ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟ ΑΜΟΙΒΕΣ
Αριθμός απόφασης 328 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευδοξία Πιστιόλα, Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Δ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………..» και τον δ.τ. «……….», που εδρεύει στην Αθήνα, ………….., και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …….., Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, η οποία παραστάθηκε, στο ακροατήριο, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Παναγιώτη Κορωναίου, με δήλωση (άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……………, ο οποίος παραστάθηκε, στο ακροατήριο, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Γεωργίου Κανελλόπουλου, με δήλωση (άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Ο εφεσίβλητος άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της εκκαλούσας, την από 12-7-2023 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………/2023 αγωγή, επί της οποίας εξεδόθη, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές, η υπ’ αριθμ. 1119/2024 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Την ανωτέρω απόφαση προσέβαλε, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, με την 30-4-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………./2024, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………./2024, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Οι διάδικοι κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ως αναφέρεται ανωτέρω.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 30-4-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………../2024, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …../2024, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση του εκκαλούντος, κατά της οριστικής υπ’ αριθμ. 1119/2024 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης και δεν έχει παρέλθει διετία από τη δημοσίευση της τελευταίας, στις 3-4-2024, έως την άσκηση της ως άνω εφέσεως, στις 8-5-2024 (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 513 παρ. 1β΄, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επομένως, η έφεση, για το παραδεκτό της οποίας δεν απαιτείται η κατάθεση σχετικού παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 3 – 614 αρ. 5 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση.
Ο εφεσίβλητος, άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σε βάρος της εκκαλούσας, την από 12-7-2023 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ……./2023 αγωγή, με την οποία εξέθετε ότι, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 563/2019 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, ο ίδιος, ναυπηγός – μηχανολόγος – μηχανικός, και ο ………, διορίστηκαν πραγματογνώμονες, προκειμένου να παράσχουν την επιστημονική τους άποψη, για τα τεθέντα, προς απόδειξη, με την ως άνω απόφαση, ζητήματα, σε εκκρεμούσα δίκη, μεταξύ της εναγομένης εταιρίας και της εταιρίας με την επωνυμία «…………..». Ότι, μετά την όρκισή του και τη μελέτη του φακέλου της δικογραφίας, απέστειλε, στις ανωτέρω διάδικες εταιρίες, ηλεκτρονικό μήνυμα, με το οποίο γνωστοποιούσε σε αυτές την αμοιβή του, ύψους 190.000 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α., ποσό το οποίο αυτές συμφώνησαν να καταβάλουν εξ ημισείας. Ότι, με αντίστοιχη συμφωνία, προσδιορίσθηκε και η αμοιβή του έτερου πραγματογνώμονα. Ότι, κατόπιν κοπιαστικής μελέτης και εργασίας, για χρονικό διάστημα περίπου δύο ετών, ο ίδιος και ο έτερος διορισθείς πραγματογνώμονας συνέταξαν και κατέθεσαν τη σχετική πραγματογνωμοσύνη, στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς, στις 