ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 289/2025
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Ταμβάκη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Παπαδογρηγοράκου Εφέτη και Βασίλειο Τζελέπη Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
Α) ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στον Πειραιά με ΑΦΜ ………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Χαρίκλεια Πέππα – Ανδριτσοπούλου [ΠΕΠΠΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ.
ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία «………… (πρώην ………….)» που εδρεύει στην ……. Αττικής, με ΑΦΜ ……….,και εκπροσωπείται νόμιμα,2) εταιρίας με την επωνυμία «……….» που εδρεύει στη ……. Λιβερίας και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα (………..), με ΑΦΜ ….. εκπροσωπείται νόμιμα με ΑΦΜ ………….,3) εταιρίας με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στη ….. Λιβερίας, εκπροσωπείται νόμιμα και έχει νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα με ΑΦΜ …., 4) εταιρείας με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στη ….. Λιβερίας, εκπροσωπείται νόμιμα και έχει νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα με ΑΦΜ ….,5) εταιρείας με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στην …… Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα με ΑΦΜ ….. υπό την ιδιότητα της καθολικής διαδόχου, λόγω συγχώνευσης, της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… ……..»,6) εταιρείας με την επωνυμία <<……….>>, που εδρεύει τυπικά στη …. Λιβερίας στη, εκπροσωπείται νόμιμα και έχει νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα με ΑΦΜ …. και 7) ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «………» που εδρεύει στην ………… Αττικής, με ΑΦΜ …. και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες παραστάθηκαν δια της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Μαρίας Σταμούλη.
Β) ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ- ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία «……… (πρώην ………..)» που εδρεύει στην …… Αττικής, με ΑΦΜ ………….,και εκπροσωπείται νόμιμα,2) εταιρίας με την επωνυμία «……..» που εδρεύει στη …… Λιβερίας και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα (………. ….. Αττικής), με ΑΦΜ …. εκπροσωπείται νόμιμα με ΑΦΜ …..,3) εταιρίας με την επωνυμία «……..» που εδρεύει στη ……… Λιβερίας, εκπροσωπείται νόμιμα και έχει νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα με ΑΦΜ …….., 4) εταιρείας με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στη ……… Λιβερίας, εκπροσωπείται νόμιμα και έχει νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα με ΑΦΜ …………, 5) εταιρείας με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στην ….. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα με ΑΦΜ …….. υπό την ιδιότητα της καθολικής διαδόχου, λόγω συγχώνευσης, της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….», και 6)ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «………….» που εδρεύει στην ….. Αττικής, με ΑΦΜ …. και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες παραστάθηκαν δια της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Μαρίας Σταμούλη.
ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στον …….. με ΑΦΜ ………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Χαρίκλεια Πέππα – Ανδριτσοπούλου [ΠΕΠΠΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ.
Γ) ΑΣΚΟΥΣΕΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΕΦΕΣΕΩΣ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία «………. (πρώην ………..)» που εδρεύει στην ……….. Αττικής, με ΑΦΜ ………….,και εκπροσωπείται νόμιμα,2) εταιρίας με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στη …………… Λιβερίας και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα (…………..), με ΑΦΜ ……. εκπροσωπείται νόμιμα με ΑΦΜ ……….., 3) εταιρίας με την επωνυμία «……….» που εδρεύει στη ………. Λιβερίας, εκπροσωπείται νόμιμα και έχει νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα με ΑΦΜ ……….., 4) εταιρείας με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στη ….. Λιβερίας, εκπροσωπείται νόμιμα και έχει νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα με ΑΦΜ ….., 5) εταιρείας με την επωνυμία «……….» που εδρεύει στην …. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα με ΑΦΜ ….. υπό την ιδιότητα της καθολικής διαδόχου, λόγω συγχώνευσης, της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………..», και 6) ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «………..» που εδρεύει στην ………. Αττικής, με ΑΦΜ ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες παραστάθηκαν δια της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Μαρίας Σταμούλη.
ΚΑΘ΄ΗΣ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΕΩΣ: Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στον Πειραιά με ΑΦΜ ………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Χαρίκλεια Πέππα – Ανδριτσοπούλου [ΠΕΠΠΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ.
Η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη, κατέθεσε στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Αθηνών την από 30.4.2009 (αριθ. εκθ. καταθ. ………../2009) αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2280/2010 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.
Κατά της προαναφερόμενης απόφασης οι 1η έως και η 5η και η 7η των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών – εφεσιβλήτων άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) την από 11.10.2010 (αριθ. εκθ. Καταθ. …./2010) έφεσή τους και, συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3746/2011 απόφαση αυτού, με την οποία εξαφάνισε την υπ΄ αριθμ. 2280/2010 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών και παρέπεμψε την υπόθεση στο καθ΄ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) προκειμένου να δικάσει την υπόθεση κατά την τακτική διαδικασία σε πρώτο βαθμό. Μετά την έκδοση της ως άνω υπ΄ αριθμ. 3746/2011 αποφάσεως, η ενάγουσα έφερε με κλήση την κρινόμενη αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), το οποίο, κατόπιν συζητήσεως, εξέδωσε την υπ΄ αριθμ. 4989/2013 οριστική απόφασή, με την οποία έκανε δεκτά τα σε αυτήν αναφερόμενα. Την τελευταία αυτή απόφαση προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη με την από 9-7-2015 (αριθμ. εκθ. καταθ. …../2015) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά μετ’ αναβολή η 16.3.2017 και β) οι 1η έως και 5η και η 7η εκ των εναγομένων και ήδη εκκαλούσες-εφεσίβλητες με την από 11-1-2016 (αριθμ. εκθ. καταθ. …../2016) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε μετ΄ αναβολή η 16.3.2017. Επί των εφέσεων αυτών εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 626/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου με την οποία, αφού διατάχθηκε η ένωση και συνεκδίκαση της από 9.7.2015 έφεσης και της ισχύουσας ως αντέφεσης από 11.1.2016 έφεσης, δέχθηκε κατ’ ουσίαν αυτές, εξαφάνισε την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 4989/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς τις διατάξεις της τις αφορώσες τις πέμπτη και έκτη των εναγομένων ως και τις αφορώσες την καταβολή δικαστικών εξόδων διατάξεις της, των λοιπών διατάξεων αυτής παραμενουσών σε ισχύ, κράτησε την υπόθεση, αναδίκασε την από 30.4.2009 αγωγή ως προς τις πέμπτη και έκτη των εναγομένων, απέρριψε αυτή και καταδίκασε πλην των πέμπτης και έκτης των εναγομένων στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, την οποία όρισε στο ποσό των 500 ευρώ και συμψήφισε τα λοιπά δικαστικά έξοδα στο σύνολό τους. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν τόσο με την από 13/2/2018 αίτησή τους και οι 1η , 2η, 3η, 4η και 6η των εδώ καθ’ ων η κλήση -εκκαλουσών – εφεσιβλήτων – εναγομένων όσο και με την από 28/11/2018 αίτησή της η εδώ καλούσα -εκκαλούσα – εφεσίβλητη – ενάγουσα στρεφόμενη και κατά των επτά (7) εφεσιβλήτων – εναγομένων εταιρειών επί των οποίων εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 941/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου με την οποία απορρίφθηκε η από 28-11-2018 αίτηση αναίρεσης της καλούσας – εκκαλούσας – ενάγουσας εταιρείας ως προς τις πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη των εδώ καθ΄ων η κλήση – εφεσιβλήτων – εναγομένων – αναιρεσίβλητων, ενώ δέχθηκε την από 13-2-2018 αίτηση αναίρεσης των 1η , 2η, 3η, 4η και 7η των εδώ καθ’ ων η κλήση -εκκαλουσών – εφεσιβλήτων – εναγομένων και την από 28-11-2018 ως άνω αίτηση αναίρεσης της εδώ καλούσας – εκκαλούσας – ενάγουσας εταιρείας ως προς τις πέμπτη και έκτη καθ’ ων η κλήση – εφεσιβλήτων – εκκαλουσών – εναγομένων, αναίρεσε την 626/2017 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς.
Ήδη με την υπό κρίση από 20.6.2023κλήση με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../21.6.2023 της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – ενάγουσας επαναφέρονται προς συζήτηση (α) η από 9.7.2015 με αριθ. κατ.Πρωτ. …./2015 και Εφετ ……./2015 έφεση της τελευταίας κατά των εναγομένων εταιρειών και β) η από 11.1.2016 με αριθμό κατάθεσης Πρωτ …./2016 και Εφετ ………./2016 έφεση της 1ης, 2ης, 3ης, 4ης, 5ης και 7ης των εναγομένων κατά της 4989/2013 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατόπιν παραπομπής της υπόθεσης για νέα συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αποτελούμενο από άλλους Δικαστές από αυτούς που εξέδωσαν την αναιρεθείσα απόφαση, της οποίας η συζήτηση προσδιορίστηκε αρχικώς για τη δικάσιμο της 15.2.2024 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Οι εκκαλούσες – εφεσίβλητες – εναγόμενες άσκησαν τους από 2.2.22024 πρόσθετους λόγους έφεσης που κατατέθηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης γενικό …./7.2.2024και ειδικό …../7.2.2024 και προσδιορίστηκαν για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκαν στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων στο ακροατήριο και την εκφώνησή τους από τη σειρά του οικείου πινακίου οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση με την υπό κρίση από 20.6.2023 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./21.6.2023 κλήση κατά την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο Α) η από 9.7.2015 με αριθ. κατ.Πρωτ. …/2015 και Εφετ ………./2015 έφεση της εκκαλούσας – εφεσίβλητης- καθής οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης –ενάγουσας, Β) η από 11.1.2016 με αριθμό κατάθεσης Πρωτ …../2016 και Εφετ ……../2016 έφεση της 1ης, 2ης, 3ης, 4ης, 5ης και 7ης των εκκαλουσών –εφεσιβλήτων – ασκουσών των προσθέτων λόγων έφεσης – εναγομένων και Γ) οι από 2.2.2024 πρόσθετοι λόγοι της υπό στοιχείο (Β) έφεσης και συνεπώς αυτοί παρά την αυτοτέλεια τους, τελούν σε εξάρτηση με την έφεση και φέρουν σε σχέση με αυτή παρακολουθηματικό χαρακτήρα (βλ. Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 2009, αρ. 584, σελ. 250), οπότε και δικάζονται υποχρεωτικά μαζί με την έφεση (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τομ. I, άρθρο 520, αρ. 36, σελ. 930, ΕφΑθ 504/2020 ΝΟΜΟΣ), ενώ δεν μπορεί να νοηθεί χωριστή συζήτησή τους (βλ. Χ. Ευθυμίου, σε X. Απαλαγάκη – Σ. Σταματόπουλου, Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν. 4842& 4855/2021, έκδ. 2022, άρθρο 520, αρ. 6, σελ. 1704-1705). Πρέπει, επομένως, να συνεκδικαστούν: α) η από 9.7.2015 με αριθ. κατ.Πρωτ. ……../2015 και Εφετ …../2015 έφεση, β) η από 11.1.2016 με αριθμό κατάθεσης Πρωτ ……/2016 και Εφετ ……/2016 έφεση και γ) οι από 2.2.2024 πρόσθετοι λόγοι διότι αφορούν στους ίδιους διαδίκους, υπάγονται στην ίδια διαδικασία, στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης, και κατά την κρίση αυτού του Δικαστηρίου διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της όλης δίκης (άρθρα 520 παρ. 2, 524 παρ. 1 και 246 του ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, «Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται, μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το Ν. 4335/2015), στο δικαστήριο της παραπομπής «Η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 524 παράγραφος 1 εδάφιο β». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το Ν. 4335/2015), «Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην αντίθετη περίπτωση παραπέμπει την υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση και, αν πρόκειται για τους λόγους που αναφέρονται στους αριθμούς 1,2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές…». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, η αναίρεση της απόφασης και επομένως, η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Συγκεκριμένα η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο λόγος αναίρεσης, που έγινε δεκτός, καθώς και εκείνα που συνάπτονται άρρηκτα με τα αναιρεθέντα, οπότε καιαυτάσυναναιρούνται (ΑΠ 493/2011 ΕΠολΔ2012.447, ΕφΑΘ 1008/2015 ΕφΑΔ 2015.426). Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής (ΑΠ 629/2010, ΑΠ 434/2009 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 479/2009 ΕφΑΔ 2009.831, ΑΠ 1308/2004 ΕλλΔνη 2005.84). Επομένως, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση, ενώ οι μη αναιρεθείσες διατάξεις της απόφασης διατηρούν την ισχύ τους και δεσμεύουν το κατά παραπομπή επιλαμβανόμενο δικαστήριο, λόγω του υπάρχοντος και μη ανατραπέντος δια της (αναιρετικής) αποφάσεως δεδικασμένου εκ της εν μέρει οριστικής και αμετάκλητης ήδη αποφάσεώς του, χωρίς να εξετάζονται εκ νέου τα κεφάλαια της διαφοράς που αντιστοιχούν σε αυτές (ΑΠ 1145/2005, ΑΠ 1447/2002 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1577/2000 ΕΕΝ 2002.312).