Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 270/2025

Αριθμός    270/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  4ο  

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………….,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Δικηγόρο Σπυρίδωνα Χρυσοφώτη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ……… ατομικά και υπό την ιδιότητά της ως ασκούσας την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου της ………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Χρυσούλα Ψαράκη (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Ο εκκαλών κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς   την από   21.6.2022  (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2022)   ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1435/2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από  30.6.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………/2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ  ……../2023) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 6η.6.2024, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε  κατά τις διατάξεις του άρθρου 260 παρ 4 του ΚΠολΔ περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση υποθέσεων, οι οποίες δεν εισήχθησαν προς συζήτηση λόγω ανωτέρας βίας, που αφορά -εν προκειμένω- τη  διεξαγωγή των εκλογών της 9ης.6.2024, για τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ειδικότερα σύμφωνα με την υπ΄ αριθμ πρωτ 36005οικ/29-5-2024 εγκύκλιο του Υπουργού Δικαιοσύνης, δυνάμει της οποίας ανεστάλησαν οι εργασίες των δικαστηρίων της χώρας από την 5η.6.2024 έως και την 12η.6.2024, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του ισχύοντος Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς,  τις υπ΄αριθμ 47/2024  και 50/2024 Πράξεις του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, η προκειμένη υπόθεση επαναπροσδιορίσθηκε αυτεπάγγελτα στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας  απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Νομίμως επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την υπ’ αριθμ. 50/2024 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου  Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς  η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 1435/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών με την παρουσία των διαδίκων, μετά τη μη εκφώνηση  της κατά την  αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο στις 6-6-2024, λόγω της διεξαγωγής των  εκλογών για τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου την 9-6-2024. Αυτή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση στις 30-6-2023, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, ενώ κατατέθηκε  και το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό   ………… / 2023 e- παράβολο). Πρέπει, συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και  να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την από 21-6-2022 και με αρ. καταθ. …./2022  ανακοπή  ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών ζητούσε, για τους ειδικότερα αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, την ακύρωση του από 10-6-2022 κατασχετηρίου εις χείρας της εργοδότριας εταιρίας του με την επωνυμία «…………..», για το ποσό των 10.203,95 ευρώ. Επι της ανακοπής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφασή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία  αυτή απορρίφθηκε. Ήδη ο ανακόπτων με την κρινόμενη έφεση του παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η ανακοπή να γίνει δεκτή στο σύνολο της.

ΙΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 933 παρ.4 ΚΠολΔ, που είναι ειδική και αποσκοπεί με το απαράδεκτο, το οποίο προβλέπει, στην αποφυγή παρελκύσεως της διαδικασίας της εκτελέσεως, στον περιορισμό των περί την εκτέλεση δικών, ώστε να μην αποδυναμώνονται οι εκτελεστοί τίτλοι με την καθυστέρηση της εκτελέσεώς τους και στη μη παρεμπόδιση του δικαιώματος ανταποδείξεως του καθ` ου η ανακοπή, προκύπτει ότι άμεση απόδειξη δεν σημαίνει απλώς προαπόδειξη, αλλά απόδειξη των αποσβεστικών της εκτελούμενης απαιτήσεως ισχυρισμών μόνο με έγγραφα ή δικαστική ομολογία (ΟλΑΠ 10/1993), σε κάθε περίπτωση, είτε δηλαδή ο επικαλούμενος αποσβεστικός λόγος ανάγεται σε χρόνο πριν από την έκδοση του εκτελούμενου τίτλου, είτε σε μεταγενέστερο (ΑΠ 789/2023, 115/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως έγγραφο που αποδεικνύει αμέσως την απόσβεση της απαίτησης θεωρείται όχι μόνο το συμβολαιογραφικό αλλά και το ιδιωτικό, εφόσον προέρχεται από τον επισπεύδοντα ή ενδεχομένως κι από τρίτον, οπότε πρέπει να είναι έγγραφο διαθέσεως και όχι μαρτυρίας. Άμεση δε απόδειξη, κατ` άρθρο 445 ΚΠολΔ παρέχουν και τα ιδιωτικά έγγραφα, τα συνταγμένα σύμφωνα με τους νομίμους τύπους, εφόσον η γνησιότητά τους αναγνωρίστηκε ή αποδείχθηκε, ως προς το ότι η δήλωση που περιέχουν προέρχεται από τον εκδότη του εγγράφου, επιτρέπεται όμως σε αυτό ανταπόδειξη (ΑΠ 253/2002). Η παρ. 4 του άρθρου 933 ΚΠολΔ δεν κάνει διάκριση μεταξύ οφειλέτη (καθ` ου η εκτέλεση) και δανειστή, αλλά σκοπεί στην απόδειξη των ισχυρισμών που προβάλλονται και από τις δύο πλευρές και αναφέρονται στην καθ` οιονδήποτε τρόπο απόσβεση της απαίτησης αμέσως, μόνο με έγγραφα και ομολογία, χωρίς άλλη διαδικαστική παρέμβαση του δικαστηρίου (εξέταση άλλων αποδεικτικών μέσων). Το απαράδεκτο, δηλαδή, των μη παραχρήμα αποδεικνυομένων ισχυρισμών, δεσμεύει και τους δανειστές, καλύπτει δε και τις αντενστάσεις που προτείνουν αυτοί κατά των αποσβεστικών της απαίτησης ισχυρισμών (ΑΠ1203/2020, ΑΠ 583/1993). Η αδυναμία «παραχρήμα» από­δειξης δεν άγει σε ουσιαστική απόρριψη των αποσβεστικών ισχυρισμών, αλλά σε απόρριψη τους ως απαράδεκτων και αυτεπαγγέλτως ( βλ. Μπρίνιας Αναγκ Εκτ τόμ. A σελ. 439 επ. ΟΛΑΠ 10/1993, AΠ 622/1999 MΕφΛαρ 176/2018 TΝΠ NOMOΣ).Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι από τα αποδεικτικά μέσα (δικαστική ομολογία και έγγραφα) που επικαλέσθηκε και προσκόμισε ο διάδικος παρέχεται ή όχι άμεση απόδειξη των ισχυρισμών του αποτελεί εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων μη υποκειμένη στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ  789/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). IV. Με τον λόγο της έφεσης του ο εκκαλών παραπονείται για την απόρριψη εν μέρει ως απαράδεκτου κατ’ άρθρο 933 παρ.4 ΚΠολΔ, και εν μέρει ως ουσιαστικά αβάσιμου του λόγου της ανακοπής του, με τον οποίο προέβαλε τον ισχυρισμό της εξόφλησης της επίδικης απαίτησης.

V. Εν προκειμένω, από την επανεκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, και τα επικαλούμενα έγγραφα, που προσκομίζουν οι διάδικοι, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στις 15-9-2007 από τον οποίο απέκτησαν ένα τέκνο, τον …….., που γεννήθηκε στις 12-4-2008. Η έγγαμη συμβίωση τους δεν εξελίχθηκε ομαλά, με συνέπεια την οριστική διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης τους στις 29-5-2017, με την μετοίκησή του εκκαλούντος από τη συζυγική οικία. Ακολούθως, μετά από σχετική αίτηση της εφεσίβλητης εκδόθηκε μεταξύ των διαδίκων η με αριθμό 1988/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ανατέθηκε σε αυτήν προσωρινά η επιμέλεια του ανήλικου τέκνου τους και υποχρεώθηκε ο εκκαλών να της καταβάλει προσωρινά ως μηνιαία διατροφή το ποσό των 150 ευρώ για την ίδια και 400 ευρώ, για λογαριασμό του τέκνου, από την επίδοση της αίτησης, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε απαιτητής και ληξιπρόθεσμης δόσης. Η εφεσίβλητη