Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 224/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   224/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ

Του εκκαλούντος: ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Δημήτριο Φουφόπουλο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,

Της εφεσίβλητης: «……….» (…………») και το διακριτικό τίτλο «………» (……….) (πρώην με την επωνυμία “……… (………..) ………..», με διακριτικό τίτλο “………… (………..)»), η οποία εδρεύει στο ……….. Αττικής, επί της οδού …………., με ΑΦΜ …… και με αρ. ΓΕΜΗ ………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Ειρήνη Αλαχούζου.

Ο νυν εκκαλών άσκησε κατά της νυν εφεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 8.4.2024 (με Γ.Α.Κ. …../2024 και Ε.Α.Κ. ……/2024) ανακοπή κατά κατασχετήριας έκθεσης κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ, κατόπιν δε συζητήσεως αυτής (της ανακοπής) αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η 2500/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) που απέρριψε την ανακοπή.

Ο ανακόπτων προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 17-10-2024 έφεσή του, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 18.10.2024 με Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. …./2024. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε αυθημερόν στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. …../2024, οπότε ορίσθηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η έφεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, ο μεν πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του με τις προτάσεις που προκατέθεσε, η δε πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης αφού έλαβε τον λόγο, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 17.10.2024 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2024 και Ε.Α.Κ. …./2024 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. …./2024) έφεση του ……… κατά της “………..» προς εξαφάνιση της 2500/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την από 8.4.2024 ανακοπή του εκκαλούντος κατά της υπ’ αρ. ……./2024 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικ. επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……… και του πλειστηριασμού που είχε ορισθεί να γίνει βάσει αυτής στις 31.10.2024, έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ίδιου Κώδικα, καθώς η εκκαλουμένη δημοσιεύθηκε στις 24.7.2024 και προ πάσης επιδόσεως αυτής, ασκήθηκε η έφεση στις 18.10.2024, ήτοι πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ.1 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να συζητηθεί με την ίδια ως πρωτοδίκως ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ κι αφού προηγήθηκε η 150/2025 απόφαση τούτου του Δικαστηρίου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) που δίκασε χωριστά τη σωρευθείσα στο ίδιο δικόγραφο αίτηση αναστολής εκτέλεσης, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό του ένδικου μέσου έχει κατατεθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.3 Α στοιχ.β’ ΚΠολΔ το με κωδικό . ………… e- παράβολο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφο του παράβολου και την από 18.10.2024 απόδειξη πληρωμής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε.).

Περαιτέρω, στην από 8.4.2024 (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ……./2024) ανακοπή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ανακόπτων (ήδη εκκαλών) εξέθετε ότι σε εκτέλεση του πρώτου εκτελεστού απογράφου της κατόπιν αιτήσεως της ανώνυμης εταιρείας «…………» εκδοθείσας υπ’ αριθ. ………./30.9.2016 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών για το ποσό των 194.494 ευρώ πλέον εξόδων και τόκων και της από 7.3.2024 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι της διαταγής πληρωμής, η καθ’ης η ανακοπή επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση στην 5-Β οριζόντια ιδιοκτησία- διαμέρισμα αυτού στον Ε’ όροφο πολυκατοικίας στην οδό ………….. στον Πειραιά με ΚΑΕΚ …………., για το ποσό των 60.000 ευρώ. Για τους λόγους που ανέπτυσσε, ο ανακόπτων ζητούσε να ακυρωθούν: 1) η υπ’ αρ. ………./27.3.2024 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………., μέλους της εταιρείας με την επωνυμία «……………» και 2) ο πλειστηριασμός που είχε προσδιορισθεί να γίνει βάσει αυτής στις 31.10.2024 ενώπιον της συμβ/φου ………… στην Αθήνα, με τιμή πρώτης προσφοράς το ποσό των 92.171 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε με την εκκαλούμενη απόφαση το αίτημα για ακύρωση του επικείμενου πλειστηριασμού, ως πρόωρα ασκούμενο και μη νόμιμο, επειδή αίτημα της κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ ανακοπής μπορεί να είναι μόνο η ακύρωση ορισμένων πράξεων εκτέλεσης που ήδη έχουν λάβει χώρα. Κατά τα λοιπά, εξέτασε έναν προς έναν τους προβληθέντες με την ανακοπή λόγους κατά της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης και απέρριψε αυτούς. Ήδη με την υπό κρίση έφεση ο εκκαλών παραπονείται για κακή εκτίμηση των ισχυρισμών του και εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου από την εκκαλουμένη και ζητεί να εξαφανισθεί αυτή και να γίνει δεκτή η από 8.4.2024 ανακοπή του καθ’ όλα αυτής τα αιτήματα. Ως προς το αίτημα ακύρωσης του προσδιορισθέντος δυνάμει της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης για τις 31.10.2024 ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι τούτο ανεξαρτήτως των επικαλούμενων λόγων ανακοπής, ορθά απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως μη νόμιμο, καθώς δεν νοείται ακύρωση πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης που δεν έχει ακόμη διενεργηθεί, οπότε απορριπτέα ως μη νόμιμη τυγχάνει η έφεση κατά το αίτημα να γίνει δεκτό το παραπάνω αίτημα της ένδικης ανακοπής.

Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο της ανακοπής κατά της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, ο ανακόπτων, επικαλούμενος τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, υποστήριξε ότι βρίσκεται ήδη σε διαδικασία ρύθμισης οφειλών με την καθ’ ης και επισπεύδουσα την αναγκαστική εκτέλεση. Συγκεκριμένα ότι από την πώληση έτερου ακινήτου του (οικόπεδο στον Δήμο Ταύρου) η καθ’ ης πρόκειται να εξοφληθεί ως προς την απαίτησή της ολοσχερώς και ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος του βρίσκεται σε επικοινωνία και έχει πραγματοποιήσει ραντεβού στην έδρα της καθ’ης με το αρμόδιο τμήμα της. Ότι συνεπώς πρέπει να ακυρωθεί η σε βάρος του διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης λόγω καταχρηστικής συμπεριφοράς της καθ’ης να επισπεύσει με την προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης τον πλειστηριασμό της ως άνω οριζόντιας ιδιοκτησίας- διαμερίσματος του ανακόπτοντος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι «ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος διότι ο ανακόπτων δεν εκθέτει περιστατικά από τα οποία είτε προκύπτει, είτε βάσει αυτών ο ίδιος ρητά να επικαλείται, ότι η καθ’ης του δημιούργησε την πεποίθηση ότι δεν θα προέβαινε στην επιδίωξη της σχετικής αξίωσής της με την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του με επίσπευση αναγκαστικής κατάσχεσης και πλειστηριασμού του ακινήτου του (βλ. σχετ. ΑΠ 407/2019, ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, ο ίδιος αναφέρεται σε προσπάθεια ρύθμισης, χωρίς να εκθέτει ότι η καθ’ης έχει δεσμευθεί σε συγκεκριμένη συμφωνία ή παράλειψη ενεργειών, ώστε να αναμείνει την πώληση του αναφερόμενου ακινήτου του. Άλλωστε, η παραδοχή του λόγου αυτού ως νομικά βάσιμου θα συνεπαγόταν τη δυνατότητα συνολικής αποφυγής των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης από τους οφειλέτες απλά και μόνο με την έκφραση επιθυμίας τους για διακανονισμό, χωρίς όμως ο τελευταίος να έχει επιτευχθεί και χωρίς ο καθ’ ου να έχει δεσμευθεί ενόψει αυτού ότι δεν θα προχωρήσει σε αναγκαστική εκτέλεση, πράγμα το οποίο όμως θα ήταν από μόνο του αντίθετο με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Εξάλλου, τα όσα ο ίδιος εκθέτει είναι παντελώς αόριστα διότι αναφέρεται γενικόλογα σε έτερο ακίνητό του χωρίς να προσδιορίζει αυτό κατά θέση, μέγεθος, λοιπά στοιχεία και εμπορική αξία, ούτε σε συγκεκριμένες ενέργειες εκ μέρους του πληρεξουσίου δικηγόρου του (π.χ. συγκεκριμένα ραντεβού που έλαβαν χώρα και το περιεχόμενο των συζητήσεων και διαβουλεύσεων με την καθ’ης), ούτε όμως φυσικά σε κάποια δέσμευση εκ μέρους της καθ’ ης όπως προειπώθηκε. Πρέπει επομένως, να απορριφθεί ο παρών λόγος ως μη νόμιμος (αλλά και ως αόριστος σε κάθε περίπτωση)». Με το παραπάνω σκεπτικό ορθά απέρριψε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ιδίως ως αόριστο τον σχετικό λόγο ανακοπής, καθώς δεν αναφέρονται στην ανακοπή συγκεκριμένες ενέργειες της επισπεύδουσας από τις οποίες να προκύπτει ότι η ίδια βρίσκεται σε διαδικασία ρύθμισης της ένδικης οφειλής, έχοντας αποδεχθεί την εξόφλησή της από την πώληση άλλου ακινήτου του ανακόπτοντος και ότι παρόλα αυτά ενεργεί κακόπιστα προβαίνοντας σε αναγκαστική κατάσχεση του ένδικου διαμερίσματος αυτού στον Πειραιά, καίτοι έχει εξασφαλίσει την ικανοποίηση της απαίτησής της εκ του τιμήματος από την πώληση άλλου ακινήτου του οφειλέτη.

Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής του, ο οποίος αποτελείται από δύο σκέλη, ο ανακόπτων επικαλέστηκε ζητώντας την ακύρωση της προσβαλλόμενης αναγκαστικής κατάσχεσης και του επικείμενου πλειστηριασμού, ότι η καθ’ ης η ανακοπή εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στην οποία φέρεται να ανατέθηκε η διαχείριση της ένδικης απαίτησης από την αναφερόμενη αλλοδαπή εταιρεία που κατέστη ειδική διάδοχος της απαίτησης μετά την έκδοση της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής στην οποία ενσωματώνεται η απαίτηση και η οποία είχε εκδοθεί μετά από αίτηση και στο όνομα της αρχικής δικαιούχου τράπεζας, δεν νομιμοποιείται για την επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης, γιατί: α) η ανάθεση της διαχείρισης της ένδικης απαίτησης στην ίδια από την αναφερόμενη αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού διέπεται από τον ν. 3156/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 και όχι τον ν. 4354/2015, με αποτέλεσμα η καθ’ ης να φέρει την ιδιότητα της αντιπροσώπου της δικαιούχου εταιρείας και να μην έχει αποκτήσει την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου), αφού ο εν λόγω νόμος δεν απονέμει σε αυτήν τέτοια ιδιότητα (πρώτο σκέλος) και β) δεν έχει προσκομίσει κανενός είδους πληρεξούσιο ή σύμβαση διαχείρισης ή οποιοδήποτε άλλο νομιμοποιητικό έγγραφο που να αποδεικνύει την ενεργητική της νομιμοποίηση και, ειδικότερα, έγγραφα που να αποδεικνύουν ότι: αα) η εκπροσωπούμενη από αυτή αλλοδαπή εταιρεία έχει αποκτήσει την απαίτηση που απορρέει από την επίδικη και αναφερόμενη διαταγή πληρωμής, ή άλλη απαίτηση που αφορά τον ανακόπτοντα, χωρίς να γίνεται καμία μνεία ή αναφορά στα βασικά στοιχεία της δικής του σύμβασης και του δικού του λογαριασμού, ββ) η απαίτηση από την δική του οφειλή από την συγκεκριμένη δανειακή σύμβαση έχει περιέλθει από την αρχική δικαιοπάροχο στην αναφερόμενη αλλοδαπή εταιρεία που εκπροσωπεί η καθ’ ης, γγ) έχει δοθεί πληρεξουσιότητα και η ενεργητική νομιμοποίηση στην καθ’ ης να ενεργεί πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, καθόσον η σύμβαση διαχείρισης βάσει της οποίας ενεργεί η καθ’ ης έχει συναφθεί βάσει του ν. 3156/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 που δεν δίνει εξουσία διενέργειας πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης και στη σύμβαση – ανάθεση διαχείρισης που προσκομίστηκε δεν αναφέρεται εντολή για πράξεις εκτέλεσης για την συγκεκριμένη οφειλή- απαίτηση (δεύτερο σκέλος). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον παραπάνω λόγο ανακοπής με το ακόλουθο σκεπτικό: «Βάσει των παραπάνω όμως, ο εξεταζόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί και κατά τα παραπάνω δύο σκέλη ως μη νόμιμος κατά τα εξής: Ως προς το παραπάνω πρώτο σκέλος (υπό στοιχείο (α)) του, αλλά και εν μέρει ως προς το τελευταίο μέρος του δεύτερου σκέλους του (υπό στοιχείο (γ)), ο παρών λόγος αλυσιτελώς προβάλλεται και είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, έχουν