Περαιτέρω, η απόφαση αναιρείται στο σύνολό της, όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός πλήττει, κατά νομική ακολουθία, το κύρος της όλης απόφασης και η απόφαση του Αρείου Πάγου δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/2007 ΝοΒ 2007.1830, ΑΠ 1123/2017 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 2005.402, ΑΠ 129/2004 Δ 2004.804 – Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 2016, παρ. 121, αρ. 9, σελ. 985). Αναιρεθείσης δε της απόφασης στο σύνολό της, αυτή αποβάλλει την ισχύ της, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (έφεση, αγωγή κλπ.). Εξάλλου, το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται μόνο ως προς νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση (ΑΠ 906/2009 δημοσιευμένη στην τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1614/2008 δημοσιευμένη στην τνπ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 137/2004 Δ 2004.1171 = ΝοΒ 2004.1553) και όχι ως προς την ουσία της υποθέσεως, η περί της οποίας κρίση του είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (ΑΠ 1491/2022,ΑΠ 489/2020, ΑΠ 511/2018 δημοσιευμένες στην τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1465/2017 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του ΑΠ), μη δεσμευόμενο, ως εκ τούτου, από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς. Τούτο συνακόλουθα σημαίνει ότι, εφόσον αυτές δεν εθίγησαν με την αναίρεση, το δικαστήριο της παραπομπής δύναται να εκτιμήσει τις αποδείξεις διαφορετικά από ό,τι η αναιρεθείσα απόφαση, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 886/2017 δημοσιευμένη στην τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 921/2015 ΝοΒ 2016.96, ΑΠ 738/2012 δημοσιευμένη στην τνπ ΝΟΜΟΣ,ΑΠ 129/2004, Δ 2004/804 = ΕΕΔ 2005/150). Η δέσμευση δε, του δικαστηρίου της παραπομπής θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 4 ΚΠολΔ, κατά την οποία «οι αποφάσεις της Ολομέλειας ή των Τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως «νομικό ζήτημα» θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόμενο που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου είχε θεμελιωθεί η αναίρεση (ΑΠ 846/2019, ΑΠ 534/2015 δημοσιευμένες στην τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 153/1997, Δ1997.857) και μπορεί να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό, είτε στο δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 1432/2019 δημοσιευμένη στην τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 629/2010 ΝοΒ 2010.2329). Η δέσμευση αυτή δεν παράγεται από το δεδικασμένο, επειδή αυτό ανακύπτει μετά το πέρας της δίκης και μάλιστα κατά τη διάρκεια άλλης δίκης, στα πλαίσια της οποίας το ήδη επιλυθέν ζήτημα εμφανίζεται ως κύριο ή προδικαστικό. Άλλωστε, οι αναιρετικές αποφάσεις είτε της ολομέλειας είτε των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεν είναι δεκτικές εκτελέσεως, ούτε παράγουν δεδικασμένο. Αντ` αυτών παράγουν, όπως ήδη εκτέθηκε ενδοδιαδικαστική δέσμευση (ΟλΑΠ 12/2009 ΑρχΝ 2009.708, ΑΠ 962/2017 δημοσιευμένη στην τνπ ΝΟΜΟΣ), που οφείλεται στην κατά το Σύνταγμα και το νόμο ιεραρχική θέση των δικαστηρίων (δόγμα ιεραρχίας) και στο σκοπό και τη λειτουργία των ενδίκων μέσων (ΕφΠειρ 290/2021 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς όπου και παραπομπή σε Δ. Κονδύλη, Το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2008, § 14, σελ. 260 επομ.). Επομένως, η κρίση που εξέφρασε ο Άρειος Πάγος σχετικά με το παραδεκτό και τη νομική βασιμότητα της αγωγής είναι δεσμευτική για το δικαστήριο της παραπομπής (ΑΠ 270/2015, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο, ΑΠ 1297/2010 τνπ ΝΟΜΟΣ). Αν αντίθετα, το δικαστήριο της παραπομπής δεν συμμορφώθηκε προς την αναιρετική απόφαση, ήτοι δεν ακολούθησε, όσον αφορά το νομικό ζήτημα για το οποίο απαγγέλθηκε η αναίρεση, τη λύση που δόθηκε από τον Άρειο Πάγο, ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ.18 ΚΠολΔ. Ειδικά δε, αν η απόφαση αναιρέθηκε λόγω παραβίασης κανόνα του ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ), μη συμμόρφωση από το δικαστήριο της παραπομπής υπάρχει όταν αυτό υιοθέτησε ως προς το νοηματικό περιεχόμενο του κανόνα αυτού εκδοχή ασυμβίβαστη, προς εκείνη στην οποία στηρίχθηκε η αναιρετική απόφαση. Δεν υπάρχει, όμως, μη συμμόρφωση, όταν το δικαστήριο της παραπομπής έδωσε λύση μη απτόμενη του νομικού ζητήματος που έδωσε λαβή στην αναίρεση (ΑΠ 1491/2022, ΑΠ 489/2020ό.π., ΑΠ 2226/2009 ΝοΒ 2010.1231). β) Κατά δε τη συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής εφαρμόζονται οι κανόνες που ρυθμίζουν τη διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, αναλόγως αν τούτο δίκασε ως πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά την τακτική ή ειδική διαδικασία. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 579 ΚΠολΔ, μετά την αναίρεση της απόφασης καταργείται, κατά την αυτή έκταση, και η συζήτηση κατά την οποία είχε εκδοθεί η αναιρεθείσα απόφαση και, ως εκ τούτου, οι προτάσεις που υποβλήθηκαν κατ` αυτήν, εφόσον ανάγονται σε διατάξεις για τις οποίες εχώρησε η αναίρεση, δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικάζον την έφεση δικαστήριο και αν ακόμη έγινε νόμιμη επίκλησή τους κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ, ενώ οι διάδικοι υποχρεούνται να καταθέσουν στο δικαστήριο της παραπομπής νέες προτάσεις, κατ` άρθρο 581 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1606/2007ΕΠολΔ 2008. 260=τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 715/2020 δημοσιευμένη στην τνπ ΝΟΜΟΣ- Ν. Νίκα, ό.π, παρ. 121, αρ. 31, σελ. 990). Κατά τα λοιπά ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής οι διάδικοι προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά την συζήτηση στην οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση (ΑΠ 852/1987 ΝοΒ 36.1576, ΕφΠατρ16/2020 τνπ ΝΟΜΟΣ.), δύνανται δε να υποβάλουν και νέους ισχυρισμούς και νέα αποδεικτικά μέσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης, σύμφωνα με τις ισχύουσες για τα δικαστήρια της ουσίας διατάξεις (ΑΠ 45/2022, ΑΠ 904/2021, ΑΠ 28/2020, ΑΠ 1105/2019 τνπ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή της ισχυρίσθηκε ότι ως δραστηριοποιούμενη στον τομέα της παροχής αποθηκευτικών και μεταφορικών υπηρεσιών συνήψε με τις πρώτες τέσσερις από τις εναγόμενες και την δικαιοπάροχο της πέμπτης εναγόμενης, συμβάσεις παρακαταθήκης, στο πλαίσιο των οποίων ανέλαβε, αντί συμφωνηθείσας αμοιβής, την αποθήκευση και φύλαξη του περιγραφόμενου στο αγωγικό δικόγραφο μεταχειρισμένου εξοπλισμού, προερχόμενου από τις ανακαινίσεις των πλοίων των ανωτέρω εταιριών. Ότι την 29-11-2007 οι παρακαταθέτριες εταιρίες της ζήτησαν να απομακρύνει τον ανωτέρω εξοπλισμό και να σταματήσει τη χρέωσή τους με έξοδα φύλαξης. Ότι κατόπιν συνεννοήσεων και διαπραγματεύσεων μεταξύ των διαδίκων, συμφωνήθηκε με τις ως άνω εταιρίες, αφενός μεν η απομάκρυνση και καταστροφή του εξοπλισμού με ενέργειες της ιδίας της ενάγουσας, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι παρακαταθέτριες θα μεριμνούσαν για την τήρηση της προβλεπόμενης διοικητικής και φορολογικής διαδικασίας, την έκδοση των σχετικών αδειών από τις δημόσιες αρχές, αφετέρου δε η συνέχιση της χρέωσης των τελευταίων με δαπάνες φύλαξης, μέχρι την τελική απομάκρυνση του εξοπλισμού, οπότε και θα πραγματοποιούνταν και η σχετική κοστολόγηση, σύμφωνα και με τα ειδικώς διαλαμβανόμενα στην κρινόμενη αγωγή πραγματικά περιστατικά. Περαιτέρω, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ο σχετικός εξοπλισμός αποδόθηκε τελικά, κατόπιν συνεννόησης μεταξύ των διαδίκων, στις παρακαταθέτριες εταιρίες προς καταστροφή τον Ιούνιο του 2008, η ίδια δε προέβη σε τιμολόγηση για την αποθήκευση και φύλαξη του εξοπλισμού για όλο το χρονικό διάστημα από το Δεκέμβριο 2007 μέχρι και τα τέλη Μαΐου 2008, συμπεριλαμβανομένης και της δαπάνης φύλαξης 15 σωσίβιων λέμβων της δικαιοπαρόχου της πέμπτης εναγόμενης, η οποία (δαπάνη) αφορούσε το χρονικό διάστημα από 1-1-2003 έως 31-12-2007. Ότι για τις ανωτέρω αιτίες εκδόθηκαν, την 30-6-2008, τα διαλαμβανόμενα στην κρινόμενη αγωγή εννέα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, εκ των οποίων το όγδοο και το ένατο εκδόθηκε στο όνομα της έκτης εναγόμενης, κατόπιν συμφωνίας της ενάγουσας με τη διοίκηση του ομίλου στην οποία ανήκουν όλες οι εναγόμενες, προς διευκόλυνση του τελευταίου και για φορολογικούς σκοπούς. Ότι οι εναγόμενες αρνούνται να καταβάλουν τις δαπάνες φύλαξης του ανωτέρω εξοπλισμού που αναλογούν σε κάθε μια από αυτές, ευθυνόμενης της πέμπτης εναγόμενης ως καθολικής διαδόχου της παρακαταθέτριας εταιρίας με την επωνυμία «…………..» και της έβδομης εναγόμενης, εις ολόκληρον με την δεύτερη εναγόμενη, για τα χρέη της τελευταίας (αρχικής πλοιοκτήτριας – πωλήτριας) και μέχρι της αξίας του μεταβιβασθέντος πλοίου της «SXII», δεδομένου ότι η αγοράστρια έβδομη εναγόμενη γνώριζε κατά το χρόνο της απόκτησης του άνω πλοίου ότι ήταν το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της δεύτερης των εναγομένων. Ενόψει των ανωτέρω, η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν, για την ανωτέρω αιτία, σε επικουρική δε βάση και με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού τα κατωτέρω ποσά και ειδικότερα, η πρώτη εναγόμενη το ποσό των 15.293,71 ευρώ, η δεύτερη και η έβδομη των εναγομένων, εις ολόκληρονέκαστη, το ποσό των 1.320,21 ευρώ, η τρίτη εναγόμενη το ποσό των 601,44 ευρώ, η τέταρτη εναγόμενη το ποσό των 1.527,52 ευρώ, η πέμπτη εναγόμενη το ποσό των 32.588,67 ευρώ και η έκτη εναγόμενη το ποσό των 95.951,78 ευρώ, όλα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της παρέλευσης της συμφωνηθείσας εικοσαήμερης προθεσμίας για την εξόφληση των αντίστοιχων τιμολογίων, άλλως από επίδοση της κρινόμενης αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη με αριθμό 4989/2013 οριστική απόφαση του, αφού εκδίκασε την υπόθεση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του ως καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδίου Δικαστηρίου, έχοντας προς τούτο και την απαιτούμενη διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της αγωγής ως προς τις εναγόμενες εταιρίες που εδρεύουν και είναι εγκατεστημένες στην αλλοδαπή{άρθρο 2 παρ. 1, 6 παρ. 1 και 60 παρ. 1 του Κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου της 22-12-2000, L 12/16-1-2001, «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», η οποία αντικατέστησε τη Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών, κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1844/1988, σε συνδυασμό με τα άρθρα 3, 4 και 37 παρ. 1 ΚΠολΔ}, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του ημεδαπού ουσιαστικού δικαίου ενόψει του ότι με την κρινόμενη αγωγή εισήχθη προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά και από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπης, Ι.Δ.Δ., Γεν. Μερ. παρ. 2), αναφορικά με τις εναγόμενες εταιρίες που φέρουν καταστατική έδρα στην αλλοδαπή και εφάρμοσε ως προς την ιστορούμενη σύμβαση αμειβόμενης παρακαταθήκης το ελληνικό δίκαιο, εφόσον δεν γίνεται επίκληση άλλου συμφωνημένου από την ενάγουσα [(άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 1792/1988 που κύρωσε τη Κοινοτική Σύμβαση της Ρώμης του 1980 «περί του εφαρμοστέου δικαίου στις συμβατικές ενοχές»), κατά το τεκμήριο του άρθρου 4 § 2 του ως άνω Ν. 1792/1988, ως το δίκαιο της χώρας με την οποία οι επίδικες συμβάσεις παρακαταθήκης συνδέονται στενότερα]} ενώ ως προς την θεμελίωση της ευθύνης της έβδομης εναγομένης ως αγοράστριας του πλοίου «SXII», το οποίο φέρεται ως το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας, βάσει της σχετικής ενοχικής σχέσης εκ του νόμου εφάρμοσε επίσης το ελληνικό δίκαιο, το οποίο θεωρείται αρμόζον εξ όλων των ειδικών συνθηκών (άρθρο 25 παρ. 2 ΑΚ ) και τέλος ως προς την ευθύνη λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού, που στηρίζει την επικουρική βάση της αγωγής, ομοίως έκρινε εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο, [ως το δίκαιο που αρμόζει στις συνθήκες [άρθρο 25 ΑΚ – μη εφαρμοζομένου του Κανονισμού ΕΕ 864/2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ), ο οποίος εφαρμόζεται από 11-1-2009, κατά το άρθρο 32 αυτού]. Επιπλέον έκρινε ως εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο και για το κεφάλαιο των τόκων στο οποίο περιλαμβάνονται και οι τόκοι υπερημερίας, προκειμένου δε περί των τόκων επιδικίας που αρχίζουν από το χρόνο ασκήσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση του ποσού που θα επιδικασθεί, αυτοί (τόκοι) κρίνονται κατά το δίκαιο του δικάζοντος Δικαστηρίου (lexfori) και στην προκειμένη περίπτωση, κατά το ελληνικό (άρθρο 346 ΑΚ). Ακολούθως έκρινε ότι η αγωγή τυγχάνει, κατ’ αρχήν, απαράδεκτη λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως ως προς την έκτη των εναγομένων, δεδομένου ότι μόνο το γεγονός της τιμολογήσεως των υπηρεσιών αποθηκεύσεως και λοιπών εργασιών για την απομάκρυνση του εξοπλισμού, στο όνομα της ανωτέρω εναγόμενης, η οποία σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ιστορική βάση της αγωγής πραγματοποιήθηκε για λόγους φορολογικούς, δεν καθιστά την τελευταία πρόσωπο ευθυνόμενο, στο πλαίσιο της (ενδοσυμβατικής) ευθύνης από τις συναφθείσες συμβάσεις παρακαταθήκης, ενώ η ενάγουσα δεν επικαλείται ότι η ως άνω εναγόμενη συμβλήθηκε στις ένδικες συμβάσεις παρακαταθήκης, ούτε ότι ανέλαβε την ευθύνη για την καταβολή της ένδικης αμοιβής που αφορά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο έως 31-5-2008, στο πλαίσιο συμβάσεως στερητικής αναδοχής χρέους (άρθρο 471 ΑΚ), που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας (δανείστρια) και της έκτης εναγόμενης (αναδοχέας). Επιπλέον έκρινε ότι η αγωγή τυγχάνει πλήρως ορισμένη, απορριπτόμενου του περί αοριστίας ισχυρισμού των εναγομένων, δεδομένου ότι στο αγωγικό δικόγραφο περιλαμβάνονται όλα τα απαιτούμενα, κατά τα άρθρα 118 και 216 ΚΠολΔ, στοιχεία, μεταξύ των οποίων και ο τρόπος υπολογισμού της αμοιβής της ενάγουσας εταιρίας, όπως αυτή αναλύεται στο αγωγικό δικόγραφο βάσει συγκεκριμένου μαθηματικού τύπου (όγκος σε κ.μ. x υπολογισθέντα κιλά ανά κυβικό : 50), μη απαιτούμενης της ενσωμάτωσης στην αγωγή του σχετικού τιμοκαταλόγου χρέωσης. Μετά ταύτα, αφού έκρινε την αγωγή νόμιμη ως ερειδόμενη επί των διατάξεων των άρθρων 288, 330, 340, 341 παρ. 2, 345, 346, 361, 374 επ., 479, 822 επ. ΑΚ, 907, 908 και 176 ΚΠολΔ πλην της επικουρικής βάσης της αγωγής που στηρίζεται στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού ως εκ της επιβοηθητικής φύσεως της, ακολούθως αφού απέρριψε την αγωγή ως προς την έκτη εναγόμενη, δέχθηκε την αγωγή ως προς την πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη των εναγομένων και εν μέρει ως προς την πέμπτη εναγόμενη και υποχρέωσε την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων διακοσίων ενενήντα τριών ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (15.293,71 ευρώ), τη δεύτερη και την έβδομη των εναγομένων να καταβάλουν, εις ολόκληρονέκαστη, στην ενάγουσα το ποσό των χιλίων τριακοσίων είκοσι ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (1.320,21 ευρώ), την τρίτη εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εξακοσίων ενός ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών (601,44 ευρώ), την τέταρτη εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των χιλίων πεντακοσίων είκοσι επτά ευρώ και πενήντα δυο λεπτών (1.527,52 ευρώ) και ε) την πέμπτη εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι μιας χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα δυο (21.462) ευρώ, όλα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από 21-7-2008 και μέχρι την εξόφληση.
