Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 326/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

4ο ΤΜΗΜΑ

Αριθμός αποφάσεως   326/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα ………….

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του καλούντος – εκκαλούντος: …………. ατομικά και ως ασκούντος την (συν)επιμέλεια της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων …….., αμφοτέρων κατοίκων Νίκαιας Αττικής, οδός …….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Χλωρό, με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Της καθής η κλήση – εφεσίβλητης: ………….., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 10-4-2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2019 αγωγή του, ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου την από 19-9-2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2019 αγωγή της. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, αφού συνεκδίκασε τις αγωγές, εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 3632/2020 απόφαση, με την οποία δέχτηκε εν μέρει αυτές. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο ενάγων – εναγόμενος και ήδη εκκαλών, με την από 12-2-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά ……../2021 έφεσή του (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, ………./2021), δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η 7-4-2022, οπότε η υπόθεση συζητήθηκε και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 109/2023 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία, αφού έγινε τυπικά δεκτή η έφεση, αναβλήθηκε κατά τα λοιπά η έκδοση οριστικής απόφασης και διατάχτηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Ήδη με την από 12-2-2024 κλήση του εκκαλούντος ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (αριθμός κατάθεσης δικογράφου ………../2024), η οποία προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επαναφέρεται προς συζήτηση η παραπάνω έφεση.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε προτάσεις, με τις οποίες ζήτησε να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί του.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την από 12-2-2024 κλήση του καλούντος – εκκαλούντος η από 12-2-2021 έφεσή του, κατά της υπ’ αριθμ. 3632/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 109/2023 μη οριστικής απόφασής του Δικαστηρίου αυτού με την οποία η ως άνω έφεση έγινε τυπικά δεκτή και κατά τα λοιπά αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης, διατάσσοντας την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη με επιμέλεια του επιμελεστέρου των διαδίκων. Πραγματογνώμονας διορίστηκε η ψυχολόγος …………., προκειμένου να αποφανθεί με έγγραφη αιτιολογημένη έκθεση επί των οριζομένων στο διατακτικό της ως άνω απόφασης ζητημάτων, η οποία κατέθεσε ήδη στις 12-2-2024 την έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Ειδικότερα, με την από 10-4-2019 αγωγή και για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτή (αγωγή) που στρεφόταν κατά της εδώ εφεσίβλητης, ο ενάγων, ήδη εκκαλών, ζήτησε, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, α) να ανατεθεί σ΄ αυτόν οριστικά η επιμέλεια του ανήλικου τέκνου του, …… που απέκτησε από το γάμο του με την εκεί εναγόμενη, ο οποίος (γάμος τους) διασπάστηκε, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει για λογαριασμό του αδυνατούντος να διατρέφει τον εαυτό του άνω τέκνου ως μηνιαία σε χρήμα διατροφή του, το ποσό των 350 ευρώ, εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου ημερολογιακού μηνός, για το χρονικό διάστημα δυο ετών από την επίδοση της αγωγής και νομιμότοκα από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης έως την εξόφληση και γ) να επιβληθούν τα δικαστικά του έξοδα σε βάρος της εναγομένης. Με την από 19-9-2019 αγωγή που στρεφόταν κατά του εδώ εκκαλούντος και για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτή, η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, ζήτησε, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, α) να