Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 249/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  Αποφάσεως 249 /2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ελένη Μοτσοβολέα, Εφέτη,  που ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιως και την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την  ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του   εκκαλούντος:  ………….  ο  οποίος  στο ακροατήριο  παραστάθηκε διά  της  πληρεξουσίας δικηγόρου, Άννας Καραγιάννη  , βάσει δηλώσεως.

Του εφεσιβλήτου: Του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, που εδρεύει στην Αθήνα , ως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή αυτής , που κατοικοεδρεύει  στην Αθήνα  και στην προκειμένη περίπτωση από τον Προϊστάμενο  της  Α΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιώς, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Δικαστική Πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. Δέσποινα Ντουρντουρέκα, βάσει δηλώσεως .

Ο  ανακόπτων και ήδη εκκαλών άσκησε  ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς   την από 11-3-2021 και με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης ……../11-3-2021 ανακοπή κατά  του  καθ’ου η ανακοπή ήδη εφεσιβλήτου,  και ζήτησε να γίνει δεκτή. Επί της  ανωτέρω ανακοπής,  εκδόθηκε η υπ’  αριθμ. 3013/30-9-2022  απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  ο ανακόπτων με την από 24-7-2023 και με αριθμ. εκθ. καταθ. …………/2023 έφεσή του, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης ……./2023, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο  της 15ης Φεβρουαρίου 2024 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο,   που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο,  οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσαν μονομερή δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση του ηττηθέντος πρωτοδικως ανακόπτοντος      κατά της υπ’ αριθ. 3013/30-9-2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που  εκδόθηκε   κατά την τακτική   διαδικασία    και απέρριψε   την    από 11-3-2021 και με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης ……/11-3-2021 ανακοπή   του κατά του εφεσιβλήτου   κατ’ ουσίαν  ,  έχει ασκηθεί νομοτύπως   και εμπροθέσμως (άρθρα   495 παρ. 1, 2 , 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517,  518  ΚΠολΔ ), αφού  από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης ενώ εξ άλλου δεν έχει παρέλθει διετία από τη δημοσίευσή της, καθώς η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 30-9-2022 και η έφεση κατατέθηκε στις 24-7-2023, αρμοδίως δε  φέρεται  προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της  έχει καταβληθει  και το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθ.  ………….) σύμφωνα με την παράγραφο 3 εδ. 3 του άρθρου  495  του ΚΠολΔ. Είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της κατά την  αυτήν ως άνω    διαδικασία   (533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 2, 3 και 4 παρ. 1 του ν.δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως αντικαταστάθηκαν, αντιστοίχως, με τις παρ. 2 και 5 του άρθρου 7 του ν. 4224/2013, με έναρξη ισχύος την 1-1-2014 και ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο δημοσίευσης της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου πριν την κατάργησή του με τον Ν.4978/7-10-2022 ( άρθρο 85 παρ. 4), ορίζονται τα εξής: “Άρθρο 2: 2. Για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων απαιτείται νόμιμος τίτλος. Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), για τα οποία εφαρμόζονται αποκλειστικά οι διατάξεις του ως άνω Κώδικα, νόμιμο τίτλο αποτελούν: α) Τα έγγραφα, στα οποία οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, τον οφειλέτη, το είδος, το ποσό και την αιτία της οφειλής. β) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύεται η οφειλή. γ) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία πιθανολογείται η οφειλή, ως προς την ύπαρξη και το ποσό αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 347 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. 3. Η είσπραξη στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου πραγματοποιείται από τη Φορολογική Διοίκηση μετά την καταχώριση των στοιχείων του νόμιμου τίτλου στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων, είτε κατόπιν αποστολής στη Φορολογική Διοίκηση χρηματικού καταλόγου από την αρχή που απέκτησε τον νόμιμο τίτλο είτε με βάση μόνο τον νόμιμο τίτλο, εφόσον αυτός έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στη Φορολογική Διοίκηση. Ο χρηματικός κατάλογος περιέχει τα προσδιοριστικά στοιχεία της οφειλής, του υπόχρεου και των τυχόν συνυποχρέων ευθυνόμενων τρίτων. Τυχόν παράλειψη αναφοράς των ευθυνόμενων συνυποχρέων δεν θίγει το κύρος του νομίμου τίτλου ούτε τη νομιμότητα της εισπρακτικής διαδικασίας ή της διαδικασίας της εκτέλεσης….”, και “Άρθρο 4. 1. Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), για τα οποία εφαρμόζονται αποκλειστικά οι διατάξεις του ως άνω Κώδικα, καθώς και των δημοσίων εσόδων της περίπτωσης β` της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του παρόντος Κώδικα, μετά την καταχώριση του χρέους ως δημοσίου εσόδου κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 3, η Φορολογική Διοίκηση εκδίδει ατομική ειδοποίηση, την οποία, είτε αποστέλλει ταχυδρομικά στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα είτε την κοινοποιεί σε αυτούς σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 4174/2013. Στην ατομική ειδοποίηση αναφέρονται τα στοιχεία και ο αριθμός φορολογικού μητρώου, εφόσον υπάρχει, του οφειλέτη, το είδος και το ποσό του χρέους, συμπεριλαμβανομένων των τόκων που έχουν ήδη υπολογισθεί κατά την κείμενη νομοθεσία, ο αριθμός και η χρονολογία καταχώρισης του χρέους ως δημοσίου εσόδου ή ο τίτλος στον οποίο βασίζεται το χρέος, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής αυτού, η μνεία ότι από την επομένη ημέρα της λήξης της νόμιμης προθεσμίας καταβολής του χρέους και μέχρι την τελική εξόφληση αυτού υπολογίζονται οι τόκοι και το πρόστιμο του άρθρου6 του παρόντος”. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 73 παρ. 1, 2 του ν.δ. 356/1974: 1. Η προ της ενάρξεως της εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται: α) κατά της εκδοθείσης ατομικής ειδοποιήσεως, β) κατά του εκδοθέντος και μη εκτελεσθέντος εντάλματος προσωπικής κρατήσεως και γ) κατά του νομίμου τίτλου, εκδικάζεται δε υπό των καθ` ύλην αρμοδίων δικαστηρίων κατά τας διατάξεις των άρθρων 583-585 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. Διά ταύτης επιτρέπεται η προβολή πάσης αντιρρήσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ως και η αμφισβήτησις του κατ` ουσίαν βασίμου της απαιτήσεως του Δημοσίου, εφ` όσον ο προσδιορισμός ταύτης δεν έχει ανατεθή εις δικαστήρια ή εις διοικητικάς επιτροπάς αποφαινομένας μετά δυνάμεως δεδικασμένου. 2. Η κατά της αρξαμένης εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται ενώπιον πάντοτε του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου της εκτελέσεως και διά τους κάτωθι περιοριστικώς αναφερομένους λόγους: α) Εάν η εκτέλεσις εχώρησε βάσει ακύρου τίτλου προς είσπραξιν. β) Εάν το χρέος απεσβέσθη διά καταβολής ή διά συμψηφισμού κατά τας διατάξεις του άρθρου 83 του παρόντος Ν. Διατάγματος ή συνεπεία διαγραφής, αποδεικνυομένων εγγράφως. γ) Εάν επιγενομένως απεσβέσθη άλλως το χρέος του οφειλέτου, της αποσβέσεως αποδεικνυομένης εγγράφως. δ) Εάν το χρέος παρεγράφη. ε) Εάν ο διωκόμενος ως διάδοχος του υποχρέου δεν είναι ο νόμω υπόχρεως. στ) Εάν ο διωκόμενος δεν υπόκειται εις προσωπικήν κράτησιν και ζ) Εάν κατά την εκτέλεσιν εχώρησαν παραλείψεις ή ακυρότητες, τηρουμένων των εν άρθρω 75 του παρόντος Ν. Διατάγματος οριζομένων. Αμφισβήτησις άλλη περί της υπάρξεως της οφειλής προς το Δημόσιον είναι απαράδεκτος εν τη διαδικασία ταύτη”. Περαιτέρω, στις διατάξεις των άρθρων 51-55 του Π.Δ. 16/1989: “Κανονισμός Λειτουργίας Δ.Ο.Υ. κλπ” ορίζεται ότι: “Η βεβαίωση των εσόδων στις Δ.Ο.Υ. γίνεται με νόμιμους τίτλους είσπραξης, όπως αυτοί καθορίζονται από το Ν.Δ. 356/1974 “περί Κώδικος Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων” (Κ.ΕΔ.Ε.) (Φ.Ε.Κ. 90/Α) (άρθρο 51), “Δικαιολογητικά στοιχεία για την έκδοση τίτλου είσπραξης αποτελούν: 1. Η διάταξη νόμου. 2. Οι τίτλοι βεβαίωσης που προβλέπονται από τη νομοθεσία που ισχύει. 3. Η καταλογιστική απόφαση. 4. Οι αποφάσεις ή πράξεις αρμόδιας αρχής” (άρθρο 52), “Η σύνταξη των τίτλων είσπραξης από τα αρμόδια τμήματα της Δ.Ο.Υ., η αποστολή αυτών στο Τμήμα Εσόδων, καθώς και η βεβαίωσή τους, γίνεται μέσα στις προθεσμίες που ορίζονται από τις διατάξεις που ισχύουν (άρθρο 53), “Η βεβαίωση των εσόδων του Δημοσίου ή τρίτων διακρίνεται: 1. Σε βεβαίωση που γίνεται με βάση τίτλους είσπραξης. 2. Σε οίκοθεν βεβαίωση…” (άρθρο 54), ” 1. Για κάθε οικονομικό έτος και έσοδο, συντάσσονται από τις αρμόδιες Αρχές και στέλνονται στις Δ.Ο.Υ. τίτλοι είσπραξης, στους οποίους πρέπει να περιέχονται: α. Ο τίτλος της αρχής που τους συντάσσει, β. Ο αριθμός του τίτλου είσπραξης, γ. Η αρμόδια Δ.Ο.Υ. που θα κάνει τη βεβαίωση, δ. Το επώνυμο, όνομα, πατρώνυμο, ΑΦΜ, το επάγγελμα, η ακριβής διεύθυνση του επαγγέλματος και της κατοικίας του οφειλέτη και αν πρόκειται για εταιρίες η επωνυμία τους, η έδρα τους και τα φυσικά πρόσωπα που είναι υπόχρεα με τις διευθύνσεις τους. ….ε. Το είδος του εσόδου, το οφειλόμενο ποσό αναλυμένο σε κωδικούς αριθμούς εσόδου ή εκτός προϋπολογισμού λογαριασμούς, σε ακέραιες μονάδες, στ. Ο αριθμός των δόσεων, ζ. Οι υπογραφές του υπαλλήλου που συντάσσει αυτούς, του αρμοδίου προϊσταμένου του τμήματος και του προϊσταμένου της υπηρεσίας, η. Η υπηρεσιακή σφραγίδα….2…3. Κάθε τίτλος είσπραξης συνοδεύεται από περιληπτική κατάσταση βεβαίωσης σε τρία αντίτυπα μεταξύ των οποίων και το πρωτότυπο. … Στις περιληπτικές καταστάσεις πρέπει να συμπληρώνονται: α. Ο τίτλος της αρχής που τη συντάσσει, β. Ο τίτλος της Δ.Ο.Υ. που θα κάνει τη βεβαίωση, γ. Το είδος του φόρου, δ. Ο συνολικός αριθμός των οφειλετών που περιλαμβάνονται στον τίτλο είσπραξης, ε. Τα συνολικά κατά κωδικό αριθμό ή εκτός προϋπολογισμού ποσά και το γενικό σύνολο αριθμητικώς και ολογράφως, στ. Η υπογραφή του προϊσταμένου της αρχής που τη συντάσσει και η υπηρεσιακή σφραγίδα….” (άρθρο 55). Τέλος, στις διατάξεις των άρθρων 32, 33 και 35 του Β.Δ. 757/1969 περί διαρθρώσεων των Δημοσίων Ταμείων κλπ ορίζονται τα εξής: “Η βεβαίωσις των εσόδων εις τα Δημόσια Ταμεία ενεργείται βάσει νόμιμου τίτλου, ως καθορίζεται υπό του Νόμου περί εισπράξεων εσόδων” (άρθρο 32), “1.Δι` έκαστον οικονομικόν έτος και έσοδον συντάσσονται υπό της αρμοδίας Αρχής και αποστέλλονται εις τα Δημόσια Ταμεία ίδιοι τίτλοι εισπράξεως (χρηματικοί κατάλογοι, καταστάσεις, αποφάσεις κ.