ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 304/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(3ο ΤΜΗΜΑ)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Ελένη Μούρτζη Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα E.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Της εκκαλούσας : Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..», όπως τροποποιήθηκε η επωνυμία της εταιρίας «…………», λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………….» (απορροφώμενη εταιρία) με την προαναφερόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………….» (απορροφώσα εταιρία), σύμφωνα με τη με αριθ. πρωτ. 2969063/31-5-2023 ανακοίνωση ΓΕΜΗ, που εδρεύει στο …… Αττικής (………) κατά μεταβολή της έδρας σύμφωνα με τη με αριθ. πρωτ. ………./9-6-2023 ανακοίνωση ΓΕΜΗ , (ΑΦΜ ……..) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Παναγιώτα Λιβιεράτου του Θεοχάρη (ΑΜ ……. Δ.Σ.Αθηνών), βάσει δηλώσεως.
Της εφεσίβλητης : ………. , (ΑΦΜ ……), κατοίκου …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Σοφία Πατάπη -Τόγια του Αναστασίου (ΑΜ ……… Δ.Σ. Αθηνών), βάσει δηλώσεως.
Η εφεσίβλητη με την από 17-2-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./25-2-2022) αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 2491/25-7-2023 απόφασή του έκανε κατά ένα μέρος δεκτή την αγωγή και έταξε όσα αναφέρονται σε αυτή. Ήδη η εκκαλούσα με την από 4-4-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./5-4-2024) έφεσή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./5-4-2024, προσδιορίστηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την απόφαση αυτή .
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσαν τις από 8-10-2024 μονομερείς δηλώσεις τους αντίστοιχα, που έγιναν σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 4-4-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/5-4-2024) έφεση της εναγομένης της από 17-2-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./25-2-2022) αγωγής και ήδη εκκαλούσας, κατά της με αριθμό 2491/25-7-2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την παραπάνω αγωγή, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 παρ. 6 επ., 591 του Κ.Πολ.Δ.), αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και έχει ασκηθεί στις 5-4-2024, νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευση αυτής (25-7-2023), μέχρι την άσκηση της ένδικης έφεσης (5-4-2024), δεν έχει παρέλθει διετία (άρθρα 19 , 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1, 591 παρ. 1, 7 του Κ.Πολ.Δ.). Επίσης, έχει κατατεθεί το απαιτούμενο παράβολο ποσού 100 ευρώ (δυνάμει του με αριθ. ………../2024 ηλεκτρονικού παραβόλου), σύμφωνα με σχετική επισημείωση της Γραμματέως του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση επί του εφετηρίου, που προβλέπεται στο άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α στοιχ. β του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, η κρινόμενη έφεση, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, με την ίδια ειδική διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 591 περ. 6 , περ. 7 , 533 Κ.Πολ.Δ.).
Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 του Α.Κ., συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας (ΑΠ 1208/2023). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914, 298 εδ. β’ Α.Κ., εκείνος που ζημιώθηκε παράνομα και υπαίτια δικαιούται να αξιώσει, εκτός από την αποζημίωση για τη θετική ζημία του και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί (ΑΠ 1208/2023, ΑΠ 306/2022, ΑΠ 551/2020, ΑΠ 1516/2018, ΑΠ 1364/2013, ΑΠ 83/2002). Από το συνδυασμό των άνω διατάξεων προκύπτει, ότι ο υποστάς βλάβη του σώματος ή της υγείας του δικαιούται να αξιώσει και τη μελλοντική αποθετική του ζημία (διαφυγόν κέρδος), γιατί, λόγω της, συνεπεία της βλάβης της υγείας ή του σώματος, μειωμένης ικανότητας προς εργασία, χάνει τα εισοδήματα από την εργασία, την οποία, έχοντας πλήρη ικανότητα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα ασκούσε στο μέλλον. Προς τούτο, όμως, δεν απαιτείται βεβαιότητα, αρκούσης πιθανότητας κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πράγμα, που πρέπει να προκύπτει από τις ιδιαίτερες περιστάσεις, ιδιαίτερα δε από τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα (ΑΠ 1447/2022, ΑΠ 306/2022, ΑΠ 1751/2017, ΑΠ 1105/2015). Το διαφυγόν κέρδος, όπως είναι και η αποζημίωση για τη στέρηση στο μέλλον των προσδοκώμενων εισοδημάτων, αποτελεί ζημία, η οποία θα επέλθει στο μέλλον και κατ’ ανάγκη συνδέεται με την υποθετική εξέλιξη των πραγμάτων. Δεν εμφανίζει τη βεβαιότητα της θετικής ζημίας. Για την απόδειξή της, που είναι δύσκολη για τον ζημιωθέντα συγκριτικά με τη θετική ζημία, ο νόμος αρκείται σε απλή πιθανολόγηση (ΑΠ 1516/2018, ΑΠ 325/2016, ΑΠ 1364/2013, ΑΠ 1221/2001). Δηλαδή, το διαφυγόν κέρδος αποτελεί μέγεθος που προσδιορίζεται μόνο υποθετικά. Είναι το κέρδος που θα αποκομιζόταν, αν δεν είχε επέλθει το ζημιογόνο γεγονός. Γίνεται, δηλαδή, αναγκαία ένας συλλογισμός για την υποθετική εξέλιξη των πραγμάτων. Οι υποθέσεις δεν χαρακτηρίζονται από τη βεβαιότητα και, ακόμη, δυσχερώς αποδεικνύονται, για αυτό και ο νόμος αρκείται σε απλή πιθανολόγηση. Για να διευκολύνει, λοιπόν, ο νόμος την απόδειξη, αφού η βεβαιότητα στην περίπτωση του διαφυγόντος κέρδους είναι αδύνατη, αλλά και να θέσει φραγμό στις αχαλίνωτες υποθέσεις , ορίζει στην Α.Κ. 298 εδ. 2 ότι, ως διαφυγόν κέρδος “λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί”. Χρειάζεται δηλαδή η δυνατότητα να προβλεφθεί το κέρδος από κάποιον μέσο, λογικό άνθρωπο με βάση αντικειμενικά κριτήρια (“σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων”) και μάλιστα να προβλεφθεί εκ των προτέρων, δηλαδή κατά το χρόνο του ζημιογόνου γεγονότος. Για την αποκατάσταση, συνεπώς, του διαφυγόντος κέρδους απαιτείται βάσιμη πιθανότητα για την επέλευση του κέρδους. Η ύπαρξη προπαρασκευαστικών μέτρων καθιστά ασφαλέστερη την προς τούτο πιθανότητα. Το τυχαίο ή απροσδόκητο ή απλώς ενδεχόμενο και για το λόγο αυτό αβέβαιο, ή το υποθετικό και από αβέβαιους και αστάθμητους παράγοντες ή ελπίδες εξαρτημένο διαφυγόν κέρδος, δεν αποδίδεται. Ο απαιτούμενος, στις κατ` ιδίαν περιπτώσεις, βαθμός πιθανότητας είναι διάφορος, καθόσον εξαρτάται από τις ιδιαίτερες – συγκεκριμένες περιστάσεις (ΑΠ 1208/2023, ΑΠ 1516/2018, ΑΠ 1364/2013). Εξάλλου, για την εφαρμογή της διάταξης αυτής του άρθρου 298 Α.Κ. αρκεί η πραγματική δυνατότητα του ζημιωθέντος προς πορισμό εισοδήματος, [όπως εκ της παρεχομένης αντί οικονομικού ανταλλάγματος (μισθού) εργασίας, βάσει είτε εγκύρου, είτε ακύρου συμβάσεως, και συνεπώς η ύπαρξη της από αυτήν αναφυομένης αξιώσεως αυτού (ζημιωθέντος)], υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι τούτο δεν πρέπει να οφείλεται σε αιτία παράνομη ή ανήθικη, δηλαδή σε παραβίαση νόμιμης απαγόρευσης, αφορώσης αυτήν την ίδια την δραστηριότητα εκ της οποίας ο πορισμός του διαφυγόντος κέρδους (ΑΠ 1859/2005, ΑΠ 1564/2004 Δνη 2005.737). Συνεπώς για να είναι ορισμένη κατά το άρθρο 216 Κ.