Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 302/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

4ο ΤΜΗΜΑ

Αριθμός αποφάσεως   302/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα …………..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας: ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Πολυξένη Ράκκα.

Του εφεσίβλητου: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, οδός …………., με ΑΦΜ ………., εκπροσωπήθηκε δε από τον δικαστικό πληρεξούσιο του ΝΣΚ Γεώργιο Γεωργόπουλο, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Οι ενάγουσες, ήτοι η εκκαλούσα και η ήδη αποβιώσασα ……….., άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 13-7-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2020 αγωγή τους, ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 600/2022 απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η 2η ενάγουσα – εκκαλούσα, με την από 19-2-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά ……../2024 έφεσή της (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, ………./2024), δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο,  η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις της, ο δε δικαστικός πληρεξούσιος του εφεσίβλητου δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις, με τις οποίες ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 13-7-2020 αγωγή ασκήθηκε από την εκκαλούσα και την (μητέρα της) ………., η οποία απεβίωσε στις 9-12-2022 (βλ. από 5-2-2024 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου που υπογράφει η ληξίαρχος Σαλαμίνας). Η εκκαλούμενη εκδόθηκε στις 22-2-2022, δεν επιδόθηκε δε στις ενάγουσες. Η εκκαλούσα συνεχίζει νομίμως τη δίκη, και ως μοναδική κληρονόμος της αποβιωσάσης μητέρας της και επ’ ονόματι αυτής (άρθρα 286 περ. α’, 287 και 290 ΚΠολΔ – βλ. υπ’ αριθμ. πρωτ. ……/5-2-2024 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών, υπ’ αριθμ. πρωτ. …./21-3-2024 πιστοποιητικό περί μη δημοσίευσης διαθήκης της γραμματέα του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, υπ’ αριθμ. πρωτ. ……../21-3-2024 πιστοποιητικό περί μη αποποίησης κληρονομιάς της γραμματέα του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας).

Η φερόμενη προς συζήτηση και κρίση ενώπιον του παρόντος, αρμοδίου, καθ’ ύλη και κατά τόπο, Δικαστηρίου (άρθρα 19 και 29 παρ. 1ΚΠολΔ), παραπάνω έφεση, ασκήθηκε από την, κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, πρωτοδίκως ηττηθείσα διάδικο νομίμως και εμπροθέσμως με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 19-2-2024 και εντός προθεσμίας δύο ετών από την έκδοση της εκκαλουμένης (22-2-2022) (άρθρα 495 – 499, 511, 513 παρ. 1β, 516, 517, 518 παρ. 2]. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά το παραδεκτό και βάσιμο του μοναδικού λόγου της, κατά την τακτική διαδικασία που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της, έχει καταβληθεί και κατατεθεί το, απαιτούμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, παράβολο [υπ’ αριθμ. κωδ. παραβ. 65236788495408160039 παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ].

Με την από 13-7-2020 αγωγή τους, οι ενάγουσες εκθέτουν ότι είναι κύριες των ακινήτων με ΚΑΕΚ …………. που βρίσκονται στη Σαλαμίνα. Ότι το επίδικο ακίνητο με ΚΑΕΚ ……….., έκτασης 165,42 τμ, αποτελούσε για εκατό και πλέον έτη την κοινή αυλή και το κοινόχρηστο έδαφος, μέσω του οποίου οι γύρωθεν αυτού ως άνω ιδιοκτησίες εξυπηρετούνταν ως προς τον προαυλισμό και τη δυνατότητα διέλευσης, με σκοπό την έξοδο προς την κεντρική οδό, τη λεωφόρο Φανερωμένης. Ότι έχουν καταστεί συγκύριες επί αυτού με τα προσόντα της τακτικής άλλως έκτακτης χρησικτησίας, ασκώντας πράξεις νομής επί του ακινήτου για χρονικό διάστημα άνω της εικοσαετίας, άλλως με τα προσόντα της ειδικής χρησικτησίας του άρθ. 4 του ν. 3127/2003 με ποσοστό συγκυριότητας η πρώτη εξ αυτών 51,89% και η δεύτερη 48,11% εξ αδιαιρέτου, τα οποία προκύπτουν από την αναλογία της επιφάνειας εκάστης γύρωθεν του επιδίκου ακινήτου ιδιοκτησίας (ως αριθμητής) προς το άθροισμα των εμβαδών όλων των γύρωθεν ιδιοκτησιών (ως παρονομαστής). Ότι το ως άνω οικόπεδο εσφαλμένως καταχωρίστηκε στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας με ΚΑΕΚ …………. ως «αγνώστου ιδιοκτήτη». Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγουσες ζητούν να αναγνωριστεί η συγκυριότητα τους με τα ως άνω ποσοστά επί του επίδικου ακινήτου, να διορθωθούν σχετικά οι ανακριβείς πρώτες εγγραφές και να καταδικασθεί το εναγόμενο στη δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 600/2022 απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας. Ειδικότερα, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει, ότι σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς το επίδικο ακίνητο έχει καταστεί κοινόχρηστο, στη συνέχεια δε οι ενάγουσες εκθέτουν ότι ασκούν επί μακρό χρονικό διάστημα πράξεις νομής επί το επίδικου διανοία κυρίου. Ωστόσο, τα κοινόχρηστα πράγματα είναι ανεπίδεκτα τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας. Επιπλέον, το Δικαστήριο διαπίστωσε μία αντίφαση ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς του ακινήτου με ΚΑΕΚ …………, καθώς αρχικά αναφέρεται στην αγωγή ότι ανήκει στην πρώτη ενάγουσα, πλην όμως στη συνέχεια αναφέρεται ως ανήκον στην κυριότητα της δεύτερης ενάγουσας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η δεύτερη ενάγουσα, και με την ιδιότητα της ως μοναδικής καθολικής διαδόχου της πρώτης ενάγουσας, και ζητεί με τον μοναδικό λόγο έφεσης, ο οποίος ανάγεται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε, εν τέλει,  να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή.

