ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 323/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ
Της εκκαλούσας: …………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Μαρία Δαμασκοπούλου,
Των εφεσίβλητων: 1) …………, 2) …………, οι οποίοι αμφότεροι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Ιωάννη Κάππο, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Η νυν εκκαλούσα άσκησε κατά των νυν εφεσίβλητων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 29.7.2020 αγωγή του με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …./2020. Επί της αγωγής αυτής το παραπάνω Δικαστήριο εξέδωσε την 2119/2023 οριστική απόφασή του (τακτική διαδικασία), με την οποία απέρριψε αυτή.
Η ενάγουσα προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 24-9-2023 έφεσή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 26.9.2023 με Γ.Α.Κ. …/2023 και Ε.Α.Κ. …/2023. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε στις 23.11.2023 στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2023 και Ε.Α.Κ. …../2023, οπότε ορίσθηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η έφεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, η μεν πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού έλαβε τον λόγο, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσίβλητων ανέπτυξε τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 24.9.2023 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2023 και Ε.Α.Κ. …../2023 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2023 και Ε.Α.Κ. …./2023) έφεση της ……. κατά των …….. και ……….. προς εξαφάνιση της 2119/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 ίδιου Κώδικα, καθώς όπως προκύπτει από την επισημείωση της δικ. επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………… επί του αντιγράφου της εκκαλουμένης που προσκομίζει η εκκαλούσα, ακριβές αντίγραφο της προσβαλλόμενης απόφασης της επιδόθηκε στις 27.7.2023 και αυτή άσκησε την ένδικη έφεση στις 26.9.2023, ήτοι εντός τριάντα ημερών, μη συνυπολογιζομένου του χρονικού διαστήματος 1 έως 31.8, κατ’ άρθρο 147 παρ.2 ΚΠολΔ. Επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ.1 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για να δικαστεί με την τακτική διαδικασία, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ. Εξάλλου, για το παραδεκτό της εφέσεως έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα κατ’ άρθρο 495 παρ.3 Α στοιχ.β’ ΚΠολΔ το με κωδικό …………. παράβολο σύμφωνα με τη συνημμένη στο εφετήριο από 26.9.2023 έκθεση κατάθεσης ένδικου μέσου του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά.
Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1033, 1041επ ΑΚ και 262 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι στην διεκδικητική αγωγή, ο προς αντίκρουση αυτής προβαλλόμενος ισχυρισμός του εναγόμενου περί ιδίας αυτού κυριότητας επί του διεκδικούμενου πράγματος συνιστά ένσταση μεν καταλυτική της αγωγής, όταν τα προς θεμελίωση της κυριότητάς του προτεινόμενα από αυτόν πραγματικά περιστατικά, αφενός μεν, αληθινά υποτιθέμενα, προσπορίζουν σε αυτόν την κυριότητα, αφετέρου δε είναι χρονικώς μεταγενέστερα εκείνων, που κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, θεμελιώνουν κατά παράγωγο ή πρωτότυπο τρόπο, την κυριότητα του ενάγοντος επί του επίδικου. Και αυτό γιατί είναι δυνατόν μεν ο ενάγων, με βάση τα επικαλούμενα απ’ αυτόν κατά νόμο πραγματικά περιστατικά να απέκτησε την κυριότητα του διεκδικούμενου, είναι όμως ενδεχόμενο να απέκτησε μεταγενέστερα την κυριότητα ο εναγόμενος, με βάση τα προτεινόμενα από αυτόν πραγματικά περιστατικά, καταλύοντας, έτσι, την προϋπάρξασα κυριότητα του αντιδίκου του. Όταν όμως τα προτεινόμενα από τον εναγόμενο πραγματικά περιστατικά είναι σύγχρονα προς τα περιστατικά των οποίων η ύπαρξη θεμελιώνει το δικαίωμα του ενάγοντος ή προγενέστερα αυτών, ο αμέσως πιο πάνω ισχυρισμός συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής (ΑΠ 319/2023, ΑΠ 1286/2022, ΑΠ 218/2008 στην ΤΝΠ Νόμος). Σε περίπτωση που αποδεικνύεται επί διεκδικητικής αγωγής ακινήτου ότι ο ενάγων πράγματι είχε καταστεί στο παρελθόν κύριος αυτού με κάποιο νόμιμο τρόπο, το βάρος απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν την καταλυτική ένσταση του εναγόμενου περί κτήσης της κυριότητας του ακινήτου από αυτόν σε μεταγενέστερο χρόνο με παράγωγο τρόπο ή με τα προσόντα τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας, το έχει ο τελευταίος. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1005 παρ. 1 ΚΠολΔ, από τη στιγμή που ο υπερθεματιστής καταβάλει το πλειστηρίασμα, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού του δίνει περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης. Με την κατακύρωση και αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, ο υπερθεματιστής αποκτά το δικαίωμα που είχε εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ρητά η αρχή ότι ο πλειστηριασμός αποτελεί νόμιμο τίτλο ως αιτία παράγωγου τρόπου κτήσης της κυριότητας και ότι συνεπώς ο υπερθεματιστής θεωρείται ειδικός διάδοχος του καθ` ου η εκτέλεση, τον οποίο και διαδέχεται στο δικαίωμα. Ειδικότερα, ο υπερθεματιστής αποκτά το δικαίωμα αυτό “δυνάμει σύμβασης”, όπως είναι η εκποίηση από αναγκαστικό πλειστηριασμό, που αποτελεί, όπως προκύπτει από την παραπάνω διάταξη σε συνδυασμό με τα άρθρα 1017 παρ. 2 του ΚΠολΔ και 199, 513, 1192 και 1198 Α.Κ., ιδιόρρυθμη σύμβαση πώλησης, η οποία ενεργείται υπό το κύρος της αρχής και τελειώνεται με την κατακύρωση που αποδέχεται την τελευταία προσφορά του υπερθεματιστή. Εάν ο υπερθεματιστής καταβάλλει ολόκληρο το οφειλόμενο πλειστηρίασμα, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους υπερημερίας, τον φόρο μεταβίβασης και την αναλογία στα έξοδα περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, γεννάται υποχρέωση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού να του χορηγήσει περίληψη ύστερα από αίτηση του. Με την έκδοση και τη μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης (η οποία αποτελεί το νόμιμο τίτλο), η κυριότητα και η νομή του πλειστηριασθέντος ακινήτου μεθίστανται, χωρίς ιδιαίτερη παράδοση, στον υπερθεματιστή, ο οποίος έχει εκλεκτικό δικαίωμα ή να προβεί στην εκτέλεση της περίληψης αυτής κατά του οφειλέτη, ή του κατέχοντος το πράγμα στο όνομα του καθ` ου η εκτέλεση, ή να επιδιώξει την αποβολή του με τις περί νομής αγωγές των άρθρων 987, 989 Α.Κ. καθόσον, νομέας είναι πλέον ο υπερθεματιστής, η δε παραμονή στο πλειστηριασθέν ακίνητο, του οφειλέτη ή των διαδόχων του, παρά τη θέληση εκείνου, αποτελεί παράνομη προσβολή της νομής του (Ολ.ΑΠ 2/1993, ΑΠ 605/2007, 242/2000). Ωστόσο, αν ο πλειστηριασμός ακινήτου ακυρωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση τότε καθίσταται νομικά ελαττωματική η μεταβίβαση του πλειστηριασθέντος προς τον υπερθεματιστή και συνακόλουθα ο καθ` ου η εκτέλεση κύριος τούτου θεωρείται ότι ουδέποτε απώλεσε αυτό κατά κυριότητα. Δηλαδή είναι άκυρη η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου στον υπερθεματιστή (ΑΠ 1773/2007) και η περίληψη κατακυρωτικης εκθέσεως ως τίτλος μετάθεσης, διά μεταγραφής, κυριότητας ουδέν αποτέλεσμα επάγεται, χωρίς να απαιτείται συμπροσβολή και συνακύρωσή της με την ακύρωση της διαδικασίας του πλειστηριασμού. Τούτο διότι η περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης στην εν λόγω περίπτωση δεν αποτελεί διαδικαστική εκτελεστική πράξη στα πλαίσια του διενεργημένου πλειστηριασμού, αλλά ενεργεί στο πλαίσιο του ουσιαστικού δικαίου, σύμφωνα με τους κανόνες του οποίου, όταν η αιτία στην οποία στηρίζεται η μεταβίβαση πράγματος είναι άκυρη ή ακυρωθεί μεταγενεστέρως, επηρεάζεται αντιστοίχως και η μεταβίβαση. Διαφορετικό δε είναι το ζήτημα της αναγκαιότητας της προσβολής της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης με την ανακοπή του 933 ΚΠολΔ και εντός των προθεσμιών του άρθρου 934 του ίδιου κώδικα προκειμένου να μη καταστεί απρόσβλητη ως τίτλος εκτελεστός, στα πλαίσια της νέας και αυτοτελούς εκτέλεσης για την εγκατάσταση του υπερθεματιστή στο ακίνητο που πλειστηριάσθηκε (ΑΠ 2089/2013, ΧρΙΔ 2014, σελ. 277, ΑΠ 2233/2009, ΜονΕφΚερκ 124/2021 και ΜονΕφΠειρ 497/2016 στην ΤΝΠ Νόμος).
Με την από 29.7.2020 (με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …./2020) αγωγή της νυν εκκαλούσας κατά των νυν εφεσίβλητων, η πρώτη εξέθετε ότι με την με αριθμό ……/15-1-1996 «Σύσταση- Τροποποίηση πράξης συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας δια διατάξεως τελευταίας βουλήσεως- πράξη αποδοχής κληρονομίας» της συμβολαιογράφου Πειραιά ……………, νομίμως μεταγραφείσας, απέκτησε την κυριότητα της λεπτομερώς περιγραφόμενης στην αγωγή οριζόντιας ιδιοκτησίας ήτοι του με στοιχεία Γ.1 διαμερίσματος πολυώροφης οικοδομής που είναι κτισμένη σε οικόπεδο που βρίσκεται στη Νίκαια Αττικής, στον προσφυγικό συνοικισμό …. και επί της οδού ………….., στην οποία είχε ανεγερθεί η με αριθμό … και στο τετράγωνο ….. κατοικία, με το οικόπεδο και την εν γένει περιοχή να έχουν έκταση 214,78 τ.μ. και κατά νεότερη καταμέτρηση 250,58 τ.μ. Ότι ο πατέρας της, …………. είχε ανεγείρει στο εν λόγω οικόπεδο με επιμέλεια και δαπάνες του, τετραώροφη οικοδομή με υπόγειο, την οποία στη συνέχεια και προκειμένου να μεταβιβασθεί στη ΔΕΗ υπόγειος χώρος μετατροπής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας υπήγαγε στις διατάξεις του ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ με την υπ’ αρ. …./1974 πράξη σύστασης οριζόντιων ιδιοκτησιών της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………….., νομίμως μεταγραφείσας στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Νίκαιας, ταυτόχρονα δε, μεταβιβάστηκαν στη ΔΕΗ τα 60/1000 εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου με τον αντιστοιχούντα σε αυτά με στοιχεία Υ-6 υπόγειο χώρο- Υποσταθμό ΔΕΗ, ενώ τα λοιπά μέρη της οικοδομής στα οποία αντιστοιχούσαν τα 940/1000 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου παρέμειναν στην κυριότητα του πατέρα της. Ότι την 17.8.1985 απεβίωσε στον Πειραιά ο πατέρας της και άφησε την από 16-17 Ιουλίου 1985 μυστική διαθήκη του που δημοσιεύθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, με την οποία, μεταξύ άλλων, όρισε να περιέλθουν στους κληρονόμους του τα μέρη της οικοδομής αυτής με τον τρόπο που σε αυτή αναφέρεται, ειδικότερα δε στην ενάγουσα όλος ο τρίτος όροφος της προπεριγραφείσας οικοδομής, δηλαδή τα Γ.1 και Γ.2 διαμερίσματα και δη κατά ψιλή κυριότητα έως τα 25 χρόνια της, ηλικία που ήδη έχει συμπληρώσει, και μετά κατά πλήρη κυριότητα, ορίζοντας επίσης ότι συστήνει οριζόντια ιδιοκτησία σε όλες τις ιδιοκτησίες-διαμερίσματα που παίρνει ο κάθε κληρονόμος του και ότι τα αντίστοιχα χιλιοστά τους στο οικόπεδο, στα κοινόχρηστα και κοινόκτητα είναι τα αναλογούντα στην έκταση κάθε μίας αυτοτελούς ιδιοκτησίας. Ότι στη συνέχεια οι κληρονόμοι προχώρησαν στον καθορισμό και λεπτομερή περιγραφή των με τη διαθήκη καθορισθεισών οριζόντιων ιδιοκτησιών του παραπάνω ακινήτου και ολοκλήρωσαν την αρχική ως άνω υπ’ αρ. …/1974 συμβολαιογραφική πράξη σύστασης οριζόντιων ιδιοκτησιών και συντάχθηκε σχετικά η προαναφερθείσα υπ’ αρ. …../15.1.1996 