Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 172/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 172/2025
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Ταμβάκη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, Ελένη Πρέντζα Εφέτη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας: Εταιρείας με την επωνυμία « ………….», με καταστατική έδρα στο …….. Κίνας (………….), νόμιμα εκπροσωπούμενη, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου, Παναγιώτη Χιωτέλη [AM ΔΣΠ …….], με δήλωση του άρθρου 242 αρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε το με αρ. ………../22.10.2024 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.

Της εφεσίβλητης: Εταιρείας με την επωνυμία “……….», με καταστατική έδρα στις Νήσους ………. και πραγματική στον Πειραιά, νόμιμα εκπροσωπούμενη, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου, Γρηγόριου Τιμαγένη [AM ΔΣΠ …], δικηγόρου της Δικηγορικής Εταιρίας ΔΕ ΤΙΜΑΓΕΝΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ με AM …. η οποία κατέθεσε το με αρ. ……/23.10.2024 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 7.10.2021 ανακοπή, με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα, αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ενώπιον της Γραμματείας του ως άνω Δικαστηρίου ……./7.10.2021, εναντίον της εφεσίβλητης και της ………../2021 Διαταγής Πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Επί της ανακοπής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών, η με αριθμό 2749/2023 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.

Την ανωτέρω με αριθμό 2749/2023 απόφαση προσέβαλε η ανωτέρω ανακόπτουσα εταιρεία με την από 12.9.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ………/20.10.2023 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………../23.10.2023 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της.

Κατά την προφορική συζήτηση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο η υπόθεση εκφωνήθηκε από την σειρά του οικείου πινακίου και ο μεν πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας παραστάθηκε με δήλωση και προκατέθεσε τις προτάσεις του, αμφότεροι δε ζήτησαν να γίνουν αυτές δεκτές.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 12.9.2023 έφεση της εκκαλούσας – ανακόπτουσας (με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα, αριθμό έκθεσης κατάθεσης ένδικου μέσου ενώπιον της Γραμματείας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……../20.10.2023 και με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα, αριθμό έκθεσης κατάθεσης για προσδιορισμό δικασίμου ενώπιον της Γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου ………./23.10.2023) κατά της εφεσίβλητης -καθ’ ηςη ανακοπή και της υπ’ αριθμ. 2749/2023 οριστικής απόφασης του Ναυτικού Τμήματος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, επί της από 7.10.2021 ανακοπής [με γενικό και ειδικό, αντίστοιχα, αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ενώπιον της Γραμματείας του ως άνω Δικαστηρίου ………./7.10.2021], στρεφόμενης εναντίον της εφεσίβλητης και της …../2021 Διαταγής Πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ασκήθηκε νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου της στην Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθ. 144 § 1,145,495 παρ. 1 και 2, 496, 499, 500, 511, 513 §1 εδάφ. α’, 495, 511, 513 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ καταχρηστικής προθεσμίας των δύο (2) ετών από την επομένη της δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης (24.08.2023) την 20.10.2023 (βλ. ανωτ. εκθ. κατ. με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./20.10.2023), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Για το παραδεκτό δε της έφεσης κατατέθηκε από την εκκαλούσατο νόμιμο e-παράβολο, με κωδικό …….., σύμφωνα με το άρθρο 495 αρ. 3 Α υπό γ’ ΚΠολΔ, ποσού 150 ευρώ. Πρέπει, επομένως, η έφεση, η οποία παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιου προς εκδίκασή της, ενόφει και της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρα 19 και 31 παρ. 1 ΚΠολΔ και 51 παρ. 6 στοιχ. α’ ν. 2172/1993) να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την αυτή ως άνω διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

