Αριθμός 308/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα E.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1. Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» και τον διακριτικό τίτλο «……….», πρώην με την επωνυμία «………..» (………… ) και διακριτικό τίτλο «…………» (…………. ), με έδρα το ……. Αττικής, επί της οδού ………., με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. …… και Α.Φ.Μ. … Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, νόμιμα εκπροσωπούμενη, αδειοδοτηθείσας από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με το νόμο 4354/2015, δυνάμει της με αρ. 220/1/13.03.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών θεμάτων (υπ’ αρ. 880/16.3.2017 ΦΕΚ τ. Β ), ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………..» (………), με έδρα το ……. Ιρλανδίας, οδός ………, με αριθμό μητρώου ……., νόμιμα εκπροσωπούμενης, δυνάμει της από 17/12/2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων κατ’ άρθρο 10 παρ. 14 και 16 του ν.3156/2003, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε νόμιμα την 04-02-2022 με αρ. πρωτ. ……/4-2- 2022 στα βιβλία του άρθρου 3 ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στο τόμο …. με αυξ. αριθμό …. (αρ.10 παρ. 16 ν. 3156/2003), στην οποία (δικαιούχο) μεταβιβάστηκαν από την …………….. με Α.Φ.Μ. ……….., που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ……..), στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων, οι απαιτήσεις, δυνάμει της από 17-12-2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε νόμιμα την 17-12- 2021 στα δημόσια βιβλία του άρθ. 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον Τόμο …. με αύξ. αριθμό ….. και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου …../17-12- 2021 (άρθ. 10 παρ. 8 του Ν. 3156/2003) και 2.Μονοπρόσωπης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………...» και διακριτικό τίτλο «…………» που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού ………. με Α.Φ.Μ. ……….. Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών με αριθ. ΓΕΜΗ …………., νόμιμα εκπροσωπούμενης, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια τους δικηγόρο της Πιπίνα Σταύρου.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ- ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αυγή Ασλάνη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Η εφεσίβλητη-εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 23.3.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2023) ανακοπή καθώς και τους από 8.5.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2023) πρόσθετους λόγους ανακοπής, επί των οποίων (ανακοπής και προσθέτων αυτής λόγων) εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 772/2024 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου α) οι καθ΄ ων η ανακοπή/πρόσθετοι λόγοι και ήδη εκκαλούσες-εφεσίβλητες με την από 14.6.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……../2024-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………./2024) έφεσή τους και β) η ανακόπτουσα/ασκούσα πρόσθετους λόγους ανακοπής και ήδη εφεσίβλητη/εκκαλούσα με την από 12.9.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……/2024-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………./2024) έφεσή της. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Η πληρεξούσια δικηγόρος των εκκαλουσών-εφεσιβλήτων, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης-εκκαλούσας, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νομίμως φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι : α) από 19.06.2024 ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………../19.06.2024 και ενώπιον του Εφετείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………/19.06.2024 έφεση και β) από 13.09.2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά ……/2024 και με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Εφετείου Πειραιά …………/2024 έφεση οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της προδήλου μεταξύ τους συνάφειας, καθ’ όσον βάλλουν κατά της ίδιας οριστικής απόφασης, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και με την ένωση και συνεκδίκασή τους, επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και αποτρέπεται το ενδεχόμενο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 246 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, ΕφΑθ 4299/2006 ΕλλΔνη 47. 1508) και για οικονομία χρόνου και εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).
Οι φερόμενες προς συζήτηση και κρίση ενώπιον του παρόντος, Δικαστηρίου : α) η από 19.06.2024 ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……/19.06.2024 και ενώπιον του Εφετείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ……/19.06.2024 έφεση των ηττηθεισών πρωτοδίκως καθ΄ων η ανακοπή και οι πρόσθετοί λόγοι αυτής και ήδη εκκαλουσών και β) η από 13.09.2024 ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/13.09.2024 και ενώπιον του Εφετείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2024 έφεση της πρωτοδίκως νικήσασας ανακόπτουσας και καταθέσας πρόσθετους λόγους ανακοπής και ήδη εκκαλούσας, οι οποίες στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 772/2024 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591 και 614 παρ. 6 ΚΠολΔ, ως ισχύουν μετά την – κατά περίπτωση – αντικατάσταση και τροποποίησή τους από τις διατάξεις του ν. 4335/2015), αντιμωλία των διαδίκων. Οι ανωτέρω εφέσεις έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως κατά τα άρθρα 495, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της με το άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται από την 1.1.2016, 499, 500, 511, 513 παρ1 εδ. β, 516 παρ. 1 εδ. β και 517 και 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το ανωτέρω άρθρο, δηλαδή πριν παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της , εφόσον δεν προκύπτει αλλά ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου, καθόσον η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 5.3.2024, το δε εφετήριο της υπό στοιχεία (α) έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 19.06.2024 και το εφετήριο της υπό στοιχεία (β) έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 13.09.2024, για το παραδεκτό έκαστης έφεσης, έχει καταβληθεί και κατατεθεί το, απαιτούμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, παράβολo [υπ’ αριθμ. κωδ. και …./2024 και ……/2024 παράβολα, αντίστοιχα, ποσού εκατό (100) ευρώ, μετά των συνημμένων βεβαιώσεων πληρωμής].