Από τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 στοιχ. α’ και β’ ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που ανάγονται για τη νομική θεμελίωση της αγωγής, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Προκειμένου δε, περί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητας ακινήτου αγωγής απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα προβλεπόμενα κατά το άρθρο 1094 ΑΚ, 70, 118 και 216 ΚΠολΔ, στοιχεία και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή, ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και, μάλιστα τόσο λεπτομερής, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Για την πληρότητα και το ορισμένο της αγωγής πρέπει να αναφέρεται, εκτός των άνω, κάποιος προβλεπόμενος από το νόμο τρόπος με τον οποίο απέκτησε ο ενάγων την κυριότητα ακινήτου, την αμφισβήτηση της κυριότητάς του από τον εναγόμενο ως και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς (ΑΠ 1935/2022, ΑΠ 982/2021) . Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν. Αν η ένσταση δεν περιέχει σαφή έκθεση των πραγματικών γεγονότων απορρίπτεται ως αόριστη. Δεν είναι δυνατή η θεραπεία της αοριστίας με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την προσθήκη στις προτάσεις (ΑΠ 392/2004).

Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1043, 1045, 1051 ΑΚ, για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο ή νομιζόμενο τίτλο για μια δεκαετία και με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα, και στις δύο περιπτώσεις, εκείνου που απέκτησε τη νομή του ακινήτου με καθολική ή ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του κατ’ άρθρο 1051 ΑΚ (ΑΠ 771/2021, ΑΠ 1378/2019, ΑΠ 106/2011). Η παράλειψη του ενάγοντος να συμπληρώσει την αγωγή με τον άνω τρόπο ή καθ’ υποφοράν στην αγωγή των άνω στοιχείων, επιφέρει την απόρριψη της αγωγής ως αόριστης (ΑΠ 1214/2020). Στην περίπτωση, όμως, που στο αγωγικό δικόγραφο ο ενάγων ιστορεί ότι κατέστη κύριος του επιδίκου και πρωτοτύπως, με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, με την παράθεση εκ μέρους του διακατοχικών επ’ αυτού (επιδίκου) πράξεων επιδηλωτικών της νομής του και αν συντρέχει περίπτωση προσμέτρησης νομής και εκείνης των δικαιοπαρόχων του επί διάστημα μείζον του απαιτούμενου κατά νόμο χρόνου της δεκαετίας και εικοσαετίας αντίστοιχα (άρθρα 1041 και 1045 ΑΚ), παρέλκει η ανωτέρω συμπλήρωση ΑΠ 1935/2022 (ΑΠ 441/2021, ΑΠ 432/2019, ΑΠ 949/2018). Επιπλέον, η επιδεκτικότητα του πράγματος ως αντικειμένου χρησικτησίας, καθώς και η μη εξαίρεσή του από αυτήν, δεν αποτελούν στοιχείο της βάσης της αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, στηριζόμενης σε χρησικτησία (τακτική ή έκτακτη), αλλά εναπόκειται στον εναγόμενο να επικαλεστεί, κατ` ένσταση και, αν αμφισβητηθεί, να αποδείξει (άρθρο 338 παρ. 1 ΚΠολΔ) ότι το πράγμα είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας ή ότι εξαιρείται αυτής, δεδομένου ότι τόσο οι διατάξεις των άρθρων 1054 – 1055 ΑΚ όσο και οι διατάξεις ειδικών νόμων που προβλέπουν ότι ορισμένα πράγματα δεν είναι δεκτικά χρησικτησίας (τακτικής ή έκτακτης) ή ότι εξαιρούνται αυτής θεσπίζουν εξαιρέσεις του κανόνα για την κτήση κυριότητας με τον πρωτότυπο αυτό τρόπο (ΑΠ 1935/2022). Για να είναι ορισμένη η αγωγή που στηρίζεται σε απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με χρησικτησία, δεν απαιτείται να εκτίθεται σ’ αυτήν ότι το ακίνητο δεν είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας ούτε να δικαιολογείται για ποιο λόγο αυτό δεν συμβαίνει (ΑΠ 1071/2023, ΑΠ 1187/2022, ΑΠ 23/2020, ΑΠ 1079/2019, ΑΠ 1182/2018).