Η ανακόπτουσα με την ένδικη ανακοπή της επικαλούμενη πως τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Παναμά πλοίου, με το όνομα «…………» ζήτησε την ακύρωση τής με αριθμό ………./2021 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεως της καθ’ ης η ανακοπή σε βάρος της εταιρείας με την επωνυμία «………», για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτή και ειδικότερα για τον λόγο ότι οι φερόμενες απαιτήσεις της καθ’ ης η ανακοπή σε βάρος της ως άνω εταιρίας, η οποία φέρεται ότι είναι κυρία του ανωτέρω πλοίου, είναι εικονικές, τα δε συμφωνητικά στα οποία στηρίζεται η ανακοπτόμενη Διαταγή Πληρωμής τυγχάνουν, επίσης, εικονικά, έχουν, δε, συνταχθεί με σκοπό να επιτευχθεί η καταδολιευτική επίσπευση αναγκαστικού πλειστηριασμού σε βάρος του ως άνω πλοίου της ανακόπτουσας. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 2749/2023 απόφαση τουΠολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία αφού έκρινε ότι παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του η ανακοπή, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ότι είναι καθ’ ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς (αρ. 7, 9,10,14 παρ. 2, 25 παρ. 2, 33 ΚΠολΔ και 51 παρ. 1 περ. α’, 2 και 3 Α και Β περ. ι’ ν. 2172/1993), ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς [ αρ. 3 παρ. 1 και 4 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 4 παρ. 1, 7 παρ. 1 στοιχ. α’, 8 παρ. 1, 62, 63 παρ. 1 εδ. γ’, 66 παρ. 1 και 81 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος εφαρμόζεται εφόσον ο εναγόμενος έχει κατοικία ή την έδρα του σε κράτος – μέλος, ανεξαρτήτως πού βρίσκεται η κατοικία του ενάγοντος δοθέντος ότι η καθ’ ης η ανακοπή έχει την πραγματική της έδρα (βάσει της οποίας καθορίζεται η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία) στον Πειραιά, όπου βρίσκεται η κύρια εγκατάστασή της] και ότι εφαρμοστέο δίκαιο είναι – ενόφει του γεγονότος ότι με την ένδικη ανακοπή εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση- το ελληνικό δίκαιο (lex fori), δηλαδή το δίκαιο της έδρας του δικάζοντος Δικαστή, στη συνέχεια απέρριψε την ανακοπή ως απαράδεκτη, ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης της ανακόπτουσας για την άσκηση τής κατ’ άρθρο 632 ΚΠολΔ ανακοπής και καταδίκασε την τελευταία στη δικαστική δαπάνη της καθ’ ης, την οποία όρισε στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ. Κατά της ως άνω απόφασης η ηττηθείσα ανακόπτουσα άσκησε εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, όπως προεκτέθηκε, την ένδικη έφεσή της, με λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου σχετικά με την ενεργητική της νομιμοποίηση καθώς και στην εκτίμηση του δικογράφου της ανακοπής είτε ως τριτανακοπής είτε ως γενικής ανακοπής του άρθρου 583 ΚΠολΔ, αιτούμενη την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης με σκοπό την παραδοχή της ανακοπή της ως βάσιμης κατ’ ουσίαν και την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής.

Από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 632 ΚΠολΔ προκύπτει ότι την αναφερόμενη στο άρθρο αυτό ανακοπή νομιμοποιείται να ασκήσει αυτός που αναφέρεται ως καθ’ ου στη διαταγή πληρωμής, ήτοι αυτός, εναντίον του οποίου υποβλήθηκε η αίτηση για έκδοση της διαταγής πληρωμής, δηλαδή ο οφειλέτης της χρηματικής απαιτήσεως ή της απαιτήσεως για παροχή χρεογράφων. Επιπλέον, το δίκαιο αναγνωρίζει τη δυνατότητα επέκτασης των υποκειμενικών ορίων της εκτελεστότητας ενός τίτλου εκτελεστού, όπως είναι η διαταγή πληρωμή, σε βάρος και άλλων προσώπων, πέρα από εκείνον που αναφέρεται ως οφειλέτης σε αυτή. Ειδικότερα η επέκταση των υποκειμενικών ορίων ενός εκτελεστού τίτλου αφορά: είτε τα πρόσωπα που έγιναν καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοι του οφειλέτη κατά την διάρκεια ή μετά τη διαδικασία για την έκδοση της διαταγής πληρωμής (άρθρο 919 § 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 325 περ. 2 ΚΠολΔ), είτε εφόσον ο οφειλέτης είναι ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρία, τα ομόρρυθμα μέλη της (άρθρο 920 όπως και 329 ΚΠολΔ) [βλ. Ποδηματά σε Κεραμέα/ Κονδύλη/Νίκα υπ’ άρθρο 632, αρ. 13].

