Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 315/2025

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Δ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 315/2025

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Ελένη Σκριβάνου – Εισηγήτρια, Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτες και από τη Γραμματέα Ε.Δ.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: 1) ………….. και 2) ………… µε την ιδιότητά τους ως µοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόµων του αποβιώσαντος στις 12-5-2015 πατέρα τους …………., κατοίκου …. και προσωρινά διαµένοντος όσο ζούσε στο … Αττικής επί τις οδού   …….., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Γίτσα (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …………., ατοµικά και ως εξ αδιαθέτου κληρονόµου, κατά 1/2  εξ αδιαιρέτου, του αποβιώσαντος πατέρα του …………., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Γεωργίου Χλωρού, 2) …………, ατοµικά και ως εξ αδιαθέτου κληρονόµου, κατά 1/2  εξ αδιαιρέτου, του αποβιώσαντος πατέρα του ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Φουφόπουλο (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ) και 3) Σ……………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Χλωρό.

Ο αρχικός ενάγων …………., πατέρας και δικαιοπάροχος των εκκαλουσών, ήδη αποβιώσας, άσκησε, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά των εφεσίβλητων και του ………… – αρχικού πρώτου εναγόμενου, ήδη αποβιώσαντος, πατέρα των δύο πρώτων των εφεσίβλητων, την από 2-6-1999 και με αριθμό κατάθεσης …………/1999 αγωγή του. Το ανωτέρω Δικαστήριο εξέδωσε αρχικά, αντιμωλία των αρχικών διαδίκων, την υπ΄αρ. 4654/2000 μη οριστική – προδικαστική απόφασή του (τακτική διαδικασία), με την οποία διέταξε τη διεξαγωγή αποδείξεων ενώπιον του ορισθέντος Εισηγητή Δικαστή για τα σε αυτήν αναφερόμενα θέματα, που αφορούσαν τόσο στην ως άνω αγωγή όσο και στην ασκηθείσα με τις προτάσεις των αρχικών εναγόμενων, από 4-11-1999 ανταγωγή. Κατόπιν, με την από 26-8-2021 και με αριθμό κατάθεσης …………./2021 κλήση τους, ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου, επαναφέρθηκε προς συζήτηση η  παραπάνω αγωγή από τις ενάγουσες – νυν εκκαλούσες, συνεχίζοντας τη δίκη ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αρχικού ενάγοντος – πατέρα τους. Εκδόθηκε δε ακολούθως, αντιμωλία των νυν διαδίκων, η υπ΄αρ. 2314/2022 μη οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου (τακτική διαδικασία), που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να προσκομιστούν από τους διαδίκους τα αναφερόμενα στο διατακτικό της δικόγραφα, ενώ στη συνέχεια, δυνάμει της από 20-10-2022 και με αριθμό κατάθεσης …………../2022 κλήσης των εναγουσών, επαναφέρθηκε εκ νέου προς συζήτηση η εν λόγω υπόθεση και εκδόθηκε επ΄ αυτής, επίσης αντιμωλία των νυν διαδίκων, η υπ΄αρ. 3576/2023 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου (τακτική διαδικασία), που απέρριψε την αγωγή και την ανταγωγή.

Την τελευταία απόφαση, καθώς και τις συμπροσβαλλόμενες με αυτήν προηγηθείσες μη οριστικές αποφάσεις, πρόσβαλαν οι ενάγουσες – ήδη εκκαλούσες, με την κρινόμενη από 12-1-2024 έφεσή τους, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ) …………./15-1-2024, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ) ………../15-1-2024, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 1.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του πρώτου και τρίτου των εφεσίβλητων ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εκκαλουσών και του δεύτερου των εφεσίβλητων, ύστερα από δήλωσή τους, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ΄αρ. 3576/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, καθώς και των συμπροσβαλλόμενων με αυτήν προηγηθεισών υπ΄αρ. 2314/2022 και 4654/2000 μη οριστικών αποφάσεων του ίδιου Δικαστηρίου, έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.1 ΚΠολΔ) και εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών (άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ), καθώς η επίδοση της εκκαλουμένης έλαβε χώρα στις 14-12-2023 (βλ. σχετική σημείωση επί του αντιγράφου της του δικαστικού επιμελητή Αθηνών …………….), και η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 15-1-2024 (ημέρα Δευτέρα), όπως προκύπτει από την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας έκθεση κατάθεσης, δεδομένου ότι η τελευταία ημέρα της προθεσμίας (Κυριακή 14-1-2024) ήταν εξαιρετέα (άρθρο 144 παρ.1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στο πλαίσιο που καθορίζεται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ. 1,2 ΚΠολΔ). Έχει κατατεθεί δε από τις εκκαλούσες, το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 εδ.α΄ ΚΠολΔ, παράβολο του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κάτωθεν της έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου αυτής.

Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 270 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 Ν.2915/2001 (ΦΕΚ Α 109/29-5-2001): «6. Η οριστική απόφαση εκδίδεται με βάση τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι έχουν προσκομίσει και τις αποδείξεις που έχουν διεξαχθεί στο ακροατήριο. Μπορεί όμως «το δικαστήριο, αν είναι κατά την κρίση του απαραίτητη η συμπλήρωση των αποδείξεων να εκδώσει σχετική πράξη, σύμφωνα με το άρθρο 341. Αν η συμπληρωματική απόδειξη διεξαχθεί στο ακροατήριο, ακολουθεί αμέσως συζήτηση χωρίς άλλη κλήτευση. Αν η συμπληρωματική απόδειξη διεξαχθεί από εντεταλμένο δικαστή ή από προξενική αρχή, η συζήτηση επισπεύδεται με κλήση οποιουδήποτε διαδίκου». Κατά την εν λόγω παράγραφο 6 του άρθρου 270 ΚπολΔ η οριστική απόφαση του μονομελούς ή πολυμελούς δικαστηρίου, όταν δεν εκδίδεται προδικαστική απόφαση, εκδίδεται με βάση τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι έχουν προσκομίσει (έγγραφα και μάρτυρες κυρίως) και τις αποδείξεις που έχουν διεξαχθεί στο ακροατήριο (ΑΠ 396/1992 Δ23.789) ή και εκτός ακροατηρίου. Δεν αποκλείεται, όμως, αν κρίνεται αναγκαία για τη διάγνωση της διαφοράς, η διάταξη συμπληρωματικών αποδείξεων με σχετική για την απόδειξη απόφαση. Η απόδειξη (συμπληρωματική) μπορεί να γίνει στο ακροατήριο, οπότε η συζήτηση, δεύτερη πλέον, ακολουθεί στην ίδια δικάσιμο μετά την ολοκλήρωση των αποδείξεων αυτών. Μπορεί, όμως, να γίνει (απόδειξη) από εντεταλμένο δικαστή, οπότε μετά την περάτωσή τους, η συζήτηση, που είναι δεύτερη, επισπεύδεται με κλήση οποιουδήποτε διαδίκου (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη Ερμ.ΚΠολΔ, έκδ. 1994, υπό το άρθρο 270, σελ. 242).

Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 240 ΚΠολΔ «για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν. Οι προτάσεις της προηγούμενης συζήτησης προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο». Οι διάδικοι είναι συχνά υποχρεωμένοι να επαναφέρουν ισχυρισμούς πoυ είχαν προβάλει σε προηγούµενες συζητήσεις στο ίδιο δικαστήριο. Η επαναφορά αυτή γίνεται νόµιµα όταν τηρείται ο τύπος της προκείµενης διάταξης, ώστε να προκύπτει µε σαφήνεια ο εκ νέου προτεινόµενος ισχυρισµός (Ολ.ΑΠ 559/1974 Δ.1974.500). Οι ισχυρισµοί που επαναφέρονται θα πρέπει να έχουν υποβληθεί σε προηγούµενη συζήτηση. Για τη νόµιµη επαναφορά των ισχυρισµών απαιτείται η επανυποβολή τους µε σύντοµη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων που τους περιέχουν, καθώς και προσκοµιδή των τελευταίων σε επικυρωµένο αντίγραφο [Ολ.ΑΠ 23/2008 ΝοΒ 2008.2176, ΑΠ 824/2010 ΝοΒ 2010.2481, ΑΠ 560/1996 ΕλλΔνη 1997.99, καθώς και Μακρίδου σε «Ερµηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονοµίας» (Κ.Κεραµευς, Δ. Κονδύλης, Ν. Νίκας), εκδ. 2000, τοµ. Ι, υπό το άρθρο 240 ΚπολΔ, σελ. 512-513]. Δεν αποτελεί νόµιµο τρόπο επαναφοράς η συρραφή και ενσωµάτωση ολόκληρου του κειµένου προτάσεων, που είχαν αρχικά υποβληθεί, µε συνολική αναφορά σε αυτές χωρίς ειδικότερη µνεία των ισχυρισµών που επαναφέρονται (ΑΠ 222/1992 ΕΕΝ 1993.326), ούτε η γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις µε παραποµπή σε όλους τους ισχυρισµούς που περιέχονται σε αυτές (ΑΠ 1011/1994 ΕλλΔνη 1996.131). Κατά τον ίδιο τρόπο, µε ανάλογη εφαρµογή της παρούσας διάταξης, κατά τη νοµολογία, πρέπει να γίνει και η επίκληση των αποδείξεων µε την επαναφορά προηγούµενων προτάσεων (Ολ.ΑΠ 23/2008, ό.π., καθώς και Μ. Μαργαρίτη-Α.Μαργαρίτη σε Ερµηνεία ΚπολΔ, Θεωρία-Νοµολογία, εκδ.2012, τοµ. Ι, υπό το άρθρο 240 ΚΠολΔ, σελ. 449-450).