Πολ.Δ. η αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, συνιστάμενου σε απώλεια εσόδων λόγω διακοπής ή μειωμένης άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, εξ αιτίας αδικοπραξίας, πρέπει και αρκεί να εκτίθενται σαφώς σ’ αυτή τα κρίσιμα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία του αντίστοιχου κέρδους, από τα οποία προκύπτει ότι ο ενάγων θα εισέπραττε με πιθανότητα από την επαγγελματική του δραστηριότητα το αιτούμενο ποσό κέρδους κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή με βάση τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδίως τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα (ΑΠ 220/2012) και συγκεκριμένα το είδος της επιχείρησης που ασκούσε ο ενάγων, οι περιστάσεις υπό τις οποίες ασκείται αυτή και τα εισοδήματα, τα οποία με πιθανότητα, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, θα αποκόμιζε από αυτήν τη δραστηριότητά του στο μέλλον, αν δεν μεσολαβούσε το ζημιογόνο γεγονός (ΑΠ 29/2021). Δεν αρκεί δηλαδή να αναφέρονται αφηρημένα στο δικόγραφο της αγωγής οι σχετικές με τον προσδιορισμό του διαφυγόντος κέρδους εκφράσεις του νόμου, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των περιστατικών, που καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επιμέρους κονδύλια, καθώς και η ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών (ΟλΑΠ 20/1992 ΝοΒ 1993.85, ΑΠ 697/2012, ΑΠ 241/2009), το είδος της εργασίας που ασκούσε ο παθών και τα εισοδήματα που θα αποκόμιζε από αυτή (ΑΠ 426/2000, ΑΠ 206/1996), ενώ δεν απαιτείται για την πληρότητα της αγωγής να αναφέρεται ο εργοδότης στον οποίο ο παθών θα προσέφερε την εργασία αν δεν τραυματιζόταν (ΑΠ 259/2018, ΑΠ 743/2003, ΑΠ 150/2002), ούτε επίσης είναι απαραίτητο να εξειδικεύονται τα στοιχεία που προσδίδουν τη δυναμική του προσδοκώμενου κέρδους με αναφορά συγκεκριμένων συναλλαγών, προσώπων και παραστατικών (ΑΠ 536/2011). Ειδικώς, η ζημία, την οποία μπορεί να υποστεί από την ανικανότητα προς εργασία συνίσταται επί μεν μισθωτού στη διακοπή του μισθού από τον εργοδότη λόγω ανικανότητας προσφοράς εργασίας [ΕφΔωδ 166/2012, ΕφΠειρ (Μον) 490/2023, ΕφΠατρ (Μον) 320/2021, ΕφΠειρ (Μον) 183/2016], όπως και στην απώλεια διαφόρων επιδομάτων άδειας, δώρων κλπ [ΕφΠατρ (Μον) 320/2021, ΕφΠειρ (Μον) 183/2016], επί δε ελεύθερου επαγγελματία στη ματαίωση του καθαρού κέρδους που θα αποκόμιζε αφαιρουμένων των εξόδων από τη λειτουργία της επιχείρησής του (ΑΠ 306/2022, ΑΠ 1305/2014), με βάση τα δεδομένα του αμέσως προγενέστερου του τραυματισμού χρόνου (ΑΠ 306/2022, ΑΠ 1305/2014). Εξάλλου, η αποζημίωση του παθόντος, εργαζομένου βάσει σχέσεως εξαρτημένης εργασίας, για τη στέρηση των εισοδημάτων του εξαιτίας της ανικανότητάς του για παροχή της εργασίας, περιλαμβάνει το σύνολο των ακαθαρίστων (μικτών) αποδοχών του, τις οποίες θα λάμβανε αν δεν τραυματιζόταν, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι νόμιμες κρατήσεις, που ο εργοδότης πρέπει να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού (ΑΠ 1718/2017, ΑΠ 426/2014, ΑΠ 384/2013, ΑΠ 291/2007 ΝοΒ 2007.1370, ΑΠ 1332/2003 ΕλλΔνη 46.77, ΑΠ 1585/2002 ΝοΒ 2003.1201, ΕλλΔνη 2004.424, ΧρΙΔ 2003.124, ΑΠ 1056/2000 ΕλλΔνη 42/387), μαζί με τους φόρους (βλ. ΑΠ 291/2007 Δνη 48.1020, ΑΠ 1056/2000 Δνη 42.387, Α. Κρητικός «Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα», 4η έκδοση, 2008, σελ. 280, παρ. 17 , αρ. 78 , 79 και ιδίου 5η έκδοση, 2019, Τόμος Ι, σελ. 400, παρ. 17 αριθ.157 και σελ. 406 επ. παρ. 177-184).
