ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός Αποφάσεως 176/2025
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ευαγγελία Πανταζή Εφέτη και Ελένη Μοτσοβολέα Εφέτη- Εισηγήτρια και από την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των εκκαλούντων- ασκούντων πρόσθετους λογους έφεσης- καθ’ων η πρόσθετη παρέμβαση : 1) …………, 2) …………, 3) ……….., οι οποίοι στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Δημήτριο Βαρελά , βάσει δηλώσεως.
Της εφεσίβλητης- υπερ ης η πρόσθετη παρέμβαση : Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «………….» και τον διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στην Αθήνα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται , ως καθολικής διαδοχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», και τον διακριτικό τίτλο «……….» λόγω διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικης δραστηριότητας της και σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρείας (άρθρο 16 του ν. 2515/1997 και άρθρα 57 παρ. 3 αι 59-74 του ν. 4601/2019- Ανακοινώσεις στο Γ.Ε.Μ.Η. υπ’ αριθμ. 31909/20.3.2020)» η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο Ειρήνη- Αλεξάνδρα Αλαχούζου .
Της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας :Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….»και τον διακριτικο τίτλο «………..» πρώην με την επωνυμία « ……………..» που εδρεύει στο ………. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσας νομίμως από την ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ, σύμφωνα με το Ν. 4354/2015, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 220/1/ 13.3.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (880/16-3-2017 ΦΕΚ), ενεργούσα με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, διαχειρίστρια των απαιτήσεων, των οποιων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία « ………..” που εδρεύει στο …… Ιρλανδίας, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εταιρεία ειδικού σκοπού κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» και τον διακριτικό τίτλο «………….», κατόπιν μεταβίβασης σε αυτήν από την τελευταία απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, όπως μεταγενέστερα η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……..”, και τον διακριτικό τίτλο «…….» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νομίμως, κατέστη καθολική διάδοχος της ως άνω πρώην ανώνυμης τραπεζικης εταιρείας με την επωνυμία «………” και τον διακριτικό τίτλο «. ……», λόγω διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της ως άνω νέας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας (άρθρων 16 Ν. 2515/1997, καθώς και 57 και 70 Ν. 4601/2019), η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο, Ειρήνη- Αλεξάνδρα Αλαχούζου.
Η εταιρεία με την επωνυμία «………..» άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30-6-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2014 αγωγή της κατά των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων και ζήτησε να γίνει δεκτή. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1119/2016 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες με την από 1-8-2016 και με αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2016 έφεσή τους, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης ………/2016 και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 2-3-2017, οπότε ματαιώθηκε. Η έφεση επαναφέρθηκε με την από 17-12-2018 κλήση των εκκαλούντων, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης …………/2018 και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 10-10-2019 κατά την οποία ανεβλήθη για τη δικάσιμο της 19-11-2020, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης ανεβλήθη οίκοθεν με την υπ’ αριθμ. 3/2021 Πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, λόγω αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της Χώρας εξαιτιας της πανδημίας του κορωνοϊου για τη δικάσιμο την 17-3-2022, κατά την οποία η συζήτηση αναβλήθηκε για την δικάσιμο της 16-11-2023, οπότε η συζήτηση αναβλήθηκε για την δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά της ως άνω αποφάσεως οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες άσκησαν και το από 8-2-2022 δικόγραφο προσθέτων λόγων εφέσεως αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης …………/2022, και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 17-3-2022, κατά την οποία η συζήτηση αναβλήθηκε για την δικάσιμο της 16-11-2023, οπότε η συζήτηση αναβλήθηκε για την δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα «…………..» και τον διακριτικό τίτλο «…………..» άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 29-10-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2021 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της ήδη εφεσίβλητης και κατά των και ήδη εκκαλούντων ,η οποία προσδιορίσθηκε για την δικάσιμο της 17-3-2022, κατά την οποία η συζήτηση αναβλήθηκε για την δικάσιμο της 16-11-2023, οπότε η συζήτηση αναβλήθηκε για την δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε μονομερή δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε προτάσεις, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας και της εφεσίβλητης αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση των εναγομένων κατά της υπ’ αριθμ. 1119/2016 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε την εναντίον τους από 30-6-2014(με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2014) αγωγή της αρχικης διαδίκου ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» και τον διακριτικό τίτλο «………» κατ’ ουσίαν, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2 , 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 ΚΠολΔ), αφού η εκκαλουμένη επιδοθηκε στις 8-7-2020 και η έφεση κατατέθηκε στις 2-8-2016, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ( άρθρο 19 ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της έχει καταβληθει και το νόμιμο παράβολο (υπ΄αριθμ. …/2016, …../2016, …/2016, …/2016 παράβολα) σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 εδ. 3 του ΚΠολΔ. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθει περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της κατά την αυτή ως άνω διαδικασία (533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Μετ΄ αυτής δε, πρέπει, να συνεκδικασθεί λόγω προδήλου συναφείας (άρθρον 246 ΚΠολΔ) το από 8-2-2022 (με αριθμό κατάθεσης ………/2022) ιδιαίτερο δικόγραφο προσθέτων λόγων εφέσεως των εκκαλούντων, καθώς πλήττει τα αυτά μετά της εφέσεως κεφάλαια και τα αναγκαστικώς συνεχόμενα με αυτά (520 ΚΠολΔ) και, συνεπώς, πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων του, κατά την ιδία διαδικασία (άρθρα 532 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με την από 30-6-2014 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2014) αγωγή η αρχική διάδικος τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία « ………..» στην θέση της οποίας έχει ήδη υπεισέλθει η εφεσίβλητη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………….», εξέθετε ότι διαθέτει σε βάρος της πρώτης εναγομένης ληξιπρόθεσμη απαίτηση ύψους 40.665,00 ευρώ από την έκδοση τριών ακάλυπτων επιταγών, που εξέδωσε η πρώτη των εναγομένων με την ιδιότητα της μοναδικής εταίρου και διαχειριστριας της εταιρείας «………..» σε διαταγή της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………..», των οποίων (επιταγών) η αρχική διάδικος τραπεζική εταιρεία κατέστη νόμιμη κομίστρια από αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων. Ότι ειδικότερα οι επιταγές αυτές μεταβιβάσθηκαν με ονομαστική αξιογραφική οπισθογράφηση στις 24.8.2009 από την αρχική λήπτρια εταιρεια «……………» προς την ενάγουσα λόγω ενεχύρου, για την εξασφάλιση των απαιτησεων της τράπεζας κατά της τελευταίας, οι οποίες απέρρεαν από την υπ’ αριθμ. ……./2005 σύμβαση πιστώσεως με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, την οποία συνήψε με την ως άνω λήπτρια εταιρεία και με την οποια παρασχέθηκε στην τελευταία πίστωση μέχρι του ποσού των 600.000 ευρω. Ότι ενώ είχε γεννηθεί η ως άνω απαίτησή της σε βάρος της πρώτης εναγομένης, η τελευταία μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής α)δυνάμει του υπ’ αριθμ. …../12.7.2020 συμβολαίου γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Ελευσίνας ………….., νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία, στον υιό της – δεύτερο εναγόμενο κατά πλήρη κυριότητα το ½ εξ αδιαιρέτου επί του ακινήτου, που λεπτομερώς περιγράφεται στην αγωγή και β) δυνάμει του υπ’ αριθμ. …………./12.7.2020 συμβολαίου γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Ελευσίνας ………, νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία, στην θυγατέρα της -τρίτη εναγόμενη κατά πλήρη κυριότητα το ½ εξ αδιαιρέτου επί έτερου ακινήτου, που λεπτομερώς περιγράφεται στην αγωγή, μολονότι γνώριζε ότι η υπόλοιπη περιουσία δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση της απαίτησής της. Ότι η απαίτησή της ανερχόταν κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής στο συνολικό ποσό των 40.665,00 ευρώ, η δε συνολική αξία των ακινήτων ανερχόταν στο ποσό των 50.094,44 ευρώ (αντικειμενική αξία του πρώτου ακινήτου ύψους 25.515,00 ευρώ και αντικειμενική αξία του δεύτερου ακινήτου ύψους 24.579,44 ευρώ ). Ότι οι ως άνω μεταβιβάσεις έγιναν από την πρώτη των εναγόμενων με πρόθεση βλάβης της ενάγουσας και συγκεκριμένα με σκοπό να ματαιώσει την ικανοποίηση της ως άνω γεγεννημένης, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, απαίτησης, γνώριζε, δε, η πρώτη των εναγομένων, ότι τα εν λόγω μεταβιβασθέντα περιουσιακά στοιχεία ήταν τα μόνα πρόσφορα για την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας. Ότι λόγω της χαριστικής αιτίας των ένδικων μεταβιβάσεων (γονικών παροχών) δεν απαιτείται η γνώση των υπέρ ων οι μεταβιβάσεις – δεύτερου και τρίτης των εναγομένων. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε να απαγγελθεί η διάρρηξη υπέρ αυτής των απαλλοτριωτικών, δυνάμει των υπ’ αριθμ. …./12.7.2020 και …../12.7.2020 συμβολαίων γονικής παροχής, δικαιοπραξιών, ως καταδολιευτικών, για την ικανοποίηση της απαίτησής της και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Επί της ανωτέρω αγωγής εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση, δια της οποίας τo πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, ως ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 939 επ. ΚΠολΔ, και περαιτέρω μετ’ εκτίμηση αποδείξεων δέχθηκε την αγωγή κατ’ ουσίαν απαγγέλοντας υπέρ της ενάγουσας την διάρρηξη ως καταδολιευτικών των περιγραφόμενων στην αγωγή δικαιοπραξιών. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, με την υπό κρίση έφεσή τους και το δικόγραφο των προσθέτων λόγων εφέσεως για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και κακή εφαρμογή του νόμου και για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και διώκουν την εξαφάνισή της εκκαλουμένης, ώστε να απορριφθεί η αγωγή.
Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου (αφού δεν εισάγει δικό του αυτοτελές αίτημα, δεν διευρύνονται δηλαδή τα υποκειμενικά όρια της εκκρεμούς δίκης), μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξ άλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 § 1 και 215§ 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις, που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία στην περίπτωση, που ασκείται για πρώτη φορά στο εφετείο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 524§ 1 σε συνδυασμό με 591 § 1 ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι της άσκησής της διαδίκους, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΟλΑΠ 1/2023, ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012, ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα δε, με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78 ΚΠολΔ περί αναγκαστικής ομοδικίας και αυτή του άρθρου 76§1 εδ. τελ. που ορίζει ότι για τους αναγκαίους ομοδίκους που απουσιάζουν, δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας, αλλά αυτοί αντιπροσωπεύονται από τους παριστάμενους ομοδίκους τους (βλ. ΑΠ 368/2019, ΑΠ 727/2017, ΝΟΜΟΣ, Εφ.Θεσ 226/2021, Αρμ.2021,416. Ερμηνεία ΚΠολΔ Β. Βαθρακοκοίλη, τ.1, άρθρο 76, σελ. 523, παρ. 33, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα, τ. 1ος, άρθρο 83, σελ. 193, παρ. 1 και άρθρο 76 σελ. 178, παρ. 7). Από τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης εις βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου, ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες, που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005, ΝΟΜΟΣ). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου, όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 § 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011, ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….”, “Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις”. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, “Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης”. Στην προκειμένη περίπτωση η εταιρεία με την επωνυμία «……………» και τον διακριτικό τίτλο «………….» άσκησε το πρώτον ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης με το από από 29-10-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2021 ιδιαίτερο δικόγραφο επιδοθέν προς όλους τους καθ’ων η πρόσθετη παρέμβαση – εκκαλούντες (υπ’ αριθμ. ……../16.2.2022, …./16.2.2022 και ………/16.2.2022 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……… ) αλλά και στην υπερ ης η πρόσθετη παρέμβαση – εφεσίβλητη, (……./16.2.2022 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …………. ), επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον της ότι ενεργεί με την ιδιότητα της ως μη δικαιούχος διάδικος και ως διαχειρίστρια τως απαιτήσεων, της οποίας δικαιούχος τυγχάνει η εδρεύουσα στο Δουβλίνο Ιρλανδίας αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία « …………», η οποία μετά την άσκηση της ως άνω έφεσης κατέστη ειδική διάδοχος της ως άνω εφεσίβλητης, λόγω μεταβίβασης σ`αυτήν της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η εκδοθείσα επ’αυτής εκκαλουμένη απόφαση και ότι το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτής (ειδικής διαδόχου) κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ , αιτούμενη να γίνει δεκτή η κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ εκούσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβασή της και να απορριφθεί η έφεση. Ειδικοτερα, η αρχική διάδικος εταιρεία με την επωνυμία «…………» μεταβίβασε προς την εδρεύουσα στο Δουβλίνο Ιρλανδίας αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία ” «…………….», νομίμως εκπροσωπούμενη, επιχειρηματικές απαιτήσεις, λόγω πώλησης με τιτλοποίηση αυτών των απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 24-6-2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρίσθηκε στις 24-6-2019 στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο ….. με αριθμό ….., μεταξύ των οποίων και τις απαιτήσεις που απορρεουν εκ της υπ’ αριθμ. ……/8-2-2005 δανειακής σύμβασης και ως εκ τούτου και την ένδικη αξιωση. Ακολούθως, η ως άνω εταιρεία ειδικού σκοπού, δυνάμει της από 24/6/2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρίσθηκε την 24-6-2019 στα δημόσια βιβλία του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο …. με αριθμό ….., ανέθεσε αρχικά τη διαχείριση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων που της μεταβιβάστηκαν, μεταξύ των οποίων και της επίδικης, στην μεταβιβάσασα Τράπεζα. Στη συνέχεια, με την με αριθ. πρωτ. 31847/20-3-2020 απόφαση του Τμήματος Ασφαλιστικών ΑΕ και Χρηματοδοτικών Ιδρυμάτων της Δ/νσης Εταιρειών Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, η οποία καταχωρίστηκε στο Γ.Ε.ΜΗ στις 20-3-2020 , εγκρίθηκε η διάσπαση με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας της αρχικής διαδίκου Τράπεζας με σύσταση νέας εταιρείας με την επωνυμία ” ……………. ” (ήδη εφεσίβλητη). Με τον τρόπο αυτό η εφεσίβλητη υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα της αρχικής διαδίκου Τράπεζας ως καθολική διάδοχος αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16 Ν. 2515/1997, καθώς και 57 και 70 Ν. 4601/2019, όπως η εν λόγω μεταβολή στο πρόσωπο του διαχειριστή καταχωρίσθηκε την 29.4.2020 στο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τόμο ….. αρ. ……). Κατόπιν αυτής της μεταβολής η εταιρεία ειδικού σκοπού « …………» με την από 30-3-2020 σύμβαση διαχείρισης, περίληψη της οποίας καταχωρίστηκε στα ως άνω δημόσια βιβλία στις 29-4-2020, στον τόμο …., με αύξ. αριθ. ….., ανέθεσε τη διαχείριση των απαιτήσεων στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ……………», η οποία έχει λάβει άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, δυνάμει της 220/1/13-3-2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΦΕΚ Β αριθ. 880/16-3-2017) και η οποία με την από 5-6-2020 απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της, άλλαξε την επωνυμία της σε “« ……………..»” (ήδη προσθέτως παρεμβαίνουσα). Συνεπεία των ανωτέρω η εταιρεία ειδικού σκοπού « ………….» κατέστη ειδικός διάδοχος της μεταβιβάσασας τραπεζικής εταιρείας « …………» και δικαιούχος της απαιτήσεως κατά των εναγομένων κατόπιν μεταβίβασης σ’ αυτήν, μεταξύ άλλων, και της ένδικης απαιτήσεως, στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις της ανωτέρω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, και ως εκ τούτου η εταιρεία με την επωνυμία «…………..» ενεργούσα ως μη δικαιούχος διάδικος και διαχειρίστρια των απαιτήσεων , συμπεριλαμβανομένης της επίδικης , της ως άνω δικαιούχου εταρείας « ………………» ειδικής διαδόχου της ως άνω τραπεζικής εταιρείας «…………….» στην θέση της οποίας έχει ήδη υπεισέλθει η εφεσίβλητη «…………….», έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει, ως μη δικαιούχος διάδικος,την κρινόμενη αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση στην ανοιγείσα δίκη υπέρ της εφεσίβλητης, προς απόκρουση της ένδικης έφεσης. Η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες σκέψεις, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη κατ` άρθρο 80, 83 ΚΠοΔ, με αποτέλεσμα μεταξύ της κυρίας διαδίκου- ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας να δημιουργηθεί σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005, ΑΠ 1248/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθ’ όσον η ισχύς της εκδοθησόμενης απόφασης, δηλαδή το εξ αυτής δεδικασμένο, η εκτελεστότητα και η τυχόν διαπλαστική ενέργεια, καταλαμβάνει και την ειδική διάδοχο μετά την εκκρεμοδικία και πρέπει η ένδικη εκούσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση να ερευνηθεί περαιτέρω, συνεκδικαζόμενη με την ως άνω ένδικη έφεση, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης κι επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246 