Στην προκείμενη περίπτωση, ο αρχικός ενάγων, ………….., πατέρας και δικαιοπάροχος των εκκαλουσών (ήδη αποβιώσας στις 12-5-2015), εξέθετε στην από 2-6-1999 και με αριθμό κατάθεσης …../1999 αγωγή του, που άσκησε, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά των εφεσίβλητων καθώς και του αρχικού πρώτου εναγόμενου ………….., επίσης αποβιώσαντος, πατέρα των δύο πρώτων των εφεσίβλητων, ότι η µητέρα αυτού (αρχικού ενάγοντος) και του αρχικού πρώτου ως άνω εναγόμενου …………, ………….., κάτοικος εν ζωή Ύδρας, απεβίωσε στις 19-3-1985, αφήνοντας πλησιέστερους συγγενείς της τα δύο τέκνα της, ήτοι τον ενάγοντα και τον πρώτο των εναγόμενων. Ότι, µε την από 6-8-1981 ιδιόγραφη διαθήκη της, που δημοσιεύθηκε νόμιμα, εγκατέστησε κληρονόµους της τους τρεις πρώτους των εναγόμενων (………….), από τους οποίους ο δεύτερος και ο τρίτος είναι εγγονοί της (τέκνα του πρώτου). Ότι, ειδικότερα, με την παραπάνω διαθήκη η μητέρα του συνέστησε στο μοναδικό της ακίνητο, το οποίο βρίσκεται στην ……, τέσσερις αυτοτελείς ιδιοκτησίες, από τις οποίες κατέλειπε: α) στον πρώτο των εναγόμενων (…………) τις δύο, δηλαδή ένα οικόπεδο εκτάσεως 75 τ.μ. και ένα ισόγειο διαμέρισμα 133 τ.μ. με ημιυπόγεια αποθήκη, τα οποία περιγράφονται στην αγωγή υπό στοιχεία Αα και Αβ και η αξία των οποίων κατά τον χρόνο του θανάτου της ανερχόταν στις 40.000.000 και 80.000.000 δραχμές αντίστοιχα, β) στον δεύτερο των εναγόμενων, ήδη πρώτο εφεσίβλητο (………..), το περιγραφόμενο στην αγωγή υπό στοιχείο Γ διαμέρισμα του πρώτου ορόφου της οικίας της, εμβαδού 110,50 τ.μ., η αξία του οποίου ανερχόταν στις 50.000.000 δραχμές και γ) στον τρίτο των εναγόμενων, ήδη δεύτερο εφεσίβλητο (………….), το περιγραφόμενο στην αγωγή υπό στοιχείο Β οικόπεδο, έκτασης 303,24 τ.μ., η αξία του οποίου κατά τον ίδιο χρόνο ανερχόταν στις 50.000.000 δραχμές. Ότι, με την ίδια διαθήκη η κληρονομούμενη άφησε σ’ αυτόν την «ευρεθησόμενη» κινητή περιουσία της και υποχρέωσε τους δεύτερο και τρίτο των εναγόμενων (εγγονούς της), αν η κινητή αυτή περιουσία είναι ανεπαρκής, να συμπληρώσουν τη νόμιμη μοίρα του σε μετρητά μέσα σε εύλογο χρόνο. Ότι, η κινητή, ωστόσο, περιουσία της διαθέτιδας είναι ανύπαρκτη, ενώ οι δεύτερος και τρίτος των εναγόμενων ουδέποτε κατέβαλαν σ’ αυτόν οποιοδήποτε ποσό προς κάλυψη της νόμιμης μοίρας του, η οποία ανέρχεται στο 1/4 εξ αδιαιρέτου της κληρονομιαίας περιουσίας. Ότι, συνεπώς, με την εν λόγω διαθήκη προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα του στην επίμαχη κληρονομιά, την οποία έχει αποδεχθεί με την αναφερόμενη στην αγωγή συμβολαιογραφική πράξη, που έχει μεταγραφεί νόμιμα. Ότι, παρόλα αυτά, οι τρεις πρώτοι των εναγόμενων, αφού προέβησαν σε συμβολαιογραφικές πράξεις αποδοχής της κληρονομίας της ως άνω διαθέτιδας, οι οποίες έχουν νόμιμα μεταγραφεί, στη συνέχεια με τα αναφερόμενα επίσης στην αγωγή συμβόλαια, που επίσης έχουν μεταγραφεί νόμιμα, προέβησαν διαδοχικά στη μεταβίβαση α) ο τρίτος εξ αυτών προς τον δεύτερο, του 1/2 εξ αδιαιρέτου της υπό στοιχείο Β αυτοτελούς ιδιοκτησίας, β) ο πρώτος προς τους δεύτερο και τρίτο, της ψιλής κυριότητας των υπό στοιχεία Αα και Αβ αυτοτελών ιδιοκτησιών και γ) ο δεύτερος και τρίτος προς τον τέταρτο, της υπό στοιχείο Β αυτοτελούς ιδιοκτησίας. Ότι οι παραπάνω απαλλοτριώσεις έγιναν προς βλάβη του, προκειμένου δηλαδή να μην μπορέσει να ικανοποιήσει το προβαλλόμενο κληρονομικό του δικαίωμα. Ότι, οι εναγόμενοι αμφισβητούν το κληρονομικό του δικαίωμα και το δικαίωμα της συγκυριότητάς του στις επίδικες κληρονομιαίες αυτοτελείς ιδιοκτησίες, τις οποίες κατέχουν και νέµονται κατά τις διακρίσεις και τα ποσοστά που αναφέρονται στην αγωνή, ειδικά δε οι τρεις πρώτοι εξ αυτών κατακρατούν και νέµονται τις µη εκποιηθείσες από τις ιδιοκτησίες αυτές ως µόνοι κληρονόµοι της αποβιώσασας µητέρας του. Με βάση τα παραπάνω, ο αρχικός ενάγων ζητούσε: α) να αναγνωριστεί το κληρονοµικό του δικαίωµα και το δικαίωµα συγκυριότητάς του στις επίδικες αυτοτελείς ιδιοκτησίες κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου και να υποχρεωθούν οι εναγόµενοι να του αποδώσουν τις ιδιοκτησίες αυτές κατά το ίδιο ποσοστό, β) να διαρρηχθούν – ακυρωθούν εν όλω, άλλως κατά το παραπάνω ποσοστό, οι προαναφερόµενες συµβάσεις απαλλοτρίωσης των υπό στοιχεία Αα, Αβ και Β των επίδικων ακινήτων και να υποχρεωθούν οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος των εναγόμενων (…………….) να επαναφέρουν τα πράγµατα στην προηγούµενη κατάσταση και να του αποδώσουν τις αντίστοιχες αυτοτελείς ιδιοκτησίες κατά το ίδιο πιο πάνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου και γ) να απαγορευθεί στους εναγόµενους κάθε διατάραξη της συγκυριότητάς του στα επίδικα, απειλουμένης κατ΄ αυτών, σε περίπτωση μη συμμόρφωσής τους,  χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης.

Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, εκδικάζοντας την ως άνω αγωγή, αντιμωλία των αρχικών ως άνω διαδίκων, κατά τη δικάσιµο της 17ης-11-1999, εξέδωσε την υπ’αρ. 4654/2000 µη οριστική απόφασή του, µε την οποία, αφού έκρινε ότι στο δικόγραφό της σωρεύονται παραδεκτά αγωγή περί κλήρου, διεκδικητική αγωγή και αγωγή καταδολίευσης δανειστών, απέρριψε ως νομικά αβάσιµα τα ανωτέρω υπό στοιχεία (β) και (γ) κύρια αιτήματά της και στη συνέχεια έκρινε ότι αυτή θα πρέπει να εξεταστεί κατ΄ ουσία ως προς το µοναδικό εναποµείναν, υπό στοιχείο (α,) νόµιµο αίτηµά της. Περαιτέρω, όπως αναφέρεται στην ως άνω απόφαση, οι εναγόµενοι, µε τις έγγραφες προτάσεις τους, αρνήθηκαν την αγωγή και προέβαλαν παραδεκτά τους νόµιµους, στηριζόµενους στις διατάξεις των άρθρων 281, 1800 εδ. β’ και 1890 ΑΚ, αυτοτελείς ισχυρισµούς και συγκεκριμένα ότι: 1) µε την επίµαχη ιδιόγραφη δισθήκη η κληρονοµούµενη εγκατέστησε τον ενάγοντα ως κληρονόµο επί δήλων αντικειµένων της κληρονοµίας της, δηλαδή στα περιγραφόµενα αναλυτικά στις προτάσεις τους κινητά πράγµατα (έπιπλα, αντίκες κ.λπ.), συνολικής αξίας κατά τον χρόνο του θανάτου της 8.105.000 δραχμών και συνεπώς η νόµιµη µοίρα του, στην οποία πρέπει να καταλογιστούν τα κινητά αυτά, υπερκαλύφθηκε, δεδοµένου ότι, όπως επίσης ισχυρίζονται, η αξία των επίδικων κληρονοµιαίων ακινήτων ανέρχεται συνολικά στις 20.195.400 δραχμές. 2) Σε κάθε περίπτωση η άσκηση της αγωγής είναι καταχρηστική, διότι ο ενάγων άσκησε το προβαλλόμενο με την αγωγή δικαίωμα νόμιμης μοίρας, 13 έτη μετά το θάνατο της διαθέτιδας και μολονότι αδιαφόρησε όλο αυτό το χρονικό διάστημα να παραλάβει τα κληρονομιαία κινητά. Επιπλέον δε κατά τη διάρκεια του παραπάνω διαστήματος, φιλοξενούσαν τον ενάγοντα στα επίδικα ακίνητα, τα οποία οι δύο πρώτοι από αυτούς (……………) επισκεύασαν, ανακατασκεύασαν ή επεξέτειναν εν γνώσει του, υποβαλλόμενοι στις αναφερόμενες στις προτάσεις τους ιδιαίτερα μεγάλες δαπάνες, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σε αυτούς εύλογα η πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το επίδικο δικαίωμά του. Το ως άνω Δικαστήριο με την ίδια μη οριστική απόφασή του έκρινε ότι οι δύο πρώτοι εναγόμενοι (………………….) άσκησαν παραδεκτά με τις ενώπιόν του έγγραφες προτάσεις τους επικουρική ανταγωγή, ισχυριζόμενοι ότι από τον χρόνο θανάτου της κληρονομουμένης μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, οι ίδιοι, ως καλόπιστοι νομείς των επιδίκων, δαπάνησαν τα αναλυτικά αναφερόμενα στις προτάσεις τους ποσά, συνολικού ύψους 22.722.000 δραχμών ο πρώτος και 46.926.000 δραχμών ο δεύτερος, για τη συντήρηση και βελτίωση των κληρονομιαίων ακινήτων, με αποτέλεσμα η αξία των αυτοτελών ιδιοκτησιών που καταλήφθηκαν στον καθένα από αυτούς με την επίμαχη διαθήκη να ανέρχεται, κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, στις 35.000.000 δραχμές και 70.000.000 δραχμές αντίστοιχα. Ζητούσαν δε ακολούθως, σε περίπτωση ευδοκίμησης της αγωγής του ενάγοντος -αντεναγόμενου να καταβάλει ο τελευταίος σε καθέναν από αυτούς, ποσοστό της ως άνω αναφερόμενης αξίας των επιδίκων, άλλως της αξίας των παραπάνω δαπανών, ίσο προς το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του. Στη συνέχεια, αφού το ίδιο ως άνω Δικαστήριο έκρινε, με την προαναφερθείσα προδικαστική απόφασή του, την ανταγωγή ορισμένη και νόμιμη ως προς την επικουρική της μόνο βάση, συνεκδικάζοντας αυτήν με την κύρια αγωγή, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης, υποχρεώνοντας καθένα από τα διάδικα μέρη να αποδείξει με κάθε