ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 242/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α) Της εκκαλούσας: Της εταιρείας με την επωνυμία <<………….>>, με ΑΦΜ ……… ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά, που εδρεύει στην …….. Αττικής, οδός …….. όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ιωάννα Λεγάκη (ΑΜ ΔΣΑ … ΔΕ Πιστιόλης – Τριαντάφυλλος & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία ΑΜ ΔΣΑ ….), που κατέθεσε την από 19.3.2025 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Του εφεσίβλητου: ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Κοντοσέα (ΑΜ ΔΣΠ ….. ΔΕ Γ.Κοντοσέας και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία ΔΣΠ …), που κατέθεσε την από 19.3.2025 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Β) Του εκκαλούντος: ………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Κοντοσέα (ΑΜ ΔΣΠ ……. ΔΕ Γ.Κοντοσέας και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία ΔΣΠ …..), που κατέθεσε την από 19.3.2025 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Της εφεσίβλητης: Της νόμιμα εκπροσωπούμενης εταιρείας με την επωνυμία <<………>>, (……….), που εδρεύει στην ………. Αττικής, οδός ………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ιωάννα Λεγάκη (ΑΜ ΔΣΑ …. ΔΕ Πιστιόλης – Τριαντάφυλλος & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία ΑΜ ΔΣΑ ……), που κατέθεσε την από 19.3.2025 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Ο εκκαλών της υπό στοιχ. Β έφεσης και εφεσίβλητος της υπό στοιχ. Α έφεσης, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 24.11.2022 (με γεν.αριθ.κατάθ. …./2022 και ειδ.αριθ.καταθ. ……/2022) αγωγή, με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’αριθ. 2505/2023 οριστική απόφαση, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, διατάσσοντας τα σε αυτήν αναφερόμενα.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχ. Α έφεσης, με την από 27-12-2023 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …./28.12.2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …./28.12.2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./28.12.2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …./28.12.2023) έφεση και ο ενάγων και ήδη εκκαλών της υπό στοιχ. Β έφεσης, με την από 25.6.2024 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …./25.6.2024 και αριθ. καταθ. ενδ. μέσου …./25.6.2024 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./27.6.2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …./27.6.2024) έφεση, οι οποίες προσδιορίστηκαν προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο.
Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν στη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν αντιμωλία των διαδίκων.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω, αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: α) η από 27-12-2023 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/28.12.2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/28.12.2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./28.12.2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/28.12.2023) έφεση και β) η από 25.6.2024 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/25.6.2024 και αριθ.καταθ.ενδ.μέσου …/25.6.2024 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/27.6.2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …/27.6.2024) έφεση, στρεφόμενες κατά της υπ’αριθ. 2505/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά τη διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, κατ’αντιμωλία των διαδίκων, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω της προδήλου μεταξύ τους συνάφειας, καθ’ όσον βάλλουν κατά της αυτής οριστικής αποφάσεως, υπάγονται στην αυτή διαδικασία και με την ένωση και συνεκδίκασή τους επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και αποτρέπεται το ενδεχόμενο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 246 και 524παρ.1 ΚΠολΔ, ΕφΑθ4299/2006 ΕλλΔνη 47 1508).
Οι κρινόμενες αντίθετες, από 27.12.2023 υπό στοιχ. Α έφεση και από 25.6.2024 υπό στοιχ. Β έφεση, που στρέφονται κατά της υπ’αριθ. 2505/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρ. 82 ΚΙΝΔ σε συνδ. με άρθρ. 591, 614, 621, 622 ΚΠολΔ), κατ’αντιμωλία των διαδίκων και έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 26.7.2023, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής (Εφ.Πειρ. 315/2023, Εφ.Πειρ. 2632/2023, www.efeteio-peir.gr). Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.
Ο ενάγων, με την προαναφερθείσα αγωγή του, εξέθετε ότι με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας που κατήρτισε με την εναγομένη, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου <<BH>>, ολικής χωρητικότητας 13.615,17 κόρων, με αριθμό νηολογίου Πειραιά …… και υπό Διεθνές Διακριτικό Σήμα ….., ναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο, με την ειδικότητα του ναύτη κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, εντός των ετών 2021 και 2022, αντί των προβλεπόμενων από την οικεία Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019 μηνιαίου μισθού και επιδομάτων και ακολούθως του έτους 2022, κατά ρητή συμφωνία των συμβαλλομένων. Οτι στις 5.12.2021, κατά τη διάρκεια της εργασίας του τραυματίστηκε στο αριστερό κάτω άκρο, υπό τις περιγραφόμενες στην αγωγή συνθήκες και απολύθηκε αυθημερόν εξαιτίας του τραυματισμού του. Οτι συνεπεία του τραυματισμού του, κατέστη πλήρως ανίκανος για εργασία για χρονικό διάστημα 35 ημερών, ήτοι από 5.12.2021 έως 8.1.2022, ενώ υποβλήθηκε και σε δαπάνες νοσηλείας. Οτι κατά το διάστημα των ναυτολογήσεών του στο εν λόγω πλοίο, που εκτελούσε τα αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια, παρείχε τις υπηρεσίες του, ασκώντας τα καθήκοντα της ειδικότητάς του, εργαζόμενος ημερησίως επί δεκατέσσερις (14) ώρες όταν το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια και επί δέκα (10) ώρες κατά τα χρονικά διαστήματα που αυτό σταματούσε τα δρομολόγιά του προκειμένου να πραγματοποιηθούν εργασίες επισκευών και συντήρησης. Οτι από τις ως άνω ναυτολογήσεις του, διατηρεί αξιώσεις για πρόσθετη αμοιβή λόγω υπερωριακής απασχόλησης, διαφορά επιδομάτων εορτών των ετών 2021 και 2022, διαφορά επί της αμοιβής δρομολογίων εξπρές, για μισθό ασθενείας, για αποζημίωση λόγω πλήρους πρόσκαιρης ανικανότητας για εργασία και για έξοδα νοσηλείας, όπως οι επιμέρους απαιτήσεις εξειδικεύονται κατά είδος και ποσό στο αγωγικό δικόγραφο. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει το ποσό των 30.426,64 ευρώ, νομιμοτόκως από την τελευταία απόλυσή του στις 4.9.2022, άλλως από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Με την εκκαλουμένη απόφαση, η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη και με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος ανερχόταν σε έντεκα (11) ώρες, εκτός από τα χρονικά διαστήματα που στο πλοίο πραγματοποιούνταν επισκευές, για τα οποία κρίθηκε ότι δεν εργάστηκε υπερωριακά, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρεώθηκε η εναγομένη, με διάταξη που κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή, στην καταβολή του ποσού των 7.426,08 ευρώ νομιμότοκα από την επομένη της τελευταίας απόλυσής του, εκτός από το επίδομα εορτών Χριστουγέννων του έτους 2022, το οποίο κρίθηκε ότι είναι τοκοφόρο από 1.1.2023, ενώ απέρριψε τις ενστάσεις συμψηφισμού και καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, που προέβαλε η εναγομένη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως, ενώ η εκκαλούσα της υπό στοιχ.Α έφεσης υποβάλλει και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των 8.304,41 ευρώ, σε συμμόρφωση της προσωρινώς εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης. Σημειώνεται ότι η ένδικη αγωγή είναι ορισμένη όσον αφορά την αξίωση αμοιβής υπερωριακής εργασίας, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης, που υποβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται στο παρόν Δικαστήριο με τις προτάσεις της, (βλ. σελ. 12 αριθ.7 των από 20.3.2025 προτάσεών της), καθόσον για το ορισμένο του αιτήματος αυτού δεν απαιτείται αναφορά στο είδος των κατ’ιδίων εργασιών που εκτελέσθηκαν (Μον.Εφ.Πειρ. 196/2020 ο.π, Μον.Εφ.Πειρ.376/2016 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ούτε της ανάγκης που παρέστη για την εκτέλεση της εργασίας του εργαζομένου, επομένως και του οφέλους που αποκόμισε η εργοδότρια από την παροχή των αντίστοιχων υπηρεσιών του (Μον.Εφ.Πειρ. 369/2016, Μον.Εφ.Πειρ. 176/2016, αμφότερες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή του αριθμού του προσωπικού που απασχολούνταν στο πλοίο και του διαμοιρασμού των εργασιών του πλοίου. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό, ορθά αποφάνθηκε.
Ι. Με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1, 13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ. 1 της ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12.8.2019) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2019», του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ορίζονται τα ακόλουθα: « …Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία ώρα διακοπή. … Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανόμενων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Σεπτεμβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ». Καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι η ως άνω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας προβλέπει στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (Εφ.Πειρ. 132/2023, Εφ.Πειρ. 481/2023, Εφ.Πειρ. 300/2023, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς).
II. Από την διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ 2019, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί, τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των οποίων αυτή διέπει, δικαιούνται επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.). Αντιθέτως, το κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 § 1 και 20 της ως άνω ΣΣΝΕ μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων δώρων εορτών (ΜονΕφΠειρ. 676/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜονΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262), για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορηγήσεώς του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 = ΔΕΝ 59/1300 = Δνη 2005/123, ΑΠ 226/2003, ΕΕΔ 2004/790 = ΔΕΝ 59/1138, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, ΤριμΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ. 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜονΕφΠειρ. 347/2016, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204).