Το ίδιο ισχύει και όταν αντίδικος του χρησιδεσπόζοντος είναι το Δημόσιο, τα ακίνητα του οποίου μετά την 11-9-1915 εξαιρούνται της χρησικτησίας. Επομένως, αν ο ενάγων (ιδιώτης) επικαλείται πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας ακινήτου, στηριζόμενης σε χρησικτησία (τακτική και έκτακτη) ή παράγωγο τρόπο (π.χ. αγορά) κτήσης κυριότητας αυτού, και το Δημόσιο αμφισβητεί την κυριότητα των δικαιοπαρόχων του, τότε θα πρέπει να αποδείξει (ο ενάγων) και την κυριότητα αυτών μέχρι να αναχθεί σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας, που κατά κανόνα θα είναι η χρησικτησία και δη η έκτακτη. Στις περιπτώσεις δε αυτές φέρει το βάρος να αποδείξει μόνο τις θετικές προϋποθέσεις της χρησικτησίας και όχι τις αρνητικές, όπως ότι το ακίνητο δεν είναι αντικείμενο επιδεκτικό χρησικτησίας ή ότι δεν εξαιρείται αυτής, επειδή δεν είναι δημόσιο. Ο ισχυρισμός ότι το ακίνητο εξαιρείται του θεσμού της χρησικτησίας, επειδή είναι δημόσιο, αποτελεί ένσταση και πρέπει, ως τέτοια, να προταθεί στη δίκη από το εναγόμενο Δημόσιο, με αναγωγή σε κάποιο νόμιμο τρόπο κτήσης κυριότητας, τον οποίο πρέπει συγκεκριμένα να προσδιορίζει για να είναι ορισμένη η σχετική ένσταση του. Η απλή άρνηση από τον ενάγοντα της ένστασης ανεπίδεκτου χρησικτησίας του επίδικου, λόγω απόκτησης κυριότητας από το ίδιο, τον οποίο προβάλλει το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο δεν καθιστά την αγωγή αόριστη, αλλά υποχρεώνει αυτό (Ελληνικό Δημόσιο) σε απόδειξη των περιστατικών που θεμελιώνουν τη δική του κυριότητα στο επίδικο (ΑΠ 1187/2022, ΑΠ 826/2018, ΑΠ 712/2015). Το Δημόσιο, το οποίο δεν έχει εξοπλιστεί από το νομοθέτη με ένα γενικό τεκμήριο κυριότητας, το οποίο θα το απαλλάσσει από το βάρος απόδειξης των παραγωγικών του δικαιώματος του γεγονότων, σε κάθε περίπτωση που ισχυρίζεται ότι έχει την κυριότητα ενός ακινήτου, θα πρέπει παράλληλα να επικαλείται το συγκεκριμένο τίτλο κτήσης του, αποδεικνύοντας τα παραγωγικά του γεγονότα (ΑΠ 1935/2022, 894/2020, 1182/2018). Η επίκληση της κτήσης κυριότητας με χρησικτησία μέχρι 11-9-1915 προϋποθέτει δημόσιο κτήμα, πράγμα το οποίο δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής, αλλά περιεχόμενο ισχυρισμού, με την επίκληση και την απόδειξη του οποίου βαρύνεται το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο (ΑΠ 1935/1922).

Κατά σύνοψη των ανωτέρω, η αγωγή αναγνώρισης ή διεκδίκησης κυριότητας ακινήτου, μη δημόσιου κτήματος, με παράγωγο ή πρωτότυπο τρόπο, με αντίδικο το Ελληνικό Δημόσιο το οποίο αμφισβητεί ειδικώς την κυριότητα του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων του, είναι ορισμένη με μόνη την επίκληση από τον ενάγοντα αναγωγής σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας, χωρίς να απαιτείται ειδικώς επίκληση της κτήσης κυριότητας με χρησικτησία μέχρι 11-9-1915, διότι κατά τα ανωτέρω η επίκληση της κτήσης κυριότητας με χρησικτησία μέχρι 11-9-1915 προϋποθέτει δημόσιο κτήμα, πράγμα το οποίο δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής, αλλά περιεχόμενο ένστασης ότι το επίδικο δεν είναι δεκτικό χρησικτησίας, η οποία βαρύνει (επίκληση και απόδειξη) το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο και όχι τον ενάγοντα. Εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά την 11η-9-1915, αν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις (επιχείρημα από ΑΠ 1935/1922, ΑΠ 1071/2023), ενώ κρίσιμος χρόνος συμπλήρωσης της χρησικτησίας στην περίπτωση αγωγής (ή αίτησης) των άρθρων 2α, εδ, α’, 3α’, αα, ββ και στ’ του άρθρου 6 του ν. 2664/1998 δεν είναι ο χρόνος ενάρξεως του Κτηματολογίου στην περιοχή του ακινήτου, αλλά ο χρόνος άσκησης αυτής (ΑΠ 1549/2022 μόνο ως προς το χρόνο συμπλήρωσης χρησικτησίας, ΕφΑθ 26/2025, ΤΝΠ Νόμος).

Με τον μοναδικό λόγο έφεσης, η εκκαλούσα διαμαρτύρεται για την απόρριψη της αγωγής της από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως αόριστης, διότι θεωρήθηκε ότι η περιγραφή του επιδίκου ως «κοινόχρηστο έδαφος – αυλή», καθιστά αυτό ως ανεπίδεκτο χρησικτησίας. Ειδικότερα, η εκκαλούσα, ισχυρίζεται ότι ο χαρακτηρισμός του επιδίκου ως «κοινόχρηστου», δεν αναφέρεται στην αγωγή της με την έννοια των άρθρων 966 επ, ΑΚ, αλλά με την έννοια της κοινής χρήσης αυτού, από τους εκάστοτε ιδιοκτήτες των γύρω ακινήτων, τα οποία είναι συγκεκριμένα. Επιπλέον, ουδέποτε κηρύχθηκε με νόμο ή με πράξη της Διοίκησης ως κοινόχρηστο, ούτε αναφέρεται κάτι τέτοιο στο αγωγικό δικόγραφο. Από την επισκόπηση της αγωγής προκύπτει ότι το επίδικο αναφέρεται ως κοινόχρηστο, με την έννοια της κοινής του χρήσης από τους ιδιοκτήτες των όμορων ακινήτων, τα οποία και αναφέρονται στην αγωγή. Ουδόλως, γίνεται λόγος για κοινόχρηστο με την έννοια του άρθρου 966 ΑΚ, ώστε το επίδικο να είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας και, συνεπώς, δεν δημιουργείται αντιφατικότητα στους ισχυρισμούς που προβάλλονται με την αγωγή, ώστε το δικαστήριο να αδυνατεί να κρίνει επί της βασιμότητάς της. Επιπλέον, η εκκαλούσα παραδεκτά διορθώνει τα εξ αδιαιρέτου ποσοστά κυριότητας αυτής και της θανούσας μητέρας της (πρώτης ενάγουσας) επί του ακινήτου, τα οποία εκ προφανούς παραδρομής είχαν αναγραφεί λανθασμένα στο αγωγικό δικόγραφο. Ειδικότερα, η πρώτη ενάγουσα ήταν κυρία σε ποσοστό 70,94% εξ αδιαιρέτου και η δεύτερη σε ποσοστό 29,06% εξ αδιαιρέτου κατά τον χρόνο έναρξης του Κτηματολογίου στον Δήμο Σαλαμίνας (αντί των εσφαλμένως αναγραφέντων ποσοστών 51,89% και 48,11%, αντίστοιχα). Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, που απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη έσφαλλε και πρέπει, γενομένου δεκτού του λόγου έφεσης, η πρωτόδικη απόφαση να εξαφανιστεί και το παρόν δικαστήριο να εξετάσει περαιτέρω την αγωγή ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της.