Στην προκείμενη περίπτωση με την από 17-2-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …../25-2-2022) αγωγή που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, ισχυρίστηκε ότι από αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού (μη διαδίκου στην παρούσα δευτεροβάθμια και στην πρωτοβάθμια δίκη) του με αριθμό κυκλοφορίας …….. ιδιωτικής χρήσεως επιβατικού αυτοκινήτου, που ήταν ασφαλισμένο για τις έναντι τρίτων ζημίες κατά την κυκλοφορία του στην εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα, ασφαλιστική εταιρεία, προκλήθηκε αυτοκινητικό ατύχημα στον αναφερόμενο στο δικόγραφο της αγωγής τόπο, χρόνο και υπό τις εκτιθέμενες κυκλοφοριακές συνθήκες, που είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό της και τις υλικές ζημίες στο δίκυκλο μοτοποδήλατο ιδιοκτησίας της. Ζήτησε δε με την παραπάνω αγωγή, μετά από τη μετατροπή του αιτήματος της αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό, με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και με τις κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 4.027 ευρώ ως αποζημίωση για τις αναφερόμενες στην αγωγή θετικές και αποθετικές ζημιές που υπέστη εξαιτίας του ένδικου ατυχήματος, όπως κάθε μερικότερο κονδύλιο εξειδικεύεται στην αγωγή και να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, με το νόμιμο τόκο όλα τα προαναφερόμενα ποσά από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη (πλην του αιτήματος περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινά εκτελεστής κατά το αναγνωριστικό της αίτημα που απορρίφθηκε ως μη νόμιμο) και μετά από την εκτίμηση των αποδείξεων, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη, α)αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 8.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής της βλάβης, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και β)υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 1.767,60 ευρώ (ήτοι 440+161,20+ 1.166,40 ευρώ) ως αποζημίωση για τη θετική και αποθετική ζημία που υπέστη από το ένδικο ατύχημα, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής, επέβαλε δε σε βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, την οποία όρισε στο ποσό των 200 ευρώ. Κατά της παραπάνω απόφασης, παραπονείται με την κρινόμενη έφεση η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί άλλως να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της ως αβάσιμη, καθώς και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στα δικαστικά της έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
Με τον πρώτο λόγο της έφεσης κατά το οικείο σκέλος αυτού, η εκκαλούσα επαναφέρει τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό της περί αοριστίας της αγωγής αναφορικά με αιτούμενο αγωγικό κονδύλιο διαφυγόντων κερδών, καθόσον δεν αναφέρεται στο δικόγραφο εάν η σύμβαση εργασίας ήταν ορισμένου ή αορίστου χρόνου, εάν εργαζόταν σε καθεστώς πλήρους ή μερικής απασχόλησης, ούτε ποιες ήταν οι μικτές και οι καθαρές αποδοχές της. Η ενάγουσα για το αγωγικό κονδύλιο αποζημίωσης για απώλεια εισοδημάτων, συνεπεία της, εξαιτίας του ως άνω τραυματισμού της ανικανότητός της προς εργασία (προσωρινώς ολικώς ανικανότητα για εργασία), αναφέρει στην αγωγή ότι μέχρι την ημέρα του ατυχήματος εργαζόταν ως υπάλληλος γραφείου (γραμματειακή υποστήριξη) στην αναφερόμενη στην αγωγή ιδιωτική επιχείρηση, αναφέρει επίσης τα στοιχεία της επιχείρησης και τον εργοδότη της, καθώς και ότι ο μηνιαίος καθαρός μισθός της ανερχόταν στο ποσό των 650 ευρώ, λόγω δε του ενδίκου ατυχήματος αδυνατούσε να απασχοληθεί και απώλεσε εισόδημα από τις 22-11-2021 μέχρι τις 15-1-2022 (ήτοι 54 ημέρες Χ21,60 ύψος ημερομισθίου) συνολικού ποσού 1.166,40 ευρώ. Η αγωγή ως προς το ανωτέρω κονδύλιο, όπως διατυπώθηκε, ήταν επαρκώς ορισμένη, αφού διαλαμβάνονταν σ’ αυτήν όλα τα απαιτούμενα από τις διατάξεις των προαναφερόμενων άρθρων 298, 914 Α.