφιξης 4:15 και αναχώρησης 4:45), Φούρνους (ώρα άφιξης 5:20 και αναχώρησης 5:35), Βαθύ (ώρα άφιξης 7:35 και αναχώρησης 18:00), Φούρνους (ώρα άφιξης 20:00 και αναχώρησης 20:15) και Άγιο Κήρυκο (ώρα άφιξης 22:50), από όπου αναχωρούσε στις 21:20 για Μύκονο, όπου αφικνείτο στις 00:20 π.μ. της επόμενης ημέρας, Παρασκευή, και αναχωρούσε στις 00:40 π.μ. για Πειραιά, όπου κατέπλεε στις 6:25 π.μ. και αναχωρούσε στις 19:00 μ.μ. της αυτής ημέρας για Άγιο Κήρυκο, όπου κατέπλεε στις 3:10 π.μ. της επόμενης ημέρας, Σάββατο, και αναχωρούσε στις 3:40 για Φούρνους (ώρα άφιξης 4:15 και αναχώρησης 4:30) και Βαθύ (ώρα άφιξης 6:30), από όπου αναχωρούσε την επόμενη ημέρα, Κυριακή, στις 18:00 για Φούρνους (ώρα άφιξης 20:00 και αναχώρησης 20:15) και Άγιο Κήρυκο (ώρα άφιξης 20:50 και αναχώρησης 21:20), και στ) από 1-6-2021 έως 28-6-2021, από 7-9-2021 έως 2-10-2021, καθώς και την 6η -6-2022 ήταν σε ακινησία για εργασίες ετήσιου δεξαμενισμού, ενώ δεν εκτέλεσε δρομολόγια στις 10 και 11-11-2021, 12 (ημέρα Κυριακή) και 12-2021 λόγω απεργίας ΠΝΟ, στις 12 (ημέρα Κυριακή), 13 και 24-1-2022, 8, 9, 24 και 25-2-2022, 1-4-2022, 3-4-2022 (ημέρα Κυριακή), 6, 7, 17 και 18-10-2022 λόγω απαγορευτικού. Επιπλέον η οργανική σύνθεση του ανωτέρω πλοίου, ως προς το προσωπικό καταστρώματος, αποτελούνταν από έναν πλοίαρχο, τρεις αξιωματικούς σκάφους, ένα δόκιμο αξιωματικό, ένα ναύκληρο, δύο υποναύκληρους, δώδεκα ναύτες και δύο ναυτόπαιδες.  Ο ενάγων απασχολείτο, όπως και στο προαναφερθέν πλοίο  Blue Horizon με τα ίδια  καθήκοντα της ειδικότητάς του, η δε κατανομή των ωρών εργασίας του ελάμβανε χώρα μέσα σε δύο τετράωρες κυλιόμενες βάρδιες, απασχολούμενος στη γέφυρα του πλοίου, στις εργασίες κατάπλου και απόπλου, στη φορτοεκφόρτωση των οχημάτων, πραγματοποιούσε περιπολίες στο πλοίο για την ασφάλειά του, ενώ εκτελούσε και εργασίες καθαρισμού και συντήρησης περιορισμένης έκτασης εν πλω, καθώς και εργασίες καθαριότητας, δεδομένου ότι στο πλοίο λάμβανε χώρα τακτική συντήρηση στο πλαίσιο δεξαμενισμού – ετήσιας επιθεώρησης, γίνονταν περίπου δύο φορές την εβδομάδα, όταν το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού για περίπου δύο ώρες, και τέλος, απασχολείτο με το «χτύπημα» των ρολογιών πυρασφάλειας του πλοίου. Να σημειωθεί ότι οι συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ανάγοντος στο άνω πλοίο, τα δρομολόγια αυτού και το είδος και η φύση της παρεχόμενης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος δεν αμφισβητούνται ειδικότερα από τις εναγόμενες ούτε δε και ημέρες αργίας του πλοίου αμφισβητούνται αντιστοίχως από τον ενάγοντα γεγονός το οποίο επιτρέπει στο Δικαστήριο να συνάγει ομολογία των διαδίκων ως προς τα ανωτέρω αποδεικτέα θέματα (261 ΚΠολΔ). Η οργανική σύνθεση του ανωτέρω πλοίου, ως προς το προσωπικό καταστρώματος, αποτελούνταν από έναν πλοίαρχο, τρεις αξιωματικούς σκάφους, ένα δόκιμο αξιωματικό, ένα ναύκληρο, δύο υποναύκληρους, δώδεκα ναύτες και δύο ναυτόπαιδες (βλ. τον προσκομιζόμενο από τις εναγόμενες από 1-5-2021 πίνακα οργανικής σύνθεσης πληρώματος).   Με βάση τα ανωτέρω πλήρως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες ο ενάγων παρείχε την εργασία του στο ένδικο το πλοίο το οποίο εκτελούσε πολύωρα ταξίδια καθώς εξυπηρετούσε άγονες γραμμές προσεγγίζοντας εκ του λόγου αυτού μεγάλο αριθμό λιμένων, την αναγνώριση της ανάγκης παροχής υπερωριακής εργασίας  στο πλοίο από την ενάγουσα, η οποία σε κάθε περίπτωση με τη συμφωνία για την παροχή κλειστού μισθού παρείχε σχετική αμοιβή για την αιτία αυτή, την ένταση της εργασίας του ενάγοντος κατά τους καλοκαιρινούς μήνες λόγω της αυξημένης τουριστικής κίνησης στα νησιά που