Με τα προαναφερόμενα αιτήματα η αγωγή αρμοδίως εισάγεται να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 6 παρ. 2 και 3 παρ. 3 εδαφ. ββ του ν. 2664/1998, 7, 8, 9, 10, 11 αριθ1, 14 παρ. 2, 19, 29 ΚΓΙολΔ), επιδόθηκε δε στον εναγόμενο νομίμως κα εμπροθέσμως (άρθρο 215 ΚΠολΔ) εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την κατάθεσή της στις 13-7-2020 (βλ. την υπ’ αριθμ. ………./16-7-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά, ………), ασκήθηκε δε εμπρόθεσμα, ήτοι έως 31-12-2022 (όπως η παρ. 2 του άρθ. 6 του ν. 2664/1998 τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 Ν. 4821/2021 ,ΦΕΚ A 134/31.07.2021), αφού η περιοχή της Σαλαμίνας κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση προ της 2ας-8-2006, ως ημερομηνία δε έναρξης του κτηματολογίου ορίστηκε η 13η-11-2006 (υπ’ αριθμ. 396/2/1-11-2006 απόφαση του ΔΣ του ΟΚΧΕ, ΦΕΚ 1662/Β/13-11-2006), ενώ αντίγραφό της καταχωρίσθηκε εμπροθέσμως στο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου ακινήτου εντός τριάντα ημερών από την κατάθεσή της (κατά τις διατάξεις των άρθρων 13 παρ. 2 εδ. δ του ν. 2664/1998 και 220 ΚΠολΔ, βλ. με αριθμό πρωτ. …./14-7-2020 πιστοποιητικό καταχώρισης του κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας). Εξάλλου, για το παραδεκτό της συζήτησης προσκομίζονται: 1) το υπ’ αριθμ. πρωτ. …/1-11-2020 αντίγραφο του οικείου κτηματολογικού φύλλου, 2) το υπ’ αριθμ. πρωτ. ……/1-11-2020 αντίγραφο του αποσπάσματος του κτηματολογικού διαγράμματος του γεωτεμαχίου και 3) οι βεβαιώσεις δηλωθείσας περιουσιακής κατάστασης των ετών 2015-2019, από τις οποίες προκύπτει ότι οι ενάγουσες περιέλαβαν το επίδικο στις σχετικές δηλώσεις ΕΝΦΙΑ κατά τα πέντε προηγούμενα έτη (όπως απαιτεί το άρθρο 54Α του ν. 4174/2013, βλ. τα από 1-12-2020 πιστοποιητικά ΕΝΦΙΑ). Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή, όπως κρίθηκε ανωτέρω, είναι ορισμένη, διότι περιέχει όλα τα, κατά νόμο, απαιτούμενα, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, στοιχεία για τη νομική θεμελίωση και δικαστική της εκτίμηση, παρά τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται το εναγόμενο, καθώς οι ενάγουσες καθόρισαν, με σαφή έκθεση των γεγονότων, τον τρόπο κτήσης της πρωτότυπης κυριότητας τους επί του επιδίκου ακινήτου αναφέροντας αναλυτικά τις διακατοχικές πράξεις που εκδηλώνουν διάθεση εξουσίασης επ’ αυτού, και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 6 παρ.1, 2, 3 παρ. α περ. ββ, 7 παρ. 1 και 3 ν 2664/1998, σε  συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 947 παρ. 1, 948, 974, 976, 999, 1041, 1042, 1043, 1045 και 1046, 1051 ΑΚ , 68, 70 ΚΠολΔ. Συνεπώς, πρέπει η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δοθέντος ότι η προκείμενη διαφορά δεν υπάγεται στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης του άρθρου 6 παρ. 2 περ. δ του ν. 2664/1998 καθόσον διάδικο μέρος είναι το Ελληνικό Δημόσιο (βλ. και άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 4640/2019 σε συνδυασμό με άρθρο 8 ν.4821/2021 καθώς και υπ’ αριθμ. 8/2021 γνωμοδότηση της επιτροπής Νομικών Θεμάτων Διαμεσολάβησης, σύμφωνα με την οποία διαφορά που εισάγεται ενώπιον του κτηματολογικού δικαστηρίου, στην οποία εναγόμενος είναι το ελληνικό δημόσιο ή ΟΤΑ αλλά και ιδιώτης δεν υπάγεται στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία, ανεξαρτήτως της απλής ή αναγκαίας ομοδικίας του Δημοσίου με τα λοιπά συμμετέχοντα πρόσωπα).

