ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 261/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
2ο ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Του εκκαλούντος : Του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ» (ΔΥΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ), σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 3329/2005, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 27 του Ν. 4771/2021, που εδρεύει στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη Αττικής, ………, νομίμως εκπροσωπούμενου, ΑΦΜ : ………. Δ.Ο.Υ. Καλλιθέας, το οποίο εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο του Σταυρούλα Αλικάκου (ΑΜΔΣΑ : ……….).
Του εφεσίβλητου : ……………, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Το ανακόπτον ΝΠΔΔ ζήτησε να γίνουν δεκτοί η από 15-6-2021 με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2021 και ειδικό …/2021 ανακοπή του, όπως και οι από 29-12-2021 με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2021 και ειδικό …./2021 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, μετά τη συνεκδίκασή τους, με τη με αριθμό 3374/2022 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, απέρριψε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής και επικύρωσε τη με αριθμό …../2021 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή (απόφαση).
Την απόφαση αυτή προσβάλλει το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν με την από 18-1-2024 έφεσή του, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/2024 και ειδικό …./2024 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2024 και ειδικό …/2024 για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος και ο εφεσίβλητος ως δικηγόρος δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, αντίστοιχα.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση έφεση του ηττηθέντος ανακόπτοντος και ήδη εκκαλούντος κατά του καθ’ ου η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητου και κατά της με αριθμό 3374/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591, 614 επ., 632 παρ. 2 εδ. β ΚΠολΔ), αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδώσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρα 19, 495, 498 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 19-1-2024, ήτοι εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στο ανακόπτον, η οποία (επίδοση) έλαβε χώρα με επιμέλεια του καθ’ ου η ανακοπή την 20-12-2023, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ……. στο κοινοποιηθέν στο ανακόπτον και ήδη εκκαλούν αντίγραφο της εκκαλουμένης απόφασης, που μετ’ επικλήσεως προσκομίζει το τελευταίο (άρθρα 495 παρ. 1, 498, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) η έφεση, δεδομένου ότι λόγω της νομικής φύσης του εκκαλούντος ως ΝΠΔΔ, το τελευταίο απαλλάσσεται, όπως και το Δημόσιο, από την υποχρέωση κατάθεσης του προβλεπόμενου παραβόλου για το παραδεκτό του ενδίκου μέσου (άρθρο 28 παρ. 4 του Ν. 2579/1998), και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την από 15-6-2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2021 ανακοπή του και τους από 29-12-2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2021 πρόσθετους λόγους ανακοπής, το ανακόπτον ζήτησε, για τους αναφερόμενους στα δικόγραφα αυτά λόγους, την ακύρωση της ανακοπτομένης με αριθμό 15/2021 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατόπιν αίτησης του καθ’ ου η ανακοπή, δικηγόρου Αθηνών (ΑΜΔΣΑ : …..), για απαίτησή του από δικηγορική αμοιβή προερχόμενη από εργολαβικά δίκης δέκα οκτώ (18) εντολέων του – ιατρών, εργαζόμενων στο ανακόπτον, της οποίας (απαίτησης) κατέστη ο καθ’ ου η ανακοπή δικαιούχος κατόπιν νόμιμης εκχώρησης από τους άνω εντολείς του, με την οποία (διαταγή πληρωμής) υποχρεώθηκε το ανακόπτον να καταβάλει στον καθ’ ου η ανακοπή το ποσό των 26.957,40 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, μετά τη συνεκδίκασή τους (ανακοπής και πρόσθετων αυτής λόγων), εξέδωσε, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591, 614 επ., 632 παρ. 2 εδ. β ΚΠολΔ), την προσβαλλόμενη με αριθμό 3374/2022 οριστική απόφασή του, με την οποία απορρίφθηκαν η ανακοπή και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι, επικυρώθηκε η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής και συμψηφίστηκαν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Την απόφαση αυτή (3374/2022) προσβάλλει το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν, με την υπό κρίση έφεση, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, για τους αναφερόμενους στην έφεση λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, με σκοπό να γίνει δεκτή η ασκηθείσα ανακοπή του μετά των πρόσθετων αυτής λόγων και να ακυρωθεί εν όλω η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής.