III.Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 της ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προβλέπεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά την παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. Όμως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή η μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και η επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των δώδεκα (12) ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι, καθόσον αφορά την προβλεπόμενη απ` αυτές πρόσθετη αμοιβή, αυτή καταβάλλεται εφόσον σε κάθε δρομολόγιο το πλοίο δεν παραμείνει τουλάχιστον έξι (6) ώρες στο λιμάνι αφετηρίας πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τη σαφή δε έννοια της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 170 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου», στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέρα και ώρα ιδιαίτερο ταξίδι προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής” (ΕΠ 71/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η υποχρέωση δε εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 των πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει έξι (6) ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν έξι (6) τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί έξι (6) ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του, προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (Εφ.Πειρ.546/2016 ΕΝΔ 44.323). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο εκτελεί έως πέντε κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως, για τον προσδιορισμό της οφειλόμενης πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως έξι (6) ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή, εννοείται για τα δρομολόγια της εν λόγω εβδομάδας. Εν τούτοις, δεν καθίσταται απαράδεκτη ή νόμω αβάσιμη η αγωγή του εργαζομένου, με την οποία αυτός, έχοντας αξίωση λήψης πρόσθετης αμοιβής για πρόωρη αναχώρηση του πλοίου που εκτελεί έως πέντε κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως για περισσότερες της μίας εβδομάδας στα πλαίσια του χρόνου ναυτολόγησής του, υπολογίζει όλες τις ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου, καθόλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του, διότι εν τέλει και ο τρόπος αυτός υπολογισμού στο ίδιο αποτέλεσμα καταλήγει, εφόσον βάση προσδιορισμού της πρόσθετης αμοιβής, αποτελεί το πηλίκον της διαιρέσεως των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου με τον αριθμό 8. Είτε οι ώρες πρόωρης αναχώρησης ληφθούν σε εβδομαδιαία βάση και ακολούθως, αφού διαιρεθούν με τον αριθμό 8, γίνει άθροιση του πηλίκου των διαιρέσεων όλων των επιμέρους εβδομάδων απασχόλησης του εργαζομένου, είτε απευθείας όλες οι ώρες πρόωρης αναχώρησης διαιρεθούν με τον αριθμό 8, οδηγούν κατ’ αποτέλεσμα στον ίδιο αριθμό δρομολογίων. Εξάλλου, για την εφαρμογή της παραπάνω § 7, στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου συμπεριλαμβάνεται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το ναυτικό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνυπολογίζονται, επομένως, ο μισθός ενέργειας, τα επιδόματα Κυριακών και βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της αμοιβής που καταβάλλεται τακτικά για επαναλαμβανόμενη υπερωριακή εργασία (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), το επίδομα αδείας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός από τον εργοδότη του, αν αυτές του καταβάλλονται σταθερά και αδιαλείπτως κάθε μήνα (ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.). Κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, στις μηνιαίες αποδοχές επί των οποίων υπολογίζεται η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή, περιλαμβάνονται και τα εορταστικά επιδόματα (δώρα), έστω κι αν κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ καταβάλλονται «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα», εφόσον αυτά καταβάλλονται τακτικώς κάθε μήνα (όμοια ΕφΠειρ 328/2023 και ΕφΠειρ 433/2023, Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο 1977, σελ. 148).
IV. Εργατικό ατύχημα, που απορρέει από βίαιο συμβάν, συνιστά, όπως συνάγεται από τη σαφή διατύπωση των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 1, 2 και 3 του ν. 551/1915, και η σωματική βλάβη, η οποία έχει ως συνέπεια την ανικανότητα για εργασία, εφόσον αυτή επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας, ή εξ αφορμής αυτής, οφειλόταν σε αιφνίδιο και απρόβλεπτο γεγονός και ήταν άσχετη με τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος και με τη βαθμιαία και προοδευτική εξασθένηση και φθορά του, η οποία οφείλεται στη φύση και το είδος της εργασίας του και στους δυσμενείς όρους της παροχής της, που συνδέονται με την ίδια (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 1287/1986, ΝοΒ 35,1605, Α.Π. 1019/1990 ΕΕργΔ 50, 378, Α.Π 1404/1986 ΕΝΔ, 16.523, Α.Π. 1078/1985 ΕΝΔ 15.83, ΑΠ 832/1984 ΕΝΔ 13.394, Α.Π. 272/1979 ΝοΒ 27,1283, ΕΠειρ 75/2003 ΕΝΔ, 31.99, ΕΠειρ 719/1986 ΕΝΔ 14.316, ΕφΠειρ 89/1993 ΕΝΔ 22.158). Επομένως, εμπίπτει στη μορφή του εργατικού ατυχήματος και ο τραυματισμός του παθόντος, ο οποίος προκλήθηκε από εξωτερικό αίτιο, και επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή με αφορμή αυτής, υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες. Η υπό τις εν λόγω δε περιστάσεις επελθούσα σωματική βλάβη συνιστά εργατικό ατύχημα, ακόμη, κι όταν αυτή οφείλεται σε αποκλειστική αμέλεια του παθόντος, η οποία δεν διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο, παρά μόνον αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του παθόντος. Σε περίπτωση αμέλειας του τελευταίου, ο Δικαστής μπορεί να μειώσει την οφειλόμενη, σ` αυτόν, αποζημίωση μέχρι το μισό του ποσού της και αυτό μόνον όταν η αμέλεια συνίσταται σε αδικαιολόγητη παράβαση από τον παθόντα διατάξεων των ισχυόντων νόμων ή διαταγμάτων, που θέτουν τους όρους ασφαλείας στην εργασία ή των συναφών κανονισμών που εκδόθηκαν από την αρμόδια αρχή (ή εκδόθηκαν από τον κύριο της επιχειρήσεως και κυρώθηκαν από αυτές). Άλλη αμέλεια εκτός από την ανωτέρω ειδική δεν λαμβάνεται υπόψη σε όλες τις περιπτώσεις εργατικών ατυχημάτων, ούτε εφαρμόζεται σ` αυτές, λόγω της ειδικής ρυθμίσεως του ν. 551/1915, το άρθρο 300 ΑΚ (ΑΠ 1823/1990 ΕΕΔ 50.794, ΕΠ 388/2004 ΕΝΔ 32.190, ΕΠ 1112/1992, ΕΕργΔ 1993, 554). Εξάλλου, από το άρθρο 3 παρ. 1 – 5 του ν. 551/1915, προκύπτει ότι αναγνωρίζονται πέντε διακεκριμένες περιπτώσεις αποζημίωσης, η οποία χορηγείται στον παθόντα (ή τους κληρονόμους του) από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής, εργάτη ή υπάλληλο, δηλαδή λόγω: α) θανάτου του παθόντος, β) πλήρους και διαρκούς ανικανότητας προς εργασία, γ) πλήρους αλλά πρόσκαιρης ανικανότητας, δ) μερικής διαρκούς ανικανότητας και