ανατεθεί σ΄ αυτήν οριστικά η επιμέλεια του ανήλικου τέκνου της, ………, που απέκτησε από το γάμο της με τον εκεί εναγόμενο, ο οποίος (γάμος τους) διασπάστηκε, β) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει με την ιδιότητα αυτή μηνιαία σε χρήμα διατροφή και για λογαριασμό του ως άνω ανήλικου τέκνου τους, ποσού 350 ευρώ, εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου ημερολογιακού μηνός και για το χρονικό διάστημα δυο ετών, νομιμότοκα, από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση, γ) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει για την ίδια διατροφή ποσού 100 ευρώ μηνιαίως, επικαλούμενη ότι διέκοψε την έγγαμη συμβίωση από εύλογη αιτία και ότι τα εισοδήματά της δεν επαρκούν για τη διαβίωσή της, εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου ημερολογιακού μηνός και για το χρονικό διάστημα δύο ετών, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση και δ) να επιβληθούν τα δικαστικά της έξοδα σε βάρος του εναγομένου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 3632/2020 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, μεταξύ άλλων, αφού συνεκδίκασε τις ως άνω αγωγές, δέχθηκε εν μέρει αυτές, ανέθεσε την επιμέλεια της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων οριστικά και στους δυο γονείς, οι οποίοι θα την ασκούν ανά δεκαπενθήμερο, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄ αυτή (απόφαση), διέταξε τους εναγόμενους εκάστης αγωγής να παραδώσουν το ως άνω τέκνο έκαστος στον αντίδικό του για το αντίστοιχο διάστημα άσκησης της δικαιούμενης επιμέλειας, απείλησε σε βάρος των εναγομένων εκάστης αγωγής προσωπική κράτηση έξι  μηνών και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ υπέρ των εναγόντων εκάστης αγωγής, για την περίπτωση που ο ενάγων-εναγόμενος είτε η ενάγουσα-εναγομένη δεν παραδώσουν το τέκνο στον ή στην αντίδικό τους για τα αντίστοιχα διαστήματα της δικαιούμενης από αυτούς (αντιδίκους) επιμέλειας, υποχρέωσε τον εναγόμενο της δεύτερης αγωγής να καταβάλει ως μηνιαία διατροφή στην ενάγουσα, υπό την ανωτέρω ιδιότητά της και για λογαριασμό του άνω ανηλίκου, το ποσό των 80 ευρώ, κατά το πρώτο πενθήμερο εκάστου ημερολογιακού μηνός και για το χρονικό διάστημα δυο ετών από την επίδοση της αγωγής και νομιμότοκα από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης έως την εξόφληση, υποχρέωσε επιπλέον τον εναγόμενο της δεύτερης αγωγής να καταβάλει στην ενάγουσα μηνιαία διατροφή σε χρήμα για λογαριασμό της το ποσό των 80 ευρώ, κατά το πρώτο πενθήμερο εκάστου ημερολογιακού μηνός και για το χρονικό διάστημα δυο ετών από την επίδοση της αγωγής και νομιμότοκα από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης έως την εξόφληση και κήρυξε την απόφαση ως προς τις αμέσως ανωτέρω δυο καταψηφιστικές διατάξεις περί καταβολής διατροφής της προσωρινά εκτελεστή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονέθηκε ο εκκαλών –ενάγων – εναγόμενος, με την υπό κρίση έφεσή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 109/2023 μη οριστική απόφαση του δικαστηρίου αυτού, δυνάμει της οποίας αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης και διατάχθηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, από την Ψυχολόγο ……………. επί των στο διατακτικό αυτής οριζομένων ζητημάτων. Μετά τη σύνταξη και νόμιμη κατάθεση της πραγματογνωμοσύνης στη Γραμματεία του δικαστηρίου αυτού, η υπόθεση παραδεκτά και νόμιμα επανέρχεται προς συζήτηση.

