ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 243/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία <<………….>>, η οποία εδρεύει στην ……., με ΑΦΜ ……. . και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Γιαννάτο (ΑΜ ΔΣΑ …….) που κατέθεσε την από 19.2.2025 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Της εφεσίβλητης: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<………….>>, που εδρεύει στον Πειραιά, επί της οδού …….., με ΑΦΜ ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη, δυνάμει του υπ’αριθ. ……../12.2.2024 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Πειραιά …….., από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Τσακίρη (ΑΜ ΔΣΑ ……….), που κατέθεσε την από 19.2.2025 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 16.1.2020 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/…./ΕΑΚ/…../2020 αγωγή, με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’αριθ. 1445/2021 οριστική απόφαση, με την οποία έκανε δεκτή την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εν όλω ηττηθείσα εναγομένη με την από 13.12.2021, στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …./15.12.2021 και αριθ.καταθ. ενδ. μέσου …./15.12.2021 έφεση, η οποία προσδιορίστηκε στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./2.6.2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/2.6.2023 και ορίστηκε η συζήτηση αυτής, αρχικά για τη δικάσιμο της 15.2.2024 και μετά από νόμιμη αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω, αναφέρθηκαν με τις προτάσεις τους στους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’αριθ. 1445/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, κατ’αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 15.12.2021, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 14.7.2021. Πρέπει συνεπώς η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρ. 532 ΚπολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρ. 522, 524 και 533 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου, που μνημονεύεται ρητά στη συνταχθείσα από το Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό ………../15.12.2021 έκθεση καταθέσεως δικογράφου ενδίκου μέσου.
Ι. Κατά το άρθρο 261 εδ. α’ ΑΚ, η παραγραφή διακόπτεται, μεταξύ άλλων, με την άσκηση της αγωγής, δηλαδή με την επίδοση αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής αγωγής (ΑΠ 953/2012). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 261 εδ. β’ ΑΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20-3-2013 (ΦΕΚ Α 74/20-3-2013), η παραγραφή που διακόπηκε με την άσκηση της αγωγής αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Έτσι, ως διακοπτική διαδικαστική πράξη θεωρείται κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων και πληρεξουσίων των ή του δικαστηρίου, που περιέχει τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και είναι αναγκαία κατά τον ΚΠολΔ για την έναρξη, συνέχιση, διεξαγωγή ή αποπεράτωση της δίκης. Εξάλλου η κατά τα ανωτέρω παραγραφή, όπως το άρθρο 261 ΑΚ ίσχυε, πριν την ως άνω τροποποίησή του, μπορούσε να συμπληρωθεί “εν επιδικία”, αν μεταξύ δύο διαδικαστικών πράξεων παρέλθει χρονικό διάστημα ισόχρονο με την παραγραφή, που διακόπηκε. Όμως, για να αρχίσει εκ νέου η διακοπείσα παραγραφή, από την τελευταία διαδικαστική πράξη του Δικαστηρίου, η οποία παραγραφή είναι ισόχρονη με την διακοπείσα και να μπορεί να συμπληρωθεί, με την παρέλευση του χρόνου, που ισχύει γι` αυτήν, εφόσον δεν μεσολαβήσει κάποια νέα διαδικαστική πράξη ή άλλος λόγος διακοπής, πριν από την τελεσίδικη περάτωση της δίκης, προϋποτίθεται ότι είναι δυνατή η περαιτέρω προώθηση της υπόθεσης, με πράξεις των διαδίκων, ήτοι αδράνεια του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξιώσεώς του. Τέτοια διαδικαστική πράξη αποτελεί, μεταξύ άλλων και η κατάθεση κλήσεως προς ορισμό δικασίμου προς περαιτέρω συζήτηση και μάλιστα χωρίς ανάγκη επίδοσής της (ΑΠ 1683/84) ως και ο ορισμός δικασίμου, αφού δι` αυτής συντελείται συνέχιση προς ολοκλήρωση της δίκης (ΑΠ 53/2002). Η νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 261 ΑΚ κινείται, ενόψει του επιδιωκομένου δι` αυτής σκοπού της εκκαθαρίσεως των συναλλαγών, εντός του πλαισίου της καθιερούμενης με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητος (ΑΚ 61/2013). Ήδη, όμως, με το άρθρο 261 ΑΚ, όπως τούτο αντικαταστάθηκε, ορίζεται πλέον ότι την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής, η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ` άλλον τρόπο περάτωση της δίκης (παραγ.1), στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι (6) μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου, εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης, η δε διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Έτσι ορίστηκε πλέον νομοθετικά και για τις εκκρεμείς υποθέσεις, για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση, η άσκηση της αγωγής ως ειδικό ανασταλτικό γεγονός του χρόνου νέας παραγραφής της αξίωσης, ο οποίος διαφορετικά θα άρχιζε αμέσως μετά την διακοπή που επέρχεται με την επίδοση της αγωγής, η οποία ήταν ισόχρονη, έστω και βραχυπρόθεσμη και το ανασταλτικό αυτό αποτέλεσμα εξακολουθεί από το ανώτερο σημείο διακοπής και για όσο διαρκεί η δίκη της αγωγής, αποκλείοντας την παραγραφή της αξίωσης εν επιδικία μέχρι την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης ή την κατ` άλλο τρόπο περάτωση της δίκης και επαναφέροντας την παραγραφή εν επιδικία, μόνο, στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η οποία, όμως μπορεί εκ νέου να διακοπεί με διαδικαστικές πράξεις διαδίκου. (Α.Π.950/2015 Α.Π. 361/2019). Όπως προκύπτει, λοιπόν, από τη συνδυαστική ερμηνεία των διατάξεων του (νέου) άρθρου 261 ΑΚ, η αναστολή της παραγραφής, η οποία ξεκινά από τη χρονική στιγμή της διακοπής της παραγραφής με την άσκηση της αγωγής, διαρκεί για έξι μήνες, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου, συνεχίζει δε για όσο χρόνο δεν επιχειρούνται από τους διαδίκους διαδικαστικές πράξεις, ώστε κατ` αποτέλεσμα, η παραγραφή να συμπληρώνεται όταν παρέλθει χρόνος ίσος με την παραγραφή προσαυξανόμενος κατά έξι μήνες, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, της αδράνειας των διαδίκων. Επί της τελευταίας αυτής προϋπόθεσης, όμως, ο νόμος, για την περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης, προβλέπει επιπλέον, στη δεύτερη παράγραφο του νέου άρθρου 261 ΑΚ, ότι η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου “εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς”. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη έχει ως συνέπεια, επί δικονομικών προθεσμιών που είναι μεγαλύτερες των έξι μηνών [διότι εάν είναι μικρότερες, καλύπτονται από το εξάμηνο της αναστολής), να μην υποκύπτει η επίδικη αξίωση σε παραγραφή. όσο διαρκεί η εν λόγω προθεσμία. Περαιτέρω κατά το άρθρο 277 ΑΚ, το δικαστήριο δεν λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη την παραγραφή που δεν έχει προταθεί ούτε και την αντένσταση περί αναστολής ή διακοπής αυτής (ΑΠ 1667/2014, 98/2015) προταθείσης όμως της ενστάσεως της παραγραφής, το Δικαστήριο εξετάζει εάν όντως επήλθε η συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής με έρευνα των προϋποθέσεων που στοιχειοθετούν αυτή και αναφέρονται στο λόγο της ενστάσεως σε συνδυασμό με τη θέση του καθ` ου η ένσταση, ο οποίος μπορεί να μην απαντήσει με αντένσταση (η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο αλλά κατόπιν επίκλησης από τον διάδικο που αποκρούει την παραγραφή), αλλά μπορεί να αρνηθεί μόνο τις προϋποθέσεις της ενστάσεως (ΑΠ 656/2022, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ με αναφορά σε ΑΠ 1667/2014 και ΑΠ 1279/2014).