Η υπό στοιχεία (α) από 19.06.2024 ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/19.06.2024 και ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………../19.06.2024 έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά το παραδεκτό και βάσιμο των επιμέρους λόγων της, κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), και κατά το μέρος που μεταβιβάζεται με αυτήν η υπόθεση στο παρόν δικαστήριο (άρθρα 522 και 533 § 1 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 12, 522, 525 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας αντικείμενο της πολιτικής δίκης είναι η δικονομική αξίωση που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εκφράζεται με αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, με απόφαση του δικαστηρίου σύμφωνη προς το υποβαλλόμενο αίτημα. Η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο δίκης, αλλά αποτελεί, αναλόγως του εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε τη δικαστική προστασία, μέσο τελικής επιτεύξεως ή ματαιώσεως της ικανοποιήσεως της δικονομικής ως άνω αξιώσεως, δια της υποβολής της σε νέα, δευτεροβάθμια, δικαστική κρίση (ΟλΑΠ 12/1989 ΕλλΔνη 1989.1313, ΑΠ 821/2010 ΕλλΔνη 2011.784). Εξάλλου, κατά το άρθρο 516 του ΚΠολΔ, «Δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι προσεπικληθέντες, οι καθολικοί διάδοχοί τους, οι ειδικοί διάδοχοί τους εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής και οι εισαγγελείς Πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι (παρ.1). Έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον (παρ.2).». Συνεπώς, δικαίωμα έφεσης έχει πρωτίστως ο ηττηθείς διάδικος, ενώ ο νικήσας διάδικος μόνο αν δικαιολογεί έννομο συμφέρον για άσκηση ενδίκου μέσου. Τέτοιο έννομο συμφέρον στο πρόσωπο του νικήσαντος διαδίκου, η συνδρομή του οποίου κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση κατά τον χρόνο άσκησης του ενδίκου μέσου, συντρέχει όταν, παρά τη νίκη του, βλάπτεται από την αιτιολογία της απόφασης και, ειδικότερα, αν από αυτήν δημιουργείται δεδικασμένο εις βάρος του σε άλλη δίκη, αν, δηλαδή, η αιτιολογία της απόφασης αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη και φέρει έτσι στοιχεία (προσόντα) διατακτικού (ΑΠ 336/2013, ΑΠ 920/2013, ΑΠ 1532/2011, ΑΠ 1947/2009, ΕφΑΘ 39/2011 δημοσίευση σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Όμως, οι πλεοναστικές αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης, οι οποίες δεν καταλήγουν σε βλάβη του εκκαλούντος με αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις που διαλαμβάνονται στο διατακτικό της, όπως και τα ζητήματα που κρίθηκαν πλεοναστικώς και χωρίς να υπάρχει ανάγκη, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης, καθόσον το κρίσιμο της απόφασης είναι όχι οι αιτιολογίες, αλλά οι διατάξεις αυτής. Κατ’ εξαίρεση, επομένως, μπορεί να γεννάται βλάβη από τις δυσμενείς αιτιολογίες, όταν από αυτές ιδρύεται δεδικασμένο, οπότε και υπάρχει έννομο συμφέρον για την άσκηση έφεσης και από το διάδικο που νίκησε προς αποτροπή αυτού (ΑΠ 226/2014, ΑΠ 1182/2012, ΑΠ 382/2011, ΑΠ 1212/2010, ΑΠ 653/2010, ΕφΠειρ 129/2015, ΕφΠειρ 77/2015 δημοσίευση σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 920/2013 και ΕφΑΘ 39/2011 όπ.π.). Εάν εκ της αιτιολογίας της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δημιουργείται με βλάβη αυτού δεδικασμένο που αφορά σε έννομη σχέση, τουτέστιν σε έννομη συνέπεια αντλούμενη εκ της υπαγωγής διαπιστωμένων πραγματικών περιστατικών στους εφαρμοστέους κανόνες δικαίου, εφόσον α) η δυσμενής στο αιτιολογικό διάγνωση ήταν αναγκαία προς στήριξη του ευνοϊκού για τον ανωτέρω διάδικο διατακτικού, β) το αποφανθέν Δικαστήριο ήταν αρμόδιο να κρίνει ως προς τη σχέση αυτή και γ) το δυσμενές δεδικασμένο δύναται να αντιταχθεί (δεσμευτικώς) σε άλλη δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων, ως προϋπόθεση του ζητήματος που θα κριθεί σε αυτή, τουτέστιν ως προδικαστικό ζήτημα, υπό τις προϋποθέσεις ορίζει το άρθρο331 του ΚΠολΔ (Κ. Κεραμέως, Ουσιαστικόν δεδικασμένον περί προδικαστικών ζητημάτων, 1967, παρ. 7 σελ. 153, του ιδίου, Αστικόν Δικονομικόν Δίκαιον, έκδ. 1986, σελ. 303 και 308 επ., ΕφΑθ 4950/1982, ΝοΒ 30, σελ.1095, πρβλ. επί αιτήσεως αναιρέσεως παρά νικήσαντος διαδίκου υπό ομοίες συνθήκες τις ΑΠ 474/1973 ΝοΒ 21, σελ. 1340, ΑΠ 725/1954 ΝοΒ 3, σελ. 23). Περαιτέρω, το άρθρο 583 του ΚΠολΔ ορίζει ότι αν κάποιος δεν έλαβε μέρος ή δεν προσκλήθηκε σε δικαστική ή εξώδικη πράξη που του προκαλεί βλάβη ή θέτει σε κίνδυνο τα έννομα συμφέροντα του, μπορεί να ασκήσει ανακοπή κατά της πράξης αυτής. Προϋπόθεση άσκησης ανακοπής είναι η πρόκληση βλάβης από την πράξη στον ανακόπτοντα, διότι δημιουργεί γι’ αυτόν δεσμευτικές συνέπειες ή διότι θέτει σε κίνδυνο έννομα προστατευόμενα συμφέροντά του. Από τον συνδυασμό των άρθρων 583-585 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι με την άσκηση της ανακοπής η υπόθεση δεν εκδικάζεται στο σύνολο της, αλλά στο μέτρο και στην έκταση των λόγων της, οι οποίοι, συνδυαζόμενοι και προς το αίτημα της, προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας και οριοθετούν δεσμευτικά το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής (ΟλΑΠ 10/1997 ΕλλΔνη 1997.768, ΑΠ 665/2006 δημοσίευση σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Το αίτημα δε της ανακοπής είναι διαπλαστικό και αποσκοπεί στην ακύρωση της βλαπτικής ή απειλητικής των συμφερόντων του ανακόπτοντος πράξης (ΑΠ 1999/2013, ΑΠ 4357/2014, ΣτΕ 1623/2015, ΣτΕ 844/2012, ΣτΕ 708/2008, ΣτΕ 1639/2003, ΔΕφΑΘ 3886/2013, ΔΕφΑΘ 2697/2011, ΕφΠειρ 191/2016 ΔΕφΠειρ 2/2014 δημοσίευση σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Οι περισσότεροι λόγοι, νομικοί ή πραγματικοί, της ανακοπής, όλοι μαζί, ή καθένας χωριστά, αποβλέπουν στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή στην ακύρωση πράξης της εκτέλεσης, οπότε, αν το δικαστήριο κάνει δεκτό έναν λόγο και ικανοποιώντας το διαπλαστικό αίτημα της ανακοπής ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη εκτέλεσης, η έρευνα των λοιπών λόγων, ακόμη και αν προέβη σ’ αυτήν το Δικαστήριο, είτε ενεργώντας αυτόβουλα, είτε δεσμευόμενο από τον διάδικο, δεν στηρίζει το διατακτικό της απόφασης, ούτε η επ’ αυτών κρίση φέρει προσόντα διατακτικού, αφού αυτό που έχει νομικώς σημασία είναι η ακύρωση της πράξης για τον συγκεκριμένο λόγο, που το Δικαστήριο τελικά υιοθέτησε. Αν δε δεν υπάρχει δέσμευση του Δικαστηρίου για τη σειρά εξέτασης των περισσότερων λόγων της ανακοπής, όπως συμβαίνει όταν οι λόγοι, νομικοί ή πραγματικοί, προβάλλονται παραλλήλως, τότε, αν το δικαστήριο κάνει δεκτό ένα λόγο και ικανοποιώντας το διαπλαστικό αίτημα της ανακοπής ακυρώσει την πράξη, δεν μπορεί να προχωρήσει στην έρευνα των λοιπών λόγων, οι οποίοι ήδη μετά την ακύρωση της πράξης είναι χωρίς αντικείμενο και παρέλκει η εξέτασή τους (ΑΠ 288/1986 ΕλΔνη 27.1468, ΕφΑΘ. 260/2001 ΕλλΔνη 42.1373, ΕφΠατρ 454/2009 ΑχαΝομ. 