και 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), πέραν του ότι η πρόσθετη παρέμβαση δεν είναι επιδεκτική χωριστής συζήτησης, από εκείνη της εκκρεμούς δίκης, αφού δεν έχει αυτοτέλεια έναντι της αρχικής αγωγής, αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη, που ανοίχθηκε με την αγωγή ή το ένδικο μέσο, από την οποία δεν μπορεί να χωριστεί (ΑΠ 1426/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειούται ότι η εταιρεία με την επωνυμία «…………….», στην οποία, δυνάμει της προαναφερόμενης σύμβασης διαχείρισης ανατέθηκε από την εταιρεία απόκτησης « ………….», ειδική διαδόχο της αρχικης διαδίκου τραπεζικής εταιρείας « …………..» ” η διαχείριση της επίδικης απαίτησης, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 4 του Ν. 3156/2003, δικαιούται να ασκήσει, κατ` εξαίρεση νομιμοποιούμενη ως μη δικαιούχος διάδικος, κάθε ένδικο βοήθημα, που κατατείνει στην είσπραξη της ένδικης υπό διαχείριση απαίτησης, συνεπώς και την κρινόμενη πρόσθετη παρέμβαση, καθόσον κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και Ν. 3156/2003, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π) έχουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισής τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (ΟλΑΠ 1/2023).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 939,941,942 και 943 ΑΚ σαφώς συνάγεται ότι οι δανειστές δικαιούνται να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης, που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν επαρκεί για την ικανοποίησή τους. Οι προϋποθέσεις προστασίας των δανειστών είναι: 1) Η ύπαρξη απαίτησης κατά του οφειλέτη γεννημένη κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, η οποία να έχει γίνει ληξιπρόθεσμη κατά την πρώτη στο ακροατήριο συζήτηση της αγωγής για διάρρηξη, χωρίς να απαιτείται να έχει βεβαιωθεί δικαστικά, ούτε να είναι εξοπλισμένη με εκτελεστό τίτλο(ΑΠ 708/2017, ΑΠ 278/2011).Την ιδιότητα του δανειστή λογίζεται ότι έχει και ο φορέας ενοχικής απαίτησης, που τελεί υπό αναβλητική προθεσμία, διότι η προθεσμία δεν εξαρτά τη γένεση του ενοχικού δικαιώματος από την πάροδο του χρόνου, που έχει ταχθεί, αλλά αναστέλλει μόνο την ενάσκησή του, την οποία μεταθέτει στο μέλλον, ήτοι αρκεί να έχουν συντελεστεί μέχρι και το χρόνο της απαλλοτρίωσης, τα παραγωγικά γεγονότα της απαίτησής του και να έχει γίνει αυτή ληξιπρόθεσμη, κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο της περί διάρρηξης αγωγής (ΑΠ 928/2014, ΑΠ 708/2017). 2) Απαλλοτρίωση εκ μέρους του οφειλέτη προς τρίτον, η οποία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων κάθε σοβαρή και ηθελημένη (μη εικονική) διάθεση ή εκποίηση με δικαιοπραξία ή άλλη ενέργεια, που επάγεται μείωση της υπέγγυας περιουσίας, ανεξάρτητα αν είναι επαχθής ή χαριστική, καθώς και κάθε παροχή γενόμενη από ηθικό καθήκον ή από λόγους κοινωνικής ευπρέπειας, διότι το γεγονός ότι η διάθεση αυτή γίνεται προς εκπλήρωση σχετικής ηθικής υποχρέωσης, δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών, ούτε την προτίμηση εκπλήρωσης από τον οφειλέτη των ηθικών υποχρεώσεών του έναντι των νομικών (ΑΠ 805/2013, ΑΠ 1217/2014). Η γονική παροχή που θεσμοθετείται με το άρθρο 1509 του ίδιου Κώδικα συνιστά επίδοση από ελευθεριότητα και συνεπώς η περί αυτής δικαιοπραξία είναι χαριστική, μη συναγομένου άλλως από το χαρακτηρισμό της, στο α` εδάφιο της τελευταίας διάταξης, ως δωρεάς, ως προς το ποσό που υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, αφού αυτό αποσκοπεί στο να αποκλείσει τη δυνατότητα ανάκλησης αυτής, ως προς το μέρος που αυτή δεν αποτελεί δωρεά, και όχι να τη χαρακτηρίσει, εξ αντιδιαστολής, ως επαχθή δικαιοπραξία (ΑΠ 778/2015, ΑΠ 28/2017, ΑΠ 1567/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1778/2006 ΝοΒ 2007.338). Έτσι, οι γονικές παροχές υπόκεινται σε διάρρηξη, κατά το άρθρ. 939 Α.Κ., ανεξάρτητα αν υπερβαίνουν ή όχι το ανάλογο μέτρο, που επιβάλλουν οι περιστάσεις, ασχέτως, δηλαδή, του αν αποτελούν δωρεές, εν όλω ή εν μέρει, δεδομένου, μάλιστα, ότι αυτές δεν συνιστούν νομική υποχρέωση των γονέων, αλλά εκδήλωση ηθικού καθήκοντος και, σαν τέτοιες, είναι προφανές ότι πρέπει να έπονται των ενοχικών υποχρεώσεων (Α.Π. 1796/2006 Αρμ. 2007.723, Α.Π. 677/2003 ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1621/2000 ΕλλΔνη 2001.287, Α.Π. 881/2000 ΕλλΔνη 2001.418, Α.Π. 146/1994 ΕλλΔνη 1995.828 ), 3) Ανεπάρκεια της υπόλοιπης εμφανούς περιουσίας του οφειλέτη για την ικανοποίηση του δανειστή, η οποία οφείλεται αιτιωδώς στην απαλλοτρίωση. Η αφερεγγυότητα δε αυτή του οφειλέτη πρέπει να συντρέχει όχι μόνο κατά την απαλλοτρίωση αλλά και κατά τον χρόνο έγερσης της αγωγής διάρρηξης, που είναι και ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης του δανειστή (ΑΠ 778/2015, ΑΠ 708/2017). 4) Δόλος του οφειλέτη , ήτοι πρόθεση βλάβης των δανειστών. Η πρόθεση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει όταν αυτός (οφειλέτης) γνωρίζει, κατά τον κρίσιμο χρόνο της απαλλοτρίωσης, ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία, που του απομένει, να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών, αφού, στην περίπτωση αυτή, είναι προφανές ότι ο οφειλέτης γνωρίζει ότι συνέπεια της πράξης του είναι η βλάβη των δανειστών, την οποία αποδέχεται, μη αναιρουμένου του καταδολιευτικού χαρακτήρα της απαλλοτρίωσης αν, εκτός από την πρόθεση βλάβης των δανειστών, επιδιώκει παράλληλα και άλλους σκοπούς. 5) Γνώση του τρίτου (προς τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση), της προθέσεως του απαλλοτριώσαντος προς βλάβη του δανειστή του, που τεκμαίρεται ότι υπάρχει, όταν ο τρίτος έχει μία από τις ιδιότητες και συγγενικές σχέσεις, που αναφέρονται στο άρθρο 941 παρ. 2 του Α.Κ., εφόσον όμως δεν παρήλθε έτος από την απαλλοτρίωση, μέχρι την άσκηση της αγωγής, επιτρέπεται δε η κατάρριψη του τεκμηρίου με ανταπόδειξη, ενώ το στοιχείο της γνώσης δεν απαιτείται σε απαλλοτρίωση από χαριστική αιτία, κατά το άρθρο 942 του Α.Κ. (ΑΠ 88/2023, ΑΠ 1320/2019, ΑΠ 28/2017, ΑΠ 243/2019, ΑΠ 1937/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1561/2004 και ΑΠ 638/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 637/2001 ΕλλΔνη 2002· 1410, ΑΠ 1409/2002 ΔΕΕ 2002.608, ΑΠ 818/1998 ΕλλΔνη 1999. 139).