προσέγγιζε σε συνδυασμό με τα διδάγματα της λογικής πείρας και της λογικής, προκύπτει ότι ο ενάγων για την εξυπηρέτηση των αναγκών λειτουργίας του πλοίου εκτελούσε υπερωριακή εργασία την οποία παρείχε είτε πριν είτε μετά την έναρξη και ολοκλήρωση της προκαθορισμένης βάρδιας του αντιστοίχως, η οποία κατά μέσο όρο ημερήσιας απασχόλησης ανερχόταν το μεν σε χρονική διάρκεια έντεκα (11) ωρών,  όταν το πλοίο ήταν δρομολογημένο στη γραμμή Πειραιά-Χίο-Μυτιλήνη, το δε σε δεκατρείς (13) ώρες, όταν εκτελούσε δρομολόγια σε άγονες γραμμές, Καβάλα-Λήμνο-Μυτιλήνη-Χίο-Βαθύ- Φούρνους-Άγιο Κήρυκο-Πειραιά ή Μύκονο-Πειραιά-Μύκονο-Άγιο Κήρυκο- Φούρνους-Βαθύ, εκτός των διαστημάτων που ήταν σε ακινησία, οπότε απασχολείτο επί οκτάωρο (8) και  των ημερομηνιών που προαναφέρθηκαν κατά τις οποίες δεν εκτελέσθηκαν δρομολόγια και ως εκ τούτου, ο ενάγων δεν παρείχε την υπερωριακή απασχόληση. Οι ανωτέρω ώρες απασχόλησης του ενάγοντος πέραν του νομίμου ωραρίου του αποδεικτικά τεκμηριώνεται από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης, …………….., η οποία συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο ίδιο πλοίο, με την ειδικότητα της θαλαμηπόλου, σε μερικές από τις ένδικες ναυτολογήσεις με την επισήμανση  ότι η αποδεικτική αξία της εν λόγω κατάθεσης της δεν αναιρείται εκ του λόγου ότι έχει ασκήσει κατά της ίδιας εργοδότριας εταιρείας  αξιώσεις που απορρέουν από τη δική της  σύμβαση εξηρτημένης ναυτικής εργασίας.  Κατά συνέπεια η εκκαλουμένη απόφαση η οποία δέχθηκε τα ίδια σε σχέση με την ημερήσια υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος κατά προαναφερθέντα ένδικα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης αυτού στο πλοίο <<Δ>> ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις τα όσα δε ισχυρίζεται ο εκκαλών – ενάγων με τον τρίτο λόγο της έφεσης του πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Επιπλέον ως αβάσιμοι πρέπει να απορριφθούν και οι πέμπτος και έκτος λόγος της ίδιας έφεσης που αφορούν την εσφαλμένη παραδοχή της εκκαλουμένης αναφορικά με την  υπερωριακή απασχόληση του στο ίδιο πλοίο στο πλαίσιο του υπολογισμού αφενός του Δώρου Πάσχα και Χριστουγέννων 2021 και 2022, αφετέρου του κονδυλίου της αμοιβής εξπρές δρομολογίων δεδομένου ότι ο υπολογισμός των ανωτέρω κονδυλίων έγινε στη βάση των κονδυλίων υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος που έγιναν δεκτά από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επικυρώθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας έκκλητης δίκης από το παρόν Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Επομένως μη υπάρχοντος έτερου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει η υπό κρίση έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Επιπλέον με βάση τις ανωτέρω παραδοχές πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο πρώτος λόγος της έφεσης των ενγομένων – εκκαλουσών ως προς το δεύτερο σκέλος αυτού που αφορά την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο πλοίο <<Δ>> δεδομένου ότι, όπως έκρινε ανωτέρω, το παρόν Δικαστήριο, η εκκαλουμένη ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και δέχθηκε τις προαναφερόμενες ώρες υπερωριακής απασχόλησης. Επιπλέον ως αβάσιμοι πρέπει να απορριφθούν οι τρίτος και τέταρτος λόγος της έφεσης των εκκαλουσών – εναγόμενων που αφορούν τη πλημμελή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών μέσων αναφορικά με την επιδίκαση στον ενάγοντα διαφορών δώρων εορτών και αμοιβής για δρομολόγια εξπρές συνεπεία της διατεινόμενες από αυτές  εσφαλμένης παραδοχής της εκκαλουμένης για την παροχή υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος μεγαλύτερης από αυτή που αμείφθηκε με συνέπεια ο υπολογισμός των κονδυλίων αυτών να πραγματοποιηθεί  με το υπέρτερο κονδύλιο των υπερωριών που έγινε δεκτό από την εκκαλουμένη και επικυρώθηκε από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο.

Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων, συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι, κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης ,αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσό αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Αντιθέτως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές στην περίπτωση, αλλά μόνον σ’ αυτήν, κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ο.π., ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι, σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895). Οι εναγόμενες ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου  επικαλούμενες όρο που περιελήφθη στις από 18.12.2020, 29.6.2021, 3.10.2021, 3.2.2021 και 7.6.2022 συμβάσεις ναυτικής εργασίας, στην ενότητα υπό τον τίτλο «Συμπληρωματικοί όροι»,  σχετικός όρος με τον οποίο προβλέφθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλλει η Εταιρεία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρείας σχετικά με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας», ισχυρίσθηκαν περαιτέρω ότι, πέραν των ελαχίστων νομίμων αποδοχών που προβλέπονταν από την οικεία ΣΣΝΕ, κατέβαλαν στον ενάγοντα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητας και του ζήλου του στην εκτέλεση των καθηκόντων του, το ποσό των ευρώ 977,61 ευρώ  για την καταβολή του οποίου αναγράφονταν ως αιτιολογία στις αποδείξεις μισθοδοσίας αυτού «έκτακτες αμοιβές» και επιπλέον, το ποσό των ευρώ 2.462,97 ευρώ για την καταβολή του οποίου αναγράφονταν ως αιτιολογία στις αποδείξεις μισθοδοσίας του «ρολόγια ναυτών». Επικαλούμενες περαιτέρω τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, ισχυρίσθηκαν ότι, με τον προαναφερόμενο όρο, συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων πλευρών όπως τα ανωτέρω χορηγηθέντα ποσά θα συμψηφίζονται με την τυχόν πρόσθετη αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος. Κατόπιν αυτών, ζήτησαν στην περίπτωση που γίνεται δεκτό ότι οφείλουν στον ενάγοντα οιοδήποτε ποσό για υπερωριακή του απασχόληση, η αξίωση αυτή του ενάγοντος θα πρέπει να συμψηφισθεί με τα ανωτέρω καταβληθέντα, υπέρτερα των νομίμων αποδοχών, ποσά, τα οποία κατέβαλαν ως επιμίσθιο. Με την εκκαλουμένη απόφαση, κατόπιν ερμηνείας του ανωτέρω όρου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, έγινε δεκτό ότι, αυτός δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, διότι στον όρο αυτό δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες από τον ενάγοντα ή άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της πρώτης εναγομένης. Οι εναγόμενες, με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσής τους, πλήττουν την εκκαλουμένη απόφαση, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νό­μου και πλημμελή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών μέσων αναφορικά με το ανωτέρω αποδεικτικό της πόρισμα και την απόρριψη της ένστασης συμ­ψηφισμού (καταλογισμού) των «έκτακτων αμοιβών» και «ρολογιών ναυτών» με την αξίωση του ενάγοντος για καταβολή αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση. Στα πλαίσια του υπό κρίση λόγου έφεσης, πέραν των όσων είχαν ισχυρισθεί ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι εναγόμενες ισχυρίζονται επιπλέον ότι, ρητή συμφωνία περί συμβατικού συμψηφισμού των ανωτέρω καταβολών προκύπτει και από την περιεχομένη, στις ανωτέρω  συμβάσεις