Με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η ανακόπτουσα εκθέτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εφαρμόζοντας εσφαλμένα το νόμο και δη τις διατάξεις των άρθρων 68 και 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, απέρριφε την ανακοπή της, με την οποία ζητούσε την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησής της καθώς η ίδια, με την ιδιότητα της αληθούς πλοιοκτήτριας του πλοίου «……………» και όχι η εικονικά εμφαινόμενη – καθ’ ης η διαταγή πληρωμής εταιρεία, νομιμοποιείται στην άσκηση της παρούσας ανακοπής, έχουσα προς τούτο έννομο συμφέρον καθώς η απόκτηση εκτελεστού τίτλου από την καθ’ ης η ανακοπή με την τελεσιδικία της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής θα οδηγούσε στην καταδολιευτική εκπλειστηρίαση του πλοίου και την απώλεια της κυριότητάςτης επ’ αυτού. Πλην, όμως, η επιχειρούμενη με το πιο πάνω περιεχόμενο τεκμηρίωση της ενεργητικής νομιμοποίησης της εκκαλούσας – ανακόπτουσας για την άσκηση της κατ’ άρθρο 632 παρ. 1 ΚΠολΔ ανακοπής κρίνεται απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθώς, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, προς άσκηση της κατ’ άρθρο 632 παρ. 1 ΚΠολΔ ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής νομιμοποιείται ενεργητικά η αναγραφόμενη σε αυτή ως οφειλέτρια εταιρεία με την επωνυμία «……………….» και όχι η εκκαλούσα – ανακόπτουσα, η οποία δεν εμφαίνεται στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής ως οφειλέτρια της χρηματικής απαίτησης για την οποία εκδόθηκε. Επιπλέον, υπό τα εκτιθέμενα στην ανακοπή πραγματικά περιστατικά η ίδια ως άνω ανακόπτουσα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συγκαταλέγεται είτε στα πρόσωπα στα οποία εκτείνεται υπέρ ή κατά η δεσμευτική ισχύς του δεδικασμένου που θα παραχθεί από την τελεσιδικία της διαταγής πληρωμής, όπως ορίζεται στις διατάξεις 325 έως 329 ΚΠολΔ, είτε στα πρόσωπα που νομιμοποιούνται παθητικά, κατά την αναγκαστική εκτέλεση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 919 έως 921 ΚΠολΔ. Σημειωτέον, ότι η επίκληση από την ανακόπτουσατου κινδύνου εκπλειστηρίασηςτου πλοίου της ως θεμελιωτικού της ενεργητικής νομιμοποίησής της στοιχείου δεν είναι αρκετή να της προσδώσει την ιδιότητα της παθητικώς νομιμοποιούμενης στο πλαίσιο της εν γένει διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς δεν υφίσταται σε βάρος της εκτελεστήριος τίτλος που θα επιστηρίξει την επίσπευση μιας τέτοιας διαδικασίας. Επιπλέον, το επιχείρημα που η ίδια αντλεί από τη διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ και άπτεταιτης αποστέρησης του εν γένει δικαιώματος της για την παροχή έννομης προστασίας με τη μορφή της κατ’ άρθρο 632 παρ. 1 ΚΠολΔ ανακοπής αλυσιτελώς προβάλλεται δεδομένου ότι η ίδια δύναται να απολαύσει δραστικής έννομης προστασίας στο πλαίσιο της εκτελεστικής διαδικασίας, εφόσον επισπευσθείτέτοια, με την άσκηση τής κατ’ άρθρο 936 ΚΠολΔ ανακοπής τρίτου, όπου μπορεί να επικαλεστεί το δικαίωμα κυριότητάςτης επί του πλοίου εφόσον αποτελέσει τούτο αντικείμενο αναγκαστική εκτέλεσης. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι η εκκαλούσα – ανακόπτουσα επιχειρεί να θεμελιώσει το έννομο συμφέρον της με αναλογία δικαίου, επικαλούμενη την διάταξη του άρθρου 329 ΚΠολΔ, με αναφορά στην κρατούσα στη νομολογία άποψη η οποία αναγνωρίζει στον ομόρρυθμο εταίρο δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε σε βάρος της Ο.Ε. Πλην, όμως, η επιχειρούμενη αυτή νομική θεμελίωση για την αιτιολόγηση του έννομου συμφέροντος της αλυσιτελώς προβάλλεται διότι ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, δεδομένου ότι με βάση τα εκτιθέμενα στην ανακοπή πραγματικά περιστατικά δεν συντρέχει περίπτωση επέκτασης της ισχύος του δεδικασμένου και της εκτελεστότητας της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής σε βάρος μιας ομόρρυθμης εταιρείας προς τα μέλη του νομικού της προσώπου, καθώς δεν υφίσταται μεταξύ της ανακόπτουσας και της καθ’ ης η διαταγή πληρωμής εταιρείας οποιοσδήποτε δεσμός αντίστοιχος με αυτόν που συνδέει μια ο.ε. με τα μέλη της καθώς αυτός πηγάζει το μεν από το ουσιαστικό δίκαιο, λόγω της κατά νόμο απεριόριστης και εις ολόκληρον ευθύνης των ομορρύθμων εταίρων με το νομικό πρόσωπο, το δε από το δικονομικό δίκαιο από το δεσμό αναγκαστικής ομοδικίας που ιδρύεται μεταξύ του τελευταίου και των εταίρων αυτού. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η εκκαλουμένη απόφαση η οποία δέχθηκε τα ίδια και απέρριφε την ανακοπή λόγω ελλείφεως ενεργητικής νομιμοποίησης της ανακόπτουσας ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προμνησθείσες νομικές διατάξεις και ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της έφεσης της πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 583, 586 παρ. 1 και 568 ΚΠολΔ συνάγεται ότι κάθε τρίτος, ο οποίος δεν συμμετέχει στη δίκη μεταξύ άλλων, ούτε προσεπικλήθηκε, ούτε ανακοινώθηκε σ’ αυτόν η δίκη από την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο, μπορεί να ασκήσει τριτανακοπή κατά της εκδοθείσας απόφασης, που πρέπει να είναι οριστική και να ζητήσει την ως προς αυτόν ακύρωση ή κήρυξη ανενεργού της απόφασης, εφόσον αυτή προκαλεί βλάβη ή θέτει σε κίνδυνο τα έννομα συμφέροντά του και εφόσον ο ίδιος έχει κατά το χρόνο έκδοσης της τριτανακοπτόμενης απόφασης κεκτημένο ή προστατεύσιμο δικαίωμα κατά το άρθρο 69 ΚΠολΔ, με βάση το οποίο θα μπορούσε να ασκήσει αγωγή ή παρέμβαση. Ο τρίτος που δεν συμμετείχε στη δίκη, ούτε δεσμεύεται από το δεδικασμένο μπορεί να ασκήσει ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση τριτανακοπή, απευθυνόμενη κατά όλων των διαδίκων που μετείχαν στη δίκη, χωρίς άλλη προϋπόθεση, ενώ δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεστεί δόλο ή συμπαιγνία των διαδίκων, δεδομένου ότι περιορισμοί στην άσκηση της τριτανακοπής προβλέπονται μόνο: α) για τους διαδίκους και τους διαδόχους τους, που ταυτίζονται με αυτούς, όπως οι καθολικοί διάδοχοι, οι οποίοι δεν μπορούν να ασκήσουν τριτανακοπή, παρά μόνο μπορούν να προσβάλλουν την απόφαση στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες επιτρέπεται η αναψηλάφηση (άρθρ. 333 παρ. 1 ΚΠολΔ) και β) για εκείνους που δεσμεύονται από το δεδικασμένο, οι οποίοι μπορούν να ασκήσουν τριτανακοπή, μόνο αν