λπ.) αναγράφοντες ευαναγνώστως το επώνυμον, πατρώνυμον και κύριον όνομα των οφειλετών, το επάγγελμα τούτων, την ακριβή διεύθυνσιν του επαγγέλματος και της κατοικίας αυτών, προκειμένου δε περί εταιρειών την επωνυμίαν τούτων, την έδραν και τα υπόχρεα φυσικά πρόσωπα, το εισπρακτέον κατ` οφειλέτην ποσόν, αναλυτικώς κατά κωδικόν αριθμόν εσόδου του προϋπολογισμού ή εκτός προϋπολογισμού λογαριασμόν, εν τέλει δε του τίτλου το άθροισμα των ποσών, αριθμητικώς και ολογράφως. 2. Έκαστος τίτλος εισπράξεως συνοδεύεται υπό περιληπτικής εις τριπλούν, καταστάσεως, εμφανιζούσης εν ιδίοις στήλαις τον συνολικόν αριθμόν των φορολογουμένων των περιλαμβανομένων εις τον τίτλον εισπράξεως, το είδος του εσόδου και το συνολικόν ποσόν του τίτλου εισπράξεως, ολογράφως και αριθμητικώς.3 “(άρθρο 33), “1. Περατουμένης της εργασίας ελέγχου των τίτλων εισπράξεως, ενεργείται η βεβαίωσις του εσόδου εις το Δημόσιον Ταμείον, το ταχύτερον και ουχί πέραν των καθοριζόμενων προθεσμιών, δια της εκδόσεως τριπλοτύπου αποδεικτικού παραλαβής εισπρακτέων εσόδων και της εγγραφής του εσόδου εις τα βιβλία εισπρακτέων εσόδων του Ταμείου κατά κωδικούς αριθμούς εσόδου ή εκτός προϋπολογισμού λογαριασμούς….2. Εις τα κατά την προηγουμένην παράγραφο εκδιδόμενα τριπλότυπα αποδεικτικά παραλαβής εισπρακτέων εσόδων αναγράφονται: Η αποστείλασα Αρχή, το είδος και οι αριθμοί του τίτλου εισπράξεως και του πρωτοκόλλου αυτού, το είδος του εσόδου, τα ποσά κατά κωδικούς αριθμούς εσόδου, ή εκτός προϋπολογισμού λογαριασμούς, το άθροισμα τούτων, ως και ο αριθμός των οφειλετών. 3. Η χρονολογία εκδόσεως των τριπλοτύπων αποδεικτικών παραλαβής εισπρακτέων εσόδων τυγχάνει και χρονολογία βεβαιώσεως του εσόδου εις το Δημόσιον Ταμείον…” (άρθρο 35). Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτουν τα εξής: Στη δίκη, που ανοίγεται με την ανακοπή του άρθρου 73 § 1 ν.δ. 356/1974 “Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων” σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 583 έως 585 ΚΠολΔ, η οποία μπορεί να ασκείται τόσο κατά του νομίμου τίτλου όσο και κατά της ταμειακής βεβαίωσης, εφόσον αποτελεί και αυτή εκτελεστή διοικητική πράξη, ο μεν ανακόπτων επέχει κατ` αρχήν θέση εναγομένου, το δε καθ` ου (Δημόσιο) θέση ενάγοντος και γι` αυτό βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη των γεγονότων, των οποίων το βάρος θα έφερε, αν ασκούσε το δικαίωμά του με αγωγή. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ.2 του ΚΕΔΕ νόμιμο τίτλο αποτελεί η πράξη καταλογισμού χρηματικού ποσού εις βάρος διοικουμένου, που εντοπίζεται σε δημόσιο έγγραφο, το οποίο εκδίδεται από την αρμόδια αρχή και ενσωματώνει την ατομική διοικητική πράξη, από αυτόν δε (τον τίτλο), με τη συνδρομή των δημοσίων ή ιδιωτικών εγγράφων, που τον συνοδεύουν, αποδεικνύεται ή πιθανολογείται βεβαία και εκκαθαρισμένη η απαίτηση. Στο νόμιμο τίτλο πρέπει να αναφέρεται η ακριβής νομική και πραγματική αιτία της οφειλής, ώστε, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Τούτο δε, διότι με βάση τον νόμιμο τίτλο είναι δυνατό να επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς να έχει προηγηθεί διαγνωστική δίκη για την απαίτηση και έκδοση δικαστικής απόφασης, που θα καθιστούσε σαφείς την αιτία ή τις επιμέρους αιτίες του (φερόμενου ως) οφειλόμενου συνολικού χρέους. Η ανάγκη αυτή καθίσταται εντονότερη, όταν ο ουσιαστικός καθορισμός του χρέους δεν έγινε από το Ελληνικό Δημόσιο (η δράση του οποίου διέπεται από την αρχή και το τεκμήριο της νομιμότητας), αλλά από τρίτο πρόσωπο, όπως είναι ο αρχικός δανειστής (Τράπεζα), προς τον οποίο το Δημόσιο είχε παράσχει εγγύηση για την εξόφληση του τραπεζικού δανείου και στη θέση του οποίου το Δημόσιο υποκαταστάθηκε, λόγω μη εξόφλησης του δανείου από τον οφειλέτη αναλόγως δε και στην περίπτωση που το Δημόσιο ενεργεί ως εκδοχέας απαιτήσεων. Από τη βεβαίωση, ως νόμιμο τίτλο εισπράξεως (βεβαίωση υπό ευρεία έννοια), διακρίνεται η ταμειακή βεβαίωση (βεβαίωση υπό στενή έννοια), που είναι αναγκαία για να μπορεί να επιδιωχθεί η είσπραξη της απαιτήσεως του Δημοσίου, δηλαδή συνιστά αυτή τίτλο εκτελέσεως. Ο νόμιμος τίτλος δεν συμπίπτει με την ταμειακή βεβαίωση, πλην μεταξύ τους υφίσταται στενή αιτιακή σχέση, ώστε σε περίπτωση που η ταμειακή βεβαίωση δεν στηρίζεται σε νόμιμο τίτλο, όπως σε τίτλο στον οποίο δεν προσδιορίζεται επαρκώς το χρέος, να είναι αυτή ακυρωτέα. Και ναι μεν στον ΚΕΔΕ δεν προβλέπεται κοινοποίηση της ταμειακής βεβαιώσεως στον οφειλέτη, ούτε επιβάλλεται να συνοδεύεται αυτή από τα έγγραφα που συγκροτούντο νόμιμο τίτλο, πλην όμως λόγω της στενής αιτιακής της σχέσεως με το νόμιμο τίτλο, αν ούτε η ταμειακή βεβαίωση της οφειλής ούτε η ατομική ειδοποίηση, που εκδίδει κατά το άρθρο 4 παρ. 1 Κ.Ε.Δ.Ε. η αρμόδια φορολογική αρχή και κοινοποιείται επίσης στον οφειλέτη, δεν περιέχει τα καθοριζόμενα στην ως άνω διάταξη στοιχεία, προκειμένου ο οφειλέτης να λάβει επαρκή και ασφαλή γνώση για το είδος του χρέους, το ύψος του, τη χρονολογία βεβαίωσης και γενικά να κατατοπίζεται επαρκώς για την οφειλή του, τότε η έλλειψη αυτή μπορεί να οδηγήσει, κατόπιν ασκήσεως ανακοπής κατά το άρθρο 73παρ. 1 Κ.Ε.Δ.Ε., στην ακύρωση αυτών, αλλά μόνο με τη συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων του άρθρου 75 Κ.Ε.Δ.