Σύμφωνα με το άρθρο 254 ΚΠολΔ, όπως ισχύει: «1. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης. Η συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγουμένης. 2. Στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, η οποία ορίζεται το συντομότερο δυνατό, οι διάδικοι κλητεύονται τριάντα (30) τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτήν. 3. Η υπόθεση εκδικάζεται από τον ίδιο δικαστή και από την ίδια σύνθεση επί πολυμελούς δικαστηρίου, εκτός αν αυτό είναι για φυσικούς ή νομικούς λόγους αδύνατο. Σε προθεσμία τριών (3) εργασίμων ημερών από τη συζήτηση της υπόθεσης μπορεί να κατατεθεί προσθήκη επί των ζητημάτων της παρ. 1. Νέοι ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα δεν επιτρέπονται.» Το άρθρο 254 ΚΠολΔ επομένως, αφενός παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση, αφετέρου δε ορίζει ότι η συζήτηση που επαναλαμβάνεται με τον τρόπο αυτό θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Εκ του λόγου τούτου παρέπεται ότι κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση δεν είναι αναγκαία η κατάθεση ιδιαίτερων εγγράφων προτάσεων, αλλά οι έγγραφες προτάσεις, που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση, της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη, αρκούν και ισχύουν και για την επαναλαμβανόμενη συζήτηση. Αυτό έχει, ως συνέπεια, ότι όσα ο διάδικος επικαλέστηκε και πρόβαλε με τις έγγραφες προτάσεις της προηγούμενης συζήτησης, θεωρούνται ως επικληθέντα και προβληθέντα και κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, έστω και αν κατ’ αυτή δεν κατέθεσε προτάσεις ο διάδικος ή αν κατά την επαναλαμβανόμενη αυτή συζήτηση κατέθεσε προτάσεις, στις οποίες απλώς ενσωμάτωσε και εκείνες της προηγούμενης συζήτησης (ΟλΑΠ 30/1997 δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ο δε διάδικος που δεν παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, είχε όμως παρασταθεί, κατά τη συζήτηση, της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη, δικάζεται αντιμωλία (ΕφΑθ 541/2020 δημ. «Νόμος», ΕφΠειρ 488/2016 δημ. «Νόμος», ΕφΑθ 720/2012 ΕλΔνη 2013, 1097, ΕφΘεσ 151/2012 ΕΠολΔ 2012, 377, ΕφΑθ 3334/2011 ΕλΔνη 2013, 1096, ΕφΑθ 1503/2010 Αρμ. 2010, 1197, ΕφΑθ 961/2009 ΕλΔνη 2010, 1058, ΕφΑθ 2145/2009 αδημ., ΕφΠατρ 463/2009 ΑχΝομ 26, 358, ΕφΑθ 7196/2007 δημ. «Νόμος», ΕφΑθ 1849/2001 ΕλΔνη 44, 208). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου και τη συζήτηση αυτής, κατά την αναφερόμενη στην αρχή δικάσιμο, η εφεσίβλητη, δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή της στο ακροατήριο, αν και κλήθηκε νομότυπα με επιμέλεια των καλούντος – εκκαλούντος για να παραστεί στη συζήτηση της άνω κλήσης για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, όπως προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από αυτόν υπ’ αριθμ. …… Α/15-2-2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …………., από την οποία προκύπτει ότι επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη – καθής η κλήση, έγκυρο αντίγραφο της από 12-2-2024 κλήσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Η τελευταία όμως δεν εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο, πλην όμως, κατά την αρχική υπό επανάληψη συζήτηση της υπόθεσης, παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου της …………. και κατέθεσε επί της έδρας τις από 7-4-2022 προτάσεις της μετά σχετικών εγγράφων. Επομένως, δεν απαιτείται να κατατεθούν νέες ιδιαίτερες προτάσεις για την ουσία της υπόθεσης, οι δε, ως άνω, προτάσεις της, που είχαν υποβληθεί εκ μέρους της στα πλαίσια της προηγούμενης συζήτησης, που επαναλαμβάνεται και θεωρείται συνέχεια της, ως ενιαία συζήτηση, αρκούν και ισχύουν και για την επαναλαμβανόμενη παρούσα συζήτηση, λαμβανομένων υπόψη όσων είχε επικαλεστεί και προβάλει. Ενόψει τούτων, η καθής η κλήση – εφεσίβλητη θεωρείται ότι παρέστη προσηκόντως και πρέπει να δικαστεί αντιμωλία, εφόσον είχε παρασταθεί κανονικά στην αρχική υπό επανάληψη συζήτηση της υπόθεσης, που εφαρμόζεται στην διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 524 παρ.1 ΚΠολΔ. Επιπλέον, λόγω προαγωγής της Δικαστή που εξέδωσε την παραπάνω απόφαση, η υπόθεση νομίμως δικάζεται από την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας νόμιμη αναπληρώτριά της.