Την τελευταία αυτή απόφαση προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 9-7-2015 (αριθμ. εκθ. καταθ. …./2015) έφεσή της και β) 0ι 1η, 2η, 3η, 4η , 5η και 7ητων εναγομένων και ήδη εκκαλουσών με την από 11-1-2016 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……/2016) έφεσή τους, επί των οποίων εκδόθηκε 626/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η υπό στοιχείο (α) έφεση ως προς τους πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη των εφεσίβλητων, και η υπό στοιχείο (β) έφεση ως προς τους πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη των εναγομένων ως εκπροθέσμως ασκηθείσα και κατά τα λοιπά, αφού προηγουμένως διατάχθηκε η ένωση και συνεκδίκαση της υπό στοιχείο (α) από 9.7.2015 έφεσης και της ισχύουσας ως αντέφεσης υπό στοιχείο (β) από 11.1.2016 έφεσης όσον αφορά τις πέμπτη και έκτη εναγόμενες, δέχθηκε κατ’ ουσίαν αυτές, εξαφάνισε την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 4989/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς τις διατάξεις της τις αφορώσες τις πέμπτη και έκτη των εναγομένων ως και τις αφορώσες την καταβολή δικαστικών εξόδων διατάξεις της, των λοιπών διατάξεων αυτής παραμενουσών σε ισχύ, κράτησε την υπόθεση, αναδίκασε την από 30.4.2009 αγωγή ως προς τις πέμπτη και έκτη των εναγομένων, απέρριψε αυτή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και καταδίκασε πλην των πέμπτης και έκτης των εναγομένων στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, την οποία όρισε στο ποσό των 500 ευρώ και συμψήφισε τα λοιπά δικαστικά έξοδα στο σύνολό τους. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν τόσο με την από 13/2/2018 αίτησή τους οι ανωτέρω ηττηθείσες πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη καθ’ ων η κλήση – εκκαλούσες – εφεσίβλητες – εναγόμενες και με την από 28/11/2018 αίτησή της η εδώ καλούσα – εκκαλούσα – εφεσίβλητη – ενάγουσα, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 941/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε η αναίρεση της εδώ καλούσας – εκκαλούσας – εφεσίβλητης – ενάγουσας στρεφόμενη κατά των 1ης, 2ης, 3ης, 4ης και 7ης των εδώ καθ’ ων η κλήση – εφεσιβλήτων – εκκαλουσών -εναγομένων εταιρειών, ενώ έγινε δεκτή ως προς τις 5η και 6η από αυτές και επιπλέον έγινε δεκτή η αίτηση αναίρεσης (των 5ης και 6ης από αυτές των 1ης ,2ης, 3ης, 4ης και 7ης των εναγομένων, καθώς κρίθηκε ότι η έφεση αυτών κατά της εκκαλουμένης απόφασης ασκήθηκε παραδεκτά και εμπρόθεσμα. Ειδικότερα η εν λόγω απόφαση δέχθηκε ότι η αγωγή με το άνω περιεχόμενο της διαλαμβάνει όλα τα αναγκαία, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, για την πληρότητα του δικογράφου της στοιχεία, τα οποία απαιτούνται για τη θεμελίωση της εκ του άρθρου 822 ΑΚ ασκούμενης με την αγωγή αξίωσης αμοιβής της ενάγουσας θεματοφύλακα από τις ιστορούμενες συμβάσεις παρακαταθήκης, μεταξύ των οποίων και τα στοιχεία προσδιορισμού της συμφωνηθείσας αμοιβής την οποία πρέπει να καταβάλουν οι παρακαταθέτριες εναγόμενες, ειδικότερα δε οι πέμπτη και έκτη τούτων, για τη φύλαξη των παραδοθέντων από αυτές στην ενάγουσα κινητών πραγμάτων τους. Συγκεκριμένα, ως προς το συμφωνημένο ύψος της αμοιβής, καθορίζουν το μαθηματικό τύπο επί τη βάση του οποίου συμφωνήθηκε να γίνει ο υπολογισμός της, όπως αποτυπώνεται στον τιμοκατάλογο που έγινε αποδεκτός από τις εναγόμενες, καθώς, επίσης, ενσωματώνουν στο δικόγραφο της αγωγής για κάθε εναγόμενη τους πίνακες στους οποίους αναγράφονται τα αναγκαία στοιχεία για την εφαρμογή του ανωτέρω τύπου, ήτοι η ποσότητα κάθε υλικού, το βάρος αυτών και ο όγκος τους, ώστε με την εκτέλεση των μαθηματικών πράξεων να βρίσκεται το οφειλόμενο ποσό. Ενόψει τούτων, δεν ήταν αναγκαίο για το ορισμένο της αγωγής να ενσωματώνεται στο δικόγραφο ο τιμοκατάλογος στον οποίο συμφώνησαν οι συμβαλλόμενοι εφόσον αναγράφεται ο τρόπος που κατ’ αυτόν έπρεπε να υπολογιστεί το ύψος της αμοιβής. Η μη ταύτιση του παρατιθέμενου στο δικόγραφο τύπου προσδιορισμού της αμοιβής με εκείνον που προβλέπεται στον εν λόγω τιμοκατάλογο ή η τυχόν εσφαλμένη εκτέλεση των μαθηματικών πράξεων από την ενάγουσα στην αγωγή της και η αναγραφή εσφαλμένου ως προς το ύψος του ποσού αποτελέσματος χρέωσης, δεν καθιστούν αόριστο ως προς το στοιχείο τούτο το δικόγραφο, καθόσον συνάπτονται με την ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων περί του πραγματικού και σύμφωνου με τη συμφωνηθείσα αμοιβή ύψους του οφειλόμενου από τις συμβάσεις ανταλλάγματος. Ούτε η αναφορά συντελεστών στην περίπτωση υπολογισμού της αμοιβής για την αποθήκευση των λέμβων, οι οποίοι είναι άγνωστοι στο Δικαστήριο, οδηγεί σε αοριστία της αγωγής, αλλά συνιστά στοιχείο ελέγχου της βασιμότητας εάν ο παρατιθέμενος τύπος υπολογισμού της αμοιβής, είναι και ο συμφωνημένος για το είδος αυτό με βάση το περιεχόμενο του τιμοκαταλόγου της συμφωνίας των συμβαλλόμενων. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η αγωγή ήταν ορισμένη.
Το παρόν Δικαστήριο, ως δικαστήριο της αναπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της από 11.1.2016 (αριθ. καταθ. ……/2016) εφέσεως των πρώτης, δεύτερης, τρίτης τέταρτης και έβδομης των καθ’ ων η κλήση – εκκαλουσών, ως προϋποθέσεως του παραδεκτού της, κρίνοντας ότι αυτή είναι εμπρόθεσμη, το παρόν δικαστήριο δε θα επανεξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση. Να σημειωθεί δε ότι η αναιρετική εμβέλεια της 941/2022 απόφασης του Αρείου Πάγου ως προς τα υποκειμενικά όρια των διαδίκων προσώπων της υπό κρίση έφεσης δεν εκτείνονται ως προς τις πέμπτη και έκτη των καθ’ ων η κλήση – εκαλουσών – εναγομένων εταιρειών, οι οποίες δε συμμετείχαν με την ιδιότητα των αναιρεσειουσών στη δίκη ενώπιον του Αρείου Πάγου, οπότε, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στην άνω μείζονα σκέψη της παρούσας και το παρόν Δικαστήριο δε θα προχωρήσει στην εξέταση της έφεσης σε σχέση με τις ανωτέρω δύο αναφερόμενες εταιρείες. Περαιτέρω, η από 9.7.2015 (αριθ. κατ. …../10.7.2015) έφεση της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατά των 5ης και 6ης των εφεσιβλήτων και της υπ’ αριθ. 4989/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ασκήθηκε σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, στους οποίους συγκαταλέγεται και η προσκομιδή του προβλεπόμενου στο νόμο παραβόλου άσκησης της έφεσης και εμπρόθεσμα, εφόσον από τα σχετικά της δικογραφίας έγγραφα δεν προκύπτει ότι χώρησε επίδοση της εκκαλουμένης, οπότε και ασκήθηκε σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 495 παρ.1, 2, 4 εδαφ α΄, 496, 499, 500, 511, 513 παρ.1, στοιχ.β΄εδαφ.α΄, 516 παρ.2, 517, 518 παρ.1, 520 παρ.1ΚΠολΔ και 9 παρ.2 4335/2015. Κατά συνέπεια η προαναφερόμενη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος (αρ.532 Κ ΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (αρ. 533 ΚΠολΔ), κατά την ίδια παραπάνω τακτική διαδικασία (άρθρα 495 επ. και 511 επ. ΚΠολΔ) λαμβανομένου υπόψη ότι σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 533 παρ.2 ισχύοντος ΚΠολΔ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση.
Οι εκκαλούσες έξι από τις επτά εναγόμενες εταιρείες, ήτοι εκτός της έκτης από αυτές, άσκησαν πρόσθετους λόγους έφεσης με το από 2.2.2024 ιδιαίτερο δικόγραφό τους, το οποίο επιδόθηκε στην πληρεξούσια δικηγόρο και αντίκλητο της ενάγουσας ………… την 7.2.2024 (βλ. …./7.2.2024 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών . ….. επέδωσε το υπό κρίση δικόγραφο με ημερομηνία 7.2.2024). Οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, οι οποίοι αφορούν σε κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με συγκεκριμένους λόγους έφεσης, διευρύνοντας την αιτιολογία αυτών, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 2 του ΚΠολΔ, με την κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου την7.2.2024, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../7.2.2024 της γραμματέως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στο δικόγραφο, και την επίδοση αυτού στην εφεσίβλητη ενάγουσα την ίδια ημέρα, αφού τόσο η κατάθεση του δικογράφου, όσο και η επίδοσή του, έλαβαν χώρα πριν από την τιθέμενη αποκλειστική προθεσμία των τριάντα ημερών από τη συζήτηση της υπό κρίση έφεσης. Κατόπιν τούτων, το δικόγραφο προσθέτων λόγων έφεσης πρέπει να γίνει τυπικά δεκτό μόνον ως προς τις πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και έκτη των εκκαλουσών – ασκουσών προσθέτων λόγων έφεσης, απορριπτομένου τούτου ως προς την πέμπτη από αυτές ως απαράδεκτο δεδομένου ότι αναιρετική εμβέλεια της 941/2022 απόφασης του Αρείου Πάγου σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στην άνω μείζονα σκέψη δεν εκτείνεται ως προς τα υποκειμενικά της όρια στην ανωτέρω πέμπτη εκκαλούσα εταιρεία. Κατά συνέπεια η το υπό κρίση δικόγραφο προσθέτων λόγων θα ερευνηθεί περαιτέρω προς το παραδεκτό και το βάσιμο αυτών σε σχέση με τις προαναφερθείσες πέντε εκκαλούσες εταιρείες, συνεκδικαζόμενοι με την υπό κρίση έφεση.
Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης τους οι εκκαλούσες – εφεσίβλητες – ασκούσες πρόσθετους λόγους έφεσης – εναγόμενες διατείνονται ότι κατά κακή ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 216 ΚΠολΔ η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη τη προβληθείσα πρωτοβαθμίως ένσταση τους περί αοριστίας της αγωγής για το λόγο ότι για το ορισμένο αυτής με την οποία διώκεται η επιδίκαση αμοιβής για παρεχόμενες υπηρεσίες πρέπει να γίνει επίκληση των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν με ακρίβεια και σαφήνεια (κατά χρόνο, είδος κλπ) καθώς και η συμφωνημένη αμοιβή, ο τρόπος υπολογισμού της και ο χρόνος καταβολής της, στη προκειμένη δε περίπτωση όπου η αμοιβή της ενάγουσας διαμορφώνεται βάσει συμφωνηθέντος μαθηματικού τύπου που αναφέρεται στην αγωγή δεν προκύπτουν με ακρίβεια και σαφήνεια τα αιτούμενα χρηματικά ποσά και πρέπει ως εκ τούτου να απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Ωστόσο επί του ζητήματος αυτού επιλήφθηκε σχετικώς η 941/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία έκρινε ότι η αγωγή ήταν πλήρως ορισμένη καθώς περιλάμβανε μαθηματικό τύπο υπολογισμού της αμοιβής της ενάγουσας και ως εκ τούτου το παρόν Δικαστήριο της παραπομπής δεσμευόμενο από την αμετάκλητη κρίση της προαναφερόμενης απόφασης πρέπει να απορρίψει τον παρόντα λόγο έφεσης ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο.