επικαλούνται κοινό δόλο ή συμπαιγνία των διαδίκων (άρθρ. 586 παρ. 2 ΚΠολΔικ), οι οποίοι είχαν λάβει μέρος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η τριτανακοπτόμενη απόφαση (ΟλΑΠ 23/1995). Η τριτανακοπή δεν είναι ένδικο μέσο, αλλά ένδικο βοήθημα, που δεν υπόκειται σε ορισμένη προθεσμία, ενώ δεν ασκείται με αυτήν κάποιο ουσιαστικό δικαίωμα, ούτε επιδιώκεται η διάγνωσή του αλλά η ενέργειά της εξαντλείται στην ανενέργεια ή ακύρωση της απόφασης απέναντι στον τριτανακόπτοντα (ΑΠ 605/2016). Περαιτέρω για την άσκηση τριτανακοπής απαιτείται ή ύπαρξη τρίτου που δεν είναι διάδικος με την ίδια ιδιότητα του υποκειμένου της διαδικασίας ή κατά νομοθετική έκφραση νομιμοποιούνται αυτοί που δεν συμμετείχαν ή δεν προσεπικλήθηκαν (αρ. 86-89, 90 ΚΠολΔ) νομίμως στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (ΕφΑθ. 5481/2004 ΕλλΔνη 2005.844, 61/2006 ΝΟΜΟΣ), ή δεν ανακοινώθηκε η δίκη σε αυτούς πριν από τη συζήτηση της αγωγής. Επίσης, τριτανακοπή μπορεί να ασκηθεί και κατά διαταγής πληρωμής, εφόσον έχει εξοπλιστεί με ισχύ δεδικασμένου από το οποίο δεσμεύεται και ο τρίτος ή εάν επίκειται να εκτελεστεί κατά του τρίτου (βλ. Μαργαρίτη Μ., Μαργαρίτη Α., Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ο.π., σελ. 1123, Πανταζόπουλο Σ. Ένδικα Μέσα και Ανακοπές , Β’ έκδοση σ.348). Η τριτανακοπή λόγω της φύσεώς της ως ένδικου βοηθήματος ασκείται όπως και η αγωγή (άρθρο 588 παρ.2 σε συνδυασμό με άρθρο 585 παρ.1 ΚΠολΔ), οπότε για την άσκησή της απαιτείται κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και επίδοση κεκυρωμένου αντιγράφου της σε όλους τους αντιδίκους. Τέλος, αναγκαία ομοδικία κατ’ άρθρο 76 § 1 ΚΠολΔ δεν σημαίνει αναγκαστική συμμετοχή όλων των ομοδίκων στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, υπό την έννοια της εκ τούτου εξάρτησης του παραδεκτού της αγωγής, παρά μόνο όταν ρητά ο νόμος επιτάσσει την επί ποινή απαραδέκτου κοινή νομιμοποίηση όλων των αναγκαίων ομοδίκων, όταν δηλαδή πρόκειται για την περίπτωση εκείνη κατά την οποία όπως αναγράφεται στο άρθρο 76 § 1 περ. γ’ ΚΠολΔ, «οι ομόδικοι μόνο από κοινού μπορούν να ασκήσουν αγωγή ή να εναχθούν». Ο όρος αυτός, ο οποίος είχε επικρατήσει και υπό το κράτος της προϊσχύσασας ΠολΔ, δεν σημαίνει κατ’ ακριβολογία αναγκαστική εναγωγή πλειόνων ή κατά πλειόνων. Το στοιχείο της αναγκαιότητας επί αναγκαίας ομοδικίας δέον να αναζητηθεί στη διάταξη του άρθρου 86 ΚΠολΔ (το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 76 ΚΠολΔ), κατά το οποίο δύναται να εκβιαστεί η συμμετοχή των αναγκαίων ομοδίκων δια της προσεπίκλησης αυτών στην εκκρεμή δίκη (ΟλΑΠ 860/1984 ΝοΒ 1985.87). Έτσι, στις περιπτώσεις όπου προβλέπεται υποχρεωτική κοινή νομιμοποίηση επί ποινή απαραδέκτου της άσκησης κοινής αγωγής από περισσότερους ή κατά περισσότερων, το απαράδεκτο αυτό δύναται να καλυφθεί και να διασωθεί η αγωγή με την προσεπίκληση των μη συμμετασχόντων κατ’ άρθρο 86 ΚΠολΔ, ακόμη και με πρωτοβουλία του δικαστηρίου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 90 ΚΠολΔ [ΟλΑΠ 860/1984, ΝοΒ 1985.87· Νικάς Ν., Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας (2018) σ. 159 και 178].

Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου έκρινε ότι η υπό κρίση ανακοπή της δεν δύναται να θεωρηθεί κατά μετατροπή ότι συνιστά ανακοπή του άρθρου 586 ΚΠολΔ για το λόγο ότι αυτή πρέπει να ασκείται σε βάρος όλων των διαδίκων μεταξύ των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση καθώς στη προκειμένη περίπτωση η ανακοπή της δεν στράφηκε και κατά της καθ’ ης η διαταγή πληρωμής, χωρίς όμως να απαντήσει στο αίτημά της περί κλητεύσεως της τελευταίας με διαταγή του Δικαστηρίου. Επί του λόγου αυτού πρέπει να λεχθούν τα εξής: Σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στην αμέσως παραπάνω μείζονα σκέψη της παρούσας η υπό κρίση ανακοπή δε μπορεί να θεωρηθεί κατά τον ισχυρισμό της ανακόπτουσας ότι συνιστά κατά μετατροπή τριτανακοπή του άρθρου 586 ΚΠολΔ διότι: α) δεν έγινε επίκληση αλλά και δεν προέκυψε ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής έχει εξοπλιστεί με ισχύ δεδικασμένου από το οποίο να δεσμεύεται αυτή, β) δεν γίνεται επίκληση του στοιχείου της αμεσότητας του κινδύνου αναγκαστικής εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής μη αρκούσας της επίκλησης του ενδεχόμενου κινδύνου βλάβης, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν υφίσταται σε βάρος της ανακόπτουσας εκτελεστός τίτλος που να επιστηρίζει σε βάρος της διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, γ) η ανακόπτουσα δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των προσώπων στα οποία εκτείνεται η εκτελεστότητα της διαταγής πληρωμής ως εσφαλμένα η ίδια ισχυρίζεται στον υπό κρίση λόγο της έφεσης, όπου επιχειρεί να θεμελιώσει τη νομιμοποίησή της, όπως και στον προηγούμενο λόγο της, με αναλογία δικαίου προς τη ρύθμιση του άρθρου 920 ΚΠολΔ, ώστε να θεωρηθεί τρίτη, αφού δεν συντρέχει περίπτωση αναλογικής εφαρμογής της πραναφερθείσας νομικής διάταξης κατά τα ειδικότερα στο πρώτο λόγο της έφεσης αναφερόμενα, με συνέπεια την παντελή έλλειψη δεσμού αναγκαστικής ομοδικίας μεταξύ των εμπλεκομένων μερών, δ) η υποχρεωτική κοινή νομιμοποίηση επί ποινή απαραδέκτου της άσκησης του ένδικου βοηθήματος της τριτανακοπής από περισσότερους ή κατά περισσότερων που θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 588 ΚΠολΔ με την κοινοποίηση αυτού σε όλα τα διάδικα μέρη μεταξύ των οποίων εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής ιδρύει μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών δεσμό αναγκαστικής ομοδικίας, ο οποίος στην υπό κρίση περίπτωση δεν υφίσταται αφού η εκκαλούσα – ανακόπτουσα δεν είναι πρόσωπο που νομιμοποιούνταν να συμμετάσχει στη διαδικασία έκδοσης της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, οπότε και δεν παρίστατο ανάγκη προσεπίκλησης ή ανακοίνωσης της διαδικασίας έκδοσης της τελευταίας σε αυτή. Ακολούθως, εφόσον κρίθηκε ότι η κρινόμενη ανακοπή δεν μπορεί κατά μετατροπή να ισχύσει ως τριτανακοπή πρέπει να εξεταστεί και η περίπτωση αν το υπό εξέταση ένδικο βοήθημα φέρει το χαρακτήρα της βασικής ανακοπής του άρθρου 583 ΚΠολΔ, πλην, όμως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη καθώς δεν συντρέχει το απαιτούμενο κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ στοιχείο του έννομου συμφέροντος στην άσκησης αυτής δεδομένου ότι αφενός στην υπό ακύρωση διαταγή πληρωμής η ίδια δεν εμφανίζεται ως το πρόσωπο κατά του οποίου στρέφονται οι