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 455 ΑΚ ο δανειστής μπορεί με σύμβαση να μεταβιβάσει σε άλλον την απαίτησή του χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εκχώρηση είναι η σύμβαση μεταξύ δανειστή και τρίτου, με την οποία ο πρώτος μεταβιβάζει απαίτησή του στο δεύτερο. Η εκχώρηση είναι σύμβαση διαθέσεως και αναιτιώδης, δηλαδή ανεξάρτητη από την αιτία. Η κατά τα ως άνω εκχώρηση της απαίτησης σε τρίτο αποτελεί μεταβολή απλώς του προσώπου του δικαιούχου, δεν συνιστά αλλοίωση της ενοχής και η μεταβιβαζόμενη απαίτηση, παρά την αλλαγή του προσώπου του δανειστή, παραμένει η ίδια, όπως και προηγουμένως (ΑΠ 1144/2017, ΑΠ 826/2001 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Αντικείμενο εκχώρησης είναι μόνον οι απαιτήσεις του δανειστή κατά του οφειλέτη, δηλαδή οι ενοχικές αξιώσεις, είτε αυτές πηγάζουν από ενοχικά δικαιώματα είτε από οποιοδήποτε άλλο τέτοιο. Από το συνδυασμό της παραπάνω διάταξης με εκείνη του άρθρου 460 του ίδιου Κώδικα συνάγεται με σαφήνεια ότι η σύμβαση εκχώρησης έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση της απαίτησης από τον εκχωρητή στον εκδοχέα, ο οποίος καθίσταται ο μόνος δικαιούχος της μετά την αναγγελία (ΑΠ 208/2016, ΕφΑθ 168/2017 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 60 παρ. 1 έως 3 του Ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων) ορίζεται : «1. Επιτρέπεται η κατάρτιση έγγραφης συμφωνίας, η οποία εξαρτά την αμοιβή ή το είδος αυτής από την έκβαση της δίκης ή του αποτελέσματος της εργασίας ή από οποιαδήποτε άλλη αίρεση, όπως επίσης και συμφωνία, με την οποία εκχωρείται ή μεταβιβάζεται μέρος του αντικειμένου της δίκης ή της εργασίας, ως αμοιβή (εργολαβικό δίκης). Αυτή η συμφωνία δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20% του αντικειμένου της δίκης. Σε περίπτωση που συμπράττουν πέραν του ενός δικηγόροι, το ως άνω ποσοστό δεν μπορεί να υπερβαίνει το 30%. Σε συμφωνία που εξαρτά την αμοιβή από το αποτέλεσμα της δίκης, η αμοιβή εισπράττεται είτε από το ίδιο το προϊόν της δίκης είτε από την υπόλοιπη περιουσία του εντολέα. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος έχει προνόμιο μόνο στο προϊόν της δίκης. Δεν επιτρέπεται, με ποινή ακυρότητας, κάθε εκχώρηση του προϊόντος της δίκης ή οποιαδήποτε άλλη μεταβίβαση του εν ζωή ή με αιτία το θάνατο ή με κατάσχεση, μέχρι το ποσό ή την αξία που δικαιούται ο δικηγόρος. 