Σύμφωνα με το άρθρο 68 ΚΠολΔ η νομιμοποίηση του διαδίκου αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για παροχή δικαστικής προστασίας. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ενεργητικά μεν νομιμοποιείται να ζητήσει έννομη προστασία ο ισχυριζόμενος ότι είναι δικαιούχος του επίδικου δικαιώματος, παθητικά δε εκείνος ο οποίος κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση. Δηλαδή για τη νομιμοποίηση αρκεί μόνον ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, χωρίς κατ` αρχήν, να ασκεί έννομη επιρροή αν ο ισχυρισμός αυτός είναι αληθής. Η έλλειψη, άλλωστε, νομιμοποίησης εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής, ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης. Ενόψει της ανωτέρω φύσεως της νομιμοποίησης, η αμφισβήτηση από τον εναγόμενο των επικαλούμενων από τον ενάγοντα θεμελιωτικών της νομιμοποίησης περιστατικών συνιστά, όχι ένσταση ελλείψεως νομιμοποιήσεως, αλλά άρνηση της βάσεως της αγωγής του ενάγοντος (ΑΠ 395/2022, ΑΠ 55/2022, ΑΠ 619/2020, ΑΠ 46/2020, ΑΠ 659/2019). Στη προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα – ενάγουσα με τον πρώτο λόγο της έφεσης κατ’ ορθή εκτίμηση αυτού ισχυρίζεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση κατά κακή εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 68 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με την πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων που προσκόμισε για τη θεμελίωση της παθητικής νομιμοποίησης της έκτης εναγομένης απέρριψε την αγωγή ως προς αυτήν ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης με την αιτιολογία ότι μόνο το γεγονός της τιμολογήσεως των υπηρεσιών αποθηκεύσεως και λοιπών εργασιών για την απομάκρυνση του εξοπλισμού, στο όνομα της ανωτέρω εναγόμενης, η οποία σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ιστορική βάση της αγωγής πραγματοποιήθηκε για λόγους φορολογικούς, δεν καθιστά την τελευταία πρόσωπο ευθυνόμενο, στο πλαίσιο της (ενδοσυμβατικής) ευθύνης από τις συναφθείσες συμβάσεις παρακαταθήκης. Κατά το περιεχόμενο του αγωγικού δικογράφου και δη του κεφαλαίου αυτής που αναφέρεται στις αξιώσεις που διατηρεί η ενάγουσα κατά της έκτης εναγομένης για τη θεμελίωση της παθητικής νομιμοποίησης της τελευταίας εκθέτει ότι κατόπιν συνεννόησης με εκπρόσωπο όλων των αντιδίκων εταιρειών για το χρονικό διάστημα από 18.1.2008 και μετά για τη χρέωση των αποθηκευμένων ειδών εκδόθηκαν τα ένδικα …. και …… τιμολόγια στο όνομα της έκτης εναγομένης εταιρείας, η οποία ήταν η διαχειρίστρια των πλοίων του ομίλου ……. Πλην όμως με βάση τα ανωτέρω εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, δεν προκύπτει ο σύνδεσμος που θεμελιώνει τη παθητική νομιμοποίηση της 6ης εναγόμενης ως υπόχρεης της αγωγικής αξίωσης καθώς η ίδια, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας δε συμβλήθηκε ως συμβαλλόμενο μέρος στη κατάρτιση της ένδικης σύμβασης παρακαταθήκης, οπότε και θα μπορούσε βάσιμα να διεκδικήσει την ικανοποίηση της ένδικης αξιώσεως της. Επιπλέον ο προβαλλόμενος ισχυρισμός ότι υπεισήλθε στην ένδικη έννομη σχέση κατόπιν νεότερης συμφωνίας με εκπρόσωπο των αντισυμβαλλομένων εναγομένων εταιρειών και η αναφορά της 6ηςεναγομένης ως διαχειρίστριας των πλοίων του προαναφερόμενου ομίλου δεν θεμελιώνει κάποιο σύνδεσμο της ίδιας εναγόμενης με την υπό κρίση έννομη σχέση καθώς αφενός δε γίνεται μνεία για την ύπαρξη οιασδήποτε μορφής συμβατικής αναδοχής χρέους έτσι ώστε να δικαιολογείται η ιδιότητά της ως υπόχρεης της αγωγικής αξιώσεως, αφετέρου η γενικόλογη αναφορά περί της ιδιότητάς της ως διαχειρίστριας των πλοίων του ανωτέρω επιχειρηματικού ομίλου δεν μπορεί να θεμελιώσει την παθητική της νομιμοποίηση αφού σε κάθε περίπτωση οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη ένδικη σύμβαση παρακαταθήκης αντανακλούν στο νομικό πρόσωπο των πλοιοκτητριών εταιρειών και όχι στη διαχειρίστρια εταιρεία στο μέτρο που η ίδια ουδέποτε συμβλήθηκε στη κατάρτιση της σύβασης παρακαταθήκης στο όνομα αυτής και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρείας. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η εκκαλούμενη απόφαση η οποία δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης της 6ης εναγομένης ορθά εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ και τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται η εκκαλούσα -ενάγουσα με τον πρώτο λόγο της έφεσής της πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
Σύμφωνα με το άρθρο 289 του προϊσχύσαντος ΚΙΝΔ (Ν. 3816/1958), σε ετήσια παραγραφή υπόκεινται οι αξιώσεις που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, στις οποίες, σύμφωνα με την τρίτη περίπτωση, περιλαμβάνονται και εκείνες, οι οποίες προέρχονται από τη ναυπήγηση, επισκευή, εξοπλισμό ή εφοδιασμό πλοίου, κατά δε το άρθρο 291 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, η παραγραφή των παραπάνω αξιώσεων αρχίζει μόλις λήξει το έτος, μέσα στο οποίο συμπίπτει η αφετηρία αυτής, δηλαδή από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους (Εφ. Πειρ 539/2015 δημ.σε ΤΝΠ. ΝΟΜΟΣ). Η εν λόγω διάταξη του εδαφίου 3 της πρώτης των ως άνω διατάξεων περιλαμβάνει τρεις κατηγορίες δανειστών και ειδικώς εκείνες των προμηθευτών του πλοίου, των ναυπηγών, των επισκευαστών και κυρίων του φορτίου. Ειδικότερα : «Υλικά» υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως θεωρούνται όλα τα χρήσιμα για το πλοίο αντικείμενα, αναλώσιμα και μη, περιλαμβανομένων και των προοριζομένων να χρησιμεύσουν ως συστατικά ή παραρτήματα αυτού ή ανταλλακτικά. Περαιτέρω, στην προαναφερόμενη βραχεία παραγραφή υπάγονται και : α) οι αξιώσεις από την εκτέλεση εργασιών για τη ναυπήγηση του πλοίου (αξιώσεις του ναυπηγού), β) οι εργασίες επισκευής (οι μη αποτελούσες ναυπήγηση) και οι εξ αυτών απορρέουσες αξιώσεις του επισκευαστή (είτε ναυπηγού είτε άλλου τεχνικού) και γ) οι αξιώσεις, οι οποίες απορρέουν εκ των κατά τα άρθρα 45 και 46 ενεργειών του πλοιάρχου (πιστωτικές συμβάσεις, τις οποίες συνομολογεί ο πλοίαρχος, αξιώσεις του πλοιοκτήτη κατά του πλοιάρχου για αποζημίωσή του, λόγω της φορτώσεως εκ μέρους του πλοιάρχου εμπορευμάτων στο πλοίο για ίδιο λογαριασμό χωρίς προηγουμένη άδεια του πλοιοκτήτη). Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να επισημανθεί ότι η διάταξη του άρθρου 289 αριθ. 3 ΚΙΝΔ, ως εισάγουσα ειδική ρύθμιση βραχείας παραγραφής συγκεκριμένων κατηγοριών αξιώσεων, πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Στην προκειμένη περίπτωση οι εκκαλούσες – εναγόμενες με τον τρίτο λόγο της έφεσης της διατείνονται ότι η εκκαλουμένη απόφαση κατά κακή ερμηνεία και εφαρμογή του αριθ. 1 του άρθρου 289 προϊσχύσαντος ΚΙΝΔ απέρριψε ως νόμω αβάσιμη την νομοτύτυπως προβληθείσα με τις προτάσεις της ενιαύσια παραγραφή που αναφέρεται στην εκτέλεση εργασιών που αφορούν την εν γένει ναυπήγηση, επισκευή, εξοπλισμό ή εφοδιασμό του πλοίου και αφορούσαν το χρονικό διάστημα από το έτος 2002 έως και το έτος 2007 με την αιτιολογία ότι οι ένδικες αξιώσεις δεν υπάγονται στην έννοια της εκτελέσεως εργασιών «δια την ναυπήγησιν, επισκευήν, εξοπλισμόν ή εφοδιασμόν του πλοίου», αλλά αφορούν αποκλειστικά παρασχεθείσες υπηρεσίες φύλαξης μεταχειρισμένου εξοπλισμού και ως εκ τούτου δεν υπόκεινται στην ειδική βραχεία παραγραφή των άρθρων 289 αριθ. 3 και 291 παρ. 1 ΚΙΝΔ. Οι εκκαλούσες – εναγόμενες τόσο με τις προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου όσο και με τον παρόντα λόγο έφεσης διατείνονται ότι τα υλικά που παρέδωσαν προς φύλαξη στην ενάγουσα αφορούσαν εξοπλισμό που διατηρούσαν οι εναγόμενες πλοιοκτήτριες εταιρείες μετά από επισκευές των πλοίων τους τα οποία διατηρούσαν με σκοπό την επαναχρησιμοποίησή τους στο μέλλον εάν παρίστατο ανάγκη. Πλην όμως τα ανωτέρω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, αληθή υποτιθέμενα, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι στοιχειοθετούν το πραγματικό του επικαλούμενου κανόνα δικαίου του άρθρου 289 αριθ.3 προισχύσαντος ΚΙΝΔ, δεδομένου ότι σύμφωνα και με τα όσα εκτέθηκαν στην άνω μείζονα σκέψη η ένδικη σύμβαση παρακαταθήκης δεν μπορεί να υπαχθεί στην έννοια των εκτελέσεων εργασιών για τη ναυπήγηση, επισκευή, εξοπλισμό ή εφοδιασμό του πλοίου δεδομένου ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός της ένδικης σύμβασης αφορά τη φύλαξη μεταχειρισμένου εξοπλισμού, κυριότητας των πλοιοκτητριών εναγομένων εταιρειών, οπότε και δεν αφορά υπηρεσία παρεχόμενη για την εν γένει κίνηση, συντήρηση και λειτουργία του πλοίου οπότε και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάγεται στο ρυθμιστικό πεδίο της εν λόγω διατάξεως. Κατά συνέπεια η εκκαλουμένη η οποία δέχθηκε τα ίδια ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τη προμνησθείσα διάταξη του άρθρου 289 προσχύσαντος ΚΙΝΔ και τα όσα αντίθετα ισχυρίζονται οι εκκαλούσες – εναγόμενες με τον παρόντα λόγο έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
Σύμφωνα με το άρθρο 250 περ.1 σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις των εμπόρων για εμπορεύματα που χορήγησαν και επομένως και οι αξιώσεις αυτών για καταβολή του τιμήματος πωληθέντων εμπορευμάτων (ΑΠ 590/2023). Περαιτέρω σύμφωνα με την περίπτωση 5 του ίδιου ως άνω άρθρου στην ίδια πενταετή παραγραφή υπόκεινται και οι αξιώσεις εκείνων που χωρίς ν’ ανήκουν στα πρόσωπα που αναφέρονται στον αριθμό 1 ασκούν κατ’ επάγγελμα την επιμέλεια ξένων υποθέσεων ή την παροχή υπηρεσιών για τις αμοιβές και τις δαπάνες τους. Τέλος στη διάταξη του άρθρου 249 ΑΚ καθιερώνεται ο κανόνας της εικοσαετούς παραγραφής των αξιώσεων, εφόσον στο νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά με άλλη διάταξη νόμου όπως η ΑΚ 250. Με το δεύτερο λόγο της έφεσης της η εκκαλούσα – ενάγουσα διατείνεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση κατά κακή ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 250 περ 5 ΑΚ δέχθηκε ως νόμω και ουσία βάσιμη την προβληθείσα με τις προτάσεις τους στον πρώτο βαθμό ένσταση της πέμπτης των εναγομένων περί παραγραφής των αξιώσεών της από το έτος 2002 έως και έτος 2004 για το λόγο ότι η παραγραφή των αξιώσεων αυτών υπόκειται στο γενικό κανόνα της εικοσαετούς παραγραφής που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 249 ΑΚ και όχι στη συντομότερη πενταετή παραγραφή που δέχθηκε η εκκαλουμένη με βάση τη προαναφερόμενη νομική διάταξη. Σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στην αγωγή η ένδικη σύμβαση παρακαταθήκης λειτουργικά αποσκοπούσε στην έναντι αμοιβής της θεματαφύλακος ενάγουσας αποθήκευση και φύλαξη του μεταχειρισμένου εξοπλισμού της κυριότητας των εναγομένων πλοιοκτητριών εταιρειών. Συνεπώς μεταξύ των συμβαλλομένων μερών συμφωνήθηκε η έναντι αμοιβής παροχή υπηρεσίας της ενάγουσας, η οποία διατηρεί κατ’ επάγγελμα επιχείρηση μεταφοράς, αποθήκευσης και φύλαξης αντικειμένων εν γένει, της οποίας η αξίωση για την καταβολή της οφειλόμενης αμοιβής της υπόκειται στο ρυθμιστικό πεδίο της περιπτώσεως 5 του άρθρου 250 ΑΚ, με την επισήμανση ότι η επίκληση της εμπορικής της ιδιότητας δεν αποκλείει την εφαρμογή της περιπτώσεως 5, αφού η εξαίρεση που εμπεριέχεται στην ίδια και αποκλείει την εφαρμογή αυτής για τους εμπόρους της περιπτώσεως 1 του άρθρου 250 ΑΚ αφορά, σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στην άνω μείζονα σκέψη, μόνο στην ειδικότερη περίπτωση της παραγραφής αξιώσεων των εμπόρων για εμπορεύματα που χορήγησαν και επομένως ως προς τις αξιώσεις αυτών για καταβολή του τιμήματος των πωληθέντων εμπορευμάτων τους, περίπτωση που άλλωστε δεν συντρέχει στην υπό κρίση περίπτωση. Κατά συνέπεια εφόσον η ένδικη αξίωση υπάγεται στη περίπτωση 5 του άρθρου 250 ΑΚ στο οποίο καθιερώνεται η συντομότερη πενταετής παραγραφή η εκκαλούσα – ενάγουσα με το σχετικό λόγο έφεσης αλυσιτελώς επικαλείται και ζητεί την εφαρμογή του κανόνα της εικοσαετούς παραγραφής του άρθρου 249 ΑΚ, οπότε και η εκκαλουμένη διάταξη ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη της περ.5 άρθρου 250 ΑΚ και ως εκ τούτου τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται η εκκαλούσα – ενάγουσα με το δεύτερο λόγο της έφεσή της πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