πράξη σύστασης- τροποποίησης οριζόντιων ιδιοκτησιών (τίτλος κτήσης κυριότητας της ενάγουσας) της προαναφερόμενης συμβολαιογράφου Πειραιά. Ότι τα παραπάνω στοιχεία της οριζόντιας ιδιοκτησίας κυριότητάς της (Γ.1 διαμέρισμα), υποβλήθηκαν από αυτή νομότυπα στον ΟΚΧΕ-ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΑΕ και το επίδικο διαμέρισμα έλαβε προσωρινό ΚΑΕΚ ………….. Ότι την 20.1.1999 εκτέθηκε- με τρόπο έκνομο και καταχρηστικό- με επίσπευση της τραπεζικής εταιρίας «…………», σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό, το επίδικο διαμέρισμα και κατακυρώθηκε στον ……….., ο οποίος στη συνέχεια δήλωσε ότι ενεργούσε για λογαριασμό του δεύτερου εναγόμενου και συντάχθηκε η υπ’ αρ. ……../20-1-1999 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού της συμβ/φου Αθηνών ……….. Ότι η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 5.2.1999 και αριθμό κατάθεσης ………./1999 ανακοπή με αντικείμενο την ακύρωση του ανωτέρω πλειστηριασμού, επί της οποίας εκδόθηκε η 6760/1999 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία για λόγους τυπικούς απορρίφθηκε η ανακοπή της, ενώ στη συνέχεια με την 711/2000 απόφαση του Εφετείου Πειραιά έγινε δεκτή έφεσή της, εξαφανίστηκε η πρωτόδικη απόφαση, δικάστηκε εκ νέου κι έγινε δεκτή η ανακοπή της και ακυρώθηκε ο ως άνω δημόσιος αναγκαστικός πλειστηριασμός του ως άνω ακινήτου της. Ότι σήμερα στο Κτηματολογικό Γραφείο Νίκαιας το επίδικο ακίνητο φέρεται να έχει ΚΑΕΚ ……. και να ανήκει στην κυριότητα του δεύτερου εναγόμενου, με τίτλο κτήσης την υπ’ αρ. ………../26.2.1999 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης της ως άνω συμβ/φου, που είχε μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νίκαιας την 2.3.1999 και στηρίζεται στον ακυρωθέντα πλειστηριασμό. Ότι όταν, περί τα τέλη Οκτωβρίου 2019, η μητέρα της ενάγουσας μετέβη στο εν λόγω διαμέρισμα και επιχείρησε να εισέλθει σε αυτό, διαπίστωσε ότι η κλειδαριά της εισόδου του διαμερίσματος είχε παραβιασθεί και είχε αλλαχθεί, με συνέπεια να μην είναι δυνατό να εισέλθει και ότι ο πρώτος εναγόμενος, τον οποίο βρήκε εγκατεστημένο στο διαμέρισμα, την ενημέρωσε ότι έχει την κατοχή αυτού, με βάση σύμβαση μίσθωσης που κατάρτισε με τον δεύτερο εναγόμενο, ήδη από την 1.4.2018, εν συνεχεία δε της παρέδωσε αντίγραφο της εκπρόθεσμα υποβληθείσας στην ΑΑΔΕ τροποποιητικής δήλωσης πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας, με αριθμό ………/7.3.2019 από το οποίο προκύπτει ότι ο δεύτερος εναγόμενος είχε εκμισθώσει το διαμέρισμα αυτό στον πρώτο εναγόμενο την 1.4.2018, για δύο έτη, με μίσθωμα 280 ευρώ. Ότι παρά τη μεταγραφή της οικείας περίληψης κατακύρωσης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νίκαιας, ο δεύτερος εναγόμενος ουδέποτε είχε ασκήσει κατοχή στο επίδικο διαμέρισμα, το οποίο έως τον Απρίλιο του 2018 νεμόταν και κατείχε η ίδια, αφού το συντηρούσε, το επέβλεπε, το εκμίσθωνε, πλήρωνε τους κάθε είδους φόρους γι’ αυτό και γενικώς συμπεριφερόταν σαν να ήταν- καθώς ήταν- κυρία και πραγματική νομέας του. Ότι επιπλέον σε άμεσα προγενέστερο χρόνο αυτή είχε προχωρήσει σε εκτεταμένη ανακαίνιση του διαμερίσματος, προκειμένου να το εκμισθώσει, πράγμα που δεν έγινε λόγω προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε η ίδια και η μητέρα της. Ότι στην παραπάνω μίσθωση ο δεύτερος εναγόμενος προχώρησε χωρίς κανένα δικαίωμα, αφού με την τελεσίδικη ακύρωση του πλειστηριασμού και λόγω του διαπλαστικού χαρακτήρα της απόφασης αυτής, δεν απέκτησε ποτέ την κυριότητα του διαμερίσματος, ούτε φυσικά άλλο δικαίωμα νομής, χρήσης, κάρπωσης ή εκμετάλλευσης αυτού. Ότι ως εκ τούτου, η μίσθωση που καταρτίσθηκε μεταξύ των εναγόμενων είναι άκυρη έναντι αυτής, καμία συνέπεια δεν έχει για την ίδια, ούτε τη δεσμεύει, έτσι ώστε να ανεχθεί την παραμονή του πρώτου εναγόμενου στο ακίνητό της. Ότι επομένως οι εναγόμενοι με τρόπο επιλήψιμο την απέβαλαν από τη νομή του ακινήτου της. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος τέλεσε σε βάρος της το αδίκημα της απάτης, αφού παρέστησε στον πρώτο εναγόμενο ψευδώς ότι είναι κύριος και νομέας του ακινήτου και ότι το κατέχει νόμιμα, με συνέπεια ο τελευταίος να πεισθεί να το μισθώσει και να στερηθεί έτσι εκείνη, τη νομή, κατοχή και εκμετάλλευσή του και ότι φυσικά καταβάλλει μισθώματα και έτσι να προκληθεί σε αυτή, υλική βλάβη (όσα τα μισθώματα που μπορούσε να εισπράξει με βάση την πραγματική μισθωτική αξία του ακινήτου που ανέρχεται στο ποσό των 400 ευρώ τον μήνα και που αυτή απώλεσε) αλλά και ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας, ο δεύτερος οφείλει να της καταβάλει εύλογα το ποσό των 20.000 ευρώ. Ότι αυτό το ίδιο ποσό πρέπει να της επιδικασθεί με σωρευτική εφαρμογή και των διατάξεων περί κυριότητας και την ευθύνη ως προς τα ωφελήματα. Ότι περαιτέρω ο δεύτερος εναγόμενος της προξένησε ζημία παραβιάζοντας σε βάρος της το γενικό καθήκον να μη ζημιώνει υπαίτια άλλον, ήτοι κατά παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή κατά παράβαση της κοινωνικά επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιικής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας προς αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε αγαθά τρίτων προσώπων. Ότι στους εναγόμενους απέστειλε την από 16.10.2019 εξώδικη διαμαρτυρία, με την οποία τους καλούσε να της αποδώσουν τη νομή και κατοχή του ακινήτου της και να παραλείψουν στο μέλλον παρόμοια συμπεριφορά, από δε την επίδοση αυτής, ο πρώτος να πάψει να καταβάλλει το μίσθωμα ή άλλη παροχή στον δεύτερο, ο τελευταίος δε να της καταβάλει το ποσό των 7.200 ευρώ για την αποκατάσταση της υλικής βλάβης που έχει υποστεί μέχρι σήμερα κατ’ άρθρο 1099 ΑΚ, αλλιώς για εισπραχθέντα ωφελήματα κατ’ άρθρο 1098 ΑΚ, καθώς και το ποσό των 20.000 ευρώ για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που έχει υποστεί. Ότι πράγματι ο δεύτερος εναγόμενος νέμεται και κατέχει επιλήψιμα το επίδικο ακίνητο και εισπράττει επίσης με τρόπο επιλήψιμο καρπούς και ωφελήματα από αυτό από την 1.4.2018 μέχρι τη σύνταξη της αγωγής στις 29.7.2020, ήτοι επί 27 μήνες έχει προκαλέσει ζημία στην ενάγουσα ύψους 10.800 ευρώ (400 ευρώ το δυνάμενο να λάβει μηνιαίο μίσθωμα x 27 μήνες) και ότι σε κάθε περίπτωση αυτός κι αν ακόμα δεν ήταν κακόπιστος κατά τον χρόνο που κατέλαβε το επίδικο διαμέρισμα, κάτι που δεν ισχύει, έμαθε αργότερα με την επίδοση της ως άνω εξώδικης πρόσκλησης στις 27.11.2019 ότι δεν έχει δικαίωμα νομής στο ακίνητο, με συνέπεια να υπέχει την ίδια ευθύνη ως προς τα ωφελήματα σαν να του έχει επιδοθεί η αγωγή, οπότε οφείλει στην ενάγουσα για το διάστημα των 8 μηνών μέχρι τη σύνταξη της αγωγής το ποσό των 3.200 ευρώ (=8 μήνες x 400 ευρώ το δυνάμενο να λάβει μίσθωμα). Ότι άλλωστε, αυτή έχει καταστεί κυρία του εν λόγω διαμερίσματος με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, καθώς νέμεται και κατέχει το ακίνητο με διάνοια κυρίου, ειρηνικά και αδιατάρακτα, το επιτηρεί, το εκμισθώνει, εισπράττει καρπούς και ωφελήματα από αυτό, πληρώνει φόρους κάθε είδους και γενικά φέρεται ως κυρία αυτού και μάλιστα από τον χρόνο σύνταξης της υπ’ αρ. ………/15-1-1996 πράξης της συμβ/φου Πειραιώς …….. από το οποίο έχει παρέλθει δεκαετία, άλλως έχει καταστεί κυρία με βάση τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να αναγνωρισθεί κυρία του περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου με ΚΑΕΚ ……………, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της αποδώσουν τη νομή και κατοχή του και να διαταχθεί η αποβολή τους από αυτό, να υποχρεωθεί ο δεύτερος εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 25.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που της προξένησε, καθώς και το ποσό των 10.800 ευρώ, αλλιώς το ποσό των 3.200 ευρώ για την υλική βλάβη που της προξένησε. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 984 παρ.1, 1033, 1041, 1045, 1051, 1094, 1096, 1192, 914, 932, 386 ΑΚ, 68, 70, 176, 907 και 908 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί απόδοσης του επίδικου ακινήτου, με αντικείμενο την βίαιη αποβολή των εναγόμενων από αυτό, που απέρριψε ως νόμω αβάσιμο, καθώς συνίσταται σε τρόπο άμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης κατ’ άρθρο 943 παρ.1 ΚΠολΔ σε περίπτωση υποχρέωσης για παράδοση ή απόδοση ακινήτου, για το οποίο δεν αποφαίνεται το δικαστήριο στα πλαίσια της δίκης αυτής. Ακολούθως, το Δικαστήριο μετά από εκτίμηση των αποδείξεων απέρριψε στην ουσία της την αγωγή, δεχόμενο ως ουσία βάσιμη την ένσταση κτήσης κυριότητας του διαμερίσματος από τον δεύτερο εναγόμενο με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, άλλως της έκτακτης χρησικτησίας καθώς δέχθηκε ότι με καλή πίστη και με νομιζόμενο τίτλο την ένδικη περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης νόμιμα μεταγεγραμμένης, παρότι ακυρώθηκε ο πλειστηριασμός, ο δεύτερος εναγόμενος ασκούσε πράξεις νομής στο επίδικο διαμέρισμα από τα μέσα Μαρτίου του 1999 έως τα μέσα Μαρτίου του έτους 2019, για διάστημα άνω της εικοσαετίας. Ότι σε κάθε περίπτωση, θα έπρεπε να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη η επικουρικά προβαλλόμενη ένσταση καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αγωγής, καθώς μεταξύ άλλων ο δεύτερος εναγόμενος δεν ενημερώθηκε από την ενάγουσα για την ακύρωση του πλειστηριασμού παρά μόνο με την προς αυτόν από 27.11.2019 εξώδικη πρόσκληση, ότι με μέρος των χρημάτων που έδωσε για το πλειστηρίασμα καλύφθηκε οφειλή της ενάγουσας στην «……………..» ποσού 632.063 δραχμών, ότι ο δεύτερος εναγόμενος δήλωνε το ακίνητο στην εφορία και πλήρωνε τους σχετικούς φόρους, ενώ η ενάγουσα δεν άσκησε καμία πράξη νομής επί είκοσι χρόνια, αντιλήφθηκε την εγκατάσταση του πρώτου εναγόμενου στο διαμέρισμα μέσω της μητέρας της μετά από δυόμιση χρόνια από τη μίσθωσή του σε αυτόν, δεν σημείωσε την υπέρ αυτής τελεσίδικη απόφαση επί της ανακοπής για την ακύρωση του πλειστηριασμού στα βιβλία διεκδικήσεων του αρμόδιου Υποθηκοφυλακείου και στα βιβλία του αρμόδιου Κτηματολογικού Γραφείου, με αποτέλεσμα να εμφαίνεται κύριος ο δεύτερος εναγόμενος, δεν ζήτησε διόρθωση των ανακριβών κτηματολογικών εγγραφών και αντέδρασε για πρώτη φορά στις 27.11.2019 δημιουργώντας μέχρι τότε στον δεύτερο εναγόμενο την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει πλέον το σχετικό της δικαίωμα. Ήδη με την υπό κρίση έφεση, η εκκαλούσα-ενάγουσα παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την γενομένη δεκτή ένσταση κτήσης κυριότητας εκ μέρους του δεύτερου εναγόμενου με τακτική άλλως με έκτακτη χρησικτησία και για μη νόμιμη εξέταση της επικουρικά προβαλλόμενης ένστασης αυτού περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, η οποία έπρεπε να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενη, εφόσον η απόφαση δέχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος είχε καταστεί ο ίδιος κύριος με τακτική, άλλως με έκτακτη χρησικτησία, ζητεί δε να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να γίνει δεκτή η από 29.7.2020 (με αριθμούς πράξης κατάθεσης …………./2020) αγωγή της κατά των εφεσίβλητων και να καταδικασθούν αυτοί στα δικαστικά της έξοδα για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.