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από την κατατεθείσα στις 12-2-2024 έκθεση πραγματογνωμοσύνης της ψυχολόγου ……………., που διορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 109/2023 μη οριστική απόφαση του παρόντος δικαστηρίου, και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι προσκομισθείσες φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε χωρίς να παραλείπεται κανένα από αυτά έστω και εάν δεν μνημονεύεται ειδικά, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), και τους ισχυρισμούς των διαδίκων που περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις τους, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο, στις 3-7-1993, σύμφωνα με το ορθόδοξο δόγμα, στον Ιερό Ναό ………… Πειραιά. Από το γάμο τους απέκτησαν δυο παιδιά, τον …., που γεννήθηκε στις 31-5-2000, ήδη ενήλικο, και τη ……, που γεννήθηκε στις 24-4-2009, εισέτι ανήλικη. Τα πρώτα χρόνια του γάμου τους κύλισαν σχετικά αρμονικά, με τον ενάγοντα – εναγόμενο να εργάζεται ως ηλεκτρονικός και την ενάγουσα- εναγόμενη ως ιδιωτική υπάλληλος, εγκαταστάθηκαν δε αρχικά σε οικογενειακή κατοικία της δεύτερης στη Σαλαμίνα και αργότερα, το έτος 2000 σε μισθωμένη οικία στη Νίκαια, ώστε να τυγχάνουν της συνδρομής των πατρικών τους οικογενειών, εξ αφορμής και της αναμονής του νέου μέλους της οικογένειάς τους, ήτοι του υιού τους. Το έτος 2009, οι διάδικοι εγκαταστάθηκαν σε άλλο, μεγαλύτερο, διαμέρισμα στην ίδια ως άνω περιοχή, καθότι η ενάγουσα – εναγόμενη κυοφορούσε το δεύτερο τέκνο των διαδίκων και έπρεπε να καλυφθούν οι στεγαστικές τους ανάγκες. Το έτος 2013 οι σύζυγοι λειτούργησαν κατάστημα στη Νίκαια υπό την μορφή της ατομικής επιχείρησης, με αντικείμενο την πώληση και επισκευή μηχανημάτων συγκόλλησης μετάλλου και συναφών ειδών, στο όνομα της ενάγουσας – εναγόμενης, με κύριο υπεύθυνο τον σύζυγό της, λόγω των γνώσεων και της εμπειρίας ως ηλεκτρονικού και ψυκτικού. Για το λόγο αυτό η ενάγουσα –  εναγόμενη παραιτήθηκε από τη μέχρι τότε εργασία της ως ιδιωτική υπάλληλος στην εταιρία πώλησης υφασμάτων «…………….» στην Αθήνα. Τον Ιούλιο του έτους 2016, οι διάδικοι, λόγω οικονομικών προβλημάτων, αποφάσισαν να εγκατασταθούν σε μισθωμένη μεζονέτα στη Νίκαια, επί της οδού …………….., όπου διάμεναν η μητέρα και η αδελφή της ενάγουσας – εναγόμενης, η πρώτη εκ των οποίων πάσχει από άνοια και η δεύτερη από μυοπάθεια, συνεπεία της οποίας έχει καταστεί κλινήρης. Έκτοτε, η ήδη προβληματική σχέση των διαδίκων επιδεινώθηκε και οδήγησε, εν τέλει, στη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, με την αποχώρηση του ενάγοντος – εναγόμενου από τη συζυγική οικία τον Ιούνιο του 2018, ο οποίος εγκαταστάθηκε σε διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, ιδιοκτησίας της μητέρας του, κείμενου επί της ίδιας οδού στον αρ. 40, οπότε υπήρξε οριστική ρήξη στη σχέση μεταξύ τους. Η διάσπαση αυτή αποδείχθηκε ότι οφείλεται σε λόγους που αφορούσαν στο πρόσωπο και των δύο συζύγων, καθόσον αμφότεροι με τη συμπεριφορά τους οδήγησαν την έγγαμη σχέση τους σε διάρρηξη της συναισθηματικής τους συνοχής. Ειδικότερα, αποδείχτηκε, ότι οι διάδικοι κατά τα τελευταία έτη συμπεριφερόταν υποτιμητικά μεταξύ τους. Αιτία της ως άνω μεταστροφής του κλίματος της αρχικά σχετικά καλής σχέσης που υπήρχε για αρκετά χρόνια μεταξύ τους, αποτελεί η τριβή των διαδίκων αναφορικά με τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει η ενάγουσα – εναγόμενη  με τη φροντίδα της ευρύτερης οικογένειάς τους. Σταδιακά, η τελευταία αδυνατούσε να επιμεληθεί, έστω και τα στοιχειώδη ζητήματα αναφορικά με την καθαριότητα της συζυγικής οικίας, ενώ επιδείκνυε απότομη και αυταρχική συμπεριφορά απέναντι στα τέκνα της. Από την άλλη πλευρά, ο ενάγων – εναγόμενος αντιμετώπιζε υποτιμητικά τη σύζυγό του, με λεκτικά ξεσπάσματα απέναντί της και η τελευταία, σταδιακά, βίωνε συναισθηματική απόσταση, χωρίς την ύπαρξη ερωτικών επαφών (βλ. και δικαστική πραγματογνωμοσύνη σελ. 9). Χαρακτηριστικά, ο ενήλικος σήμερα υιός των διαδίκων, εξεταζόμενος από την παραπάνω ψυχολόγο που διόρισε το δικαστήριο ανέφερε: «Δεν υπήρχε αγάπη μεταξύ τους, είναι ασύμβατοι, δεν θα έπρεπε να είναι μαζί, αλλά είναι καλοί άνθρωποι….