Κατά το άρθρο 904 § 1 εδ. α ΑΚ, “Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της σχετικής αξίωσης είναι η ύπαρξη πλουτισμού του λήπτη χωρίς νόμιμη αιτία και η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία άλλου, δηλαδή, η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας, μεταξύ πλουτισμού και επιβάρυνσης, έτσι ώστε, το ένα να αποτελεί την αιτία του άλλου. Εξάλλου, η αξίωση του πλουτισμού αποκαθιστά την “αδικαιολόγητη κτήση” (πλουτισμό) του οφειλέτη και όχι τη ζημιά του δανειστή (την αδικαιολόγητη αφαίρεση) ούτε ο πλουτισμός του λήπτη εξαρτάται πάντοτε από τη ζημία του δότη. Για να υπάρχει, όμως, υποχρέωση απόδοσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αυτός πρέπει ν’ αποκτήθηκε “από την περιουσία άλλου ή με ζημία άλλου”, δηλαδή ο πλουτισμός του λήπτη να συνδέεται αιτιωδώς με τα περιουσιακά στοιχεία ή με τη ζημία του δότη. Επιπλέον, για τη γέννηση της αξίωσης από το άρθρο 904 ΑΚ, ο πλουτισμός του λήπτη πρέπει να επήλθε χωρίς νόμιμη αιτία. Νόμιμη αιτία είναι η έγκυρη σύμβαση (π.χ. η πώληση, σε εκπλήρωση της οποίας μεταβιβάζεται το πράγμα ή καταβάλλεται το τίμημα) και ο νόμος (π.χ. παραγραφή) [ΑΠ 886/2021). Με τον τρίτο λόγο της έφεσης της η εκκαλούσα – ενάγουσα διατείνεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένως απέρριψε τη βάση της αγωγής που ερείδεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό και δη παρά την πενταετή παραγραφή των αξιώσεων της σε βάρος της 5ης των εναγομένων για το έτος 2003, η οποία κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερη ως προς το ποσό αυτό με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επιπλέον με τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προβάλλει τον ισχυρισμό ότι εφόσον δεν υφίσταται σύμβαση ως προς την 6η εναγομένη που να δικαιολογεί την καταβολή σε αυτήν της αιτούμενης αμοιβής θα έπρεπε η εκκαλουμένη να επιδικάσει αυτή με βάση της διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ωστόσο ο λόγος αυτός της έφεσης με το πιο πάνω περιεχόμενο δεν ερείδεται στο νόμο καθώς σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στην άνω μείζονα σκέψη η παραγραφή της ένδικης αγωγής αξίωσης της ενάγουσας για το έτος 2003 συνιστά νόμιμη αιτία της κτήσης του πλουτισμού από την 5η των εναγομένων, οπότε και δεν μπορεί να γίνει λόγος για ύπαρξη αξίωσης από αδικαιολόγητο πλουτισμό κατ’ άρθρο 904 ΑΚ. Ειδικότερα ο πλουτισμός της 5ηςεναγόμενηςδεν επήλθε χωρίς νόμιμη αιτία αλλά από τον ίδιο το νόμο με βάση τις διατάξεις περί παραγραφής, οι οποίες θεμελιώνουν νόμιμο λόγο κτήσης και διατήρησης του πλουτισμού αυτής σύμφωνα και με τα όσα αναφέρθηκαν στην άνω μείζονα σκέψη. Ακολούθως το δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού περί εφαρμογής των διατάξεων αδικαιολόγητου πλουτισμού στο πλαίσιο της εξέτασης της επικουρικής βάσης της αγωγής της μετά την απόρριψη της κυρίας βάσης αυτής, αφενός προβάλλεται το μεν απαραδέκτως με τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και όχι με ιδιαίτερο λόγο έφεσης ή πρόσθετο λόγο έφεσης κατά παράβαση του άρθρου 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 268/2021, ΑΠ 678/2018), το δε αλυσιτελώς αφού σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω η κτήση του πλουτισμού από την πέμπτη εναγόμενη έλαβε χώρα από νόμιμη αιτία, οπότε και δε γεννάται αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού. Κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί ο υπό κρίση λόγος έφεσης του ως αβάσιμος. Ακολούθως, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη ως προς την πέμπτη και έκτη των εφεσίβλητων – εναγομένων η έφεση της εκκαλούσας – ενάγουσας, σύμφωνα και με τα κατωτέρω ειδικότερα αναφερόμενα.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου πριν από την άσκησή του καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του και καθιστούν αυτή μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο για την παραγραφή, καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί κατ’ αυτού, δεν αρκεί καταρχήν να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος. Αν όμως η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις, που συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος, μεταβάλλοντας τη στάση του, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που έχει ήδη διαμορφωθεί και παγιωθεί, με αποτέλεσμα να επέρχονται δυσμενείς για τα συμφέροντα του υποχρέου επιπτώσεις, χωρίς να είναι απαραίτητο να προκαλούνται αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον ίδιο συνέπειες, τότε η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη. (Ολ.ΑΠ 8/2001, Ολ.ΑΠ 62/1990). Από το συνδυασμό, επίσης, των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ και 262 § 1 Κ.Πολ.Δ προκύπτει, ότι, για την πληρότητα της ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και το παραδεκτό της, από άποψη χρόνου προβολής της, πρέπει, κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, να προβάλλονται τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος, συγχρόνως δε να γίνεται επίκληση από τον ενιστάμενο του γεγονότος ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αγωγής, με την οποία ασκείται το δικαίωμα για την αιτία αυτή. Συνεπώς, η χωρίς δικαιολογημένη αιτία, κατά τα άρθρα 269 § 2 και 527 Κ.Πολ.Δ, παράλειψη προβολής, κατά την πρώτη συζήτηση στον πρώτο βαθμό, των περιστατικών στα οποία θεμελιώνεται η κατάχρηση δικαιώματος, καθώς και της διατύπωσης αιτήματος απόρριψης της αγωγής ως καταχρηστικής, συνεπάγεται την απόρριψη της ένστασης του άρθρου 281 ΑΚ ως απαράδεκτης, σε περίπτωση προβολής της σε μεταγενέστερη συζήτηση ή στο Εφετείο το πρώτο (Ολ.ΑΠ472/1983, ΑΠ 2024/2009). Με τον σχετικό λόγο έφεσης οι πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και 6η των εκκαλουσών – ασκουσών τους προσθέτους λόγους έφεσης, ως προς τις οποίες άλλωστε εκτείνεται η ισχύς της 941/2022 απόφασης του Αρείου Πάγου της υπό κρίση πρώτης έφεσης, διατείνονται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 216 ΚΠολΔ και 281 ΑΚ απέρριψε τη σχετική ένσταση που είχε προβληθεί νομότυπα στο πρώτο βαθμό ως αόριστη συνιστάμενη στο ότι η ενάγουσα καταχρηστικά ισχυρίζεται ότι απαιτούνταν διατυπώσεις για την απομάκρυνση και καταστροφή του μεταχειρισμένου εξοπλισμού τους, δεδομένου ότι μέχρι και το Νοέμβριο του έτους 2007, είχε επανειλημμένως προβεί σε σχετικές εργασίες με προφορική εντολή των εναγομένων, περαιτέρω δε ισχυρίζονται ότι η κρινόμενη αγωγή ασκείται καταχρηστικώς διότι η ενάγουσα μέχρι και το έτος 2007, ουδέποτε είχε ζητήσει αμοιβή για τη φύλαξη των σωσίβιων λέμβων, άλλα έσπευσε να τιμολογήσει, για πρώτη φορά το έτος 2008 και χωρίς καμία προειδοποίηση, τις σχετικές υπηρεσίες φύλαξης. Η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό ως αόριστο για το λόγο ότι οι εναγόμενες, πέραν της μακροχρόνιας αδράνειας της ενάγουσας ως προς την ικανοποίηση των ένδικων αξιώσεών της, δεν επικαλούνται τη δημιουργία εύλογης πεποίθησης σε αυτές, ότι η ενάγουσα δεν πρόκειται πλέον να ασκήσει τα δικαιώματά της, αλλά ούτε και ειδικές περιστάσεις οι οποίες συνδέονται με την προηγούμενη συμπεριφορά αυτής, κατά τις οποίες μεταβλήθηκε η στάση της με σκοπό την εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που είχε διαμορφωθεί και παγιωθεί, αναφορικά με τον τρόπο λειτουργίας των ένδικων συμβάσεων αμειβόμενης παρακαταθήκης. Πλέον συγκεκριμένα οι εκκαλούσες – εναγόμενες με τον σχετικό λόγο έφεσης διατείνονται ότι η ενάγουσα με τη συμπεριφορά που επέδειξε σε αυτές, όπως αυτή περιγράφεται στην αγωγής της και δη ότι αποφάσισε αρχικά να μην χρεώσει τα έξοδα για την αποθήκευση των αχρήστων ειδών για τους μήνες Δεκέμβριο 2007 έως Ιανουάριο 2008, αλλά αργότερα αποφάσισε αυθαίρετα να τα υπολογίσει στα επόμενα τιμολόγια που υπολόγισε, από την οποία μάλιστα συνάγουν ότι υφίσταται ομολογία σχετικά με την αντιφατικότητα της συμπεριφοράς της, δεικνύει αφενός μια διαρκή αδράνεια της ενάγουσας για την απαίτηση αμοιβής της για την πιο πάνω αιτία, πλην όμως η διαπίστωση αυτή από μόνη της δεν αρκεί για να θεμελιώσει ότι η εκ των υστέρων επιδίωξη της απαίτησής της για την ίδια αιτία λαμβάνει χώρα κατά κατάχρηση δικαιώματος, δεδομένου ότι απαιτείται η μνεία επιπλέον πραγματικών περιστατικών που να δεικνύουν τους λόγους για τους οποίους στο πλαίσιο της αρχικής συμφωνίας των μερών παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση της σχετικής αμοιβής της, καθώς και των ειδικότερων συνθηκών και συμφωνιών που επικράτησαν μετά την καταγγελία της σύμβασης παρακαταθήκης έτσι ώστε να μεταβληθεί η αρχική απόφαση της ενάγουσας και να απαιτήσει τη σχετική αμοιβή για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα. Κατά συνέπεια η εκκαλουμένη απόφαση η οποία έκρινε τα ίδια και απέρριψε τη σχετική ένσταση ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προμνησθείσες νομικές διατάξεις και τα όσα αντίθετα ισχυρίζονται οι εκκαλούσες – εναγόμενες με τον παρόντα λόγο της έφεσής τους πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
Σύμφωνα με το άρθρο 822 του Α.Κ.: “Με τη σύμβαση της παρακαταθήκης ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα για να το φυλάει με την υποχρέωση να το αποδώσει όταν του ζητηθεί. Αμοιβή μπορεί να απαιτηθεί μόνο όταν συμφωνήθηκε ή συνάγεται από τις περιστάσεις”. Κατά δε το άρθρο 823 του αυτού Κώδικος : “Ο θεματοφύλακας οφείλει να καταβάλει την επιμέλεια που καταβάλει στις δικές του υποθέσεις. Αν όμως οφείλεται αμοιβή για τη φύλαξη, ευθύνεται για κάθε πταίσμα”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι με την σύμβαση παρακαταθήκης ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από τον παρακαταθέτη κινητό πράγμα με την υποχρέωση φυλάξεως και αποδόσεως αυτού αυτουσίου όταν του ζητηθεί. Η σύμβαση αυτή καταρτίζεται με την παράδοση του πράγματος (re) και είναι κατά κανόνα άτυπη, μπορεί δε να καταρτισθεί και με μόνη τη συμφωνία πριν από την παράδοση του πράγματος, σύμφωνα με την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (αρθρ. 361 Α.Κ.), ρητώς, αλλά και σιωπηρώς, όταν η συμφωνία για φύλαξη του πράγματος συνάγεται από τις συντρέχουσες περιστάσεις (Α.Π. 886/1990). Για την εγκυρότητα της συμβάσεως παρακαταθήκης δεν απαιτείται ο παρακαταθέτης να είναι κύριος του παρακατατεθειμένου πράγματος. Επιπροσθέτως, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 822 και 823 Α.Κ. προς εκείνες των άρθρων 361, 330-336 Α.Κ. συνάγεται ότι η σύμβαση παρακαταθήκης μπορεί κατ’ αρχήν να καταρτίζεται και στα πλαίσια άλλης ρυθμισμένης συμβάσεως, οπότε για τη μικτή αυτή σύμβαση, εάν μεν κάθε παροχή, ανεξαρτήτως από τον τύπο στον οποίον ανήκει, είναι της αυτής σπουδαιότητος για τους συμβαλλομένους, θα εφαρμοσθούν οι για τον τύπο καθεμιάς ισχύοντες κανόνες, εάν δε η μία από αυτές είναι απλώς παρακολουθηματική της άλλης και οι εξ αυτής υποχρεώσεις είτε ανήκουν στις συνήθεις υποχρεώσεις από την κυρία σύμβαση είτε είναι παρακολουθηματικές αυτής, οι για την κυρία σύμβαση εφαρμοστέες διατάξεις είναι κρίσιμες για την όλη σύμβαση. (Α.Π.1024/2010, 504/2016, 1964/2013, 1211/2000).