Πριν το Δικαστήριο αυτό προχωρήσει στην εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτέος στην ουσία του τυγχάνει ο ισχυρισμός των εφεσίβλητων ότι η ένδικη από 29.7.2020 διεκδικητική αγωγή κατά αυτών έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατ’ άρθρο 220 παρ.1 ΚΠολΔ καθώς η αγωγή δεν εγγράφηκε στα βιβλία διεκδικήσεων, γιατί η σχετική εγγραφή στο Κτηματολογικό Γραφείο Πειραιώς και Νήσων αφορά σε άλλο ακίνητο. Οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι προσκομίζουν αντίγραφο κτηματολογικού φύλλου του επίδικου ακινήτου με ΚΑΕΚ ……….., από το ηλεκτρονικά τηρούμενο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς και Νήσων, όπου αναφέρεται ότι έχει γίνει καταχώριση με αριθμό 2.473, στις 4.8.2020 της με αριθμό ………….- 2/8/2020 αγωγής/ανακοπής/αίτησης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και ακολούθως αναφέρονται τα ονόματα των διαδίκων. Οι παραπάνω αριθμοί κατάθεσης αντιστοιχούν στην υπό κρίση διεκδικητική αγωγή, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 2.8.2020, η δε καταχώριση στο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου ακινήτου που φέρει το προαναφερόμενο ΚΑΕΚ έγινε εντός τριάντα ημερών στις 4.8.2020. Το γεγονός ότι στη στήλη «ΑΓΩΓΗ/ΑΝΑΚΟΠΗ/ΤΡΙΤΑΝΑΚΟΠΗ 220 Κ.ΠΟΛ.Δ.» αναγράφεται δίπλα «ΑΦΟΡΑ: ΑΛΛΟ» δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το ίδιο το Κτηματολόγιο έκρινε ότι η αγωγή αφορά σε άλλο ακίνητο και ότι επομένως δεν έχει γίνει εγγραφή της αγωγής στα βιβλία διεκδικήσεων κατ’ άρθρο 220 παρ.1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η ίδια η ένδικη αγωγή στην προμετωπίδα της αναφέρει «Αγωγή [διεκδικητική του ακινήτου με ΚΑΕΚ …………..]» οπότε δεν τίθεται σε αμφιβολία σε ποιο ακίνητο αφορά. Επίσης απορριπτέος ως μη νόμιμος τυγχάνει ο ισχυρισμός των εφεσίβλητων προς απόρριψη της ένδικης αγωγής ότι εφαρμοστέα εν προκειμένω τυγχάνει η διάταξη του άρθρου 1020 ΚΠολΔ σύμφωνα με την οποία «Αγωγή διεκδίκησης του πράγματος που πλειστηριάσθηκε πρέπει να ασκηθεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία…για τα ακίνητα πέντε ετών από τότε που μεταγράφηκε η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης» και ότι από την κτήση της νομής του πλειστηριασθέντος διαμερίσματος τον Φεβρουάριο του 2000 από τον δεύτερο εναγόμενο μέχρι την άσκηση της αγωγής το έτος 2020 έχει παρέλθει η προβλεπόμενη εκ του νόμου πενταετία. Με την παραπάνω διάταξη ορίζεται ειδική βραχυπρόθεσμη αποκλειστική προθεσμία άσκησης της διεκδικητικής αγωγής του πράγματος που πλειστηριάστηκε από τρίτους και αυτή αφορά στον τρίτο κύριο που το ακίνητό του εκπλειστηριάσθηκε, ενώ τέτοια αγωγή δεν παρέχεται στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη. Ειδικότερα, η κατά της επισπευδόμενης εκτέλεσης προστασία του τρίτου, που έχει δικαίωμα πάνω στο αντικείμενο της εκτέλεσης, επιτυγχάνεται είτε με την προβλεπόμενη από το άρθρο 936 ΚΠολΔ ανακοπή τρίτου, με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση της εκτέλεσης, είτε με την αγωγή από το κοινό δίκαιο. Μετά την εγκατάσταση του υπερθεματιστή στο εκπλειστηριασθέν, δεν ασκείται η από το άρθρο 936 ανακοπή, αλλά η κατά το κοινό δίκαιο υπό του τρίτου διεκδίκηση του πλειστηριασθέντος και κατακυρωθέντος ακινήτου μέσα στην οριζόμενη από το νόμο προθεσμία. Η έναρξη αυτής της προθεσμίας, συνακόλουθα και η απόσβεση του δικαιώματος του τρίτου προς άσκηση ανακοπής κατά το άρθρο 936 ΚΠολΔ προϋποθέτουν όχι μόνο μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, η οποία αποτελεί τον νόμιμο τίτλο δυνάμει του οποίου (από τη μεταγραφή) μεταβιβάζεται η κυριότητα του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου στον υπερθεματιστή (ΟλΑΠ 1/1998) αλλά και εγκατάσταση του υπερθεματιστή. Και τούτο, διότι, πριν ο υπερθεματιστής γίνει νομέας ή κάτοχος, δεν υφίσταται γεννημένο δικαίωμα προς άσκηση της εκ του άρθρου 1094 ΑΚ διεκδικητικής αγωγής και ο τρίτος, μέχρι τότε, προστατεύεται με την ανακοπή του άρθρου 936 ΚΠολΔ (ΑΠ 228/2010 ΤΝΠ-Νόμος). Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 1020 ΚΠολΔ παρέχεται στον τρίτο που αξιώνει δικαίωμα κυριότητας στο αντικείμενο της εκτέλεσης ως μέσο προστασίας του, για την περίπτωση που το αντικείμενο πλειστηριάστηκε και κατακυρώθηκε και ο υπερθεματιστής εγκαταστάθηκε σ` αυτό, η κατά το ουσιαστικό δίκαιο διεκδικητική αγωγή, στην οποία παθητικά νομιμοποιείται ο υπερθεματιστής, ενώ τέτοια αγωγή δεν παρέχεται στον καθού η εκτέλεση οφειλέτη, ο οποίος προστατεύεται μόνο με την ανακοπή του αρθρ. 933 επ. ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 25/1993, ΑΠ 1788/2012 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 372/2004 στην ΤΝΠ Νόμος), όπως εν προκειμένω καθ’ης η εκτέλεση οφειλέτρια και αρχική κυρία του ακινήτου τυγχάνει η ενάγουσα και ως προς τη διεκδικητική αγωγή της οποίας δεν εφαρμόζεται η ειδική αποκλειστική προθεσμία των πέντε ετών του άρθρου 1020 ΚΠολΔ.
Περαιτέρω, από την εκτίμηση των υπ’ αρ. ……. και ……/24-12-2020 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων …….. το ……, συνταξιούχου, μητέρας της ενάγουσας και ………, μεσίτριας αντίστοιχα, οι οποίες λήφθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, με επιμέλεια της ενάγουσας, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόμενων (βλ. τις υπ’ αρ. ….. και …./21-12-2020 εκθέσεις επίδοσης αντίστοιχα του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά, ……..) και της υπ’ αριθ. …./8-12-2020 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρα ……….., υπαλλήλου του ΕΚΑΒ, συζύγου του δεύτερου εναγόμενου, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Χαλανδρίου που ελήφθη με επιμέλεια του δεύτερου εναγόμενου, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αρ. ……../3-12-2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….), καθώς και όλων των εγγράφων που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, ακόμη και των εγγράφων που το πρώτον η εκκαλούσα προσκομίζει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 ΚΠολΔ (σχετικά 30 έως 37 με εξαίρεση φωτογραφίες θυρών του επίδικου και του όμορου διαμερίσματος που επικαλείται με τις προτάσεις της αλλά δεν προσκομίζει) και αφορούν σε παραγγελίες υλικών, προσφορές τιμών, αποδείξεις λιανικής πώλησης, περιγραφή ηλεκτρολογικών εργασιών, παραγγελίες κουφωμάτων, που χωρίς βαριά αμέλεια ή στρεψοδικία προσκομίζει η εκκαλούσα για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου, κατόπιν επισήμανσης από την εκκαλουμένη ότι δεν προσκομίστηκαν τέτοια έγγραφα που θα στήριζαν τον ισχυρισμό της ενάγουσας περί ανακαίνισης εκ μέρους της του επίδικου διαμερίσματος κι ενώ για σχετικές εργασίες ανακαίνισης στο επίδικο είχαν κάνει λόγο οι ως άνω για την ενάγουσα ενόρκως βεβαιώσασες και όπως τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όπως ως δικαστικά τεκμήρια λαμβάνονται υπόψη οι ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ………. υπ’ αρ. ……../22.7.2021 και ……/22.7.2021 ένορκες βεβαιώσεις της ………. και του ………. που ελήφθησαν από την ενάγουσα στο πλαίσιο της δίκης ασφαλιστικών μέτρων επί της από 30.7.2020 με Γ.Α.Κ. …./2020 αίτησής της κατά των νυν εναγόμενων, τέλος δε από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας κατ’ άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα με τη με αριθμό …../15-1-1996 «Σύσταση- Τροποποίηση πράξης συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας δια διατάξεως τελευταίας βουλήσεως- πράξη αποδοχής κληρονομίας» της συμβολαιογράφου Πειραιά …. …, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νίκαιας στον τόμο …. και α/α ………, απέκτησε την κυριότητα του με στοιχεία Γ.1 διαμερίσματος πολυώροφης οικοδομής που είναι κτισμένη σε οικόπεδο που βρίσκεται στη Νίκαια Αττικής, στην περιφέρεια του ομώνυμου Δήμου, μέσα στο εγκεκριμένο σχέδιο της πόλης, στον προσφυγικό οικισμό ………. και επί της οδού …….. στην οποία φέρει τον αριθμό …. και ήδη …., στην οποία είχε ανεγερθεί η με αριθμό ….. και στο τετράγωνο …. κατοικία με το οικόπεδο και την εν γένει περιοχή να έχει έκταση 214,78 τ.μ. και κατά νεότερη καταμέτρηση 250,58 τ.μ. όπως φαίνεται στο από τον Μάιο του 1973 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ……….. που έχει προσαρτηθεί στο με αριθμό ……/1974 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά ………. Ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας, πατέρας της, ……….., μετά την κατεδάφιση των παλαιών κτισμάτων επί του ως άνω οικοπέδου, ανήγειρε με επιμέλεια και δαπάνες του, τετραώροφη οικοδομή με υπόγειο, την οποία, στη συνέχεια, και προκειμένου να μεταβιβασθεί στη ΔΕΗ υπόγειος χώρος μετατροπής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, υπήγαγε στον θεσμό του ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ, με τη με αριθμό ………/1974 πράξη σύστασης οριζοντίων ιδιοκτησιών της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Νίκαιας στον τόμο …, με α/α ….., ταυτόχρονα δε, μεταβιβάστηκαν στη ΔΕΗ τα 60/1000 εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου με τον αντιστοιχούντα σε αυτά με στοιχεία Υ-6 υπόγειο χώρο- Υποσταθμό ΔΕΗ, ενώ τα λοιπά μέρη της οικοδομής παρέμειναν στην κυριότητα, νομή και κατοχή του πατέρα της και αντιστοιχούσαν σε αυτά τα 940/1000 εξ αδιαιρέτου του ανωτέρω οικοπέδου. Την 17-8-1985 απεβίωσε στον Πειραιά ο πατέρας της ενάγουσας, ο οποίος άφησε την από 16-17 Ιουλίου 1985 μυστική διαθήκη του που δημοσιεύθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά κατά τη συνεδρίασή του της 22.1.1986, με το με αριθμό 65/1986 πρακτικό του, με την οποία, μεταξύ άλλων, όρισε να περιέλθουν στους κληρονόμους του τα μέρη της οικοδομής αυτής με τον τρόπο που σε αυτήν αναφέρεται, ειδικότερα δε στην ενάγουσα όλος ο τρίτος όροφος της προπεριγραφείσας οικοδομής, δηλαδή τα Γ.1 και Γ.2 διαμερίσματα, κατά ψιλή κυριότητα έως τα 25 χρόνια της- ηλικία που έχει συμπληρώσει, μετά δε κατά πλήρη κυριότητα, ορίζοντας σε αυτή (διαθήκη) ότι συστήνει οριζόντια ιδιοκτησία σε όλες τις ιδιοκτησίες του, με ξεχωριστές και αυτοτελείς ιδιοκτησίες- τις ιδιοκτησίες διαμερίσματα- που παίρνει ο καθένας κληρονόμος του και ότι τα χιλιοστά τους στο οικόπεδο, που θα αντιστοιχούν στα κοινόχρηστα και κοινόκτητα, θα είναι τα αναλογούντα στην έκταση κάθε μιας αυτοτελούς ιδιοκτησίας. Στη συνέχεια, οι κληρονόμοι του πατέρα της, μεταξύ των οποίων και η ίδια, προχώρησαν στον καθορισμό και λεπτομερή περιγραφή των με τη διάταξη τελευταίας βούλησης, καθορισθεισών οριζοντίων ιδιοκτησιών του παραπάνω ακινήτου, ολοκληρώνοντας την σχετική με αριθμό ……./1974 πράξη της προαναφερόμενης συμβολαιογράφου Πειραιά και καθόρισαν με λεπτομέρεια και ακρίβεια τις οριζόντιες ιδιοκτησίες από τις οποίες αποτελείται το παραπάνω ακίνητο και σχετικά συντάχθηκε η προαναφερθείσα με αριθμό ………../15.1.1996 πράξη της συμβ/φου Πειραιά …….. σύμφωνα με τη διαθήκη του αποβιώσαντος ………. Το επίδικο διαμέρισμα με στοιχεία και αριθμό Γάμα ένα (Γ-1) έχει επιφάνεια 75,50 τετρ. μέτρα, ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο 96/1000, ψήφους 96, ποσοστό συμμετοχής στις δαπάνες κοινοχρήστων 115/1000, στις δαπάνες ανελκυστήρα 130/1000 και συνορεύει γύρωθεν με την οδό ….., όριο οικοπέδου, το