νόμιμο μέσο τους ανωτέρω ισχυρισμούς του (αγωγικούς, ανταγωγικούς και αυτοτελείς), όπως αναλυτικά αυτοί εκτίθενται στο διατακτικό της ανωτέρω απόφασης, για τους οποίους αυτό (διάδικο μέρος) φέρει το βάρος απόδειξης, το οποίο επίσης επισημαίνεται αναλυτικά στο διατακτικό της εν λόγω προδικαστικής απόφασης, ενώπιον του ορισθέντος Εισηγητή – Πρωτοδίκη του τμήματος διεξαγωγών του Πρωτοδικείου Πειραιώς και δη εντός έξι μηνών από την κοινοποίηση της απόφασής του. Εντούτοις, κατόπιν παρέλευσης µεγάλου χρονικού διαστήµατος, κατά το οποίο κανένα από τα διάδικα μέρη δεν επιμελήθηκε την εξέταση μαρτύρων, ο Εισηγητής Δικαστής, διά της από 23-9-2002 πράξης του, που καταχωρήθηκε στα τηρηθέντα πρακτικά και κατατέθηκε στο αρχείο του οικείου Πρωτοδικείου µε αριθµό 192/2002, κήρυξε µαταιωθείσα τη διεξαγωγή των αποδείξεων, που είχε διαταχθεί με την παραπάνω µη οριστική απόφαση.

Κατόπιν, με την από 26-8-2021 και με αριθμό κατάθεσης …………./2021 κλήση τους, ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), επαναφέρθηκε προς συζήτηση η ανωτέρω αγωγή από τις ενάγουσες – νυν εκκαλούσες, συνεχίζοντας τη δίκη ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αρχικού ενάγοντος, που είχε αποβιώσει στις 12-5-2015. Εκδόθηκε δε ακολούθως, αντιμωλία των νυν διαδίκων, η υπ΄αρ. 2314/2022 μη οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου (τακτική διαδικασία), που διέταξε την επανάληψη της (δεύτερης) συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να προσκομιστούν από τους διαδίκους τα αναφερόμενα στο διατακτικό της δικόγραφα και ειδικότερα επικυρωμένο αντίγραφο των προτάσεων αμφότερων των διάδικων πλευρών, που κατατέθηκαν κατά την πρώτη συζήτηση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εξέδωσε την ως άνω υπ’αρ. 4654/2000 μη οριστική απόφαση. Ακολούθως, δυνάμει της από 20-10-2022 και με αριθμό κατάθεσης …………/2022 κλήση των εναγουσών – ήδη εκκαλουσών, επαναφέρθηκε εκ νέου προς συζήτηση η εν λόγω υπόθεση. Στη νέα αυτή συζήτηση άπαντες οι διάδικοι, δήλωσαν, όπως είχαν επαναλάβει και στην προηγούμενη συζήτηση, ότι δεν δύνανται να προσκομίσουν ενώπιον του Δικαστηρίου τα αιτηθέντα από αυτό με την ως άνω υπ΄αρ. 2314/2022 μη οριστική απόφασή του δικόγραφα, διότι οι προτάσεις και τα σχετικά των δικογραφιών για το έτος 2000 πολτοποιήθηκαν δυνάµει του από 16-3-2007 πρακτικού της Επιτροπής του αρθρου 13 Ν. 4290/1963, προσκομίζοντας προς τούτο τη σχετική  υπ’αρ. ……./16-11-2021 βεβαίωση του Γραµµατέα του τµήµατος πολιτικού αρχείου του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Εκδόθηκε δε ακολούθως, επίσης αντιμωλία των νυν διαδίκων, η υπ΄αρ. 3576/2023 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου (τακτική διαδικασία), που, αφού απέρριψε τους, προβληθέντες από τους εναγόμενους, οψιγενείς ισχυρισμούς – ενστάσεις και ειδικότερα: α) την ένσταση παραγραφής των αγωγικών αξιώσεων εν επιδικία, ως αόριστη και β) την ένσταση ιδίας κυριότητας κτηθείσας με τακτική χρησικτησία, ως νομικά αβάσιμη (ως προς το κεφάλαιό της δε αυτό, δεν πληττεται η εκκαλουμένη με την ένδικη έφεση), στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή και την ανταγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμες ως αναπόδεικτες.

Κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης και των συμπροσβαλλόμενων με την τελευταία προηγηθεισών ως άνω μη οριστικών αποφάσεων του ίδιου Δικαστηρίου, παραπονούνται οι ενάγουσες – ήδη εκκαλούσες, με την κρινόμενη έφεσή τους, για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή τους.