ναυτικής εργασίας ότι ο συμβατικός μισθός θα είναι «κλειστός». Από τα αντίγραφα των αποδείξεων μισθοδοσίας του ενάγοντος, αποδεικνύεται ότι, η πρώτη εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα, ως «έκτακτες αμοιβές», αφενός για τους μήνες έτους 2021 Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο, Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο, Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2021 τα ποσά των 46,87-47,18- 33,03 – 1,16 – 13,75 – 10,42 – 2,30 – 598, 59 – 17, 64 και  22,42 αντιστοίχως και συνολικά για το έτος 2021 το ποσό των 793, 36 ευρώ αφετέρου για τους μήνες, έτους 2022, Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο, Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο τα ποσά των 11,54 – 12,08 – 15,89 – 27,71 – 12,98 – 15,89 – 27,71 – 12,98 – 13,63 – 16,99 – 17,17 – 13,89 – 15,83 – 16,67 και 9,87 ευρώ αντιστοίχως και συνολικά για το έτος 2022 το ποσό των 977, 61 ευρώ. Επιπλέον δε, με αιτιολογία «ωρολόγια ναυτών» κατέβαλε στον ενάγοντα για το έτος 2021 και δη για τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο, Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο, Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2021 τα ποσά των 130, 58  – 130,58 – 69,64 – 8,71 – 130,58 – 130,58 – 26,12 – 130,58 – 130,58 – 130,58 ευρώ αντίστοιχα και συνολικά το ποσό των 1.018,53 ευρώ και για το έτος 2022 και δη για τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο, Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο τα ποσά των 116,56 – 125,53 – 134,49 – 134,49 – 85,18 – 107, 59 – 134,49 – 134,49 – 134,49 – 134,49 – 134,49 – 67,25 ευρώ αντιστοίχως και συνολικά το ποσό των 1.443,54 ευρώ. Επιπλέον από τα προσκομιζόμενα αντίγραφα των ανωτέρω εγγράφων συμβάσεων ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων, αποδεικνύεται ότι συμφωνήθηκε ότι ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος θα ανέρχεται στο αναγραφόμενο  σε αυτές χρηματικό ποσό και ότι αυτός θα είναι «κλειστός» στον οποίο συμπεριλαμβάνονται: βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών τυχόν επίδομα εταιρείας καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας», καθώς επίσης χωρίς να περιέχεται όρος ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Επομένως, από το περιεχόμενο των εν λόγω συμβάσεων και χωρίς ανάγκη προσφυγής στις περί ερμηνείας διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, αποδεικνύεται ότι, δεν καταρτίσθηκε στο πλαίσιο των ένδικων ναυτολογήσεων  μεταξύ των διαδίκων, συμφωνία περί καταλογισμού των καταβληθέντων, με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές» και «ρολόγια ναυτών» με τυχόν απαιτήσεις του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση. Κατά συνέπεια η έλλειψη τέτοιας ειδικότερης συμφωνίας δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις των εναγομένων. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις των εναγομένων προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Να σημειωθεί ότι η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …»), δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των ποσών που κατεβλήθησαν υπό της πρώτης εναγομένης με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές» αλλά και «ρολόγια ναυτών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές» και «ρολόγια ναυτών», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΕφΠειρ 464/2021 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Επίσης τα ανωτέρω δε δεν ανατρέπονται από τη συνδυαστική ερμηνεία του ανωτέρω όρου, με τη συμβατική πρόβλεψη υπό τον τίτλο «Μισθοί» των εν λόγω συμβάσεων