Από όλα τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μερικά από τα οποία αναφέρονται ειδικότερα παρακάτω χωρίς να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης, από τις υπ’ αριθμ. …., …./22-10-2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ………. και ……….., αντίστοιχα, ενώπιον του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …….., τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει νόμιμα η εκκαλούσα και οι οποίες ελήφθησαν μετά από νόμιμη κλήτευση του Ελληνικού Δημοσίου (βλ. την υπ’ αριθ. …. Ζ/16-7-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ……….), καθώς και από την από 5-3-2025 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ………., η οποία λήφθηκε νομότυπα στα πλαίσια της κατ’ έφεση δίκης ενώπιον της δικηγόρου …….. (κατ’ άρθρο 421 ΚΠολΔ όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 4842/2021 και τον ν. 5095/2024, βλ. και υπ’ αριθμ. ………. Ε/27-2-2025 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………, μέλους της αστικής επαγγελματικής εταιρείας δικαστικών επιμελητών «……………»), αποδεικνύονται τα ακόλουθα περιστατικά: H πόλη της Σαλαμίνας, εντάχτηκε στο Εθνικό Κτηματολόγιο και έγιναν όλες οι νόμιμες διεργασίες για τον χαρακτηρισμό και τον προσδιορισμό κάθε γεωτεμαχίου. Οι αρχικώς ενάγουσες είναι κυρίες των κάτωθι ακινήτων, τα οποία δηλώθηκαν νόμιμα στο Εθνικό Κτηματολόγιο: 1) ΚΑΕΚ ………, το οποίο απέκτησε η πρώτη εξ αυτών δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……../29-12-1978 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. και με αύξοντα αριθμό ….. Στους δε δικαιοπαρόχους της το ακίνητο περιήλθε από κληρονομιά, την οποία αποδέχθηκαν με την με αριθμ. ……/29-12-1978 πράξη αποδοχής κληρονομιάς, του ιδίου συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένη. Στην απότερη  δικαιοπάροχο τους, περιήλθε με αγορά δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………../1932 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……., νομίμως μεταγεγραμμένου. 2) ΚΑΕΚ ………..: Την κυριότητα απέκτησε η πρώτη ενάγουσα δυνάμει του υπ’ αριθμ. …………/7-7-2006 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. και με αύξοντα αριθμό …. Η δε δικαιοπάροχος της ……. απέκτησε αυτό κατά ψιλή κυριότητα με το υπ’ αριθμ. ……../18-3-1997 συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή (από τη γιαγιά της) του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …………, νομίμως μεταγεγραμμένου και η γιαγιά της ……….. είχε παρακρατήσει το δικαίωμα της επικαρπίας ακινήτου εφ’ όρου ζωής, το οποίο συνενώθηκε με την ψιλή κυριότητα μετά το θάνατό της, την 23η-1-2006. Στη δε πιο πάνω δικαιοπάροχο περιήλθε εξ αγοράς με το υπ’ αριθμ. ……../2-3-1968 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …… ., νομίμως μεταγεγραμμένο. 3) ΚΑΕΚ ……..: την κυριότητα απέκτησε η δεύτερη ενάγουσα δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……./10-7-1996 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …….., νομίμως μεταγεγραμμένου, στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. και με αύξοντα αριθμό …., το οποίο περιήλθε: α) στον δικαιοπάροχο ……….. κατά 1/3 εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά, την οποία αποδέχτηκε με την υπ’ αριθμ. ………./28-5-1979 πράξη αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………., νομίμως μεταγεγραμμένη και κατά 1/3 εξ αδιαιρέτου από αγορά με το υπ’ αριθμ. ……/6-3-1996 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …………., νομίμως μεταγεγραμμένου και β) στον δικαιοπάροχο ……………. και φυσικό υιό του ……….. κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά, την οποία αποδέχθηκε με την υπ’ αριθμ. ……../28-5-1979 πράξη αποδοχής κληρονομιάς του Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……., νομίμως μεταγεγραμμένης. Στη δε δικαιοπάροχο μητέρα τους ……….. το παραπάνω ακίνητο περιήλθε με το υπ’ αριθμ. ………../17-11-1049 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………, νομίμως μεταγεγραμμένου. 4) ΚΑΕΚ ……… το ακίνητο απέκτησε η πρώτη ενάγουσα και ο σύζυγός της και πατέρας της δεύτερης ενάγουσας, ………., κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος εξ αυτών με αγορά από τον …….., δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……./4-9-1957 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …….., νομίμως μεταγεγραμμένου, στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. και με αύξοντα αριθμό ….. Στις 13-8-1996 απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη ο ……….., ο οποίος κατέλιπε μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του την πρώτη ενάγουσα, σύζυγό του, κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου και τη δεύτερη ενάγουσα κόρη του κατά ποσοστό ¾ αδιαιρέτου, όπως προκύπτει και από την υπ’ αριθμ. ………/25-9-2000 πράξη αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………., νομίμως μεταγεγραμμένης, στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. και με αύξοντα αριθμό …… Ως εκ τούτου η πρώτη ενάγουσα κατέστη κυρία κατά ποσοστό του κατά ποσοστό 5/8 εξ αδιαιρέτου και η δεύτερη κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου. 5) ΚΑΕΚ ………: Η πρώτη ενάγουσα απέκτησε την κυριότητα δυνάμει του υπ άριθμ ………./04-6-1979 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο ….. και με αύξοντα αριθμό ….. Στους δε δικαιοπαρόχους της περιήλθε με κληρονομιά, την οποία αποδέχθηκαν με την υπ’ αριθμ. ……../28-5-1979 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ….., νομίμως μεταγεγραμμένης, στη δε δικαιοπάροχο αυτών ……………., από αγορά με το υπ’ αριθμ. 1316/17-11-1949 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……….., νομίμως μεταγεγραμμένου. 