Από την προσήκουσα εκτίμηση της ενορκης καταθέσεως του μάρτυρος που εξετάσθηκε στο ακροατήριο κατά πρόταση των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ως και από την συνεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των μετ’ επικλήσεως νομίμως προσκομιζομένων υπό των διαδίκων εγγράφων, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη (άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ) είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 § 3, 339, 395 ΚΠολΔ), διότι επιτρέπεται το εμμάρτυρον, μεταξυ των οποίων των υπ’ αριθμ. …../2015 και ……/2014 ενόρκων, ενώπιον του Ειρηνοδικη Ελευσίνας , βεβαιώσεων οι οποίες θα ληφθούν υπόψιν για την συναγωγή των δικαστικών τεκμηρίων, διότι, όπως μνημονευεται σε αυτές, ελήφθησαν στα πλαίσια άλλης δίκης (της από 3-6-2008 αρ. κατ. …../2008 αγωγής) , σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα εξής: Η πρώτη εναγομένη με την ιδιοτητα της μοναδικής εταίρου και διαχειρίστριας της ήδη λυθείσας μονοπρόσωπης εταιρείας με την επωνυμία ««…………….» εξέδωσε στην …… Αττικής, στις 31-1-2010 και 28-2-2010 στο όνομα και για λογαριασμό της άνω εταιρείας, τρεις (3) μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «…………….», θέτοντας την υπογραφή της κατω από την εταιρική επωνυμία. Ειδικότερα στις 31.1.2010 εξέδωσε τις υπ’ αριθμ. ……….. και …….. τραπεζικές επιταγές της Εθνικής Τράπεζας ποσού 21.000,00 ευρώ και 2.665,00 ευρω αντίστοιχα, ενώ στις 28.2.2010 εξέδωσε την υπ’ αριθμ. ……… τραπεζική επιταγή ποσού 17.000,00 ευρώ , συνολικού ποσού των ως άνω επιταγών 40.665,00 ευρώ και σε διαταγή της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………..». Τις ως άνω επιταγές η τελευταία ως λήπτρια μεταβίβασε με οπισθογράφηση λόγω ενεχύρου προς την αρχικώς ενάγουσα τραπεζική εταιρεία «………..» (στην θέση της οποίας έχει ήδη υπεισέλθει η Τραπεζα ………… ), προς εξασφάλιση απαιτήσεων της τράπεζας κατά της λήπτριας, οι οποίες απέρρεαν από την υπ’ αριθμ. …../8-2-2005 σύμβαση πιστώσεως με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, κι ως εκ τούτου η ενάγουσα κατέστη νόμιμη κομίστρια αυτών ως τελευταία οπισθογράφος με αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων. Μολονότι οι ως άνω επιταγές εμφανίσθηκαν νομιμα και εμπρόθεσμα στην πληρώτρια …… Τράπεζα, οι δύο πρώτες στις 3.2.2010 και η τρίτη στις 5.3.2010, δεν πληρώθηκαν διότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στον λογαριασμό της εκδότριας, όπως αποδεικνύεται από τις σχετικές βεβαιώσεις του ως άνω πιστωτικού ιδρύματος επί του σώματος των πρώτων δύο επιταγών στις 5.2.2010 και της τρίτης στις 9.3.2010, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να πετύχει την έκδοση, κατόπιν σχετικής αίτησής της, της υπ’ αριθμ. ……/23.7.2010 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σε βάρος της ως άνω εκδότριας εταιρείας, (δια της οποίας επιτάσσετο να καταβάλει το συνολικό ποσό των 40.665 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων) η οποία, όμως δεν επιδόθηκε εντός προθεσμίας δύο μηνών από την έκδοσή της στην άνω εταιρεία, καθόσον, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. ………΄/30-7-2010 έκθεση ματαιωθείσας επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………… η εν λόγω εταιρεία δεν διατηρούσε πλέον έδρα ή γραφεία στην καταστατική της έδρα της εταιρείας στην …… Αττικής (…………). Ωστόσο η ενάγουσα κατέθεσε για τις τρεις μεταχρονολογημένες επιταγές συνολικού ποσού 40.665,00 την από 16.6.2014 (αρ. κατ. …………./2014) , επιδοθείσα την 11-7-2014 , δηλαδή εντός πενταετίας από την έκδοση των επίδικων επιταγών, αγωγή αδικοπραξίας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της πρώτης εναγομένης (με την ιδιότητα της διαχειρίστριας της άνω εταιρείας), ώστε να εφοδιασθεί με εκτελεστό τίτλο. Ήδη επί της ως άνω αγωγής έχει εκδοθει η υπ’ αριθμ. 2198/2020 απόφαση η του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εδέχθη την αγωγή, ενώ έχει ασκηθει κατ’ αυτής η από 2-11-2020 (αρ. κατ. ……../2020) έφεση. Σημειούται εν προκειμενω ότι ο ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι θα πρέπει να ανασταλεί η κατ’ άρθρον 249 ΚΠολΔ η συζήτηση της υποθέσεως μέχρις εκδόσεως τελεσιδίκου αποφάσεως επί της ως άνω εφέσως, κρίνεται απορριπτέος, διότι κατά τα προεκτεθέντα στην μείζονα της παρούσας σκέψη, η ύπαρξη απαίτησης κατά του οφειλέτη αρκεί να είναι γεννημένη κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, η οποία να έχει γίνει ληξιπρόθεσμη κατά την πρώτη στο ακροατήριο συζήτηση της αγωγής για διάρρηξη, ενώ δεν απαιτείται να έχει βεβαιωθεί δικαστικά, ούτε να είναι εξοπλισμένη με εκτελεστό τίτλο. Περαιτέρω ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι οι ως άνω τραπεζικές επιταγές εξεδόθησαν χάριν ευκολίας δεν απεδείχθη, παρεκτός του ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν έχει έννομη επιρροή ως προς την τράπεζα, δεδομένου ότι η τράπεζα κατά τον κρίσιμο χρόνο κτήσης των επίδικων επιταγών, ήτοι την 28.5.2009 και 24.8.2009 η υποκειμένη βασική σχέση λειτουργούσε κανονικά και επομένως η Τράπεζα δεν εγνώριζε ουτε και θα μπορούσε να γνωρίζει την πορεία και την εξέλιξη της επαγγελματικής σχέσης μεταξύ του εκδότη και του λήπτη των επιταγών. Επομένως, βάσει των ανωτέρω απεδείχθη ότι οι απαιτήσεις της αρχικής διαδίκου τραπεζικής εταιρείας εκ ποσού 40.665,00 ευρώ πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες και απαιτητές, κατά τον χρονο άσκησης της αγωγής (Ιούλιο του 2014), και σε κάθε περίπτωση κατά την πρώτη στο ακροατήριο του πρωτοβαθμιου Δικαστηρίου συζήτηση της αγωγής για διάρρηξη (27-11-2015). Περαιτέρω απεδείχθη ότι, την 12-7-2010, και ενώ η παραπάνω αξίωση της ενάγουσας κατά της πρώτης εναγομένης, ήταν ήδη γεγενημένη, η πρώτη εκκαλούσα μεταβίβασε α)στον δεύτερο των εναγομένων – υιό της, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……/12-7-2010 συμβολαίου παροχής της συμβολαιογράφου Ελευσίνας ………., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς στον τόμο ….. και αριθμό ……, κατά πλήρη κυριότητα το ποσοστό της, ήτοι το ½ εξ αδιαιρέτου του υπό στοιχεία Ιώτα ένα (Ι-1) διαμερίσματος του ισογείου πολυκατοικίας κτισμένης σε οικόπεδο άρτιο και οικοδομήσιμο εντός του σχεδίου πόλεως του Πειραιά,της κτηματικής περιφέρειας του ομώνυμου Δήμου στην ειδική θέση ……. ή ……. , Ενορία ……….. επί της διασταύρωσης των οδών ………….., έκτασης 260,00 τ.