Αριθμός 217 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ………. και 2) …………… οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Φωτεινή Ροζάκη.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία «……….», το οποίο εδρεύει στην Αθήνα (οδός …………) (ΑΦΜ …………) και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Μαρία Χαχαμη (ΔΕ Κ.Φ. ΚΑΛΑΒΡΟΣ Δικηγορική Εταιρεία Χ.Π. ΦΙΛΙΟΣ-Θ.Θ. ΚΛΟΥΚΙΝΑΣ).
Οι εκκαλούντες κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 12.5.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2021) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2450/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 30.10.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………../2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……./2023) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
H από 30-10-2023 (υπ’ αριθμ. καταθ………/2023) έφεση των ανακοπτόντων, ήδη εκκαλούντων, κατά της οριστικής υπ’ αριθμ. 2450/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρ. 614 επ. ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, όπως δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε προκύπτει το αντίθετο από τα έγγραφα της δικογραφίας, αρμοδίως δε φέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ενώ έχει κατατεθεί το απαιτούμενο παράβολο για την άσκησή της (άρθρα 495 παρ.1, 2, 3 περ Α, 499, 511, 513, 516, 517, 518, 520 παρ.1, 19 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθούν οι λόγοι της κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Με την από 12-5-2021 (υπ’ αριθμ. κατάθ. ………/2021) ανακοπή οι ανακόπτοντες ζητούσαν, για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, να ακυρωθεί η από 9-4-2020 επιβληθείσα συντηρητική κατάσχεση στα χέρια τρίτων εκ μέρους του καθ’ ου η ανακοπή, ήδη εφεσιβλήτου και δη στα χέρια των ανώνυμων τραπεζικών εταιρειών με τις επωνυμίες ……………., η οποία (συντηρητική κατάσχεση στα χέρια τρίτων) της γνωστοποιήθηκε με την κοινοποίηση του κατασχετήριου εγγράφου την 15-4-2021 και να καταδικαστεί το καθ’ ου στα δικαστικά τους έξοδα.
Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Ο ………….. είχε ασκήσει, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εναντίον των εδώ εκκαλούντων, ………… και ……….., καθώς και του εφεσιβλήτου, νπιδ με την επωνυμία «………..», την από 26-9-2008 (υπ’ αριθμ. κατάθ. ……/2008) αγωγή του, με αίτημα να υποχρεωθούν αυτοί να του καταβάλουν, σε ολόκληρο ο καθένας, ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση για την αναφερόμενη αιτία (τροχαίο ατύχημα), τα αιτούμενα ποσά νομιμοτόκως. Επίσης, το ανωτέρω νπιδ με την επωνυμία «…………ν» είχε ασκήσει ενώπιον του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου την από 16-1-2009 (υπ’ αριθμ. κατάθ. ………../2009) παρεμπίπτουσα αγωγή, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθούν οι συνεναγόμενοί του να του καταβάλουν οποιοδήποτε ποσό θα υποχρεωνόταν να καταβάλει, σε περίπτωση ευδοκίμησης της κύριας αγωγής. Επί των αγωγών αυτών, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’ αριθμ. 2534/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δέχθηκε εν μέρει την κύρια αγωγή για ποσό 1.989,91 ευρώ και εν όλω την παρεμπίπτουσα αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν, ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, ο αρχικός ενάγων ………. με την από 20-11-2009 (υπ’ αριθμ. κατάθ. …./2010) έφεση και το νπιδ με την επωνυμία «…………» με την από 11-2-2011 (υπ’ αριθμ. κατάθ. ……../2011) έφεσή του. Επί των εφέσεων αυτών, εκδόθηκε, ερήμην των ανωτέρω, …………. και …………, η υπ’ αριθμ. 239/2012 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιά, με την οποία: α) κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της από 20-11-2009 έφεσης του ……… ως προς τον πρώτο των εφεσίβλητων, ………., β) απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η ίδια έφεση ως προς την δεύτερη των εφεσίβλητων, ……….., γ) εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση ως προς τις διατάξεις της, που αφορούσαν στην κύρια αγωγή, κατά του νπιδ με την επωνυμία «……………» και τις αναφερόμενες στην παρεμπίπτουσα αγωγή διατάξεις, δ) υποχρεώθηκε το τελευταίο να καταβάλει στον ενάγοντα της κύριας αγωγής πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και, επίσης, αναγνωρίσθηκε η υποχρέωσή του να καταβάλει επιπλέον σ’ αυτόν πέντε χιλιάδες, επτακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ και σαράντα έξι λεπτά (5.754,46 ευρώ), ε) καταδικάσθηκε το νπιδ με την επωνυμία «…………….» στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, που ορίσθηκε στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ, στ) έγινε δεκτή η επικουρική αγωγή και υποχρεώθηκαν οι παρεμπιπτόντως εναγομένοι να καταβάλουν στο παρεμπιπτόντως ενάγον όποιο ποσό καταβάλει αυτό στον ενάγοντα της κύριας αγωγής κα δη μέχρι το ποσό των 10.754,46 ευρώ ο πρώτος, σε ολόκληρο δε με τον πρώτο, μέχρι το ποσό των 5.377,23 ευρώ η δεύτερη, με τους νόμιμους τόκους και τα δικαστικά έξοδα από την καταβολή στο κυρίως ενάγοντα. Ακολούθως, το νπιδ με την επωνυμία «…………….» επέδωσε στις 12-4-2021 και 15-4-2021 στους πρώτο και δεύτερη των εκκαλούντων της υπό κρίση υπόθεσης, αντιστοίχως, κατασχετήριo για τη συντηρητική κατάσχεση στα χέρια τρίτων και δη : 1. της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……..», 2. της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», 3.της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………», 4. της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….». Με βάση το κατασχετήριο αυτό, το ως άνω νπιδ προέβη στη συντηρητική κατάσχεση, για κεφάλαιο, τόκους και δικαστική δαπάνη, του συνολικού ποσού των 16.361,32 ευρώ σε βάρος του πρώτου των εκκαλούντων και του μισού του ποσού αυτού σε βάρος της δεύτερης των εκκαλούντων, που είχε καταβάλει στον ενάγοντα της κύριας αγωγής ……… Η προαναφερόμενη ανακοπή των εκκαλούντων κατά της ως άνω συντηρητικής κατάσχεσης στα χέρια τρίτων απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 2450/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής, οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι η συντηρητική κατάσχεση στα χέρια των ως άνω τραπεζικών εταιρειών πρέπει να ακυρωθεί, διότι το εφεσίβλητο ουδέποτε επέδωσε στους ίδιους την υπ’ αριθμ. ……../2011 έφεσή του κατά της πρωτόδικης απόφασης, ούτε τους κάλεσε να παραστούν κατά την συζήτηση, και ότι, συνεπώς, ουδέποτε έλαβαν γνώση της ως άνω διαγνωστικής δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερόμενη υπ’ αριθμ. 239/2012 απόφαση του Εφετείου Πειραιά. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, προεχόντως διότι από το σώμα της απόφασης αυτής του Εφετείου Πειραιά, που δεν προσβλήθηκε με ένδικο μέσο, προκύπτει ότι αυτοί είχαν κλητευθεί νομίμως για τη συζήτηση της έφεσης του αντιδίκου τους ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου.
Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής οι εκκαλούντες διατείνονται ότι η επιβληθείσα συντηρητική κατάσχεση πρέπει να ακυρωθεί διότι το εφεσίβλητο ουδέποτε τους επέδωσε την εκδοθείσα υπ’ αριθμ. 239/2012 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, δηλαδή τον τίτλο, βάσει του οποίου επιχειρήθηκε η συντηρητική κατάσχεση. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, προεχόντως διότι, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. …../15-4-2021 και …../15-4-2021 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών του Πρωτοδικείου Αθηνών ………….. και ………….. αντιστοίχως, μαζί με το ως άνω από 9-4-2020 κατασχετήριο, συνεπιδόθηκε στους εκκαλούντες και αντίγραφο της ως άνω απόφασης.
Με τον τρίτο και τον πέμπτο λόγους της ανακοπής οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι η συντηρητική κατάσχεση πρέπει να ακυρωθεί, διότι το εφεσίβλητο δεν τους ενημέρωσε αμέσως μετά την εξόφληση του ………., το 2014, ότι του έχει καταβάλει, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, το ποσό των 11.561,58 ευρώ, αλλά προέβη σε κατάσχεση στα χέρια τρίτου εφτά χρόνια αργότερα, με αποτέλεσμα να αυξηθεί αδικαιολόγητα το αρχικό ποσό με τόκους υπερημερίας ύψους 4.424,74 ευρώ. Οι παραπάνω λόγοι, που επιχειρείται να θεμελιωθούν στο άρθρο 281 ΑΚ, είναι μη νόμιμοι και απορριπτέοι, διότι και αληθείς υποτιθέμενοι, δεν αρκούν για να θεμελιώσουν την ένσταση του άρθ. 281 ΑΚ, δεδομένου ότι, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (βλ. Ολ. ΑΠ 8/2018, Ολ. ΑΠ 17/1995 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1519/2017 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 2045/2014 ΝΟΜΟΣ). Όμως, στην προκείμενη περίπτωση, ουδόλως γίνεται παράθεση τέτοιων περιστατικών.
Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη συντηρητική κατάσχεση πρέπει να ακυρωθεί διότι το εφεσίβλητο δεν τους επέδωσε την ως άνω εφετειακή απόφαση με επιταγή προς εκτέλεση, ζητώντας να του καταβάλουν τα ποσά που κατέβαλε αυτό στον ………. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι, εφόσον στην προκείμενη περίπτωση πρόκειται για την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης χρηματικής απαίτησης στα χέρια τρίτου, βάσει οριστικής και μάλιστα τελεσίδικης απόφασης, κατ’ άρθρο 724 παρ. 1 ΚΠολΔ, αυτή γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 712 ΚΠολΔ, ήτοι α) με την επίδοση στον τρίτο αντιγράφου της ως άνω απόφασης, με επιταγή να μην εξοφλήσει την απαίτηση στον οφειλέτη και β) με επίδοση, μέσα σε οκτώ ημέρες σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η κατάσχεση, εγγράφου, στο οποίο αναφέρεται η κατάσχεση που έχει επιβληθεί στα χέρια του τρίτου (βλ. Βαθρακοκοίλη, Ασφαλιστικά Μέτρα Ερμηνεία-Νομολογία – Βιβλιογραφία άρθρ. 712 σελ. 565 περ. 15), δίχως να απαιτείται προηγούμενη κοινοποίηση αντιγράφου της απόφασης στον οφειλέτη (βλ. ΑΠ 584/2022, ΑΠ 1527/2021 ΝΟΜΟΣ), διαδικασίες που έλαβαν χώρα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που πρέπει να αντικατασταθεί με την ανωτέρω, δεν έσφαλε. Τα αντίθετα, συνεπώς, υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες με τους λόγους της έφεσής της, είναι αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατατέθηκε για την άσκηση της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστούν οι εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου τους του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ κατά το τυπικό της μέρος και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση κατά το ουσιαστικό της μέρος.
ΔΙΑΤΑΖΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου τους, που ορίζει για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε εφτακόσια (700) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 7 Απριλίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