12-7-2021. Ότι, άμεσα, η ως άνω εταιρία με την επωνυμία «…………..» κατέβαλε το ήμισυ της σχετικής αμοιβής του, ως είχε, κατά τα ανωτέρω, συμφωνηθεί. Ότι, τελικά, οι εν λόγω διάδικοι της εκκρεμούσας ως άνω δίκης προέβησαν σε εξώδικη επίλυση της διαφοράς, δυνάμει σχετικού συμφωνητικού, στο οποίο γίνεται μνεία ότι η ανωτέρω εταιρία «………..» εξόφλησε την οφειλή της προς τους πραγματογνώμονες. Ότι, αντιθέτως, η εναγομένη, καίτοι οχλήθηκε, επανειλημμένα, προφορικά, αλλά και με την από 31-2-2023 εξώδικη δήλωση του ενάγοντος, δεν έχει προβεί σε καμία σχετική καταβολή. Ότι η εναγομένη, με τη συμπεριφορά της, και δη, με την συνεχή απαίτηση αναλυτικού λογαριασμού, την πρόταση για μείωση της αμοιβής του και την προσχηματική επίκληση άλλων λόγων για τη μη καταβολή της αμοιβής του, ενεργούσε ενάντια στα χρηστά ήθη, με σκοπό να τον ζημιώσει. Ότι, για πρώτη φορά, το έτος 2023, η εναγομένη, σε εξώδικη δήλωσή της, αρνήθηκε ότι υφίσταται συμφωνία, για τον προσδιορισμό της αμοιβής του πραγματογνώμονα, ισχυριζόμενη ότι αυτή, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να ορισθεί, από το Δικαστήριο, σε εύλογο ποσό. Ότι η εύλογη αμοιβή του, επικαλούμενος αναλυτικά ημέρες και ώρες απασχόλησης και το αρ. ΓΕΝ 4 της ΥΑ αριθμ. ΔΝΣγ/32129/ΦΝ466/ΦΕΚ Β 2519/20-7-2017, ανέρχεται σε ποσό 230.000 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α., έναντι του οποίου έχει λάβει μόνο ποσό 95.000 ευρώ, οφειλομένου του υπολοίπου ποσού των 135.000 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει: α) κυρίως, κατά τις διατάξεις της αδικοπραξίας, ως αποζημίωση, το ποσό των 135.000 ευρώ, άλλως το ποσό των 95.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στην εύλογη και συμφωνημένη αμοιβή του, αντίστοιχα, πλέον Φ.Π.Α., καθώς και, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής του βλάβης, το ποσό των 60.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταθέσεως της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης, στις 13-7-2021, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της εξωδίκου δηλώσεώς του, στις 13-1-2023, άλλως από την επίδοση της αγωγής και β) επικουρικώς, το ποσό των 135.000 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α., που συνιστά την εύλογη αμοιβή του, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ανωτέρω ημερομηνίας καταθέσεως της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της ως άνω εξωδίκου δηλώσεώς του, άλλως από την επίδοση της αγωγής γ) άλλως, το ποσό των 95.000 ευρώ, που συνιστά τη συμφωνηθείσα αμοιβή του, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ανωτέρω ημερομηνίας καταθέσεως της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της ως άνω εξωδίκου δηλώσεώς του, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επί της ανωτέρω αγωγής, εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 1119/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία, αφού απέρριψε, ως μη νόμιμα: α) τα αγωγικά κονδύλια, καθ’ ο μέρος ο ενάγων, για την εξεύρεση της εύλογης αμοιβής, επικαλείτο την Υ.Α. αριθμ. ΔΝΣγ/32129/ΦΝ466/ΦΕΚ Β 2519/20-7-2017 και β) το παρεπόμενο αίτημα τοκοφορίας για χρόνο προγενέστερο της οχλήσεως της εναγομένης, της δε τοκοφορίας του αντιστοιχούντος σε Φ.Π.Α. ποσού, για χρόνο προγενέστερο της καταβολής της αμοιβής, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, κατά την πρώτη επικουρική της βάση, και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 95.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, κατά τις αναφερόμενες στο σκεπτικό αυτής διακρίσεις. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως, παραπονείται, με την υπό κρίση έφεσή της, η εκκαλούσα, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, να απορριφθεί η αγωγή.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 8, 10-15 του β.δ. της 25-3-1836, που αναφέρεται στα δικαιώματα των μαρτύρων, πραγματογνωμόνων κ.λ.π. στις πολιτικές δίκες, 16 παρ. 11, 189 παρ. 1, 677 παρ. 3, 678 παρ. 3, 173 παρ. 3 και 677 παρ. 6 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο πραγματογνώμονας που διορίσθηκε σε πολιτική δίκη, με δικαστική απόφαση, δικαιούται αμοιβής, στην καταβολή της οποίας υποχρεούται ο διάδικος, που γνωστοποίησε στον πραγματογνώμονα το διορισμό του και τον προσκάλεσε σε ορκωμοσία και διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης. Η αμοιβή αυτή περιλαμβάνεται μεν στα έξοδα της δίκης, που επιβάλλονται σε βάρος του διαδίκου που νικήθηκε, τα οποία μπορούν να συμψηφισθούν στο σύνολο τους ή κατά ένα μέρος (άρθρα 178, 179 ΚΠολΔ), πλην όμως, οι διατάξεις αυτές αφορούν στις, μεταξύ των διαδίκων, σχέσεις και καθορίζουν τον υπόχρεο διάδικο, έναντι του αντίδικου του, για την πληρωμή των εξόδων, των οποίων η εκκαθάριση και ο συμψηφισμός γίνεται από το δικαστήριο, το οποίο έχει υπόψη του τον διάδικο που προσκάλεσε τον πραγματογνώμονα και υπόχρεο στην καταβολή της αμοιβής του από τον διάδικο, που τον προσκάλεσε προς διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, έστω και αν κατά το χρόνο άσκησης του δικαιώματος του αυτού έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, που επιβάλλει τα έξοδα της δίκης, σε βάρος άλλου διάδικου, ή τα συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων. Εξάλλου, αν, για τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης και τέχνης, η αμοιβή και τα έξοδα του πραγματογνώμονα προσδιορίζονται από το δικαστήριο, κατά δίκαιη κρίση, ανάλογα με την απασχόληση του και τις ειδικές γνώσεις που απαιτήθηκαν. Αυτά υπολογίζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του ως άνω β.δ. και όχι σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 696/1974 ή άλλου νομοθετήματος, με το οποίο ρυθμίζονται θέματα αμοιβής μηχανικών για σύνταξη μελετών κλπ. Τέλος, η αμοιβή στον πραγματογνώμονα οφείλεται και όταν αυτός, λόγω μη προσήκουσας στάθμισης η διάγνωσης των στοιχείων, τα οποία τέθηκαν υπόψη, καταλήξει σε λανθασμένο πόρισμα, αφού η πραγματογνωμοσύνη, κατ` άρθρο 387 ΚΠολΔ, εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο (ΟλΑΠ 525/79 ΝοΒ 27. 1582, ΑΠ 576/18 ΝΟΜΟΣ, ΕΠατρ 1010/06 ΝΟΜΟΣ, ΕΠειρ 1101/95 ΕλλΔικ 37. 1100, ΕΘεσ 2955/89 ΕλλΔικ 31. 1294, ΕΑ 896/88 ΕλλΔικ 31. 588, ΕΑ 6377/92 ΕλλΔικ 93. 395). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ, η αγωγή πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Στην προκειμένη περίπτωση, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η τελευταία διαλαμβάνει όλα τα απαιτούμενα, για το ορισμένο της, στοιχεία, μεταξύ των οποίων και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, με αποτέλεσμα, η αγωγή να είναι πλήρως ορισμένη, κατ’ άρθρα 111 παρ. 2 118 εδ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ. Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος εφέσεως, με τον οποίο η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, έκρινε ορισμένη την ένδικη αγωγή, απορρίπτοντας σιωπηρά τήν, παραδεκτώς πρωτοδίκως προβληθείσα, ένσταση αυτής περί αοριστίας της, τυγχάνει απορριπτέος, ως αβάσιμος.