τη δυνατότητα ενεργητικής νομιμοποίησης άσκησης διαδικαστικών εν γένει πράξεων (όπως και πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης), τόσο όταν η μεταβίβαση και η ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών στις εν λόγω εταιρείες πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, είτε με βάση τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του Ν. 3156/2003 (βλ. ΟλΑΠ 01/2023, στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου…). Ως προς το παραπάνω δεύτερο σκέλος του (υπό στοιχείο (β)) στο σύνολό του, για τον λόγο όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 924 και 925 ΚΠολΔ, τα έγγραφα που αποδεικνύουν την ενεργητική νομιμοποίηση του ειδικού διαδόχου της απαίτησης που επισπεύδει την αναγκαστική εκτέλεση, όπως κατ’ ισχύει και για τα έγγραφα που αποδεικνύουν την ενεργητική νομιμοποίηση των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, είτε αυτές ενεργούν ως διαχειρίστριες της απαίτησης δυνάμει του ν. 3156/2003, είτε του ν. 4354/2015 (βλ. ήδη ν. 5072/2023), συγκοινοποιούνται υποχρεωτικά μαζί με την επιταγή. Επομένως, για να προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης η έλλειψη των νομιμοποιητικών εγγράφων, πρέπει αναγκαστικά να προσβάλλεται ως άκυρη η επιταγή βάσει της οποίας διενεργείται η αναγκαστική εκτέλεση και οι ειδικότερες προσβαλλόμενες πράξεις της, λόγω της έλλειψης (ή μη ορθότητας) των σχετικών εγγράφων που συγκοινοποιήθηκαν (ή δεν συγκοινοποιήθηκαν) με την επιταγή, με δεδομένο ότι οι διατυπώσεις του άρθρου 925 ΚΠολΔ, επιβάλλονται για την έναρξη ή τη συνέχιση της διαδικασίας (βλ. σχετ. ΑΠ 1343/2022 sakkoulas-online, ΑΠ 909/2021 ΤΝΠ Ισοκράτης, Α. Βαθρακοκοίλης, Η έναρξη της εκτέλεσης κατά τον ΚΠολΔ, 2023, σ. 101, 318-19, 323= sakkoulas- online, Κ. Παπαχρήστου- Δημητράς, Η νομιμοποίηση των διαδίκων στην πολιτική δίκη, 2021, σ. 133 επ.= sakkoulas-online). Στην προκειμένη όμως, ο ανακόπτων δεν προσδιορίζει σε ποιο ακριβώς στάδιο δεν του κοινοποιήθηκαν τα αξιούμενα από αυτόν έγγραφα, καίτοι ρητά ζητεί την ακύρωση μόνο της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης. Ωστόσο, ο ίδιος δεν ζητεί την ακύρωση της επιταγής στην οποία στηρίζεται η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, ούτε καν διηγηματικά δεν επικαλείται ακυρότητα της επιταγής. Επομένως ο εξεταζόμενος λόγος κατά το δεύτερο σκέλος του στο σύνολό του (υπό στοιχείο (β) που αναγκαστικά εκλαμβάνεται ως λόγος ακύρωσης της προσβαλλόμενης αναγκαστικής κατάσχεσης εξαιτίας της μη κοινοποίησης μαζί με την έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης των αναφερόμενων εγγράφων, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος». Έτσι που έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με ορθή αιτιολογία απέρριψε και τα δύο σκέλη του δεύτερου λόγου ανακοπής, ως μη νόμιμα, οπότε ο δεύτερος λόγος έφεσης με τον οποίο προβάλλεται το αντίθετο, τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος.