Κ. ως και των 118 και 216 Κ.Πολ.Δ. για την πληρότητα του δικογράφου της ως προς το κονδύλιο αυτό στοιχεία και συγκεκριμένα η ενάγουσα ανέφερε στην αγωγή αναφορικά με το κονδύλιο της αποζημίωσης λόγω διαφυγόντων κερδών εκ της ανικανότητός της προς εργασία, το είδος της εργασίας της στην αναφερόμενη στην αγωγή ιδιωτική επιχείρηση και τον (προ του ατυχήματος) εργοδότη της, τις μηνιαίες καθαρές αποδοχές της, την ανικανότητά της εκ του ατυχήματος προς άσκηση αυτής, το χρόνο αυτής και τις προσδοκώμενες αποδοχές της και δεν χρειαζόταν να εξειδικεύεται περαιτέρω, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα, ενώ δεν ήταν αναγκαίο, σύμφωνα με τα προπαρατιθέμενα στη μείζονα σκέψη, να αναφέρονται σ’ αυτή, οι μικτές αποδοχές της, αφού η ενάγουσα εργαζόμενη βάσει σχέσεως εξαρτημένης εργασίας προσδιορίζει το προσδοκώμενο εισόδημά της στο ύψος των καθαρών αποδοχών της και όχι αυτό των μικτών αποδοχών, που δικαιούται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ούτε επίσης ήταν αναγκαίο για το ορισμένο αυτής περαιτέρω εξειδίκευση του λόγου για τον οποίο οι αποδοχές της θα ανέρχονταν, κατά τον επίδικο χρόνο, στο αιτούμενο ποσό (πρβλ. ΑΠ 1208/2023), όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα. Η εκκαλούμενη απόφαση, που έκρινε ορισμένο το σχετικό αγωγικό κονδύλιο και απέρριψε την ένσταση αοριστίας της εναγομένης, ορθά εφήρμοσε τις προπαρατιθέμενες διατάξεις και γι’ αυτό ο πρώτος λόγος της εφέσεως κατά το οικείο σκέλος αυτού, κατά το μέρος που υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα, που εξετάστηκε με την επιμέλεια της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού (η εναγόμενη δεν πρότεινε προς εξέταση μάρτυρα), καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν, συμπεριλαμβανομένων και των φωτογραφιών που επαναπροσκομίζονται από την εκκαλούσα των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1 περ. γ , 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Στη Σαλαμίνα στις 22-11-2021 και περί ώρα 12:50, η εφεσίβλητη, οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ……… δίκυκλο μοτοποδήλατο, εκινείτο με μικρή ταχύτητα επί της Λεωφόρου Σαλαμίνας, με κατεύθυνση από τον Άγιο Νικόλαο Σαλαμίνας προς τα Παλούκια Σαλαμίνας. Κατά τον ίδιο χρόνο ο ………, οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ……… ιδιωτικής χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του και το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία, εκινείτο στην ίδια λεωφόρο και με την ίδια κατεύθυνση με την εφεσίβλητη και στο ύψος του οικοδομικού αριθμού 310, πραγματοποίησε επιτόπια αναστροφή, χωρίς να ελέγξει την πορεία και άλλων οχημάτων που κινούνταν στην ίδια λεωφόρο, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί την πορεία του οχήματος της εφεσίβλητης και παρά τον αποφευκτικό ελιγμό που πραγματοποίησε η τελευταία, να συγκρουστεί με την αριστερή πλευρά του οχήματός της με τη δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου του ανωτέρω οδηγού, με συνέπεια να προκληθούν υλικές ζημίες στο μοτοποδήλατο και ο τραυματισμός της εφεσίβλητης. Η δε εκκαλούσα με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με τις κατατεθείσες ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου προτάσεις της, συνομολόγησε την υπαιτιότητα του ανωτέρω οδηγού -ασφαλισμένου της. Με την εκκαλούμενη απόφαση κρίθηκε ότι αποκλειστικά υπαίτιος για την πρόκληση του ατυχήματος ήταν ο ανωτέρω οδηγός, ………….. , για όσους λόγους αναφέρονται σ’ αυτή. Επειδή το κεφάλαιο της υπαιτιότητας ως προς την πρόκληση του ατυχήματος δεν εκκαλείται από κανένα διάδικο μέρος της αγωγής, δεν έχει μεταβιβαστεί ενώπιον του Εφετείου εν σχέσει με την αγωγή αυτή και γι’ αυτό δεν θα εξεταστεί ως προς αυτή (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι συνεπεία του ένδικου ατυχήματος η εφεσίβλητη υπέστη σωματικές βλάβες και αμέσως μετά το ατύχημα μεταφέρθηκε με το ΕΚΑΒ στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας Πειραιώς «ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ», όπου κατόπιν εξέτασης στο εξωτερικό ορθοπεδικό ιατρείο και ακτινολογικού ελέγχου, διαγνώστηκε ότι υπέστη διάστρεμμα αριστερής ποδοκνημικής χώρας και της εφαρμόστηκε γύψινος νάρθηκας, εξήλθε δε την ίδια ημέρα από το νοσοκομείο και συνεστήθη αποχή από την εργασία της για δέκα ημέρες και επανέλεγχος. Στη συνέχεια η εφεσίβλητη εξετάστηκε στο Κ.Υ. Σαλαμίνας, στις 21-12-2021, διαγνώστηκε με κάταγμα αριστερού σκαφοειδούς, έγινε αφαίρεση του νάρθηκα και χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια δεκαπέντε ημερών σε συνέχεια της προηγούμενης (βλ. την από 22-11-2021 βεβαίωση του ιατρού του Γ.Ν.Νίκαιας Πειραιώς και την από 21-12-2021 γνωμάτευση χορήγησης αναρρωτικής άδειας του ιατρού ……… χειρουργού ορθοπαιδικού του Κ.Υ. Σαλαμίνας). Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύεται ότι η εφεσίβλητη, εξαιτίας του ως άνω τραυματισμού της και κατά τη διάρκεια της κατ’οίκον αποθεραπείας της, από 22-11-2021 μέχρι και 15-1-2022 είχε μερική ανικανότητα βάδισης (βάδιση με μασχαλιαίες βακτηρίες) και της χορηγήθηκε, με τις προαναφερόμενες γνωματεύσεις των θεραπόντων ιατρών της, αναρρωτική άδεια, κατά τα προεκτεθέντα, ενώ μετά τις 15-1-2022 αποκαταστάθηκε η βάδισή της ως και η ίδια συνομολογεί στην αγωγή. Κατά το χρόνο του ατυχήματος, αποδεικνύεται ότι η εφεσίβλητη εργαζόταν με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ως υπάλληλος γραφείου (γραμματειακή υποστήριξη), στην ατομική επιχείρηση (εισαγωγές και εμπορία αρωμάτων -καλλυντικών) του ………. , που βρίσκεται στον …. Αττικής (………..) , έναντι καθαρών μηνιαίων αποδοχών εκ ποσού 650 ευρώ, στην οποία είχε προσληφθεί από την 1-9-2021 (βλ. την από 6-12-2021 βεβαίωση εργοδότη …………) . Συνεπεία όμως του τραυματισμού της στο ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα, κατέστη προσωρινώς ολικώς ανίκανη για εργασία κατά το χρονικό διάστημα από την επομένη του ατυχήματος (23-11-2021) μέχρι και την 15-1-2022, το οποίο, ενόψει του είδους και της έκτασης του τραυματισμού της, κρίνεται εύλογο για την αποκατάσταση της εργασιακής της ικανότητας, με αποτέλεσμα να απωλέσει τις αποδοχές που με πιθανότητα θα ελάμβανε εάν δε μεσολαβούσε ο τραυματισμός της. Ειδικότερα, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα ανικανότητάς της προς εργασία, η εφεσίβλητη απώλεσε λόγω διαφυγόντων εσόδων από 23-11-2021 μέχρι και 15-1-2022 ποσό 1.166,40 ευρώ (ήτοι 54 ημέρες Χ21,60 ευρώ ημερομίσθιο). Αν δεν μεσολαβούσε το ένδικο ατύχημα και η συνεπεία αυτού ανικανότητά της για εργασία, η εφεσίβλητη θα εξακολουθούσε με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να παρέχει την εργασία της ως υπάλληλος γραφείου αποκομίζοντας συνολικά για το επίδικο χρονικό διάστημα το ποσό των 1.166,40 ευρώ. Με το δεύτερο λόγο της έφεσης, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων , καθόσον αφενός μεν αρνείται τον ισχυρισμό ότι προ του ατυχήματος η εφεσίβλητη εργαζόταν και δη σε συγγενικό της πρόσωπο, αφετέρου δε ισχυρίζεται ότι η εφεσίβλητη λόγω της φύσεως της επικαλούμενης εργασίας της που δεν απαιτεί ορθοστασία, δεν υπήρξε ανίκανη να εργαστεί εξαιτίας του τραυματισμού της. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, καθόσον σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, η εφεσίβλητη λόγω της φύσης του τραυματισμού της και του σημείου του σώματος που υπέστη βλάβη καθώς και η τοποθέτηση γύψινου νάρθηκα από τους θεράποντες ιατρούς και η βάδιση με βακτηρίες, καθιστά, σύμφωνα με τις ανωτέρω ιατρικές γνωματεύσεις με τις οποίες χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια, αλλά και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αδύνατη την παροχή εργασίας και έτι περαιτέρω εγκυμονεί κινδύνους πτώσης και θέτει σε κίνδυνο την ορθή αποθεραπεία και την εν γένει σωματική ακεραιότητα, καθόσον προϋποθέτει μετάβαση από και προς την οικία της και τον τόπο παροχής εργασίας με τη χρήση βακτηριών και συνεπάγεται σημαντική επιβάρυνση ιδίως του τραυματισμένου μέλους ακόμη και υπό συνθήκες καθιστικής εργασίας, ενώ το γεγονός ότι ο εργοδότης τυγχάνει συγγενικό πρόσωπο της εφεσίβλητης δεν ασκεί νομική επιρροή και δεν αναιρεί τη σχέση εργασίας, που επιβεβαίωσε και ο μάρτυρας που εξετάστηκε με την επιμέλεια της εφεσίβλητης και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του άρθρου 298 ΑΚ και τις αποδείξεις ορθά εκτίμησε, καθόσον το διαφυγόν κέρδος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα ειδικότερα στη μείζονα σκέψη, αποτελεί μέγεθος, που προσδιορίζεται μόνο υποθετικά και για την αποκατάστασή του, αρκεί η πιθανότητα της πραγματοποίησής του (πιθανολόγηση), εάν δεν μεσολαβούσε το ζημιογόνο γεγονός (ΑΠ 1208/2023 , ΑΠ 1516/2018), απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί αντιθέτου ισχυρισμών της εκκαλούσας που προβάλλονται με τον πρώτο λόγο της έφεσης κατά το οικείο σκέλος αυτού. Περαιτέρω, με την εκκαλουμένη απόφαση κρίθηκε και ως προς το σημείο αυτό δεν εκκαλείται ειδικώς, ότι συνεπεία της ανωτέρω συγκρούσεως το δίκυκλο μοτοποδήλατο της εφεσίβλητης έτους κυκλοφορίας το 2021 με χρόνο αγοράς τέσσερις μήνες προ του ατυχήματος, υπέστη φθορές και βλάβες για την αποκατάσταση των οποίων δαπάνησε, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες έγγραφες αποδείξεις, το ποσό των 440 ευρώ για την αγορά ανταλλακτικών και το ποσό των 161,20 ευρώ για τις εργασίες επισκευής και συνολικά δαπάνησε το ποσό των 601,20 ευρώ, υποστάσα ισόποση ζημία. Επίσης με την εκκαλουμένη απόφαση κρίθηκε ότι εξαιτίας των φθορών που προκλήθηκαν από τη σύγκρουση και παρά την επισκευή του, το ως άνω μοτοποδήλατο εμπορικής της αξίας, που ανερχόταν προ του ατυχήματος σε 1.500 ευρώ, υπέστη μείωση της εμπορικής του αξίας, η οποία, ανέρχεται σε ποσοστό 5% (χωρίς με την εκκαλουμένη απόφαση να επιδικαστεί αποζημίωση και κατά τούτο δεν εκκαλείται), ενώ απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμο το αγωγικό κονδύλιο για την απώλεια τιμαλφών και καταστροφή υποδήματος και κατά τα παραπάνω κεφάλαια δεν εκκαλείται με ειδικότερο λόγο της έφεσης. Επομένως οι συνολικές αξιώσεις της εφεσίβλητης από το επίδικο ατύχημα για τις ανωτέρω αιτίες ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 1.767,60 ευρώ (ήτοι 440+161,20+ 1.166,40 ευρώ), ως επιδικάστηκαν με την εκκαλουμένη απόφαση. Περαιτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη α) το βαθμό και το είδος της υπαιτιότητας (αμέλεια) του οδηγού του ασφαλισμένου στην εκκαλούσα ζημιογόνου αυτοκινήτου και εν προκειμένω την αποκλειστική υπαιτιότητα αυτού στην πρόκληση του ατυχήματος, (όπως κρίθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση και κατά τούτο δεν εκκαλείται κατά τα ανωτέρω), β) το μέγεθος, το είδος, τη βαρύτητα και την έκταση της σωματικής βλάβης της εφεσίβλητης και των συνεπειών της βλάβης γενικά στη σωματική ακεραιότητα και ψυχική της υγεία, ως προεκτέθηκαν την ψυχική αναταραχή τους σωματικούς πόνους και την εν γένει στενοχώρια και ταλαιπωρία που δοκίμασε κατά τη διάρκεια της αποθεραπείας της, το βαθμό αποκατάστασής τους, σε συνδυασμό με την ηλικία αυτής (21 ετών) κατά το χρόνο του ατυχήματος, γ) όλες τις εν γένει συνθήκες του εν λόγω τροχαίου ατυχήματος και δ) την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών φυσικών προσώπων (πλην της ασφαλιστικής εταιρίας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική και για το λόγο αυτό δεν εξετάζεται η οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, ΑΠ 532/2012), κρίνει ότι η εφεσίβλητη υπέστη ηθική βλάβη και δικαιούται χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση αυτής το εύλογο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, ΟλΑΠ 9/2015 ΧΡΙΔ 2015.575, ΑΠ 88/2018), ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ, γενομένου τοιουτοτρόπως εν μέρει δεκτού ως ουσιαστικώς βάσιμου του σχετικού αγωγικού κονδυλίου. Επομένως, η ανωτέρω παθούσα υπέστη ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να της επιδικαστεί το ανωτέρω ποσό ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το οποίο, μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων (άρθρο 932 Α.Κ.), κρίνεται δίκαιο και εύλογο και είναι ανάλογο, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, με την ηθική βλάβη που αυτή υπέστη, εξαιτίας του τραυματισμού της, υπό τις περιστάσεις που προαναφέρθηκαν. Κατά συνέπεια, έτσι, που έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε στην ανωτέρω παθούσα το πιο πάνω ποσό για την ανωτέρω αιτία, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 932 Α.Κ., δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και κατά συνέπεια δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, αφού, όπως προκύπτει από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία και τις προαναφερόμενες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόρισε το ποσό αυτό, αφού στάθμισε όλες τις κρίσιμες κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 932 Α.Κ. περιστάσεις που αφορούν την ένδικη περίπτωση, όπως αυτές δέχτηκε ότι προέκυψαν από τις αποδείξεις που προσκομίστηκαν και αναφέρονται παραπάνω, δηλαδή όλα τα στοιχεία που αποτελούν, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του σκοπού της διάταξης του άρθρου 932 Α.Κ.. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση κατ’εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, έκανε κατά ένα μέρος δεκτό το αγωγικό αίτημα περί επιδίκασης αποζημίωσης ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εκ ποσού 8.000 ευρώ, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς της είναι υπερμέτρως ασύνηθες σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατόπιν των ανωτέρω οι συνολικές αξιώσεις της εφεσίβλητης από το επίδικο ατύχημα ανέρχονται στο ποσό των 9.767,60 ευρώ (ήτοι 1.767,60 ευρώ για θετική και αποθετική ζημία + 8.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής, ως το αίτημα τοκοδοσίας επιδικάστηκε πρωτοδίκως και κατά τούτο δεν εκκαλείται η απόφαση.
Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω και ενόψει του ότι δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι οι λόγοι της έφεσης καθώς και η έφεση στο σύνολό της ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα και τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του νομίμου αιτήματός της που υποβλήθηκε με τις προτάσεις της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 191 παρ. 2, 183, 176 του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Επίσης, λόγω της ήττας της εκκαλούσας και της εν όλω απόρριψης της έφεσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από αυτήν για την άσκηση της έφεσής της, παραβόλου, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδ. ε του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό .
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 4-4-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./5-4-2024) έφεση, κατά της με αριθμό 2491/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία).
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα κατά την κατάθεση της ως άνω έφεσής της και αναφερόμενου στο σκεπτικό της παρούσας, παραβόλου.
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 9 Μαΐου 2025 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