Από την εκτίμηση της υπ’ αριθμ. …../18-9-2023 ενόρκου βεβαιώσεως, που ελήφθη, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, με επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν προηγούμενης νόμιμης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως της εναγομένης, της υπ’ αριθμ. …./18-9-2023 ενόρκου βεβαιώσεως, που ελήφθη, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, με επιμέλεια της εναγομένης, κατόπιν προηγούμενης νόμιμης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως του ενάγοντος, καθώς και της υπ’ αριθμ. …../22-9-2023 ενόρκου βεβαιώσεως, που ελήφθη, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, με επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν προηγούμενης νόμιμης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθμ. ….΄/19-9-2023 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………..), -η οποία βεβαίωση, παρότι προσκομίσθηκε από τον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την προσθήκη των προτάσεών του, και δεν λήφθηκε υπόψιν από αυτό, διότι, κατά την κρίση του, δεν είχε λάβει χώρα, προς αντίκρουση ισχυρισμών που είχαν προταθεί, για πρώτη φορά, με τις προτάσεις της εναγομένης, παραδεκτώς επαναπροσκομίζεται και θα ληφθεί υπόψιν από το παρόν Δικαστήριο, δοθέντος ότι η, εντός της προθεσμίας αντικρούσεως, ληφθείσα ένορκη βεβαίωση (ανεξαρτήτως του αν και υπό ποίες προϋποθέσεις λαμβάνεται υπόψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο) επιτρεπτώς προσκομίζεται στο εφετείο, και δη, κατά μείζονα λόγο, αφού, ενώπιον αυτού, επιτρέπονται και νέα αποδεικτικά μέσα (άρθρο 529 παρ. 1 ΚΠολΔ), άρα και ένορκες βεβαιώσεις, που ελήφθησαν ακόμη και μετά την έκδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως (ΑΠ 1887/05 ΕλλΔικ 2006. 455, ΑΠ 229/02, ΜΕΠατρ 135/22, ΜονΕΑ 3669/21 ΝΟΜΟΣ)-, και όλων των, μετ’ επικλήσεως, νομίμως προσκομιζομένων από τους διαδίκους εγγράφων (η μνεία κατωτέρω ορισμένων εξ αυτών είναι απλώς ενδεικτική, καθώς κανένα δεν παραλείφθηκε να εκτιμηθεί) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα άσκησε, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Ναυτικό Τμήμα), κατά της εταιρείας με την επωνυμία «………..», την από 25-1-2017 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………../2017 αγωγή της, με την οποία εξέθετε ότι η ίδια είχε εγκαταστήσει, στη νησίδα Άγιος Γεώργιος του Δήμου Λαυρεωτικής, δύο αιολικούς σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, για τη διασύνδεση των οποίων, με το Λαύριο και το δίκτυο της χώρας, κατασκευάστηκε, από ειδικευμένες εταιρείες, υποβρύχιο καλωδιακό σύστημα, παρέχοντας, έκτοτε, στον ………….. (…………….) το παραγόμενο στους ως άνω αιολικούς σταθμούς ηλεκτρικό ρεύμα. Ότι το υποθαλάσσιο τμήμα του υποβρυχίου καλωδίου, που σχεδιάσθηκε και κατασκευάσθηκε με διπλό οπλισμό, «ενταφιάσθηκε» εντός τάφρου, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στο ανωτέρω δικόγραφο. Ότι, στις 31-8-2016 και περί ώρα 12:15, το αγκυροβολημένο στη θαλάσσια περιοχή, μεταξύ Λαυρίου και Μακρονήσου, σε απόσταση περίπου τριών χιλιομέτρων νοτιανατολικά του λιμένα του Λαυρίου και πλησίον του υποβρυχίου καλωδίου, Φ/Γ πλοίο, με το όνομα «CR», πλοιοκτησίας της εναγομένης αλλοδαπής εταιρίας «…………….», με ευθύνη του πλοιάρχου του, που βρισκόταν στη γέφυρα του πλοίου, ξεκίνησε την διαδικασία απάρσεως της άγκυρας αυτού, κατά την εκτέλεση της οποίας προκάλεσε, υπό τις αναλυτικά αναφερόμενες συνθήκες, εκτεταμένες βλάβες στο ανωτέρω υποβρύχιο καλώδιο αυτής, με αποτέλεσμα να προκληθεί διακοπή τροφοδοσίας του συστήματος, με την παραγομένη από το αιολικό πάρκο ενέργεια. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλουμένη αποκλειστική υπαιτιότητα του πλοιάρχου του ανωτέρω πλοίου, προστηθέντος στην διεύθυνση αυτού από την πλοιοκτήτριά του, -συνισταμένη προεχόντως στην ακτινοβολία του πλοίου σε ανεπίτρεπτο σημείο, χωρίς προηγούμενη μελέτη των χαρτών της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, στους οποίους αποτυπωνόταν η ύπαρξη του ανωτέρω καλωδίου και ων εγχειριδίων αυτού (Γ.