2010.350). Τέλος, το έννομο συμφέρον για την άσκηση των ενδίκων μέσων αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης επί της έφεσης, που η ανάγκη του συνάγεται και από τη γενικότερη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι το έννομο συμφέρον, ως προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε ενδίκου μέσου, αποτελεί ειδικότερη έκφανση της θεμελιώδους αρχής που καθιερώνει η προαναφερόμενη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 516. Η παραπάνω προϋπόθεση εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η έλλειψη της συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου, κατά τα άρθρα 68, 73, 516 και 532 του ΚΠολΔ (ΑΠ 599/2015, ΑΠ 491/2010, ΑΠ 7748/2007, ΕφΑΘ 6188/2009, ΕφΘεσ 386/2011, ΕφΘεσ 654/2009, ΕφΔωδ 246/2006 δημοσίευση σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως το παραδεκτό της έφεσης και των λόγων της. Αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της εφέσεως, ή εάν οι λόγοι έφεσης είναι απαράδεκτοι, ή υφίσταται άλλος λόγος μη παραδεκτού της έφεσης (π.χ. η μη προσκομιδή και καταβολή του παράβολου εφέσεως, κατ’ άρθρο 495 ΚΠολΔ), η έφεση στο σύνολό της ή ο λόγος της εφέσεως, αντίστοιχα, απορρίπτεται ως απαράδεκτη (Κεραμεύς, ο.π. (-Μαργαρίτης), άρθρο 532 ΚΠολΔ, σελ. 957 επ., παρ. 1-4). Το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της έφεσης εξετάζεται μετά την έρευνα του παραδεκτού της εφέσεως, προϋποθέσεις δε του παραδεκτού είναι όσα προεκτέθηκαν και όσα εκτίθενται και στις διατάξεις των άρθρων 520, 525-528 ΚΠολΔ (Κεραμεύς, ο.π., (-Μαργαρίτης), άρθρο 533 ΚΠολΔ, παρ. 1, σελ. 958)./
Με την από 23.3.2023 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2023 ανακοπή και τους ασκηθέντες με ιδιαίτερο δικόγραφο από 8.5.2023 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2023 πρόσθετους λόγους αυτής, η ανακόπτουσα ζητούσε για τους λόγους που αναφέρει, να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης και ο διενεργηθείς πλειστηριασμός σε βάρος της ακίνητης περιουσίας της και ειδικότερα ζήτησε την ακύρωση : α ) των από 27-6-2022 επιταγών προς πληρωμή της α των καθ΄ ων παρά πόδας των αντίστοιχων απογράφων των με αριθμούς …./2014 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Σάμου, ……../2014 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σάμου, με ……../2014 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σάμου και ……../2014 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σάμου, β) της υπ΄αριθμ……./17-11-2022 πράξης δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού από την επισπεύδουσα (άρθρο 966 ΚΠολΔ), της συμβολαιογράφου Αθηνάς ………, και της από 16-11-2022 δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού ακίνητης περιουσίας (αρ.966 και 959 ΚΠολΔ) της επισπεύδουσας άνω εταιρείας (α των καθ΄ων) που κατατέθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθήνας ……, γ) της υπ.αριθμ………/29-6-2020 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………., δ) της με αριθμό ………./22-12-2022 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου με ηλεκτρονικά μέσα και κατακύρωσης ευρώ 75.001,00 της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., και εντεύθεν κατά του διά αυτής διενεργηθέντος σε βάρος του ακινήτου της πλειστηριασμού, ε) της με αριθμό ……../9-2-2023 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτου (εκπλειστηρίασμα ευρώ 57.001,00 αντικειμενική αξία ΔΥΟ ευρώ 46.152,00) της συμβολαιογράφου Αθηνών ……. ……. που καταχωρήθηκε στο κτηματολογικό γραφείο Πειραιά και Νήσων του Ελληνικού Κτηματολογίου στις 3-3-2023, στ) της από 9-3-2023 επιταγής προς εκτέλεση της β των καθ΄ ων παρά πόδας του με αριθμό πρωτ. …./6-3-2023 α εκτελεστού απογράφου της υπ΄αριθμ……../6-3-2023 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτων της συμβολαιογράφου Αθηνών …………. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε την υπό κρίση ανακοπή, αναφορικά με το σκέλος της που στρέφεται κατά του κύρους της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού ως απαράδεκτη. Περαιτέρω, απέρριψε την ως άνω ανακοπή, ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου άσκησης αυτής, αναφορικά με το σκέλος της που προσβάλλει τις από 27-6-2022 επιταγές προς πληρωμή και την με αριθμό …../29-6-2020 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης. Ως προς τα λοιπά σκέλη της ως άνω ανακοπής που στρέφονται κατά του πλειστηριασμού, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε την ανακοπή και πρόσθετους λόγους αυτής ως παραδεκτούς και νόμιμους και κατ΄ αποδοχή ενός λόγου της ανακοπής ως βάσιμου και κατ΄ ουσίαν δέχθηκε την ανακοπή και ακύρωσε : α) την με αριθμό ……../22-12-2022 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου με ηλεκτρονικά μέσα και κατακύρωσης της συμβολαιογράφου Αθηνών ……., β) την με αριθμό ……/9-2-2023 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτου της συμβολαιογράφου Αθηνών … ……. που καταχωρήθηκε στο κτηματολογικό γραφείο Πειραιά και Νήσων του Ελληνικού Κτηματολογίου στις 3-3-2023 και γ) την από 9-3-2023 επιταγή προς εκτέλεση της β των καθ΄ ων παρά πόδας του με αριθμό πρωτ……../6-3-2023 α εκτελεστού απογράφου της υπ.αριθμ………../6-3-2023 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτων της συμβολαιογράφου Αθηνών ……… Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη υπό στοιχεία (β) από 13.09.2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά ………../2024 και με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Εφετείου Πειραιά ………/2024 έφεση Η ανακόπτουσα – ασκήσασα πρόσθετους λόγους και ήδη εκκαλούσα -εφεσίβλητη, με την υπό στοιχεία (β) από 13.09.2024 ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./13.09.2024 και ενώπιον του Εφετείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2024 έφεση, ισχυρίζεται ότι έχει έννομο συμφέρον ως νικήσασα διάδικος προς άσκηση της ως άνω έφεσης, διότι πλήττεται από την αιτιολογία της εκκαλουμένης απόφασης, η οποία δεν προέβη στην έρευνα των λοιπών λόγων της ως άνω ανακοπής και των πρόσθετων λόγων, πλην ενός λόγου που έγινε δεκτός, με συνέπεια να δημιουργείται δυσμενές δεδικασμένο σε βάρος της, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η παρούσα έφεση, εξαφανιστεί η πρωτόδικη απόφαση και απορριφθεί ο λόγος ανακοπής που έγινε δεκτός από το πρωτοβάθμιο, καθόσον δεν έχουν ερευνηθεί οι λοιποί λόγοι της ως άνω ανακοπής και ο πρόσθετος λόγος αυτής από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, οι οποίοι καλύπτονται από το δεδικασμένο της τελεσίδικης απόφασης που θα εκδοθεί. Με αυτό το περιεχόμενο η εκκαλούσα ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή της και να παραπεμφθούν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς οι τέσσερις λόγοι ανακοπής της (τρεις του δικογράφου της ανακοπής και ένας πρόσθετος λόγος του δικογράφου των πρόσθετων λόγων), άλλως να γίνει δεκτή η ως άνω ανακοπή και ο πρόσθετος λόγος αυτής, κατόπιν παραδοχής των λοιπών λόγων της ανακοπής και του πρόσθετου λόγου αυτής που δεν εξετάστηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας και ο σε βάρος του ακινήτου της διενεργηθείς πλειστηριασμός, ήτοι : α) οι από 27-6-2022 επιταγές προς πληρωμή της α των καθ΄ ων παρά πόδας των αντίστοιχων απογράφων των με αριθμούς ……./2014 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Σάμου, ………/2014 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σάμου, με ……./2014 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σάμου και …./2014 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σάμου, β) η υπ΄αριθμ……../17-11-2022 πράξη δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού από την επισπεύδουσα (άρθρο 966 ΚΠολΔ), της συμβολαιογράφου Αθηνάς ………….., και η από 16-11-2022 δήλωση συνέχισης του πλειστηριασμού ακίνητης περιουσίας (αρ.966 και 959 ΚΠολΔ) της επισπεύδουσας άνω εταιρείας (α των καθ΄ων) που κατατέθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθήνας ………., γ) η υπ.