και οι δύο νομίζουν ότι έχει καταστρέψει ο ένας τη ζωή του άλλου…». Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω προεκτεθέντων, τα αίτια στην κρίση της σχέσης των διαδίκων εντοπίζονται στη συμπεριφορά και των δύο συζύγων, ειδικότερα αυτή (η συμπεριφορά) δεν συνάδει με την υποχρέωση αφοσίωσης και αλληλοκατανόησης, που απορρέει από την έγγαμη συμβίωση, και είναι δηλωτική της αδυναμίας τους να εντοπίσουν τελικά ένα κοινό σημείο επαφής μεταξύ τους, ώστε να ανταποκρίνονται παγίως στις απαιτήσεις της έγγαμης συμβίωσης, αντιλαμβανόμενοι και σεβόμενοι αμοιβαία τις εκατέρωθεν ανάγκες και επιθυμίες. Συνεπώς, αποδείχθηκε ότι η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων επήλθε από λόγους που αφορούν και τους δύο συζύγους, με συνέπεια η ενάγουσα – εναγόμενη να δικαιούται καταρχάς διατροφή από τον ενάγοντα – εναγόμενο, απορριπτομένου του πρώτου λόγου έφεσης περί αποκλειστικής της υπαιτιότητας στη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης. Το γεγονός ότι δεν αποδείχτηκε, όπως δέχτηκε η εκκαλουμένη, ότι ο εκκαλών παρουσίαζε έξη στο αλκοόλ, δεν αναιρεί τα ως άνω αναφερόμενα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι δυνάμει της υπ’ αριθμ. 453/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) ανατέθηκε στον ενάγοντα – εναγόμενο η προσωρινή επιμέλεια της ανήλικης θυγατέρας τους …………….., ενώ ρυθμίστηκε και το δικαίωμα επικοινωνίας της ενάγουσας – εναγόμενης με αυτήν. Η εν λόγω απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ήταν προϊόν συναινετικής λύσης της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων, μετά την εκπεφρασμένη δήλωση του τέκνου να διαμείνει με τον πατέρα του και την έκδοση προσωρινής διαταγής με ανάλογο περιεχόμενο. Επιπλέον, με την υπ’ αριθμ. 454/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία κατέστη αμετάκλητη, απαγγέλθηκε η λύση του γάμου των διαδίκων, καθότι βρίσκονται σε διάσταση για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας. Περαιτέρω, αποδείχτηκε, ότι σε μικρό χρονικό διάστημα από τη μετοίκηση του ενάγοντος – εναγόμενου από την οικογενειακή στέγη, το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, ……………, διαμένει με τον πατέρα του, στη νέα του κατοικία, σε γειτονική κατοικία της πρώην οικογενειακής στέγης. Ο τελευταίος, ο οποίος έκτοτε ασκεί μόνος του την αποκλειστική επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου, ασκεί το γονεϊκό του καθήκον με επάρκεια, επιδεικνύοντας έντονο και αμέριστο ενδιαφέρον για την ανατροφή του ανήλικου τέκνου και γενικότερα τη σωστή διαμόρφωση και ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων – εναγόμενος πατέρας του παραπάνω ανηλίκου τέκνου διαθέτει τα προσόντα να ασκήσει το λειτουργικό καθήκον ως γονέας, καθόσον τρέφει αισθήματα αγάπης προς το προαναφερόμενο ανήλικο τέκνο του, το οποίο φροντίζει με ιδιαίτερη στοργή, αφοσίωση και τρυφερότητα, επιδεικνύοντας αμέριστο ενδιαφέρον προς αυτό, είναι δε ικανός και άξιος να το διαπαιδαγωγήσει με ηθικές αρχές, συμβάλλοντας θετικά στην ομαλή ψυχοσωματική και πνευματική του ανάπτυξη, καθώς και στην κοινωνική του καταξίωση, όπως άλλωστε πράττει μέχρι και σήμερα. Το ανήλικο τέκνο έχει ήδη εγκλιματισθεί στο νέο περιβάλλον, στο οποίο διαμένει με τον πατέρα του (και τον ενήλικο αδελφό του), έχοντας αναπτύξει με αυτόν ιδιαίτερο συναισθηματικό δεσμό. Ο τελευταίος κρίνεται ως ο πλέον κατάλληλος για την ανάληψη της επιμέλειάς του, καθώς έχει τη δυνατότητα να ασκήσει αποτελεσματικότερα τη διαπαιδαγώγησή του και να επιδράσει ωφέλιμα στη διαβίωση και ανάπτυξή του, δεδομένου ότι, σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης των γονέων και διαφωνίας τους ως προς την ανάθεση της επιμέλειας, ανατίθεται σε όποιον κρίνεται, με βάση αποκλειστικά το συμφέρον του ανηλίκου, καταλληλότερος για την άσκησή της, ώστε να διασφαλίζεται η μη διατάραξη του μέχρι τότε τρόπου ζωής του ανηλίκου και να επιδιώκεται η εξασφάλιση της σταθερότητας, συνέχειας και ενότητας στις συνθήκες ανάπτυξης αυτού. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων – εναγόμενος ασκεί πλημμελώς τα γονεϊκά του καθήκοντα, παραμελώντας τις  δραστηριότητες και της υποχρεώσεις της ανήλικης, αντιθέτως παραμένει ενεργός και συμμετοχικός στην καθημερινότητα του ανηλίκου. Επίσης, ουδόλως προέκυψε ότι η ανυπαρξία στενού συναισθηματικού δεσμού του ανηλίκου με τη μητέρα του έχει διαμορφωθεί από διηγήσεις του πατέρα του, ότι αποτελεί δηλαδή προϊόν υποβολιμότητας. Αντιθέτως, το ανήλικο τέκνο διέπεται από συναισθήματα άγχους και πίεσης κατά την μητρική επαφή, λόγω του τραυματισμένου γονεϊκού δεσμού και της μη ασφάλειας της ανωτέρω σχέσης, βιώνοντας έλλειψη εμπιστοσύνης προς τη μητέρα του. Στα συμπεράσματα αυτά που υιοθετεί το Δικαστήριο, κατέληξε και η διορισθείσα από το Δικαστήριο ψυχολόγος με την κατατεθείσα στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 12-2-2024 δικαστική πραγματογνωμοσύνη της. Με βάση, λοιπόν, τα προαναφερόμενα, το Δικαστήριο, με αποκλειστικό γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον του ανήλικου τέκνου, όπως το καθορίζουν οι βιοτικές και ψυχικές ανάγκες του, κρίνει ότι πρέπει να ανατεθεί η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του, αποκλειστικά στον ενάγοντα – εναγόμενο, κατά παρέκκλιση από την από κοινού και εξίσου άσκηση της επιμέλειας των τέκνων [(άρθρα 1513, 1514 ΑΚ, όπως ισχύουν μετά τον ν. 4800/2021, και οι οποίες (διατάξεις), δυνάμει του άρθρου 18 του ίδιου νόμου, εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις επί των οποίων δεν έχει εκδοθεί, μέχρι την έναρξη ισχύος αυτού (16-9-2021), αμετάκλητη δικαστική απόφαση)], και όχι στην εναγόμενη – ενάγουσα, αν και η αγάπη της τελευταίας για το τέκνο της είναι δεδομένη. Περαιτέρω, διασφαλίζεται το ενδιαφέρον και η ενεργός συμμετοχή και της εναγόμενης -ενάγουσας, μητέρας του, η οποία διατηρεί την από κοινού με τον ενάγοντα – εναγόμενο πατέρα του άσκηση των λοιπών λειτουργιών της γονικής του μέριμνας, σε κάθε κρίσιμο ζήτημα, που ήθελε προκύψει μέχρι την ενηλικίωσή του. Ωστόσο, ενόψει της ανάθεσης της αποκλειστικής επιμέλειας στον ενάγοντα – εναγόμενο, το Δικαστήριο κρίνει ότι για την αποκατάσταση και επαναπροσδιορισμό της τραυματισμένης μητρικής σχέσης θα πρέπει να δρομολογηθεί η διαδικασία θεραπευτικής παρέμβασης – ατομικής ψυχοθεραπείας (οικογενειακή θεραπεία μεταξύ της μητρικής φιγούρας και της ανήλικης), όπως άλλωστε, προτείνει και η δικαστική πραγματογνώμονας. Τούτο δε αναφέρεται εκ του περισσού, δεδομένου ότι δεν υπάρχει λόγος έφεσης, προκειμένου να επαναπροσδιοριστεί προς όφελος του ανηλίκου η σχέση του με τη μητρική πλευρά. Περαιτέρω, από τα  ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο ενάγων – εναγόμενος εργάζεται, από τον Ιούλιο του έτους 2017 ως ιδιωτικός υπάλληλος-εφαρμοστής ημερομίσθιος στην εταιρία με την επωνυμία «………..» και τον διακριτικό τίτλο «……», με μηνιαίες αποδοχές ποσού 1.250 ευρώ (βλ. σχετική εξοφλητική απόδειξη μισθοδοσίας για 1/2020). Επίσης είναι ιδιοκτήτης σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου (του λοιπού ανήκοντας στην αντίδικό του) ενός ΙΧΕ οχήματος, εργοστασίου κατασκευής Hyundai τύπου Elantra, εμπορικής αξίας 2.000 ευρώ περίπου. Φιλοξενείται από την μητέρα του σε οικογενειακή κατοικία στη Νίκαια, επομένως δεν βαρύνεται με τις δαπάνες καταβολής ενοικίου, όπως και ο ίδιος αναφέρει στην αγωγή του, επιβαρύνεται, ωστόσο με τις δαπάνες των λογαριασμών κοινής ωφελείας (ηλεκτροφωτισμού, τηλεπικοινωνιών, ύδρευσης). Ακόμη επιβαρύνεται μηνιαίως με την εξόφληση οφειλών καταναλωτικού δανείου της τράπεζας Πειραιώς με ποσό δόσης 142 ευρώ, το οποίο όμως δεν προαφαιρείται από τα εισοδήματά του, αλλά υπολογίζεται ως επιπλέον βιοτική του ανάγκη. Επιβαρύνεται επιπλέον με τις ανάγκες διατροφής του ενηλίκου υιού του, ο οποίος σπουδάζει στην Καστοριά και στερείται περιουσίας και εισοδημάτων και δυνατότητας εξεύρεσης εργασίας, οι οποίες