ε) μερικής αλλά πρόσκαιρης ανικανότητας. Για κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις αποζημίωσης ο νόμος αναγράφει ιδιαίτερο συνδυασμό, με βάση τον οποίο υπολογίζεται η εφάπαξ και όχι σε περιοδικές παροχές προηγούμενη αποζημίωση, χωρίς να προβλέπεται περίπτωση μικτής αποζημίωσης, αποτελούμενης δηλαδή από αποζημιώσεις διαφόρων, που δυνατόν να συντρέχουν, περιπτώσεων από αυτές που παραπάνω διακεκριμένα αναφέρονται. Έτσι, για τον υπολογισμό της αποζημίωσης για πρόσκαιρη ολική ανικανότητα προς εργασία, η οποία δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, η αποζημίωση είναι ημερήσια και ισούται με το 1/2 του μισθού, τον οποίο λάμβανε ο παθών κατά την ημέρα του ατυχήματος για όλο το διάστημα της ανικανότητας του (βλ. ΕΠειρ 745/2008, ΕΝΔ 37.208, ΕΠειρ 648/2008, ΕΝΔ 36.388, ΕΠειρ 1/2002 αδημ., Σ. Βλαστού: Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 1994, τόμ. Β`, παρ. 951, αριθμ. γ, σελ. 1254). Ακόμη, όπως προκύπτει, επίσης, από τις ίδιες, προαναφερθείσες διατάξεις, επιτρέπεται η σωρευτική άσκηση της αξίωσης για μισθούς ασθενείας με την αποζημίωση του Ν. 551/1915 και δεν τίθεται θέμα επικάλυψης αυτών (βλ. σχετ. ΕΠειρ 640/2009, ΕΝΔ 38.39, ΕΠειρ 648/2008, ό. π., ΕΠειρ 423/1997 Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1996 – 1997 σελ. 476, ΕΠειρ 642/1995 Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1994 – 1995 σελ. 295, Ι. Κοροτζή: Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο, έκδ. 1990, παράγραφοι 342 και 346 με παραπομπές στη νομολογία, Δ.Καμβύση: Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 1982, σελ. 218 και 228, Ν. Δελούκα: Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.1979, σελ. 219, Ι. Πιτσιρίκου: Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας, έκδ. 2006. Κεφ. Ill, VII, σελ. 131-132).Ενόψει δε του ότι το άρθρο 66 παρ. 2 του ΚΙΝΔ παραπέμπει στις ειδικές διατάξεις περί αποζημίωσης των παθόντων από εργατικό ατύχημα, αν ο ναυτικός, λόγω ατυχήματος από βίαιο συμβάν, υπέστη ανικανότητα προς εργασία ή επήλθε ο θάνατος του, πρέπει να συμπεριληφθούν και οι διατάξεις του ν. 551/1915, δηλαδή οι διατάξεις του άρθρου 7 αυτού για τα νοσήλια του και ως προς το χρονικό διάστημα μετά την εκπνοή του τετραμήνου, το οποίο προβλέπεται στην προαναφερθείσα διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 66 ΚΙΝΔ (βλ. σχετ. ΕΠειρ 745/2008, ό. π., Ι. Πιτσιρίκου: Η Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας, 2006, παρ. 14, VII, σελ. 129). Περαιτέρω στο άρθρο 66 του ΚΙΝΔ ορίζεται ότι, όταν ο ναυτικός ασθενήσει, δικαιούται το μισθό και νοσηλεύεται με δαπάνες του πλοίου. Επίσης, αν η σύμβαση ναυτολόγησης λυθεί εξαιτίας της ασθένειας και ο ναυτικός νοσηλεύεται εκτός του πλοίου, δικαιούται νοσήλια και μισθό, εφόσον διαρκεί η ασθένεια, όχι όμως περισσότερο από τέσσερις μήνες. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και όταν συμβει` ατύχημα από βίαιο συμβάν, μάλιστα, αν ο ναυτικός υπέστη από αυτό ανικανότητα για εργασία, εφαρμόζονται και οι ειδικές διατάξεις για την αποζημίωση εκείνων που έπαθαν ατύχημα στην εργασία τους. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι ο ναυτικός όταν η ασθένειά του προήλθε από εργατικό ατύχημα, κατά την προεκτεθείσα έννοια, δικαιούται μισθό ασθενείας, νοσήλια και αποζημίωση για το εργατικό ατύχημα, αν απ` αυτό έμεινε ισόβια ή πρόσκαιρα ανίκανος για εργασία. Έτσι, στην τελευταία περίπτωση, ο ναυτικός έχει αυτοτελείς και ανεξάρτητες αξιώσεις, οι οποίες δε συνδέονται αναγκαίως, ούτε έχουν αντικείμενο την ίδια παροχή, αλλά αποβλέπουν στην επίτευξη άλλου σκοπού. Μάλιστα, για την προστασία του ναυτικού, που ασθένησε κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ εργασίας και ασθενείας, σε αντίθεση με τη θεμελίωση της αποζημίωσης που απορρέει από εργατικό ατύχημα, δηλαδή ασθένεια, η οποία εμφανίσθηκε κατά τη διάρκεια της εργασίας του ναυτικού στο πλοίο, θεωρείται ως απότοκος της εργασίας του σε αυτό (ΑΠ 961/2018). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 66 ΚΙΝΔ «Ο ναυτικός ασθενήσας δικαιούται εις μισθόν και νοσηλεύεται δαπάναις του πλοίου, εάν δε η σύμβασις ναυτολογήσεως λυθή λόγω της ασθένειας και νοσηλεύεται ούτος εκτός του πλοίου, δικαιούται εις τα νοσήλια και εις μισθόν, εφόσον διαρκεί η ασθένεια, ουχί όμως πέραν των τεσσάρων μηνών {& 1). Αι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται – και επί ατυχημάτων εκ βίαιου συμβάντος, εάν δε ο ναυτικός υπέστη εξ αυτών ανικανότητα προς εργασίαν, ως και εν περιπτώσει θανάτου αυτού, εφαρμόζονται και αι ειδικαί διατάξεις περί αποζημιώσεως των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων (& 2). Προς υπολογισμόν των εκ του παρόντος άρθρου απαιτήσεων επιτρέπεται να συνομολογήται ειδικός μισθός (S 3)». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο μισθός ασθένειας έχει χαρακτήρα αποδοχών και δεν είναι αποζημιωτικός, παρά την, μάλλον από παραδρομή, εσφαλμένη τού άρθρου μόνου του π.δ. 1212/1981 «Περί τροποποιήσεως της παραγρ. 7 του άρθρου 3 του ν.δ. 2652/1953 περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του ν. 1752/1951 περί ναυτικής εργασίας» (ΦΕΚ Α` 299/9.10.1981), συνίσταται δε σε ό,τι ο ναυτικός αποκόμιζε στο πλοίο από την εργασία του πριν από την ασθένεια, δηλαδή στο βασικό μισθό, στα επιδόματα, στο αντίτιμο τροφής, στα δώρα εορτών, ακόμη και στα φιλοδωρήματα, που τυχόν του κατέβαλε ο πλοιοκτήτης. Δηλαδή υπολογίζεται με βάση την ισχύουσα ΣΣΝΕ, εκτός αν υπάρχει κλειστός μισθός (ΕΠ 648/2008 ΕΝΔ 36.388, ΕΠ 984/2001 ΠειρΝ 2002.277). Ανώτατο όριο των οφειλόμενων μισθών ασθένειας και λοιπών εξ αυτής παροχών είναι το τετράμηνο από της απόλυσης λόγω της ασθένειας (ΜΕΠ 951/2013 ΕλλΔνη 2014.151, ΕΠ 333/2003 ΕΝΔ 2003.270). Η έναρξη της υποχρέωσης για την καταβολή του μισθού ασθένειας αρχίζει από τη λύση της σύμβασης λόγω ασθένειας, η οποία συμπίπτει κατά το πλείστον με την αποβίβαση του ασθενή ναυτικού στη ξηρά (ΕΠ 498/2000 ΕΝΔ 2008.281, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 255). Προϋποθέσεις για τη γέννηση της εν λόγω αξίωσης αποτελούν, αφενός η σύναψη σύμβασης ναυτικής εργασίας και αφετέρου η λύση της σύμβασης αυτής λόγω ασθένειας, υπό την έννοια ότι η αξίωση καταβολής μισθού ασθενείας γεννάται μόνον στο πρόσωπο ναυτολογημένου ναυτικού και μάλιστα το πρώτον με τη λύση της σύμβασης λόγω ασθένειας, με αποτέλεσμα χωρίς σύναψη σύμβασης ναυτικής εργασίας ή/και πριν από τη λύση της σύμβασης αυτής ο ασθενήσας ναυτικός να μην έχει τις αξιώσεις του άρθρου 66 του ΚΙΝΔ, που θεσπίζονται σε βάρος του εργοδότη του ως ειδικότερη εκδήλωση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας των άρθρων 660 επομ. του ΑΚ (ΜΕΠ 311/2016, ΕΠ 1051/1982 ΕΝΔ 11.32).
V. Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, Εφ.ΠΠειρ. 120/2019, ο.π., ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895).