Ε.Ν.), αν και γνώριζε ότι δεν ήταν επιτρεπτή η αγκυροβολία πλοίων σε απόσταση μικρότερη των 500 μ. από κάθε υποβρύχια κατασκευή ή καλώδιο-, η νυν εναγομένη ζητούσε από την προαναφερόμενη εταιρεία, την αποκατάσταση θετικής και αποθετικής ζημίας της, συνολικά ανερχομένης στο ποσό των 18.514.123,46 ευρώ. Επί της ως άνω αγωγής, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1291/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, και, κατόπιν ασκήσεως εκατέρωθεν εφέσεων, εκδόθηκε, επ’ αυτών, η υπ’ αριθμ. 563/2019 μη οριστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία, το δικαστήριο ανέβαλε να αποφανθεί, επί της ουσίας τους, και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υποθέσεως, προς το σκοπό διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης, για την οποία διορίστηκαν, ως πραγματογνώμονες, ο …………., Ηλεκτρολόγος Μηχανικός, και ο νυν ενάγων, Ναυπηγός – Μηχανολόγος Μηχανικός Ε.Μ.Π., προκειμένου «με ειδικά εμπεριστατωμένη και λεπτομερή έκθεσή τους (κοινή ή όχι) συνοδευομένη από σχέδια και άλλες απεικονίσεις (εφόσον απαιτούνται), αφού μελετήσουν όλα τα κρίσιμα της δικογραφίας έγγραφα και προβούν σε αυτοψία του χώρου, όπου αυτή είναι αναγκαία και δυνατή, να παράσχουν την επιστημονική τους άποψη στο Δικαστήριο αναφορικά με τα εξής εριστά θέματα: Εάν η εγκατάσταση του καλωδίου, για το οποίο γίνεται λόγος ανωτέρω, πραγματοποιήθηκε συμφώνως με τους ισχύοντες κανόνες και τις συμβατικές δεσμεύσεις της εναγούσης εταιρείας, εάν ο χώρος στον οποίο έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός ήταν απαγορευμένος κατά νόμο για την διέλευση τέτοιου καλωδίου, ποια εκδοχή υιοθετούν ως πιθανότερη για την πρόκληση του ζημιογόνου γεγονότος, ποια είναι η εκτίμησή τους για το κόστος αποκαταστάσεως της ζημίας και, τέλος, εάν η διαδικασία μετακινήσεως του πλοίου της εναγόμενης εταιρείας ήταν σύμφωνη με τους κανόνες της ναυτικής τέχνης, δηλαδή εάν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες διαδικασίες για την μετακίνηση όπως μελέτη χαρτών, κανονισμού λιμένα κτλ (το ερώτημα αφορά μόνο τον δεύτερο πραγματογνώμονα)». Ακολούθως, με αίτηση της νυν εναγομένης, ο νυν ενάγων και ο έτερος ως άνω πραγματογνώμονας, ορκίστηκαν, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, συνταχθέντων των υπ’ αριθμ. 29/2019 πρακτικών, ενώ με την υπ’ αριθμ. 190/2021 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, κατόπιν σχετικής αιτήσεως των ως άνω πραγματογνωμόνων, η αρχικώς ορισθείσα προθεσμία, για την κατάρτιση και κατάθεση της έγγραφης γνωμοδοτήσεώς τους, παρατάθηκε. Ο ενάγων, αφού μελέτησε τη δικογραφία, αποτελούμενη, πέραν των δικογράφων, από τεχνικές εκθέσεις, γνωμοδοτήσεις, πλήθος εγγράφων και βιντεοληπτικού υλικού, γνωστοποίησε, στις 16-12-2019, στους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων της ανωτέρω δίκης, με ηλεκτρονικό μήνυμα, απευθυνόμενο στους εν λόγω εντολείς τους, την αμοιβή του, η οποία, συγκεκριμένα, εκτιμήθηκε από αυτόν, για μεν το πρώτο σκέλος της πραγματογνωμοσύνης, που αφορούσε στο ερώτημα εάν η εγκατάσταση του καλωδίου, για το οποίο γίνεται λόγος ανωτέρω, πραγματοποιήθηκε συμφώνως με τους ισχύοντες κανόνες και τις συμβατικές δεσμεύσεις της εναγούσης εταιρείας, εάν ο χώρος στον οποίο έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός ήταν απαγορευμένος κατά νόμο για την διέλευση τέτοιου καλωδίου, ποια εκδοχή υιοθετούν ως πιθανότερη για την πρόκληση του ζημιογόνου