2. Η συμφωνία βάσει της οποίας εξαρτάται η αμοιβή του δικηγόρου από την έκβαση της δίκης και η οποία αναφέρεται σε υποθέσεις από ζημίες αυτοκινήτων, απαλλοτριώσεις ή σε μισθούς, ημερομίσθια, πρόσθετες αμοιβές για υπερωρίες, εργασία νυκτερινή ή σε Κυριακές ή εορτές, δώρα, αντίτιμο για άδεια ή επίδομα αδείας, αποζημίωση για καταγγελία της σύμβασης εργασίας και γενικά σε απαιτήσεις που ανάγονται σε εργασιακή σύμβαση υπαλλήλων, εργατών ή υπηρετών ή σε αποδοχές γενικά μονίμων δημοσίων υπαλλήλων ή υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. σε όποια δικαιοδοσία κι αν υπάγονται καταρτίζεται εγγράφως και γνωστοποιείται στο Δικηγορικό Σύλλογο, του οποίου είναι μέλος ο δικηγόρος, οποτεδήποτε και σε κάθε περίπτωση πριν από την άσκηση ή ικανοποίηση της οποιασδήποτε αξίωσης του δικηγόρου κατά του εντολέα. Η γνωστοποίηση γίνεται με προσκόμιση δύο πρωτοτύπων, συντάσσεται δε πράξη κάτω από το ένα πρωτότυπο, το οποίο παραλαμβάνει ο δικηγόρος. Το άλλο πρωτότυπο παραμένει στα αρχεία του Συλλόγου και καταχωρείται αμέσως σε ειδικό βιβλίο. 3. Η αναγγελία της εκχώρησης του τμήματος της απαίτησης για την κάλυψη της αμοιβής του δικηγόρου γίνεται με κοινοποίηση του σχετικού συμφωνητικού στον οφειλέτη, οποτεδήποτε πριν από την πληρωμή της απαίτησης. Όταν οφειλέτης είναι το Ελληνικό Δημόσιο, η αναγγελία γίνεται με υποβολή του εκχωρητικού εγγράφου στον οικείο Υπουργό και στην αρμόδια για την εκκαθάριση της δαπάνης Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου, χωρίς να τηρούνται οι διατυπώσεις του άρθρου 95 του ν. 2362/1995 (Α΄ 247), ως ισχύει. Για τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και ασφαλιστικούς οργανισμούς το πιο πάνω έγγραφο γνωστοποιείται στον νόμιμο εκπρόσωπό τους και στην αρμόδια για την πληρωμή της δαπάνης υπηρεσία του νομικού προσώπου. Σε κάθε περίπτωση, η γνωστοποίηση του εκχωρητικού εγγράφου γίνεται και στην αρμόδια για τη φορολόγηση του δικηγόρου Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία. Η παρακράτηση και απόδοση της αμοιβής του δικηγόρου γίνεται από το αρμόδιο για πληρωμή της απαίτησης όργανο του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου». Από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι επιτρέπεται η κατάρτιση ειδικής συμφωνίας μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέα του, η οποία εξαρτά την αμοιβή του πρώτου από την έκβαση της δίκης ή του αποτελέσματος της εργασίας ή από οποιαδήποτε άλλη αίρεση, όπως επίσης και ότι επιτρέπεται η μεταξύ τους συμφωνία, με την οποία εκχωρείται ή μεταβιβάζεται μέρος του αντικειμένου της δίκης ή της εργασίας, ως αμοιβή (εργολαβικό δίκης). Η παραπάνω συμφωνία απαιτείται να καταρτισθεί εγγράφως και να γνωστοποιηθεί στο Δικηγορικό Σύλλογο, στον οποίο είναι μέλος ο δικηγόρος οποτεδήποτε και σε κάθε περίπτωση πριν από την άσκηση ή ικανοποίηση οποιασδήποτε αξίωσης του δικηγόρου κατά του εντολέα του, εφόσον -μεταξύ άλλων προβλεπόμενων στην παράγραφο 2 περιπτώσεων- πρόκειται για απαιτήσεις που αφορούν σε αποδοχές δημοσίων υπαλλήλων ή υπαλλήλων ν.