ανέρχονται στο ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως, περίπου. Δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων – εναγόμενος διαθέτει άλλη περιουσία ή εισοδήματα, οι δε δαπάνες διατροφής του είναι οι συνήθεις των ατόμων αυτής της ηλικίας. Ετέρωθεν, η ενάγουσα – εναγομένη, εργάζεται ως ιδιωτική υπάλληλος μερικής απασχόλησης στην επιχείρηση πώλησης γυναικείων υφασμάτων με την επωνυμία «…………..», στην οποία επαναπροσλήφθηκε την 21-6-2018 αποκομίζοντας από την εργασία της, σύμφωνα με την σύμβαση εργασίας, το ποσό των 153 ευρώ μηνιαίως. Ωστόσο, εκτιμάται σύμφωνα με τα διδάγματα της λογικής και της κοινής πείρας, ότι η υποαπασχόληση αυτή της αποδίδει το ποσό των 400 ευρώ περίπου μηνιαίως. Περαιτέρω, διαχειρίζεται και τα επιδόματα που λαμβάνει η μητέρα και η αδελφή της, οι οποίες διαβιούν μαζί της, που ανέρχονται στο ποσό των 6.700 ευρώ ετησίως, περίπου, ήτοι σε μηνιαία βάση περί τα 558,33 ευρώ. Ακόμη είναι συγκυρία των εξής ακινήτων: α) κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας ενός διαμερίσματος κείμενο στη Σαλαμίνα, επί της οδού . αρ. …, επιφάνειας κύριων χώρων 64,10 τ.μ. β) κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας μιας οικίας επιφάνειας κύριων χώρων 85,20 τ.μ. κείμενης στη Σαλαμίνα, επί της οδού ………… μετά του οικοπέδου της 233,00 τ.μ. γ) σε ποσοστό 37,5% μιας οικίας στην …… Βόλου Μαγνησίας, επιφάνειας κύριων χώρων 75,00 τ.μ. κείμενης  επί  οικοπέδου επιφάνειας 1.000 τ.μ., δ) σε ποσοστό 18,75% μιας οικίας στην … Αττικής, στη θέση ….., επιφάνειας κύριων χώρων 15.00 τ.μ. και που έχει ανεγερθεί επί οικοπέδου επιφάνειας 338,00 τ.μ. Επίσης είναι συγκυρία σε ποσοστό 50% του οχήματος που προαναφέρθηκε και ανήκει και στην συγκυριότητα του αντιδίκου της. Διαμένει σε μισθωμένη οικία μαζί με την κατάκοιτη μητέρα και ανήμπορη αδελφή της, καταβάλλοντας το ποσό των 270 ευρώ μηνιαίως ως μίσθωμα, επομένως συμμετέχει κατά το ποσοστό της στις δαπάνες αυτές, όπως και στις δαπάνες των λογαριασμών κοινής ωφελείας της αυτής οικίας (ηλεκτροφωτισμού, ύδρευσης, τηλεπικοινωνιών). Οι δε λοιπές δαπάνες της είναι οι συνήθεις των ατόμων αυτής της ηλικίας, ενώ δεν έχει εκ του νόμου υποχρέωση διατροφής άλλου προσώπου, πλην της ανήλικης θυγατέρας της. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, στερείται εισοδημάτων και περιουσίας και λόγω της ανηλικότητάς του αδυνατεί να εργασθεί. Συνεπώς, δεν μπορεί να διαθρέψει τον εαυτό του και επομένως έχει δικαίωμα διατροφής από τους υπόχρεους γονείς του κατά το λόγο της οικονομικής δυνατότητας εκάστου. Διάγει (κατά τον χρόνο κατάθεσης της  αγωγής) την ηλικία των δέκα ετών και έχει τα συνήθη έξοδα των τέκνων της ηλικίας αυτής για στέγαση, διατροφή, ένδυση, υπόδηση και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, που ανέρχονται σε μηνιαία βάση στο ποσό των 400 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των μαθημάτων αγγλικής γλώσσης σε φροντιστήριο, για τα οποία καταβάλει το ποσό των 55 ευρώ μηνιαίως. Το ποσό αυτό είναι ανάλογο με τις ανάγκες του όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του και ανταποκρίνεται στα απαραίτητα έξοδα για την εκπαίδευση, διατροφή, ένδυση, ψυχαγωγία και την εν γένει συντήρησή του, όπως προαναφέρθηκε. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω δεδομένων, για το επίδικο χρονικό διάστημα πρέπει η εναγόμενη να καταβάλλει ως ανάλογη τακτική σε χρήμα διατροφή για τον ανήλικο τέκνο της, το ποσό των 90 ευρώ μηνιαίως, ενώ κατά το λοιπό ποσό των 310 ευρώ μηνιαίως, που απαιτείται για τη διατροφή του ως άνω τέκνου, θα συνεισφέρει ο ενάγων – εναγόμενος πατέρας αυτού, με την προσφορά της προσωπικής του εργασίας και απασχόλησης για την φροντίδα του, η οποία είναι αποτιμητή σε χρήμα, αλλά και με τα ως άνω εισοδήματά του από την εργασία του. Εξάλλου, δοθέντος ότι η έγγαμη συμβίωση διακόπηκε, όπως προαναφέρθηκε, για λόγο που αφορά και στους δυο συζύγους, η ενάγουσα – εναγόμενη δικαιούται καταρχάς διατροφής από το σύζυγό