Η εκκαλούσα – εναγομένη, με τις από 14.2.2024 προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προέβαλε την ένσταση παραγραφής εν επιδικία της ένδικης απαίτησης της εφεσίβλητης – ενάγουσας, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, επήλθε κατά το χρόνο μεταξύ της εκδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως και της επιδόσεως αντιγράφου της κρινόμενης έφεσης, με προσαρτημένη σε αυτήν, την έκθεση προσδιορισμού δικασίμου της γραμματείας του Εφετείου Πειραιώς. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι η παραγραφή της αξίωσης της εναγομένης, η οποία ξεκίνησε στις 1.1.2020 (εφόσον η αξίωσή της, κατά τις παραδοχές της εκκαλουμένης γεννήθηκε στις 20.8.2019), διεκόπη με την έγερση της αγωγής, ότι η εκκαλουμένη εκδόθηκε στις 14.7.2021 και ότι η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στις 15.12.2021 με μόνη την κατάθεση του ενδίκου μέσου στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Οτι έκτοτε δεν ακολούθησε άλλη διαδικαστική πράξη εντός 6μήνου, οπότε η ενιαύσια παραγραφή της απαίτησης επανεκκίνησε στις 15.6.2022, ενώ η επόμενη διαδικαστική πράξη, που ήταν η επίδοση αντιγράφου της έφεσης με προσαρτημένο τον προσδιορισμό δικασίμου προς συζήτηση, συντελέστηκε στις 8.9.2023, δηλαδή σε χρόνο μεγαλύτερο του έτους. Από την παραδεκτή, στο στάδιο αυτό, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στις 15.12.2021 στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, οπότε μετά την πάροδο εξαμήνου, ήτοι από την 15.6.2022, επανεκκίνησε η παραγραφή της ένδικης απαίτησης, η οποία αναμενόταν να συμπληρωθεί στις 15.6.2023. Ωστόσο, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της έφεσης, το οποίο επιδόθηκε στην εκκαλούσα – εναγομένη στις 8.9.2023 (βλ. σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή επί του σώματος αυτής), είχε προηγηθεί στις 2.6.2023 ο προσδιορισμός της δικασίμου για τη συζήτησή της, ο οποίος επισπεύθηκε με φροντίδα της εφεσίβλητης, δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της ……….. Η τελευταία προσκόμισε αντίγραφο του δικογράφου του ενδίκου μέσου στη γραμματεία του Δικαστηρίου που αυτό απευθύνεται, ακολούθως δε με την υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/……………/2.6.2023 πράξη του γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου ορίστηκε ως χρόνος συζήτησης της έφεσης η 15.2.2024. Ο ορισμός δικασίμου για τη συζήτηση της έφεσης, που συντελέστηκε με πρωτοβουλία της εφεσίβλητης – ενάγουσας, η οποία δεν αδράνησε ως προς την επιδίωξη της ικανοποίησης της απαίτησής της, τουταντίον επεδίωξε την πρόοδο και αποπεράτωση της υπόψη δίκης, συνιστά διαδικαστική πράξη, υπό την έννοια του άρθρου 261 παρ.2 ΑΚ. Μετά ταύτα, η παραγραφή της απαίτησης της εφεσίβλητης, διακόπηκε στις 2.6.2023, επανεκκίνησε μετά την πάροδο εξαμήνου, ήτοι από την 2.12.2023 και δεν συμπληρώθηκε έως το χρόνο ορισμού της συζήτησης (15.2.2024), ακολούθως δε με απόφαση του δικαστηρίου, η οποία, ως διαδικαστική πράξη, διέκοψε εκ νέου την παραγραφή, η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 20.2.2025, οπότε συζητήθηκε. Κατόπιν αυτών, η ένσταση παραγραφής της υπόθεσης κατά τη διάρκεια επιδικίας που προέβαλε η εκκαλούσα – εναγομένη, τυγχάνει απορριπτέα.
IΙ. Οι λόγοι εφέσεως δεν πρέπει μόνο να είναι σαφείς και ορισμένοι, αλλά πρέπει να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητάς τους να επέρχεται ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως. Λόγος, όμως, εφέσεως, ο οποίος και αληθής υποτιθέμενος δεν ασκεί έννομη επιρροή και, επομένως, δεν δύναται να οδηγήσει κατά νόμο στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, είναι αλυσιτελής και κατά τούτα απορριπτέος ως απαράδεκτος αφού στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση (βλ. σχ. ΑΠ 122/2014, Εφ.Πειρ. 6/2021, Εφ.Πειρ. 425/2021, Εφ.Αιγαίου 37/2021 δημ. σε Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, βλ. και Σαμουήλ Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ σελ. 193). Περαιτέρω με το άρθρο 3 του Ν. 4640/2019 (ΦΕΚ Α`190/30-11-2019), με έναρξη ισχύος από τη δημοσίευσή του, ορίζεται ότι στη διαδικασία της διαμεσολάβησης μπορούν να υπαχθούν αστικές και εμπορικές διαφορές, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενες ή μέλλουσες, εφόσον τα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου (παρ. 1), ότι πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να ενημερώσει τον εντολέα του εγγράφως για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής, σύμφωνα με την παράγραφο 1, καθώς και για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία και τη διαδικασία αυτής των άρθρων 6 και 7 του ίδιου νόμου (παρ. 2), ενώ στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 2, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 του Ν. 4647/2019 (ΦΕΚ Α`204/16-12-2019), ορίζεται ότι «το ενημερωτικό έγγραφο συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής που τυχόν ασκηθεί ή με τις προτάσεις το αργότερο μέχρι τη συζήτησή της, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για τις αγωγές που έχουν κατατεθεί από 30.11.2019 έως σήμερα». Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι η υποχρέωση προσκόμισης του ενημερωτικού εγγράφου περί της δυνατότητας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς υφίσταται για όλες τις αγωγές, που αφορούν αστικές και εμπορικές διαφορές, οι οποίες κατατέθηκαν από την 30η-11-2019 και εντεύθεν, εφόσον βέβαια οι διάδικοι έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου τους. Η υποχρέωση αυτή υφίσταται ανεξαρτήτως της τυχόν υπαγωγής των αγωγών αυτών και στις περιπτώσεις του άρθρου 6 του ιδίου νόμου, ήτοι στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, όπως αυτή ρυθμίζεται στο άρθρο 7 του ίδιου νόμου. Στην περίπτωση αυτή επιβάλλεται και η πρόσθετη υποχρέωση κατάθεσης μαζί με τις προτάσεις και του πρακτικού της παραπάνω συνεδρίας, καθώς και η μνεία στο έντυπο του άρθρου 3 παρ. 2 της ενημέρωσης του εντολέα για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία. Σημειώνεται δε ότι, ενώ η έναρξη ισχύος των άρθρων 6 και 7 του νόμου αυτού, ως προς τις υποθέσεις της περ. β’ του άρθρου 44 αυτού, μετατέθηκε αναδρομικά για την 1η-7-2020 (άρθρο 74 παρ. 14 του Ν. 4690/2020), δεν μετατέθηκε η έναρξη ισχύος εφαρμογής του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, που παρέμεινε σε ισχύ από την άνω ημερομηνία, ήτοι την 30η-11-2019. Σκοπός του νομοθέτη, μέσω της υποχρεωτικής έγγραφης ενημέρωσης του διαδίκου από τον εντολέα του, είναι η προώθηση της εξοικείωσης των πολιτών με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης και η υποχρεωτική ενημέρωσή τους σχετικά με αυτήν και τα οφέλη της, ως εναλλακτική οδός επίλυσης των διαφορών και όχι ως υποκατάστατο της προσφυγής στη δικαιοσύνη και να άγεται μία διαφορά στην δικαιοσύνη, μετά από επίγνωση των μερών ότι αυτή δεν δύναται να επιλυθεί μέσω ενός τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή, που δεν κρίνει τα μέρη και τη διαφορά, αλλά συμβάλλει στην επικοινωνία των μερών για την εύρεση του κοινού τόπου που θα οδηγήσει στην αποκατάσταση της μεταξύ τους σχέσης (βλ. αιτιολογική έκθεση του Ν. 4640/2019 στο οικείο χωρίο της για το άρθρο 3 αυτού και ΕφΠειρ 194/2023, δημοσιευμένη στην τράπεζα νομικών πληροφοριών NOMOS). Με βάση την ως άνω ρύθμιση του νόμου δεν είναι δυνατή η δρομολόγηση της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας (ΥΑΣ) σε μεταγενέστερο της κατάθεσης των προτάσεων στάδιο της δίκης. Η μη διεξαγωγή της ΥΑΣ στις περιπτώσεις που αυτή απαιτείται, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το επιληφθέν της υπόθεσης δικαστήριο κατά την έρευνα του παραδεκτού της συζήτησης της αγωγής και ως δικονομική κύρωση της έλλειψης αυτής, προβλέπεται το απαράδεκτο της συζήτησης της αγωγής (άρθρο 6 παρ. 1 εδ. τελ. του ν. 4640/2019). Επίσης η έλλειψη αυτή προτείνεται στο δικαστήριο και από το διάδικο, ο οποίος την επικαλείται, προβάλλοντας τη σχετική δικονομική αναβλητική ένσταση και το δικαστήριο με μη οριστική απόφαση κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Όμως η δικονομική ένσταση περί μη τήρησης της ΥΑΣ προτείνεται μόνο ενώπιον του δικαστηρίου που εκδικάζει την υπόθεση σε πρώτο βαθμό και δεν μπορεί να εξετασθεί σε άλλο δικαστήριο. Επομένως ο σχετικός λόγος εφέσεως περί εσφαλμένης κήρυξης απαράδεκτης της συζήτησης της αγωγής λόγω μη τήρησης της ΥΑΣ είναι απορριπτέος λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος, επειδή προβάλλεται αλυσιτελώς, αφού δεν μπορεί να οδηγήσει σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης (Τριμ.Εφ.Πειρ. 55/2025, δημ. ΝΟΜΟΣ, με αναφορά σε Χρ. Πλατιά “Η διαμεσολάβηση” Χ. Μαχαίρας – Γ. Ορφανίδης – Στ. Πανταζόπουλος έκδοση 2024 άρθρο 6, αρ. 22 σελ. 108-109).