Ε. σχετικά με το στοιχείο της βλάβης του οφειλέτη του Δημοσίου, δηλαδή, αν και εφόσον η έλλειψη αυτή επέφερε στον οφειλέτη αδυναμία ουσιαστικής ή δικονομικής προστασίας των δικαιωμάτων του, η οποία δύναται να επανορθωθεί μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας της προσβαλλόμενης πράξεως, ιδίως ενόψει της υπάρξεως περισσοτέρων χρεών με διαφορετικές το καθένα συνέπειες για τον οφειλέτη. Ωστόσο, βλάβη με την ανωτέρω έννοια δεν υφίσταται ο οφειλέτης τόσο στην περίπτωση που η επίδοση της ταμειακής βεβαιώσεως και της ατομικής ειδοποιήσεως συνοδεύεται από τα αναγκαία έγγραφα (δημόσια ή ιδιωτικά), που προσδιορίζουν επαρκώς την οφειλή, όσο και στην περίπτωση που γνωστοποιούνται αυτά στον οφειλέτη με οποιονδήποτε τρόπο, με ή χωρίς αίτησή του, αλλά πάντως πριν από τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής, έτσι ώστε να είναι σε θέση να προβάλλει αυτός με δικονομικά παραδεκτό τρόπο τους ισχυρισμούς του κατά της οφειλής, και για τον λόγο αυτό δεν αρκεί να προσκομίσει το Δημόσιο τα έγγραφα του νόμιμου τίτλου προς απόδειξη της απαιτήσεώς του κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο (ΟλΑΠ 5/2019, ΑΠ 175/2024, ΑΠ 74/2023,  ΑΠ 134/2022, ΑΠ 1971/2022, ΑΠ 821/2022, ΑΠ 189/2020, ΑΠ 1031/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με την από 11-3-2021 και με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης ………./11-3-2021 ανακοπή     ο ανακόπτων    και ήδη εκκαλών ζήτησε , για τους ειδικότερα αναφερόμενους στην ανακοπή του λόγους,  να ακυρωθούν  η από 22-10-2020 ατομική ειδοποίηση  για το ποσό των 29.547,47 ευρώ, που βεβαιώθηκε σε βάρος του από  δανειακή σύμβαση με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου και αναρτήθηκε ηλεκτρονικά στο σύστημα  taxisnet  της ΑΑΔΕ, καθως και το από 22-10-2020 σημείωμα για πληρωμή βεβαιωμένων οφειλών εκτός ρύθμισης άλλως ταμειακή βεβαίωση, που ομοίως αναρτήθηκε ηλεκτρονικά στο σύστημα  taxisnet  της ΑΑΔΕ, επιπροσθέτως δε, κάθε  άλλη άμεση ή έμμεση συναφής δυσμενή πράξη ή παράλειψη της Διοίκησης, επιβληθείσα ρητώς ή σιωπηρώς, η οποία έχει σχέση με την ως άνω βεβαίωση οφειλής, καθώς και να καταδικασθεί  το καθ’ου  στην δικαστική του δαπάνη.  Επί της ανωτέρω ανακοπής  εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση, δια της οποίας τo πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού έκρινε α) μη νόμιμο το αίτημα να ακυρωθεί το από 22-10-2020 σημείωμα για πληρωμή βεβαιωμένων οφειλών εκτός ρύθμισης, που ομοίως αναρτήθηκε ηλεκτρονικά στο σύστημα  taxisnet  της ΑΑΔΕ με την αιτιολογία  ότι αυτό στερείται εκτελεστότητας, διότι πρόκειται για πράξη απλής ανακοίνωσης προς τον διοικούμενο  και όχι για νόμιμο τίτλο για διοικητική εκτέλεση, β) απαράδεκτο λόγω αοριστιάς το αίτημα να ακυρωθεί  κάθε άλλη άμεση  ή έμμεση συναφής δυσμενής πράξη ή παράλειψη της Διοίκησης, επιβληθείσα ρητώς ή σιωπηρώς η οποία έχει σχέση με την ως άνω βεβαίωση οφειλής, με την αιτιολογία  ότι ο ανακόπτων  δεν εκθέτει  συγκεκριμένες πράξεις  της Διοικησης ή εκτελεστικής διαδικασίας που επισπεύδονται  ή και πρόκειται  να επισπευσθούν και ότι τις προσβάλλει για συγκεκριμένους λόγους,  περαιτέρω απέρριψε όλους τους λόγους ανακοπής. Κατά της απόφασης  αυτής παραπονείται ο εκκαλών  με την υπό κρίση  έφεσή του  για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και  πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και διώκει   την εξαφάνισή της εκκαλουμένης, ώστε να γίνει δεκτή  η   ανακοπή  του. Σημειούται ότι η ένδικη  ανακοπή  που αφορά στη διαδικασία πριν από την έναρξη της εκτέλεσης, παραδεκτά ασκείται κατά της ως άνω ατομικής ειδοποίησης, εφόσον, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 73 παρ. 1α ν.δ. 356/1974, είναι δυνατή η άσκηση αυτοτελώς ανακοπής για ακύρωση ατομικής ειδοποίησης και πριν ακόμη την έναρξη της εκτέλεσης (ΑΠ 1767/2017, 1538/2017 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ).

Με  τον  πρώτο, δεύτερο και έκτο  λόγους ανακοπής, που επαναφέρονται με τους τρίτο και πέμπτο  λόγους εφέσεως,  ο ανακόπτων και  ήδη εκκαλών εκθέτει, κατ’ ορθήν εκτίμηση ότι από την ατομική ειδοποίηση και την ταμειακή βεβαίωση των οποίων έλαβε γνώση  μεσω  taxisnet  στις 22-10-2020,  δεν προκύπτει με σαφήνεια η αιτία, το είδος και το ύψος της επίδικης οφειλής, ότι  ο νόμιμος τίτλος  είναι ασαφής και αόριστος, ότι  δεν συντάχθηκε και δεν απεστάλη   χρηματικός κατάλογος και τριπλότυπη περιληπτικής κατάσταση βεβαίωσης, ελλείπουν δικαιολογητικά  και δεν προκύπτουν ως προς την επιδικη οφειλή απορρέουσα από την υπ’ αριθμ. …../31-8-2009 σύμβαση δανείου για την χορήγηση κεφαλαίου κίνησης με την εγγυηση  της ανώνυμης εταιρείας «………….» οι χρεωθέντες τόκοι και τα επιτόκια που εφαρμοσθηκαν με τα επιβληθέντα έξοδα και προμήθειες,  ότι η απαίτηση  δεν είναι  βέβαιη και  εκκαθαρισμένη καθώς δεν μπορεί να υπολογισθεί με ασφάλεια το ποσό της οφειλής και δεν προκύπτει  ποιο είναι το 80% του ποσού εγγύησης  που καταπίπτει σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και ότι από την ατελή  περιγραφή της απαίτησης υφίσταται βλάβη.  Ο λόγος αυτός ανακοπής είναι νόμιμος, ερειδόμενος επί της  διατάξεως του άρθρου 73 παρ. 1 του ΚΕΔΕ ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν. Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των μετ’ επικλήσεως νομίμως προσκομιζομένων υπό των διαδίκων εγγράφων, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη (άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ) είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 § 3, 339, 395 ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα  ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:    Ο ανακόπτων συνήψε την 31-8-2009  με την ανώνυμη  εταιρεία με την επωνυμία «…………» την υπ’ αριθ. …./31-8-2009 σύμβαση  δανείου για την χορήγηση κεφαλαίου κίνησης  με την εγγύηση της ανώνυμης εταιρείας «……….» ( «………….») ποσου 110.000 ευρώ, με τους ειδικότερους όρους  και συμφωνίες που αναφέρονται σε αυτήν. Στην ως άνω σύμβαση κατέστη εγγυήτρια  η ανώνυμη εταιρεία «……….» σε ποσοστό 80% του χορηγηθέντος   κεφαλαίου σύμφωνα  με τους όρους της υπ’ αριθ.  …..  από 31-8-2009 σύμβασης εγγύησης που προσαρτήθηκε στην ανωτέρω σύμβαση δανείου και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής. Λόγω μη ανταπόκρισης του δανειολήπτη στις συμβατικές του υποχρεώσεις, ήτοι λόγω καθυστέρησης πληρωμών του  ανακόπτοντος   η  «…………» με  την από 18-12-2012 εξώδικη δήλωση- καταγγελία την οποία κοινοποίησε στον ανακόπτοντα στις 7-1-2013 (υπ’ αριθμ. …../7-1-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……….)  κατήγγειλε την ανωτέρω σύμβαση, έκλεισε τον δανειοδοτικό της λογαριασμό  και  καλεσε τον ανακόπτοντα να εξοφλήσει  εντος τριών ημερών  το συνολικό χρεωστικό υπολοιπο αυτού ποσού 38.102,53 ευρώ, πλεον τόκων υπερημερίας από την επομενη του κλεισίματος, οι οποίοι θα ανατοκίζονταν στα μικρότερα χρονικά διαστήματα που προβλέπει ο νόμος, πλέον τόκων, δικαιωμάτων και λοιπών επιβαρύνσεων.  Με το υπ’ αριθμ. ….. απόσπασμα πρακτικού της από 21-7-2016 συνεδρίασης του Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρείας  «……..» (……….)  αποφασίσθηκε η καταβολή στην «……………» του ποσού των 9.363.665,27 ευρώ για την πληρωμή της κατάπτωσης εγγυήσεων 277 δανείων, μεταξύ των οποίων και αυτού, που η τελευταία είχε συνάψει με τον ανακόπτοντα. Με το υπ’ αριθ. …./25-7-2016  έγγραφό της η «………….» έδωσε εντολή στην Τράπεζα της Ελλάδος για πίστωση του λογαριασμού της  «………»  ( μεταξύ άλλων τραπεζικών ιδρυμάτων)  με χρέωση την συνημμένη υπ’ αριθμ.  ……. επιταγή  σε διαταγή  Τράπεζας της Ελλάδος ,  του λογαριασμου ταμειακής διαχείρισης (με αριθμό ……….)  της  «………….»,  με αιτιολογία την πληρωμή κατάπτωσης της εγγύησης της «………..» για  δάνεια, μεταξύ των οποίων και αυτού που αντιστοιχούσε στον ανακόπτοντα,  και  με το υπ’ αριθμ.  πρωτ. ………../25-7-2016 έγγραφό της η «………..» γνωστοποίησε  το  γεγονός αυτό στην  «………..». Την 5-8-2020 η  «………….» (όπως μετονομάσθηκε η «………..» σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4608/2019) απέστειλε στην Α Δ. Ο. Υ. Πειραιά με το υπ’ αριθμ. πρωτ. …./5-8-2020  έγγραφό της τον  υπ’ αριθμ. …../5-8-2020 Χρηματικό Κατάλογο, καθώς και την από 5-8-2020 τριπλότυπη περιληπτική κατάσταση οφειλών από δάνεια με την εγγύση της ……… έτους 2020  που αφορά τον ως άνω Χρηματικό Κατάλογο για την βεβαίωση της οφειλής. Την 22-10-2020 η Α΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιά  εξέδωσε την υπ’ αριθμ. ……. /22-10-2020 ταμεακή βεβαίωση (αρ. χρηματικού καταλόγου: …-Γραμμή:5-Ημερομηνία Χ.Κ.: 5-8-2020)  ποσού 29.333,34 ευρώ σε βάρος του ανακόπτοντος,  και  την γνωστοποιησε  στον ανακόπτοντα με την υπ’ αριθμ……/10-11-2020 αρχική ειδοποιηση χρέους. Ο ανακόπτων δε είχε  ήδη λάβει γνωση από τις 22-10-2020, ως και ο ίδιος συνομολογεί, της ανάρτησης στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης ΑΑΔΕ της από 22-10-2020 ατομικής ειδοποίησης. Ο ανακόπτων αφού έλαβε γνώση της ταμειακης βεβαιωσης σε βάρος του,  απευθύνθηκε στην Α΄ Δ.Ο.Υ Πειραιά  με την υπ’ αριθμ. ……/11-12-2020 αιτησή του, με την οποία ζήτησε αντίγραφα των εγγράφων  σχετικά με την επίδικη οφειλή του.  Όπως αναφέρεται  στο υπ’ αριθμ. ……/11-12-2020 απαντητικό έγγραφο της Α’ Δ.Ο.Υ.  Πειραιώς (Γενική Διεύθυνση Φορολογικής Διοίκησης) προς τον ανακόπτοντα παραδόθηκαν αντιγραφα 37 σελίδων σχετικά με την επίδικη οφειλή του, γεγονός το οποίο συνομολογεί και ο ίδιος ο  ανακόπτων, ο οποίος ρητώς αναφέρει στο δικόγραφο της ανακοπής του ότι έλαβε πλήρες αντίγραφο του φακέλου, που τηρείται   στην ως άνω Δ.Ο.Υ.  και συγκεκριμένα των κάτωθι εγγράφων : α) της υπ’ αριθ. …./31-8-2009 σύμβασης χορήγησης   δανείου προς τον ίδιον  από την …….  με την εγγύηση της ανώνυμης εταιρείας  «……………», β) αντιγράφου κίνησης μακροπρόθεσμου δανείου με αριθμ. ……. από 31-8-2009 έως 18-12-2012 (για περίοδο από 21.1.2010 εως 25.11.2011) , γ) αντιγραφου κίνησης μακροπρόθεσμου δανείου με αριθμ. ……… από 31-8-2009 έως 18-12-2012 (για περίοδο από 30.12.2011 εως 18.12.2012), γ)  της από 31.8.2009 πράξης εγγύησης, δ) της από 18.12.2012  εξώδικής δήλωσης – καταγγελίας  μετά της από 7.1.2013 εκθέσεως επιδόσεως αυτής του δικαστικού επιμελητή . ……, ε) αποσπάσματος πρακτικού ………. περί καταπτώσεως εγγυήσεων όλων των Τραπεζών, συνεδριάσεως 21-7-2006, στ)  της υπ’ αριθμ. πρωτ. ………  επιστολής της ……. προς την ……. πληρωμής συνολικού χρηματικού ποσου 238.413.615,31 ευρώ, με αιτιολογία «πληρωμή κατάπτωσης εγγυήσεων ……..», ζ) αντιγράφου πρακτικου  ………… ημερομηνίας 17.10.2016 με θέμα ημερήσιας διάταξης και απόφασης την μείωση μετοχικού κεφαλαίου και τροποίηση καταστατικού …….. …., η) αντιγραφου  από το Γενικό Μητρώο της εικόνας του ……., θ) της από 25.7.2016 επιστολή πληρωμής κατάπτωσης εγγυησης ……. προς την ……….. με αριθμ. …….., συνολικού ποσού  9.363.665,27 ευρώ. Από όλα τα ανωτέρω έγγραφα τα οποία κοινοποιήθηκαν στον ανακόπτοντα πριν  από τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής, αποδεικνύεται η αιτία και το είδος της απαίτησης, η χρονολογία χορηγήσεως του δανείου, το ποσό αυτού, το ποσό για το οποίο δόθηκε η εγγύηση του Δημοσίου, η διάρκεια του δανείου, ο αριθμός των δόσεων, τα ποσά των δόσεων, οι χρονολογίες λήξεως των δόσεων,  το συμβατικό επιτόκιο, ο χρόνος που έκλεισε ο σχετικος λογαριασμος λόγω μη εξυπηρέτησης του δανείου και η κίνηση του λογαριασμού αυτού, από τα οποία ο εκκαλών μπορεί να ελέγξει την ύπαρξη