στις 26-1-2018 επέδωσε στον εκκαλούντα αντίγραφο της ως άνω απόφασης με την από 24-1-2018 επιταγή προς πληρωμή, με την οποία τον επέτασσε να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 1.539,22 ευρώ, και δη ποσό 750 ευρώ για οφειλόμενη στην ίδια διατροφή από την επίδοση της αίτησής έως την ημέρα σύνταξης της επιταγής, 13,10 ευρώ για νόμιμους τόκους, 500 ευρώ για οφειλόμενη διατροφή του τέκνου τους κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, 8,32 ευρώ για νόμιμους τόκους, 150 ευρώ για δαπάνες έκδοσης αντιγράφου, σύνταξη επιταγής και παραγγελία προς επίδοση και 117, 80 ευρώ για επίδοση αυτής, και δη νομιμοτόκως όλα τα κονδύλια, πλην  αυτού των τόκων, καθώς και το συνολικό ποσό των 550 ευρώ για επιδικασθείσα διατροφή της ιδίας και του τέκνου, μηνιαίως από 1-2-2018 και την πρώτη ημέρα εκάστου επόμενου μήνα. Ακολούθως, στις 22-3-2018 με το από 20-3-2018 κατασχετήριο έγγραφο κατέσχεσε εις χείρας της τότε εργοδότριας εταιρίας του εκκαλούντος με την επωνυμία  «…………….», το ποσό των 1.583,62 ευρώ (για υπόλοιπο οφειλόμενης διατροφής με βάση την ανωτέρω επιταγή προς πληρωμή, ποσού 1.189,22 ευρώ, πλέον υπολοίπου διατροφής μηνός Μαρτίου 2018 ,ποσού 10 ευρώ, και 136,40 ευρώ και 248 ευρώ για έξοδα σύνταξης και επίδοσης του κατασχετηρίου). Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι η εφεσίβλητη στις 26-1-2018  επέδωσε στον εκκαλούντα και την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2018 κύρια αγωγή, που άσκησε ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία ζητούσε την οριστική ανάθεση σε αυτήν της επιμέλειας του τέκνου καθώς και την επιδίκαση διατροφής τόσο για την ίδια όσο και για αυτό. Επι της τελευταίας  εκδόθηκε η με αριθμό 4134/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που  την συνεκδίκασε με την αντίθετη αγωγή του αντιδίκου, και ανέθεσε οριστικά στην εφεσίβλητη την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου, υποχρέωσε (και δη με προσωρινώς εκτελεστή διάταξη) τον εκκαλούντα να της καταβάλει ως μηναία διατροφή το ποσό των 150 ευρώ για την ίδια και 500 ευρώ για το ανήλικο τέκνο για χρονικό διάστημα τριών ετών από την επίδοση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε απαιτητής και ληξιπρόθεσμης δόσης, και ρύθμισε οριστικά το δικαίωμα επικοινωνίας του τελευταίου με αυτό. Η εφεσίβλητη με την από 20-11-2018 επιταγή προς πληρωμή, κάτωθεν αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω απόφασης που επέδωσε νόμιμα στον εκκαλούντα στις 22-11-2018, επέτασσε αυτόν στην καταβολή του συνολικού ποσού των 1.309,94 ευρώ, και δη ποσό 230,77 ευρώ για οφειλόμενη διατροφή αυτής από την επίδοση της αγωγής έως την ημέρα σύνταξης της επιταγής, 6,99 ευρώ για νόμιμους τόκους, 769,23 ευρώ για οφειλόμενη διατροφή του τέκνου τους κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, 23,31 ευρώ για νόμιμους τόκους, 40,64 ευρώ και 1,20 ευρώ, για δαπάνες έκδοσης απογράφου και αντιγράφου, αντίστοιχα, 120 ευρώ για σύνταξη επιταγής και 117, 80 ευρώ για επίδοση αυτής, και δη νομιμοτόκως όλα τα κονδύλια, πλην  αυτού των τόκων, καθώς και το συνολικό ποσό των 650 ευρώ για επιδικασθείσα διατροφή της ιδίας και του τέκνου, μηνιαίως από 26-11-2018 (δηλαδή από την  επίδοση της αγωγής) και την 26η  ημέρα εκάστου επόμενου μήνα. Κατά της ως άνω αποφάσεως αμφότερα τα διάδικα μέρη άσκησαν εφέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, επι των οποίων εκδόθηκε η με αριθμό 604/2020 απόφαση του, με την οποία έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν μόνον η έφεση της νυν εφεσίβλητης, εξαφανίστηκε μερικώς η εκκαλουμένη απόφαση (4138/2018) και υποχρεώθηκε ο νυν εκκαλών να της καταβάλει το ποσό των 300 ευρώ μηνιαίως για δική της διατροφή (πέραν της διατροφής για λογαριασμό του