ότι «ο μηνιαίος μισθός του Ναυτικού συμφωνείται ότι θα είναι κλειστός και ότι θα ανέρχεται» στο αναγραφόμενο σε καθεμία από αυτές χρηματικό ποσό μηνιαίως, καθώς επίσης, από την συμβατική πρόβλεψη στον ίδιο όρο (υπό τον τίτλο «Μισθοί») ότι «(…) στον εν λόγω κλειστό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνονται: βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αρνιών, επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών τυχόν επίδομα εταιρείας καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας», διότι στους όρους αυτούς δεν περιέχεται σαφώς συμφωνία περί συμβατικού συμψηφισμού των υπέρτερων των νομίμων αποδοχών καταβολών στον ενάγοντα με τις απαιτήσεις του για υπερωριακή απασχόληση, από δε τη χρήση και μόνο του όρου «κλειστός μισθός», εφόσον παράλληλα στις εν λόγω συμβάσεις αλλά και ειδικώς στο απόσπασμα αυτό των εν λόγω συμβάσεων δεν περιέχεται συμφωνία, με τρόπο ορισμένο και ειδικό, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ότι οι ανωτέρω καταβολές με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές» και «ρολόγια ναυτών» θα καταλογίζονται σε τυχόν απαίτηση του ενάγοντος για υπερωριακή απασχόληση, οι εναγόμενες δεν έχουν τη δυνατότητα να προβούν στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του ενάγοντος – εργαζομένου (ΕφΠειρ (Μον) 11/2015, ΕφΠειρ 23/2013, ΕφΠειρ361/2013, ΕφΠειρ 141/2012, ΕφΠειρ 562/2012,Εφ Πειρ 471/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).   Όμοια κρίνοντας και η εκκαλουμένη απόφαση, με αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προμνησθείσες νομικές διατάξεις και περαιτέρω, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και απέρριψε ως αβάσιμο στην ουσία του τον ανωτέρω ισχυρισμό των εναγομένων και πρέπει επομένως να απορριφθεί  ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της έφεσης των εκκαλουσών – εναγομένων.

Με τον έκτο λόγο της έφεσής τους οι εναγόμενες, επαναφέρουν τον  πρωτοδίκως προβληθέντα από αυτούς αμυντικό ισχυρισμό τους ότι, η άσκηση της ένδικης αγωγής από τον ενάγοντα, με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση των ενδίκων υπέρογκων αξιώσεών του που της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος, τυγχάνει καταχρηστική. Ειδικότερα, οι εναγόμενες, υποστηρίζουν με τον κρινόμενο λόγο έφεσης ότι η άσκηση της ένδικης αγωγής από τον ενάγοντα, τυγχάνει καταχρηστική διότι, ο ενάγων (α) ουδέποτε τους όχλησε για την εξόφληση οιωνδήποτε απαιτήσεών του, ούτε διαμαρτυρήθηκε για δήθεν μη καταβολή της προσήκουσας αμοιβής του, (β) αποδεχόταν τις οικειοθελείς παροχές που του κατέβαλε η πρώτη εναγομένη, αλλά και την αμοιβή για την υπερωριακή απασχόληση που πραγματοποιούσε, χωρίς να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεών του, (γ) παρελάμβανε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλα τα εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας που εξέδιδαν υπέρ αυτού, ενώ ουδέποτε προέβαλε την παραμικρή αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή των πρόσθετων αμοιβών, οι οποίες μάλιστα κατατίθεντο σε τραπεζικό λογαριασμό που είχε υ­ποδείξει ο ίδιος, (δ) υπέγραφε άνευ επιφυλάξεως τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, ενώ με την υπογραφή των μηνιαίων δελτίων ωρών εργασίας του, αναγνώριζε και διαβεβαίωνε την πρώτη εναγομένη ότι δεν υφίστανται ώρες εργασίας που δεν περιλαμβάνονται στα ως άνω έγγραφα, με αποτέλεσμα, εκ της ανωτέρω συμπεριφοράς του ενάγοντος, να δημιουργηθεί σε αυτές και δη ευλόγως, η πε­ποίθηση ότι ουδεμία περαιτέρω υποχρέωσή τους προς αυτόν υφίσταται, η επιδίωξη δε των ενδίκων απαιτήσεων, οι οποίες προβάλλονται