της. Με τα δεδομένα αυτά και με βάση τις παραπάνω οικονομικές δυνατότητες και τις ανάγκες της από τη χωριστή διαβίωση, ανέρχεται στο ποσό των 60 ευρώ μηνιαίως. Κατά το ποσό αυτό θα ήταν υποχρεωμένος ο ενάγων – εναγόμενος να συνεισφέρει στη διατροφή της ενάγουσας – εναγόμενης στα πλαίσια της έγγαμης συμβίωσής τους, με μέτρο τις συνθήκες της οικογενειακής τους ζωής, απορριπτομένης της ένστασης περί καταβολής στοιχειώδους διατροφής λόγω αποκλειστικής υπαιτιότητας της αντιδίκου του, που προέβαλε νομοτύπως ο ενάγων – εναγόμενος ως ουσιαστικά αβάσιμης. Κατόπιν τούτων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό, που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως και κατ’ ουσία βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς τα κεφάλαιά της που αφορά στην ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου και στους δύο γονείς και κατ’ επέκταση στην υποχρέωση του ενάγοντος – εναγόμενου να καταβάλει στην ενάγουσα – εναγόμενη διατροφή για λογαριασμό της ανήλικης. Επίσης, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς το ποσό που υποχρεούται να καταβάλει ο ενάγων – εναγόμενος στην ενάγουσα – εναγόμενη για δική της διατροφή, και να υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει διατροφή στον ενάγοντα – εναγόμενο για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου. Συνεπώς, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί κατ’ ουσία, πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η Α’ αγωγή κι ως ουσιαστικά βάση, να ανατεθεί αποκλειστικά στον ενάγοντα η άσκηση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει σε αυτόν για λογαριασμό της ανήλικης το ποσό των 90 ευρώ μηνιαίως, εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα και για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής, νομιμότοκα από την καθυστέρηση καταβολής κάθε δόσης και έως την εξόφληση. Επίσης, πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει και η Β’ αγωγή και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος – ενάγων να καταβάλει στην ενάγουσα – εναγομένη, το ποσό των 60 ευρώ μηνιαίως για δική της διατροφή, εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε ημερολογιακού μήνα, για το χρονικό διάστημα δυο ετών, από την επίδοση της αγωγής και νομιμότοκα από την καθυστέρηση καταβολής κάθε δόσης και έως την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της μεταξύ τους σχέσης ως συζύγων (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ).

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την έφεση αντιμωλία των διαδίκων .

Δέχεται εν μέρει την έφεση κατά το ουσιαστικό της μέρος.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 3632/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την από 10-4-2019 και με αριθμό κατάθεσης ………./2019 αγωγή, καθώς και την από 19-9-2019 και με αριθμό κατάθεσης ………./2019 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει τις πιο πάνω αγωγές.

Αναθέτει την επιμέλεια της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων, ………., οριστικά  στον ενάγοντα της Α΄ αγωγής …………

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα της Α΄ αγωγής ως μηνιαία διατροφή για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου της το ποσό των ενενήντα (90) ευρώ, εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα και για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής, νομιμότοκα από την καθυστέρηση καταβολής κάθε δόσης και έως την εξόφληση.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα της Β΄ αγωγής ως μηνιαία διατροφή για λογαριασμό της το ποσό των εξήντα (60) ευρώ, εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα και για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής, νομιμότοκα από την καθυστέρηση καταβολής κάθε δόσης και έως την εξόφληση.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά, στις   22.5.2025

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                             H ΓPAMMATEAΣ