βλαπτικές συνέπειες από την έκδοσή της, αφετέρου το ασκηθέν από αυτή υπό κρίση ένδικο βοήθημα δεν εκπληρώνει τη βασική αξίωση της για παροχή εννόμου προστασίας, η οποία στο πλαίσιο της ανακοπής του άρθρου 583 κατατείνει στην εξαφάνιση αυτής συνεπεία της ανυπαρξίας της οφειλής για την οποία εκδόθηκε η τελευταία. Αντίθετα, η επικαλούμενη προσδοκία για την αποτροπή της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί του φερόμενου ως δικής της ιδιοκτησίας πλοίου αποτελεί ζήτημα που αφορά τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής, όπου στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής η ανακόπτουσα έχει μεταξύ άλλων την ευχέρεια να ασκήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 936 ΚΠολΔ ανακοπή τρίτου, όπου εκεί μπορεί να αντιτάξει το δικαίωμα κυριότητάς της επί του αντικειμένου της εκτέλεσης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον μεταξύ των εμπλεκομένων μερών δεν δημιουργείται δεσμός αναγκαστικής ομοδικίας υπό οιανδήποτε από τις ανωτέρω στο νόμο αναφερόμενες περιπτώσεις, δεν βρίσκει έδαφος εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 90 ΚΠολΔ δυνατότητα του Δικαστηρίου να διατάξει την προσεπίκληση της καθ’ ης η διαταγή πληρωμής με σκοπό τη παρέμβαση και συμμετοχή της στη προκειμένη δίκη επί της ασκηθείσας ανακοπής της εκκαλούσας – ανακόπτουσας, οπότε και το υποβαλλόμενο αίτημα της τελευταίας τόσο στον πρώτο βαθμό, όσο και με τις προτάσεις της στο δεύτερο βαθμό, για συμμετοχή της καθ’ ης η διαταγή πληρωμής με διαταγή του Δικαστηρίου πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο. Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και θεώρησε ότι σε κάθε περίπτωση η ανακοπή ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ως τριτανακοπή απαραδέκτως ασκήθηκε λόγω μη κοινοποίησης αυτής στην καθ’ ης η διαταγή πληρωμής και απέρριφε σιγή το αίτημα περί συμμετοχής της καθ’ ης η διαταγή πληρωμής στη δίκη της ανακοπής με διαταγή του Δικαστηρίου, έστω και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, την οποία το Δικαστήριο τούτο αντικαθιστά με την ορθή παραπάνω (αρθ. 534 ΚΠολΔ), όπως αναλυτικά έχει εκτεθεί χωρίς να πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, εφόσον η εσφαλμένη αιτιολογία δεν περιέχει στοιχεία διατακτικού και δεν δημιουργεί δεδικασμένο (Εφ Αθ 8662/2007 δημ. Νόμος, Σαμουήλ «η έφεση», έκδοση Ε σελ.427 παρ. 1136), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα στο σχετικό λόγο έφεσης κρίνονται ως αβάσιμα και απορριπτέα. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, να καταδικαστεί η εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (αρθρ. 183 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό και να διαταχθεί λόγω της ήττας της η εισαγωγή του παράβολου της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο (αρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την έφεση.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει την έφεση κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του e-παραβόλου, με κωδικό ……….., ποσού 150 ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά 20.1.2025  και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση την  20.3.2025 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

H ΠΡΟΕΔΡΟΣ                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