ΙΙΙ. Στο άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 12 του ν. 4842/2021, ορίζεται η κατάθεση των προτάσεων σε δίκες της τακτικής διαδικασίας μέσα στην εκεί οριζόμενη νόμιμη προθεσμία. Αν κάποιος διάδικος δεν καταθέσει προτάσεις ή καταθέσει εκπρόθεσμα προτάσεις, αλλά και όταν αυτός καταθέσει προτάσεις, η διαδικασία συνεχίζεται και προσδιορίζεται δικάσιμος (άρθρο 237 παρ. 3,4 ΚΠολΔ) και επακολουθεί η τυπική συζήτηση της υπόθεσης, που γίνεται και χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους (άρθρο 237 παρ. 4 εδ. προτελ ΚΠολΔ), η δε ενδεχόμενη παρουσία τους στην ημερομηνία της συζήτησης, δίχως προηγουμένως να έχουν καταθέσει προτάσεις δεν έχει κάποια έννομη συνέπεια από άποψη της επέλευσης των εννόμων συνεπειών της ερημοδικίας κάποιου απ` αυτούς (άρθρο 271, 272 ΚΠολΔ) ή την ματαίωση της συζήτησης κατά το άρθρο 260 παρ. 1 ΚΠολΔ, εφόσον δεν παρίστανται όλοι οι διάδικοι προσηκόντως, δίχως να επηρεάζονται οι συνέπειες της άσκησης της αγωγής, οι οποίες εξακολουθούν να διατηρούνται, μεταξύ των οποίων η εκκρεμοδικία, η οποία και αυτή καταλύεται εάν δεν συντρέξουν οι προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 260 ΚΠολΔ δηλ. δεν κατατεθεί κλήση προς συζήτησης της υπόθεσης μέσα στην εκεί οριζόμενη νόμιμη προθεσμία. Συνεπώς, η κανονική συμμετοχή των διαδίκων στη δίκη της τακτικής διαδικασίας συνδέεται πλέον όχι με τη νομότυπη εμφάνισή τους στη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο αλλά με την εμπρόθεσμη κατάθεση των προτάσεών τους. (ΑΠ 71/2023, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο (επικουρικώς προβληθέντα ως προς τους δύο προηγούμενους) λόγους της έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ.2 του Ν.4640/2019 και 61 παρ.1 και 4 του Ν.4194/2013 και δεν κήρυξε ως απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής ενόψει του ότι το ενημερωτικό έγγραφο περί δυνατότητας επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση δεν προσκομίστηκε με τις προτάσεις της ενάγουσας αλλά κατατέθηκε στο ακρατήριο από την εμφανισθείσα, ενώπιον του Δικαστηρίου, δικηγόρο ……….., η οποία δεν κατέθεσε το αναγκαίο για την παράστασή της γραμμάτιο εισφορών του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Ωστόσο, με το περιεχόμενο αυτό, οι ερευνώμενοι λόγοι, οι μεν πρώτος και τρίτος, με τους οποίους προσάπτεται στην εκκαλουμένη η πλημμέλεια ότι παρέλειψε να κηρύξει απαράδεκτη τη διαδικαστική πράξη της παράστασης της ως άνω δικηγόρου κατά τη συζήτηση στο ακραοτήριο και ότι μη νόμιμα δέχθηκε την προσκομιδή του προαναφερόμενου ενημερωτικού εγγράφου, ο δε δεύτερος με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι η εκκαλουμένη όφειλε να εφαρμόσει την διάταξη του άρθρου 3παρ.2 ν.4640/2019, οπότε και αφού διαπιστώσει ότι το ενημερωτικό έγγραφο περί δυνατότητας επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση δεν προσκομίστηκε με τις προτάσεις της αντιδίκου, να κηρύξει τη συζήτηση της αγωγής απαράδεκτη, αλυσιτελώς προβάλλονται και πρέπει, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες νομικές σκέψεις, να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.
ΙV. Κατά το άρθρο 216 παρ.1 Κ.Πολ.Δ η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 177, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, γ) ορισμένο αίτημα. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται όλα τα παραπάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται ασαφώς ή ελλιπώς, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά το δικόγραφο αυτής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, με αποτέλεσμα το απαράδεκτο αυτού. Το απαράδεκτο αυτό ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, διότι αποτελεί ζήτημα αναγόμενο στην τήρηση της προδικασίας, που αφορά τη δημόσια τάξη. Η αοριστία της αγωγής δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, αλλά ούτε και με την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 187/2006 Δ 2006.907, ΑΠ 252/2006 Δ 2006.1066). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των αρθρ. 681 και 694 ΑΚ προκύπτει ότι με τη σύμβαση έργου ο ένας συμβαλλόμενος, που καλείται εργολάβος, αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο αντισυμβαλλόμενος, που καλείται εργοδότης, να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή με την παράδοση του έργου. Νοείται ως έργο κάθε τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και δραστηριότητας του εργολάβου, στο οποίο απέβλεψαν τα μέρη της σύμβασης, ενώ ως παράδοση του έργου νοείται η εκπλήρωση της κύριας υποχρέωσης του εργολάβου, που συνίσταται στην εκτέλεση του έργου και στην προσπόρισή του στον εργοδότη, δηλαδή η περιέλευση του έργου στη σφαίρα εξουσίασης του εργοδότη, με την προϋπόθεση ότι το έργο είναι αυτό που συμφωνήθηκε και όχι εντελώς διαφορετικό, διότι τότε δεν θεωρείται ότι ο εργολάβος προεκπλήρωσε την παροχή του, ώστε να δικαιούται κατά το άρθρ. 694 ΑΚ της συμφωνημένης αμοιβής του (ΑΠ 346/2010), η οποία μπορεί κατά την κατάρτιση της σύμβασης να ορισθεί κατ` αποκοπή, κατά μονάδα, επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικώς, χρονικώς, σε ποσοστά ή και να καταλειφθεί ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού της. Επομένως, η αγωγή, με την οποία ο εργολάβος ενάγει τον εργοδότη για την καταβολή της αμοιβής του, είναι ορισμένη, κατά τις παραπάνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και το άρθρ. 216 ΚΠολΔ, όταν σ` αυτή περιγράφεται το έργο που συμφωνήθηκε, προσδιορίζεται το είδος και το ύψος της οφειλόμενης αμοιβής και αναφέρεται ότι το έργο εκτελέσθηκε με τον προσήκοντα τρόπο και παραδόθηκε στον εργοδότη (ΑΠ 508/2008, ΑΠ 1363/2008, ΑΠ 257/2009, ΑΠ 1255/2010, ΑΠ 682/2010, ΑΠ 883/2011, ΑΠ 119/2014, ΑΠ 633/2021), και αν αυτή είχε συμφωνηθεί κατά μονάδα εργασίας και ποιες ποσότητες στις συμφωνηθείσες μονάδες από κάθε εργασία εκτελέστηκαν ή ότι συμφωνήθηκε, πως ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει την αμοιβή σε χρόνο προγενέστερο της παράδοσης του έργου ή ότι συμφωνήθηκε ότι η παράδοση του έργου και η καταβολή της αμοιβής θα γίνει κατά τμήματα (ΕφΑθ 214/2015 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, με παραπομπή σε ΑΠ 233/2016, ΑΠ 988/2015, ΑΠ 329/2007).
V. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 524, 525, 526 και 536 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι, με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, (μόνο) κατά τα καθοριζόμενα με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους όρια (ΑΠ 419/ 2004 Ε.Δ 47.146). Το Εφετείο επιλαμβανόμενο της διαφοράς εξετάζει εάν, κατ’ ορθή εφαρμογή του νόμου, το κατώτερο δικαστήριο αποφάσισε προσηκόντως ή όχι, τηρώντας την αυτή όπως και το πρωτοβάθμιο διαδικασία (ΑΠ 8/1987 ΕΔ 29.112). Συνεπώς έχει ως προς την αγωγή, (εισαγωγικό δικόγραφο), την αυτή όπως και εκείνο εξουσία (ΑΠ 414/1976 ΝοΒ 24.941, ΑΠ 622/1974 ΝοΒ 23. 173, ΕφΑΘ 110/2006 Ε.Δ 48.1477), δυνάμενο και χωρίς υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει οίκοθεν το νόμω βάσιμο αυτής και να την απορρίψει αν ελλείπουν τα κατά νόμο απαιτούμενα για την θεμελίωση της στοιχεία (ΑΠ 7/2001 ΕΔ 42.925). Ειδικότερα, εάν νόμω βάσιμη ή αόριστη αγωγή έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ’ ουσία εν όλω ή εν μέρει, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς ειδικό παράπονο, να εξετάσει το νόμω βάσιμο και ορισμένο αυτής και να την απορρίψει για τις τυπικές αυτές πλημμέλειες (ΑΠ 1216/1997 ΕΔ 39.573, ΕφΑθ 1778/2011 ΝοΒ 2011.982, ΕφΔωδ 295/2005 δημ. Νόμος), αρκεί ο εκκαλών να ζητεί την απόρριψη της, έστω για άλλους λόγους (ΕφΑθ 6868/1988 ΝοΒ 29. 557, ΕφΑθ 1308/1987 ΕΔ 29.524).
Με την από 16.1.2020 αγωγή, η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, εξέθετε ότι διατηρεί επιχείρηση εμπορίας, κατασκευής, τοποθέτησης, συντήρησης και επισκευής ηλεκτρονικών, ηλεκτρικών και πνευματικών συστημάτων μετρήσεων και ελέγχου και αυτοματισμού επί πλοίων και βιομηχανικών και βιοτεχνικών εγκαταστάσεων και ότι η εναγομένη, η οποία διατηρεί στην ιδιοκτησία της το πλοίο Ε/Γ ΣΙΙ ΝΠ ….., της διαβίβασε σε συνέχεια της μεταξύ τους επικοινωνίας, πρόσκληση προς πρόταση σύμβασης για την εκτέλεση ηλεκτρολογικών και πνευματικών εργασιών επί του ανωτέρω πλοίου της. Οτι για το σκοπό αυτό μετέβη στην Αλεξανδρούπολη (όπου ναυλοχούσε το πλοίο της εναγομένης), συνεργάτης της ενάγουσας, ο οποίος κατέγραψε τις προς εκτέλεση εργασίες και ότι ακολούθως η ενάγουσα διαβίβασε στην εναγομένη, την υπ’αριθ. …………/6.3.2019 τεχνικοοικονομική της προσφορά, στην οποία περιλαμβάνονταν οι εργασίες που έπρεπε να εκτελεστούν, το κόστος εργατοωρών αυτών, το κόστος μεταφοράς προσωπικού και υλικών, δαπάνες διανυκτέρευσης και λοιπά έξοδα. Οτι στις 19.3.2019 πραγματοποιήθηκε συνάντηση στα γραφεία της εναγομένης, όπου συζητήθηκαν οι όροι της συνεργασίας των δύο εταιρειών, ότι στη συνέχεια η ενάγουσα απέστειλε στην εναγομένη, τις αναφερόμενες στην αγωγή περαιτέρω τεχνικοοικονομικές προσφορές παροχής ηλεκτρολογικών και πνευματικών εργασιών, με τις εκεί αναλυτικά αναφερόμενες εργασίες, όρους και προϋποθέσεις, τις οποίες η εναγομένη αποδέχθηκε και ότι ακολούθως συντάχθηκε μεταξύ των διαδίκων το από 8.4.2019 ιδιωτικό συμφωνητικό, όπως αυτό ενσωματώνεται στην αγωγή. Οτι η ίδια (ενάγουσα) εκτέλεσε τις συμβατικά καθορισμένες εργασίες και ότι απέστειλε στην εναγομένη την από 8.5.2019 <<ενημέρωση προόδου εργασιών>> στην οποία περιλαμβανόταν και πρόσθετη εργασία, την οποία η τελευταία αποδέχθηκε, συμφωνώντας να καταβάλει για την πρόοδο των εργασιών το ποσό των 20.000 ευρώ πλέον του ποσού των 3.483 ευρώ που είχε ήδη καταβάλει ως προκαταβολή. Οτι οι εκτελεσθείσες εκ μέρους της (ενάγουσας) εργασίες παραλήφθηκαν ανεπιφύλακτα από την εναγομένη και ότι η τελευταία, κατόπιν ελέγχου από το ρωσικό νηογνώμονα, έλαβε για το ανωτέρω πλοίο της το σχετικό πιστοποιητικό αξιοπλοϊας. Οτι την 10.6.2019 απέστειλε στην εναγομένη, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, επιστολή, στην οποία ανέλυε το οφειλόμενο ποσό για το σύνολο των εργασιών που είχαν εκτελεσθεί με βάση το μεταξύ τους συναφθέν ιδιωτικό συμφωνητικό και ότι την 12.6.2019 απέστειλε με τον ίδιο τρόπο και τις λοιπές χρεώσεις που αφορούσαν στο κόστος μετακινήσεων προσωπικού και αυτοκινήτων, στα έξοδα μετακινήσεων και διατροφής των τεχνικών και γενικά στο σύνολο κόστους πρόσθετων εργασιών, συνολικού ύψους 10.606,44 ευρώ. Οτι την 3.7.2019 εξέδωσε και απέστειλε στην εναγομένη το υπ’αριθ. ……/2019 τιμολόγιο, στο οποίο παρατίθενται οι εκτελεσθείσες εργασίες και το κόστος αυτών, που ανήλθε συνολικά στο ποσό των 52.483,44 ευρώ, αιτούμενη την αποπληρωμή της οφειλής της εναγομένης, η οποία μετά την αφαίρεση της παρασχεθείσας έκπτωσης και των ήδη καταβληθέντων προκαταβολών, ανέρχονταν στο ποσό των 25.899,44 ευρώ. Οτι η εναγομένη, με την από 25.7.2019 εξώδικη διαμαρτυρία, της δήλωσε ότι αναγνωρίζει μέρος μόνο της οφειλής, ύψους 16.186,59 ευρώ ενώ αμφισβήτησε το υπόλοιπο ποσό των 9.712,94 ευρώ. Οτι παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, η εναγομένη αρνείται να της εξοφλήσει το ποσό των 25.899,44 ευρώ, το οποίο εξακολουθεί να οφείλει. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 3.7.2019, ότε οχλήθηκε με ηλεκτρονική αλληλογραφία για την καταβολή, άλλως από την 30.7.2019, ότε οχλήθηκε δι’εξωδίκου για την καταβολή, άλλως από την 27.8.2019, ότε οχλήθηκε για δεύτερη φορά δι’εξωδίκου για την καταβολή, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως καθώς και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.
Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η ένδικη αγωγή, παραδεκτά εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, προκειμένου να εκδικαστεί κατά την τακτική διαδικασία, ενώ από την επισκόπηση του περιεχομένου της προκύπτει ότι αυτή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 681 επ, 694, 340, 341, 346ΑΚ, 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, πλην του κονδυλίου των 4.181,50 ευρώ, το οποίο κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς (σελ.9 στοιχ.5) αφορά <<πρόσθετες εργασίες κατά τη διάρκεια των επισκευών>> και είναι καταφανώς αόριστο καθώς στην αγωγή ουδεμία αναφορά γίνεται στο είδος των εν λόγω εργασιών, ούτε περιγράφονται, έστω συνοπτικά, οι πρόσθετες αυτές εργασίες που συμφωνήθηκαν και εκτελέσθηκαν από την ενάγουσα, το συμφωνημένο κόστος υλικών και εργολαβικής αμοιβής και η προσήκουσα εκτέλεση και παράδοσή τους στην εναγομένη. Πρέπει συνεπώς να γίνει εν μέρει δεκτός ως βάσιμος και δη κατά το σκέλος αυτού με το οποίο βάλλει κατά του συγκεκριμένου κονδυλίου, ο τέταρτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα – εναγομένη επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό της περί αοριστίας καθώς και ο συναφής προς αυτόν, πέμπτος λόγος της έφεσης κατά το ειδικότερο σκέλος αυτού, με τον οποίο προσάπτεται στην εκκαλουμένη, η πλημμέλεια της ελλιπούς αιτιολογίας, όσον αφορά την παραδοχή ως ορισμένου του ανωτέρω κονδυλίου. Μετά ταύτα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά την ως άνω διάταξη της, με την οποία κρίθηκε η αγωγή, ως προς το ανωτέρω κονδύλιο, ορισμένη και νόμιμη, και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει και δικάσει την αγωγή κατά το εν λόγω κονδύλιο (άρθρο 535 παρ.1 Κ.ΠολΔ.), να την απορρίψει ως αόριστη ως προς το κονδύλιο αυτό και χωρίς ειδικό παράπονο δεδομένου ότι με την κρινόμενη έφεση η εκκαλούσα – εναγόμενη ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της αγωγής ως αβάσιμης, κατά το νόμο και την ουσία (ΕφΑθ 1404/2014 δημ. Νόμος). Οσον αφορά το κονδύλιο των 5.350,00 ευρώ για επιπρόσθετες εργασίες, αυτό τυγχάνει επαρκώς ορισμένο, απορριπτόμενου του περί αοριστίας ισχυρισμού της εναγομένης που επαναφέρεται με τον ανωτέρω ερευνώμενο, τέταρτο, λόγο της έφεσής της, κατά το σκέλος αυτού με το οποίο βάλλει κατά του συγκεκριμένου κονδυλίου και τον συναφή προς αυτόν πέμπτο λόγο της έφεσης κατά το σκέλος αυτού, με το οποίο προσάπτεται στην εκκαλουμένη, η πλημμέλεια της ελλιπούς αιτιολογίας, όσον αφορά την παραδοχή ως ορισμένου του ανωτέρω κονδυλίου. καθώς στο αγωγικό δικόγραφο γίνεται ρητή αναφορά στην πρόσθετη εργασία που εκτελέσθηκε και στο κόστος αυτής και συγκεκριμένα αναφέρεται ότι αφορά “πρόσθετη εργασία υπό 9151.4 SHAFT BREAKER που αφορούσε την επιδιόρθωση της δυσλειτουργίας των μονάδων των φρένων (SHAFT BRAKER) των δύο ελικοφόρων αξόνων του πλοίου και το κόστος του που προσδιορίσαμε στο ποσό των 5.350€” (σελ.6 στοιχ.15-18), ακολούθως δε αναφέρεται ότι οι εκτελεσθείσες από την ίδια (ενάγουσα) εργασίες παραλήφθησαν από την εναγομένη ήδη από την 9 Ιουνίου 2019 (σελ. 7 στοιχ. 9-11).
Από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρ. 336 παρ.3, 339 και 395 ΚΠολΔ), σε μερικά των οποίων θα γίνει ειδική μνεία παρακάτω, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, καθώς και με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφα τους (άρθρα 264 εδάφ. β, 352 παρ. 1 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), από τις υπ’ αριθ. …/10.9.2020 και ………./10.9.2020 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ………., οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας, κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της εναγομένης (βλ. υπ’ αριθ. ………../4.9.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θράκης ……….), τις υπ’ αριθ. ………/2.10.2020 και …………/2.10.2020 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια της εναγομένης, κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της ενάγουσας (βλ. υπ’αριθ. …………./29.9.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς …………), από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, διατηρεί επιχείρηση με σκοπό την εμπορία, κατασκευή, τοποθέτηση, συντήρηση και επισκευή ηλεκτρονικών, ηλεκτρικών και πνευματικών συστημάτων μετρήσεων επί πλοίων, βιομηχανικών και βιοτεχνικών εγκαταστάσεων, έλεγχο συστημάτων αυτοματισμού πλοίων και βιομηχανίας, αντιπροσώπευση στην Ελλάδα οίκων του εσωτερικού ή του εξωτερικού, σχετικά με τα ανωτέρω συστήματα, διενέργεια κάθε φύσεως εργασίας και εμπορικής δραστηριότητας, η οποία σχετίζεται με τους παραπάνω σκοπούς και εμπορία, εισαγωγή, εξαγωγή, αντιπροσωπεία, κατασκευή υλικών, εξαρτημάτων και ανταλλακτικών απαιτούμενων για τις ανωτέρω δραστηριότητες. Η εναγομένη είναι ναυτική εταιρεία και κατά το επίδικο χρονικό διάστημα είχε στην πλοιοκτησία της το πλοίο Ε/Γ-Ο/Γ ΣΙΙ, ΝΠ ……, το οποίο ήταν δρομολογημένο στη γραμμή <<……….>> δυνάμει της υπ’αριθ. ……….17/01/2011 σύμβασης ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας για την εξυπηρέτηση της ανωτέρω δρομολογιακής γραμμής, που συνήψε με το Υπουργείο Ναυτιλίας κατόπιν μειοδοτικού διαγωνισμού. Στο πλαίσιο των ανωτέρω δραστηριοτήτων τους και κατόπιν επικοινωνίας που είχαν μεταξύ τους, η εναγομένη ζήτησε από την ενάγουσα να αποστείλει τεχνικούς της στην ………., προκειμένου να προβούν σε καταγραφή των ηλεκτρολογικών και πνευματικών εργασιών που έπρεπε να εκτελεστούν στο πλοίο. Κατόπιν επίσκεψης του τεχνικού της ενάγουσας, …………, που έλαβε χώρα την 2.3.2019 και αποτύπωσης των αναγκαίων προς εκτέλεση εργασιών, η ενάγουσα απέστειλε στην εναγομένη την υπ’αριθ. …………./6.3.2019 τεχνικοοικονομική προσφορά, η οποία περιλάμβανε τις ηλεκτρολογικές και πνευματικές εργασίες που θα έπρεπε να εκτελεστούν επί της αριστερής κύριας μηχανής του πλοίου, το κόστος αυτών και τους γενικούς όρους συνεργασίας των μερών. Την ίδια ημέρα (6.3.2019) η ενάγουσα διαβίβασε στην εναγομένη, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τον τιμοκατάλογό της για εργασίες που θα υλοποιούνταν εκτός του νομού Αττικής και αφορούσαν, μεταξύ άλλων, το κόστος μετακινήσεων και διανυκτερεύσεων των τεχνικών της. Στις 15.3.2019, η εναγομένη πρότεινε στην ενάγουσα να πραγματοποιηθεί συνάντηση στα γραφεία της προκειμένου να διευκρινιστούν ζητήματα σχετικά με την ανωτέρω προσφορά, πρόταση, η οποία έγινε αυθημερόν αποδεκτή από την