Γ.2 διαμέρισμα, φωταγωγό, κλιμακοστάσιο, πλατύσκαλο. Το επίδικο διαμέρισμα κατασχέθηκε αναγκαστικά με τη με αριθμό …../1998 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της δικ. επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………. σε εκτέλεση της υπ’ αρ. ………/1998 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αθηνών και εκπλειστηριάσθηκε αναγκαστικά με επίσπευση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών …….. στις 20.1.1999. Τότε συντάχθηκε σχετικά η με αριθμό ………/1999 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου και το επίδικο ακίνητο κατακυρώθηκε στον ……… για το ποσό των 6.207.000 δραχμών, ο οποίος στη συνέχεια δήλωσε ότι πλειοδότησε για λογαριασμό του δεύτερου εναγόμενου, όπως η δήλωσή του καταχωρίσθηκε στην προαναφερόμενη έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού, αφού προηγουμένως κατέβαλε ως εγγύηση το ποσό των 2.700.000 δραχμών και ακολούθως ο δεύτερος εναγόμενος, υπερθεματιστής ο οποίος ήταν παρών στον πλειστηριασμό, δήλωσε ότι αποδέχεται την για λογαριασμό του γενόμενη πλειοδοσία και υποσχέθηκε να καταβάλει στην ανωτέρω Συμβολαιογράφο το υπόλοιπο ποσό του εκπλειστηριάσματος εντός προθεσμίας 15 ημερών, οπότε και το κατέβαλε και έλαβε τη με αριθμό ……/26.2.1999 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτου. Την περίληψη αυτή, ο δεύτερος εναγόμενος μετέγραψε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νίκαιας, με ημερομηνία μεταγραφής 2.3.1999, στον τόμο ….. και αριθμό …… και δήλωσε την κυριότητά του επί του επίδικου ακινήτου στο Κτηματολογικό Γραφείο Νίκαιας, όπου έλαβε αριθμό ΚΑΕΚ ………… Ωστόσο, η ενάγουσα είχε ήδη ασκήσει την από 5.2.1999 και με αριθμό πράξης ……/1999 ανακοπή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με αντικείμενο την ακύρωση του ένδικου πλειστηριασμού, επί της οποίας εκδόθηκε η 6760/1999 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή για τυπικούς λόγους, επειδή δεν προσκομίσθηκε πιστοποιητικό εγγραφής της ανακοπής στο βιβλίο διεκδικήσεων της περιφέρειας όπου βρίσκεται το εκπλειστηριασθέν ακίνητο. Στη δίκη αυτή είχε προσεπικληθεί και ο δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, χωρίς ωστόσο να ασκήσει παρέμβαση. Ακολούθως, κατά της παραπάνω απόφασης η νυν ενάγουσα- τότε ανακόπτουσα άσκησε την από 12.1.2000 (υπ’ αρ. εκ. κατ. ……../2000) έφεσή της, η οποία έγινε δεκτή με την 711/2000 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, που εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, έκανε δεκτή την ανακοπή και ακύρωσε τον ανωτέρω αναγκαστικό πλειστηριασμό του επίδικου ακινήτου. Ειδικότερα, το παραπάνω Δικαστήριο δέχθηκε λόγο ανακοπής εκ του άρθρου 281 ΑΚ, καθώς η επισπεύδουσα τράπεζα ενώ είχε ειδοποιήσει την ανακόπτουσα, που ήταν συνεγγυήτρια σε αλληλόχρεο λογαριασμό ότι υπήρχε συγκεκριμένο χρεωστικό υπόλοιπο στις 30.9.1996 το οποίο εκείνη εξόφλησε πλήρως με την καταβολή του ποσού του 1.562.833 δραχμών και καλόπιστα θεωρούσε ότι αποσβέσθηκε η οφειλή της, αυτή εμφάνισε νέο υπόλοιπο 118.000 δραχμών, το οποίο η ανακόπτουσα δεν είχε αντίρρηση επίσης να εξοφλήσει, εφόσον της παρείχε η πιστώτρια στοιχεία από πού προέκυπτε, και παρόλα αυτά η τράπεζα έσπευσε να εκδώσει για το ποσό αυτό διαταγή πληρωμής και με επίσπευσή της διενήργησε πλειστηριασμό για το ευτελές ποσό των 167.830 δραχμών (μαζί με τους τόκους και τα έξοδα) στο επίδικο διαμέρισμα επιφάνειας 75,50 τετρ. μέτρων, πραγματικής αξίας τότε τουλάχιστον 20.000.000 δραχμών, το οποίο κατακυρώθηκε στον τρίτο των καθ’ων στην τιμή των 6.207.000 δραχμών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η έφεση δεν ασκήθηκε κατά του δεύτερου εναγόμενου χωρίς να προκληθεί απαράδεκτο, καθώς, σύμφωνα με την αμέσως ανωτέρω απόφαση, αυτός δεν κατέστη διάδικος πρωτοδίκως, αφού προσεπικλήθηκε αλλά δεν προέβη σε παρέμβαση και μεταξύ του επισπεύδοντος και του υπερθεματιστή καθιερώνεται μεν αναγκαστική ομοδικία αλλά όχι υποχρεωτική κοινή νομιμοποίηση, η δε ως άνω απόφαση επί της εφέσεως δεν του επιδόθηκε με αποτέλεσμα να πληροφορηθεί για το αποτέλεσμα της ανωτέρω δίκης, ήτοι την ακύρωση του ένδικου πλειστηριασμού από την από 16-10-2019 εξώδικη δήλωση της ενάγουσας που του επιδόθηκε πολύ αργότερα, στις 27-11-2019 (βλ. τη με αριθμό ………./27-11-2019 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………..). Η απόφαση δε αυτή ακύρωσης του πλειστηριασμού δεν εγγράφηκε στα βιβλία διεκδικήσεων του ανωτέρω Υποθηκοφυλακείου, ούτε καταχωρίσθηκε στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας, ώστε να μπορούν οι εναγόμενοι να πληροφορηθούν την ακύρωση του πλειστηριασμού. Απεναντίας κύριος του επίδικου ακινήτου στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας, εμφαίνεται μέχρι σήμερα ο δεύτερος εναγόμενος, ενώ στην αίτηση που υπέβαλε η ενάγουσα με αριθμό πρωτ. ………/5-10-1999 προς το ανωτέρω Κτηματολογικό Γραφείο προκειμένου να εγγράψει το δικαίωμα της επί του επίδικου ακινήτου με βάση την ως άνω υπ’ αρ. ………./15.1.1996 πράξη τροποποίησης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, δεν εγγράφηκε δικαίωμα σε αυτή, με παρατηρήσεις στο κτηματολογικό φύλλο ότι τα στοιχεία τα οποία προσκόμισε κρίθηκαν ανεπαρκή και ως εκ τούτου δεν συμπεριλήφθηκε στους Προσωρινούς Κτηματολογικούς Πίνακες και ότι το παρόν δεν αποτελεί απόσπασμα κτηματολογικών πινάκων. Σημειώνεται, πάντως, ότι στο προσκομιζόμενο από την ίδια την ενάγουσα από 12.11.2000 απόσπασμα υποβληθέντων κτηματολογικών στοιχείων της Κτηματολογίου Α.Ε. φέρεται να έχει υποβάλει αίτηση ως δικαιούχος με λανθασμένα στοιχεία, καθώς στα στοιχεία φυσικού προσώπου ως όνομα αυτής αναφέρεται το «…..» αντί του ορθού «……….» από προφανή αναγραμματισμό, οπότε τυχόν σύγκριση από την αρμόδια αρχή των στοιχείων της αιτούσας με τα στοιχεία της που αναγράφονται στο πιο πάνω υπ’ αρ. ………/15.1.1996 συμβόλαιο θα δημιουργούσε εύλογες αμφιβολίες αν είναι το ίδιο πρόσωπο. Περαιτέρω, στον με αριθμό ……../24-9-1999 πίνακα διανομής πλειστηριάσματος της προαναφερόμενης συμβ/φου Αθηνών ………, υπάλληλο του παραπάνω πλειστηριασμού διαλαμβάνεται ότι μετά την αφαίρεση των εν γένει εξόδων εκτέλεσης συνολικού ποσού 388.960 δραχμών, επί του υπόλοιπου διανεμητέου πλειστηριάσματος ποσού 5.818.040 δραχμών, κατατάχθηκε η επισπεύδουσα δανείστρια «……….» σε ολόκληρη την με επιστολή δηλωθείσα απαίτησή της ύψους 632.063 δραχμών και ότι το εναπομένον πλειστηρίασμα ποσού 5.185.977 δραχμών επιστρέφεται στην οφειλέτιδα ………, ήτοι στην ενάγουσα. Από κανένα, ωστόσο, στοιχείο δεν προκύπτει ότι η ενάγουσα εισέπραξε εντέλει το παραπάνω ποσό των 5.185.977 δραχμών. Μάλιστα και ο δεύτερος εφεσίβλητος- δεύτερος εναγόμενος στις προτάσεις του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, στη σελίδα 34, στο τέλος της πρώτης παραγράφου, αναφέρει ότι η παραπάνω συμβολαιογράφος δεν του έδωσε στοιχεία εάν η αντίδικος ανέλαβε το παραπάνω ποσό από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και καταλήγει ο ίδιος στο συμπέρασμα ότι για να μην προχωρήσει αυτή στην ανατροπή εν τοις πράγμασι του πλειστηριασμού, θα έχει λάβει το πλειστηρίασμα, όπως αυτό αναφέρεται στον υπ’ αριθ. ……./24-9-1999 πίνακα κατάταξης. Εντούτοις, το συμπέρασμα αυτό δεν στηρίζεται σε κάποια απόδειξη. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα πιο πάνω στη μείζονα σκέψη, καθόσον ο ένδικος πλειστηριασμός του επίδικου ακινήτου ακυρώθηκε με την προαναφερόμενη τελεσίδικη δικαστική απόφαση, κατέστη ελαττωματική η μεταβίβαση του πλειστηριασθέντος ακινήτου προς τον υπερθεματιστή, ήτοι τον δεύτερο εναγόμενο, αφού εξέλειπε η νόμιμη αιτία που απαιτείται κατ’ άρθρο 1033 ΑΚ για τη μεταβίβαση ακινήτου. Συνακόλουθα η καθ’ης η εκτέλεση, ήτοι η ενάγουσα θεωρείται ότι δεν απώλεσε τούτο κατά κυριότητα, δηλαδή η μεταβίβαση της κυριότητας του επίδικου ακινήτου στον υπερθεματιστή είναι άκυρη και η περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης ως τίτλος μετάθεσης δια μεταγραφής της κυριότητας δεν επάγεται κανένα αποτέλεσμα, χωρίς να απαιτείται η συμπροσβολή και συνακύρωση της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης με την ακύρωση της διαδικασίας του πλειστηριασμού, οπότε απορριπτέα τυγχάνει ως ουσία αβάσιμη η ένσταση κτήσης ιδίας κυριότητας του δεύτερου εφεσίβλητου-δεύτερου εναγόμενου με παράγωγο τρόπο και δη ένεκα του ως άνω πλειστηριασμού που επανέφερε παραδεκτά και νόμιμα με τις προτάσεις του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Ωστόσο, η ένδικη περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης που νόμιμα μεταγράφηκε, αποτελεί νομιζόμενο τίτλο δηλαδή τίτλο ο οποίος κατά την πεποίθηση του φερόμενου ως νομέα ήτοι εδώ του δεύτερου εναγόμενου, που δεν οφείλεται σε βαριά του αμέλεια, υπολαμβάνεται από αυτόν ότι υπάρχει ενώ στην πραγματικότητα δεν υπήρξε, διότι υπήρξαν εκτός του τίτλου ελαττώματα όπως στην προκειμένη περίπτωση τέτοιο εξωτερικό ελάττωμα είναι η ακύρωση της έκθεσης του ένδικου πλειστηριασμού. Περαιτέρω, το βάρος απόδειξης της άσκησης πράξεων νομής στο επίδικο διαμέρισμα, με καλή πίστη επί δεκαετία με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, ή επί εικοσαετία με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, προκείμενου να αποκτήσει κυριότητα σε αυτό (επίδικο) φέρει ο ίδιος ο δεύτερος εναγόμενος ως ενιστάμενος. Εντούτοις αποδεικνύεται ότι αυτός εισήλθε στο επίδικο διαμέρισμα, ασκώντας επί τούτου φυσική εξουσία με διάνοια κυρίου από το έτος 2017 και μετά. Ισχυρίζεται μεν ο ίδιος ότι στα μέσα Μαρτίου του έτους 1999 μετά τη μεταγραφή της ένδικης περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης επισκέφθηκε μαζί με τη σύζυγό του, …………, το επίδικο διαμέρισμα, όπου βρήκε τρεις Πακιστανούς μισθωτές, οι οποίοι του δήλωσαν ότι πλήρωναν μηνιαίο μίσθωμα 60.000 δραχμών στην προηγούμενη ιδιοκτήτρια και τον παρακάλεσαν να μείνουν λίγους μήνες μέχρι να βρουν άλλο διαμέρισμα, ότι εκείνος τους είπε, εάν θέλουν να μείνουν, να καταρτίσουν μαζί του νέο μισθωτήριο, αλλά ότι αυτοί δεν θέλησαν, ότι του πλήρωσαν ένα μίσθωμα το καλοκαίρι του 1999 κι άλλο ένα τον Νοέμβριο του ίδιου έτους και ότι εντέλει έφυγαν τον Φεβρουάριο του 2000, αφού του παρέδωσαν τα κλειδιά του διαμερίσματος, χωρίς να του πληρώσουν άλλο μίσθωμα. Ότι αυτός τότε μπήκε στο διαμέρισμα, αλλά λόγω της πολύ κακής κατάστασης του διαμερίσματος (κατεστραμμένοι τοίχοι και ελαιοχρωματισμοί, σοβάδες που έπεφταν από την οροφή, κατεστραμμένες εσωτερικές πόρτες και ντουλάπες, κουφώματα και πόρτα εισόδου χρήζοντα επισκευές, διακοπή νερού και ρεύματος) και της οικονομικής αδυναμίας του να το ανακαινίσει, το 2011, όντας ο ίδιος ελαιοχρωματιστής και με τη βοήθεια του Πακιστανού βοηθού του …….. ξεκίνησε σταδιακά τις σχετικές εργασίες ήτοι σοβαντίσματα, ελαιοχρωματισμούς, οξυγονοκολλήσεις σε σιδηροκατασκευές, στις δε ξυλουργικές εργασίες, κουφώματα, εσωτερικές πόρτες, ντουλάπες κλπ τον βοήθησε ο ξυλουργός ………… Ότι στο διαμέρισμα άφηνε τα εργαλεία της δουλειάς του και τα χρώματα, σκαλωσιές, καβαλέτα, ότι είχε εκεί εγκαταστήσει από τον Μάιο του 2012 ένα κρεβάτι, ένα τραπεζάκι και μια καρέκλα, ότι κάποια βράδια διανυκτέρευε εκεί ο Πακιστανός βοηθός του και κάποια μεσημέρια ξεκουράζονταν