οψίμως και είναι κατασκευασμένες, παρά την ανά μισθολογική περίοδο άμεση και ρητή διαβεβαίωση του ενάγοντος ότι δεν υφίστανται απαιτήσεις σε βάρος τους, συνιστά προφανή πα­λινωδία και παράβαση της αρχής της καλής πίστης. Επιπλέον, το ύψος των ενδίκων απαιτήσεων είναι υπέρογκο, γεγονός που συνηγορεί υπέρ της καταχρηστικής ασκήσεως της ένδικης αγωγής, τους δημιουρ­γεί δε τεράστιο βάρος, ιδίως στη σημερινή πασίδηλη δυσχερή οικονομική συγκυρία και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι, δεν πρόκειται για μεμονωμένη περίπτωση αλλά η ένδικη αγωγή αποτελεί συνέχεια της πρακτικής που έχει επικρατήσει να ασκούνται πανομοιότυπες αγωγές από ναυτικούς με τους οποίους διατηρούσαν μακρά και αρμονική συνεργασία και προς υποστήριξη των οποίων ο ένας καταθέτει υπέρ του άλλου, ήτοι επί της ουσίας ο κάθε ναυτικός καταθέτει υπέρ των ισχυ­ρισμών και αξιώσεων του, σε συνάρτηση με τον άψογο τρόπο με τον οποίο συμπεριφερθήκαν στον ενάγοντα, καθ’ όλο το διάστημα απασχόλησής του, ως και την καταβολή σ’ αυτόν αποδοχών ανώτερων των νομίμων. Κατά τις εναγόμενες, τα ως άνω περιστατικά, οδηγούν αβίαστα στην κρίση ότι όλως καταχρηστικώς, κατά προφανή παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ, ασκεί ο ενάγων την ένδικη αγωγή του, με την οποία ανακάλυψε οψίμως τις ένδικες απαιτήσεις. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε από την εκκαλουμένη ως μη νόμιμος, διότι, κατά την κρίση του, τα ανωτέρω αναφερόμενα από τις εναγόμενες περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν είναι ικανά να στοιχειοθετήσουν την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ. Ο ανωτέρω ισχυρισμός, ο οποίος ασκήθηκε επικουρικώς και δη υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση ότι θα γίνει δεκτή ως βάσιμη η ένδικη αγωγή, τυγχάνει μη νόμιμος. Συγκεκριμένα, τα επικαλούμενα από τους εναγόμενους περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ, διότι και υπό την εκδοχή ότι ο ενάγων ρητά διαβεβαίωνε τις εναγόμενες ανά μισθολογική περίοδο ότι δεν διατηρεί αξιώσεις σε βάρος τους, αυτός (ενάγων), δεν μπορεί να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νόμιμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του, έστω και αν υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις αποδείξεις μισθοδοσίας, ενόψει του ότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, καθώς οι απαιτήσεις του, οι οποίες απορρέουν από τη σχέση εργασίας, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση και άλλες πρόσθετες αμοιβές που αποδεικνύονται, αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1554/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1089/2006, Δ.Ε.Ε. 2006, 1178, Α.Π. 75/2003, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών, δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νόμιμων ελάχιστων  αποδοχών του (Α.Π. 1158/2009, Α.Π. 1203/2000, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 173/2022, Εφ.Πειρ. 549/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 670/2019, www.efeteio-peir.gr). Στην προκειμένη περίπτωση, η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος και δη η μη όχληση των εναγομένων ως προς την εξόφληση των ενδίκων απαιτήσεών του, η μη διαμαρτυρία του για τη μη καταβολή της προσήκουσας αμοιβής του, η λήψη των οικειοθελών παροχών που του κατέβαλαν, καθώς και της αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση, χωρίς ουδέποτε να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεων, η  παραλαβή και ανεπιφύλακτη υπογραφή των αναλυτικών αποδείξεων προφανώς μισθοδοσίας, η μη διατύπωση υπ’ αυτού αντιρρήσεων ως προς το ύψος των