ενάγουσα. Ακολούθως, στις 20.3.2019, η ενάγουσα απέστειλε στην εναγομένη, την υπ’αριθ. …/20.3.2019 τεχνικοοικονομική προσφορά της, η οποία περιλάμβανε ηλεκτρολογικές και πνευματικές εργασίες επί της δεξιάς κύριας μηχανής του πλοίου, το κόστος αυτών και τους γενικούς όρους της εν λόγω προσφοράς καθώς και την υπ’αριθ. …../20.3.2019 τεχνικοοικονομική προσφορά της για την επιθεώρηση των πνευματικών μονάδων του συστήματος χειρισμού των δύο κύριων μηχανών του πλοίου και το σύστημα προλιπάνσεως των κυρίων μηχανών. Ακολούθως, μετά από αίτημα της εναγομένης, η ενάγουσα απέστειλε την υπ’αριθ. …../2.4.2019 τεχνικοοικονομική προσφορά της για την προμήθεια και αντικατάσταση των μονάδων ελέγχου θερμοκρασιών των κυρίως κουζινέτων (main bearings) των δύο (2) κύριων μηχανών του πλοίου. Μετά ταύτα καταρτίστηκε στην ……, μεταξύ των διαδίκων, το από 8.4.2019 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο η εναγομένη ανέθεσε στην ενάγουσα την εκτέλεση των ηλεκτρομηχανολογικών εργασιών που καταγράφονται σε αυτό και οι οποίες περιγράφονται αναλυτικότερα στις τεχνικοοικονομικές προσφορές της ενάγουσας με αριθμούς …../20.3.2019, …./20.3.2019, …/6.3.2019 και …./2.4.2019. Το κόστος για την εκτέλεση των εργασιών συμφωνήθηκε ως ακολούθως: ποσό 17.812,50 ευρώ για τις εργασίες στη δεξιά κύρια μηχανή, ποσό 16.007,50 ευρώ για τις εργασίες στην αριστερή κύρια μηχανή και ποσό 1.016,50 ευρώ για τις λοιπές εργασίες, ήτοι συνολικά 34.836,50 ευρώ, περιλαμβανομένης στην προσφορά αυτή έκπτωση της ενάγουσας ποσοστού 5%. Αναφορικά με τον τρόπο πληρωμής συμφωνήθηκε ότι η ενάγουσα θα ελάμβανε ποσοστό 10% ως προκαταβολή με την ανάθεση του έργου, μέρος του τιμήματος ανά εβδομάδα μέχρι το 80% του συνόλου και εξόφληση πριν από την αναχώρηση των τεχνικών της. Προβλεπόμενη διάρκεια των εργασιών ορίσθηκε το χρονικό διάστημα έξι (6) εβδομάδων από την έναρξή τους σε συνάρτηση με το χρόνο εγκατάστασης της νέας αριστερής μηχανής του πλοίου, ενώ συμφωνήθηκε επίσης ότι στα νέα συστήματα που θα προμηθευθεί και θα εγκαταστήσει η ενάγουσα, παρέχεται εγγύηση καλής λειτουργίας δώδεκα (12) μηνών από το χρόνο εγκατάστασης – παράδοσής τους εν λειτουργία, υπό την προϋπόθεση ότι η δυσλειτουργία του νέου συστήματος δεν θα προέλθει από κακό χειρισμό του προσωπικού του πλοίου ή από δυσλειτουργία των συστημάτων που συνεργάζονται με αυτό. Πριν από την έναρξη των εργασιών, η εναγομένη έλαβε από το Κεντρικό Λιμεναρχείο Αλεξανδρούπολης, την υπ’αριθ.πρωτ. …………/19 <<άδεια διενέργειας εργασιών χωρίς χρήση φλόγας σε πλοίο>>. Ακολούθως η ενάγουσα ξεκίνησε την εκτέλεση των εργασιών, ενημερώνοντας αναλυτικά την εναγομένη για την προοδευτική εξέλιξή τους, για την ανάγκη πρόσθετων εργασιών που προέκυψαν κατά την εκτέλεση του έργου και για το κόστος αυτών καθώς και για τις δαπάνες μετακίνησης των συνεργείων της, όπως εμφαίνεται από τα από 8.5.2019, 9.5.2019 και 29.5.2019 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς την εναγομένη. Ειδικότερα δε στην τελευταία ενημέρωση (από 29.5.2019) η ενάγουσα υπέβαλε τεχνικοοικονομική προσφορά για τον καθαρισμό του Main Switch Board (MSB) του πλοίου, που αιτήθηκε η εναγομένη, προσδιορίζοντας το κόστος της εργασίας αυτής στο ποσό των 3.550 ευρώ πλέον ΦΠΑ, με την επισήμανση ότι στο εν λόγω ποσό δεν συμπεριλαμβάνονται α) οι τυχόν εργασίες και τα υλικά που θα απαιτηθούν για την επισκευή – αντικατάσταση φθαρμένων μονάδων – καλωδιώσεων κλπ του MSB που θα διαπιστωθεί ότι απαιτείται η επισκευή τους ή η αντικατάστασή τους και β) το κόστος μετακίνησης και μεταφοράς των τεχνικών της ενάγουσας από την έδρα της προς τον λιμένα της Αλεξανδρούπολης και αντιστρόφως, ότι το εν λόγω κόστος θα υπολογισθεί με βάση τον τιμοκατάλογο της ενάγουσας και ότι το κόστος διαμονής και διατροφής του προσωπικού της (ενάγουσας) στην Αλεξανδρούπολη κατά την υλοποίηση των ανωτέρω εργασιών θα βαρύνει την εναγομένη (βλ. σχετ. όρο Β της προσφοράς). Στην ανωτέρω ενημέρωσή της, η ενάγουσα εξέθεσε την πρόοδο των εργασιών και το κόστος των επισκευών για τις μέχρι τούδε εκτελεσθείσες εργασίες, διευκρίνησε ότι το κόστος των επιπρόσθετων εργασιών θα ανέλθει τελικά στο ποσό των 5.082 ευρώ και επανέλαβε ότι στα αναφερόμενα στην ενημέρωση ποσά δεν συμπεριλαμβάνεται το κόστος των μετακινήσεων των τεχνικών της. Επίσης ζήτησε από την εναγομένη να της καταβάλει, πλέον του ποσού των 3.483 ευρώ (το οποίο είχε ζητηθεί ως προκαταβολή των εργασιών, με την από 8.4.2019 επιστολή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από την ενάγουσα και είχε ήδη καταβληθεί από την εναγομένη), το ποσό των 20.000 ευρώ, το οποίο πράγματι καταβλήθηκε στις 30.5.2019 ανερχόμενης ούτως συνολικά της προκαταβολής στο συνολικό ποσό των 23.483 ευρώ. Την 10.6.2019 η ενάγουσα ενημέρωσε την εναγομένη ότι το κόστος των εργασιών που εκτελέσθηκαν στο πλοίο ανέρχονταν σε 39.919 ευρώ και αφαιρουμένου του ποσού των 23.483 ευρώ που είχε ήδη καταβληθεί, υπολείπεται ποσό 16.436 ευρώ, το οποίο την κάλεσε να καταβάλει. Επίσης την 12.6.2019, η ενάγουσα απέστειλε στην εναγομένη ενημέρωση αναφορικά με τις λοιπές χρεώσεις, τις οποίες ανέλυσε σε έξοδα μετακίνησης τεχνικού προσωπικού από και προς την Αλεξανδρούπολη (4.333,50 ευρώ), κόστος μετακινήσεων αυτοκινήτου (807 χλμχ 2 φορές χ 2 μετακινήσεις χ 0,45 ευρώ/χλμ = 1.452,60 ευρώ), έξοδα μετακινήσεων και διατροφής των τεχνικών (638,84 ευρώ), κόστος πρόσθετων εργασιών που ανέκυψαν κατά τη διάρκεια των επισκευών (4.181,50 ευρώ) καθώς και έξοδα διενέργειας του δοκιμαστικού πλου, ο οποίος πραγματοποιήθηκε την 10.6.2019 (με κόστος 1.060,50 ευρώ), ανερχόμενων συνολικά όλων των ανωτέρω στο ποσό των 10.606,14 ευρώ, για την εξόφληση του οποίου η ενάγουσα ζήτησε να της αποσταλούν τα στοιχεία για την έκδοση τιμολογίου καθώς και να την ενημερώσει η εναγομένη εάν το πλοίο απαλλάσεται από την καταβολή ΦΠΑ. Επίσης την ίδια ημέρα (12.6.2019), στο πλαίσιο ολοκλήρωσης των αναληφθεισών και εκτελεσθεισών εργασιών, εντός του συμφωνηθέντος χρονικού διαστήματος, η ενάγουσα εξέδωσε το υπ’αριθ. πρωτ. …./…… πιστοποιητικό στο οποίο βεβαίωνε την καλή λειτουργία των συστημάτων που επιθεώρησε κατά τις εν όρμω και εν πλω δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν. Το πιστοποιητικό αυτό χρησιμοποίησε, μεταξύ άλλων, η εναγομένη, ενώπιον του ρωσικού νηογνώμονα, ο οποίος μετά από έλεγχο που πραγματοποίησε, επέτρεψε τον απόπλου του πλοίου. Μετά ταύτα η ενάγουσα εξέδωσε το υπ’αριθ………/3.7.2019 τιμολόγιο για το σύνολο των εργασιών και υπηρεσιών που παρείχε στην εναγομένη, συνολικού ποσού 52,483,44 ευρώ και κατόπιν αφαίρεσης της παρασχεθείσας έκπτωσης εκ 3.101 ευρώ, ποσού 49.382,44 ευρώ, εκ των οποίων, όπως η ίδια συνομολογεί, έχει λάβει το ποσό των 23.483 ευρώ ως προκαταβολή και επομένως υπολείπεται προς είσπραξη το ποσό των 25.899,44 ευρώ, το οποίο η εναγομένη αρνήθηκε να καταβάλει. Αντ’αυτού, η τελευταία απέστειλε την από 25.7.2019 εξώδικη διαμαρτυρία και πρόσκληση προς την ενάγουσα από κοινού με α) την εταιρεία με την επωνυμία <<……..