και οι δύο μαζί και έπαιρναν φαγητά απ’ έξω. Ότι το έτος 2014 άγνωστοι δράστες διέρρηξαν όλα τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας μεταξύ των οποίων και το επίδικο, έσπασαν για να μπουν την πόρτα εισόδου, την οποία επισκεύασε ο δεύτερος εναγόμενος και άλλαξε την κλειδαριά, χωρίς όμως να πάρουν κάτι από το διαμέρισμα. Ότι ακολούθως τον Φεβρουάριο του έτους 2017, αυτός ανέθεσε στον ηλεκτρολόγο μηχανικό ………… τις σχετικές εργασίες για την έκδοση πιστοποιητικού ενεργειακής απόδοσης προκειμένου να προβεί στη μίσθωση του επίδικου διαμερίσματος, εκδοθέντος του από 18.2.2017 πιστοποιητικού ενεργειακής απόδοσης και ότι πράγματι στις 7.4.2017 ο δεύτερος εναγόμενος εκμίσθωσε στον πρώτο εναγόμενο το εν λόγω διαμέρισμα έως τις 31.8.2018 με μηνιαίο μίσθωμα 300 ευρώ, στη συνέχεια παρέτειναν τη μίσθωση για άλλα δύο χρόνο έως την 31.3.2020 με μηνιαίο μίσθωμα 280 ευρώ κι έπειτα για άλλον ένα χρόνο έως τις 31.3.2021. Ωστόσο, για όλες τις υλικές πράξεις φυσικής εξουσίασης επί του ένδικου διαμερίσματος κατά το χρονικό διάστημα από τα μέσα Μαρτίου του 1999 έως το έτος 2017, ο δεύτερος εναγόμενος εξέτασε ως μάρτυρα μόνο τη σύζυγό του, ………, η οποία έδωσε την προαναφερόμενη υπ’ αριθ. ……/2020 ένορκη βεβαίωση της. Αντίθετα, η ενάγουσα προς απόδειξη των δικών της ισχυρισμών ότι αυτή είχε τη φυσική εξουσίαση του διαμερίσματος και ασκούσε πράξεις νομής σε αυτό τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το διάστημα από το έτος 1999 έως το έτος 2017, με εκμίσθωση αυτού εντός της περιόδου 2004-2006 στο …….. και με πραγματοποίηση εργασιών ανακαίνισης έως το έτος 2007, προσκόμισε δύο ένορκες βεβαιώσεις στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, την υπ’ αριθ. …./2020 ένορκη βεβαίωση της μητέρας της, ………. και την υπ’ αρ. …./2020 ένορκη βεβαίωση της ………, μισθώτριας διαμερίσματος του δεύτερου ορόφου της ίδιας πολυκατοικίας από το έτος 1977 έως το έτος 2011 και ετεροθαλούς αδελφής του ήδη θανόντος ………., που σύμφωνα με αμφότερες τις μάρτυρες μίσθωσε το επίδικο διαμέρισμα από την ενάγουσα και έμεινε σε αυτό με την οικογένειά του στο διάστημα από το έτος 2004 έως το έτος 2006, έχοντας προβεί σε σύνδεση της παροχής της ΔΕΗ για το εν λόγω διαμέρισμα στο όνομά του από την 19.10.2004 έως την 7.8.2006. Μάλιστα η ως άνω ένοικος της πολυκατοικίας ……….. κατέθεσε ότι μέχρι το έτος 2011 που αποχώρησε από την πολυκατοικία δεν είχε συναντήσει ποτέ τον δεύτερο εναγόμενο. Επιπλέον, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα προσκόμισε για να ληφθούν υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια, δύο ένορκες βεβαιώσεις που είχε λάβει σε προηγούμενη δίκη ασφαλιστικών μέτρων κατά του δεύτερου εναγόμενου για την ίδια υπόθεση, κατόπιν της από 30.7.2020 αίτησή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Πρόκειται για την ενώπιον της συμβ/φου Πειραιώς …….. υπ’ αρ. ………/2021 ένορκη βεβαίωση της ……….., η οποία διέμενε ως μισθώτρια στο Α2 διαμέρισμα της ίδιας πολυκατοικίας από το έτος 1999 έως και το έτος 2007, ενώ επιπλέον ασκούσε και χρέη διαχειρίστριας και η οποία επιβεβαιώνει ότι από το έτος 2004 έως το έτος 2006 διέμενε στο επίδικο διαμέρισμα ως μισθωτής ο ………., ετεροθαλής αδελφός του συζύγου της και ότι ποτέ ως διαχειρίστρια της πολυκατοικίας δεν είχε συναντήσει τον δεύτερο εναγόμενο, ούτε της είχε πληρώσει ποτέ κοινόχρηστα, αλλά ήταν η μητέρα της ενάγουσας που της πλήρωνε τα κοινόχρηστα και για τα δύο διαμερίσματα της κόρης της (ενάγουσας). Επίσης ανέφερε ότι και μετά την αποχώρησή της συνέχισε να επισκέπτεται την πολυκατοικία και ότι μετά το έτος 2006 το επίδικο «ναι μεν το έχει κενό η ………., όμως κάποια στιγμή άρχισε να κάνει εργασίες ανακαίνισης και επισκευής και των δύο διαμερισμάτων της την οποία διέκοψε για οικονομικούς λόγους και ενώ η επισκευή είχε ολοκληρωθεί σε ένα μεγάλο ποσοστό» και είχαν τοποθετηθεί, όπως θυμάται χαρακτηριστικά, οι πόρτες ασφαλείας. Επίσης, στην ίδια προηγούμενη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων είχε ληφθεί επιμελεία της νυν εκκαλούσας-ενάγουσας η υπ’ αρ. ………./2021 ένορκη βεβαίωση του ……, κουμπάρου της αδελφής της ενάγουσας, ο οποίος καταθέτει ότι το έτος 2007 η ……….., μητέρα της ενάγουσας τον παρακάλεσε να της συστήσει κάποια καταστήματα, για να προμηθευτεί από αυτά υλικά ανακαίνισης για τα δύο διαμερίσματα που ανακαίνιζε στην οδό ……. πρώην ……… στη Νίκαια Αττικής, τα οποία είχαν ξενοικιαστεί και επιθυμούσε να τα βελτιώσει και ανακαινίσει, ώστε να πετύχει καλύτερα μισθώματα. Ότι αυτός πράγματι της σύστησε καταστήματα και εμπόρους από όπου προμηθεύτηκε τα υλικά τα οποία επιθυμούσε, μεταξύ δε των καταστημάτων αυτών το ευρισκόμενο στην οδό ……… στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, κατάστημα της εταιρείας “…….”. Ότι της υπέδειξε και κάποια συνεργεία και τεχνίτες προκειμένου να επιτύχει καλύτερες τιμές και να έχει και καλύτερο τεχνικό αποτέλεσμα από ποιοτικής πλευράς. Μάλιστα προσθέτει ότι πολλές φορές είχε επισκεφτεί τα υπό ανακαίνιση διαμερίσματα μαζί με τη ………., μητέρα της ενάγουσας και συζητούσε μαζί της διάφορα θέματα που αφορούσαν την ανακαίνιση που γινόταν και ότι παρακολούθησε όλη την πορεία της ανακαίνισης έως και τη στιγμή που σταμάτησε διότι η οικογένεια της …………. αντιμετώπισε ένα σοβαρό οικονομικό πρόβλημα και ενώ είχε ολοκληρωθεί ένα σημαντικό τμήμα της ανακαίνισης αυτής. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω η εκκαλούσα παραδεκτά προσκομίζει το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, τις με αριθμούς ………./2-5-2007 και ………../2-5-2007 αποδείξεις λιανικής πώλησης της εταιρείας «………..» που έχουν εκδοθεί στο όνομα της μητέρας της ενάγουσας ως έχουσας αναλάβει τις σχετικές εργασίες ανακαίνισης, για δύο πόρτες ασφαλείας που αγόρασε και φέρεται να τοποθέτησε στα δύο διαμερίσματα Γ.1 (επίδικο) και Γ.2 ιδιοκτησίας της ενάγουσας στην ένδικη πολυκατοικία. Επίσης προσκομίζει την υπ’ αρ. ……/29.3.2007 απόδειξη παραλαβής αξιογράφων από την εταιρεία «…….» που αφορά στην παράδοση σε αυτή από τη μητέρα της ενάγουσας της υπ’ αρ. ……… επιταγής της ΕΓΝΑΤΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ με ημερομηνία πληρωμής την 30.6.2007 ποσού 2.500 ευρώ και την υπ’ αρ. ……./29.3.2007 απόδειξη είσπραξης μετρητών της ίδιας εταιρείας από τη μητέρα της ενάγουσας ποσού 896,26 ευρώ σε συνδυασμό με την άνευ ημερομηνίας προσφορά τιμών και το υπ’ αρ. ……/29.3.2007 δελτίο παραγγελίας πλακιδίων και ειδών υγιεινής από την παραπάνω εταιρεία. Η εκκαλούσα-ενάγουσα προσκομίζει και το από 1.10.2004 μισθωτήριο συμφωνητικό κατοικίας μεταξύ αυτής και του ….. . περί μίσθωσης διαμερίσματος Γ’ ορόφου (3 δωματίων χωλ κουζίνα κλ.π) στην οδό ………στον Πειραιά-Νίκαια, με διάρκεια μίσθωσης από 1.10.2004 έως 30.9.2006, με μηνιαίο μίσθωμα 350 ευρώ και στο οποίο δεν έχει τεθεί σχετική σφραγίδα ότι κατατέθηκε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., πλην όμως δεν προκύπτει από αυτό, όπως ισχυρίζεται ο δεύτερος εφεσίβλητος-εναγόμενος ότι αφορά στο Γ.2 διαμέρισμα και όχι στο Γ.1 (επίδικο) με το σκεπτικό ότι το Γ.1 έχει περισσότερα δωμάτια. Από την ανάγνωση της υπ’ αρ. ………/15.1.1996 σύστασης- τροποποίησης πράξης συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας προκύπτει ότι τα δύο διαμερίσματα είχαν τον ίδιο αριθμό δωματίων, ήτοι τρία δωμάτια (το Γ.1 αποτελείτο από χωλλ, σαλόνι-τραπεζαρία, δύο υπνοδωμάτια οφφίς, κουζίνα και λουτρό -σημειωτέον στην υπ’ αριθ. ……/1999 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης έχει τεθεί αυθαιρέτως μετά τα «δύο (2) υπνοδωμάτια», κόμμα και ακολουθεί η λέξη «οφφίς», ενώ τέτοιο κόμμα δεν υπάρχει στην ως άνω σύσταση – τροποποίηση πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας με αποτέλεσμα να δημιουργείται η εντύπωση ύπαρξης περισσότερων δωματίων-, το δε Γ.2 διαμέρισμα αποτελείτο από χωλλ, σαλόνι, ένα υπνοδωμάτιο, οφφίς, κουζίνα και λουτρό). Περαιτέρω και δεδομένου ότι ο δεύτερος εναγόμενος υποστηρίζει, όπως τούτο δεν αμφισβητείται, ότι προχώρησε σε επανασύνδεση ηλεκτρικού ρεύματος στο επίδικο διαμέρισμα στις 13.4.2017, η ενάγουσα ζήτησε από τη ΔΕΔΔΗΕ βεβαίωση σχετικά με τις παροχές ηλεκτρικού ρεύματος στα δύο διαμερίσματά της στον Γ’ όροφο της ένδικης πολυκατοικίας. Με την υπ’ αρ. ……/05-11-2019 απάντηση σε αίτημα πελάτη, η ΔΕΔΔΗΕ της γνώρισε τα εξής: «Η παροχή με ΑΠ ……… στην διεύθυνση ….. στο Δήμο Νίκαιας, σύμφωνα με τα στοιχεία από το μηχανογραφικό σύστημα της Υπηρεσίας μας διεκόπη στις 09-08-2005. Η παροχή με ΑΠ ………. στην διεύθυνση ……., στο Δήμο Νίκαιας, σύμφωνα με τα στοιχεία από το μηχανογραφικό σύστημα της Υπηρεσίας μας διεκόπη στις 07-08-2006 και επανασυνδέθηκε στις 13-04-2017. Στην ανωτέρα παροχή με ΑΠ ………… συμβαλλόμενος καταναλωτής ήταν ο κος …… .., με στοιχεία ΑΦΜ ….., από τις 19-10-2004 έως τις 07-08-2006. Στην παροχή με ΑΠ ……. συμβαλλόμενος καταναλωτής ήταν ο κος ……… με στοιχεία ΑΦΜ …….. από τις 13-04-2017 έως και σήμερα…». Η απάντηση αυτή της ΔΕΔΔΗΕ δεν συνηγορεί υπέρ των θέσεων του δεύτερου εναγόμενου ότι ο ………. μίσθωσε το Γ.2 διαμέρισμα και όχι το επίδικο Γ.1. Το σχετικό έγγραφο αναφέρει τρεις παροχές παρότι η ενάγουσα σύμφωνα και με την ………./1996 πράξη σύστασης οριζόντιων ιδιοκτησιών είχε λάβει στην κυριότητά της μόνο δύο διαμερίσματα και δη αυτά του Γ’ ορόφου, το Γ.1 και το Γ.2. και άρα στα δύο διαμερίσματά της θα αντιστοιχούσαν δύο παροχές ηλεκτρικού ρεύματος. Από μια προσεκτική ανάγνωση όμως προκύπτει ότι η πρώτη παροχή με στοιχεία ΑΠ ……….. έχει διακοπεί από τις 9.8.2005 χωρίς να επανασυνδεθεί. Αντίθετα, οι παροχές με στοιχεία ΑΠ ……… και ΑΠ …….. που έχουν τα ίδια αριθμητικά ψηφία με εξαίρεση το τελευταίο ψηφίο και φέρονται να έχουν επανασυνδεθεί στις 13.4.2017. Δεδομένου ότι ο δεύτερος εναγόμενος υποστηρίζει ότι μόνο μία παροχή συνέδεσε στις 13.4.2017, μπορεί να συναχθεί ότι πρόκειται για την ίδια παροχή και με την αλλαγή του τελευταίου ψηφίου υποδηλώνεται η αλλαγή αντισυμβαλλόμενου καταναλωτή. Μάλιστα στα προσκομιζόμενα από τους εναγόμενους εκτυπωμένα από την ΑΑΔΕ ηλεκτρονικά μισθωτήρια που αφορούν στην εκμίσθωση του επίδικου διαμερίσματος από τον δεύτερο εναγόμενο στον πρώτο εναγόμενο από το έτος 2017 και μετά, αναφέρεται ως αριθμός παροχής της ΔΕΗ ο «…….», ο οποίος δεν περιλαμβάνει τα δύο τελευταία ψηφία της παροχής «-…..» που αναγράφονται στο πιο πάνω έγγραφο της ΔΕΔΔΗΕ για τη σύνδεση που αφορά στον πρώτο εναγόμενο, ……… Εντούτοις, επειδή δεν μπορούν να συναχθούν ασφαλή συμπεράσματα από το ανωτέρω έγγραφο, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου το συμπέρασμα που συνάγεται από το έγγραφο αυτό καταρχάς είναι ότι ο ………. πράγματι υπήρξε μισθωτής σε ένα από τα δύο διαμερίσματα του Γ’ ορόφου της ένδικης πολυκατοικίας έως τις 7.8.2006. Περαιτέρω, όμως, για το ότι επρόκειτο για το Γ.1 διαμέρισμα βεβαιώνουν οι παραπάνω τέσσερις ενόρκως βεβαιώσαντες για λογαριασμό της ενάγουσας στην παρούσα δίκη και στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων, χωρίς η με αντίθετη περιεχόμενο ένορκη βεβαίωση της συζύγου του δεύτερου εναγόμενου να κρίνεται πειστικότερη ως προς το θέμα αυτό. Επιπλέον η εκκαλούσα-ενάγουσα προσκομίζει εξουσιοδότηση με βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής της από τον Αστ/κα ………… του Α.