Από την επανεκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται απομαγνητοφωνημένες στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεώς του, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, λαμβανόμενα υπόψη, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μερικά από τα οποία (έγγραφα) αναφέρονται ιδιαίτερα παρακάτω, χωρίς να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, των με αριθμούς …./2010 και …./2010 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά …………., οι οποίες λήφθηκαν με πρωτοβουλία της ενάγουσας, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης (άρθρο 271 παρ. 2 ΚΠολΔ) κλητεύσεως των εναγομένων (σχετ. οι με αριθμούς ……/17-2-2010, ……./17-2-2010, ……./17-2-2010, ……./17-2-2010, ……../17-2-2010, ……./17-2-2010 και ……./17-2-2010 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά …….), της με αριθμό ……/2017 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ………., η οποία λήφθηκε νόμιμα με επιμέλεια της εκκαλούσας – ενάγουσας, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης (άρθρο 271 παρ. 2 ΚΠολΔ) κλητεύσεως των εναγομένων (σχετ. οι με αριθμούς Δ – ……../- & …../10.3.2017 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ……..) με την επισήμανση ότι παραδεκτά προσάγεται αυτή στο πλαίσιο της παρούσας έκκλητης δίκης σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 529 ΚΠολΔ κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου καθώς έλαβε χώρα προς διασάφηση λόγων της έφεσης των αντιδίκων της, των με αριθμούς …/2012, …/2012 και …/2012 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά, οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια των εναγομένων, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως της ενάγουσας (σχετ. οι με αριθμούς ……../1-3-2011 και ……./17-1-2012 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……), πλην της με αριθμό 418/2011 ένορκης βεβαιώσεως ενώπιον του ιδίου ως άνω Ειρηνοδίκη, η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία επίσης των εναγομένων και η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη ως τελευταία στη σειρά επικλήσεως των ένορκων βεβαιώσεων από τις εναγόμενες, δεδομένου ότι με αυτή οι τελευταίες υπερβαίνουν τον επιτρεπόμενο αριθμό (τρεις για κάθε διάδικο) των προσαγόμενων και επικαλούμενων με τις προτάσεις, ενόρκων βεβαιώσεων (άρθρο 270 παρ. 2 εδ. γ’ ΚΠολΔ – ΑΠ 1365/2012 α’ δημ. ΤρνομπληρΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα τυγχάνει εμπορική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με αντικείμενο την έναντι κέρδους παροχή υπηρεσιών αποθήκευσης και μεταφορών («logistics») στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Οι εναγόμενες εταιρείες ανήκουν στον επιχειρηματικό όμιλο «…………» με τον οποίο η ενάγουσα διατηρούσε μια μακροχρόνια συνεργασία, ήδη από το έτος 1991, η οποία συνίστατο στη σύναψη συμβάσεων αποθήκευσης και φύλαξης ναυτιλιακού εξοπλισμού στις εγκαταστάσεις της καθώς και μεταφοράς αυτού στα πρακτορεία του ομίλου και στα πλοία των ανωτέρω εταιριών. Ειδικότερα ο φυλασσόμενος εξοπλισμός προέρχονταν από τις ανακαινίσεις των πλοίων, πλοιοκτησίας των εναγομένων εταιρειών και ήταν μεταχειρισμένος. Η φύλαξη των ειδών αυτών στις αποθήκες της ενάγουσας λάμβανε χώρα επ’ αμοιβή της τελευταίας, η οποία προσδιοριζόταν με βάση την εφαρμογή ενός συμφωνηθέντος μεταξύ των μερών μαθηματικού τύπου με βασικές παραμέτρους τον όγκο και το βάρος των αποθηκευμένων υλικών και αναλύεται ως εξής: όγκος σε κυβικά μέτρα x υπολογισθέντα κιλά ανά κυβικό : 50, σε συνδυασμό και με άλλες για τις οποίες θα γίνει ειδικότερος λόγος κατωτέρω. Τα αντικείμενα που η ενάγουσα είχε αναλάβει για φύλαξη και αποθήκευση τα οποία δεν αμφισβητούνται κατ’ είδος από τις εναγόμενες και αναλύονται για καθεμία πλοιοκτήτρια εναγόμενη εταιρεία ως εξής: Για: α) Το πλοίο «BII» (15 τραπεζάκια και διάφορα άλλα υλικά) και το πλοίο «BP» (109 καπάκια τραπεζών διαφόρων τύπων, 6 βάσεις τραπεζιών, 59 βάσεις τραπεζιών και 3 πολυθρόνες), το πλοίο «BlN» (187 καρέκλες διαφόρων τύπων), το πλοίο «BI» (26 καθίσματα αεροπορικού τύπου, 39 καρέκλες, 24 τραπέζια, 45 παλαιά εξαρτήματα), πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης, β) το πλοίο «SXII» (19 στρώματα, 24 κρεβάτια, διάφορα υλικά), πλοιοκτησίας της δεύτερης εναγόμενης, γ) το πλοίο «SVI» (υλικά αποξήλωσης), πλοιοκτησίας της τρίτης εναγόμενης, δ) το πλοίο «SV» (υλικά αποξήλωσης διαφόρων τύπων), πλοιοκτησίας της τέταρτης εναγόμενης, ε) το πλοίο «SII» (20 καρέκλες και υλικά αποξήλωσης), το πλοίο «Δ» (14 σκαμπό), πλοιοκτησίας της εταιρίας με την επωνυμία «…………», η οποία συγχωνεύθηκε, δι’ απορροφήσεως, με την πέμπτη εναγόμενη (βλ. τη με αριθμό Κ2-15054/2008 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης – ΦΕΚ ΤΑΕ-ΕΠΕ 14041/23-12-2008) και υλικά αποξήλωσης όλων των εναγομένων εταιριών. Ακολούθως εξαιτίας της αλλαγής του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του ομίλου, στον οποίο ανήκαν οι εναγόμενες πλοιοκτήτριες εταιρείες από τον Οκτώβριο του 2007, με την αγορά του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών του ομίλου «………..» από την εταιρία «…………» στις 29-11-2007 ζητήθηκε από την ενάγουσα με την αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος το οποίο έφερε την υπογραφή στελέχους του ξενοδοχειακού τμήματος του ανωτέρω ομίλου …….., η απομάκρυνση και καταστροφή του προαναφερθέντος μεταχειρισμένου εξοπλισμού και συνακόλουθα την παύση της χρέωσής τους με δαπάνες αποθήκευσης για τα συγκεκριμένα υλικά. Στο πλαίσιο της νέας αυτής επιχειρηματικής απόφασης του Ομίλου να διακόψει τη συνεργασία του με την ενάγουσα έλαβαν χώρα διαπραγματεύσεις μεταξύ του άνω υπευθύνου του ξενοδοχειακού τμήματος του Ομίλου και του εκπροσώπου της ενάγουσας …………., όπου κατά το αρχικό τούτο στάδιο κατά μήνα Δεκέμβριο 2007 συμφωνήθηκε η μεν ενάγουσα να αναλάβει την απομάκρυνση και καταστροφή των υλικών, χωρίς να χρεώσει τις εναγόμενες εταιρίες με δαπάνες φύλαξης για το μήνα Δεκέμβριο, οι δε εναγόμενες θα μεριμνούσαν για την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας καταστροφής του εξοπλισμού εντός του Δεκεμβρίου, δεδομένου ότι τα επιμέρους υλικά αποτελούσαν υποκείμενα – πάγια των πλοίων και ως εκ τούτου έπρεπε πρώτα να ολοκληρωθεί η σχετική διαδικασία (λήψη σχετικής απόφασης από τα ΔΣ των εταιριών, γνωστοποίηση στον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., διενέργεια σχετικών λογιστικών εγγραφών από την εταιρία κλπ.) και στη συνέχεια να πραγματοποιηθεί η απομάκρυνση και καταστροφή αυτών. Ωστόσο οι διαδικασίες για την τακτοποίηση των φορολογικών θεμάτων που ανέκυπταν από την απόφαση καταστροφής υλικών των πλοίων δεν επισπεύθηκαν άμεσα από τις εναγόμενες, καθώς ο οικονομικός διευθυντής του ομίλου των εναγομένων …………….. ζήτησε από το νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας, την 18-12-2007, αναλυτική κατάσταση των ειδών εξοπλισμού που βρίσκονταν αποθηκευμένα στις εγκαταστάσεις της. Περί τις 20-24 Δεκεμβρίου 2004 πραγματοποιήθηκε μια νέα συνάντηση μεταξύ του άνω νόμιμου εκπροσώπου της ενάγουσας και αρκετών στελεχών των πλοιοκτητριών εταιρειών και του Ομίλου με πρωτοβουλία των τελευταίων με σκοπό να διευθετηθεί το ζήτημα της απομάκρυνσης και καταστροφής των υλικών. Στη συνάντηση αυτή επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά η υποχρέωση των εναγομένων για τη φορολογική τακτοποίηση των θεμάτων που ανέκυπταν από την καταστροφή του υλικού, αλλά και η υποχρέωση των ίδιων εταιρειών για τη καταβολή αμοιβής στην ενάγουσα βάσει του ισχύοντος τιμοκαταλόγου για όσο χρονικό διάστημα παρέμεναν στις αποθήκες της τελευταίας τα υλικά των εναγομένων. Να σημειωθεί ότι η ενάγουσα παρά την υπόσχεση της να μη χρεώσει αποθήκευτρα για το μήνα Δεκέμβριο εφόσον τα υλικά θα απομακρυνόταν άμεσα από τις αποθήκες της εντούτοις χρέωσε τις εναγόμενες με τη δαπάνη φύλαξης μηνός Δεκεμβρίου, από τη στιγμή που η απομάκρυνση του εξοπλισμού δεν είχε πραγματοποιηθεί εντός του χρονοδιαγράμματος που είχε τεθεί από τους διαδίκους. Ακολούθησαν νέες συνεννοήσεις και διαπραγματεύσεις μεταξύ των διαδίκων αναφορικά με την τύχη του μεταχειρισμένου εξοπλισμού και τον Φεβρουάριο του 2008, ο νέος διευθυντής του τμήματος προμηθειών του ομίλου των εναγομένων εταιριών ……….., δήλωσε στο νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας ότι η συνεργασία με την τελευταία θα έπρεπε να διακοπεί, να μεταφερθεί ο χρηστικός εξοπλισμός στις εγκαταστάσεις άλλης εταιρίας στη ….. Αττικής και ο μεταχειρισμένος εξοπλισμός να απομακρυνθεί-καταστραφεί, με συνέχιση της συμφωνηθείσας χρέωσης για όσο χρονικό διάστημα απαιτούνταν για την ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας και τιμολόγηση των υπηρεσιών αποθήκευσης και φύλαξης μετά την απομάκρυνση των υλικών. Μάλιστα το ίδιο ως άνω στέλεχος μέσω ηλεκτρονικής επιστολής την 7-4-2008 ζήτησε από το νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας ενημέρωση σχετικά με τη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθηθεί και τις σχετικές λογιστικές και φορολογικές διατυπώσεις, προκειμένου να καταστεί δυνατή η απομάκρυνση και καταστροφή του ως άνω μεταχειρισμένου εξοπλισμού. Ακολούθως η ενάγουσα δια του νομίμου εκπροσώπου της κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας του με το προαναφερόμενο στέλεχος του Ομίλου ………….. έταξε προθεσμία μέχρι την 30.5.2008 να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες προκειμένου να απομακρυνθούν τα υλικά από τις αποθήκες της. Μετά και την άπρακτη παρέλευση της άνω προθεσμίας και την μη τήρηση της προβλεπόμενης διαδικασίας απομάκρυνσης και καταστροφής παγίων, οι εναγόμενες επεδίωξαν, μέσω του προαναφερθέντος στελέχους τους, την άτυπη απομάκρυνση και καταστροφή του υλικού από την ίδια την ενάγουσα, χωρίς την τήρηση των νόμιμων διατυπώσεων, η δε τελευταία αρνήθηκε να συμπράξει, οπότε και ζητήθηκε από την ενάγουσα να μεταφέρει τα πράγματα στη ράμπα των εγκαταστάσεων της, απ’ όπου θα τα παραλάμβαναν οι εναγόμενες για να τα καταστρέψουν με δική τους ευθύνη. Πράγματι ο εξοπλισμός απομακρύνθηκε, κατόπιν σχετικής συμφωνίας των διαδίκων, την 6-6-2008 και την 17-6-2008. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα απέστειλε τα κατωτέρω αναφερόμενα τιμολόγια, εκδόσεώς της, προς ξόφληση στις εναγόμενες, πλην όμως επεστράφησαν απλήρωτα για το λόγο ότι, όπως οι εναγόμενες θεωρούσαν, η σχετική σύμβαση αμειβόμενης παρακαταθήκης είχε λήξει ήδη από το Νοέμβριο του 2007, οπότε και ζητήθηκε η απομάκρυνση του μεταχειρισμένου εξοπλισμού (βλ. το από 17-7-2008 ηλεκτρονικό μήνυμα του Διευθυντή Τμήματος Προμηθειών του Ομίλου «………….»). Οι εκκαλούσες – εναγόμενες τόσο με τον τέταρτο λόγο της έφεσής τους, όσο και του συναφούς πρώτου προσθέτου λόγου έφεσης ισχυρίζονται ότι η εκκαλουμένη απόφαση κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και με αντιφατική αιτιολογία δέχθηκε ότι η σύμβαση που συνέδεε την ενάγουσα με αυτές ήταν σύμβαση παρακαταθήκης ενώ το αληθές είναι ότι ήταν logistics, ήτοι διφυείς μεταφορών και αποθηκεύσεων. Από τις ίδιες ως άνω αποδείξεις προέκυψε ότι η ενάγουσα, η οποία με βάση τους καταστατικούς της σκοπούς δραστηριοποιείται στον επιχειρηματικό χώρο των Logistics παρέχει στο αγοραστικό της κοινό υπηρεσίες μεταφοράς, διαμεταφοράς και αποθήκευσης αγαθών. Στο πλαίσιο της υπό κρίση αγωγής αποδείχθηκε ότι μεταξύ των εδώ διαδίκων προσώπων συμφωνήθηκε η μεταφορά μεταχειρισμένου υλικού των πλοίων των εναγομένων εταιρειών με μεταφορικά μέσα της ενάγουσας, η οποία παράλληλα ανέλαβε συμβατικά την υποχρέωση αποθήκευσης και φύλαξης του προαναφερόμενου υλικού. Είναι επομένως εμφανές ότι η ενάγουσα στο πλαίσιο της λειτουργίας της ανωτέρω σύμβασης επιφορτίστηκε με το βάρος της εκτέλεσης περισσότερων παροχών που η κάθε μια ανήκει σε διαφορετικό συμβατικό τύπο, ήτοι η μεν πρώτη στη σύμβαση μεταφοράς, η δε δεύτερη στη σύμβαση παρακαταθήκης, όπου όμως η δεύτερη από αυτές (παρακαταθήκη) είναι οικονομικώς και νομικώς κύρια σε σχέση με την πρώτη που είναι παρεπόμενη. Η οικονομικά και νομικά κυρίαρχη παροχή της ενάγουσας στο πλαίσιο της σύμβασης παρακαταθήκης προκύπτει από τη βούληση των συμβαλλομένων διαδίκων προσώπων καθώς το κυρίαρχο στοιχείο της ένδικης σύμβασης δεν ήταν η μεταφορά των πραγμάτων, η οποία είχε χαρακτήρα παρεπόμενο και επικουρικό για την ευόδωση της κύριας παροχής που δεν ήταν άλλη από την αποθήκευση και φύλαξη αυτών. Σε αυτό συντείνουν άλλωστε πλείστα ερμηνευτικά κριτήρια της βούλησης των μερών, όπως ο στιγμιαίος και διαρκής χαρακτήρας των εν λόγω συμβάσεων, οι επιμέρους