μ. εμφαινόμενο με τα κεφαλαια στοιχεία ΑΒΓαΙΔΑ στο από Αυγούστου 1977 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού , ……….. και συνορευόμενο ανατολικά επί προσώπου ΑΒ 13 μ. με την οδό ……. , δυτικά επί πλευρά ΓΙΔ 13 μ. με ιδιοκτησία ……….., βόρεια επί πλευράς ΒΓα 20 μ. με ιδιοκτησία ………., νότια επί προσώπου ΑΓΔ 20 μ. με την οδό ……., έχει δε επιφάνεια 45 τ.μ. και β) στην τριτη των εναγομένων – θυγατέρα της , δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……./12-7-2010 συμβολαίου γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Ελευσίνας ………., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς στον τόμο …… και αριθμό …… , κατά πλήρη κυριότητα το ποσοστό της, ήτοι το ½ εξ αδιαιρέτου του υπό στοιχεία Ιώτα δύο (Ι-2) διαμερίσματος του ισογείου πολυκατοικίας κτισμένης σε οικόπεδο άρτιο και οικοδομήσιμο εντός του σχεδίου πόλεως του Πειραιά,της κτηματικής περιφέρειας του ομώνυμου Δήμου στην ειδική θέση …… ή …… , Ενορία ……. επί της διασταύρωσης των οδών …………, έκτασης 199,50 τ.μ. εμφαινόμενο με τα κεφαλαια στοιχεία ΑΒΓΔΑ στο από 15.5.1980 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού , ………. και συνορευόμενο βόρεια επί πλευράς 15 μ. με ιδιοκτησία …… και ……, νότια επί προσώπου 15 μ. με την οδό ……, ανατολικά επί πλευράς 13,30 μ. με ιδιοκτησία αγνώστων και δυτικά επί πλευράς 13,30 μ. με ιδιοκτησία αγνώστων , έχει δε επιφάνεια 43,35 τ.μ. . Η Η αξία των ακινήτων κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής ανήρχετο για το υπό στοιχεία Ιώτα ένα (Ι-1) διαμέρισμα στο ποσό των 25.515,00 ευρώ και για το υπό στοιχεία Ιώτα δύο (Ι-2) διαμέρισμα ανήρχετο στο ποσό των 24.579,44 ευρώ, και ως εκ τούτου η αξία των επίδικων μεταβιβαζομένων ποσοστών (της πρώτης εναγομένης) ανέρχεται για το ½ εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας επί του πρώτου διαμερίσματος (Ι-1) στο ποσό των 12.757,50 ευρώ και για το ½ εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας επί του δεύτερου διαμερίσματος (Ι-2) στο ποσό των 12.289,72 ευρώ, ήτοι συνολικώς σε 25.047,22 ευρώ. Απεδείχθη ότι οι απαίτησεις της αρχικής διαδίκου τραπεζικής εταιρείας στην προκειμένη περίπτωση είχαν γεννηθεί κατά το χρόνο των επίδικων απαλλοτριώσεων, δηλαδή είχαν συντελεσθεί τα παραγωγικά γεγονότα αυτών και είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες κατά τη συζήτηση της σχετικής αγωγής (Ολ. ΑΠ 709/1974, ΑΠ 928/2014, ΑΠ 1720/2014, ΑΠ 278/2011, ΕφΘεσ 5/2020 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω απεδείχθη ότι η πρώτη εκκαλούσα κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για να κριθεί η αφερεγγυότητα του οφειλέτη και ο προσδιορισμός της βλάβης του δανειστή, αλλά και κατά τη συζήτηση αυτής δεν είχε επαρκή εμφανή ακίνητη περιουσία για την κάλυψη του χρέους της έναντι της ενάγουσας. Οι εκκαλούντες επαναφέρουν με λόγο έφεσης την πρωτοδίκως απορριφθείσα ένσταση περί επάρκειας της περιουσίας της πρώτης εξ αυτών για την κάλυψη της οφειλής της έναντι της ενάγουσας, επικαλούμενοι ότι η πρώτη εναγομένη κατά την ημέρα των επίδικων απαλλοτριώσεων ήταν κυρία ενός αγροτεμαχίου κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου στον νομό Κεφαλληνίας στο Δημοτικό Διαμέρισμα Παλίκης- Φαβάτων, εκτός οικισμού, επιφανείας 5000 τ.μ. και ψιλή κυρία κατά ποσοστό 8,3 στο ίδιο αγροτεμάχιο, αξίας του αγροτεμαχιου 80.000, 00 ευρώ. Ο ισχυρισμος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί ως αναπόδεικτος, διότι από τα προσκομισθέντα από την εφεσίβλητη έγγραφα η εμπορική αξία του ως άνω αγροτεμαχίου δεν υπερβαίνει το ποσό των 40.000,00 ευρώ και ως εκ τούτου η αξία του ποσοστού 25% δεν υπερβαίνει το ποσό των 10.000,00 ευρώ , ενώ επί της ψιλής κυριότητας του ποσοστού 8,33% έχει ήδη εγγραφεί προσημείωση υποθήκης υπέρ της Τράπεζας ……… για ποσό 9.829,09 ευρώ δυνάμει της υπ’ αριθ. 29592/2012 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών, κι ως εκ τούτου η υπόλοιπη περιουσία δεν επαρκεί για την ικανοποίηση της ενάγουσας. Επομένως, η πρώτη εκκαλούσα κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, αλλά και κατά τη συζήτηση αυτής δεν είχε επαρκή εμφανή ακίνητη περιουσία για την κάλυψη της απαίτησης της ενάγουσας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον επαναφερόμενο με λόγο έφεσης ισχυρισμό των εκκαλούντων – εναγομένων περί επάρκειας της περιουσίας της πρώτης εξ αυτών για την κάλυψη του χρέους της έναντι της ενάγουσας, με διαφορετικη εν μέρει αιτιολογία (η οποία, όπου είναι αναγκαίο, αντικαθίσταται και συμπληρώνεται κατ` άρθρο 534 ΚΠολΔ με την παρούσα), δεν έσφαλε,και πρέπει ο συναφής λόγος εφέσεως να απορριφθεί. Ακολούθως, οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες πρέβαλαν στον πρώτο βαθμό ότι η αρχική διάδικος τραπεζική εταιρεία ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμά της, διότι δεν ενημέρωσε την πρώτη εναγομένη για την σφράγιση των ένδικων επιταγών και την λήψη μέτρων σε βάρος της τελευταίας αφήνοντας να παρέλθει χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών από τον χρόνο κατάρτισης των επίδικων δικαιοπραξιών μέχρι την επίδοση της αγωγης. Οι εκκαλούντες προέβαλαν επίσης στον πρώτο βαθμό και επανάφεραν με συναφή λόγο εφέσεως ότι η διαταγή πληρωμής δεν επεδόθη ποτέ στους εναγομένους, οι οποίοι θεωρούσαν ότι η τράπεζα είχε ικανοποιηθεί από τον προηγούμενο κομιστή των επιταγών, διαχειριστή της εταιρείας με την επωνυμία «……………..» και ότι καταχρηστικώς ασκήθηκε η αγωγή τέσσερα χρόνια μετά την κατάρτιση των επίδικων απαλλοτριωσεων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τους ως άνω ισχυρισμους, κατ’ ορθήν εκτίμηση ως μη νόμιμους, δεχθέν ότι ο νόμιμος κομιστής δεν υπεχει υποχρεωση ειδοποίησης του εκδότη μεταχρονολογημένων επιταγών για την σφράγιση αυτών λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων εφόσον η επιταγή είναι αξιόγραφο πληρωτέο εν όψει. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς έκρινε δεδομένου ότι ο εκδότης από την έκδοση της επιταγής, ως αξιογράφου πληρωτέου εν όψει ευθύνεται για την πληρωμή της και υποχρεούται να τηρεί διαθέσιμα αντίστοιχα κεφάλαια στο λογαριασμό του ώστε να είναι δυνατή ανά πάσα ώρα η πληρωμή της ήτοι και από την ίδια την στιγμή της πραγματικής έκδοσης της επιταγής. Σε κάθε δε περίπτωση και αληθείς υποτιθέμενοι οι ως άνω ισχυρισμοί δεν καθιστουν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος διότι δεν υπερβαίνουν τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη , τα χρηστά ήθη και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τους ως άνω ισχυρισμούς περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος, κατ’ ορθήν εκτίμηση ως μη νόμιμους , με παρόμοια αιτιολογία (η οποία, όπου είναι αναγκαίο, αντικαθίσταται και συμπληρώνεται κατ` άρθρο 534 ΚΠολΔ με την παρούσα), δεν έσφαλε,και πρέπει ο συναφής λόγος εφέσεως να απορριφθεί. Περαιτέρω απεδείχθη ότι η πρώτη εκκαλούσα γνώριζε κατά τον χρόνο της απαλλοτρίωσης την υπαρξη της οφειλής της και το ύψος αυτής, καθώς και ότι με την απαλλοτρίωση των ως άνω ακινήτων, δεν απομένει σε αυτήν άλλη εμφανής περιουσία, για την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας, προέβη δε στην επίδικη μεταβίβαση, με αποκλειστικό σκοπό τη βλάβη της τελευταίας και προκειμένου να ματαιώσει την ικανοποίηση της απαίτησής της. Ειδικότερα, οι ως άνω μεταβιβάσεις έλαβαν χώρα ενόσω υφίστατο απαίτηση της ενάγουσας κατ’ αυτής, απορρεουσα απο την έκδοση ακάλυπτων επιταγών , ως ανωτέρω εκτέθηκε και μάλιστα μετά την πάροδο τεσσάρων μηνών από την εμφάνιση και σφράγιση των τριών (3) μεταχρονολογημένων τραπεζικών επιταγών. Εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση δεν απαιτείται να αποδειχθεί η γνώση των λοιπών εκκαλούντων ότι η πρώτη εκκαλούσα μεταβίβασε σ’ αυτούς τα παραπάνω ακίνητα προς βλάβη της εφεσίβλητης, αφού πρόκειται για απαλλοτριώσεις από χαριστική αιτία (δωρεά εν ζωή επικαρπίας – γονικές παροχές), κατ’ άρθρο 942 ΑΚ. Αποδείχθηκε ότι οι ως άνω μεταβιβάσεις από την πρώτη εκκαλούσα προς τον δεύτερο και την τρίτη των εναγομένων, έγιναν προς βλάβη της εφεσίβλητης-δανείστριας και ειδικότερα, για να ματαιωθεί η ικανοποίηση της επίδικης αξίωσης της τελευταίας από τα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία της με αναγκαστική εκτέλεση. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από τον ισχυρισμό των εκκαλούντων ότι οι επίδικες χαριστικές δικαιοπραξίες τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή πραγματοποιήθηκαν με σκοπό τη δημιουργία περιουσιακής αυτοτέλειας του δεύτερου και της τρίτης εξ αυτών, τέκνων της πρώτης. Εξάλλου, και εάν ήθελε κριθεί ότι οι εν λόγω απαλλοτριώσεις έγιναν προς εκπλήρωση σχετικής υποχρέωσης του γονέα προς τα τέκνα του, αυτό δεν μπορεί να δικαιολογήσει ούτε τη βλάβη των δανειστών, δεδομένου μάλιστα ότι η πράξη αυτή δεν αποτελεί νομική υποχρέωση του δωρητή, αλλά εκδήλωση ηθικού καθήκοντος και σαν τέτοια είναι προφανές ότι πρέπει να έπεται των ενοχικών υποχρεώσεων, ούτε την προτίμηση εκπλήρωσης από τον οφειλέτη των ηθικών υποχρεώσεών του έναντι των νομικών και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσαν οι ανωτέρω ισχυρισμοί να διαφοροποιήσουν την πρόθεση της πρώτης εκκαλούσας για βλάβη της εφεσίβλητης (ΑΠ778/2015, ΑΠ1217/2014, ΕφΔυτΜακ 20/2019 δη μ ΝΟΜΟΣ), η δε γονική παροχή συνιστά επίδοση από ελευθεριότητα και συνεπώς η σχετική δικαιοπραξία είναι χαριστική (ΑΠ 88/2023). Ως εκ τούτου, η πρώτη εκκαλουσα με τις επίδικες μεταβιβάσεις κατέστη αφερέγγυα, δεδομένου ότι ουδέν άλλο αξιόλογο περιουσιακό στοιχείο διέθετε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, ώστε να καταστεί δυνατή η ικανοποίηση της απαίτησης της εφεσίβλητης , ενήργησε δε με πρόθεση ματαίωσης της ικανοποίησης της απαίτησης αυτής, καθόσον τη στιγμή της γενόμενης μεταβίβασης γνώριζε και αποδεχόταν ότι δεν θα καταστεί δυνατή στο μέλλον η ικανοποίηση της απαίτησης της εφεσίβλητης. Ειδικώς δε ως προς την πρόθεση βλάβης της αρχικής διαδίκου τραπεζικής εταιρείας αποδείχθηκε ότι η πρωτη των εναγομένων γνώριζε, πως με την απαλλοτρίωση των περιουσιακών της στοιχείων θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία της, που απομένει, να μη επαρκεί για την ικανοποίηση της ενάγουσας. Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω, όταν η πρώτη των εναγομένων προέβη στην επίδικη μεταβίβαση, έπραξε αυτό δολίως, με σκοπό να βλάψει την ικανοποίηση των απαιτήσεων της ενάγουσας, καθώς προέβλεψε την επερχόμενη αφερεγγυότητά της και την μελλοντική αδυναμία της να ανταπεξέλθει στις οικονομικές της υποχρεώσεις. Η πραγματική και η μόνη αιτία της κατάρτισης των υπό διάρρηξη συμβάσεων ήταν η διάσωση της ακίνητης περιουσίας της πρώτης εκκαλούσας από τα καταδιωκτικά μέτρα της εφεσίβλητης. Το γεγονός εξάλλου ότι η ενάγουσα επέλεξε να μην υποβάλει έγκληση σε βάρος της πρώτης εναγομένης για το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτων επταγών δεν ασκεί εννομη επιρροή, διότι είναι στην διακριτική ευχέρεια του εκάστοτε πιστωτικού ιδρύματος να επιλέξει τον τρόπο διαφύλαξης των οκονομικών του συμφερόντων. Επομένως όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζονται με το συναφή λόγο εφέσεως και δη ότι δεν υπήρχε πρόθεση βλάβης της εφεσίβλητης είναι αβάσιμα κι απορριπτέα. Τέλος με τον πρόσθετο λόγο εφέσεως οι εκκαλούντες προτείνουν την ένσταση παραγραφής της επιδίκου αξιώσεως ισχυριζόμενοι α) ότι η απαίτηση εκ των επιταγών παραγράφεται εντός εξαμήνου από της ημερομηνίας εκδόσεως και συνεπώς η αξίωση από