Τ. Δημοτικού Θεάτρου στις 14.2.2007 προς την αδελφή της …….., προκειμένου να ολοκληρώσει τη διαδικασία σύμβασης με την ΕΠΑ αντ’ αυτής για τη σύνδεση παροχής φυσικού αερίου στα διαμερίσματά της στην οδό ……… στη Νίκαια, καθώς και τις αιτήσεις σύνδεσης προς την Ε.Π.Α. Αττικής με ημερομηνία αποστολής με φαξ 14 Φεβρουαρίου 2007. Ακόμη προσκομίζει προσφορά που της έκανε ο ηλεκτρολόγος ……….. για ηλεκτρολογικές εργασίες σε κάθε ένα από τα δύο διαμερίσματα του τρίτου ορόφου της ένδικης πολυκατοικίας, με ημερομηνία σύνταξης της προσφοράς στις 2.4.2007. Επιπρόσθετα, η μητέρα της ενάγουσας, ……. στην υπ’ αρ. …../2020 ένορκη βεβαίωσή της καταθέτει ότι κατά το διάστημα μέχρι το έτος 2004, το επίδικο διαμέρισμα ήταν μισθωμένο από την κόρη της σε μισθωτή με το όνομα ………… Επομένως αποδεικνύεται ότι κατά το διάστημα από τον πλειστηριασμό του επίδικου διαμερίσματος το έτος 1999 μέχρι και το έτος 2007, η ενάγουσα ασκούσε και υλικές πράξεις νομής στο ως άνω Γ.1 διαμέρισμα, εκμισθώνοντάς το σε τρίτους και στη συνέχεια ανακαινίζοντάς το, ενώ πλήρωνε τα κοινόχρηστα και προέβαινε σε πράξεις σύνδεσης των διαμερισμάτων της με παροχές φυσικού αερίου. Η ίδια βέβαια δεν προσκομίζει το Ε9 από το οποίο να προκύπτει η εκεί δήλωση του εν λόγω ακινήτου, πλην όμως προσκομίζει τις δηλώσεις Ε2 προς την εφορία για τα έτη 2011 έως 2018, όπου προκύπτει ότι δήλωνε και τα δύο διαμερίσματα του 3ου ορόφου στην οδό …….. στη Νίκαια ως κενά και μη ηλεκτροδοτούμενα. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο δεύτερος εναγόμενος από το έτος 2000, ήτοι το επόμενο του έτους κατά το οποίο υπερθεμάτισε στον πλειστηριασμό για την κατακύρωση σε αυτόν του επίδικου διαμερίσματος, το δήλωνε στο Ε9, ότι από το έτος 2010 το δήλωνε στις αντίστοιχες δηλώσεις φόρου ακίνητης περιουσίας και κατέβαλε τον φόρο ακίνητης περιουσίας (ΦΑΠ), ενώ από το έτος 2014 που καθιερώθηκε ο ΕΝΦΙΑ κατέβαλε τον σχετικό φόρο για το ίδιο διαμέρισμα υποδηλώνει τη βούλησή του να είναι δικό του το διαμέρισμα, πλην όμως οι δηλώσεις αυτές δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την έλλειψη φυσικής εξουσίασης του διαμερίσματος κατά το διάστημα 1999 έως και το 2016. Τα όσα αυτός υποστηρίζει ότι μέχρι το έτος 2011 δεν μπορούσε να ασχοληθεί με εργασίες επισκευής στο επίδικο διαμέρισμα γιατί αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, διαψεύδονται από τις δηλώσεις στοιχείων ακινήτων του προς την αρμόδια Ε’ Δ.Ο.Υ. Πειραιά, καθώς ενώ το έτος 2000 δηλώνει στο Ε9 μόνο το επίδικο ακίνητο, το έτος 2010 στην αντίστοιχη δήλωση του Ε9 φαίνεται να έχει αυξηθεί κατά πολύ η ακίνητη περιουσία του με την απόκτηση ακινήτων στο Κερατσίνι, στο Πέραμα και στο Χαλάνδρι Αττικής, γεγονός από το οποίο συνάγεται η στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, καλή οικονομική του κατάσταση. Συνεπώς δεν αποδεικνύεται ότι υπήρχε οικονομική αδυναμία του στο διάστημα από το έτος 2000 έως το 2011 να εισέλθει στο επίδικο διαμέρισμα και να προχωρήσει σε εργασίες επισκευής και ανακαίνισης, τις οποίες εργασίες εντέλει αποδεικνύεται ότι πραγματοποίησε μέχρι το έτος 2007 η ενάγουσα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η τελευταία μετά το παραπάνω έτος 2007, δεν προέβη η ίδια ή μέσω τρίτου σε ενέργειες για να εκμεταλλευθεί τόσο το επίδικο διαμέρισμα (Γ.1), όσο και το όμορο Γ.2, αλλά τα άφησε κενά και μη ηλεκτροδοτούμενα, λόγω οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπισε η ίδια και η οικογένειά της, χωρίς όμως να παραδώσει σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο τη νομή του επίδικου διαμερίσματος με την παράδοση των κλειδιών αυτού στον δεύτερο εναγόμενο. Ο τελευταίος γνωρίζοντας ότι στο Κτηματολόγιο εξακολουθούσε το επίδικο ακίνητο να φέρεται στο όνομά του, ότι ενώ η ενάγουσα είχε ασκήσει ανακοπή κατά του ένδικου πλειστηριασμού, αυτή (η ανακοπή) είχε απορριφθεί για τυπικούς λόγους από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά με την 6760/1999 απόφαση και έχοντας στην κατοχή του την υπ’ αριθ. …../26.2.1999 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., αποφάσισε βάσει της ως άνω περίληψης, το έτος 2017, να αποκτήσει φυσική εξουσία επί του ακινήτου, εισερχόμενος σε αυτό με τη βοήθεια κλειδαρά, όπως υποστηρίζει στην υπ’ αρ. …../2020 ένορκη βεβαίωσή της η μητέρα της ενάγουσας. Τότε, λοιπόν, προχώρησε σε σειρά ενεργειών που δήλωναν τη βούλησή του να εκμεταλλευθεί οικονομικά το παραπάνω διαμέρισμα. Έτσι, προκειμένου να εκμισθώσει το επίδικο ακίνητο, προέβη στις 10.7.2017 σε εξόφληση των οφειλόμενων παγίων προς την ΕΥΔΑΠ με περίοδο κατανάλωσης από την 7.7.2009 έως την 2.5.2017 (βλ. το από 18.12.2020 e-mail του Τμήματος Λογαριασμών Πελατών του Περιφερειακού Κέντρου Νίκαιας της ΕΥΔΑΠ). Νωρίτερα, στις 18.2.2017, κατόπιν εντολής του εκδόθηκε από τον ηλεκτρολόγο μηχανικό ……., ύστερα από επιθεώρηση στο επίδικο διαμέρισμα, το με Α.Π. ………./2017 Α.Α.: …….. πιστοποιητικό ενεργειακής απόδοσης, για να καταστεί δυνατή η μίσθωση του διαμερίσματος. Πράγματι, ο δεύτερος εναγόμενος προχώρησε σε εκμίσθωση του ως άνω Γ.1 διαμερίσματος στον πρώτο εναγόμενο για το διάστημα από 1.4.2017 έως 31.3.2018 με συμφωνηθέν μηνιαίο μίσθωμα 300 ευρώ, όπως η σχετική μίσθωση δηλώθηκε ηλεκτρονικά στην ΑΑΔΕ με αριθμό δήλωσης ….. και ημερομηνία υποβολής την 7.4.2017. Ακολούθως την 7.3.2019 υποβλήθηκε στην ΑΑΔΕ εκπρόθεσμη τροποποιητική δήλωση μίσθωσης του επίδικου διαμερίσματος (αριθμός δήλωσης …..), οπότε συνεχίσθηκε η αρχική μίσθωση για το διάστημα από 1.4.2018 έως 31.3.2020, με συμφωνηθέν μηνιαίο μίσθωμα 280 ευρώ. Επίσης στις 30.4.2020 υποβλήθηκε από τους ίδιους συμβαλλόμενους στην ΑΑΔΕ νέα τροποποιητική δήλωση μίσθωσης για το ίδιο ακίνητο (αριθμός δήλωσης ……) με την οποία παρατάθηκε η μίσθωση για το διάστημα από 1.4.2020 έως 31.3.2021 και πάλι με μηνιαίο μίσθωμα 280 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι περί τα τέλη Οκτωβρίου 2019, η μητέρα της ενάγουσας ………… μετέβη στο επίδικο διαμέρισμα και επιχειρώντας να εισέλθει σε αυτό, διαπίστωσε ότι η κλειδαριά της εισόδου του διαμερίσματος είχε αλλαχθεί με συνέπεια να μην είναι δυνατό να εισέλθει σε αυτό, ο δε πρώτος εναγόμενος τον οποίο βρήκε εγκατεστημένο στο διαμέρισμα, την ενημέρωσε ότι έχει την κατοχή του, με βάση σύμβαση μίσθωσης που κατάρτισε με τον δεύτερο εναγόμενο, ήδη από την 1.4.2018 και της παρέδωσε αντίγραφο της εκπρόθεσμα υποβληθείσας τροποποιητικής δήλωσης πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας, με αριθμό …………/7-3-2019 από το οποίο προέκυπτε ότι ο δεύτερος εναγόμενος είχε εκμισθώσει το διαμέρισμα αυτό στον πρώτο εναγόμενο την 1.4.2018 για δύο έτη, με μηνιαίο μίσθωμα 280 ευρώ, καθόσον η ανωτέρω δήλωση ήταν τροποποιητική της αρχικής ως προς τον χρόνο διάρκειας της μίσθωσης και η μίσθωση είχε αρχίσει ήδη από την 7.4.2017. Η μητέρα της ενάγουσας κάλεσε την αστυνομία, η οποία τους υπέδειξε τα νόμιμα, καθόσον έκρινε ότι πρόκειται για αστική διαφορά (βλ. το από 7.11.2019 αντίγραφο εγγραφής από το ημερήσιο δελτίο οχήματος εποχούμενης περιπολίας του Α.Τ. Νίκαιας για συμβάν που έλαβε χώρα στις 25.10.2019). Ακολούθως, η ενάγουσα απέστειλε στους εναγόμενους, στον μεν δεύτερο στις 27.11.2019, στον δε πρώτο στις 9.12.2019, την από 26.10.2019 εξώδικη διαμαρτυρία, πρόσκληση και δήλωση, με την οποία τους καλούσε να της αποδώσουν τη νομή και κατοχή του ακινήτου της και να παραλείψουν στο μέλλον παρόμοια συμπεριφορά, από δε την επίδοση της εξώδικης δήλωσης, ο πρώτος από αυτούς να παύσει να καταβάλλει το μίσθωμα ή άλλη παροχή στον δεύτερο, γιατί έτσι μεγιστοποιούσε τη ζημιά που της είχε προκληθεί, ο δε δεύτερος να της καταβάλει το ποσό των 7.200 ευρώ για την αποκατάσταση της υλικής βλάβης που έχει υποστεί μέχρι τότε (άρθρο 1099 ΑΚ) αλλιώς για εισπραχθέντα ωφελήματα κατά το άρθρο 1098 ΑΚ, με την επιφύλαξη κάθε άλλης ζημίας που της προκαλείται ως συνέπεια των δαπανών στις οποίες πρέπει να υποβληθεί και το ποσό των 20.000 ευρώ για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη. Με την ανωτέρω εξώδικη δήλωση για πρώτη φορά οι εναγόμενοι και δη ο δεύτερος εναγόμενος ενημερώθηκε για την ακύρωση του πλειστηριασμού του επίδικου διαμερίσματος. Ο τελευταίος γνώριζε μεν ότι η ενάγουσα είχε αντιταχθεί στη σε βάρος της διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης που επίσπευσε η «………….» και ότι είχε προσβάλει δικαστικά τον πλειστηριασμό του ένδικου ακινήτου με τη με αριθμό ……./1999 ανακοπή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, καθώς και ότι η ανακοπή είχε απορριφθεί για τυπικούς λόγους, καθώς ο ίδιος είχε προσεπικληθεί στην παραπάνω δίκη και είχε παραστεί δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του ………….. σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ……./1999 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, πλην όμως δεν γνώριζε ότι κατά της απόφασης αυτής η ενάγουσα- τότε ανακόπτουσα άσκησε έφεση, με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να γίνει δεκτή η ανακοπή της και να ακυρωθεί ο πλειστηριασμός του ακινήτου της. Δεν προκύπτει από κάποιο στοιχείο ότι ο δεύτερος εναγόμενος επικοινώνησε με τον …………. ο οποίος είχε υπερθεματίσει για λογαριασμό του στον πλειστηριασμό του επίδικου διαμερίσματος στις 20.1.1999 και ο οποίος συμμετείχε ως εφεσίβλητος στην κατ’ έφεση δίκη για την ακύρωση του πλειστηριασμού, ώστε να πληροφορηθεί για την 711/2000 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς που ακύρωσε τον πλειστηριασμό. Πάντως ουδέποτε ο δεύτερος εναγόμενος απέβαλε την ενάγουσα από το διαμέρισμα με δικαστικό επιμελητή σε εκτέλεση της υπ’ αρ. …../26.2.1999 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης ακινήτου της συμβ/φου Αθηνών ………. Η ένδικη δε αγωγή σε βάρος των εναγόμενων ασκήθηκε την 1.9.2020 (βλ. τις υπ’ αρ. …. και …./1-9-2020 του δικ. επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ……….). Επίσης η ενάγουσα υπέβαλε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 13.3.2021 (με αριθμό κατάθεσης …………/2021) αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά του δεύτερου των εναγόμενων, ζητώντας, επικαλούμενη επείγουσα περίπτωση, να τεθεί σε δικαστική μεσεγγύηση το επίδικο ακίνητο και να διοριστεί αυτή μεσεγγυούχος, ακολούθως δε με την 1201/2021 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, κατόπιν πιθανολόγησης του δικαιώματός της, έγινε δεκτή η αίτησή της. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο δεύτερος εναγόμενος διέθετε νομιζόμενο τίτλο κυριότητας του επίδικου διαμερίσματος την παραπάνω περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης, την οποία είχε μεταγράψει στο Κτηματολόγιο, όπως και στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νίκαιας στον τόμο …. με α.