6) ΚΑΕΚ …….. Το ακίνητο περιήλθε στην κυριότητα της  πρώτης ενάγουσας κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου  και της δεύτερης κατά ποσοστό ¾ εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά, του συζύγου και πατέρα τους, αντίστοιχα ,……….., ο οποίος απεβίωσε 13-8-1996 χωρίς να αφήσει διαθήκη. Αμφότερες δε αποδέχθηκαν την κληρονομιά με την υπ’ αριθμ. ………/25-9-2000 πράξη αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας . ……, νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, στον τόμο …. και με αύξοντα αριθμό ….. Στον δικαιοπάροχο τους το ακίνητο περιήλθε εξ αγοράς, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …../22-6-1957 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………….., νομίμως μεταγεγραμμένου. Το επίδικο γεωτεμάχιο (οικόπεδο) έλαβε ΚΑΕΚ ……………. Έχει συνολική έκταση 165,42 τ.μ. και βρίσκεται εντός σχεδίου πόλης της Σαλαμίνας, της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Σαλαμίνας. Φέρεται δε στα κτηματολογικά βιβλία ως «αγνώστου ιδιοκτήτη». Επιπλέον, αποτελούσε την κοινή αυλή και το κοινόχρηστο έδαφος μέσω του οποίου οι γύρωθεν αυτού ιδιοκτησίες είχαν δίοδο προς την κεντρική οδό της Σαλαμίνας, ήτοι τη ……………. Συγκεκριμένα, τα προαναφερόμενα έξι ακίνητα, ιδιοκτησίας των εναγουσών εξυπηρετούνταν ως προς τον προαυλισμό και τη δυνατότητα διέλευσης με σκοπό την έξοδο προς την παραπάνω κεντρική οδό. Ως εκ τούτου, σε όλα τα συμβόλαια, όπως έχουν παραπάνω αναφερθεί, γινόταν λόγος για «δικαίωμα σύνχρησης της κοινής αυλής» ή «…και του αναλόγου δικαιώματος επί της όλης αυλής όσης εκτάσεως και αν ήθελε είναι αυτή». Στους εκάστοτε ιδιοκτήτες των προαναφερόμενων, γύρωθεν του επίδικου (ήτοι στις προαναφερόμενες έξι ιδιοκτησίες), ακινήτων, ανήκαν, κατά συνέπεια, εξ αδιαιρέτου ποσοστά επί αυτού. Το εξ αδιαιρέτου ποσοστό βρίσκεται σε αναλογία με την επιφάνεια εκάστης ιδιοκτησίας και παρονομαστή το σύνολο των επιφανειών όλων των ιδιοκτησιών. Στην αγωγή προσδιορίζεται το ποσοστό αυτό σε 51,89% εξ αδιαιρέτου για την πρώτη ενάγουσα και σε ποσοστό 48,11 % για τη δεύτερη ενάγουσα. Πλην όμως εκ παραδρομής αναφέρθηκαν τα ανωτέρω ποσοστά (ήτοι, από λάθος μαθηματικό υπολογισμό, όπως αναλύεται και στο δικόγραφο της έφεσης), τα ορθά δε εξ αδιαιρέτου ποσοστά είναι 70,94% για την πρώτη ενάγουσα και 29,06 για τη δεύτερη. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι από το έτος 1957, οπότε έγινε η πρώτη αγορά ενός των όμορων ακινήτων του επιδίκου, δυνάμει του υπ’ αριθμ ………/4-9-1957 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………. και εν συνεχεία των υπολοίπων αγορών, της κληρονομιάς των δικαιοπαρόχων της εκκαλούσας και την τελευταία αγορά της πρώτης ενάγουσας που έλαβε χώρα το 2006 (υπ’ αριθμ. ………../7-7-2006 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………), οι ενάγουσες νέμονταν το επίδικο ακίνητο καλόπιστα και με διάνοια κυρίου, χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από τρίτο πρόσωπο, ασκώντας τις διακατοχικές πράξεις που αρμόζουν στη φύση και τον προορισμό του ανωτέρω ακινήτου. Ειδικότερα, μεριμνούσαν για τον καθαρισμό του, για την απομάκρυνση των απορριμμάτων και της ξηράς φυτικής ύλης, για τη φύτευση ανθέων, κλπ (βλ. προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις). Το επίδικο συμπεριλαμβανόταν στις δηλώσεις ακίνητης περιουσίας των εναγουσών εκάστου έτους, οι οποίες εξοφλούσαν τον προκύπτοντα για αυτό φόρο (βλ. δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης ετών 2015-2019 και πιστοποιητικά ΕΝΦΙΑ). Τα παραπάνω περιστατικά, που αποτελούν πράξεις τακτικής διαχείρισης, συνιστούν πράξεις συνεχούς και αδιάληπτης νομής που ασκήθηκαν από τις ενάγουσας, οι οποίες καθίστανται με τον τρόπο αυτό κύριες του επιδίκου, με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, δεδομένου ότι νέμονταν αυτό για χρονικό διάστημα πέραν της δεκαετίας, ήτοι από το έτος 1957 και σταδιακά έως και το 2006), μέχρι και την κατάθεση της υπό κρίση αγωγής (βλ. άρθρο 6 παρ.3 περ. στ’ του ν. 2664/1998, βλ. και ΑΠ 1549/2022.) χωρίς ουδέποτε να έχει αμφισβητηθεί η κυριότητά τους από τρίτους. Περαιτέρω, οι ενάγουσες διέθεταν νομιζόμενο τίτλο, δοθέντος ότι στα προαναφερόμενα συμβόλαια, νομίμως μεταγεγραμμένα, αναφέρονταν το δικαίωμα χρήσης της κοινής αυλής, ήτοι του επιδίκου. Επομένως, κατά τη κτήση της νομής δικαιολογημένα και χωρίς βαριά αμέλεια, οι ενάγουσες υπέλαβαν ως υπάρχοντες τίτλους τους προαναφερόμενους, δυνάμει των οποίων απέκτησαν τα ακίνητα γύρωθεν του επιδίκου, καθώς είχαν εύλογη πεποίθηση για την ύπαρξη έγκυρων νόμιμων τίτλων και την δυνάμει αυτών κτήση της κυριότητας (ΑΠ 191/2023). Επισημαίνεται, επιπλέον, ότι η πρώτη ενάγουσα είχε μεταβιβάσει τα εξ αδιαιρέτου ποσοστά της στα ακίνητα με ΚΑΕΚ ……… και ΚΑΕΚ ……….. ήτοι τα 5/8 αξ αδιαιρέτου αναφορικά ε το πρώτο ακίνητο και το 1/4 εξ αδιαιρέτου αναφορικά με το δεύτερο στην εγγονή της ……….., δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………./29-12-2010 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……… Ωστόσο, η πρώτη ενάγουσα δεν απώλεσε τη νομή λόγω της μεταβίβασης, η οποία έλαβε χώρα μετά την έναρξη του Κτηματολογίου. Εξάλλου, δεν αποδείχτηκε στην προκειμένη περίπτωση ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο άσκησε οποιαδήποτε διακατοχική πράξη νομής επί του επίδικου ώστε να καταστεί αυτό ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου. Ωστόσο το τελευταίο ισχυρίζεται, με τις νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις του, ότι το επίδικο ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα, το οποίο περιήλθε στην κυριότητά του: α) δυνάμει της από 9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης και των από 3-2-1830, 4/16-6-1830 και 19-6/1-7-1830 πρωτοκόλλων του Λονδίνου (i) καθώς ήταν δημόσια γαία κατά το οθωμανικό δίκαιο, άλλως (ii) διότι το κατέλαβε κατά τη διάρκεια του αγώνα της Ανεξαρτησίας και στη συνέχεια το δήμευσε, άλλως (iii) διότι κατά το χρόνο υπογραφής των προαναφερθέντων πρωτοκόλλων του Λονδίνου είχε εγκαταλειφθεί από τους έως τότε κυρίους του Οθωμανούς και δεν είχε καταληφθεί από άλλους, άλλως (β) βάσει του άρθρου 1 του β.