και το ύψος της οφειλής και να αμυνθεί κατ’ αυτής. Από τα ως άνω έγγραφα  αποδεικνύεται ο αριθμός της σύμβασης, το ποσό του δανείου, το εφαρμοζόμενο επιτόκιο το οποίο συνομολογηθηκε κυμαινόμενο (αρ. 4 της σύμβασης), η διαδικασια του εκτοκισμού (αρ. 5), η διάρκεια του δανείου (αρ. 6), ότι σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οποιασδήποτε δόσης θα οφείλεται αυτοδικαιως τόκος υπερημερίας  χωρίς να απαιτείται κοινοποίηση επιταγής προς πληρωμή ή άλλη όχληση ή ειδοποίηση του οφειλέτη (αρ. 9), ότι το κατάλοιπο θα καθίσταται ληξιπρόθεσμο αμέσως και ο οφειλέτης οφείλει επ’ αυτού από την επομένη και αυτοδικαίως χωρίς ειδική προς τούτο ειδοποίησή του, τόκους υπερημερίας (ανεξάρτητα αν στο κατάλοιπο περιλαμβάνονται και τόκοι) με  κεφαλαιοποίηση ανά εξάμηνο των τόκων που προέρχονται  από τον εκτοκισμό  των σε καθυστέρηση οφειλόμενων τόκων, οι οποίοι (τόκοι υπερημερίας) υπολογίζονται με το συμβατικο επιτόκιο υπερημερίας,  το οποίο συμφωνείται το εκάστοτε ανώτατο επιτρεπόμενο από το Νόμο  και τις αρμόδιες αρχές  και το οποίο κατά την  υπογραφή της σύμβασης ήταν 2,5  εκατοστιαίες  μονάδες πάνω από το επιτόκιο που ορίζεται στην παράγραφο 4 (αρ. 9) (όπως τα στοιχεία αυτά αποδεικνύονται από την σύμβαση δανείου), ότι το ποσοστό εγγύησης της ανώνυμης εταιρείας  «………….» ανερχόταν σε ποσοστό 80% του χορηγηθέντος  κεφαλαίου, ότι μετά την καταγγελία της σύμβασης  και το κλείσιμο του δανειακού λογαριασμού την 18-12-2012 αυτός εμφάνισε  συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο 38.102,53 ευρώ, οπότε η «……..» κατέβαλε στις 25-7-2016 στην «. …….» το ποσό των 29.333,34 ευρώ  (συνολικά οφειλόμενο  υπολοιπο κεφαλαίου δανείου: 36.666,68 ευρώ χ 80% = 29.333,34 ευρώ) που αντιστοιχούσε στην επιλέξιμη εγγυητική της υποχρέωση και  ότι    το ποσό αυτό βεβαιώθηκε   στην συνέχεια σε βάρος του ανακόπτοντος. Η αιτία της οφειλής σαφώς αναγράφεται στην επίδικη σύμβαση αλλά και σε όλα τα ως άνω έγγραφα. Επομένως, ο ανακοπτων, ως οφειλέτης του Ελληνικού Δημοσίου είχε λάβει επαρκή και ασφαλή γνώση, κατόπιν αιτήσεώς του και πριν την άσκηση της ένδικης ανακοπής, των στοιχείων της οφειλής του, δηλαδή του είδους του χρέους, του ύψους του, της χρονολογίας βεβαίωσης, ενόψει του ότι τα αναγκαία έγγραφα που προσδιορίζουν επαρκώς την οφειλή του, του γνωστοποιήθηκαν  κατόπιν αιτήσεώς του, με το από υπ’ αριθμ. …../11-12-2020 απαντητικό έγγραφο της Α’ Δ.Ο.Υ.  Πειραιώς   και πριν την άσκηση της  ένδικης ανακοπής της, στην οποία μάλιστα διέλαβε και λόγους που αφορούν την οφειλή του.  Συνεπώς δεν απεδείχθη  ότι  υπέστη οποιαδήποτε βλάβη, εφόσον τα αναγκαία έγγραφα (δημόσια ή ιδιωτικά), που προσδιορίζουν επαρκώς την οφειλή του γνωστοποιήθηκαν σε αυτόν  πριν από τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής, έτσι ώστε ήταν  σε θέση να προβάλλει  με δικονομικά παραδεκτό τρόπο τους ισχυρισμούς του κατά της οφειλής.  Το γεγονός ότι δεν του επιδόθηκαν, ως ισχυρίζεται ο ανακόπτων, ο υπ’ αριθμ. ……./5-8-2020 χρηματικός κατάλογος και η από 5-8-2020 τριπότυπη κατάσταση οφειλών από δάνεια  με την εγγύηση της  ……….. ετους 2020, δεν τον εμπόδισαν  από το να ασκήσει την ένδικη ανακοπή προβάλλοντας πλήρεις ισχυρισμούς  και ως εκ τούτου δεν υπέστη βλάβη εξ αυτού του λόγου. Σε κάθε δε περίπτωση ο  ανακόπτων δεν εκθέτει ποια στοιχεία δεν του γνωστοποιήθηκαν και περιλαμβάνονται  στον χρηματικό κατάλογο και στην τριπότυπη κατάσταση οφειλών, ώστε να δικαιολογείται το έννομο συμφέρον του για  άσκηση  ανακοπής.  Ο ισχυρισμός, επίσης, ότι το  πραναφερόμενο επιδοθέν σε αυτόν  αποσπάσμα πρακτικού απόφασης του ΔΣ της …….   αφορά το σύνολο των καταπιπτομένων εγγυήσεων και ότι  δεν του επιδόθηκε το απόσπασμα πρακτικού απόφασης του Δ.Σ. της ………… για την αποδοχή του αιτήματος της κατάπτωσης του δικού του δανειου   καθώς  και ο ισχυρισμός ότι δεν του επιδόθηκε η Εντολή πληρωμής του ποσού  κατάπτωσης  του δανείου που αφορά την συγκεκριμένη βεβαίωση οφειλής, κρίνονται απορριπτέοι, διότι η μη επιδοση των ανωτέρω εγγράφων δεν εμποδίζει την γένεση της αξιώσεως. Ωσαύτως απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός του ανακόπτοντος ότι από τα αποσπάσματα της κίνησης  του τηρηθέντος  δανειακού λογαρισμού  δεν προκύπτουν οι χρεωθέντες τόκοι και τα επιτόκια που εφαρμόσθηκαν για τον εκτοκισμό της εγγυημένης οφειλής με τα επιβληθέντα  έξοδα και προμήθειες, καθόσον το ύψος του  επιτοκίου, βάσει του οποίου υπολογίσθηκαν οι τόκοι,  δεν είναι αναγκαίο να προκύπτει ευθεως  από το απόσπασμα, αφού τα λοιπά  σταθερά στοιχεία (κεφάλαιο – χρόνος) επιτρέπουν   τον υπολογισμο του επιτοκίου βάσει απλών μαθηματικών υπολογισμών. Για την πληρότητα της ταμειακής βεβαίωσης δεν χρειάζεται να αναφέρεται ειδικότερα το ποσοστό του τόκου, αφού αυτό ορίζεται από τον νόμο, αλλα ούτε και το ποσοστό του τόκου που θα καταβληθεί, εφόσον τούτο μπορεί να εξευρεθεί  με απλό  μαθηματικό υπολογισμό βάσει του ποσοστού του τόκου και του χρονικού που θα παρέλεθει μέχρι την ημερομηνία εξοφλήσεως (ΑΠ 194/1995). Εξάλλου στα αντίγραφα της κίνησης του δανειακού λογαριασμού που κοινοποιήθηκαν στον ανακόπτοντα, έκαστο κονδύλιο τόκων παρατίθεται λεπτομερως. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που  απέρριψε  τους λόγους αυτούς  ανακοπής, με παρόμοια   ατιολογία,  η  οποία, όπου κρίνεται αναγκαίο, αντικαθισταται και συμπληρώνεται  παραδεκτά κατ` άρθρο 534 ΚΠολΔ, με την παρούσα που, έλαβε ορθό κατ’ αποτέλεσμα διατακτικό  και πρέπει να απορριφθούν οι ως άνω    λόγοι εφέσεως.