γεγονότος, ποια είναι η εκτίμησή τους για το κόστος αποκαταστάσεως της ζημίας, στο ποσό των 130.000 ευρώ, για δε το δεύτερο τμήμα της πραγματογνωμοσύνης, που αφορούσε στο ερώτημα σχετικά με το εάν η διαδικασία μετακινήσεως του πλοίου της εναγόμενης εταιρείας ήταν σύμφωνη με τους κανόνες της ναυτικής τέχνης, δηλαδή εάν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες διαδικασίες για την μετακίνηση όπως μελέτη χαρτών, κανονισμού λιμένα κτλ, στο ποσό των 60.000 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. Εν συνεχεία, στις 13-6-2020, με ηλεκτρονικό μήνυμα του ενάγοντος, προς τους ως άνω πληρεξουσίους δικηγόρους, ο ίδιος υπενθύμιζε στους διαδίκους της ανωτέρω δίκης, την ως άνω αιτουμένη αμοιβή του, συνολικού ποσού 190.000 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α., ζητώντας από έκαστο τούτων, να του καταβάλει το ήμισυ αυτής, -και δη, ποσό 95.000 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 24%, από την εναγομένη, και ποσό 95.000 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α 24%, από την εταιρία με την επωνυμία «………….»-, πριν την ολοκλήρωση της πραγματογνωμοσύνης. Ακολούθως, με νέο, κοινό, ηλεκτρονικό μήνυμα του ενάγοντος και του ετέρου πραγματογνώμονος, ……….., με ημερομηνία 2-7-2021, που εστάλη, στις 3-7-2021, στους ανωτέρω πληρεξουσίους, οι εν λόγω πραγματογνώμονες, αφού ενημέρωναν τους ανωτέρω διαδίκους ότι η διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης είχε ήδη ολοκληρωθεί και ότι προτίθεντο, εντός των επομένων ημερών, να καταθέσουν τη σχετική έκθεσή τους, στο δικαστήριο, αιτούντο την καταβολή των αμοιβών τους, ύψους, πλέον Φ.Π.Α. 24%, 190.000 ευρώ, για τον ενάγοντα, και 130.000 ευρώ, για τον έτερο ως άνω πραγματογνώμονα, καταβλητέες, ως είθιστο, είτε στο σύνολό τους, από έναν από τους δύο διαδίκους, είτε εξ ημισείας, από έκαστο διάδικο. Στις δε 14-7-2021, εστάλη στους ανωτέρω πληρεξουσίους δικηγόρους, νέο ηλεκτρονικό μήνυμα του ενάγοντος, με περιεχόμενο την ενημέρωση των ως άνω διαδίκων – εντολέων τους περί της καταθέσεως, από τις 12-7-2021, της από 30-6-2021 πραγματογνωμοσύνης στη Γραμματεία του ως άνω δικαστηρίου, και αίτημα την καταβολή της ανωτέρω αμοιβής του, σύμφωνα και με σχετικό επισυναπτόμενο πίνακα. Ακολούθως, η διάδικος εταιρία «……………», -η οποία, με την από 7-7-2021 έγγραφη απάντηση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, στο ως άνω από 2-7-2021 κοινό ηλεκτρονικό μήνυμα του ενάγοντος και του ετέρου ως άνω πραγματογνώμονος, ανέλαβε την υποχρέωση να εξοφλήσει, κατά το ήμισυ, την αμοιβή εκάστου αυτών, θεωρώντας ως υπόχρεη, για το εναπομείναν ποσό, την αντίδικο αυτής και νυν εναγομένη-, κατέβαλε στον ενάγοντα το ήμισυ του αιτηθέντος από αυτόν ποσού, ήτοι ποσό 95.000 ευρώ, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α., ποσού 22.800 ευρώ και συνολικά ποσό 117.800 ευρώ (βλ. το σχετικό υπ’ αριθμ. …./8-7-2021 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών του ενάγοντος). Αντιθέτως, η εναγομένη ουδέν ποσό κατέβαλε στον ενάγοντα, ούτε δε και στον έτερο ως άνω διορισθέντα πραγματογνώμονα. Μετά δε την από κοινού, από τους ως άνω πραγματογνώμονες, σύνταξη της σχετικής από 30-6-2021 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης και την κατάθεση αυτής, στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς, στις 12-7-2021, οι ανωτέρω διάδικες εταιρείες προέβησαν σε εξώδικο συμβιβασμό, συνάπτοντας το από 23-6-2022 «ιδιωτικό συμφωνητικό αμετακλήτου εξωδίκου επιλύσεως διαφοράς». Με το συμφωνητικό αυτό, συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η εταιρία «……………» απαλλάσσεται από την καταβολή, προς τους πραγματογνώμονες, οποιουδήποτε ποσού πλέον αυτού που τους είχε ήδη καταβάλει και ότι όποιο άλλο ποσό προκύψει από αξιώσεις των πραγματογνωμόνων, για την αμοιβή τους, θα το καλύψει η εναγομένη. Περαιτέρω, στο πλαίσιο του ανωτέρω εξώδικου συμβιβασμού, οι διάδικες εταιρείες προέβησαν, στις 17-11-2022, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, σε δήλωση παραίτησης από τα δικόγραφα των εφέσεων και πρόσθετων λόγων τους, κατά της υπ’ αριθμ. 