π.δ.δ.. Η σύμβαση αυτή, γνωστή ως «εργολαβία δίκης», είναι υποσχετική, με αποτέλεσμα, μετά την πλήρωση της τυχόν αναβλητικής αίρεσης περί επιτυχούς διεξαγωγής της δίκης ή περαίωσης της εργασίας, ο δικηγόρος να μην αποκτά αυτοδικαίως το ποσοστό επί του αντικειμένου της δίκης που συνιστά την αμοιβή του, αλλά να έχει ενοχική αξίωση έναντι του εντολέα του για τη μεταβίβαση ή την καταβολή του ποσοστού αυτού (πρβλ. ΑΠ 1373/2007, ΓΝΜΔ ΝΣΚ 213/2018 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Επίσης, στο πλαίσιο της εν λόγω συμφωνίας μπορεί να συμφωνηθεί ότι ο εντολέας εκχωρεί στο δικηγόρο, προς είσπραξη της συμφωνημένης αμοιβής, ποσοστό της απαίτησής του κατά του αντιδίκου του, ενώ από την προαναφερόμενη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 60 του Ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων) συνάγεται ότι στην περίπτωση που ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου η εκχώρηση συντελείται, όταν το έγγραφο της αναγγελίας γνωστοποιηθεί στο νόμιμο εκπρόσωπό του, καθώς και στην αρμόδια για την πληρωμή της δαπάνης υπηρεσία του. Οι παραπάνω διατάξεις, ως ειδικότερες και νεότερες, κατισχύουν των γενικών διατάξεων περί αναγγελίας της σύμβασης εκχώρησης στην περίπτωση που ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και συγκεκριμένα, κατισχύουν των διατάξεων του άρθρου 53 παρ. 1 και 2 του ν.δ./τος 496/1974 «περί λογιστικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου», οι οποίες ορίζουν : «1. Δια πάσαν κατάσχεσιν χρηματικής απαιτήσεως εις χείρας του ν.π. ως τρίτου, το κατασχετήριον ως και η αναγγελία επί εκχωρήσεως χρηματικής απαιτήσεως κατά του ν.π. κοινοποιούνται εις την αρμοδίαν δια την πληρωμήν υπηρεσίαν του ν.π. και εις το αρμόδιον δια την αναγνώρισιν της δαπάνης όργανον αυτού. Το κατασχετήριον κοινοποιείται εις το Δημόσιον Ταμείον εις ο υπάγεται φορολογικώς ο καθ’ ου η κατάσχεσις και εις την αρμοδίαν δια την εκκαθάρισιν και εντολήν πληρωμής της δαπάνης, Υπηρεσίαν εντός δέκα πέντε ημερών από της επιδόσεώς του εις την αρμοδίαν δια την πληρωμήν Υπηρεσίαν. 2. Πάσα κατάσχεσις ή εκχώρησις, δια την οποίαν δεν ετηρήθησαν αι ως άνω διατυπώσεις, είναι άκυρος». Τέλος, από το άρθρο 623 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και αφετέρου η απαίτηση αυτή, καθώς και το ποσό της, όπως και το πρόσωπο του δικαιούχου και του οφειλέτη (ΑΠ 914/2018 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Εάν η απαίτηση ή το ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτό απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα (Ολ ΑΠ 10/1997, ΑΠ 1102/2008, ΑΠ 1480/2007 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).