δ. της 3/15-12-1833 καθώς κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του ως άνω β.δ. αποτελούσε λιβάδι ή βοσκοτόπι, άλλως (γ) ως αδέσποτο, βάσει του άρθρου 16 του β.δ. της 21-6/10-7-1837 και χωρίς να απαιτείτο και η κατάληψή του. Οι παραπάνω ισχυρισμοί του εναγόμενου, ως προτεινόμενα γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος, αποτελούν ενστάσεις (ΑΠ 148/2016). Όμως εξ αυτών των ενστάσεων, οι υπό στοιχεία α) και γ) τυγχάνουν απορριπτέες ως απαράδεκτες λόγω αοριστίας, καθώς το εναγόμενο δεν επικαλείται τα αναγκαία για τη θεμελίωσή τους πραγματικά περιστατικά, ήτοι δεν εξειδικεύει πώς το επίδικο ακίνητο συνιστούσε δημόσια γαία κατά το οθωμανικό δίκαιο, ούτε προσδιορίζει τον Οθωμανό κύριο αυτού που το εγκατέλειψε, ούτε περαιτέρω αναφέρει πότε έλαβε χώρα η εγκατάλειψη της νομής του με πρόθεση παραιτήσεως από την κυριότητά του ώστε αυτό να καταστεί αδέσποτο (βλ. ΕφΠειρ 121/2021). Εξάλλου, ο υπό στοιχείο α(ii) ισχυρισμός είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέος και ως μη νόμιμος, διότι για τα ακίνητα της Αττικής δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του εναγόμενου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με όπλα αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31-3-1833 δυνάμει της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών Αρχών (ΑΠ 638/2016, ΕφΠειρ 26/2020). Επιπλέον, και η υπό στοιχείο β) ένσταση του εναγόμενου τυγχάνει απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθώς από τα στοιχεία της δικογραφίας ουδόλως προέκυψε ότι το επίδικο ακίνητο αποτελούσε κάποτε λιβάδι ή βοσκοτόπι, εφόσον μάλιστα το εναγόμενο ουδέν σχετικό αποδεικτικό στοιχείο προσκομίζει και, επομένως, η σχετική ένστασή του περί ιδίας κυριότητας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Επομένως, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί δημόσιο κτήμα, δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθούν περαιτέρω πραγματικά περιστατικά που να θεμελιώνουν κτήση κυριότητας εκ μέρους των εναγουσών και των δικαιοπαρόχων τους με έκτακτη χρησικτησία συμπληρωμένη έως και την 11-9-1915, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εναγόμενο (βλ. ΑΠ 528/2017). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η κτηματική περιοχή στην οποία βρίσκεται το επίδικο γεωτεμάχιο, ήτοι η περιοχή της Σαλαμίνας, κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση στα πλαίσια των εργασιών για τη δημιουργία του Εθνικού Κτηματολογίου σύμφωνα με τον ν. 2308/1995 και η σχετική διαδικασία περαιώθηκε ήδη, ενώ ως ημερομηνία έναρξης λειτουργίας ορίστηκε η 13-11-2006. Ωστόσο, κατά τη διαδικασία της καταχώρισης των πρώτων εγγραφών στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου, το επίδικο ακίνητο καταχωρίστηκε με Κ.Α.Ε.Κ ………….., ως γεωτεμάχιο, εμβαδού 165,42 τ.μ., το οποία εσφαλμένα εμφανίζεται ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», διότι οι ενάγουσες παρέλειψαν να υποβάλουν την απαιτούμενη δήλωση ιδιοκτησίας του ν. 2308/1995. Η ανωτέρω όμως αρχική εγγραφή είναι ανακριβής και προσβάλλει το δικαίωμα κυριότητας της εκκαλούσας, αλλά και το, γεννηθέν εν επιδικία, κληρονομικό δικαίωμα επί του επίδικου γεωτεμαχίου. Στην προκειμένη περίπτωση που ο θάνατος της πρώτης ενάγουσας – κληρονομούμενης από τη δεύτερη είναι μεταγενέστερος της έναρξης του κτηματολογίου, η επικαλούμενη (δεύτερη ενάγουσα – εκαλούσα) ότι έχει εγγραπτέο δικαίωμα από κληρονομική διαδοχή, ως έχουσα έννομο συμφέρον ζητά τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής και, συγκεκριμένα, να αναγραφεί στο κτηματολογικό φύλλο ως δικαιούχος του δικαιώματος η κληρονομούμενη (κατά το ποσοστό που της αναλογεί), από την οποία αντλεί το επικαλούμενο εγγραπτέο δικαίωμα. Στη συνέχεια, αφού εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση και γίνει η διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής με την εγγραφή της κληρονομούμενης στο κτηματολογικό φύλλο, η κληρονόμος προβαίνει σε αποδοχή κληρονομιάς, την οποία εγγράφει ως μεταγενέστερη εγγραφή κατά τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 περ. ζ ΕθνΚτημ (ΕφΚρητ 10/2021, ΕφΠειρ 45/2020, ΕφΠειρ 461/2016, ΝΟΜΟΣ). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, όπου η κληρονόμος ζητεί τη διόρθωση της εγγραφής και στο όνομα της κληρονομούμενης, που ζούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο των πρώτων εγγραφών, δεν είναι απαραίτητη για τη νομιμοποίησή της η καταχώριση κατά τη διάταξη του άρθρου 7α ΕθνΚτημ της αποδοχής κληρονομιάς, την οποία, στην περίπτωση αυτή, καταχωρίζει μετά τη διόρθωση ως μεταγενέστερη εγγραφή, κατά τα προαναφερόμενα (Τσιλιγγερίδου, Η Τριτανακοπή στην Κτηματολογική Δίκη, σελ. 23, Αντωνίου, παρατηρήσεις σε ΜΠρΚιλκ 85/2018, ΕπΑκ 2018. 254). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, όπως αυτή διορθώθηκε, να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη, να αναγνωριστεί το δικαίωμα κυριότητας των εναγουσών επί του επίδικου ακινήτου και να διαταχθεί σχετικά η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, παρά την ήττα του εναγόμενου, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, διότι το εναγόμενο δεν ήταν υπαίτιο για την άσκηση της αγωγής (άρθρο 22 παρ. 2 περ. α του ν. 3693/1957, που είναι σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθ. 18 του ΕισΝΚΠολΔ. Βλ. ΕφΑθ 2375/2016). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 προτελευτ. εδάφ. ΚΠολΔ, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου της υπό κρίση έφεσης στην εκκαλούσα.