563/2019 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, καθώς και από το σχετικό τους δικαίωμα. Εν τω μεταξύ, δοθέντος ότι η εναγομένη εξακολουθούσε να μην έχει καταβάλει οποιαδήποτε ποσό, ως αμοιβή του, ο ενάγων της απέστειλε, στις 2-9-2022, ηλεκτρονικό μήνυμα, με το οποίο, δηλώνοντάς της ότι, μετά την καταβολή του ημίσεως της αμοιβής του από την ως άνω αντίδικό της εταιρία, εκκρεμούσε η, εκ μέρους της, καταβολή του υπολοίπου ποσού στον ίδιο, ζητούσε από αυτήν να προβεί στη σχετική του εξόφληση. Εν συνεχεία δε, στις 12-1-2023, για τον ως άνω λόγο, της κοινοποίησε, την από 9-1-2023 κοινή εξώδικη όχληση με διαμαρτυρία, δήλωση και πρόσκληση του ίδιου και του ετέρου ως άνω πραγματογνώμονος, με την οποία, αμφότεροι αιτούντο, εκ νέου, την καταβολή του ημίσεως της ανωτέρω ορισθείσας από αυτούς αμοιβής τους, και ειδικότερα, ο ενάγων του ποσού των 95.000 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α., ύψους 22.800 ευρώ. Σε απάντηση στην ανωτέρω εξώδικη όχληση, η εναγομένη τους κοινοποίησε, στις 20-1-2023, την από 19-1-2023 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία διατείνετο ότι η αιτούμενη από τους ως άνω πραγματογνώμονες αμοιβή ήταν υπέρογκη και ότι θα κατέβαλε σε αυτούς την αμοιβή που θα καθόριζε το δικαστήριο. Αναφορικά δε με την εν λόγω, συνταχθείσα από κοινού από τους ως άνω πραγματογνώμονες έκθεση πραγματογνωμοσύνης, αποδείχθηκε ότι αυτή αποτελείται από 366 σελίδες και δύο προσαρτήματα, εκ των οποίων το ένα περιλαμβάνει 6 τεχνικές μελέτες μετά σχεδίων, υπολογιστικών πινάκων και διαγραμμάτων, το δε άλλο τα συνημμένα έγγραφα, φωτογραφίες, βιντεοσκοπημένο υλικό, απεικονίσεις, τεχνικές εκθέσεις, υπομνήματα, τεχνικές προδιαγραφές, μελέτες, διαγράμματα, πίνακες, κλπ στοιχεία. Επειδή ο όγκος των περιεχομένων στοιχείων του προσαρτήματος 2 ήταν πολύ μεγάλος και η μορφή ορισμένων εξ αυτών δεν επέτρεπε την έντυπη εκτύπωσή τους (όπως το βιντεοσκοπημένο υλικό), αυτό παραδόθηκε σε ηλεκτρονική μορφή, ως αναπόσπαστο τμήμα της πραγματογνωμοσύνης, αποτελούμενο από 1.675 ηλεκτρονικά αρχεία και 241 ηλεκτρονικούς φακέλους, συνολικού μεγέθους 45,5 GB. Ο ενάγων απασχολήθηκε επί 15 ημέρες, κατά το έτος 2019, 177 ημέρες, κατά το έτος 2020, και 103 ημέρες, κατά το έτος 2021, και, συνολικά, επί 295 ημέρες, προβαίνοντας, από κοινού με τον έτερο ως άνω πραγματογνώμονα, σε συλλογή, επεξεργασία και αρχειοθέτηση στοιχείων, μελέτη της δικογραφίας, επικοινωνία με τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους, μελέτη της σχετικής νομοθεσίας, χαρτών και πλήθους αρχείων, η πλειονότητα των οποίων ήταν στην αγγλική γλώσσα. Το αντικείμενο της πραγματογνωμοσύνης ήταν πολυσύνθετο, διότι περιελάμβανε μελέτη των συμβάσεων των διάδικων μερών, μελέτη των προδιαγραφών και της άδειας εγκατάστασης υποβρυχίου καλωδίου, των ηλεκτρολογικών στοιχείων λειτουργίας του υποβρύχιου καλωδίου, των τεχνικών στοιχείων και προδιαγραφών του πλοίου, της απάρσεως, στροφής και πορείας αυτού, των αγκυροβολιών και των κινήσεων πλοίων, στην περιοχή του Λιμένος Λαυρίου. Ενόψει των ανωτέρω, η αμοιβή του ενάγοντος πρέπει να προσδιοριστεί, ανάλογα με την πολύχρονη απασχόλησή του, την εμπειρία του, τις αδιαμφισβήτητες επιστημονικές του γνώσεις, τη σπουδαιότητα της διαφοράς, τα έξοδα, στα οποία υποβλήθηκε, και, γενικά, ανάλογα με τις προσπάθειες που κατέβαλε για την εκτέλεση άρτιου έργου, που οδήγησε, μάλιστα, και σε εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς των εμπλεκόμενων εταιρειών, στο εύλογο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ποσό των 190.000 ευρώ, πλέον του Φ.