IV. Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται νόμιμα και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικά παρακάτω, χωρίς πάντως, να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 277/2020, ΑΠ 386/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Επί της από 27-4-2021 αίτησης του καθ’ ου η ανακοπή, δικηγόρου Αθηνών (ΑΜΔΣΑ : ……), εκδόθηκε η με αριθμό …./2021 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία το ανακόπτον διατάσσεται να καταβάλει στον καθ’ ου η ανακοπή το συνολικό ποσό των 26.957,40 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 18-12-2018, για απαιτήσεις που του εκχωρήθηκαν από εντολείς του. Ειδικότερα, με την ένδικη αίτησή του για την έκδοση της παραπάνω διαταγής πληρωμής ο καθ’ ου η ανακοπή ισχυρίστηκε ότι με τα πληρεξούσια – εργολαβικά δίκης, που είχε καταρτίσει με τους αναφερόμενους δέκα οκτώ (18) ιατρούς που απασχολούνται στη 2η Υγειονομική Περιφέρεια Πειραιώς και Αιγαίου, ανέλαβε να διεκδικήσει για λογαριασμό τους τις μισθολογικές διαφορές, που προέκυψαν από την εφαρμογή του Ν. 4093/2012, ότι σε σχέση με τη δικηγορική αμοιβή του στα ένδικα πληρεξούσια – εργολαβικά δίκης συμπεριλήφθηκε όρος που προέβλεπε ότι «Αν είτε με δικαστική απόφαση ή με άλλο τρόπο αναγνωρισθούν και καταβληθούν ή εισπραχθούν υπέρ του εντολέα μισθολογικές διαφορές από την έναρξη εργασίας στο ΠΕΔΥ είτε μη ορθής εφαρμογής του Ν. 3205/2003 είτε για άλλους λόγους…η αμοιβή του δικηγόρου θα ανέρχεται στο 10% επί των μικτών ποσών που θα καταβληθούν αναδρομικά και τον Φ.Π.Α. επιπλέον», καθώς και ότι συμφώνησε με τους εντολείς του την εκχώρηση προς αυτόν ποσοστού 10% με τον αντίστοιχο Φ.Π.Α. επί των μικτών διαφορών που θα προέκυπταν υπέρ τους είτε με δικαστική απόφαση, είτε με εξώδικο συμβιβασμό, είτε με κάθε άλλο τρόπο, ως δικηγορική αμοιβή του. Επίσης, με την ένδικη αίτησή του ο καθ’ ου η ανακοπή ισχυρίστηκε ότι με το άρθρο 11 τον Ν. 4575/2018 (ΦΕΚ Α΄ 192) προβλέφθηκε για τους ιατρούς του ΕΣΥ, τους ιατρούς Δημόσιας Υγείας ΕΣΥ, τους επικουρικούς και τους ειδικευόμενους ιατρούς, για όσο χρόνο ήταν εν ενεργεία κατά το χρονικό διάστημα από 13-11-2014 έως και 31-12-2016, η καταβολή εφάπαξ χρηματικού ποσού, που αντιστοιχούσε στη διαφορά μεταξύ των μηνιαίων αποδοχών που δικαιούνταν να λάβουν με βάση τις ισχύουσες κατά την 31-7-2012 μισθολογικές διατάξεις και αυτών που πράγματι έλαβαν με βάση τις διατάξεις του Ν. 4093/2012, ότι με το από 12-12-2018 έγγραφό του ο καθ’ ου η ανακοπή γνωστοποίησε στο ανακόπτον ΝΠΔΔ, μέσω της εταιρίας ταχυμεταφορών «…………» (με αριθμό αποστολής …..), την εκχώρηση προς αυτόν από τους εντολείς του, μέρους των απαιτήσεών τους, το οποίο αντιστοιχούσε σε ποσοστό 10% πλέον του ανάλογου Φ.Π.Α., προς είσπραξη της συμφωνημένης δικηγορικής αμοιβής του, καθώς και ότι στο παραπάνω έγγραφό του ο καθ’ ου η ανακοπή επισύναψε τις γνωστοποιήσεις των εν λόγω εργολαβικών δίκης προς το Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, του οποίου είναι μέλος, αλλά και προς την αρμόδια για τη φορολόγησή του, Δ΄ Δ.Ο.Υ. Αθηνών. Επιπλέον, με την ένδικη αίτησή του για την έκδοση διαταγής πληρωμής ο καθ’ ου η ανακοπή ισχυρίσθηκε ότι, παρά την εν λόγω αναγγελία εκχώρησης, το ανακόπτον κατά το μήνα Ιανουάριο του έτους 2019 κατέβαλε στους εντολείς του το σύνολο των ποσών που τους αναλογούσαν για τις μισθολογικές διαφορές, με βάση τις διατάξεις του Ν. 4575/2018, χωρίς να παρακρατήσει το μέρος που αντιστοιχούσε σε 10% των επιμέρους απαιτήσεων κάθε εντολέα του, οι οποίες του εκχωρήθηκαν με τα πληρεξούσια – εργολαβικά δίκης. Για την παραπάνω αιτία, ο καθ’ ου η ανακοπή, επικαλούμενος ότι καθένας από τους εντολείς του έλαβε, ως διαφορά αποδοχών, δυνάμει του Ν. 4575/2018, τα ποσά που παρατίθενται στον πίνακα που ενσωματώνεται στη με αριθμό …../2021 διαταγή πληρωμής, πέτυχε την έκδοση της παραπάνω διαταγής πληρωμής, με την οποία επιδικάσθηκε σε βάρος του ανακόπτοντος ν.