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ως βάσιμη κατ’ ουσίαν την έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην εκκαλούσα.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 600/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

ΚΡΑΤΕΙ & ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ ουσίαν την από 13-7-2020 αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι κατά τον χρόνο έναρξης του Κτηματολογίου στην πόλη της Σαλαμίνας της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Σαλαμίνας, η πρώτη ενάγουσα (θανούσα σήμερα) …………., ήταν κατά ποσοστό 70,94 % εξ αδιαιρέτου και η δεύτερη ενάγουσα – εκκαλούσα κατά ποσοστό 29,06 % εξ αδιαιρέτου, αποκλειστικές κυρίες του γεωτεμαχίου, με Κ.Α.Ε.Κ ……….., εμβαδού 165,45 τ.μ., που βρίσκεται εκτός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλης στην πόλη της Σαλαμίνας της κτηματικής περιφέρειας του Σαλαμίνας.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας ώστε στο κτηματολογικά φύλλο με Κ.Α.Ε.Κ. …………., που αντιστοιχεί στην παραπάνω αναφερόμενη ιδιοκτησία, να καταχωριστούν οι παραπάνω αναφερόμενες ενάγουσες ως αποκλειστικές κυρίες αυτού (κατά τα ανωτέρω ποσοστά τους), αντί της εσφαλμένης εγγραφής «άγνωστος κύριος», με τίτλο κτήσης την τακτική χρησικτησία.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά, στις   9.5.2025

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                             H ΓPAMMATEAΣ