Με τον τρίτο λόγο ανακοπής ,που επαναφέρεται με τους πρώτο και δεύτερο λόγους εφέσεως, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι ουδέποτε   του κοινοποιήθηκε ατομική ειδοποίηση οφειλής  και η οικεία πράξη  ταμειακής βεβαίωσης  πριν από την 22-10-2020, και ότι  με την από 22-10-2020 ατομική ειδοποίηση χρεών ποσού 29.547,47 ευρώ και την περιεχομενη σε αυτή ταμειακή βεβαίωση, που αναρτήθηκε ηλεκτρονικά  στο σύστημα taxisnet της ΑΑΔΕ και το επακολουθέν σημείωμα για πληρωμή βεβαιωμένων οφειλών εκτός ρύθμισης, που αναρτήθηκε ηλεκτρονικά  στο σύστημα taxisnet της ΑΑΔΕ,  οπου αναγράφηκε μόνο το συνολικό ποσό της βεβαιωθείσας οφειλής, χωρίς κανένα προσδιοριστικό στοιχείο της  ταμειακής βεβαίωσης, δεν ενημερώθηκε νόμιμα για την απαίτηση του Δημοσίου έναντι αυτού. Ο λόγος αυτός ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος,  διότι  σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. η «…η Φορολογική Διοίκηση εκδίδει ατομική ειδοποίηση, την οποία, είτε αποστέλλει ταχυδρομικά στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα είτε την κοινοποιεί σε αυτούς σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 4174/2013», ενώ  με το  άρθρο 5 του ν. 4174/2013   ««1. Η κοινοποίηση πράξεων που εκδίδει, σύμφωνα με τον Κώδικα, η Φορολογική Διοίκηση προς φορολογούμενο ή άλλο πρόσωπο, γίνεται εγγράφως ή ηλεκτρονικώς.  2. Εάν η πράξη αφορά φυσικό πρόσωπο, η κοινοποίηση συντελείται εφόσον:  α) κοινοποιηθεί ηλεκτρονικά, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του ν. 3979/2011 ή στο λογαριασμό του εν λόγω προσώπου ή του νομίμου αντιπροσώπου του ή του φορολογικού εκπροσώπου του στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης, την οποία ακολουθεί ηλεκτρονική ειδοποίηση στη δηλωθείσα διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του,» και επομένως, η  ηλεκτρονική αναρτηση στις 22-10-2020 της ατομικής ειδοποιήσεως  στο σύστημα taxisnet της ΑΑΔΕ, της οποίας, υπο τα εκτιθέμενα   ο ανακόπτων έλαβε γνώση αυθημερόν,  συνιστά νόμιμο τρόπο κοινοποίησης της ατομικής ειδοποίησης και  ενημέρωσης του ανακόπτοντος, ενώ περαιτέρω δεν προβλέπεται στον Κ.Ε.Δ.Ε. κοινοποίηση της  ταμειακης βεβαίωσης στον οφειλέτη. Εξάλλου ο ως  άνω λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος  και ως ουσία αβάσιμος, διότι  την 22-10-2020 η Α΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιά  εξέδωσε την υπ’ αριθμ. ….. /22-10-2020 ταμειακή βεβαίωση ποσού 29.333,34 ευρώ σε βάρος του ανακόπτοντος , την οποία του  γνωστοποιησε  στην συνέχεια με την υπ’ αριθμ…../10-11-2020 αρχική ειδοποιηση χρέους,   και  ακολούθως ο ανακόπτων , αφού έλαβε γνώση της ταμειακής βεβαίωσης σε βάρος του, με την υπ’ αριθμ. πρωτ. ……/11-12-2020 αίτησή  προς την Α΄Δ.Ο.Υ. Πειραιώς  ζήτησε   αντίγραφα των εγγράφων σχετικά με την επίδικη οφειλή του τα οποία και έλαβε, ως προεκτέθηκε, κι ως εκ τούτου ενημερώθηκε επαρκώς για το είδος και το ύψος της οφειλής του και συνεπώς δεν απεδείχθη  ότι  υπέστη οποιαδήποτε βλάβη,  αφού πριν τη λήξη της προθεσμίας για την άσκηση της ανακοπής είχε την δυνατότητα να λάβει γνώση των αναγκαίων εγγράφων που προσδιορίζουν την οφειλή του, όπως και τελικά έλαβε γνώση, ώστε να είναι σε θέση να προβάλλει με δικονομικά παραδεκτό τρόπο τους κατά της οφειλής ισχυρισμούς του.  Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που  απέρριψε  τον λόγο αυτόν της ανακοπής, με παρόμοια  ατιολογία,  η  οποία, όπου κρίνεται αναγκαίο,  αντικαθίσταται και συμπληρώνεται   παραδεκτά κατ` άρθρο 534 ΚΠολΔ,  με την παρούσα, έλαβε ορθό κατ’ αποτέλεσμα διατακτικό  και πρέπει να απορριφθούν οι ως άνω    λόγοι εφέσεως.

Με τον τέταρτο λόγο ανακοπής, που επαναφέρεται με τον τεταρτο λόγο εφέσεως   ο  ανακόπτων ισχυρίζεται  ότι τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της Τράπεζας δεν έχουν αποδεικτική  δυναμη λόγω μη βεβαίωσης της γνησιότητας της εκτύπωσης  από αρμόδιο τραπεζικό υπάλληλο. Ο λόγος αυτός κρινεται απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος  διότι με βάση το άρθρο 16 της σύμβασης ρητώς προβλέπεται «Για το δάνειο αυτό η δανείστρια θα τηρεί λογαριασμό στα βιβλία της, που μπορεί να τηρουνται και με το μηχανογραφικό σύστημα,  στον οποίον θα καταχωρούνται στην στήλη  της χρέωσης η ανάληψη του δανείου, οι συμβατικοί και υπερημερίας τόκοι, οι προμήθειες και τα έξοδα της δανείστριας που γίνονται εξαιτίας του δανείου (δικαστικά και άλλα) και στην στήλη της πίστωσης οι καταβολές του οφειλέτη, οι οποίες θα καταλογίζονται κατά σειρά, στα έξοδα, στις προμήθειες, στους τόκους υπερημρίας και συμβατικούς και τελευταία στο κεφάλαιο. Απόσπασμα  που θα έχει εξαχθεί από τα βιβλία της δανείστριας από την ίδια και θα εμφανίζει τον παραπάνω λογιστικο λογαριασμό  και το υπόλοιπο που οφείλεται,  συμφωνείται ότι θα αποτελεί πλήρη απόδειξη της απαίτησης της δανείστριας κατά του οφειλέτη επιτρεπομένης ανταποδείξεως μόνο με έγγραφο», χωρις να προβλέπεται  και να απαιτείται βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσης των μηχανογραφικά τηρούμενων εμπορικών βιβλίων, απορριπτομένων όσων περί του αντιθέτου υποστηρίζονται με τον ως άνω λόγο εφέσεως.