Από την επανεκτίμηση της υπ’αριθ. …./20.4.2023 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Καλλονής Λέσβου, που λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης, δυνάμει της υπ’αριθ. …./12.4.2023 έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά ……. ., η οποία λαμβάνεται υπόψη παρά το γεγονός ότι ο μαρτυρών τυγχάνει αντίδικος της εναγομένης επειδή έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο, αφού αυτό από μόνο του, δεν αποκλείει την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΕφΑθ. 3879/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ. 2004/266), της υπ’αριθ. 445/24.4.2023 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκε με επιμέλεια της εναγομένης, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος, δυνάμει της υπ’αριθ. Β-………../19.4.2023 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, ………., οι οποίες (ένορκες βεβαιώσεις) σταθμίζονται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας των ενόρκως βεβαιούντων καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, τα οποία συνδυάζει με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου <<BH>>, ολικής χωρητικότητας 13.615,17 κόρων και με αριθμό νηολογίου Πειραιά … και του ενάγοντος, απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του με αριθμό . … ναυτικού φυλλαδίου, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του ναύτη, στο ανωτέρω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες του α) από 10.12.2020 έως 14.4.2021 που απολύθηκε “αμοιβαία συναινέσει” αυτού και του πλοιάρχου, β) από 12.5.2021 έως 22.10.2021, που απολύθηκε λόγω ετήσιας επιθεώρησης, γ) από 15.11.2021 έως 5.12.2021 που απολύθηκε λόγω τραυματισμού του εντός του πλοίου και δ) από 30.1.2022 έως 4.9.2022 που απολύθηκε λόγω ασθενείας. Για τις παραπάνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας τηρήθηκε έγγραφος τύπος και από τις συγκεκριμένες γραπτές συμφωνίες, αντίγραφα των οποίων προσκόμισε η εναγομένη αλλά και από τις σχετικές εγγραφές στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος (όπου στη θέση μισθός αναγράφεται ΣΣ) προκύπτει ότι κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, οι όροι εργασίας του ενάγοντος και ιδίως το ύψος των καταβαλλόμενων σε αυτόν αποδοχών διέπονταν από την εκάστοτε ΣΣΝΕ και δη διέπονταν αρχικά από την ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, η οποία κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12.8.2019) του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και ακολούθως από τη ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2022, η οποία κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/8785/2022 (ΦΕΚ Β’ 663/15.2.2022). Από τους περιλαμβανόμενους στις ανωτέρω υπουργικές αποφάσεις πίνακες αμοιβών κατά βαθμό και ειδικότητα και τις σχετικές διατάξεις περί των αποδοχών των ναυτικών προκύπτει ότι με τη ΣΣΝΕ του έτους 2019 οι αποδοχές του ναύτη για το έτος 2021 ορίζονταν ως ακολούθως: 1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας, 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών, 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, 599,40 ευρώ αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,98 ευρώ Χ 30), 433,95 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών = 1.469,82 ευρώ Χ 1/22 = 66,81 ευρώ Χ 5 ημέρες = 334,05 ευρώ + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,98 Χ 5) = 99,90 ευρώ], ήτοι συνολικά ποσό 2.539,81 ευρώ, πλέον επιδόματος ιματισμού ποσού 58,78 ευρώ, ενώ για το έτος 2022 ορίζονταν ως ακολούθως: 1.240,91 ευρώ μισθός ενεργείας, 273,00 ευρώ επίδομα Κυριακών, 37,74 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, 617,40 ευρώ αντίτιμο τροφής 30 ημερών (20,58 ευρώ Χ 30), 446,97 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [1.240,91 ευρώ μισθός ενεργείας + 273,00 ευρώ επίδομα Κυριακών = 1.513,91 ευρώ Χ 1/22 = 68,82 ευρώ Χ 5 ημέρες = 344,10 ευρώ + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (20,58 Χ 5) = 102,90 ευρώ], ήτοι συνολικά ποσό 2.616,02 ευρώ, πλέον επιδόματος ιματισμού ποσού 60,54 ευρώ. Ακόμη, προκειμένου περί ναύτη η υπερωριακή αμοιβή για το έτος 2021 ορίστηκε σε 8,70 ευρώ (με προσαύξηση 25%) για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και 10,44 ευρώ (με προσαύξηση 50%) για κάθε ώρα εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, ενώ για το έτος 2022 ορίστηκε σε 8,96 ευρώ και σε 10,76 ευρώ αντίστοιχα. Κατά το ένδικο χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος, το ως άνω πλοίο της εναγομένης ήταν ενταγμένο σε ακτοπλοϊκή γραμμή και με αφετηρία το λιμάνι του Πειραιά, εκτελούσε τα εξής δρομολόγια: Κατά τα χρονικά διαστήματα από 14.1.2021 έως και 21.3.2021, από 13.5.2021 έως και 1.10.2021 και από 7.4.2022 έως και 4.9.2022, ανά δύο ημέρες αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 21.00΄μμ με προορισμό το Ηράκλειο της Κρήτης, όπου έφτανε στις 06.00’πμ της επομένης, Στη συνέχεια αναχωρούσε από το Ηράκλειο την 21.00’μμ της ίδιας ημέρας και επέστρεφε στον Πειραιά την 06.00’πμ της επομένης κ.ο.κ. Κατά τα χρονικά διαστήματα από 22.3.2021 έως και 14.4.2021, από 2.10.2021 έως και 18.10.2021 και από 30.1.2022 έως και 18.3.2022, ανά δύο ημέρες αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 21.00’μμ με προορισμό τα Χανιά της Κρήτης, όπου έφτανε στις 05.30’πμ της επομένης. Στη συνέχεια αναχωρούσε από τα Χανιά την 22.00’μμ της ίδιας ημέρας και επέστρεφε στον Πειραιά την 06.00’πμ της επομένης κ.ο.κ. Κατά το χρονικό διάστημα από 19.3.2022 έως 7.4.2022, κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 21.00’μμ με προορισμό τα Χανιά της Κρήτης όπου έφτανε στις 05.30’πμ της επομένης. Στη συνέχεια αναχωρούσε από τα Χανιά στις 22.00’μμ της ίδιας ημέρας και επέστρεφε στον Πειραιά στις 06.00’πμ της επομένης. Κάθε Σάββατο το πλοίο μετά την άφιξή του στο λιμάνι του Πειραιά στις 06.00’πμ παρέμενε σε αυτό και αναχωρούσε εκ νέου για τα Χανιά, την Κυριακή στις 21.00’μμ. Επιπλέον τις πιο κάτω ημερομηνίες, το πλοίο εκτέλεσε και πρόσθετα δρομολόγια ως εξής: Στις 16.7.2021, 21.7.2021, 30.7.2021, 6.8.2021, 13.8.2021 και 20.8.2021 και κατά το έτος 2022 στις 7.7.2022, 8.7.2022. 26.7.2022, 30.7.2022, 2.8.2022, 6.8.2022, 11.8.2022, 14.8.2022, 18.8.2022, 21.8.2022, 25.8.2022 και 28.8.2022, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά την 06.00’πμ, εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αν.09.00) – Ηράκλειο (αφ.17.45′ της ίδιας ημέρας – αν.21.00′) – Πειραιάς (αφ.06.00′ της επομένης). Επίσης στις 23.7.2021, 28.7.2021, 1.8.2021, 4.8.2021, 8.8.2021, 11.8.2021, 15.8.2021, 18.8.2021, 22.8.2021 και 29.8.2021 και κατά το έτος 2022 στις 14.7.2022, 21.7.2022, 22.7.2022, 28.7.2022, 4.8.2022, 16.8.2022 και 23.8.2022, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι του Ηρακλείου στις 06.00’πμ. εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο ως εξής: Ηράκλειο (αν.09.00) – Πειραιάς (αφ.17.45 – αν.21.00). Τέλος κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2021 έως 13.1.2021, από 19.10.2021 έως 22.10.2021 και από 15.11.2021 έως 5.12.2021 δεν εκτελέστηκαν δρομολόγια. Ο ενάγων, με την ειδικότητα του ναύτη, παρείχε τις υπηρεσίες του στο πλοίο είτε εκτελώντας βάρδιες (φυλακές γέφυρας) μαζί με άλλο ναύτη, είτε εργαζόμενος ως ημερεργάτης. Όταν εκτελούσε φυλακές γέφυρας εργαζόταν σε δύο βάρδιες των 4 ωρών ανά 24ωρο, ενώ ως ημερεργάτης απασχολούνταν με εργασίες συντήρησης και καθαρισμού του πλοίου, όπως μικροεπισκευές, αποσκωριάσεις, βαψίματα, καθαρισμούς στο γκαράζ και στα εξωτερικά καταστρώματα, πλύσιμο, συγκέντρωση και απομάκρυνση απορριμμάτων. Σε κάθε δε περίπτωση, είτε εκτελούσε φυλακές είτε εργαζόταν ως ημερεργάτης (ντεϊμάνης), συμμετείχε στις εργασίες κατάπλου, φορτοεκφόρτωσης και απόπλου του πλοίου στα λιμάνια αφετηρίας και προορισμού του δρομολογίου, όπως συνηθίζεται στην ακτοπλοΐα σε ναυτικούς της ειδικότητάς του. Κατά τη διάρκεια δε της βάρδιάς του συμμετείχε στην πρόσδεση και απόδεση του πλοίου και στη φορτοεκφόρτωση των οχημάτων, συμπεριλαμβανομένης της έχμασής τους, δηλαδή της σταθεροποίησής τους δια της πρόσδεσής τους στο κύτος του πλοίου με ιμάντες ή παρόμοια μέσα, όταν τούτο ενόψει κυματισμού κρινόταν απαραίτητο, προκειμένου να διασφαλιστεί η αξιοπλοΐα του πλοίου και να αποτραπεί κίνδυνος μετακίνησής τους, καθώς τούτο προκύπτει από τη σταθερή καταβολή της σχετικής πρόσθετης αμοιβής του άρθρου 30 παρ. 1 της ως άνω ΣΣΝΕ, σύμφωνα με τις μισθοδοτικές του αποδείξεις. Στις εργασίες αυτές συνεπικουρούνταν από τους ναύτες που εργάζονταν ως ημερεργάτες, το ναύκληρο, τους υποναύκληρους και τους ναυτόπαιδες. Η διάρκεια της καθημερινής απασχόλησης του ενάγοντος δεν ήταν εκ των προτέρων ακριβώς καθορισμένη, διότι τελούσε σε συνάρτηση με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεόμενων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου και την εξυπηρέτηση της συγκεκριμένης ακτοπλοϊκής γραμμής. Αποδείχθηκε όμως ότι για την εκτέλεση των καθηκόντων του και εντός των πλαισίων της καλύτερης λειτουργίας των υπηρεσιών του πλοίου, ο ενάγων εργαζόταν, κατ’εντολήν του Υπάρχου του πλοίου, ο οποίος κατήρτιζε το πρόγραμμα του κατώτερου προσωπικού καταστρώματος, πέραν του νομίμου ωραρίου του, γεγονός άλλωστε που συνομολογεί και η εναγομένη, η οποία με τη μισθοδοσία κάθε μήνα, του κατέβαλε χρηματικά ποσά για <<αμοιβή υπερωριών>> και για απασχόληση <<Σάββατα και αργίες>>, όπως προκύπτει και από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας. Εγείρεται όμως αμφισβήτηση ως προς την επικαλούμενη από τον ενάγοντα ημερήσια διάρκεια της απασχόλησής του και ως προς το ύψος της αξιούμενης για την αιτία αυτή, απαίτησης, εκ μέρους της εναγομένης, η οποία υποστηρίζει ότι οι ώρες της υπερωριακής του απασχόλησης ήταν λιγότερες από τις επικαλούμενες και από αυτές που δέχθηκε η εκκαλουμένη και ότι έχουν εξοφληθεί πλήρως με την καταβολή των ποσών που έλαβε ο ενάγων για την αιτία αυτή. Με βάση όσα προεκτέθηκαν και ιδίως α) τις συνθήκες και περιστάσεις που επικρατούσαν στο εν λόγω πλοίο, β) τη σταθερή καταβολή κάθε μήνα του ένδικου χρονικού διαστήματος, χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, τόσο τις καθημερινές και Κυριακές όσο και τα Σάββατα και τις αργίες και γ) τη φύση και το αντικείμενο απασχόλησης του ενάγοντος, το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι ο ενάγων για την εκτέλεση των ανωτέρω καθηκόντων του, εργαζόταν υπερωριακώς, κατά μέσο όρο, τις μεν καθημερινές και Κυριακές επί τέσσερις (4) ώρες ημερησίως, τα δε Σάββατα και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες την ημέρα, κατά μερική μόνο παραδοχή ως βάσιμου του πρώτου λόγου της υπό στοιχ. Β έφεσης κατά το πρώτο σκέλος αυτού, ενώ ο αγωγικός ισχυρισμός περί απασχολήσεώς του επί δεκατέσσερις (14) ώρες ημερησίως, που επαναφέρεται με τον ως άνω λόγο, δεν κρίνεται πειστικός για τον πέραν των ως άνω διαπιστωμένων ωρών καθημερινής απασχόλησης του ενάγοντος χρόνο, ενόψει των προεκτεθέντων αλλά και διότι οι ανωτέρω αναφερόμενες εργασίες, επιμερίζονταν μεταξύ του ιδίου και των υπολοίπων μελών του προσωπικού καταστρώματος, ενώ σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, τέτοια συνεχής σωματική εργασία, παρεχόμενη επί σειρά μηνών επί καθημερινής βάσης, θα οδηγούσε τον ενάγοντα ναυτικό στα όρια της σωματικής του αντοχής. Εξάλλου απορριπτέος ως αβάσιμος είναι ο αγωγικός ισχυρισμός που επαναφέρεται στο πλαίσιο του ανωτέρω, πρώτου λόγου της έφεσής του κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, περί απασχολήσεώς του επί δέκα (10) ώρες ημερησίως κατά τα χρονικά διαστήματα που το πλοίο δεν πραγματοποίησε δρομολόγια λόγω επισκευών, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, δεν παρίσταται ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης του ναυτικού σε πλοίο που ακινητεί. Σφάλμα ωστόσο εντοπίζεται στον αριθμό των ημερών (Σαββάτων και αργιών, καθημερινών και Κυριακών) που εργάστηκε ο ενάγων κατά τα χρονικά διαστήματα από 14.1.2021 έως 14.4.2021 και από 13.5.2021 έως 18.10.2021 και οι οποίες ανέρχονται πράγματι σε 36 Σάββατα (16,23,30/1, 6,13,20,27/2, 6,13,20,27/3, 3/4, 10/4. 15,22,29/5, 5,12,19,26/6, 3,10,17,24,31/7, 7,14,21,28/8, 4,11,18,25/9, 2,9 και 16/10/2021) και 5 αργίες [15/3 (Καθαρή Δευτέρα), 25/3, 10/6 (Αναλήψεως), 15/8 και 14/9/2021) και σε 209 καθημερινές και Κυριακές και όχι σε 33 Σάββατα, 5 αργίες και 196 ημέρες καθημερινές και Κυριακές, που δέχθηκε η εκκαλουμένη καθώς και στον αριθμό των ημερών (Σαββάτων και αργιών, καθημερινών και Κυριακών) που εργάστηκε ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από 30.1.2022 έως 4.9.2022 και οι οποίες ανέρχονται πράγματι σε 31 Σάββατα (5,12,19,26/2, 5,12,19,26/3, 2,9,16,23,30/4, 7,14,21,28/5, 4,11,18,25/6, 2,9,16,23,30/7, 6,13,20,27/8 και 3/9/2022) και 7 αργίες [7/3 (Καθαρή Δευτέρα, 25/3, 22/4 (Μ.Παρασκευή), 25/4 (Δευτέρα του Πάσχα), 1/5, 2/6 (Αναλήψεως) και 15/8/2021] και σε 179 καθημερινές και Κυριακές και όχι σε 27 Σάββατα, 7 αργίες και 178 ημέρες καθημερινές και Κυριακές, που δέχθηκε η εκκαλουμένη, κατά παραδοχή ως βάσιμου του ερευνώμενου πρώτου λόγου της υπό στοιχ. Β έφεσης κατά το τρίτο σκέλος αυτού. Περαιτέρω, αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός της εναγομένης, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής της (υπό στοιχ Α), κατά τον οποίο η πραγματική εργασία του ενάγοντος δεν επεκτεινόταν πέραν των 9-10 ωρών, ανεξαρτήτως εάν το πλοίο πραγματοποιούσε εξπρές δρομολόγια, καθόσον οι προπεριγραφείσες εργασίες του ενάγοντος, οι οποίες αποτελούσαν τα καθημερινά του καθήκοντα, δεν είναι κατά την κοινή πείρα και λογική εφικτό να εκτελούνται εντός των προαναφερόμενων ωρών, ενώ όπως προεκτέθηκε, η εναγομένη του κατέβαλε κάθε μήνα με τη μισθοδοσία του, αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση, αποδεχόμενη με τον τρόπο αυτό ότι ο ενάγων παρείχε εργασία πέραν του νομίμου ωραρίου. Η παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από τον επικαλούμενο από την εναγομένη ισχυρισμό, ότι το εκτελούμενο δρομολόγιο εμφανίζει πολύ μικρότερο όγκο εργασιών, όσον αφορά το προσωπικό καταστρώματος, από άλλα πλοία της ελληνικής ακτοπλοϊας, διότι δεν καταπλέει σε ενδιάμεσους λιμένες, καθόσον οι λιμένες του Πειραιά και του Ηρακλείου ή των Χανίων ως αφετηρίας και προορισμού αντίστοιχα, έχουν ιδιαίτερα αυξημένη κίνηση καθ’όλη τη διάρκεια του έτους, η οποία διατηρούνταν ακόμη και κατά την περίοδο που ίσχυαν περιοριστικά μέτρα για την αποφυγή εξάπλωσης του ιού Covid-19, όχι μόνο για την εξυπηρέτηση των επιβατών αλλά και για τη διαρκή μεταφορά εμπορευμάτων από τον Πειραιά προς την Κρήτη και αντίστροφα. Ούτε το γεγονός ότι το πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), ενώ και το επικαλούμενο από την εναγομένη γεγονός, ότι μεταβάλλονταν μόνο τα καθήκοντα του προσωπικού καταστρώματος αναλόγως εάν απασχολούνταν ως φύλακες βάρδιας ή ως ημερεργάτες και όχι οι ώρες εργασίας τους, δεν συνεπάγεται άνευ άλλου τινός την έλλειψη αναγκαιότητας υπερωριακής εργασίας, αφού και υπό την εκδοχή αυτή, η διαδικασία φόρτωσης και εκφόρτωσης του πλοίου κατά τον κατάπλου και απόπλου, στην οποία συμμετείχαν άπαντες, ήταν πολύωρη και με συχνές καθυστερήσεις ώστε το ωράριο εργασίας των ναυτών, είτε αυτοί εργάζονταν ως φύλακες βάρδιας είτε ως ημερεργάτες, να παρατείνεται αναλόγως. Εξάλλου, το γεγονός ότι η επιπλέον υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν πλήρως στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγόμενη, διά του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 των ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε στο εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (ΜονΕφΠειρ. 716/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕφΠειρ. 452/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Αλλά και η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα, των μισθοδοτικών του καταστάσεων, δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα, των ως άνω αποδείξεων πληρωμής της μισθοδοσίας του και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006, ΔΕΕ 2006/948, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονEφΠειρ. 698/2014, Δνη 2015/504, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208). Επίσης η μαρτυρία του ενόρκως βεβαιούντος για λογαριασμό του ενάγοντος, ναυτικού, Στυλιανού Μανάσκα, η οποία λήφθηκε υπόψη από το παρόν Δικαστήριο, μαζί με τα λοιπά προσκομισθέντα μετ’επικλήσεως αποδεικτικά μέσα, δεν καθίσταται αναξιόπιστη μόνο από το γεγονός ότι αυτός έχει επιδιώξει δικαστικά την ικανοποίηση παρόμοιων με του ενάγοντος αξιώσεων, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη στο πλαίσιο του εξεταζόμενου (πρώτου) λόγου της έφεσής της, αφού από καμία διάταξη νόμου δεν προβλέπεται η εξαίρεση ή η μειωμένη αξιοπιστία ενός τέτοιου μάρτυρα, ο οποίος, ως εκ της ειδικότητάς του ως ναύτη και του γεγονότος ότι συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο ένδικο πλοίο έως το Σεπτέμβριο 2022, είχε άμεση και προσωπική αντίληψη για τα ιστορούμενα από τον ίδιο πραγματικά περιστατικά (ΜονΕφΠειρ 557/2022, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς), ενώ το Δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του έλαβε υπόψη και την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ανταπόδειξης, ο οποίος κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής βρισκόταν σε σχέση εργασιακής εξάρτησης από την εναγομένη, αφού εργαζόταν στο ένδικο πλοίο ως Υπαρχος, η οποία συνεκτιμήθηκε με όλα τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα. Μετά ταύτα, ο πρώτος λόγος της έφεσης της εναγομένης (υπό στοιχ Α), με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος καθ’ολοκληρίαν. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά επί έντεκα (11) ώρες κατά μέσο όρο καθώς και ότι κατά το χρονικό διάστημα εντός του έτους 2021 εργάστηκε 33 Σάββατα, 5 αργίες και 196 ημέρες καθημερινές και Κυριακές και κατά το χρονικό διάστημα εντός του έτους 2022 εργάστηκε 27 Σάββατα, 7 αργίες και 178 ημέρες καθημερινές και Κυριακές, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει από τους προαναφερθέντες λόγους των ενδίκων εφέσεων, που βάλλουν κατά της παραδοχής αυτής, ο μεν πρώτος της υπό στοιχ Α έφεσης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος (ως προεκτέθηκε), ο δε πρώτος της υπό στοιχ Β έφεσης, να γίνει εν μέρει δεκτός. Ο ενάγων – εκκαλών της υπό στοιχ.Β έφεσης, με τον προαναφερόμενο (πρώτο) λόγο της έφεσής του, παραπονείται μόνο για τον αριθμό των ημερών και των ωρών που πρωτοδίκως κρίθηκε ότι εργαζόταν υπερωριακώς χωρίς να πλήττει τα κεφάλαια του γενόμενου αριθμητικού υπολογισμού και της εξαγωγής των οικείων τελικών κονδυλίων. Συνεπώς με βάση την παραδοχή της εκκαλουμένης ως προς τον αριθμό των ημερών και των ωρών της εργασίας του ενάγοντος, διορθούμενη ως προς τα σημεία που προαναφέρθηκαν, ο τελευταίος δικαιούται: Α) για το έτος 2021 και κατά τα χρονικά διαστήματα από 14.1.2021 έως 14.4.2021 14.4.2021 και από 13.5.2021 έως 18.10.2021 α) για 36 Σάββατα και 5 αργίες, ήτοι συνολικά για 41 ημέρες το ποσό των (41 ημέρες χ 12 ώρες χ 10,44 ευρώ=) 5.136,48 ευρώ και β) κατά τις 209 συνολικά καθημερινές και Κυριακές, το ποσό των (209 ημέρες χ 4 ώρες χ 8,70 ευρώ=) 7.273,20 ευρώ και για το έτος 2022 α) για το έτος 2022 και κατά το χρονικό διάστημα από 30.1.2022 έως 4.9.2022 α) για 31 Σάββατα και 7 αργίες, ήτοι συνολικά για 38 ημέρες το ποσό των (38 ημέρες χ 12 ώρες χ 10,76 ευρώ=) 4.906,56 ευρώ και β) κατά τις 179 συνολικά καθημερινές και Κυριακές, το ποσό των (179 ημέρες χ 4 ώρες χ 8,96 ευρώ =) 6.415,36 ευρώ. Επομένως ο ενάγων δικαιούται για την υπερωριακή του εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες των ετών 2021 και 2022 το ποσό των (5.136,48 + 4.906,56=) 10.043,04 ευρώ έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 8.100,08 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη αποδείξεις πληρωμής και την αναλυτική μισθοδοσία (4.562,94 ευρώ το έτος 2021 και 3.537,14 ευρώ το έτος 2022) και επομένως του οφείλεται η διαφορά ποσού 1.942,96 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής ως βάσιμης κατ’ουσίαν, της ένστασης εξόφλησης που προέβαλε η εναγομένη. Επίσης ο ενάγων δικαιούται για την υπερωριακή του εργασία κατά τις καθημερινές και Κυριακές των ετών 2021 και 2022, το ποσό των (7.273,20 + 6.415,36 =) 13.688,56 ευρώ έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 8.724,96 ευρώ όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη αποδείξεις πληρωμής και την αναλυτική μισθοδοσία (4.851,58 ευρώ το έτος 2021 και 3.873,38 ευρώ το έτος 2022) και επομένως του οφείλεται η διαφορά ποσού 4.963,60 ευρώ, γενομένης κατά ένα μέρος δεκτής ως βάσιμης κατ’ουσίαν, της ένστασης εξόφλησης που προέβαλε η εναγομένη. Περαιτέρω, η εναγομένη, με το δεύτερο λόγο της έφεσής της (υπό στοιχ Α), διαμαρτύρεται επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση συμψηφισμού που προέβαλε και με την οποία ζητούσε να καταλογιστούν στο ποσό της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος, εννιακόσια σαράντα δύο ευρώ και δεκαεννέα λεπτά (942,19) και δύο χιλιάδες ενενήντα εννέα ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτά (2.099,89) που εκείνος έλαβε ως «έκτακτες αμοιβές» και ως «ρολόγια ναυτών» αντίστοιχα, κατά το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του με τη συμφωνία να συμψηφίζονται με τις υπερωρίες που πραγματοποιούσε. Όπως προκύπτει από τον με αριθμό 1 συμπληρωματικό όρο καθεμιάς από τις προσκομιζόμενες, από 10.12.2020, 18.12.2020, 13.5.2021, 15.11.2021 και 30.1.2022 έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, ρητά συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Όμως, συμφώνως και προς όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δι’ αυτού δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …») δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΕφΠειρ. 422/2021, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς www.efeteio-peir.gr.). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που κατέληξε στο ίδιο (απορριπτικό της ένστασης) συμπέρασμα, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης της εκκαλούσας – εναγομένης (υπό στοιχ Α) πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος για το έτος 2021 ανέρχονταν στο ποσό των 4.757,59 ευρώ [2.539,81 ευρώ κατά τα ανωτέρω + 1.489,20 ευρώ μέσος όρος υπερωριακής απασχόλησης (5.136,48 + 7.273,20 = 12.409,68 ευρώ /250 ημέρες = 49,64 ευρώ χ 30 ημέρες=) + 544,75 ευρώ κατά μέσο όρο μηνιαία αμοιβή έχμασης οχημάτων (ως το ποσό αυτό δεν αμφισβητείται ειδικά από την εναγομένη) + 53,25 ευρώ + 130,58 ευρώ (μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής με την αιτιολογία <<έκτακτες αμοιβές>> και <<ρολόγια ναυτών>> αντίστοιχα, ως τα ποσά αυτά δεν αμφισβητούνται ειδικά από την εναγομένη και συνυπολογίζονται, διότι, όπως προκύπτει από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος, καταβάλλονταν σε αυτόν τακτικώς κάθε μήνα καθ’όλο τον ένδικο χρόνο (βλ.σχετ. ΕφΠειρ 284/2022, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς) όπως και το επίδομα αδείας (βλ. σχετ. υπό στοιχ. ΙΙ νομική σκέψη=] συνεπώς δικαιούται ι) για αναλογία δώρου Πάσχα 2021, δεδομένου ότι απασχολήθηκε από 1.1.2021 έως 14.4.2021 (104 ημέρες) ποσό ίσο με το 1/5 του μισού μηνιαίου μισθού για κάθε 8 ημέρες εργασίας, ήτοι 4.757,59 ευρώ /2 χ 1/15 χ 13 οκταήμερα = 2.061,63 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.085,87 ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί και προκύπτει από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την εναγομένη αποδείξεις πληρωμής και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 975,76 ευρώ, ιι) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2021, δεδομένου ότι απασχολήθηκε από 12.5.2021 έως 22.10.2021 και από 15.11.2021 έως 5.12.2021 (185 ημέρες), ποσό ίσο με τα 2/25 του συνολικού μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες εργασίας, ήτοι συνολικό ποσό 3.703,31 ευρώ (4.757,59 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές ως ανωτέρω χ 2/25 χ 9,73 δεκαεννεαήμερα=), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.894,58 ευρώ, όπως προκύπτει από την αναλυτική κατάσταση μισθοδοσίας, προσκομιζόμενη μετ’επικλήσεως από την εναγομένη και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 1.808,73 ευρώ, ενώ για το έτος 2022 οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν στο ποσό των 5.004,48 ευρώ [2.616,02 ευρώ κατά τα ανωτέρω + 1.565,40 μέσος όρος υπερωριακής απασχόλησης ( 4.906,56 + 6.415,36 = 11.321,92 ευρώ /217 ημέρες = 52,18 ευρώ χ 30 ημέρες=] + 600,00 ευρώ κατά μέσο όρο μηνιαία αμοιβή έχμασης οχημάτων (ως το ποσό αυτό δεν αμφισβητείται ειδικά από την εναγομένη) + 88,57 ευρώ + 134,49 ευρώ (μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής με την αιτιολογία <<έκτακτες αμοιβές>> και <<ρολόγια ναυτών>> αντίστοιχα, ως τα ποσά αυτά δεν αμφισβητούνται ειδικά από την εναγομένη και συνυπολογίζονται, όπως και το επίδομα αδείας κατά τα ανωτέρω], συνεπώς δικαιούται ι) για αναλογία δώρου Πάσχα 2022, δεδομένου ότι απασχολήθηκε από 30.1.2022 έως 30.4.2021 (91 ημέρες) ποσό ίσο με το 1/5 του μισού μηνιαίου μισθού για κάθε 8 ημέρες εργασίας, ήτοι 5.004,48 ευρώ /2 χ 1/15 χ 11,37 οκταήμερα = 1.896,70 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 989,37 ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί και προκύπτει από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την εναγομένη αποδείξεις πληρωμής και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 907,33 ευρώ, ιι) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2022, δεδομένου ότι απασχολήθηκε από 1.5.2022 έως 4.9.2022 (127 ημέρες), ποσό ίσο με τα 2/25 του συνολικού μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες εργασίας, ήτοι συνολικό ποσό 2.674,40 ευρώ ( 5.004,48 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές ως ανωτέρω χ 2/25 χ 6,68 δεκαεννεαήμερα=), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.333,50 ευρώ και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 1.340,90 ευρώ. κατά μερική παραδοχή του δεύτερου λόγου της έφεσης του εκκαλούντος – ενάγοντος (υπό στοιχ.