Σημειωτέον δε ότι, ανεξάρτητα αν ήταν αναγκαία η προσκόμιση των προτάσεων της πρώτης συζήτησης σε επικυρωμένο αντίγραφο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 240 ΚΠολΔ, η προσκόμισή τους δεν είναι δυνατή από λόγους ανωτέρας βίας, καθώς έχουν πολτοποιηθεί, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα βεβαίωση του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Πέραν τούτου, η ρύθμιση της ως άνω διάταξης του άρθρου 240 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία είναι απαραίτητη η προσκόμιση κυρωμένου αντιγράφου των προηγούμενων προτάσεων, κατά τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, η οποία σκοπεί τη δυνατότητα ελέγχου από το δικαστήριο της προβολής του ισχυρισμού στην προηγούμενη συζήτηση και συνεπώς η μη προσκόμισή τους καθιστά απαράδεκτη αυτή, αναφέρεται στους ισχυρισμούς που προτάθηκαν και δεν εξετάστηκαν από το Δικαστήριο. Αντίθετα, δεν εφαρμόζεται η ρύθμιση της ως άνω διάταξης, ως περιττή, στην περίπτωση που το δικαστήριο καλείται να εκδώσει οριστική απόφαση για ισχυρισμούς για τους οποίους διατάχθηκαν αποδείξεις (όπως συνέβη στην προκείμενη περίπτωση με την προαναφερθείσα υπ΄αρ. 4654/2000 προδικαστική απόφαση), καθόσον στην περίπτωση αυτή είναι σαφώς προσδιορισμένος ο ισχυρισμός στον οποίο αφορά η συζήτηση (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη Ερμ.ΚΠολΔ, υπό το άρθρο 240 αρ. 1 και 3). Ωστόσο, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, παρά τη νομική σκέψη περί απαραίτητου προσκόμισης των προτάσεων της πρώτης συζήτησης, δεν κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση λόγω μη προσκόμισης τους, ούτε απέρριψε ως απαράδεκτους τους ισχυρισμούς των διαδίκων για τον λόγο αυτό, αλλά απέρριψε την αγωγή και την ανταγωγή ως αναπόδεικτες. Οπότε, ο πρώτος λόγος της έφεσης, τόσο ως προς το πρώτο σκέλος του περί μη απαραίτητης προσκόμισης των εν λόγω προτάσεων, όσο και ως προς το δεύτερο (επικουρικό) σκέλος του περί δικαιολογημένης σε κάθε περίπτωση αδυναμίας προσκόμισής τους, λόγω πολτοποίησης αυτών, αλυσιτελώς προβάλλεται.

Από την εκτίμηση των εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 19-3-1985 απεβίωσε στην …….., όπου και κατοικούσε όσο ζούσε, η ………….., πλησιέστεροι συγγενείς της οποίας, κατά τον χρόνο του θανάτου της ήταν τα δύο τέκνα της, ήτοι ο αρχικός ενάγων ……………, πατέρας και δικαιοπάροχος των ήδη εναγουσών – εκκαλουσών, που απεβίωσε στις 12-5-2015, καθώς και ο πρώτος αρχικός εναγόμενος ……………., που απεβίωσε στις 21-9-2004, πατέρας των δεύτερου και τρίτου των εναγόμενων, ήδη δύο πρώτων των εφεσίβλητων. Η ως άνω θανούσα κατέλειπε την από 6-8-1981 ιδιόγραφη διαθήκη της, που δημοσιεύθηκε νόμιμα (αρ. δημ. ……./87) με την οποία εγκατέστησε κληρονόµους της τους τρεις πρώτους των εναγόμενων ήτοι τον γιο της ……….. – ήδη αποβιώσαντα και τους εγγονούς της …………… και …………… – τέκνα του πρώτου και ήδη δύο πρώτους των εφεσίβλητων. Με την παραπάνω διαθήκη η μητέρα του αρχικού ενάγοντος (γιαγιά των ήδη εναγουσών – εκκαλουσών), συνέστησε στο μοναδικό της ακίνητο, το οποίο βρίσκεται στην ……, τέσσερεις αυτοτελείς ιδιοκτησίες, από τις οποίες άφησε: Α) στον πρώτο των αρχικών εναγόμενων (………….) τις δύο, δηλαδή έναν ακάλυπτο χώρο έκτασης 75 τ.μ. και ένα ισόγειο διαμέρισμα εμβαδού 133 τ.μ. με ημιυπόγεια αποθήκη, τα οποία περιγράφονται στην αγωγή υπό στοιχεία Αα και Αβ. Ο ανωτέρω απεβίωσε, όπως προαναφέρθηκε, στις 21-9-2004 στην ……. και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τους δύο γιους του πρώτο και δεύτερο των εφεσίβλητων. Β) Στον δεύτερο των εναγόμενων, ήδη πρώτο εφεσίβλητο (……………), το περιγραφόμενο στην αγωγή υπό στοιχείο Γ διαμέρισμα του πρώτου ορόφου της οικίας της, εμβαδού 110,50 τ.μ. και γ) στον τρίτο των εναγόμενων, ήδη δεύτερο εφεσίβλητο (…………….), το περιγραφόμενο στην αγωγή υπό στοιχείο Β οικόπεδο, έκτασης 303,24 τ.μ. Με την ίδια δε ως άνω διαθήκη η κληρονομούμενη άφησε στον αρχικό ενάγοντα την «ευρεθησόμενη» κινητή περιουσία της και υποχρέωσε τους δεύτερο και τρίτο των εναγόμενων (εγγονούς της), αν η κινητή αυτή περιουσία είναι ανεπαρκής, να συμπληρώσουν τη νόμιμη μοίρα του (που ανέρχεται σε ποσοσό 25% εκ της κληρονομιαίας περιουσίας) σε μετρητά μέσα σε εύλογο χρόνο. Οι τρεις πρώτοι των εναγόμενων, αφού προέβησαν σε αποδοχή της κληρονομίας της ως άνω διαθέτιδας, δυνάμει της υπ΄αρ. ………/1987 πράξης αποδοχής της Συμβολαιογράφου Ύδρας ………….