αριθμ………./29-6-2020 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………., δ) η υπ. αριθμ. ………/22-12-2022 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου με ηλεκτρονικά μέσα και κατακύρωσης ευρώ 75.001,00 της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου Αθηνών …….., και εντεύθεν του διά αυτής διενεργηθέντος σε βάρος του ακινήτου της ανακόπτουσας πλειστηριασμού , δ) η με αριθμό ……/9-2-2023 περίληψη κατακυρωτική έκθεσης ακινήτου (εκπλειστηρίασμα ευρώ 57.001,00 αντικειμενική αξία ΔΟΥ ευρώ 46.152,00) της συμβολαιογράφου Αθηνών ……… . που καταχωρήθηκε στο κτηματολογικό γραφείο Πειραιά και Νήσων του Ελληνικού Κτηματολογίου στις 3-3-2023, ε) της από 9-3-2023 επιταγής προς εκτέλεση της β των καθ΄ ων παρά πόδας του με αριθμό πρωτ. ……./6-3-2023 α εκτελεστού απογράφου της υπ΄αριθμ………../6-3-2023 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτου της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., καταδικαζόμενων των καθ΄ων και ήδη εφεσιβλήτων στα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Με αυτό το περιεχόμενο η υπό στοιχεία (β) από 13.09.2024 ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/13.09.2024 και ενώπιον του Εφετείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2024 έφεση, τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, ως ασκούμενη από νικήσασα διάδικο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 516 παρ. 2, 532 και 68 ΚΠολΔ, αφού, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ούτε από την αιτιολογία της εκκαλουμένης, αλλά ούτε από το διατακτικό της θεμελιώνεται έννομο συμφέρον για την ανακόπτουσα για την άσκηση της κρινόμενης έφεσης, ούτε η ίδια (ανακόπτουσα- εκκαλούσα) επικαλείται βλάβη από δυσμενείς αιτιολογίες της εκκαλουμένης, από τις οποίες να ιδρύεται δεδικασμένο σε βάρος της σε άλλη δίκη. Εξάλλου, η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα επικαλείται ότι η εκκαλεί την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ως προς τους μη εξετασθέντες λόγους της ανακοπής και δεν επικαλείται ότι περιέχεται στην εκκαλουμένη απόφαση διάταξη ή αιτιολογία, η οποία, αν η απόφαση καταστεί τελεσίδικη, θα δημιουργήσει δυσμενές δεδικασμένο για τις ουσιαστικές έννομες σχέσεις της. Ενόψει των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί τυπικά η υπό στοιχεία (β) από 13.09.2024 ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./13.09.2024 και ενώπιον του Εφετείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2024 έφεση και λόγω της ήττας της εκκαλούσας και να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 εδ.ε΄του ΚΠολΔ).
Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση υπό στοιχεία (α) από 19.06.2024 ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/19.06.2024 και ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου …../19.06.2024 έφεσης, η καθ΄ης η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και ήδη εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη αποδοχή του σχετικού λόγου της ως άνω ανακοπής, με τον οποίο η ανακόπτουσα ισχυρίζονταν ότι η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος εσφαλμένα όρισε ημερομηνία πλειστηριασμού την 22-12-2022 δηλαδή εντός 30 ημερών από την ανάρτηση της δήλωσης του πλειστηριασμού που έλαβε χώρα την 22-11-2022, κατά παράβαση του άρθρου 973 παρ.1 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η νέα ημέρα πλειστηριασμού ορίζεται από τον υπάλληλο σε δύο μήνες από την ημέρα της δήλωσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση τριών μηνών, με αποτέλεσμα να είναι άκυρες οι μετέπειτα πράξεις εκτέλεσης που ακολούθησαν, ήτοι η με αριθμό …./22-12-2022 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου με ηλεκτρονικά μέσα και κατακύρωσης της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., η με αριθμό …./9-2-2023 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτου της συμβολαιογράφου Αθηνών ……… που καταχωρήθηκε στο κτηματολογικό γραφείο Πειραιά και Νήσων του Ελληνικού Κτηματολογίου στις 3-3-2023 και η από 9-3-2023 επιταγή προς εκτέλεση της β των καθ΄ ων παρά πόδας του με αριθμό πρωτ…./6-3-2023 α εκτελεστού απογράφου της υπ.αριθμ…../6-3-2023 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτων της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., ενώ αν ορθά ερμήνευε και εφάρμοζε το νόμο θα δέχονταν ότι η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος ορθώς προέβη σε ανάρτηση της δήλωσης του πλειστηριασμού την 22-11-2022 και όρισε ημερομηνία πλειστηριασμού την 22-12-2022 δηλαδή εντός 30 ημερών από την ως άνω ανάρτηση, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 966 παρ.1 ΚΠΟΛΔ . Με το περιεχόμενο αυτό, ο προκείμενός λόγος της έφεσης είναι ορισμένος και νόμιμος, ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 966 παρ. 1 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, χωρίς να παραλείπεται κανένα από αυτά έστω και εάν δεν μνημονεύεται ειδικά, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ) και τους ισχυρισμούς των διαδίκων που περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις τους, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει των αναφερόμενων στο δικόγραφο της ανακοπής διαταγών πληρωμής και με αίτηση της …….., επισπεύστηκε σε βάρος της ανακόπτουσας αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του ακινήτου της που βρίσκεται στον Πειραιά για την οποία συντάχθηκε η υπ.αριθμ………./29-6-2020 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της δικαστικής επιμελήτριας ……… για το ποσό των 50.000 ευρώ. Η ημερομηνία πλειστηριασμού ορίστηκε η 10-2- 2021 ημέρα Τετάρτη και ώρα από 10.00 πμ -14.00 μμ με τιμή πρώτης προσφοράς τα 57.000 ευρώ ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ……………, όμως ανεστάλη ο πλειστηριασμός κατά την ανωτέρω ημερομηνία και στη συνέχεια ορίστηκε νέα ημερομηνία πλειστηριασμού δυνάμει του άρθρου 973 ΚπολΔ η 29-7-2022, οπότε και ματαιώθηκε ελλείψει πλειοδοτών. Στη συνέχεια, με την υπ.