Β), με τον οποίο παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα εκτιμώντας τις αποδείξεις, κατά τον προσδιορισμό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με σκοπό τον καθορισμό των οφειλόμενων σε αυτόν επιδομάτων εορτών των ετών 2021 και 2022, συνυπολόγισε το μέσο όρο της μηνιαίας αμοιβής του με την παραδοχή ότι αυτός απασχολούνταν υπερωριακά μόνον επί έντεκα ώρες ημερησίως και απορριπτόμενου του τρίτου λόγου της έφεσης της εκκαλούσας – εναγομένης (υπό στοιχ. Α) με τον οποίο η τελευταία υποστηρίζει αφενός ότι για τον υπολογισμό των αιτούμενων δώρων εορτών έπρεπε να συνυπολογιστεί μικρότερος μέσος όρος υπερωριακής εργασίας, για το λόγο ότι αυτή δεν ξεπερνούσε τις 9-10 ώρες ημερησίως και αφετέρου ότι εσφαλμένα συνυπολογίστηκαν στο σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος το επίδομα αδείας και ο μέσος όρος αμοιβής για έκτακτες εργασίες και για εκτέλεση καθηκόντων πυρασφάλειας (ρολόγια ναυτών). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το ένδικο πλοίο κατά τις κάτωθι ημερομηνίες και δη στις 16,21,23,28.30/7 και 1,4,6,8,11,13,15,18, 20,22,29/8 του έτους 2021 και στις 7,8,14,21,22,26,28,30/7 και 2,4,6,11,14,16,18,21,23,25,28/8 του έτους 2022, αναχώρησε από το λιμάνι αφετηρίας (Πειραιά), πριν την συμπλήρωση 6ωρης παραμονής σε αυτό και συγκεκριμένα πραγματοποίησε 45,50 ώρες πρόωρης αναχώρησης το έτος 2021 και 58,25 ώρες πρόωρης αναχώρησης το έτος 2022, ως δεν αμφισβητείται από την εναγομένη. Συνεπώς πραγματοποίησε (45,50/8=) 5,69 δρομολόγια εξπρές το έτος 2021 και (58,25/8=) 7,28 δρομολόγια εξπρές το έτος 2022, για κάθε ένα από τα οποία δικαιούται να λάβει πρόσθετη αμοιβή ίση με το 1/30 των μηνιαίων αποδοχών του, στις οποίες πρέπει να συνυπολογισθούν το επίδομα αδείας και ο μέσος όρος αμοιβής για έκτακτες εργασίες και για την εκτέλεση καθηκόντων πυρασφάλειας (ρολόγια ναυτών), εφόσον από τις προσκομιζόμενες μετ’επικλήσεως από την εναγομένη, αποδείξεις πληρωμής, αποδεικνύεται ότι τα ποσά αυτά καταβάλλονταν τακτικώς κάθε μήνα, απορριπτόμενου του τέταρτου λόγου της υπό στοιχ Α έφεσης, κατά το δεύτερο και τρίτο σκέλος του, με τον οποίο η εκκαλούσα – εναγομένη υποστηρίζει τα αντίθετα, και επιπλέον η αναλογία δώρων εορτών, κατά παραδοχή του τρίτου λόγου της υπό στοιχ Β έφεσης, κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, με τον οποίο ο εκκαλών – ενάγων παραπονείται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα δεν συνυπολόγισε τα εν λόγω ποσά στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του. Εξάλλου, με βάση όσα ήδη αναφέρθηκαν, περί της διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης, εσφαλμένος κρίνεται ο υπολογισμός, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του για τον προσδιορισμό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με σκοπό τον καθορισμό της οφειλόμενης σε αυτόν πρόσθετης ειδικής αμοιβής για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, κατά μερική παραδοχή του τρίτου λόγου της υπό στοιχ Β έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, με τον οποίο ο εκκαλών – ενάγων παραπονείται ότι τα ανωτέρω ποσά υπολογίστηκαν με βάση την εσφαλμένη κρίση της εκκαλουμένης ότι εργαζόταν 11 ώρες ημερησίως και απορριπτόμενου ως αβάσιμου του τέταρτου λόγου της υπό στοιχ Α έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος του (και κατόπιν αυτού απορριπτέου στο σύνολό του), με τον οποίο η εκκαλούσα – εναγομένη παραπονείται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα συνυπολόγισε στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος το μέσο όρο της υπερωριακής του εργασίας με την παραδοχή ότι εργάστηκε περισσότερες ώρες. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, ο ενάγων δικαιούται να λάβει για το έτος 2021, το συνολικό ποσό των των 1.015,90 ευρώ [4.757,59 ευρώ οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ως ανωτέρω + ( 2.061,63 + 3.703,31 = 5.764,94 /289 ημέρες χ 30=) 598,44 ευρώ ο μέσος όρος ανά μήνα των επιδομάτων Πάσχα και Χριστουγέννων 2021 = 5.356,03 ευρώ /30 = 178,54 ευρώ για κάθε δρομολόγιο και συνολικά (178,54 χ 5,69)=], έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 489,79 ευρώ και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 526,11 ευρώ. Για το έτος 2022, ο ενάγων δικαιούται να λάβει, από την ανωτέρω αιτία, το συνολικό ποσό των 1.367,12 ευρώ [5.004,48 ευρώ οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ως ανωτέρω + ( 1.896,70 + 2.674,40 = 4.571,10 /218 ημέρες χ 30=) 629,05 ευρώ ο μέσος όρος ανά μήνα των επιδομάτων Πάσχα και Χριστουγέννων 2022 = 5.633,53 ευρώ /30 = 187,79 ευρώ για κάθε δρομολόγιο και συνολικά (187,79 χ 7,28)=], έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.105,35 ευρώ, όπως προκύπτει από τις αποδείξεις μισθοδοσίας σε συνδυασμό με τα σχετικά εμβάσματα πληρωμής και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 261,77 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, στις 4.12.2021, ενώ εργαζόταν στο κατάστρωμα της πλώρης, παραπάτησε με αποτέλεσμα να υποστεί κάκωση / διάστρεμα αριστερής ποδοκνήμης. Ο τραυματισμός του αυτός συνιστά εργατικό ατύχημα υπό την έννοια του άρθρου 1 κ.ν. 551/1915, αφού πρόκειται για βίαιο συμβάν που επήλθε κατά τη διάρκεια της εργασίας του. Κατόπιν παραπεμπτικού σημειώματος που εκδόθηκε από τον πλοίαρχο, ο ενάγων εξετάστηκε στις 5.12.2021 από την συνεργαζόμενη με την εναγομένη ιδιωτική κλινική ……. και αφού κρίθηκε μη ικανός προς εργασία, απολύθηκε την ίδια ημέρα λόγω τραυματισμού του. Ο ενάγων επανεξετάσθηκε από ιατρό στις 8.12.2021, στις 29.12.2021 και στις 7.1.2022, οπότε κρίθηκε ικανός προς εργασία (βλ. σχετ. ιατρικές γνωματεύσεις των ιατρών της ανωτέρω ιδιωτικής κλινικής). Για το χρονικό διάστημα από 6.12.2021 έως 8.1.2021 (34 ημέρες), ο ενάγων παρέμεινε σε νοσηλεία κατ’οίκον και δικαιούται για μισθούς ασθενείας α) από 6.12.2021 έως 31.12.2021, το ποσό των 1.563,61 ευρώ (1.044,13 ευρώ μισθός ενεργείας + 519,48 ευρώ για αντίτιμο τροφής 26 ημερών=) και β) από 1.1.2022 έως 8.1.2022, το ποσό των 495,55 ευρώ (330,91 ευρώ μισθός ενεργείας + 164,64 ευρώ για αντίτιμο τροφής 8 ημερών=), επομένως δικαιούται συνολικά το ποσό των 2.059,16 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε ποσό 2.050,14 ευρώ και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 9.02 ευρώ, ως το ποσό αυτό επιδικάστηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και δεν αμφισβητείται ειδικά από τους διαδίκους με λόγο έφεσης. Επίσης αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, εξαιτίας του τραυματισμού του, που επήλθε συνεπεία του προαναφερόμενου ατυχήματος, κατέστη πρόσκαιρα, πλήρως ανίκανος για τη συνέχιση του ναυτικού επαγγέλματος για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα των 34 ημερών, απορριπτόμενου του πέμπτου λόγου της έφεσης της εναγομένης (υπό στοιχ Α) κατά το πρώτο σκέλος αυτού και επομένως οφείλεται σε αυτόν αποζημίωση ατυχήματος σύμφωνα με τα άρθρα 1,2 και 3 παρ.3 του Ν.551/1915, που αντιστοιχεί στο ήμισυ του αναλογούντος κατά τον χρόνο του ατυχήματος μισθού. Οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, κατά την ημέρα του ατυχήματος, ανέρχονταν κατά τα ανωτέρω, στο ποσό των 5.356,03 ευρώ. Σε αυτές περιλαμβάνονται, ο μέσος όρος μηνιαίας υπερωριακής αμοιβής του για παροχή εργασίας 12 ωρών, το επίδομα αδείας και ο μέσος όρος της αμοιβής για έκτακτες εργασίες και για την εκτέλεση καθηκόντων πυρασφάλειας, απορριπτόμενου του ερευνόμενου (πέμπτου) λόγου της υπό στοιχ Α έφεσης κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Επίσης έχουν συνυπολογιστεί σε αυτές η αναλογία δώρων εορτών, κατά παραδοχή του τέταρτου λόγου της υπό στοιχ Β έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών – ενάγων παραπονείται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα δεν συνυπολόγισε το εν λόγω ποσό στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του. Επομένως η αποζημίωση που δικαιούται να λάβει ανέρχεται στο ποσό των 3.035,18 ευρώ [5.356,03: 30 ημέρες = 178,54 ευρώ το ημερομίσθιο : 2 = 89,27 x 34 ημέρες =], έναντι του οποίου έλαβε, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη μετ’επικλήσεως από την εναγομένη αναλυτική κατάσταση μισθοδοσίας, το ποσό των 1.889,47 ευρώ και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 1.145,71 ευρώ. Επίσης η εναγομένη υποχρεούται, βάσει του άρθρου 7 του ν.551/1915, να καταβάλει στον ενάγοντα τα έξοδα για τις ιατρικές δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε συνεπεία του τραυματισμού του, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του πέμπτου λόγου της υπό στοιχ Α έφεσης, κατά το τρίτο σκέλος του (και κατόπιν αυτού απορριπτέου στο σύνολό του), με τον οποίο η εκκαλούσα – εναγομένη παραπονείται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα έκρινε ότι οφείλει τα έξοδα αυτά. Οι εν λόγω δαπάνες ανέρχονται στο ποσό των 75,54 ευρώ (σχετ. η υπ’αριθ. 108/6.12.2021 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του ιατρού ορθοπεδικού Μιχαήλ Παπαδάκη ποσού 40,00 ευρώ και η υπ’αριθ. 151173/8.12.2021 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του διαγνωστικού κέντρου OLYMPIC DIAGNOSTICS PIRAEUS I.A.E ποσού 35,54 ευρώ για συμμετοχή του ενάγοντος στο κόστος μαγνητικής τομογραφίας).