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ……. (στον τόμο ….. με α.α. …….), στη συνέχεια προέβησαν διαδοχικά στη μεταβίβαση: α) ο τρίτος εξ αυτών προς τον δεύτερο, του 1/2 εξ αδιαιρέτου της υπό στοιχείο Β αυτοτελούς ιδιοκτησίας, δυνάμει του υπ΄αρ. ……/1993 συμβολαίου της ως άνω συμβολαιογράφου Ύδρας …………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ύδρας (στον τόμο …… με α.α. ……), β) ο πρώτος προς τους δεύτερο και τρίτο, της ψιλής κυριότητας των υπό στοιχεία Αα και Αβ αυτοτελών ιδιοκτησιών δυνάμει του υπ΄αρ. ……./1997 συμβολαίου γονικής παροχής της ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα ανωτέρω βιβλία μεταγραφών (στον τόμο …… με α.α. …….) και γ) ο δεύτερος και τρίτος προς τον τέταρτο, της υπό στοιχείο Β αυτοτελούς ιδιοκτησίας, δυνάμει του υπ΄αρ. ……/1998 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της ίδιας συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε επίσης νόμιμα. Τα παραπάνω περιστατικά, όπως σημειώνεται και στην προαναφερθείσα προδικαστική απόφαση, αφενός μεν αποδεικνύονται από τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, αφετέρου δε συνομολογούνται από τους τελευταίους, γι αυτό και δεν διατάχθηκαν με την ανωτέρω απόφαση, αποδείξεις σχετικά με αυτά. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην εν λόγω (υπ΄αρ. ……/2000) προδικαστική απόφαση: ‘’…προαποδεικνύεται ο θάνατος της κληρονομουμένης …………., η συγγενική σχέση της τελευταίας με τον ενάγοντα και με τον πρώτο των εναγόμενων, η κατάρτιση, η νόμιμη δημοσίευση και το περιεχόμενο τη επίμαχης από 6-8-1981 ιδιόγραφης διαθήκης, η αποδοχή από τον ενάγοντα της κληρονομίας της αποβιώσασας κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου και η μεταγραφή της οικείας συμβολαιογραφικής πράξης και τέλος οι αναφερόμενες στην αγωγή εκποιητικές των κληρονομιαίων
συμβάσεις και η μεταγραφή τους…’’. Αυτό, δηλαδή, που έγινε δεκτό, βάσει των προαναφερθέντων, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την ως άνω απόφασή του, ήταν η συγγενική σχέση του αρχικού ενάγοντος-δικαιοπαρόχου των εναγουσών με τη διαθέτιδα και όχι η αναγνώριση του κληρονοµικού του δικαιώματος κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου επί της κληρονομίας αυτής και συγκεκριμένα του δικαιώματος συγκυριότητάς του στις επίδικες αυτοτελείς ιδιοκτησίες κατά το ίδιο ποσοστό, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούσες με τον δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγο της έφεσης. Προκειμένου δε να αποφανθεί επί της ουσιαστικής ή μη βασιμότητας του αιτήματος αυτού της αγωγής, που, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, ήταν το μόνο από τα αιτήματά της, που κρίθηκε νόμιμο (η  αποδοχή του οποίου έχει ως προϋπόθεση ότι η επίδικη διαθήκη προσβάλει το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος στην κληρονομία της μητέρας του – διαθέτιδας), το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διέταξε τις στην ως άνω απόφαση αναφερόμενες αποδείξεις. Έπρεπε δε, ο αρχικός ενάγων, να αποδείξει, σύμφωνα με την ίδια απόφαση, την αξία των παραπάνω αναφερθέντων κληρονομιαίων ακινήτων κατά τον χρόνο του θανάτου της διαθέτιδας μητέρας του, για να καταστεί εφικτός ο προσδιορισμός του ποσού που αντιστοιχεί στη νόμιμη μοίρα του (ενάγοντος) και ήδη των εναγουσών – εκκαλουσών. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι έπρεπε να αποδείξουν τους δικούς τους αυτοτελείς και ανταγωγικούς ισχυρισμούς, που εκτέθηκαν ανωτέρω, ώστε να κριθεί, αφενός μεν αν είχε καλυφθεί το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος από την αξία των κινητών πραγμάτων στα οποία εγκατέστησε αυτόν κληρονόμο η διαθέτιδα, αφετέρου δε αν ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμά του, καθώς και αν αυτοί προέβησαν στις επικαλούμενες στην ανταγωγή τους δαπάνες συντήρησης, βελτίωσης και επέκτασης των κληρονομιαίων ακινήτων και το ύψος αυτών (δαπανών). Κανείς, όμως, από τους διαδίκους δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος απόδειξης. Ειδικότερα, οι διάδικοι όχι μόνο δεν επιμελήθηκαν την εξέταση μαρτύρων κατά τη διαταχθείσα από την ως άνω προδικαστική απόφαση διεξαγωγή των αποδείξεων, σύμφωνα με τα κατά τον χρόνο έκδοσής της ισχύοντα στην πολιτική δικονομία, αλλά και κατά την επαναφορά προς συζήτηση της ένδικης αγωγής από τις νυν ενάγουσες – ήδη εκκαλούσες, τόσο αυτές όσο και οι εναγόμενοι – εφεσίβλητοι, δεν επιμελήθηκαν την λήψη και