α. ….., χωρίς η ενάγουσα να επιμεληθεί να μεταγράψει στα παραπάνω βιβλία την ως άνω 711/2000 απόφαση με την οποία ακυρώθηκε η αιτία κτήσης κυριότητας του ακινήτου από τον δεύτερο εναγόμενο, ήτοι ο από 20.1.1999 πλειστηριασμός, επιπλέον δε ο δεύτερος εναγόμενος είχε καλή πίστη ότι είχε καταστεί με τον παραπάνω πλειστηριασμό κύριος του εν λόγω ακινήτου, πλην όμως δεν αποδεικνύονται πράξεις φυσικής εξουσίασης του διαμερίσματος από αυτόν πριν την 18.2.2017 όταν εισήλθε στο διαμέρισμα ο ηλεκτρολόγος μηχανικός ………. για να το επιθεωρήσει και να εκδώσει το πιστοποιητικό ενεργειακής απόδοσης αυτού με σκοπό τούτο να εκμισθωθεί. Αντίθετα, πράξεις νομής στο διαμέρισμα και μετά τον ως άνω πλειστηριασμό ασκούσε η ενάγουσα, κατά τα προεκτεθέντα, με τελευταία μίσθωση του διαμερίσματος από 19.10.2004 έως 7.8.2006 στον …… (βλ. για το θέμα αυτό την υπ’ αρ. ………../2020 ένορκη βεβαίωση της ετεροθαλούς αδελφής του, …………..), τη μετά τη λύση της μίσθωσης ανακαίνιση του διαμερίσματος μέχρι και τον Μάιο του 2007 και με πληρωμή των κοινοχρήστων τουλάχιστον μέχρι και τον Απρίλιο του 2014 (βλ. συγκεντρωτικές καταστάσεις εξόδων πολυκατοικίας και εξοφλητική απόδειξη από την εταιρεία ……….), πλην όμως στη συνέχεια, δηλαδή μετά τον Μάιο του 2007, λόγω οικονομικών προβλημάτων, είχε κλειδωμένο το διαμέρισμα και κενό, ενώ ήδη από τις 7.8.2006 ήταν μη ηλεκτροδοτούμενο. Το γεγονός, όμως, ότι μετά τον Μάιο του 2007, είχε κλειδωμένο και κενό το διαμέρισμα δεν σημαίνει ότι είχε χάσει, για τον λόγο αυτό, τη νομή του. Τα όσα υποστήριξε η σύζυγος του δεύτερου εναγόμενου, ………. ότι από τον Μάρτιο του 1999 πήγαν μαζί με τον σύζυγό της στο επίδικο διαμέρισμα, όπου βρήκαν τρεις Πακιστανούς μισθωτές που πλήρωναν 60.000 δραχμές μηνιαίο μίσθωμα στην προηγούμενη ιδιοκτήτρια, ότι τους έδωσαν 2 έως 3 μήνες προθεσμία για να φύγουν, ότι αυτοί πλήρωσαν στον σύζυγό της δύο μισθώματα το ένα το καλοκαίρι του 1999 και το άλλο τον Νοέμβριο του 1999, ότι τον Φεβρουάριο του 2000 αυτοί έφυγαν και παρέδωσαν τα κλειδιά του διαμερίσματος στον σύζυγό της, πλην όμως ότι επειδή τούτο δεν ήταν σε καθόλου καλή κατάσταση και είχαν εξαντλήσει τις οικονομίες τους, ο σύζυγός της άρχισε να το επισκευάζει από το έτος 2011 μαζί με τον Πακιστανό βοηθό του ….., ότι εγκατέστησε σε αυτό, κρεβάτι, καρέκλα, τραπεζάκι, εργαλεία, σκαλωσιές, ότι τον βοήθησε στις ξυλουργικές εργασίες ο ξυλουργός ………. δεν κρίνονται πειστικά. Η ίδια υποστηρίζει για το διάστημα μετά την παράδοση των κλειδιών του διαμερίσματος από τους Πακιστανούς μισθωτές ότι «Ο σύζυγός μου δεν έπαψε ποτέ να επισκέπτεται το διαμέρισμα και να το επιβλέπει. Διαχειριστής δεν υπήρχε και έτσι δεν προέκυπταν κοινόχρηστες δαπάνες, ούτε λογαριασμοί ΔΕΗ και νερού, καθότι οι παροχές ήταν κομμένες». Ωστόσο, από τα όσα καταθέτει, φαίνεται να μη γνωρίζει ότι η πολυκατοικία λειτουργούσε με διαχειριστή και ότι κάθε διαμέρισμα είχε συμμετοχή στα κοινόχρηστα έξοδα της πολυκατοικίας (βλ. προσκομιζόμενες από την ενάγουσα σχετικές εξοφλητικές αποδείξεις κοινοχρήστων δαπανών που εκδόθηκαν από την εταιρεία …… για το επίδικο διαμέρισμα από το έτος 2004 έως τον Απρίλιο του 2015 και όπου υπάρχει κάθε φορά όνομα διαχειριστή σε συνδυασμό με την προαναφερόμενη ……../1996 τροποποίηση πράξης σύστασης οριζόντιων ιδιοκτησιών, όπου για κάθε ιδιοκτησία προβλέπεται ποσοστό συμμετοχής στις κοινόχρηστες δαπάνες) και ότι λογαριασμοί ρεύματος υπήρχαν, καθώς οι παροχές στα διαμερίσματα της ενάγουσας κόπηκαν στις 9.8.2005 και στις 7.8.2006 (επίδικο) αντίστοιχα σύμφωνα με το υπ’ αρ. ……/5.11.2019 έγγραφο της ΔΕΔΔΗΕ, οπότε από τον Μάρτιο του 1999 μέχρι τις παραπάνω ημερομηνίες και παροχές ηλεκτρικού ρεύματος υπήρχαν και λογαριασμοί ρεύματος εκδίδονταν. Ομοίως η παραπάνω ενόρκως βεβαιώσασα καταθέτει ότι κατά τα έτη 2014-2015 ο σύζυγός της έκανε σύνδεση του διαμερίσματος με την εταιρεία υδάτων, αφού πλήρωσε όλα τα καθυστερούμενα πάγια, πλην όμως από την προσκομιζόμενη από τον δεύτερο εναγόμενο Αναλυτική κατάσταση στην παροχή- ΑΜ ….. της ΕΥΔΑΠ και το συνημμένο έντυπο περιφερειακής τιμολόγησης προκύπτει ότι αυτός πλήρωσε ποσό 240 ευρώ για λογαριασμούς περιόδου κατανάλωσης από 7.7.2009 έως 3.5.2017, πολύ αργότερα, στις 10.7.2017, δηλαδή όταν είχε γίνει μίσθωση του διαμερίσματος στον πρώτο εναγόμενο. Ενόψει των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εφεσίβλητος-δεύτερος εναγόμενος από τις 18.2.2017 μέχρι την επίδοση σε αυτόν της ένδικης από 29.7.2020 αγωγής την 1.9.2020, που είχε στη νομή του το επίδικο διαμέρισμα, δεν είχε συμπληρώσει τον απαιτούμενο κατ’ άρθρο 1041 ΑΚ χρόνο των δέκα ετών για να αποκτήσει την κυριότητα αυτού (του διαμερίσματος) με τακτική χρησικτησία, πολύ δε περισσότερο δεν είχε στη νομή του το παραπάνω διαμέρισμα για είκοσι χρόνια για να αποκτήσει την κυριότητα αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας κατ’ άρθρο 1045 ΑΚ, οπότε η σχετική ένσταση που προέβαλαν οι ενααγόμενοι πρωτοδίκως και επαναφέρουν με τις προτάσεις τους στην κατ’ έφεση δίκη περί κτήσης ιδίας κυριότητας στο επίδικο με τακτική άλλως με έκτακτη χρησικτησία τυγχάνει απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα αντίθετα, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Περαιτέρω, ως προς την προβληθείσα από τους εναγόμενους επικουρικά και γενομένη δεκτή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ένσταση καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αγωγής αποδείχθηκαν τα εξής: Ο δεύτερος εναγόμενος υπερθεμάτισε στον ένδικο πλειστηριασμό και κατέβαλε εκπλειστηρίασμα ποσού 6.207.000 δραχμών, ήτοι 18.215,70 ευρώ, με εξόφληση αυτού στις 2.2.1999, πλην όμως η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 5.2.1999 (με αρ. κατ. ……../1999) ανακοπή της κατά του παραπάνω πλειστηριασμού στρεφόμενη κατά της επισπεύδουσας τράπεζας, της υπαλλήλου του πλειστηριασμού και κατά του …… που είχε πλειοδοτήσει στον πλειστηριασμό για λογαριασμό του νυν δεύτερου εναγόμενου, οπότε ο ………. άσκησε στο ίδιο Δικαστήριο την από 1.3.1999 ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση κατά του νυν δεύτερου εναγόμενου, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στην παραπάνω δίκη, χωρίς να παρέμβει, η δε ανακοπή και προσεπίκληση απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες. Έτσι, αυτός έλαβε γνώση ότι η ενάγουσα ζητούσε την ακύρωση του ένδικου πλειστηριασμού. Ακολούθως, αυτή άσκησε έφεση κατά της παραπάνω απόφασης, εκδοθείσας της 711/2000 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς που δέχθηκε την έφεση, εξαφάνισε την εκκαλουμένη, δίκασε την ανακοπή, δέχθηκε τον εκ του άρθρου 281 ΑΚ λόγο ανακοπής και ακύρωσε τον από 20.1.1999 αναγκαστικό πλειστηριασμό. Στην κατ’ έφεση δίκη δεν συμμετείχε ο δεύτερος εναγόμενος, το παραπάνω δε Δικαστήριο έκρινε ότι νομίμως αυτός δεν συμμετείχε σε αυτή, γιατί το άρθρο 933 παρ.1 ΚΠολΔ καθιερώνει αναγκαστική ομοδικία μεταξύ επισπεύδοντος και υπερθεματιστή, όχι όμως και υποχρεωτική κοινή νομιμοποίηση. Συνιστά παράλειψη της ενάγουσας το γεγονός ότι δεν έσπευσε να επιδώσει την αμέσως παραπάνω απόφαση στον δεύτερο εναγόμενο ούτε μερίμνησε να μεταγραφεί στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Νίκαιας και του Κτηματολογίου, ώστε να λάβει γνώση εκείνος της ανωτέρω αποφάσεως. Ωστόσο, η ενάγουσα καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από τον πλειστηριασμό μέχρι και τον Μάιο του 2007, ασκούσε υλικές πράξεις νομής στο επίδικο, καθώς το εκμίσθωσε και το ανακαίνισε, ενώ ο δεύτερος εναγόμενος από τότε που έλαβε την περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης για το ανωτέρω διαμέρισμα μέχρι το έτος 2017 δεν επιχείρησε να εισέλθει σε αυτό και δεν ενήργησε εντός αυτού καμία υλική πράξη νομής. Είναι γεγονός ότι από το αμέσως επόμενο έτος από τον πλειστηριασμό, το δήλωνε στο Ε9, από το έτος 2010 το δήλωνε στις αντίστοιχες δηλώσεις φόρου ακίνητης περιουσίας και κατέβαλε τον φόρο ακίνητης περιουσίας (ΦΑΠ), ενώ από το έτος 2014 που καθιερώθηκε ο ΕΝΦΙΑ κατέβαλε τον φόρο για το επίδικο διαμέρισμα. Αντίστοιχα, η ενάγουσα δήλωνε το εν λόγω διαμέρισμα στην εφορία στο Ε2 ως κενό και μη ηλεκτροδοτούμενο σύμφωνα με τις σχετικές δηλώσεις από το έτος 2011 μέχρι το 2018, χωρίς να προσκομίζει Ε9 ή αποδείξεις καταβολής ΕΝΦΙΑ. Περαιτέρω, στον υπ’ αριθ. ……./1999 πίνακα διανομής πλειστηριάσματος που συνέταξε η ως άνω συμβ/φος Αθηνών ………., αφού αφαίρεσε από το πλειστηρίασμα τα εν γένει έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης ύψους 388.960 δραχμών, κατέταξε στο υπόλοιπο πλειστηρίασμα, την επισπεύδουσα «………» για ποσό 632.063 δραχμών που με την από 24.9.1999 επιστολή της είχε γνωστοποιήσει στη ως άνω συμβ/φο ως υπόλοιπο της απαίτησής της από τον υπ’ αρ. ………….. λογαριασμό και ως προς το εναπομένον πλειστηρίασμα ποσού 5.185.977 δραχμών διέλαβε στον παραπάνω πίνακα ότι επιστρέφεται στην οφειλέτιδα …………. Εντούτοις, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η ενάγουσα εισέπραξε το εν λόγω ποσό. Οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι στη σελίδα 34 των ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεών τους διαλαμβάνουν ότι «Δεν έδωσε στον 2ο από εμάς στοιχεία η συμβολαιογράφος αυτή εάν το ανωτέρω ποσό ανέλαβε η αντίδικος από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, που είχε κατατεθεί και με βάση τον πίνακα κατατάξεως» και καταλήγουν μόνοι τους στο συμπέρασμα ότι «Προφανώς, για να μην προχωρήσει στην ανατροπή εν τοις πράγμασι του πλειστηριασμού, έχει λάβει το πλειστηρίασμα, όπως αυτό αναφέρεται στον υπ’ αριθ, ……./24-9-1999 πίνακα κατάταξης». Επίσης, η ενάγουσα μετά την ακύρωση του ως άνω πλειστηριασμού πέραν του ότι συνέχισε να εκμισθώνει το επίδικο διαμέρισμα ήταν η ίδια και όχι ο δεύτερος εναγόμενος που την περίοδο 2006-2007 υποβλήθηκε σε έξοδα ανακαίνισης του διαμερίσματος, έστω και αν μετά τον Μάιο του 2007, λόγω οικονομικών προβλημάτων, το κλείδωσε και σταμάτησε να το εκμεταλλεύεται. Βέβαια, άργησε να αντιληφθεί ότι ο δεύτερος εναγόμενος από τις αρχές του έτους 2017 είχε αλλάξει την κλειδαριά του διαμερίσματος, είχε εισέλθει σε αυτό και είχε προχωρήσει στη μίσθωσή του στον πρώτο εναγόμενο, αφού η επίσκεψη της μητέρας της, που προκάλεσε την αντίδρασή της έλαβε χώρα δυόμιση χρόνια μετά την έναρξη της παραπάνω μίσθωσης. Εντούτοις η καθυστέρησή της αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αγωγής της και ότι αυτή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, λαμβανομένου υπόψη ότι ο ίδιος ο δεύτερος εναγόμενος δεν ασκούσε υλικές πράξεις νομής μέσα στο διαμέρισμα για δεκαεπτά συναπτά έτη (από το 1999 έως και το 2016). Αμέσως δε μόλις αντιλήφθηκε την άσκηση πράξεων νομής εκ μέρους του δεύτερου εναγόμενου στο διαμέρισμα, η ενάγουσα ενήργησε άμεσα, καλώντας την αστυνομία, άσκησε την ένδικη αγωγή και υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέσων για να της παραδοθεί το ακίνητο προσωρινά με δικαστική μεσεγγύηση. Ενόψει των ανωτέρω, απορριπτέα τυγχάνει στην ουσία της η προβληθείσα από τους εναγόμενους-εφεσίβλητους ένσταση καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αγωγής, η δε εκκαλουμένη που δέχθηκε ως βάσιμη την σχετική ένσταση, έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων. Ως εκ τούτου εισερχόμενος ο δεύτερος εναγόμενος στο παραπάνω διαμέρισμα, αλλάζοντας την κλειδαριά αυτού και εκμισθώνοντάς το στον πρώτο εναγόμενο, ο δε πρώτος εναγόμενος λαμβάνοντας γνώση με την παραπάνω εξώδικη κλήση προς αυτόν ότι μίσθωσε ακίνητο που δεν ανήκει στον εκμισθωτή και αρνούμενος να το παραδώσει στην ενάγουσα, προσβάλλουν το απόλυτο δικαίωμα της κυριότητάς της στο παραπάνω ακίνητο και την έχουν αποβάλλει παρανόμως από αυτό, συνακόλουθα δε, γενομένης δεκτής κατ’ ουσίαν της υπό κρίση εφέσεως και ως προς τους τρεις λόγους που αφορούν σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και κρατηθεί η υπόθεση για να δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο, πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα της ένδικης διεκδικητικής αγωγής, να αναγνωρισθεί η ενάγουσα κυρία του με ΚΑΕΚ ………… διαμερίσματος και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της το αποδώσουν. Σε ό,τι αφορά το αίτημα της αγωγής κατά του δεύτερου εναγόμενου να υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 25.