>>, β) τον ………. και γ) το υποκατάστημα αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία <<…………….>>, με την οποία αναγνώρισε ότι οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των 16.186,50 ευρώ και δήλωσε ότι προτίθεται να το εξοφλήσει άμεσα, μετά τη νομότυπη και προσήκουσα παράδοση σε αυτήν, του συνολικού έργου καθώς και των αντίστοιχων τιμολογίων, τα οποία θα έπρεπε (κατ’αυτήν) να έχουν ήδη εκδοθεί κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11 ν.4308/2014. Η εναγομένη, αρνούμενη να καταβάλει το υπόλοιπο, πλην του ποσού των 16.186,50 ευρώ, της οφειλής, επικαλέστηκε α) ότι το συνεργείο της ενάγουσας μετακινήθηκε δύο φορές οδικώς προς την Αλεξανδρούπολη με δική της αποκλειστικά πρωτοβουλία, χωρίς να ζητηθεί η συναίνεσή της για την ενέργεια αυτή, ενώ η ίδια (εναγομένη) εξέδωσε με δική της πρωτοβουλία και επιβάρυνση αεροπορικά εισιτήρια για τη μετάβαση μετ’επιστροφής, δύο τεχνικών καθώς και για τη μετάβαση ενός τεχνικού, αμφισβητώντας το ύψος των οδοιπορικών εξόδων και β) ότι η απαίτηση της ενάγουσας για καταβολή επιπλέον αμοιβής για την παρουσία των τεχνικών της κατά τον δοκιμαστικό πλου, είναι αβάσιμη, διότι συνιστά πάγια πρακτική, ενταγμένη στα προκείμενα συναλλακτικά ήθη να μην καταβάλλεται τέτοια αμοιβή κατά τον δοκιμαστικό πλου, καθόσον αυτός διενεργείται προς διαπίστωση της καλής λειτουργίας του πλοίου, άρα και της ορθής ή μη εκτέλεσης του συμφωνηθέντος έργου, πράγμα που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παροχής των υπηρεσιών της ενάγουσας. Οι ανωτέρω αιτιάσεις της εναγομένης είναι αβάσιμες, καθώς σε όλες τις ενημερώσεις που είχε λάβει από την ενάγουσα, ρητώς αναφερόταν ότι στα ποσά των προσφορών για τις εργασίες και τα ανταλλακτικά που θα χρησιμοποιούσε η τελευταία για την διεκπεραίωση του αναληφθέντος από αυτήν έργου, δεν περιλαμβανόταν το κόστος μετακινήσεων των τεχνικών της προς την Αλεξανδρούπολη καθώς και το κόστος των δοκιμών εν πλω (βλ. ενδεικτικά την υπ’αριθ. …./6.3.2019 τεχνικοοικονομική προσφορά, όρους Β και Γ αυτής, που απεστάλη στην εναγομένη με το από 6.3.2019 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, την υπ’αριθ. …../20.3.2019 τεχνικοοικονομική προσφορά όρους Β και Γ αυτής, σε συνέχεια της προηγούμενης, που απεστάλη στην εναγομένη με το από 20.3.1019 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και την υπ’αριθ. ……/2.4.2019 τεχνικοοικονομική προσφορά, όρο Γ αυτής, σε συνέχεια των προηγούμενων, που απεστάλη στην εναγομένη με το από 2.4.2019 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), ενώ για την κοστολόγηση των πρόσθετων υπηρεσιών δεν τέθηκε ως προϋπόθεση η προηγούμενη έγκριση της εναγομένης αλλά η υποβολή σχετικής προσφοράς προς αυτήν, εφόσον απαιτηθεί και συμφωνία με τον τιμοκατάλογο της ενάγουσας, τον οποίο ήδη γνώριζε η εναγομένη. Σημειώνεται δε ότι καθ’όλη τη διάρκεια της εκτέλεσης του έργου η εναγομένη δεν προέβαλε κάποια αντίρρηση, διαμαρτυρία ή επιφύλαξη ούτε ως προς τα κόστη των εργασιών που αποτυπώνονταν στις προσφορές της ενάγουσας ούτε ως προς την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, για την πρόοδο των οποίων είχε ενημερωθεί από την ενάγουσα (βλ. σχετ. από 8.5.2019 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με θέμα την ενημέρωση προόδου εργασιών), ενώ από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε, ούτε η εναγομένη εισέφερε σχετικά ότι στα ναυτιλιακά συναλλακτικά ήθη επικρατεί η εθιμοτυπία να μην καταβάλλεται αμοιβή στους τεχνικούς για την παρουσία τους κατά τη διάρκεια του δοκιμαστικού πλου ή ότι αυτή επιβαρύνει τον εργοδότη. Περαιτέρω, η εκκαλούσα – εναγομένη με τον και πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό της, τον οποίο επαναφέρει στο πλαίσιο του έκτου λόγου της έφεσης, παραπονούμενη για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, διατείνεται ότι προέκυψαν σημαντικές βλάβες στο έργο που εκτέλεσε η ενάγουσα και συγκεκριμένα ότι οι μόλις εγκατασταθείσες από αυτήν ασφαλιστικές διατάξεις για τον έλεγχο της θερμοκρασίας δεν λειτούργησαν, με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή των εκκεντροφόρων της αριστερής κύριας μηχανής του πλοίου, τούτο δε συνέβη (κατά τους ισχυρισμούς της) διότι το παρασχεθέν από την ενάγουσα έργο ήταν διάφορο του συμφωνηθέντος. Επίσης προέβαλε επικουρικά την ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος κατ’άρθρο 374 ΑΚ, ισχυριζόμενη ότι κάλεσε την ενάγουσα να αποκαταστήσει το έργο στη συμφωνηθείσα μορφή του, προκειμένου να της καταβάλει τη σχετική αμοιβή, για την οποία δεν υπείχε σχετική υποχρέωση προεξόφλησης. Οπως όμως προκύπτει από την ως άνω, από 25.7.2019 εξώδικη διαμαρτυρία και πρόσκληση, η εναγομένη αποδίδει την ευθύνη για τις σημαντικές βλάβες που διαπιστώθηκαν κατά την επαναδρομολόγηση του πλοίου της στη γραμμή ……….., στην εταιρεία με την επωνυμία <<…………..>> και στον …………., τους οποίους κάλεσε επανειλημμένα και αδιάλειπτα να τις αποκαταστήσουν, επικαλούμενη την εγγυητική τους ευθύνη. Επίσης προσκομίζει την υπ’αριθ. …./14-06-2019 βεβαίωση εκτέλεσης εργασίας της εταιρείας ΜΑS και το υπ’αριθ. …/25-06-2019 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της εταιρείας …., εκ των οποίων προκύπτουν οι προκληθείσες και επισκευασθείσες βλάβες του πλοίου, που αφορούν σε κακό κούμπωμα μεταξύ μηχανών και governor, υπερβολική βύθιση της ΑΡ Κ/Μ, έντονο κάπνισμα, ρυθμίσεις σε δύο ρυθμιστές στροφών ηλεκτρομηχανής κλπ. Οι βλάβες όμως αυτές δεν σχετίζονται με τις εργασίες που εκτέλεσε η ενάγουσα και αφορούσαν στην εγκατάσταση και λειτουργία των ηλεκτροπνευματικών συστημάτων του πλοίου, όπως προκύπτει από τη συγκριτική επισκόπηση των ανωτέρω εγγράφων και του από 8.4.2019 ιδιωτικού συμφωνητικού, όπου περιγράφονται οι αναληφθείσες από την ενάγουσα εργασίες. Επίσης η εναγομένη, με την από 3.9.2019 εξώδικη διαμαρτυρία και πρόσκληση που απηύθηνε προς την ενάγουσα, εξέθετε ότι την 5.8.2019 προκλήθηκε έκτακτη βλάβη στην αριστερή μηχανή του πλοίου της, κατά την οποία καταστράφηκαν οι εκκεντροφόροι άξονές της λόγω ελλιπούς λίπανσής της και ότι από τη βλάβη αυτή, η οποία είχε ως επίπτωση την αδυναμία του πλοίου προς εκτέλεση δρομολογίων για χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός μηνός, προκλήθηκε οικονομική ζημία της λόγω διαφυγόντων κερδών, ύψους 1.000.000 ευρώ. Επικαλούμενη δε εκ νέου την άμεση σχέση της ενάγουσας με την εταιρεία <<……….