π.δ.δ. το συνολικό ποσό των 26.957,40 ευρώ, για μέρος των απαιτήσεων που εκχωρήθηκαν σε αυτόν από τους εντολείς του. Ακριβές αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της παραπάνω διαταγής πληρωμής επιδόθηκε στο ανακόπτον την 25-5-2021 (βλ. τη σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή …… επί του αντιγράφου της διαταγής πληρωμής που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως το ανακόπτον), το οποίο, στη συνέχεια, άσκησε νομότυπα και εμπρόθεσμα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ειδική Διαδικασία των Περιουσιακών Διαφορών) την ένδικη ανακοπή του κατά του αντιδίκου του. Περαιτέρω, με τον πρώτο και τον τρίτο συναφείς λόγους της ένδικης ανακοπής, που, κατά τη δέουσα εκτίμηση, συγκροτούν έναν ενιαίο λόγο ανακοπής, προβάλλεται ο νόμιμος ισχυρισμός κατά το σκέλος τους με το οποίο υποστηρίζεται ότι από τα έγγραφα, που προσκομίστηκαν από τον καθ’ ου η ανακοπή για την έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής, δεν αποδεικνύεται η γνωστοποίηση της αναγγελίας στο ανακόπτον ν.π.δ.δ. κατά τον επιβαλλόμενο κατά νόμο τρόπο και δη σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις προαναφερόμενες διατάξεις του Ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων). Ειδικότερα, από τις διατάξεις του άρθρου 60 παρ. 3 του Ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων) συνάγεται ότι στην περίπτωση που ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, όπως εν προκειμένω το ανακόπτον, η αναγγελία της εκχώρησης του τμήματος της απαίτησης για την κάλυψη της αμοιβής του δικηγόρου συντελείται, όταν το εκχωρητικό έγγραφο γνωστοποιηθεί στο νόμιμο εκπρόσωπό του, καθώς και στην αρμόδια για την πληρωμή της δαπάνης υπηρεσία του. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, από το από 12-12-2018 έγγραφο του καθ’ ου η ανακοπή, που τιτλοφορείται «αναγγελία εκχώρησης απαίτησης» και στο οποίο φέρονται να επισυνάπτονται τα ατομικά εργολαβικά δίκης – εκχωρητήρια έγγραφα θεωρημένα από το Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών και τη Δ΄ Δ.Ο.Υ. Αθηνών, σε συνδυασμό με το με αριθμό αποστολής ….. έγγραφο της εταιρίας ταχυμεταφορών «……….», αντίγραφα των οποίων προσκομίσθηκαν για την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής, δεν προκύπτει ότι η ένδικη αναγγελία γνωστοποιήθηκε στο ανακόπτον και συγκεκριμένα σωρευτικά, τόσο στο νόμιμο εκπρόσωπο του τελευταίου όσο και στην αρμόδια για την πληρωμή της δαπάνης υπηρεσία του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις προαναφερόμενες διατάξεις του Ν. 4194/2013. Συγκεκριμένα, το προσκομιζόμενο από 12-12-2018 έγγραφο – αναγγελία εκχώρησης απαίτησης, το οποίο απευθύνεται προς τη 2η Υγειονομική Περιφέρεια Πειραιώς και Αιγαίου (και όχι προς το Διοικητή της) και προς την Οικονομική Διεύθυνση – Τμήμα Μισθοδοσίας αυτής, δεν φέρει οποιαδήποτε σφραγίδα – πράξη κατάθεσης, από τα οποία να προκύπτει η παραλαβή του από το ν.π.δ.