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, επειδή παρέστησε ψευδώς στον πρώτο εναγόμενο ότι είναι κύριος και νομέας του ακινήτου και ότι το κατέχει νόμιμα, με συνέπεια να πεισθεί ο τελευταίος να το μισθώσει κι έτσι η ενάγουσα να στερηθεί τη νομή και κατοχή του και να υποστεί υλική βλάβη, ίση με τα μισθώματα που απώλεσε, δεν αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος κατά τον χρόνο κατάρτισης της μίσθωσης την 1.4.2017 είχε δόλο ή αμέλεια να προσβάλει το δικαίωμα κυριότητας της ενάγουσας, αφού δεν γνώριζε ότι ο από 20.1.1999 αναγκαστικός πλειστηριασμός στον οποίο στήριζε το δικαίωμα κυριότητάς του είχε ακυρωθεί και θεωρούσε ότι ήταν ο ίδιος κύριος και μπορούσε να εκμισθώσει το ένδικο διαμέρισμα χωρίς να προσβάλλει εμπράγματα δικαιώματα τρίτου. Επομένως δεν στοιχειοθετείται αδικοπραξία κατ’ άρθρο 914 ΑΚ και το ως άνω αγωγικό αίτημα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης κατ’ άρθρο 932 ΑΚ σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. Σε ό,τι αφορά το αίτημα να υποχρεωθεί ο δεύτερος εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα τα ωφελήματα του πράγματος, ήτοι τα απολεσθέντα για την ενάγουσα μισθώματα του διαστήματος από 1.4.2018 έως 29.7.2020 συνολικού ποσού 10.800 ευρώ, με υπολογιζόμενο ως δυνάμενο να ζητηθεί μηνιαίο μίσθωμα το ποσό των 400 ευρώ, άλλως το συνολικό ποσό των 3.200 ευρώ που αντιστοιχεί στο διάστημα από την επίδοση της ως άνω εξώδικης δήλωσης προς τον δεύτερο εναγόμενο στις 27.11.2019 να παραδώσει το ακίνητο στην ενάγουσα μέχρι τη συμπλήρωση από τότε οκτώ μηνών, λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1096 και 1098 εδαφ. α’ του ΑΚ προκύπτει, ότι ο νομέας του πράγματος ενέχεται σε απόδοση των ωφελημάτων που έχουν εξαχθεί από αυτό και εκείνων που μπορούσαν να εξαχθούν κατά τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης από την επίδοση της (διεκδικητικής) αγωγής ή αφότου έμαθε ότι δεν έχει δικαίωμα νομής. Η ενοχή υφίσταται ανεξαρτήτως αιτίας για την οποία νέμεται το πράγμα και ανεξαρτήτως οχλήσεως προς απόδοση και αρκεί η πληροφόρηση του νομέα με οιονδήποτε τρόπο, ότι δεν έχει δικαίωμα νομής (ΑΠ 958/2004 ΧρΙΔ 2005. 37, ΕφΘεσ 7/2012 ΕλλΔνη 2013. 171). Εξάλλου, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις των άρθρων 1096 και 1098 ΑΚ προκύπτει ότι, αν ο νομέας ήταν κακόπιστος κατά το χρόνο που κατέλαβε το πράγμα, γνώριζε δηλαδή ή από βαριά αμέλεια αγνοούσε ότι δεν δικαιούται στη νομή του πράγματος, ή αν έμαθε ότι δεν δικαιούται στην έκταση που την άσκησε, υπό την έννοια ότι, όσα περιήλθαν σε γνώση του τον υποχρέωναν να πιστέψει ότι δεν δικαιούται στη νομή του πράγματος (ΑΠ 1450/1980 ΝοΒ 29. 709, ΕφΑθ. 7909/1980 ΕλλΔνη 21.709), υπέχει από τότε, ως προς τα πράγματα και τα ωφελήματα του πράγματος την ίδια ευθύνη που έχει και για το χρόνο μετά την επίδοση της αγωγής, δηλαδή ενέχεται σε απόδοση των ωφελημάτων που πραγματικά εισέπραξε και εκείνων που από υπαιτιότητα του δεν εισέπραξε, ενώ μπορούσε να εισπράξει, σύμφωνα με τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης (Γεωργιάδη Σταθόπουλου, Αστ. Κωδ. υπ’ αρθ. 1096-1100 αρ. 24, 28, 35, 36, όπου παραπέμπει η ΜονΕφΘεσσαλ 177/2020, Αρμ 2021, σελ. 951). Ωφελήματα είναι όχι μόνο οι καρποί του πράγματος ή του δικαιώματος αλλά και κάθε όφελος που έχει ο νομέας από την ενοικίαση ή την κατ` άλλον τρόπο χρήση του πράγματος από τον ίδιο (ΑΠ 673/2019, ΑΠ 686/2010 στην ΤΝΠ Νόμος). Για να εκτιμηθεί η εν λόγω αποζημίωση λαμβάνονται υπόψιν οι μισθωτικές συνθήκες της περιοχής, που βρίσκεται το ακίνητο, σε συνδυασμό με την θέση και την κατάσταση αυτού, εφόσον πρόκειται για οικοδόμημα (ΜονΕφΑιγ 99/2021, στην ΤΝΠ Νόμος). Παράλληλα σύμφωνα με το άρθρο 1099 ΑΚ, αν ο νομέας απέκτησε τη νομή του πράγματος με παράνομη πράξη αφαίρεση δηλαδή υπαίτια από τον κύριο χωρίς τη θέλησή του τη νομή του πράγματος ευθύνεται σε αποζημίωση του κυρίου κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, (άρθρο 914 επ ΑΚ) δηλαδή σε πλήρες διαφέρον, το οποίο περιλαμβάνει τόσον τη θετική όσον και την αποθετική ζημία που υπέστη ο κύριος από την αφαίρεση και τη μη απόδοση σ` αυτόν της νομής του πράγματος, χωρίς να ενδιαφέρει η καλή ή η κακή πίστη αυτού ή η αν η ενέργειά του αποτελεί ή όχι ποινικό αδίκημα. Οι παρεχόμενες από τις παραπάνω διατάξεις αγωγές προς απόδοση των ωφελημάτων, δεν έχουν ως θεμέλιο τη βλάβη της νομής του ενάγοντος, αλλά απορρέουν από το δικαίωμα της κυριότητας, δεν ανήκουν δε στον εκάστοτε κύριο του πράγματος, αλλά σε εκείνον ο οποίος κατά τον προαναφερόμενο κρίσιμο χρόνο, που συνέβη το θεμελιωτικό της σχετικής αξίωσης γεγονός, ήταν κύριος αυτού. Στην παραπάνω περίπτωση το επίδικο δικαίωμα στηρίζεται σε περισσότερες νομικές βάσεις και δεν πρόκειται για συρροή αξιώσεων, γιατί υπάρχει μια μόνο δικονομική αξίωση, ένα αντικείμενο δίκης, που θεμελιώνεται σε περισσότερες νομικές βάσεις, πλην όμως θα επιδικασθεί στον ενάγοντα άπαξ η επίδικη αξίωση (ΑΠ 281/2021, ΜονΕφΑθ 3930/2024 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, δεν αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος γνώριζε μέχρι τις 27.11.2019 που του επιδόθηκε από την ενάγουσα η από 26.10.2019 εξώδικη διαμαρτυρία, πρόσκληση και δήλωση ότι με την 711/2000 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς είχε ακυρωθεί ο από 20.1.1999 αναγκαστικός πλειστηριασμός στον οποίο στήριζε την κυριότητά του στο επίδικο ακίνητο και θεωρούσε ότι είχε δικαίωμα να εισέλθει στο διαμέρισμα και να ενεργήσει ως κύριος αυτού, οπότε ως καλόπιστος νομέας από την 1.4.2018 έως τις 27.11.2019 δεν ευθύνεται κατ’ άρθρο 1100 ΑΚ για την απόδοση των ωφελημάτων που εισέπραξε ή θα μπορούσε να εισπράξει από την εκμίσθωση του ως άνω διαμερίσματος στην ενάγουσα. Ωστόσο για το διάστημα από την 27.11.2019 και μετά και δη για τους επόμενους οκτώ μήνες κατά το επικουρικό αίτημα της αγωγής, ευθύνεται έναντι της ενάγουσας κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1098 και 1096 ΑΚ να της αποδώσει τα μισθώματα που εισέπραξε καθώς και αυτά που θα μπορούσε να εισπράξει από τη μίσθωση του διαμερίσματος. Λαμβανομένων υπόψη της ζήτησης για μίσθωση ακινήτων κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα στην περιοχή όπου βρίσκεται το ακίνητο, της επιφάνειάς του (75,5 τετρ. μέτρα), της παλαιότητάς του, του ότι ήδη ήταν ανακαινισμένο, αλλά κυρίως του ότι στην ένδικη πολυκατοικία είχε τεθεί εκτός λειτουργίας ο ανελκυστήρας, στοιχείο που συνιστά αποτρεπτικό παράγοντα για να μισθωθεί διαμέρισμα τρίτου ορόφου, το Δικαστήριο κρίνει ότι το μηνιαίο μίσθωμα που θα μπορούσε να αποφέρει το εν λόγω ακίνητο είναι το ποσό των 280 ευρώ, δηλαδή το συμφωνηθέν μίσθωμα μεταξύ του δεύτερου και του πρώτου εναγόμενου. Πρέπει, λοιπόν, για το διάστημα των οκτώ μηνών από την 27.11.2019 και μετά να υποχρεωθεί ο δεύτερος εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα τα ωφελήματα από τη μίσθωσή του δηλαδή το συνολικό ποσό των 2.240 ευρώ (280 ευρώ τον μήνα x 8 μήνες), χωρίς την επιδίκαση τόκων, καθώς δεν εισάγεται τέτοιο αίτημα με το αγωγικό δικόγραφο, γενομένης εν μέρει δεκτής στην ουσία της, της αγωγής ως προς το παραπάνω αίτημα αυτής. Γενομένης, λοιπόν, εν μέρει δεκτής της αγωγής, μέρος των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας-ενάγουσας για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας ανάλογα με την έκταση της νίκης της κατά την έκβαση της δίκης πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του δεύτερου των εφεσίβλητων-εναγόμενων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 176, 178 παρ.1, 191 παρ.2 και 183 ΚΠολΔ, ενώ ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο-εναγόμενο ένα μέρος των δικαστικών εξόδων πρέπει να συμψηφιστεί με τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας-ενάγουσας λόγω της εύλογης αμφιβολίας του για την έκβαση της δίκης σχετικά με τα επικαλούμενα εμπράγματα δικαιώματα της ενάγουσας και του δεύτερου εναγόμενου και να καταδικασθεί στην καταβολή ενός μέρους μόνο των δικαστικών εξόδων της αντιδίκου του, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 176, 179 τελ. εδ. και 183 ΚΠολΔ. Τέλος, επειδή η έφεση έγινε δεκτή, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του παράβολου που κατέθεσε για την άσκηση του ένδικου μέσου κατ’ άρθρο 495 παρ.3 προτελ. εδ. ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την από 24.9.2023 έφεση κατά της 2119/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει την από 29.7.2020 (με Γ.Α.Κ. …./2020 και Α.Κ.Δ. ……/2020) αγωγή.
Απορρίπτει ό,τι έκρινε απορριπτέο στην αγωγή.
Δέχεται εν μέρει αυτή.
Αναγνωρίζει την ενάγουσα κυρία του με στοιχεία Γάμα ένα (Γ.1) διαμερίσματος- αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας επιφάνειας εβδομήντα πέντε και 0,50 τετραγωνικών μέτρων (75,50) στον τρίτο πάνω από το ισόγειο όροφο πολυώροφης οικοδομής επί οικοπέδου εκτάσεως 214,78 τετρ. μέτρων και ήδη με νεότερη καταμέτρηση εκτάσεως 250,58 τετρ. μέτρων στην οδό ……, πρώην αρ….., Τ.Κ. …., στον προσφυγικό συνοικισμό …. στη Νίκαια Αττικής, στην περιφέρεια του ομώνυμου Δήμου, μέσα στο εγκεκριμένο σχέδιο της πόλης, όπως το διαμέρισμα περιγράφεται με τη με αριθμό …/15-1-1996 πράξη «Σύσταση-Τροποποίηση πράξης συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας δια διατάξεως τελευταίας βουλήσεως πράξη αποδοχής κληρονομίας» της Συμβολαιογράφου Πειραιά …………. και φέρει ΚΑΕΚ ………
Υποχρεώνει τους εναγόμενους να αποδώσουν στην ενάγουσα την ως άνω περιγραφόμενη οριζόντια ιδιοκτησία.
Υποχρεώνει τον δεύτερο εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων σαράντα (2.240) ευρώ.
Καταδικάζει τους εφεσίβλητους- εναγόμενους σε μέρος των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας-ενάγουσας για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας και συγκεκριμένα τον δεύτερο εφεσίβλητο-δεύτερο εναγόμενο στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ και τον πρώτο εφεσίβλητο-πρώτο εναγόμενο στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ και κατά τα λοιπά συμψηφίζει ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο-πρώτο εναγόμενο το υπόλοιπο των δικαστικών του εξόδων με τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας-ενάγουσας.
Διατάσσει την επιστροφή του με κωδικό ……………….. παράβολου στην εκκαλούσα.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 22.5.2025.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