τέκνου), για χρονικό διάστημα τριών ετών από την επίδοση της αγωγής της, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε δόσης. Στις 29-9-2021 επιδόθηκε νόμιμα στον τελευταίο αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της απόφασης αυτής με την από 8-9-2021 επιταγή προς πληρωμή, με το οποίο αυτός επιτασσόταν να καταβάλει στην εφεσίβλητη το ποσό των 6.466,38 ευρώ για κεφάλαιο συνολικά οφειλόμενης διατροφής, 1.051 ευρώ για νόμιμους τόκους μέχρι την ημερομηνία σύνταξης της, 435,74 ευρώ για δαπάνες έκδοσης απογράφου, 150 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, 150 ευρώ για δαπάνη σύνταξης επιταγής και παραγγελίας προς επίδοση  και 120 ευρώ για επίδοση της επιταγής, ήτοι συνολικά το ποσό των 8.373,12 ευρώ, νομιμοτόκως, πλην του κονδυλίου των τόκων. Ακολούθως, με το από 8-2-2022 κατασχετήριο, αυτή επέβαλε κατάσχεση εις χείρας των τραπεζικών ανωνύμων εταιριών με την επωνυμία ……………….. για το ποσό των 8.373,12 ευρώ, πλέον 314,04 ευρώ για νόμιμους τόκους, 750 ευρώ για δαπάνη σύνταξης του κατασχετηρίου και 293,60 ευρώ  για επίδοση αυτού, ήτοι συνολικά για το ποσό των 9.730,76 ευρώ, ενώ με το από 10-6-2022 κατασχετήριο που επιδόθηκε στον εκκαλούντα  και την  εργοδότρια  του εταιρία με την επωνυμία «…………..» στις 15-6-2022 (βλ. προσκομιζόμενο αντίγραφο επιδοθέντος κατασχετηρίου καθώς και την με αριθμό …./2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………….),επέβαλε εις χείρας της τελευταίας κατάσχεση του ιδίου ως άνω ποσού των 373,12 ευρώ, πλέον 407,23 ευρώ για νόμιμους τόκους, 250 ευρώ για δαπάνη σύνταξης του κατασχετηρίου, 130 ευρώ για επίδοση του, 1043,60 ευρώ για δαπάνη σύνταξης του ως άνω από 8-2-2022 κατασχετηρίου, ήτοι συνολικά για το ποσό των 10.293,95 ευρώ. Ο εκκαλών με τον λόγο της ανακοπής του, που επαναφέρει με τον λόγο της έφεσης του, διατείνεται ότι το εν λόγω από 10-6-2022 κατασχετήριο είναι άκυρο, διότι η οφειλή του έναντι της εφεσίβλητης έχει εξοφληθεί πλήρως. Σχετικώς δε επικαλείται, και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  καταβολές στον τραπεζικό λογαριασμό της τελευταίας στην «……….», κατά το χρονικό διάστημα από 2-2-2018 έως 31-8-2021 (και όχι έως 1-6-2022, όπως με την ανακοπή), συνολικού ποσού 27.433,62 ευρώ (αντί του ποσού των 29.235,62 ευρώ, που αναφέρει στην ανακοπή), προσκομίζει δε σχετικά αποκόμματα συναλλαγών από μηχανήματα αυτόματων συναλλαγών καθώς και εκτυπώσεις από  εντολές μεταφοράς ποσών σε τραπεζικό λογαριασμό της εφεσίβλητης, όπως και  αντίγραφο της αναλυτικής κίνησης του λογαριασμού αυτής στην εν λόγω Τράπεζα. Αναφορικά με τις επικαλούμενες καταβολές, εκείνες που δύνανται να καταλογισθούν στην απορρέουσα, από την προσωρινώς εκτελεστή με αριθμό 4134/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου και την με αριθμό 604/2020 τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου οφειλή του, για την οποία επιβλήθηκε και η επίδικη κατάσχεση εις χείρας τρίτου, είναι όσες αφορούν στο διάστημα απο 11-5-2018 έως 29-12-2020, οι οποίες ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 20.200 ευρώ, όπως συνομολογεί και η εφεσίβλητη και δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Περαιτέρω, αναφορικά με τις γενόμενες καταβολές από 1-2-2021 έως 31-8-2021, κατά τις οποίες  κατατέθηκαν εκ μέρους του εκκαλούντος τα κάτωθι ποσά με τις εξής αιτιολογίες: στις 1-2-2021 το ποσό των 550 ευρώ για διατροφή τέκνου Φεβρουαρίου, στις 1-3-2021 το ποσό των 550 ευρώ για διατροφή τέκνου Μαρτίου, στις 31-3-2021 το ποσό των 550 ευρώ για διατροφή τέκνου Απριλίου, στις 19-4-2021 τα ποσά των 400 ευρώ και 150 ευρώ για διατροφή τέκνου Μαΐου, στις 28-5-2021 το ποσό των 550 ευρώ για διατροφή τέκνου Ιουνίου, στις 1-7-2021 το ποσό των 450 ευρώ για διατροφή τέκνου Ιουλίου, στις  