αριθμ……../17-11-2022 δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού από την επισπεύδουσα, α΄ των καθ΄ών και ήδη εκκαλουσα, διά της ειδικής πληρεξούσιας της δικηγόρου Αθηνών …………, εκφράστηκε η επιθυμία της να επισπεύσει εκ νέου τον πλειστηριασμό προσκομίζοντας στην ανωτέρω συμβολαιογράφο την από 16-11-2022 δήλωση συνέχισης αυτού. Σύμφωνα με την ανωτέρω πράξη δήλωσης της συμβολαιογράφου που αναρτήθηκε στις 22-11-2022 στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του δελτίου δημοσιεύσεων του τομέα ασφάλισης νομικών του ενιαίου ταμείου ανεξάρτητα απασχολούμενων, όπως διατυπώνεται στην πρώτη σελίδα του 13ου φύλλου αυτής και στους στίχους 4 ως 7 αναφερόμενη στην επισπεύδουσα αναγράφει ότι επιθυμεί να επισπεύσει εκ νέου τον πλειστηριασμό σύμφωνα με το άρθρο 966 ΚΠολΔ και το άρθρο 959 ΚΠολΔ και την από 16-11-2022 δήλωση συνέχισης της άνω εταιρείας που προσαρτάται στην παρούσα και ορίζει νέα ημερομηνία πλειστηριασμού ο οποίος θα διενεργηθεί ηλεκτρονικά την 22 Δεκεμβρίου του 2022 ημέρα Πέμπτη και ώρα 10.00 πμ έως 12.00 μμ με την ίδια τιμή πρώτης προσφοράς. Ο πλειστηριασμός διενεργήθηκε ηλεκτρονικά την ημέρα εκείνη και κατακυρώθηκε στην δεύτερη των καθ΄ ων η εκπλειστηριαζόμενη ακίνητη περιουσία της ανακόπτουσας. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ο νέος πλειστηριασμός ορθώς ορίστηκε χρονικά από την ως άνω συμβολαιογράφο, ως επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, την 22.12.2022 ήτοι εντός σαράντα ημερών από την επόμενη της ημερομηνίας ανάρτησης της από 16.11.2022 δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού που έλαβε χώρα την 22-11-2022, με την οποία δηλώθηκε η πρόθεση της επισπεύδουσας να επισπεύσει εκ νέου τον πλειστηριασμό, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ.1 του του άρθρου 966 ΚΠΟΛΔ, που εφαρμόζεται εν προκειμένω ως ειδική μορφή δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού του άρθρου 973 παρ, 1ΚΠολΔ διότι ο εν λόγω πλειστηριασμός ματαιώθηκε κατά την ορισθείσα ημερομηνία, ελλείψει πλειοδοτών, περίπτωση την οποία ρυθμίζει ειδικά η εν λόγω διάταξη του άρθρου 966 παρ.1 του ΚΠΟΛΔ. Η εν λόγω θέσπιση της προθεσμίας των σαράντα ημερών για τον ορισμό νέας ημερομηνίας πλειστηριασμού , λόγω της μη εμφάνισης πλειοδοτών είναι σύμφωνη με το σκοπό του νομοθέτη για την περαίωση της διαδικασίας της εκτέλεσης, η οποία είναι εύλογο να ολοκληρώνεται σύντομα σε περίπτωση ατελέσφορού πλειστηριασμού , λόγω της μη εμφάνισης πλειοδοτών. Στην προκειμένη περίπτωση δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 973 παρ.1 ΚΠολΔ περί ορισμού νέας ημέρας πλειστηριασμού σε δύο (2) μήνες από την δήλωση (22.11.2022) και όχι πάντως μετά την παρέλευση τριών (3) μηνών από την ημέρα αυτή, που ρυθμίζει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ορισθείς σε συγκεκριμένη ημερομηνία πλειστηριασμός δεν έγινε για οποιαδήποτε λόγο στις οποίες δεν εντάσσεται η ματαίωση του ορισθέντος πλειστηριασμού που οφείλεται στη μη εμφάνισης πλειοδοτών. Συνεπώς, έλαβε χώρα ορθός χρονικός προσδιορισμός του πλειστηριασμού, από την επί του πλειστηριασμό υπάλληλο, διότι η δήλωση συνέχισης υποβλήθηκε στις 16-11-2022, αναρτήθηκε στις 22-11-2022, ενώ ο πλειστηριασμός πραγματοποιήθηκε εντός σαράντα ημερών από την ανάρτηση αυτής ήτοι στις 22-12-2022. Έσφαλε, συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε ως βάσιμο και κατ΄ουσία τον ως άνω λόγο ανακοπής και ακύρωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης. Επομένως, δεκτού γενομένου του ως άνω λόγου της υπό στοιχεία (α) έφεσης, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το μέρος που δέχθηκε ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμο τον ως άνω λόγο ανακοπής, να διαταχθεί η επιστροφή του e-παραβόλου για την κατάθεση της έφεσης, ποσού 100,00 ευρώ, στις εκκαλούσες (495 παρ. 3 εδ. ε’ του KΠολΔ), και αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και δικασθεί αυτός ο λόγος ανακοπής να γίνει απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος. Με δεδομένο ότι εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στις εκκαλούσες (άρθρο 495 ΚΠολΔ). Περαιτέρω να κρατηθεί η υπόθεση και να ερευνηθούν οι λοιποί λόγοι της ανακοπής που δεν είχαν εξετασθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.
Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 934 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. A’ 87/23-7-2015 με έναρξη ισχύος την 1/1/2016 σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν. 4335/2015): «1. Ανακοπή σύμφωνα με το άρθρο 933 είναι παραδεκτή: α) Αν αφορά ελαττώματα από τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κατά τα άρθρα 955 και 995 ή την απαίτηση ή σε περίπτωση κατάσχεσης στα χέρια τρίτου μέχρι και την επίδοση του κατασχετηρίου εγγράφου στον καθ` ου, μέσα σε σαράντα πέντε (45) από την ημέρα της κατάσχεσης. Σε περίπτωση άμεσης εκτέλεσης, η ανακοπή κατά της επιταγής προς εκτέλεση ασκείται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την επίδοση της επιταγής β) Αν αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης της εκτέλεσης, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες αφότου η πράξη αυτή ενεργηθεί και αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού αν πρόκειται για κινητά, και εξήντα (60) ημέρες αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, αν πρόκειται για ακίνητα. 2. Αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, τελευταία πράξη εκτέλεσης είναι η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης». Συνεπώς, το άρθρο 934 παρ. 1αρ. α KΠολΔ. όπως αντικαταστάθηκε ανωτέρω, προβλέπει μία ενιαία προθεσμία για όλους τους λόγους ανακοπής που υπάγονταν προηγουμένως στο (παλαιό) άρθρο 934 παρ. 1 αρ. α και β και συνεπώς, όλους τους λόγους ανακοπής που βάλλουν κατά των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας έως και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας εκθέσεως, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό τους ως πράξεων της προδικασίας ή της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως όπως και τους λόγους που αφορούν στην εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, αν και δεν περιλαμβάνονται στην γραμματική διατύπωση του άρθρου και στην απαίτηση. Εξάλλου, η προσήκουσα κάθε φορά προθεσμία που πρέπει να τηρήσει ο εκάστοτε ανακόπτων κρίνεται και υπό την νέα μορφή του άρθρου 934 KΠολΔ, όχι από το αίτημα της ανακοπής του, δηλαδή από την πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης που προσβάλλει αυτός, αλλά από τους λόγους που προτείνει με την ανακοπή του, δηλαδή από τα ιστορούμενα σε αυτήν ελαττώματα, τα οποία πρέπει να αναφέρονται ευθέως και αμέσως στο κύρος της προσβαλλόμενης με την ανακοπή πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης (ΑΠ 1107/2003, ΕλλΔνη 46 (2005), 107, ΕφΘεσ 411/2009 ΕΠολΔ 2009.698, ΕφΙωαν 129/2006 NoΒ 55 (2007), 2127, Πελαγία Γέσιου- Φαλτσή Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης Γενικό Μέρος εκδ. 2017 σελ.692). Εξάλλου, κριτήριο του εμπροθέσμου της ανακοπής αποτελεί ο προβαλλόμενος λόγος, ήτοι η πράξη όπου ενυπάρχει το επικαλούμενο ελάττωμα και όχι το αίτημά της, δηλαδή οι επόμενες πράξεις των οποίων ζητείται η ακύρωση (ΑΠ 1898/2011, ΑΠ 37/2009, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Αν κάποια πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης δεν προσβληθεί μέσα στην προσήκουσα, κατά τα παραπάνω, προθεσμία, επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμα προσβολής της, γεγονός που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως, , κατά τα παραπάνω, (άρθρ. 161 KΠολΔ) – από το δικαστήριο, που κρίνει τη σχετική ανακοπή, με αποτέλεσμα η πράξη να θεωρείται έγκυρη και ισχυρή και το ελάττωμά της να μην μπορεί να προβληθεί μεταγενέστερα, ούτε να μπορεί να συμπαρασύρει σε ακυρότητα τις επόμενες πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης (ΑΠ 1371/2013, ΑΠ 37/2009, ΑΠ 93/2001 και 1784/1998, αμφότερες στο Σύστημα Νομικών Πληροφοριών του Δ.