χρεώσεις της ενάγουσας στα τιμολόγια που εκδόθηκαν για αμοιβές μεταφοράς και αποθήκευσης υλικού καθώς και από τις διαπραγματεύσεις που έλαβαν χώρα μεταξύ των μερών κατά το στάδιο της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης όπου οι διαπραγματεύσεις που έγιναν αφορούσαν την τύχη του αποθηκευμένου και φυλασσόμενου υλικού. Γίνεται επομένως αντιληπτό ότι οι κανόνες που διέπουν την ένδικη συμφωνία, όπως αυτή διαμορφώθηκε στο πλαίσιο της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, είναι αυτοί στον οποίο ανήκει η κύρια παροχή και εν προκειμένω οι διατάξεις των άρθρων 822 επ. ΑΚ που ρυθμίζουν τη σύμβαση παρακαταθήκης [(βλ. σε Κορνηλάκη Π. Επίτομο Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Αθήνα – Θεσ/κη 2000, παρ.4, σελ. 9 επ. )]. Η διασάφηση αυτή έχει σημασία καθώς οι εναγόμενες οι οποίες αμφισβητούν το χαρακτήρα της ένδικης σύμβασης ως παρακαταθήκης, διατείνονται ότι τα αποτελέσματα της καταγγελίας της σύμβασης αυτές δεν ανατρέχουν, όπως δέχθηκε η εκκαλούμενη με την παράδοση των πραγμάτων, αλλά από το χρόνο περιέλευσης της δήλωσης βουλήσεως τους περί καταγγελίας της σύμβασης στην ενάγουσα την οποία χρονικά τοποθετούν το Δεκέμβριο του 2007 και όχι τον Ιούνιο 2008 οπότε και παραδόθηκαν τα υλικά σε αυτές. Ο ισχυρισμός της αυτός συνέχεται και με τον προβληθέντα σε πρώτο και δεύτερο βαθμό ισχυρισμό υπερημερίας της ενάγουσας ως οφειλέτριας για την απομάκρυνση του αχρήστου υλικού με δική της επιμέλεια κατόπιν των εντολών που έλαβε από το μέλος του ΔΣ …….. και επομένως, κατά τον ισχυρισμό τους αυτό, η ενάγουσα όφειλε να μην χρεώσει αποθήκευτρα αφού από δική της υπαιτιότητα μετά τη καταγγελία της σύμβασης δεν είχε απομακρύνει τα υλικά από την αποθήκη της. Επιπλέον οι εναγόμενες στο πλαίσιο της επικαλούμενης υπερημερίας της ενάγουσας προβάλλουν την ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος κατ’ άρθρο 378 ΑΚ, το πρώτο, στο παρόν Δικαστήριο, με τον τρίτο πρόσθετο λόγο της έφεσής τους, ισχυριζόμενες ότι εφόσον με το προαναφερθέν από 29.11.2007 ηλεκτρονικό μήνυμα του εκπροσώπου του ………. ζητήθηκε κατά τους ισχυρισμούς τους η λύση της μεταξύ τους σύμβασης και η μεταφορά του υλικού σε χώρους απόθεσης αποβλήτων με επιμέλεια της ενάγουσας, η μη εκπλήρωση της υποχρέωσης της αυτής δικαιολογεί την άρνηση να καταβάλουν τα αιτούμενα αγωγικά κονδύλια για όσο χρόνο η ενάγουσα δε συμμορφώνεται προς την ανωτέρω υποχρέωσή της. Να σημειωθεί ότι η προαναφερόμενη νόμιμη ένσταση, ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου 378 ΑΚ, παραδεκτώς προβάλλεται το πρώτο στη παρούσα έκκλητη δίκη σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 527 αριθ.1 ΚΠολΔ, εφόσον οι εναγόμενες ως εφεσίβλητες έχουν τη δυνατότητα αμυνόμενες να προβάλλουν κατά της εφέσεως απεριόριστα πραγματικούς ισχυρισμούς, χωρίς βέβαια να εφαρμόζεται στη προκειμένη περίπτωση η επιφύλαξη της μη μεταβολής της βάσης της αγωγής λόγω του ότι στο πρώτο βαθμό επείχαν θέση εναγομένων. Ωστόσο σύμφωνα με τα όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω η ένδικη σύμβαση διακρινόμενη ως προς την κύρια παροχή της που ήταν η αποθήκευση και η φύλαξη του προαναφερθέντος μεταχειρισμένου υλικού, φέρει το χαρακτήρα συμβάσεως παρακαταθήκης, οπότε σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στην άνω μείζονα σκέψη η λύση της σύμβασης αυτής δεν επέρχεται με την απλή αναζήτηση του πράγματος εκ μέρους του παρακαταθέτη αλλά με την πραγματική απόδοση αυτού. Επιπλέον ο ισχυρισμός των εναγομένων περί ανάληψης υποχρέωσης της ενάγουσας για την απόρριψη του αποθηκευμένου υλικού σε χώρο αχρήστων δεν προέκυψε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο αφού από τις ίδιες ως άνω αποδείξεις συνάγεται ότι μόνη συμβατική υποχρέωση της ενάγουσας ήταν η μεταφορά του αχρήστου υλικού στους χώρους απόθεσής τους, ήτοι στους αποθηκευτικούς χώρους της ενάγουσας. Επίσης αλυσιτελώς προβάλλονται οι προαναφερθέντες δύο ισχυρισμοί των εναγόμενων περί υπερημερίας της ενάγουσας ως οφειλέτριας και μη εκπλήρωσης του συμφωνηθέντος ανταλλάγματος δεδομένου ότι αφενός η λύση της μεταξύ τους σύμβασης δεν επήλθε με την προαναφερόμενη ηλεκτρονική επιστολή αναζήτησης και εύρεσης λύσης για την τύχη των άχρηστων πραγμάτων, οπότε και η ενάγουσα δεν είχε περιέλθει σε κατάσταση υπερημερίας κατά τον ανωτέρω επικαλούμενο χρόνο, αφετέρου εφόσον η ενάγουσα δεν είχε καταστεί υπερήμερη ως προς την εκπλήρωση της παροχής της τότε δεν ευρίσκει έδαφος εφαρμογής η υποβληθείσα ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος. Εξάλλου προέκυψε ότι η απόδοση του μεταχειρισμένου εξοπλισμού καθυστέρησε εξαιτίας της αδράνειας που επέδειξαν οι εναγόμενες στην τήρηση των νόμιμων διατυπώσεων για την καταστροφή των άχρηστων υλικών και τελικά έλαβε χώρα το Ιούνιο του 2008, οπότε και έληξαν οι ένδικες συμβάσεις. Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι ο τέταρτος λόγος της έφεσης των εκκαλουσών – εναγομένων και ο συναφής πρώτος πρόσθετος λόγος αυτής καθώς και ο τρίτος πρόσθετος λόγος έφεσής τους. Ακολούθως μετά την απομάκρυνση του εξοπλισμού από τις εγκαταστάσεις της, η ενάγουσα προέβη, όπως είχε συμφωνηθεί μεταξύ αυτής και των εναγομένων, στην τιμολόγηση των υπηρεσιών αποθήκευσης και φύλαξης για όλο το επίδικο χρονικό διάστημα (από το Δεκέμβριο 2007 μέχρι και το Μάιο 2008), αλλά και για τμήμα του χρονικού διαστήματος που αφορούσε την αποθήκευση και φύλαξη των δεκαπέντε σωσίβιων λέμβων (1-1-2003 έως 31-12-2007). Αναφορικά με το ερειδόμενο μεταξύ των διαδίκων ζήτημα των χρεώσεων και του τρόπου υπολογισμού αυτών ο οποίος αμφισβητείται σφόδρα από τις εναγόμενες τόσο με τις προτάσεις τους στον πρώτο βαθμό αλλά και με συγκεκριμένους λόγους της υπό κρίση έφεσης, καθώς και των προσθέτων λόγων αυτής, πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Ο υπολογισμός των χρεώσεων γινόταν βάσει τιμοκαταλόγου που ήταν γνωστός στις εναγόμενες, τον οποίο είχαν αποδεχθεί καθόλο το χρονικό διάστημα της συνεργασίας τους με την ενάγουσα. Με βάση τη διεθνή πρακτική ο μαθηματικός τύπος βάσει του οποίου τιμολογούνταν τα υλικά στις αποθήκες της ενάγουσας λαμβάνει υπόψη τις κατωτέρω παραμέτρους και δη το γινόμενο όγκου επί βάρος, όπου το βάρος προκύπτει από τη σχέση 1 προς 3 = 333 σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική. Οπότε έχουμε όγκο επί 333:50 (μονάδα κόλου) Χ τιμή μονάδας ανά ημέρα [η οποία απεικονίζεται στο σχετικό μαθηματικό τύπο με το κεφαλαίο γράμμα Ε που αντιστοιχεί στην επί τη βάσει τιμοκαταλόγου χρέωση συγκεκριμένου έτους ανά ημέρα] Χ ημέρες αποθηκεύσεως. Να αναφερθεί ότι το κόλο ήταν είτε χαρτοκιβώτιο, είτε δέμα είτε τσουβάλι, ξυλοκιβώτιο, τεμάχιο που δεν κατασκευάζεται, ήτοι πρόκειται για μια αυτοτελή μονάδα. Το κόλο έχει μέγιστο βάρος 50 κιλά είτε προκύπτει από το πραγματικό του βάρος, είτε από τη σχέση όγκου – βάρους. Δηλαδή κάθε κόλο μπορεί να έχει βάρος μικρότερο των 50 κιλών, πλην όμως τιμολογείται σε κάθε περίπτωση ως κόλο των 50 κιλών. Επιπλέον όταν τα εμπορεύματα καταλαμβάνουν πολύ μεγάλο όγκο δε γίνεται χρέωση βάσει κόλου. Οι εκκαλούσες – εναγόμενες με τον δεύτερο λόγο της έφεσης τους διατείνονται ότι η εκκαλουμένη απόφαση κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων δεν υπολόγισε ορθά τα επιδικασθέντα αγωγικά κονδύλια με βάση το μαθηματικό τύπο που αναφέρεται στην αγωγή που περιγράφεται ως όγκος Χ κιλά : 50. Πλην όμως από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι ο ανωτέρω μαθηματικός τύπος κατατείνει στον υπολογισμό της προαναφερόμενης αυτοτελούς μονάδας μέτρησης με την ονομασία <<κόλο>>, καθώς για την ολοκλήρωση της εξίσωσης απαιτείται η προσθήκη δύο επιπλέον παραμέτρων ήτοι αφενός ο αριθμός των ημερών αποθήκευσης και το αντίτιμο ημερήσιας χρέωσης αποθηκευτικού χώρου. Συνεπώς οι υπολογισμοί των εκκαλουσών – εναγόμενων που έχουν περιληφθεί στο δικόγραφο της υπό κρίση έφεσης είναι ελλιπείς αφού παραλείπουν να συνυπολογίσουν επιπλέον παραμέτρους για την εξεύρεση των μηνιαίων χρεώσεων της ενάγουσας για τη χρήση των αποθηκευτικών της χώρων. Να σημειωθεί ότι για τον επανυπολογισμό των αποθηκευτικών χρεώσεων που αναφέρονται στην αγωγή σύμφωνα με τις άνω παραδοχές θα ληφθεί υπόψη: α) η έννοια του <<κόλου>> που αντιστοιχεί σε μια αυτοτελή μονάδα όγκου με μέγιστο πλην όμως ακανόνιστο βάρος 50 κιλών, που στα αναφερόμενα στην αγωγή τιμολόγια γίνεται λόγος για σύνολο περισσοτέρων αυτοτελών μονάδων με την ένδειξη <<ποσότητα>> δεδομένου ότι κάθε τέτοια αυτοτελή μονάδα συνδυασμού όγκου και βάρους αποτελεί τη βασική παράμετρο για την εξεύρεση των αποθήκευτρων και β) η βάσει τιμοκαταλόγου χρέωση για το έτος 2007 ανά ημέρα που αντιστοιχεί στο δεκαδικό αριθμό με την ένδειξη 0,36 Ε που προκύπτει με βάση τον κατάλογο σύμφωνα και με τα όσα καταθέτει στην 24959/2017 ένορκη βεβαίωση ο μάρτυρας ………, υιός του διευθύνοντος συμβούλου της ενάγουσας, ο οποίος καταθέτει σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού των αμφισβητουμένων κονδυλίων, ο οποίος μάλιστα δεν αντικρούεται από τις εναγόμενες, οι οποίες εμμένουν στην εφαρμογή του προαναφερόμενου μαθηματικού τύπου. Επομένως:
Αναφορικά με την πρώτη εναγόμενη: Α) Χρονικό διάστημα 1.12.2007 έως 31.12.2007:
1) πλοίο BΙΙ, είδος: α) τραπεζάκια, ημέρες αποθήκευσης 31, ποσότητα 15 Χ 0,36 Ε (αντίτιμο ημερήσιας χρέωσης) = 167, 40 ευρώ και β) διάφορα υλικά, ημέρες αποθήκευσης 31, ποσότητα 21 Χ 0,36 Ε (αντίτιμο ημερήσιας χρέωσης) = 234,36 ευρώ και όχι 595, 35 όπως αναγράφεται στην αγωγή και συνολικά το ποσό των (167,40 + 234,36=) 401,76 ευρώ.
2) πλοίο BP: α) καπάκια τραπεζιών, ημέρες αποθήκευσης 31, ποσότητα 65 Χ 0,36 Ε (αντίτιμο ημερήσιας χρέωσης) = 725,40 ευρώ, β) καπάκια τραπεζιών, ημέρες αποθήκευσης 31, ποσότητα 43 Χ 0,36 Ε (αντίτιμο ημερήσιας χρέωσης) = 479,86 ευρώ, γ) βάσεις τραπεζιών ημέρες αποθήκευσης 31, ποσότητα 66 Χ 0,36 Ε (αντίτιμο ημερήσιας χρέωσης) = 736,56 ευρώ, δ) βάσεις τραπεζιών ημέρες αποθήκευσης 31, ποσότητα 59 Χ 0,36 Ε (αντίτιμο ημερήσιας χρέωσης) = 658,44 ευρώ και δ) πολυθρόνες , ημέρες αποθήκευσης 31, ποσότητα 3 Χ 0,36 Ε (αντίτιμο ημερήσιας χρέωσης) = 33,48 ευρώ και όχι 314,07 ευρώ όπως αναγράφεται στην αγωγή και συνολικά το ποσό των ( 725,40 + 479,86 + 736,56 +658,44 + 33,48=) 2.633,74 ευρώ.
3) πλοίο BN: α) καρέκλες, ημέρες αποθήκευσης 31, ποσότητα 25 Χ 0,36 Ε (αντίτιμο ημερήσιας χρέωσης) = 279 ευρώ, περιοριζόμενο κατά το αιτούμενο 181,26 ευρώ, β) καρέκλες, ημέρες αποθήκευσης 31, ποσότητα 41 Χ 0,36 Ε (αντίτιμο ημερήσιας χρέωσης) = 457,56 ευρώ, γ)καρέκλες, ημέρες αποθήκευσης 31, ποσότητα 36 Χ 0,36 Ε (αντίτιμο ημερήσιας χρέωσης) = 401,76 ευρώ, δ) καρέκλες, ημέρες αποθήκευσης 31, ποσότητα 8 Χ 0,36 Ε (αντίτιμο ημερήσιας χρέωσης) = 89,28 ευρώ, δ) τραπέζια, ημέρες αποθήκευσης 31, ποσότητα 5 Χ 0,36 Ε (αντίτιμο ημερήσιας χρέωσης) = 55,80 ευρώ και ε) διάφορα υλικά, ημέρες αποθήκευσης 31, ποσότητα 72 Χ 0,36 Ε (αντίτιμο ημερήσιας χρέωσης) = 803,52 ευρώ, περιοριζόμενο κατά το αιτούμενο ποσό των 400 ευρώ και συνολικά το ποσό των ( 181,26 + 457,56 + 401,76 + 89,28 + 55,80 +400=) 1589,17 ευρώ.
4) πλοίο BSI: α) αεροπορικά, ημέρες αποθήκευσης 31, ποσότητα 22 Χ0,36 Ε (αντίτιμο ημερήσιας χρέωσης) = 245,52 ευρώ και όχι 1.337,86 ευρώ όπως αναγράφεται στην αγωγή, β) αεροπορικά καθίσματα, ημέρες αποθήκευσης 31, ποσότητα 4 Χ 0,36 Ε (αντίτιμο ημερήσιας χρέωσης) = 44,64 ευρώ και όχι 285,41 ευρώ που αναγράφεται στην αγωγή, γ) καρέκλες, ημέρες αποθήκευσης 31, ποσότητα 39 Χ 0,36 Ε (αντίτιμο ημερήσιας χρέωσης) = 435,24 και όχι 445,95 ευρώ που αναγράφεται στην αγωγή, δ) τραπέζια, ημέρες αποθήκευσης 31, ποσότητα 24 Χ 0,36 Ε (αντίτιμο ημερήσιας χρέωσης) = 267,84 ευρώ και δ) παλαιά εξαρτήματα, ημέρες αποθήκευσης 31, ποσότητα 45 Χ 0,36 Ε (αντίτιμο ημερήσιας χρέωσης) = 502,20 ευρώ και όχι 1.288,06 ευρώ όπως αναγράφεται στην αγωγή και συνολικά το ποσό των (245,52 + 44,64 + 435,24 + 267,84 + 502,20 =) 1495,44 ευρώ. Πλην όμως, κατόπιν του ανωτέρω επανυπολογισμού των σχετικών κονδυλίων η συνολική αξίωση της ενάγουσας κατά της πρώτης εναγόμενης για το χρονικό διάστημα 1.12.2007 έως 31.12.2007 ανέρχεται στο συνολικό ποσό των ( 401,76 + 2.633,74 + 1589,17 +1495,44 =) 6.120,11 ευρώ πλέον ΦΠΑ 19% δεδομένου ότι η ενάγουσα εξέδωσε το με αριθμό ……./30-6-2008 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, ποσού 10.707,45 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 19%) για τη χρονική περίοδο από 1-12-2007 έως 31-12-2007, οπότε δικαιούται την αναλογία του καταβληθέντος ΦΠΑ επί του ανωτέρω συνολικού ποσού που ανέρχεται στο ποσό των ( 6.120,11 Χ 19%= 1.162,82+=) 7.282,93 ευρώ.