την πρώτη και την δεύτερη επιταγή παρεγράφη την 31.7.2010 και από την τρίτη επιταγη παρεγράφη την 31.8.2010, ότι η αξίωση εξ αδικοπραξίας κατά του εκδότη λειτουργεί σωρευτικα με την αξίωση εκ της βασικής αιτίας εν προκειμενω επιταγής και δεν συνιστά επικουρική αξίωση, επικήκυνσης της εξ επιταγων βραχυπρόθεσμης παραγρφής και ότι όλως καταχρηστικώς γίνεται χρήση της εν λόγω βάσεως στην ένδικη αγωγή, καθ’ο μέτρο κατά τον χρόνο επιδοσης της ενδίκου αγωγής ήταν ήδη παραγεγραμμενη η αξίωση της ενάγουσας ως τελευταίας κομίστριας των επιταγών κατά της εκδότριας εκ της βασικής σχέσεως και β) ότι ουδέποτε επεδόθη η εξ αδικοπραξίας αγωγή κατά της εκδότριας εταιρείας και ως εκ τούτου η αδικοπρακτική αξίωση της ενάγουσας κατά της εκδότριας εταιρείας υπέπεσε στην παραγραφή της ΑΚ 937 με ημερομηνία έναρξης αυτής την αντίστοιχη ημερομηνία έκδοσης των επιταγών, ήτοι στις 31.1.2015 για τις δύο πρώτες επιταγές και στις 28.2.2015 για την τρίτη επιταγή και ότι στο μέτρο που η αδικοπρακτική ευθύνη δημιουργείται προεχόντως για το νομικό πρόσωπο, δεν υφίσταται αυτοτελής ευθύνη του διαχειριστή, εφόσον έχει αποσβεσθεί λόγω παραγραφής η ευθύνη του νομικού προσώπου. Ο ως άνω λόγος κατά το πρώτο σκέλος του κρίνεται απορριπτέος ως μη νομιμος, διότι πρόκειται για δύο ξεχωριστές αξιώσεις με εξάμηνη παραγραφή η αξίωση εκ της επιταγής και πενταετή παραγραφή η αξίωση εξ αδικοπραξίας και αυτές δεν τελούν σε σχέση εξαρτήσεως η μία από την άλλη και η ασκηση της αξιώσεως εξ αδικοπραξιας δεν παρίσταται καταχρηστική. Ωσαύτως απορριπτέος ως μη νόμιμος είναι ο ως άνω λόγος έφεσης και κατά το δεύτερο σκελος του, διότι κατά τη σαφή έννοια της διατάξεως του άρθρου 71 του Α.Κ., το νομικό πρόσωπο ευθύνεται από τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως. Στη περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως, τότε ευθύνεται και αυτό εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο. Δηλαδή, το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη μετά του νομικού προσώπου υποχρέωση, ανεξάρτητη, όμως, αυτής του νομικού προσώπου (Α.Π. 1565/2013, ΑΠ1083/2008 δημ. Νομος). Ειδικότερα, επί εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, ο διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος αυτής δεν έχει μεν προσωπική υποχρέωση για χρέη της εταιρείας, είναι, όμως, δυνατή η ευθύνη αυτού προσωπικά από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 ΑΚ, αφού η αρχή της μη ευθύνης του κάμπτεται και δεν ισχύει όταν υπάρχει πταίσμα αυτού από αδικοπραξία, βάσει των γενικών αρχών (ΑΚ 914), οπότε υφίσταται ευθύνη του. Έτσι, επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής από νομικό πρόσωπο, υπόχρεος σε αποκατάσταση της σχετικής ζημίας του κομιστή της είναι, πλέον του νομικού προσώπου, και ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού, που υπέγραψε την επιταγή, εν γνώσει της μη υπάρξεως αντικρύσματος κατά τον χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής. (ΑΠ 1083/2008). Η αστική ευθύνη του νομίμου εκπροσώπου είναι αυτοτελής σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ, μη συναρτώμενη προς την συνδρομή ευθύνης του νομικου προσώπου. Συνεπώς η μη επίδοση της εξ αδικοπραξίας αγωγή στην εκδότρια εταιρεία, ως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες δεν ασκεί καμία έννομο επιρροή και ως εκ τούτου η τυχόν παραγραφή της εξ αδικοπραξίας αξιώσεως κάτα του νομικού προσώπου είναι νομικώς αδιαφορος ως προς την ευθυνη του φυσικού προσωπου.
Κατ’ ακολουθιαν των ανωτέρω, δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε η συνδρομή όλων των κατά νόμο προϋποθέσεων και επειδή η απαίτηση της εφεσίβλητης, ανέρχεται κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής στο ποσό των 45.665,00 ευρώ, πλέον εξόδων και τόκων, ήτοι ποσό μεγαλύτερο της συνολικής αξίας των εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί των απαλλοτριωθέντων, πρέπει να διαταχθεί η ολική διάρρηξη της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, ως εκρίθη από την εκκαλουμένη. Το πρωτοβάθμιο, Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκανε δεκτή την αγωγή απαγγέλοντας την ολική διάρρηξη των επίδικων απαλλοτριώσεων, με αιτιολογίες, που συμπληρώνονται και ανικαθίσταται εν μέρει με την παρούσα (534 ΚΠολΔ) έλαβε ορθό κατ’ αποτέλεσμα διατακτικό, συνεπώς, τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες με τους σχετικούς λόγους έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ’ ουσία αβάσιμη, αφού ανικατασταθούν εν μέρει και συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης με τις αιτιολογίες της παρούσας και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παράβολου, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως η αρχική παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 Ν.4055/2012 και αναριθμήθηκε σε παρ.3 με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο Ν.4335/2015). Τέλος, η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας και της αυτοτελως προσθέτως παρεμβάνουσας πρέπει, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματος τους, να επιβληθεί σε βάρος των εκκαλούντων, που ηττήθηκαν (άρθρα 106, 176, 182 189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την έφεση , το δικόγραφο των προσθέτων λόγων εφέσεως και την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση και τους προσθετους λογους εφέσεως.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος ηλεκτρονικού παράβολου, στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εκκαλούντες- καθ’ων η αυτοτελής πρόσθετη παρεμβαση στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης και της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσόν των εννιακοσίων (900) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 20.2.2025
Η Πρόεδρος
Η Γραμματέας
Δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 21/3/2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η Πρόεδρος Η Γραμματέας