Σ.Α., Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεση, έκδ. β, παρ. 149. σελ. 395, Φραγκίστα-Γέσιου/Φάλτσή, έκδ. 1998 Αναγκαστική Εκτέλεση I, παρ. 40, σελ. 203). Συνεπώς, η ανακοπή που περιέχει λόγους ακυρότητας που θίγουν αμέσως τις προγενέστερες του πλειστηριασμού πράξεις της εκτέλεσης και εμμέσως μόνο την πράξη του πλειστηριασμού, ως τελευταία πράξη της εκτέλεσης, πρέπει να ασκηθεί μέσα στην ανωτέρω προθεσμία του άρθρου 934 § 1 περ. α’ KΠολΔ, μόνο δε μετά την τελεσίδικη παραδοχή της και την ακύρωση των προγενεστέρων αυτών πράξεων της εκτέλεσης, η οποία ακύρωση επιδρά ακυρωτικά και επί του πλειστηριασμού, μπορεί να προσβληθεί παραδεκτώς για το λόγο αυτόν ο πλειστηριασμός μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 § 1 περ. β και 2 του KΠολΔ. Η νέα διαδικαστική δομή της 1 ανακοπής του άρθρου 933, επέβαλε και την τροποποίηση του άρθρου 934, ώστε τα στάδια προσβολής των πράξεων εκτέλεσης και προβολής των ελαττωμάτων τους να περιοριστούν από τρία σε δύο. Έτσι, όλες οι ανακοπές που αφορούν ενδεχόμενες πλημμέλειες που εντοπίζονται στο χρονικό πλαίσιο από την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, που συντελούνται από την προδικασία της επιταγής (924), την εντολή προς εκτέλεση (927) και την κατάσχεση (954, 955, 992, 995) ή και την προδικασία του πλειστηριασμού (ιδίως 999), πρέπει να ασκηθούν μέσα σε προθεσμία σαράντα πέντε ημερών από την ημερομηνία της κατάσχεσης. (ΕφΑιγ80/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μον. Εφ.Αν.Κρήτης 127/2023, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ, Απαλαγάκη Χ., Συστηματική παρουσίαση των Βασικών τροποποιήσεων του KΠολΔ από το Ν 4335/2015, εκδ. 2016, σελ. 50, Μακρίδου Κ./Απαλαγάκη Χ./Διαμαντόπουλος Γ., Πολιτική Δικονομία-θεωρία-Νομολογία-Υποδείγματα, εκδ. 2016, σελ. 35).
Με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η με αριθμό …………/9.02.2023 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης πάσχει ακυρότητας, διότι η επισπεύδουσα την εκτέλεση δανείστρια επίβαλλε κατάσχεση στην ακίνητη περιουσία της ανακόπτουσας οφειλέτριας για μικρότερο ποσό από εκείνο των προεπιδοθείσων επιταγών προς πληρωμή, χωρίς να διευκρινίσει σε τι συνίσταται το περιορισμένο ποσό της κατάσχεσης (σε κεφάλαιο, τόκους, έξοδα) και για ποια συγκεκριμένα ποσά επιβάλλεται η κατάσχεση για κάθε αιτία. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι δεν προκύπτει από το σώμα της ως άνω περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης με σαφήνεια α) ποιο είναι το συνολικό ποσό επιταχθέν ποσό ως οφειλόμενο εκ μέρους της ανακόπτουσας προς την αρχικώς αντισυμβαλλόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία <<…………>> και β) κατά ποιο επί μέρους ποσό (κεφάλαιο, τόκοι, έξοδα) περιορίζεται το ποσό κάθε απογράφου εκτελεστού, ώστε να προκύπτει το ποσό ενός εκάστου εξ΄ αυτών ήτοι αντίστοιχα των 7.000,00 ευρώ, των 10.000,00 ευρώ, των 20.000,00 ευρώ, των 13.000,00 ευρώ, έτσι ώστε να καθίσταται ανεκκαθάριστη η απαίτηση της καθ΄ ης για την οποία επισπεύδεται η σε βάρος της ανακόπτουσας αναγκαστική εκτέλεση, διότι ο περιορισμός δεν είναι πλήρης και επαρκώς ορισμένος. Τούτο διότι δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια σε ποια από τα επιμέρους κονδύλια των επιταγών αφορά ο εν λόγω περιορισμός ούτε αν το ποσό κατόπιν του περιορισμού αφορά κεφάλαιο, τόκους, έξοδα ή αν αφορά το κονδύλιο των τόκων και μέρος του κεφαλαίου, με αποτέλεσμα να καταλείπεται αμφιβολία περί του ακριβούς ποσού της οφειλής της ανακόπτουσας, για το οποίο διενεργείται ο προσβαλλόμενος πλειστηριασμός. Με αυτό το περιεχόμενο ο ως άνω λόγος ανακοπής κατά της με αριθμό ………../9.02.2023 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης, δεν περιλαμβάνεται στους λόγους που μπορούν να στηρίξουν την ανακοπή κατά του πλειστηριασμού βάσει του αρ. 933 ΚΠολΔ, διότι οι λόγοι αυτοί αναφέρονται σε ελαττώματα ή πλημμέλειες της διεξαγωγής του ιδίου του πλειστηριασμού ή σε ελαττώματα, που αφορούν την προδικασία του, ή στο γεγονός ότι οι πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας στις οποίες αυτός στηρίζεται (κατάσχεση, δήλωση συνέχισης) ακυρώθηκαν τελεσιδίκως. Τα ελαττώματα, που αφορούν πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας θεραπεύονται και δεν μπορούν να προβληθούν σε αυτό το διαδικαστικό στάδιο ένεκα της θεμελιακής αρχής του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας περί της σταδιακής προσβολής των πράξεων εκτέλεσης. Έτσι, εφόσον οι ανωτέρω λόγοι δεν έχουν προταθεί με ανακοπή κατά της κατάσχεσης, ή έχουν προταθεί και έχουν απορριφθεί τελεσιδίκως δεν μπορούν να προταθούν το πρώτον ή εκ νέου σε αυτό το στάδιο της εκτελεστικής διαδικασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ως άνω λόγος περί του ότι στην προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, δυνάμει της οποίας διενεργήθηκε ο προσβαλλόμενος πλειστηριασμός, γίνεται περιορισμός του ποσού για το οποίο επισπεύδεται η εκτέλεση, χωρίς να προσδιορίζεται σε τι αφορά ο περιορισμός αυτός, ώστε να καθίσταται σαφές για ποια ακριβώς κονδύλια διενεργείται έκτοτε η εκτέλεση (κεφάλαιο, τόκους, έξοδα και για ποιο για κάθε αιτία ποσό), με αποτέλεσμα ο περιορισμός αυτός να τυγχάνει αόριστος, επιφέροντας τη μετάπτωση της εκτελούμενης απαίτησης σε ανεκκαθάριστη, δεν εντάσσεται στην προδικασία του προσβαλλόμενου με την υπό κρίση ανακοπή πλειστηριασμού (στην οποία επί παραδείγματι εντάσσονται η μη κοινοποίηση εμπροθέσμως αντίγραφου της κατασχετήριας έκθεσης στον οφειλέτη, στον υποθηκοφύλακα (ή γραφείο κτηματογράφησης) της περιφέρειας όπου βρίσκεται το κατασχεμένο μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την κατάσχεση, στους ενυπόθηκους ή προσημειούχους δανειστές, η μη κατάθεση εμπροθέσμως των εγγράφων της κατασχέσεως στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (ΚΠολΔ 995 παρ. 4). Πρέπει δε σημειωθεί ότι η ως άνω ανακοπή κατά της υπ.αριθμ………../29-6-2020 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……., απορρίφθηκε ήδη ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησης της, και κατά το σκέλος αυτό η εκκαλουμένη έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη, αφού δεν προσβλήθηκε με έφεση. Συνεπώς αυτός ο λόγος της ανακοπής, τυγχάνει απορριπτέος, ως απαράδεκτος.