VΙ. Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984, ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Η ανωτέρω διάταξη, όμως, έχει εφαρμογή στην περίπτωση άσκησης δικαιώματος από το δικαιούχο, όταν δηλαδή αυτός επιδιώκει την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει στο δικαίωμά του και όχι όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001/1013, ΑΠ 950/1989, Δνη 1991/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985/239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008/1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002/472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993/256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα του αγωγικού δικαιώματος, αποκρούοντας δηλαδή την εφαρμογή του ως μη αναγνωριζόμενου από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003/36, ΕφΠειρ. 13/1995, Δνη 1996/423 = ΔΕΕ 1995/403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βουλήσεως του υποχρέου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της ασκήσεώς του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί καταχρήσεως (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985/1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ. 2000/806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ. 966/2010, Δνη 2012/188), η δε διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, όπως και πιο πάνω σημειώθηκε, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ο.π, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημοσίας τάξεως άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ 196/2000, ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ο.π.).
Με τον έκτο και τελευταίο λόγο της υπό στοιχ Α έφεσης, η εκκαλούσα – εναγόμενη επαναφέρει τον και πρωτοδίκως επικουρικώς προβληθέντα αμυντικό ισχυρισμό της, ότι η άσκηση της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση περιουσιακών αξιώσεων που είναι υπέρογκες και της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, ο ενάγων με θετικές ενέργειές του, της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις υπό κρίση αξιώσεις του. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο εφεσίβλητος – ενάγων, ο οποίος απασχολήθηκε σε πλοία της εναγομένης επί πολυετία, ουδέποτε την όχλησε ως προς την εξόφληση των επίδικων απαιτήσεων και ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για δήθεν μη καταβολή της προσήκουσας αμοιβής του, ότι υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής απασχόλησής του και τις αναλυτικές αποδείξεις μισθοδοσίας του, τις οποίες παραλάμβανε, χωρίς να εκφράσει την παραμικρή αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αμοιβών του, ενώ δια της υπογραφής των μηνιαίων δελτίων ωρών εργασίας του, κατ’ουσίαν αναγνώριζε και διαβεβαίωνε την εργοδότρια εταιρεία περί της ανυπαρξίας επιπρόσθετων ωρών απασχόλησής του, δημιουργώντας της την ακλόνητη πεποίθηση ότι δεν υφίστανται άλλες αξιώσεις του κατ’αυτής. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος όχι μόνον διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εκκαλούσα – εναγομένη, παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος, αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος αυτού του τελευταίου, απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αλλά και επειδή τα επικαλούμενα περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της ιδίας διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Αλλωστε η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος ναυτικού, συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια, της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά που θα μπορούσε να στηρίξει τον ένδικο ισχυρισμό της εναγομένης περί κατάχρησης δικαιώματος του ναυτικού, θα συνιστούσε η υπογραφή του ίδιου σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής απασχόλησης, εφόσον τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος ο ναυτικός και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότρια, η οποία θα τις ενέκρινε και στη συνέχεια εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών, που ο ίδιος υποστήριξε εξ αρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του ναυτικού, συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη. Ούτε όμως, υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα, μπορεί μόνο το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγομένη η ευδοκίμηση της αγωγής, να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό της εναγομένης, ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και αφού παρατεθούν οι παραληφθείσες αιτιολογίες της απορριπτικής κρίσης της εκκαλουμένης, ο ερευνώμενος λόγος της υπό στοιχ Α έφεσης θα απορριφθεί ως αβάσιμος.
VII. Για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και το επίδομα αδείας τάσσεται από το νόμο (άρθρα 10 της ΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση του Ν. 1082/1980, 4 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945, του Ν. 4504/1961 και 1 παρ. 3 του ΝΔ 4547/1966) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου, η 30ή Απριλίου και η τελευταία το αργότερο ημέρα του οικείου έτους αντιστοίχως), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι συνέπειες της υπερημερίας οφειλέτη (ΟλΑΠ 40/2002, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της υπό στοιχ Β έφεσης, ο εκκαλών – ενάγων, αποδίδει πλημμέλεια στην εκκαλουμένη ως προς την εφαρμογή του νόμου, παραπονούμενος ότι όρισε την έναρξη της τοκοφορίας του ποσού που έκρινε ότι του οφείλεται ως διαφορά επί του δώρου Χριστουγέννων του έτος 2022 από την 1.1.2023, ενώ ορθά εάν έκρινε έπρεπε να δεχθεί ότι δήλη ημέρα καταβολής του δώρου Χριστουγέννων είναι η ημέρα της απολύσεως αυτού. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι όπως προαναφέρθηκε, για την καταβολή της αναλογίας επιδόματος Χριστουγέννων ορίζεται δήλη ημέρα η 31η Δεκεμβρίου του οικείου έτους (εν προκειμένω η 31.12.2022), μετά την πάροδο της οποίας ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος και συνεπώς υπόχρεος καταβολής τόκων υπερημερίας.
Μετά ταύτα, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η υπό στοιχ. Α έφεση, να γίνει εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη η υπό στοιχ. Β έφεση, κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους της και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν και μη ανατραπέν μέρος της για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτέλεσής της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 13.957,43 ευρώ (1.942,96 + 4.963,60 + 975,76 + 1.808,73 + 907,33 + 1.340,90 + 526,11 + 261,77 + 9,02 + 1.145,71 + 75,54=) ευρώ νομιμοτόκως από την επομένη της τελευταίας απόλυσής του, ήτοι από 4.9.2022, πλην του ποσού των 1.340,90 ευρώ που αφορά στη διαφορά αναλογίας του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων του έτους 2022, το οποίο είναι τοκοφόρο από 1.1.2023. Κατόπιν αυτών παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του θεμελιωθέντος στη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ και υποβληθέντος, με την έφεση, αιτήματος της εναγομένης – εκκαλούσας της υπό στοιχ. Α έφεσης, για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα, του χρηματικού ποσού των 8.304,41 ευρώ, σε συμμόρφωση προς την προσωρινώς εκτελεστή διάταξη της εκκαλουμένης, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν. Τέλος, η εναγομένη, λόγω της ήττας της πρέπει να καταδικαστεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 180, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 27-12-2023 έφεση και την από 25.6.2024 έφεση, στρεφόμενες κατά της υπ’αριθ. 2505/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών).
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 27.12.2023 έφεση.
Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ουσίαν την από 25.6.2024 έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ουσίαν.
Δέχεται αυτήν εν μέρει.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των δεκατριών χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα επτά ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (13.957,43) νομιμοτόκως από την τελευταία απόλυσή του στις 4.9.2022, πλην του ποσού των χιλίων τριακοσίων σαράντα ευρώ και ενενήντα λεπτών (1.340,90), το οποίο είναι τοκοφόρο από 1.1.2023.
Απορρίπτει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.
Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 25.4.2025
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