Τέλος, με τον τρίτο λόγο εφέσεως, ο ανακόπτων προβάλλει ότι συντρέχει κατεπείγων λόγος να ανασταλεί η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Τούτο, καθώς οι οφειλές του στην καθ’ ης θα εξοφληθούν στο σύνολό τους πλήρως και ολοσχερώς από την πώληση του ακινήτου του στην οδό Ρετσίνα περιοχή Ταύρος Αττικής. Ότι επιπλέον, σύμφωνα με το πρακτικό της καθ’ ης από το σύνολο των οφειλών του, ύψους 504.204,60 ευρώ δέχεται αποπληρωμή με 400.000 ευρώ σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Ότι ο αγοραστής του ακινήτου του στην οδό …… (εταιρία) προσφέρει το ποσό των 700.000 ευρώ και συνεπώς υπερκαλύπτεται η απαίτηση της αντιδίκου του συνολικά σύμφωνα με την ήδη υπάρχουσα έγκρισή της. Ότι αν εκτεθεί σε πλειστηριασμό το επίδικο ακίνητο, τότε θα απομειωθεί το σύνολο της απαίτησης, θα αλλάξει και πάλι το πρακτικό, θα υπάρξει καθυστέρηση και κίνδυνος να χαθεί ο αγοραστής. Ότι έχει μεγάλη σημασία ότι ο αγοραστής είναι διαθέσιμος ήδη από το 2023 και η αντίδικος, ενώ γνώριζε πολύ καλά ότι ο ανακόπτων προτίθεται να πωλήσει για να εξοφλήσει ολοσχερώς, επισπεύδει διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης που μόνο επιζήμια είναι τόσο για τον αιτούντα, όσο και για την εν γένει διαδικασία εξόφλησης. Ωστόσο, τα παραπάνω διαλαμβανόμενα δεν αντιστοιχούν σε κάποιον από τους περιεχόμενους στην από 8.4.2024 ανακοπή λόγους, αλλά προτείνονται από τον ανακόπτοντα με επίκληση του κατεπείγοντος να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, προς πιθανολόγηση της ανεπανόρθωτης βλάβης που απαιτείται ως προϋπόθεση για να γίνει δεκτή η αίτηση αναστολής κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ που είχε σωρεύσει στο ίδιο δικόγραφο της εφέσεως. Σε κάθε περίπτωση, αν υποτεθεί ότι ο ανακόπτων προτείνει νέο λόγο ανακοπής με το εφετήριο, τούτος τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος. Από τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, όπως είναι και η ανακοπή που ασκείται, σύμφωνα με το άρθρο 933 ΚΠολΔ, κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως, εφόσον δεν κατατέθηκαν με πρόσθετο δικόγραφο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στο οποίο κατατέθηκε η ανακοπή, απαραδέκτως εισάγονται με κατάθεση του εφετήριου ενώπιον του Εφετείου, έστω και αν τούτο κατ΄ άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ μετά από εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως εξετάζει κατ΄ ουσίαν την ανακοπή. Και τούτο διότι, πέραν του ότι το άρθρο 585 παρ. 2 ΚΠολΔ, που αποτελεί ειδική ρύθμιση αποκλείουσα την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 892/1990), απαιτεί κατάθεση του δικογράφου των προσθέτων λόγων ανακοπής “στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται η ανακοπή”, πρόκειται αυτοτελής αίτηση παροχής έννομης προστασίας υποβαλλόμενη κατ΄ ευθείαν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο καίτοι δεν προβλέπεται τούτο ειδικά στο νόμο (άρθρο 12 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού η κατά το άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ εξουσία του Εφετείου εκτείνεται στην έρευνα μόνο εκείνων των προς διάγνωση ζητημάτων, τα οποία είχαν υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1914/99) (βλ. ΑΠ 659/2005 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 22/2025 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠατρ 225/2021 στην ΤΝΠ Νόμος, Πανταζόπουλος σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ2, άρθρα 495-590, άρθρο 527, σελ. 171, 172, παρ.23, Δ. Διακονή σε Κυριάκου Οικονόμου, Η έφεση, Νομική Βιβλιοθήκη, έκδοση 2017, άρθρο 527, σελ. 260, 261, παρ.11). Απορριφθέντος και του τρίτου λόγου εφέσεως, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η υπό κρίση έφεση στην ουσία της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του κατά την έκβαση της δίκης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 176, 191 παρ.2, 183 ΚΠολΔ, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, επειδή η έφεση απορρίφθηκε, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκησή της παράβολου, στο δημόσιο ταμείο σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ.3 προτελ. εδ. ΚΠολΔ, ομοίως κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την από 17.10.2024 έφεση κατά της 2500/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος και ορίζει αυτά στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης από τον εκκαλούντα με κωδικό …………… e- παράβολου του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού εκατό (100) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 9.4.2025.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