προσκόμιση ένορκων βεβαιώσεων μαρτύρων σχετικά με τα προς απόδειξη θέματα, ούτε επικαλούνται ή προσκομίζουν σχετικά έγγραφα προς απόδειξη των θεμάτων αυτών, ως όφειλαν, κατά τα αναφερθέντα στην οικεία μείζονα σκέψη. Εξάλλου, το Δικαστήριο, κατά τα επίσης προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, δύναται και δεν υποχρεούται να διατάξει συμπληρωματικές αποδείξεις, αντίθετα με τα αναφερόμενα στον πέμπτο λόγο της έφεσης. Το πρωτοβάθμιο δε Δικαστήριο, όπως είχε διακριτική ευχέρεια, παρά τα όσα αβάσιμα υποστηρίζουν οι εκκαλούσες με τον έκτο λόγο της έφεσης, ορθά θεώρησε μη σκόπιμο να διατάξει συμπληρωματικές αποδείξεις, λόγω του ότι παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα, τόσο από τον θάνατο της κληρονομούμενης (1985), όσο και από την άσκηση της αγωγής (1999), με την εξής αιτιολογία: ‘’ο κρίσιμος χρόνος για τα επιμέρους αντικείμενα απόδειξης της αγωγής και των αυτοτελών ισχυρισμών που προέβαλαν οι εναγόμενοι κατ’ αυτής (…) ανάγεται στον χρόνο θανάτου της κληρονομούμενης …………., την 19η-3-1985, ήτοι πριν από 40 περίπου χρόνια, ενώ ο αντίστοιχος κρίσιμος χρόνος απόδειξης των ανταγωγικών ισχυρισμών που προέβαλαν οι τότε δύο πρώτοι εναγόμενοι (…) ανάγεται στο χρονικό διάστημα από τον θάνατο της ανωτέρω διαθέτιδας (1985) μέχρι την έγερση της υπό κρίση αγωγής (1999), ήτοι πριν από 24 περίπου χρόνια, με αποτέλεσμα η οποιαδήποτε απόπειρα διεξαγωγής σήµερα αποδείξεων για τα ανωτέρω ορισθέντα από το Δικαστήριο κρίσιμα ζητήματα να καθίσταται (ενέργεια) άνευ πραγματικού αντικρίσματος’’. Άλλωστε, αν υπήρχαν σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, θα έπρεπε να είχαν ήδη προσκομιστεί από τους διαδίκους, πράγμα που οι τελευταίοι δεν έπραξαν. Το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να υποκαταστήσει την υποχρέωσή τους αυτή, ούτε να καλύψει την αβελτηρία τους, καθώς, κατά το συζητητικό σύστημα που διέπει την πολιτική δίκη, είναι οι ίδιοι που φέρουν το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών τους και προσκόμισης των σχετικών προς τούτο αποδεικτικών μέσων. Από τα προσκομιζόμενα δε αποδεικτικά στοιχεία ουδόλως αποδεικνύονται οι κρίσιμοι αγωγικοί ισχυρισμοί, ώστε να οδηγήσουν στην αποδοχή της αγωγής και ως ουσιαστικά βάσιμης. Τέλος, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αναφέρει μεν στην εκκαλουμένη,  ότι οι διάδικοι παρέβησαν την αρχή που θέτει το άρθρο 116 ΚΠολΔ (της καλόπιστης και επιμελούς διεξαγωγής της δίκης), αλλά δεν απέρριψε την αγωγή ως κύρωση της μη τήρησης της αρχής αυτής, αντίθετα με τα όσα ισχυρίζονται οι εκκαλούσες στον έβδομο και τελευταίο λόγο της έφεσης -ο οποίος, συνεπώς, αλυσιτελώς επίσης προβάλλεται- αλλά την απέρριψε ως αναπόδεικτη.

Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και απέρριψε την αγωγή (και την ανταγωγή) ως ουσιαστικά αβάσιμες ως αναπόδεικτες, κατά τα προεκτεθέντα, έστω με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, την οποία το παρόν Δικαστήριο παραδεκτά αντικαθιστά – συμπληρώνει (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε κατ΄ αποτέλεσμα και ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση, πρέπει να απορριφθεί κατ΄ ουσία. Τα δικαστικά έξοδα θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω του κατά την κρίση του Δικαστηρίου δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ), ενώ, τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο του αναφερόμενου στο διατακτικό παραβόλου της έφεσης, που κατέθεσαν οι εκκαλούσες (άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την έφεση κατά της υπ΄αρ. 3576/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και των συμπροσβαλλόμενων με αυτήν προηγηθεισών υπ΄αρ. 2314/2022 και 4654/2000 μη οριστικών αποφάσεων του ίδιου Δικαστηρίου, που εκδόθηκαν κατά την τακτική διαδικασία.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν στην ουσία.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να εισαχθεί στο Δημόσιο ταμείο, το παράβολο (e- παράβολο με αρ. …………/2024, ποσού 150 ευρώ), που κατατέθηκε από τις εκκαλούσες της ένδικης έφεσης.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα συνολικά μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 30/4/2025 και δηµοσιεύθηκε στις 16 Μαΐου 2025, σε έκτακτη δηµόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

             Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                               H  ΓPΑΜΜΑΤΕΑΣ