δ., ενώ επιπλέον ούτε από το ως άνω έγγραφο της εταιρίας ταχυμεταφορών προκύπτει ποιο συγκεκριμένα έγγραφο παραδόθηκε στο ανακόπτον την 17-12-2018, αφού ουδέν σχετικό αναγράφεται, και σε κάθε περίπτωση, δεν προκύπτει οτιδήποτε σε σχέση με τον παραλαβόντα με τα αναγραφόμενα στο άνω έγγραφο της εταιρίας ταχυμεταφορών στοιχεία «…….». Επομένως, δεν αποδεικνύεται εγγράφως ότι έλαβε χώρα αναγγελία της εκχώρησης του τμήματος της απαίτησης για την κάλυψη της αμοιβής του δικηγόρου – αιτούντος την έκδοση της διαταγής πληρωμής στον οφειλέτη – ανακόπτον ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου κατά τον τρόπο που επιβάλλουν οι προαναφερόμενες ειδικές διατάξεις του άρθρου 60 παρ. 3 του Ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων), δεδομένου ότι δεν πραγματοποιήθηκαν σωρευτικά οι ανωτέρω γνωστοποιήσεις της ένδικης αναγγελίας και ως εκ τούτου, δεν επήλθε το μεταβιβαστικό της απαίτησης αποτέλεσμα της σύμβασης εκχώρησης έναντι του οφειλέτη ν.π.δ.δ. (πρβλ. ΑΠ 151/2020, ΑΠ 480/2006 δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του ΑΠ). Συνακόλουθα, ο αιτών την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν κατέστη δικαιούχος της ένδικης απαίτησης κατά του οφειλέτη – ανακόπτοντος και έτσι δεν νομιμοποιείται στην άσκηση της ένδικης αίτησης για την έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής. Με βάση τις προδιαληφθείσες παραδοχές, πρέπει να γίνουν δεκτοί ο πρώτος και ο τρίτος συναφείς λόγοι της ένδικης ανακοπής ως βάσιμοι και από ουσιαστική άποψη.
V. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του (3374/2022) έκρινε αντίθετα, απορρίπτοντας κατά το σχετικό σκέλος τους ως αβάσιμους κατ’ ουσίαν τους πρώτο και τρίτο συναφείς λόγους ανακοπής, όπως και την ανακοπή κατά της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής στο σύνολό της, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα ισχυρίζεται με το σχετικό πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής του το εκκαλούν – ανακόπτον. Ακολούθως, γενομένου δεκτού του σχετικού πρώτου λόγου έφεσης και ως βάσιμου κατ’ ουσίαν, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν η ένδικη έφεση στο σύνολό της, παρελκομένης της έρευνας των λοιπών λόγων έφεσης (ΑΠ 1464/2012, ΜονΕφΠειρ 99/2022 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη οριστική απόφαση (3374/2022), και αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και δικαστεί κατ’ ουσίαν η υπό κρίση ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι της (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνουν δεκτοί οι παραπάνω πρώτος και τρίτος συναφείς λόγοι της ανακοπής ως βάσιμοι και κατ’ ουσίαν και η υπό κρίση ανακοπή μετά των πρόσθετων αυτής λόγων συνολικά, παρελκομένης της έρευνας των λοιπών λόγων ανακοπής (δεδομένου ότι η αποδοχή και ενός μόνου λόγου ανακοπής επιφέρει την αιτούμενη με αυτήν ακύρωση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής) και να ακυρωθεί η ανακοπτομένη με αριθμό 15/2021 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας (ΤριμΕφΑθ 3794/2022 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων στο σύνολό τους, καθότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 εδ. α, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό 3374/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών).
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμό 3374/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών).
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 15-6-2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2021 ανακοπή και τους από 29-12-2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2021 πρόσθετους λόγους ανακοπής.
ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή μετά των πρόσθετων αυτής λόγων.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ τη με αριθμό ………/2021 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 30 Απριλίου 2025, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