Π.Α. Δοθέντος ότι, έναντι του ποσού αυτού, καταβλήθηκε στον ενάγοντα, υπό τα προεκτιθέμενα, ποσό 95.000 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α., από την εταιρεία «…………», πρέπει η εναγομένη, ενεχόμενη κατά τα άρθρα 173 και 189 ΚΠολΔ, -καθόσον αυτή προσκάλεσε σε ορκωμοσία τον ενάγοντα, με την από 4-10-2019 και με αριθμ. καταθ. …………/2019 αίτησή της, ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς-, να καταβάλει σε αυτόν το υπόλοιπο ποσό των 95.000 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α., ύψους 22.800 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ως άνω από 14-7-2021 οχλήσεως της εναγομένης, για δε το αναλογούν στο Φ.Π.Α. ποσό, με το νόμιμο τόκο από την καταβολή της αμοιβής (ΕΛαμ 58/16 ΝΟΜΟΣ). Το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε ομοίως, προσδιορίζοντας το εύλογο της ως άνω αμοιβής του στο ανωτέρω ποσό των 190.000 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. και υποχρεώνοντας την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα την ως άνω διαφορά, ύψους 95.000 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α., ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εκκαλούσα, με τον δεύτερο λόγο εφέσεως, ως ουσία αβάσιμων. Τέλος, με τον τρίτο λόγο εφέσεως, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων, υπέλαβε ότι η ίδια αποδέχθηκε την ως άνω αιτηθείσα από τον ενάγοντα αμοιβή και συμφώνησε στην καταβολή του ημίσεώς της, γεγονός που ελήφθη υπόψιν από αυτό, για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης. Πράγματι, η εκκαλουμένη διαλαμβάνει ότι οι ενδιαφερόμενες ως άνω διάδικες εταιρίες αποδέχθηκαν το ανωτέρω ποσό αμοιβής του ενάγοντος, για την εκτέλεση της πραγματογνωμοσύνης, συμφωνήθηκε δε εκάστη αυτών να επιβαρυνθεί με το ήμισυ του ποσού της αμοιβής αυτού, ήτοι με το ποσό των 95.000 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. Πλην όμως, το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως συνάγεται από την εκκαλουμένη απόφαση, δεν βάσισε την κρίση του, για το εύλογο της αμοιβής του ενάγοντος, στην παραδοχή αυτή, αλλά σε άλλες παραμέτρους, όπως η εμπειρία και η επιστημονική κατάρτιση του ενάγοντος, ο χρόνος απασχόλησης αυτού, η σπουδαιότητα της εργασίας του και η άρτια εκτέλεσή της, κάνοντας εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, την αγωγή, κατά την πρώτη ως άνω επικουρική της βάση. Ως εκ τούτου, ο σχετικός λόγος εφέσεως τυγχάνει απορριπτέος, αντικαθισταμένης, κατά τούτο, της αιτιολογίας της εκκαλουμένης αποφάσεως με αυτή της παρούσας. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η κρινομένη έφεση να απορριφθεί, ως ουσία αβάσιμη, και να καταδικασθεί η εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
–-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της, εκδοθείσας κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές, υπ’ αριθμ. 1119/2024 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.- ΚΑΙ
-ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.-
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια, στο ακροατήριό του, συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, στις 22.5.2025
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