Με τον πέμπτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η με αριθμό ………./22.12.2022 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου με ηλεκτρονικά μέσα πάσχει ακυρότητας, λόγω εκπρόθεσμης ανάρτησής της με αριθμό …………/17.11.2022 δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………….. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι η ως άνω δήλωση συνέχισης υποβλήθηκε στις 16-11-2022 και συντάχθηκε η με αριθμό ……../17.11.2022 δήλωσης συνέχισης η οποία αναρτήθηκε την 22.11.2022 ήτοι μετά την παρέλευση του χρονικού διαστήματος των πέντε (5) ημερών, ήτοι την έκτη ημερολογιακή ημέρα, κατά παράβαση του άρθρου 973 παρ. 1 ΚπολΔ, με αποτέλεσμα να υφίσταται αυτή βλάβη γιατί τέθηκε σε αναγκαστικό πλειστηριασμό η ακίνητη περιουσία του χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις. Με το περιεχόμενο αυτό ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 12 εδ. α του ν. 1157/12.5.1981 η διαδρομή των υπό του νόμου ή των δικαστηρίων τεταγμένων προθεσμιών αρχίζει από την επομένη της ημέρας της επίδοσης ή της ημέρας κατά την οποία συνέβη το αποτελούν την αφετηρία της προθεσμίας γεγονός και λήγει στις 7:00` μ.μ. ώρα της τελευταίας ημέρας, εάν δε αυτή είναι κατά νόμο εξαιρετέα ή Σάββατο, την ίδια ώρα της επομένης εργάσιμης ημέρας.” Από τη σαφή διατύπωση της εν λόγω διατάξεως, όπως και των ομοίων διατάξεων του άρθρου 144 παρ. 1ΚΠΟΛΔ, συνάγεται ότι αυτές, ως προς τη λήξη της προθεσμίας που καθιερώνουν, εφαρμόζονται τόσο επί των προθεσμιών ενέργειας, όσο και επί των προπαρασκευαστικών προθεσμιών, δηλαδή εκείνων που τάσσονται και είναι απαραίτητο να παρέλθουν πριν από την ενέργεια ορισμένης πράξης, έτσι ώστε αν η τελευταία ημέρα των προθεσμιών αυτών συμπίπτει με εξαιρετέα ή Σάββατο αυτή δεν υπολογίζεται και η προθεσμία λήγει την ίδια ώρα (7:00` μ.μ.) της επόμενης εργάσιμης ημέρας (Ολ. ΑΠ 266/1985, Ολ. ΑΠ 33/1996, ΑΠ 956/2021, ΑΠ 893/2019). Τέτοια προθεσμία ενέργειας είναι και εκείνη των πέντε (5) ημερών, εντός των οποίων ο υπάλληλος του πλειστηριασμού μεριμνά, ώστε να αναρτηθεί η γνωστοποίηση της δήλωσης και η ημέρα του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ), κατά τη διάταξη του άρθρου 973 παρ. 1 ΚΠΟΛΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, η προθεσμία των πέντε (5) ημερών, άρχισε από την επομένη της σύνταξης της προσβαλλόμενης πράξης δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού την 18.11.2022 και συμπληρώθηκε την ίδια ώρα (7:00` μ.μ.) της πέμπτης ημέρας, ήτοι την 22.11.2023 οπότε και έγινε η σχετική ανάρτηση.
Με τον έκτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι πρέπει να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης ήτοι οι από 27.6.2022 επιταγές προς πληρωμή διότι από τα συγκοινοποιηθέντα σε αυτήν έγγραφα με τις προσβαλλόμενες επιταγές προς πληρωμή δεν αποδεικνύεται πλήρως η ενεργητικής νομιμοποίηση της καθ’ ης η ανακοπή για την επίσπευση της εναντίον της αναγκαστικής εκτέλεσης, ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού, επειδή η καθ’ ής η ανακοπή δεν της κοινοποίησε ολόκληρο το κείμενο της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, ούτε ολόκληρο το κείμενο της σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, αλλά μόνο τις περιλήψεις των ανωτέρω συμβάσεων. Ότι ακόμη και στις περιλήψεις των ανωτέρω συμβάσεων δεν μνημονεύεται, ούτε προκύπτει η ανάθεση της διαχείρισης της εναντίον της απαίτησης στην καθ’ ης η ανακοπή εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, με αποτέλεσμα να αποδεικνύεται ότι η καθ’ ης η ανακοπή δεν νομιμοποιούνταν να υποβάλει ούτε αίτηση για έκδοση των σε αυτή αναφερομένων διαταγών πληρωμής, ούτε να επιδώσει στην ανακόπτουσα τις ως άνω επιταγές προς πληρωμή, ούτε να επιβάλει την ανακοπτόμενη κατάσχεση. Με αυτό το περιεχόμενο κι αιτήματα, ο ανωτέρω λόγος, τυγχάνει απορριπτέος, ως απαράδεκτος, το λόγο ότι ότι η ως άνω ανακοπή κατά των από 27.6.2022 επιταγών προς πληρωμή έχει ήδη απορριφθεί ως απαράδεκτος, λόγω εκπρόθεσμης άσκησης της ως άνω, και κατά το σκέλος αυτό η εκκαλουμένη έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη, αφού δεν προσβλήθηκε με έφεση και δεν μπορεί να προταθεί εκ νέου σε αυτό το στάδιο της εκτελεστικής διαδικασίας.