Β) Για το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 18.1.2018 οι χρεώσεις για την αποθήκευση των ίδιων ανωτέρω υλικών, ήτοι για χρονικό διάστημα 18 ημερών έχει συμπεριληφθεί στο με αριθμό ……./30-6-2008 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, ποσού 4.586,26 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 19%), πλην όμως μετά τον υπολογισμό του ένδικο κονδυλίου για το ένδικο χρονικό διάστημα ανέρχεται στο ποσό των [συνολική μηνιαία αξίωση 12/2007 = 6.120,11 ευρώ: 31 ημέρες = 197,42 ευρώ ημερησίως Χ 18 ημέρες=) 3.533,56 ευρώ Χ 19% ΦΠΑ = (3.533, 56 + 671,37=) 4.204,93 ευρώ. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η συνολική αξίωση της ενάγουσας κατά της πρώτης εναγομένης για τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα ανέρχεται στο ποσό των (7.282,93 + 4.204,93 =) 11.487,86 ευρώ αντί του αιτουμένου ποσού των 15.93,71 ευρώ.
Αναφορικά με τη δεύτερη εναγόμενη (πλοίο SXII)έγιναν οι εξής χρεώσεις: α) στρώματα, ημέρες αποθήκευσης 31, ποσότητα 19 Χ0,36 Ε (αντίτιμο ημερήσιας χρέωσης) = 212,04 ευρώ και όχι 480,14 ευρώ όπως αναγράφεται στην αγωγή, β) κρεβάτια, ημέρες αποθήκευσης 31, ποσότητα 24 Χ 0,36 Ε (αντίτιμο ημερήσιας χρέωσης) = 267,84 ευρώ και όχι 606,50 ευρώ που αναγράφεται στην αγωγή, γ) διάφορα υλικά, ημέρες αποθήκευσης 31, ποσότητα 2 Χ 0,36 Ε (αντίτιμο ημερήσιας χρέωσης) = 22,32 περιοριζόμενο κατά το αιτούμενο ποσό των 9,36 ευρώ, δ) διάφορα υλικά, ημέρες αποθήκευσης 31, ποσότητα 1 Χ 0,36 Ε (αντίτιμο ημερήσιας χρέωσης) = 11,16 ευρώ και συνολικά το ποσό των (212,04 + 267,84 + 9,36 +11,16=) 500,40 ευρώ. Για τις ανωτέρω χρεώσεις, η ενάγουσα εξέδωσε το με αριθμό …./30-6-2008 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, ποσού 1.320,21 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 19%) για τη χρονική περίοδο από 1-12-2007 έως 31-12-2007, πλην όμως κατόπιν του ανωτέρω επανυπολογισμού του σχετικού κονδυλίου η αξίωση της ενάγουσας ανέρχεται πλέον ΦΠΑ 19% στο ποσό των (500,40 χ 19% + 95,07 =) 595,57 ευρώ. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η ως άνω εναγόμενη μεταβίβασε σε χρόνο μεταγενέστερο της έκδοσης της ανωτέρω τιμολόγησης, ήτοι την 28-1-2009, το πλοίο «SXII» στην έβδομη εναγόμενη. Το ανωτέρω δε πλοίο αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της δεύτερης εναγόμενης (“μονοβάπορη” εταιρία), γεγονός, το οποίο η έβδομη εναγομένη σαφώς γνώριζε, μεταβιβάσθηκε δε (το πλοίο) στην τελευταία ως σύνολο “περιουσίας” υπό την έννοια του άρθρου 479 ΑΚ και ως εκ τούτου η έβδομη εναγομένη ενέχεται – εις ολόκληρον με την δεύτερη εναγόμενη και μέχρι την αξία της μεταβιβαζόμενης περιουσίας – να καταβάλει την ως άνω ένδικη οφειλή, η οποία δημιουργήθηκε προ της μεταβίβασης του πλοίου.
Αναφορικά με τη τρίτη εναγόμενη (πλοίο SVI)έγινε η εξής χρέωση υλικά αποξήλωσης, ημέρες αποθήκευσης 31, ποσότητα 19 Χ0,36 Ε (αντίτιμο ημερήσιας χρέωσης) = 212,04 ευρώ και όχι 480,14 ευρώ όπως αναγράφεται στην αγωγή, β) κρεβάτια, ημέρες αποθήκευσης 31, ποσότητα 34 Χ 0,36 Ε (αντίτιμο ημερήσιας χρέωσης) = 379,44 ευρώ και όχι 505,41 ευρώ που αναγράφεται στην αγωγή. Για την ανωτέρω χρέωση η ενάγουσα εξέδωσε το με αριθμό ……/30-6-2008 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, ποσού 601,44 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 19%) για τη χρονική περίοδο από 1-12-2007 έως 31-12-2007, πλην όμως μετά τον ανωτέρω επανυπολογισμό του σχετικού κονδυλίου η ενάγουσα δικαιούται να λάβει το πλέον ΦΠΑ 19% το ποσό των (379,44 Χ 19%+ 72,09=) 451,53 ευρώ.
Αναφορικά με την τέταρτη εναγόμενη (πλοίο «SVI») έγιναν οι εξής χρεώσεις: υλικά αποξήλωσης, ημέρες αποθήκευσης 31, ποσότητα 50 Χ0,36 Ε (αντίτιμο ημερήσιας χρέωσης) = 558 ευρώ και β) υλικά αποξύλωσης, ημέρες αποθήκευσης 31, ποσότητα 34 Χ 0,36 Ε (αντίτιμο ημερήσιας χρέωσης) = 379,44 ευρώ και όχι 725,63 ευρώ που αναγράφεται στην αγωγή. Για τις ανωτέρω χρεώσεις, η ενάγουσα εξέδωσε το με αριθμό ……/30-6-2008 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, ποσού 1.527,52 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 19%) για τη χρονική περίοδο από 1-12-2007 έως 31-12-2007, πλην όμως μετά τον ανωτέρω επανυπολογισμό του σχετικού κονδυλίου η ενάγουσα δικαιούται να λάβει πλέον ΦΠΑ 19% το συνολικό ποσό των (558 + 379,44= 937,44 Χ19% + 178,11=) 1.115,55 ευρώ. Κατόπιν αυτών, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης των πέντε εκκαλουσών – εναγομένων εταιρειών ούτε και άλλων πρόσθετων λόγων έφεσης των τελευταίων πρέπει σε σχέση με την έκβαση των συνεκδικαζομένων δύο εφέσεων και των προσθέτων λόγων αυτής να λεχθούν τα εξής:
Α) να απορριφθεί η από 9.7.2015 (αριθμ. Κατ……/2015) έφεση της εκκαλούσας – ενάγουσας όσον αφορά τις πέμπτη και έκτη των εναγομένων – εφεσίβλητων ως αβάσιμη στην ουσία της και να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας λόγω της ήττας της (176 και 183 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Β) ακολούθως αφού γίνουν δεκτοί όσοι εκ των λόγων της από 11.1.2016 (αριθ. εκθ. κατ. ….2016) έφεσης των εκκαλουσών – εναγομένων και των από 2.2.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …./2024) προσθέτων λόγων έφεσης κρίθηκαν ως βάσιμοι, να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι κατ’ ουσίαν η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, να εξαφανιστεί εν μέρει η εκκαλουμένη και αφού κρατηθεί και δικασθεί από το παρόν δικαστήριο η από 30.4.2009 (αριθ, εκθ. κατ. ………/2009) αγωγή που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή και να υποχρεωθεί: α) η πρώτη εναγόμενη «………. (πρώην ………..) να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 11.487,86 ευρώ, β) η δεύτερη και έβδομη των εναγομένων, ήτοι i) εταιρία με την επωνυμία «………..» και ii) εταιρία με την επωνυμία «………….. να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον έκαστη, το ποσό των 595,57 ευρώ, γ) η τρίτη εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «………….» να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 451,53 ευρώ, δ) η τέταρτη εναγόμενη εταιρεία με την επωνυμία «…………….να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 1.115,55 ευρώ, όλα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της παρέλευσης της συμφωνηθείσας εικοσαήμερης προθεσμίας για την εξόφληση των αντίστοιχων τιμολογίων (21-7-2008), απορριπτομένου του τέταρτου πρόσθετου λόγου της έφεσης των εκκαλουσών – εναγομένων ως αλυσιτελώς προβαλλόμενου, δεδομένου ότι σύμφωνα με το σχετικό αγωγικό αίτημα για την τοκοφορία των επίδικων αξιώσεων ζητείται από την ενάγουσα η επιδίκαση τόκων υπερημερίας και επικουρικά τόκων επιδικίας, η δε εκκαλουμένη απόφαση επιδίκασε τα καταψηφισθέντα από αυτή χρηματικά ποσά με βάση το νόμιμο τόκο υπερημερίας που άρχεται από την επομένη της παρέλευσης της συμφωνηθείσας εικοσαήμερης προθεσμίας για την εξόφληση των αντίστοιχων τιμολογίων (21-7-2008) σύμφωνα με το άνω κύριο αίτημα που διαλαμβάνει η ενάγουσα στο αιτητικό μέρος της αγωγής της, οπότε και το παρόν Δικαστήριο δεσμεύεται στο πλαίσιο της αρχής της διαθέσεως που καθιερώνεται στη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ να επιδικάσει τους αιτούμενους τόκους υπερημερίας. Επιπλέον η προβαλλόμενη, με τις προτάσεις των εκκαλουσών – εναγομένων στο παρόν μετ’ αναίρεση επιλαμβανόμενο Δικαστήριο, ένσταση συμψηφισμού των ποσών που επιδικάστηκαν σε βάρος τους με ανταπαίτησή τους σε βάρος της ενάγουσας για τις δικαστικές δαπάνες που προέκυψαν στο πλαίσιο της εκκρεμοδικίας της παρούσας αγωγής, πρέπει να απορριφθεί ως απαραδέκτως προβαλλόμενη με το δικόγραφο των προτάσεων τους δεδομένου ότι όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 520, 525 και 527 ΚΠολΔ, [όπως το άρθρο 527 ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση κατά το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ιδίου νόμου, γιατί οι ένδικες εφέσεις και οι πρόσθετοι λόγοι ασκήθηκαν μετά την 1/1/2016, οι ενστάσεις των εκκαλουσών – εναγομένων, είτε είχαν προταθεί και απορριφθεί πρωτοδίκως, είτε είναι οψιγενείς, είτε ενώ δεν είναι οψιγενείς και δεν είχαν προταθεί πρωτοδίκως, συντρέχει όμως, ως προς αυτές, λόγος, που συγχωρεί τη βραδεία προβολή τους, από τους αναγραφόμενους στο άρθρο 527 ΚΠολΔ], πρέπει, εφόσον αποβλέπουν στην εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, να προταθούν μόνο με το δικόγραφο της εφέσεως ή των προσθέτων λόγων (ΑΠ 268/2021, ΑΠ 678/2018). Ακολούθως μέρος της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης – ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλουσών – εναγομένων ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας κάθε διαδίκου (αρ.178 – 183 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος από τις εκκαλούσες – εναγόμενες παραβόλου άσκησης έφεσης στο δημόσιο ταμείο κατ’ άρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων Α) την από 9.7.2015 (αριθμ. Κατ…../2015) έφεση ως προς την εταιρεία με την επωνυμία <<…………>> και την εταιρεία με την επωνυμία <<………..>>Β) την από 11.1.2016 (αριθ. εκθ. κατ. ……….2016) έφεση ως προς τις εταιρείες τις εταιρείες 1) Εταιρίας με την επωνυμία «……….. (πρώην …………,2) εταιρίας με την επωνυμία «…………….» ,3) εταιρίας με την επωνυμία «……….», 4) εταιρείας με την επωνυμία «……….» και 5) ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «………. καιΓ) τους από 2.2.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2024) πρόσθετους λόγους έφεσης.
Δέχεται τυπικά την από 9.7.2015 (αριθμ. Κατ……/2015) έφεση της εκκαλούσας – ενάγουσας και απορρίπτει αυτήν κατ΄ουσίαν.
Καταδικάζει την εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή των καταταθέντων παραβόλων Ελληνικού Δημοσίου στο δημόσιο ταμείο.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 11.1.2016 (αριθ. εκθ. κατ. ……2016) έφεση.
Απορρίπτει τους από 2.2.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2024) πρόσθετους λόγους έφεσης ως προς την πέμπτη από αυτές εταιρεία με την επωνυμία <<…………….>>.
Δέχεται κατά τα λοιπά τους από 2.2.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2024) πρόσθετους λόγους έφεσης.
Εξαφανίζει εν μέρει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 4989/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Κρατεί και Δικάζει την από 30.4.2009 (αρ.εκθ. κατ. Ειρηνοδικείου Αθηνών ………../2009) αγωγή.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει α)την πρώτη εναγόμενη «………. (πρώην …………) να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των έντεκα χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα επτά και και ογδόντα έξι λεπτών (11.487,86) ευρώ , β) τη δεύτερη και την έβδομη των εναγομένων, ήτοι i) την εταιρία με την επωνυμία «………….» και ii)την εταιρία με την επωνυμία «…………. να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον έκαστη, το ποσό των πεντακοσίων ενενήντα πέντε και πενήντα επτά λεπτών (595,57) ευρώ, γ) την τρίτη εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «……………» να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τετρακοσίων πένητα ενός και πενήντα τριών λεπτών (451,53) ευρώ, δ) την τέταρτη εναγόμενη εταιρεία με την επωνυμία «…………. να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των χιλίων εκατό δεκαπέντε και πενήντα πέντε λεπτών (1.115,55) ευρώ, όλα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της παρέλευσης της συμφωνηθείσας εικοσαήμερης προθεσμίας για την εξόφληση των αντίστοιχων τιμολογίων (21-7-2008),
Καταδικάζει τις εκκαλούσες – εναγόμενες σε μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης – ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος των εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στις εκκαλούσες των παραβόλων Ελληνικού Δημοσίου για την άσκησης της έφεσής τους.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 20.3.2025 και δημοσιεύθηκε στις 7 Μαΐου 2025 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους με παρούσα τη γραμματέα.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