30-7-2021 το ποσό των 500 ευρώ για διατροφή τέκνου Αυγούστου, και στις  31-8-2021 το ποσό των 500 ευρώ για διατροφή τέκνου Σεπτεμβρίου,  η εφεσίβλητη αρνείται ότι αφορούν στην επίδικη οφειλή, καθόσον, όπως προκύπτει από την τιθέμενη για αυτές αιτιολογία κατά τον χρόνο κατάθεσης των χρημάτων, αυτές αφορούν σε διατροφή του τέκνου του τρέχοντος κάθε φορά μήνα (που βρίσκεται εκτός του χρονικού διαστήματος που αφορούν οι ως άνω δικαστικές αποφάσεις), και  το οποίο (τέκνο) ο εκκαλών σε κάθε περίπτωση υπέχει νόμιμη υποχρέωση να διατρέφει κατ’άρθρο 1489 ΑΚ, ανάλογα με τις δυνάμεις του. Ομοίως,  για τις καταβολές, που έγιναν κατά το χρονικό διάστημα από 2-2-2018 έως 10-5-2018, συνολικού ποσού 3.033,62 ευρώ, η εφεσίβλητη ουδόλως συνομολογεί ότι καταλογίζονται στην επίδικη οφειλή, αλλά διατείνεται, ότι αφορούν στην προσωρινώς επιδικασθείσα διατροφή δυνάμει της με αριθμό 1988/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου και ανάγονται σε προγενέστερο χρονικό διάστημα, για το οποίο επιδόθηκε η από 24-1-2018 επιταγή προς πληρωμή, ενώ ισχυρίζεται ειδικότερα, ότι η τότε εργοδότρια εταιρία του εκκαλούντος «…………..», εις χείρας της οποίας επιβλήθηκε δυνάμει του από 20-3-2018 κατασχετηρίου εγγράφου,   κατάσχεση,  κατέβαλε  για το λόγο αυτό το ποσό των 1.583,62 ευρώ, που ο εκκαλών μη ορθώς εμφανίζει ως εκ μέρους του ιδίου καταβολή για το επίδικο χρονικό διάστημα. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό,  ότι  αφαιρουμένου του εν λόγω ποσού των 1.583,62 ευρώ εκ των ανωτέρω καταβολών, το οποίο ρητώς αμφισβητεί η εφεσίβλητη, ότι καταλογίζεται στην επίδικη οφειλή, το υπόλοιπο ποσό των 1.450 ευρώ (3.033,62 μείον 1.583,62 ευρώ) τυχόν προστιθέμενο στο συνολικό ποσό καταβολών 20.200 ευρώ, που συνομολογεί η εφεσίβλητη, δεν άγει στην εξόφληση της οφειλόμενης διατροφής για το χρονικό διάστημα από 26-1-2018 έως 25-1-2021, συνολικού ποσού 28.800 ευρώ (36 μήνες χ 800 ευρώ), καθώς υπολείπεται προς τούτο  κατά ποσό 7.150 ευρώ για κεφάλαιο, μετά νομίμων τόκων, που είναι μεγαλύτερο αυτού για το οποίο επιβλήθηκε η προσβαλλόμενη κατάσχεση (6.466,38 ευρώ), ώστε να δικαιολογείται αυτή και τα έξοδα της. Εν όψει των ανωτέρω, καθόσον ο εκκαλών δεν επι­καλείται, ούτε προσκομίζει έγγρα­φο διαθέσεως, από το οποίο να αποδεικνύεται ευθέως η εξόφληση της επίδικης οφειλής του, αλλά χρειάζεται προς τούτο η περαιτέρω εξέταση και άλλων αποδεικτικών μέσων, όπως της  ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα του, ο λόγος της ανακοπής περί εξοφλήσεως κατά το μέρος αυτό τυγχάνει απα­ράδεκτος, επειδή δεν αποδεικνύεται παραχρήμα, και ορθώς  απορρίφθηκε ως τέτοιος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 933 παρ.4 ΚΠολΔ εφαρμόζεται  σε κάθε περίπτωση, είτε δηλαδή ο επικαλούμενος αποσβεστικός λόγος ανάγεται σε χρόνο πριν από την έκδοση του εκτελούμενου τίτλου, είτε σε μεταγενέστερο, ο δε λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών διατείνεται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετα ταύτα, επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος της έφεσης προς έρευνα, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και  να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του  παραβόλου, ποσού 100,00 ευρώ, που ο εκκαλών προκατέβαλε κατά την κατάθεση της εφέσεως,  ενώ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας  πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) ,κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με την παρουσία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο  του παραβόλου της έφεσης.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος και τα ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 30 Απριλίου 2025,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