Με τον πρώτο πρόσθετο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, η ανακόπτουσα – ασκήσα τους πρόσθετους λόγους ανακοπής, ισχυρίζεται ότι η με αριθμό …………/22.12.2022 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου με ηλεκτρονικά μέσα και κατακύρωση της συμβολαιογράφου Αθηνών ………… και της με αριθμό ………./09.3.2023 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτου της ως άνω συμβολαιογράφου πάσχουν ακυρότητας, διότι η ως άνω συμβολαιογράφος ως επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, ενώ συνέταξε την με αριθμό …./21.12.2022 πράξη της με την οποία αποδέχθηκε τη συμμετοχή στον πλειστηριασμό της δεύτερης των καθών η ανακοπή ήδη εφεσίβλητης, παρά το νόμο δεν την ανάρτησε στα ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ., όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης έκθεσης πλειστηριασμού, στην οποία δεν γίνεται καμία αναφορά περί υποβολής ή άλλως περί ανάρτησης της και από το πραγματικό γεγονός ότι στην γενομένη ανάρτηση του συγκεκριμένου πλειστηριασμού e- auction στην ηλεκτρονική σελίδα που αποτελεί ιστότοπο των ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ, δεν γίνεται καμία αναφορά περί της ως άνω πράξης της υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Η ασκήσασα τον ως άνω πρόσθετο λόγο ανακοπής, επικαλείται ότι από την ανωτέρω παράλειψη, υπέστη βλάβη συνιστάμενη ότι στερήθηκε τη δυνατότητα που της παρέχει ο νόμος σχετικά με την πληροφόρηση της ως προς την ύπαρξη ή μη πλειοδοτών, έστω και τη προτεραία του πλειστηριασμού, ώστε να προβεί στις ενέργειες που προβλέπονται από το άρθρο 1002 παρ. 2 του ΚπολΔ ήτοι να προβεί στην εξόφληση των απαιτήσεων εκείνου υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση και των δανειστών που αναγγέλθηκαν καθώς και των εξόδων και των τελών χρήσης του ηλεκτρονικού συστήματος πλειστηριασμού και να αποτρέψει με τον τρόπο αυτό την απώλεια του ακινήτου της.
Ο λόγος αυτός ανακοπής είναι νόμιμος στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 959 παρ.6 και 1002 ΚΠΟΛΔ, και πρέπει να εξεταστεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητα του. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης έκθεσης πλειστηριασμού (φύλλο 14ο) η υπάλληλος του πλειστηριασμού – συμβολαιογράφος αναφέρει ότι με την με αριθμό ………../21.12.2022 πράξη διαπίστωσης διατυπώσεων ηλεκτρονικού πλειστηριασμού ενέκρινε και αποδέχθηκε την αίτηση συμμετοχής που υπεβλήθη από την ……….. στις 19.12.2022 και ώρα ω10.57 , δυνάμει του με αριθμό ……../156.12.2021 πληρεξουσίου μου σε συνδυασμό με το με αριθμό πληρεξούσιό της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……., για το ακίνητο με μοναδικό κωδικό ……., για λογαριασμό της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία <<…………..>>, στην τιμή πρώτης προσφοράς, ήτοι στο ποσό των 57.000,00 ευρώ. Στη συνέχεια η συμβολαιογράφος σημειώνει ότι η άνω εταιρεία κατέθεσε τη νόμιμη εγγύηση για τη συμμετοχή της στον πλειστηριασμό ήτοι το ποσό των 17.100,00 ευρώ στον ειδικό λογαριασμό που αυτή διαθέτει στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία << ………..>>. Στη συνέχεια η συντάξαξα την προσβαλλόμενη έκθεση συμβολαιογράφος βεβαιώνει ότι εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία του πλειστηριασμού (διατυπώσεις και προθεσμίες). Εκ των ανωτέρω δεν αποδείχθηκε η μη υποβολή από την υπάλληλο του πλειστηριασμού στο ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. καταλόγου των υποψήφιων πλειοδοτών που δικαιούνται να συμμετάσχουν, δεδομένου ότι η ίδια βεβαιώνει την τήρηση των διατυπώσεων της προδικασίας. Άλλωστε, έλαβε χώρα ενεργοποίηση στη διαδικτυακή πύλη της πρόσβασης στον πλειστηριασμό για τους υποψήφιους πλειοδότες που πληρούσαν τις προϋποθέσεις συμμετοχής, διαφορετικά δεν τα μπορούσε να διενεργηθεί ο προσβαλλόμενος πλειστηριασμός. Σε κάθε περίπτωση, δεν αποδείχθηκε ότι η ανακόπτουσα υπέστη την επικαλούμενη βλάβη περί απώλειας του ακίνητου που εκπλειστηριάστηκε, λόγω της επικαλούμενης εσφαλμένης εντύπωσης που σχημάτισε περί ανυπαρξίας πλειοδοτών, λόγω παραπληροφόρησης της, ως προς την υποβολή της αίτησης συμμετοχής της δεύτερης των καθ΄ων. Τούτο διότι, η δυνατότητα της ανακοπτουσας ως οφειλέτριας σε βάρος της ακίνητης περιουσίας της οποίας επισπεύδονταν αναγκαστική εκτέλεση να προβεί στην καταβολή των οριζόμενων στη διάταξη του άρθρου 1002 παρ. 2 του ΚΠΟΛΔ, πριν λάβει χώρα ο πλειστηριασμός, έτσι ώστε να ματαιωθεί ο πλειστηριασμός και να αρθεί η επιβληθείσα κατάσχεση, υφίστατο ανεξάρτητα και ουδόλως εξαρτάτο από το αν η υπάλληλος του πλειστηριασμού προέβη στην υποβολή καταλόγου πλειοδοτών στα ως άνω ηλεκτρονικά συστήματα πλειστηριασμού. Για το λόγο αυτό δεν τίθεται από την εν λόγω διάταξη του άρθρου 1002 ΚΠΟΛΔ, ως προϋπόθεση η τήρηση των προβλεπόμενων από τη διάταξη του άρθρου 959 παρ.6 διατυπώσεων του πλειστηριασμού και σε κάθε περίπτωση, έστω και αν η ανακόπτουσα δεν πληροφορήθηκε την ύπαρξη της ως άνω πλειοδότριας, αν είχε την πρόθεση και την οικονομική δυνατότητα μπορούσε να προβεί στην καταβολή των προβλεπόμενων από τη διάταξη του άρθρου 1002 παρ.2 οφειλόμενων ποσών, ώστε να ματαιωθεί οριστικά ο πλειστηριασμός και να αρθεί η επιβληθείσα κατάσχεση, λόγω εξόφλησης, όχι λόγω έλλειψης πλειοδοτών, όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται ότι υπέλαβε, αφού στην περίπτωση αυτή θα ακολουθούνταν η εκ του νόμου προβλεπόμενη διαδικασία και δεν θα αποτρέπονταν η απώλειά του ακίνητου της. Εν όψει των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ανακοπής, ως αβάσιμος. Με δεδομένο ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής, θα πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση ανακοπή στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα των δύο βαθμών δικαιοδοσίας. θα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, στο σύνολό τους, λόγω της της ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 19.06.2024 ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……../19.06.2024 και ενώπιον του Εφετείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………/819.06.2024 έφεση και την από 13.09.2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά ……./2024 και με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Εφετείου Πειραιά …………/2024 έφεση, κατά της της υπ’ αριθμ. 772/2024 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591 και 614 παρ. 6 ΚΠολΔ, ως ισχύουν), αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 13.09.2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά ……./2024 και με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Εφετείου Πειραιά ………../2024 έφεση, ως απαράδεκτη.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παράβολού της ως άνω έφεσης, που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας στο δημόσιο ταμείο.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 19.06.2024 ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………./19.06.2024 και ενώπιον του Εφετείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………/19.06.2024 έφεση
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη με αρ. 772/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από 23.3.2023 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2023 ανακοπής.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στις εκκαλούσες του παράβολού της έφεσης.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 12 Μαΐου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