αμοιβών τις οποίες η πρώτη εναγομένη κατέθετε στον τραπεζικό του λογαριασμό, η ανεπιφύλακτη υπογραφή των μηνιαίων καταστάσεων της υπερωριακής του απασχόλησης, η άσκηση των ενδίκων αξιώσεών του με τη λήξη της συνεργασίας του με τις εναγόμενες, συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στις εναγόμενες της εύλογης πεποίθησης από τον ενάγοντα ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν τις αξιώσεις του για την υπερωριακή του αμοιβή. Θετική συμπεριφορά, που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό των εναγομένων, περί κατάχρησης δικαιώματος, θα συνιστούσε η υπογραφή του ενάγοντος σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής του απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότριά του, η οποία θα τις ενέκρινε και ακολούθως εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του εργαζόμενου ναυτικού, συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη (Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 593/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικώς οι αιτιάσεις των εναγομένων ότι κατεβλήθησαν στον ενάγοντα, αμοιβές υπέρτερες των νομίμων, άνευ άλλου τινός δεν οδηγεί σε καταχρηστική εκ μέρους του αξίωση της αμοιβής του για την παρασχθείσα υπ’ αυτού υπερωριακή εργασία. Τέλος, μόνο το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στις εναγόμενες η ευδοκίμηση της ένδικης αγωγής, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (Εφ.Πειρ. 549/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, ό.α.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά απέρριψε τον επίμαχο ισχυρισμό των εναγομένων και, αφού συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της απορριπτικής κρίσεως αυτής (εκκαλουμένης αποφάσεως), κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, ο ερευνώμενος λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Με τον πέμπτο λόγο της έφεσής τους οι εναγόμενες διατείνονται ότι η εκκαλουμένη κατά πλημμελή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών μέσων επιδίκασε διαφορά οφειλόμενης αμοιβής του ενάγοντος ως προς το επίδομα άγονης γραμμής, χωρίς όμως να δικαιούται αυτή αφού είχε λάβει το σχετικό χρηματικό ποσό με το μηνιαία καταβαλλόμενο μισθό του. Επί του λόγου αυτού πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Οι εναγόμενες με τον παρόντα λόγο έφεσης δεν αμφισβητούν τον αριθμητικό υπολογισμό του κονδυλίου αυτού το οποίο με βάση την εκκαλούμενη ανέρχεται στο ποσό των 266,37 ευρώ από το οποίο αφαίρεσε το ποσό των 141,88 ευρώ δεχόμενη ως βάσιμη κατ ουσίαν την προβλήθεισα από τις εναγόμενες ένστασης εξοφλήσεως (ΑΚ 416) μόνον όμως για το έτος 2022 με την επισήμανση ότι για το επιμέρους κονδύλιο που αφορά το έτος 2021 οι εναγόμενες δεν προέβαλαν σχετική ένσταση εξοφλήσεως με συνέπεια να επιδικάσει σε βάρος των εναγομένων μόνο τη διαφορά έτους 2022 που ανερχόταν στο ποσό των (266,37 – 141,88=) 124,49 ευρώ και όχι και αυτή του 2021. Ωστόσο οι εναγόμενες με τον παρόντα λόγο έφεσης τους συμπληρώνουν τον εν λόγω ισχυρισμό τους αναφερόμενες στην εξόφληση του αιτούμενου κονδυλίου και για το έτος 2021 το οποίο αποδεικνύεται από τη συγκεντρωτική κατάσταση αποδοχών του ενάγοντος έτους 2021, όπου κατά το έτος αυτό πραγματοποίησε 35 δρομολόγια άγονης γραμμής και έλαβε και έλαβε για την αιτία αυτή το ποσό των 98,38 ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός ο οποίος συνιστά νόμιμη ένσταση εξοφλήσεως για το ένδικο έτος 2021, ερείδεται στη διάταξη της ΑΚ 416,  παραδεκτά προβάλλεται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου καθώς σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ αρ.5 είναι παραδεκτή η προβολή στη κατ’ έφεση δίκη πραγματικού ισχυρισμού που δεν προτάθηκε στη πρωτόδικη δίκη εφόσον αποδεικνύεται εγγράφως. Κατά συνέπεια από το επιδικασθέν ποσό των 124,49 ευρώ πρέπει να αφαιρεθεί το επιπλέον ποσό των 84,77 ευρώ το οποίο έλαβε για την αιτία αυτή για το έτος 2021, οπότε το αιτούμενο αγωγικό κονδύλιο διαφοράς άγονης γραμμής ανέρχεται στο ποσό των (124,49 – 84,77=) 39, 72 ευρώ, το οποίο δικαιούται να λάβει ο ενάγων. Πρέπει, συνεπώς, κατά το βάσιμο περί τούτου σχετικό λόγο της ένδικης έφεσης, η εκκαλουμένη να εξαφανισθεί ως προς το προαναφερθέν γούτο κεφάλαιο. Ακολούθως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη έφεση και ως βάσιμη και κατ΄ουσία κι αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί η ένδικη αγωγή, μέσα στα πλαίσια που εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη εν μέρει και να υποχρεωθούν αμφότερες οι εναγόμενες εκ των οποίων η δεύτερη ευθυνόμενη μόνο με το συγκεκριμένο πλοίο <<Δ>>, μέχρι την αξία αυτού, νεχόμενες εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των τριάντα εννέα και εβδομήντα δύο λεπτών (39,72) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας απόλυσης του ενάγοντος (16.12.2022)  έως την πλήρη εξόφληση. Τέλος αναφορικά με τα δικαστικά έξοδα πρέπει να λεχθούν τα εξής: Μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ως προς το προαναφερθέν αγωγικό κονδύλιο η απόφαση καθίσταται ανίσχυρη ως προς το κεφάλαιο αυτό  και ως εκ τούτου το παρόν Δικαστήριο θα κρίνει εκ νέου τα δικαστικά έξοδα που σχετίζονται με το εξαφανισθέν κεφάλαιο τα οποία ορίζει στο ποσό των δέκα (10) ευρώ και επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων λόγω της ήττας τους (αρ. 176 ΚΠολΔ) με την επισήμανση ότι τα δικαστικά έξοδα της δίκης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν ισομέρως μεταξύ των διαδίκων και να συμψηφιστούν μεταξύ τους λόγω της “εκατέρωθεν νίκης και ήττας αυτών” (άρθρ. 178 και 183 ΚΠολΔ) δεδομένου ότι αμφότερες οι εφέσεις απορρίφθηκαν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες πλην ενός ελαχίστου κεφαλαίου της έφεσης των εκκαλουσών – εναγομένων.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων τις α) από 27.6.2024 και με ΓΑΚ/ ΕΑΚ …………/15.7.2024  και β) από 24.9.2024 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./24.9.2024 εφέσεις.

Δέχεται τυπικά αυτές.

Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την  από 27.6.2024 και με ΓΑΚ/ ΕΑΚ /Πρωτ ………./15.7.2024 έφεση.

Δέχεται εν μέρει την από 24.9.2024 με ΓΑΚ/ΕΑΚ /Πρωτ/……../24.9.2024 έφεση κατά το σκεπτικό της παρούσας.

Εξαφανίζει εν μέρει την εκκαλουμένη με αριθμό 129/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει την  από 16.12.2022 και με ΓΑΚ ……../2022 και ΕΑΚ ……./2022 αγωγή ως προς το εξαφανισθέν κεφάλαιο της διαφοράς της αμοιβής επιδόματος άγονης γραμμής.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς το κεφάλαιο αυτό.

Υποχρεώνει αμφότερες τις εναγόμενες εκ των οποίων η δεύτερη ευθυνόμενη μόνο με το συγκεκριμένο πλοίο <<Δ>>, μέχρι την αξία αυτού, ενεχόμενες εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των τριάντα εννέα και εβδομήντα δύο λεπτών (39,72) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας απόλυσης του ενάγοντος (16.12.2022)  έως την πλήρη εξόφληση.

Καταδικάζει τις εναγόμενες στη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος για το εξαφανισθέν κεφάλαιο της διαφοράς της αμοιβής επιδόματος άγονης γραμμής, την οποία ορίζει στο ποσό των δέκα (10) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 8.5.2025.

Ο  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