Το άρθρο 20 παρ.2 του Συντάγματος, που επιβάλλει την προηγούμενη ακρόαση του διοικουμένου πριν από την έκδοση δυσμενούς πράξεως σε βάρος του, δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που η Διοίκηση λαμβάνει το σε βάρος του διοικουμένου μέτρο κατά δεσμία εξουσία και με βάση αντικειμενικά δεδομένα, που δεν συνδέονται προς υποκειμενική συμπεριφορά ή υπαιτιότητα ορισμένου προσώπου, του οποίου η προηγούμενη ακρόαση θα μπορούσε να ασκήσει επίδραση στη διαμόρφωση της σχετικής κρίσεως της Διοικήσεως. `Ετσι, σε περίπτωση που έχει κτηθεί από το Δημόσιο τίτλος βεβαιώσεως ορισμένου χρηματικού ποσού με την συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων (π.χ. έσοδα βεβαιούμενα αμέσως με την έκδοση της οικείας καταλογιστικής πράξεως, πάροδος της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής κατά της πράξεως επιβολής φόρου, τέλους, προστίμου ή χρηματικής κυρώσεως), δεν απαιτείται η προηγούμενη κλήση του ενδιαφερομένου για να εκφέρει τις απόψεις του πριν από την έκδοση του τίτλου εισπράξεως (π.χ. χρηματικού καταλόγου) ή πριν από την ταμειακή βεβαίωση του χρέους, δεδομένου ότι στις ενέργειες αυτές προβαίνει η Διοίκηση κατά δεσμία εξουσία και με βάση αντικειμενικά δεδομένα (ΑΠ 1971/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).   Στην προκειμένη περίπτωση με τον έβδομο λόγο της ανακοπής  (που επαναφέρεται με τον έκτο λόγο εφέσεως), ο ανακόπτων εκθέτει ότι παραβιάσθηκε το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου, καθώς όταν αντιλήφθηκε την εγγραφή της οφειλής, που αναρτήθηκε ηλεκτρονικά στο σύστημα taxisnet της ΑΑΔΕ είχε ήδη στερηθεί  της δυνατότητας  να εκφράσει τις απόψεις του προς την Διοίκηση. Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα, δεν απαιτείται η προηγούμενη κλήση του ενδιαφερομένου για να εκφέρει τις απόψεις του πριν από την έκδοση του χρηματικού καταλόγου και της ταμειακής βεβαιώσεως του χρέους, δεδομένου ότι στις ενέργειες αυτές προβαίνει η διοίκηση κατά δέσμια εξουσία και με βάση αντικειμενικά δεδομένα. Σε κάθε δε περίπτωση υπό τα εκτιθέμενα ο ανακόπτων είχε ήδη ενημερωθεί  από την δανείστρια Τράπεζα για την καταγγελία της επίδικης δανειακής σύμβασης και το κλείσιμο του λογαριασμού, με την κοινοποίηση σε αυτόν στις 7-1-2013 της από 18-12-2012 εξώδικης  δήλωσης – καταγγελίας και επομένως τελούσε σε γνώση της  οφειλής του αλλά της επερχόμενων εννόμων συνεπειων, αφού με την υπογραφή της  σύμβασης  ήταν εν γνώσει των όρων αυτής και των συνεπειών της κατάπτωσης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που  απέρριψε  τον λόγο αυτόν της ανακοπής, έστω και με διαφορετική εν μέρει  ατιολογία,  η  οποία, όπου κρίνεται αναγκαίο, αντικαθισταται και συμπληρώνεται παραδεκτά κατ` άρθρο 534 ΚΠολΔ,  με την παρούσα, έλαβε ορθό κατ’ αποτέλεσμα διατακτικό  και πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός  λόγος εφέσεως.

Με τον όγδοο  λόγο ανακοπής, που επαναφέρεται με τον έβδομο λόγο εφέσεως,  ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι το καθ’ου ενήργησε καταχρηστικά και κατά παραβαση της αρχής της αναλογικότητας, καθώς και της αρχής της διακριτικής ευχέρειας επιλέγοντας το αυστηρότερο μέτρο προς επιδίωξη του σκοπού του, διότι η  έκδοση της  προσβαλλόμενης ταμειακής βεβαίωσης συνεπάγεται την αδυναμία έκδοσης φορολογικής ενημερότητας για τον ιδιο  αν αυτός δεν καταβάλει ή δεν ρυθμίσει την βεβαιωθείσα οφειλή και ότι σε διαφορετική περίπτωση καθίσταται αδύνατη η άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος,  διότι τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιωματος, ήτοι η επικαλούμενη συμπεριφορά  του καθ’ου η ανακοπή  δεν εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη  του άρθρου 281 ΑΚ, ενώ επιπλέον η Διοίκηση δεν επέλεξε το αυστηρότερο μέτρο με την ταμειακή βεβαίωση, ως ισχυρίζεται ο ανακόπτων, αφού υπό τα εκτιθέμενα δεν προέβη σε πράξεις εκτέλεσης, αντίθετα η ταμειακή βεβαίωση είναι απολύτως αναγκαία για την επίτευξη  του σκοπού που επιδιώκεται με αυτήν. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τον λόγο αυτό ανακοπής με την αυτή αιτιολογία, δεν έσφαλε, και  συνεπώς  όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζονται με τον ως άνω λόγο εφέσεως είναι αβάσιμα κι απορριπτέα. Σημειούται ότι ο  πεμπτος λόγος εφέσεως περί παραγραφής της αξιώσεως, ο οποίος απερρίφθη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως μη νόμιμος, δεν επαναφέρεται με ειδικό λόγο εφέσεως.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα, η ανακοπή  πρέπει να απορριφθεί. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς κατ`αποτέλεσμα με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την ανακοπή, με αιτιολογίες που αντικαθίστανται και συμπληρώνονται  εν μέρει κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα ανωτέρω με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης , όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζονται με τους επί μέρους λόγους της υπό κρίση εφέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Επομένως, η υπό κρίση έφεση  πρέπει να απορριφθεί   στο σύνολό της, μετά μερική  αντικατάσταση και συμπλήρωση  αιτιολογιών. Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας , κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματος του, να επιβληθούν σε βάρος του ανακοπτοντος – εκκαλούντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 106, 176,  σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εφαρμογή του ΚΠολΔ, κατ’ άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του ν. 1738/1987 εκδοθείσα υπ` αριθ. 134423/8.12.1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Φ.Ε.Κ. Β`11/20-1-1993),  κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, μετά δε την απόρριψη της εφέσεως, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (495 παρ. 3 εδ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την έφεση αντιμωλίαν των  διαδίκων.

Δέχεται τύποις και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την υπό κρίση έφεση.

Επιβάλλει εις βάρος του    εκκαλούντος     την δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποίαν καθορίζει σε  τριακόσια  (300) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά   σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 28.4.            2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