>> και τον ………….. και την εξ αυτής προκύπτουσα ευθύνη της για την αποκατάσταση της ανωτέρω περιγραφείσας ζημίας, κάλεσε την ενάγουσα, όπως εντός τριών εργασίμων ημερών, προβεί στην αποκατάσταση της συνολικής βλάβης που προκλήθηκε στη μηχανή του πλοίου της. Κατά τους όρους του καταρτισθέντος μεταξύ των διαδίκων, από 8.4.2019 ιδιωτικού συμφωνητικού, η ενάγουσα πράγματι συμφώνησε ότι στα νέα συστήματα που θα προμηθευθούν και θα εγκατασταθούν από την ίδια, παρέχεται εγγύηση καλής λειτουργίας 12 μηνών από το χρόνο εγκατάστασης – παράδοσής τους εν λειτουργία, υπό την προϋπόθεση ότι η δυσλειτουργία του νέου συστήματος δεν θα προέλθει από κακό χειρισμό του προσωπικού του πλοίου ή από δυσλειτουργία των συστημάτων που συνεργάζονται με αυτό. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης, ότι η ενάγουσα ευθύνεται για όλες τις βλάβες στο πλοίο, ανεξαρτήτως προϋποθέσεων και συνθηκών και δη ανεξαρτήτως εάν αυτές σημειώθηκαν στα συστήματα που η ίδια εγκατέστησε ή αν οφείλονται σε κακό χειρισμό του προσωπικού της ή των συστημάτων που συνεργάζονται με αυτά, δεν ερείδεται στη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία. Η εκκαλούσα – εναγομένη, με τον ίδιο λόγο (έκτο) της έφεσης, επαναφέρει τον και πρωτοδίκως επικουρικώς προβληθέντα ισχυρισμό της, ότι δεν έλαβε χώρα προσηκόντως διαδικασία παράδοσης – παραλαβής του έργου και ότι ακόμη και αν έγινε, τα ελαττώματα του έργου ήταν τέτοια ώστε δεν θα μπορούσε να τα είχε διαπιστώσει με κανονική εξέταση του έργου, καθώς πρόκειται περί αφανών εργασιών, συνεπώς η ενάγουσα δεν έχει απαλλαγεί από την ευθύνη της. Από την επισκόπηση του από 8.4.2019 ιδιωτικού συμφωνητικού, διαπιστώνεται ότι σε αυτό δεν περιλαμβάνεται σχετική πρόβλεψη για τη διαδικασία παράδοσης και παραλαβής του έργου και δη ότι πρέπει να γίνει εγγράφως. Η εναγομένη, όπως προαναφέρθηκε, παρέλαβε το έργο και το πιστοποιητικό καλής λειτουργίας της ενάγουσας, του οποίου έκανε χρήση ενώπιον του ρωσικού νηογνώμονα προκειμένου να δρομολογήσει το πλοίο της στη γραμμή Αλεξανδρούπολη – Σαμοθράκη, χωρίς να εκφράσει αντίρρηση ή έστω επιφύλαξη. Το από 18.6.2019 μήνυμα της εναγομένης, που απηύθηνε στην ενάγουσα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με το οποίο την ενημέρωνε ότι ο σένσορας 4 και 6 στην αριστερή κύρια μηχανή έβγαλε σφάλμα με θερμοκρασία 200 βαθμών και θερμοκρασία μείον αμέσως μετά και ζητούσε την εκτίμησή της αν πρόκειται για πρόβλημα συνδεσμολογίας ή του ίδιου του σένσορα, δεν δύναται να εκτιμηθεί ως παράπονο ή αμφισβήτηση ως προς την αρτιότητα του έργου, ενώ τη διαμαρτυρία της εκφράζει η εναγομένη, το πρώτον με την από 25.7.2019 εξώδικη διαμαρτυρία και πρόσκληση, με την οποία όπως προαναφέρθηκε, αποδίδει την ευθύνη για τις σημαντικές βλάβες που διαπιστώθηκαν στο πλοίο της, στην εταιρεία με την επωνυμία <<………..>> και στον …………., τους οποίους, ως η ίδια αναφέρει, κάλεσε επανειλημμένα και αδιάλειπτα να τις αποκαταστήσουν. Σε κάθε περίπτωση, η αναφορά από την εναγομένη, ύπαρξης ελαττωμάτων και κακοτεχνιών του έργου, εφόσον δεν συνοδεύεται ρητά και από την άσκηση των δικαιωμάτων που της παρέχει ο νόμος, ουδεμία επιρροή ασκεί στην κρινόμενη υπόθεση. Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και επομένως ο ερευνώμενος (έκτος) λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατόπιν των ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο που κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, ως προς το αγωγικό κονδύλιο που αφορά το υπόλοιπο της συμφωνηθείσας αμοιβής της ενάγουσας, έστω και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, την οποία αιτιολογία το Δικαστήριο τούτο αντικαθιστά με την ορθή παραπάνω αιτιολογία (αρθ. 534 Κ.Πολ.Δ), όπως αναλυτικά έχει εκτεθεί χωρίς να πρέπει να εξαφανιστεί, η εκκαλουμένη απόφαση, εφόσον η εσφαλμένη αιτιολογία δεν περιέχει στοιχεία διατακτικού και δεν δημιουργεί δεδικασμένο (Εφ Αθ 8662/2007 δημ. Νόμος, Σαμουήλ «η έφεση», έκδοση Ε σελ.427 παρ. 1136), ορθά εφήρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα στην κρινόμενη έφεση, κρίνονται ως αβάσιμα και απορριπτέα.
VI. Εάν η απόφαση είναι καταψηφιστική ή αναγνωριστική και εξαφανίζεται εν μέρει μόνον, δύναται, χάριν της ενότητος της εκτελέσεως εν ευρεία έννοια, να εξαφανισθεί και κατά τις μη θιγόμενες καταψηφιστικές ή αναγνωριστικές διατάξεις της ή να αναδιατυπωθούν αυτές, ώστε η απόφαση του Εφετείου να έχει ενιαίο διατακτικό (ΑΠ 748/1984 Ε.Δ 26.642, Εφ.Πειρ 464/2011 ΕΝΑΥΤΔ 2012.8) ενώ, όταν εξαφανίζεται ολικώς ή μερικώς η εκκαλούμενη απόφαση, εξαφανίζεται ολικώς και το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων λόγω της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού των δικαστικών εξόδων ως προς όλα τα κεφάλαια της αποφάσεως (ΑΠ 192/1998 Ε.Δ 39.825, Εφ.Π 716/2011 ΕΝΑΥΤΔ 2012.107).
Ενόψει όλων των ανωτέρων πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1445/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, κατά τους άνω ευδοκιμήσαντες λόγους της και δη μόνο κατά τη διάταξη της εκκαλουμένης απόφασης που έκρινε ορισμένο το κονδύλιο για πρόσθετες εργασίες κατά τη διάρκεια των επισκευών και ακολούθως δέχτηκε ως ουσιαστικά βάσιμο το ως άνω κονδύλιο. Ακολούθως να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση μόνο κατά τη διάταξη αυτής που έκρινε το ανωτέρω κονδύλιο ορισμένο και στη συνέχεια δέχτηκε αυτό ως ουσιαστικά βάσιμο, να κρατηθεί η υπόθεση ως προς το ανωτέρω, να δικασθεί η αγωγή ως προς το ανωτέρω, να απορριφθεί κατά το παραπάνω κονδύλιο και χάριν της απόκτησης ενιαίου τίτλου εκτέλεσης, να γίνει δεκτή εν μέρει κατά τα λοιπά και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των 21.717,94 ευρώ (25.899,44 – 4.181,50) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της από 30.7.2019 εξώδικης πρόσκλησής της, ήτοι από 20.8.2019 έως την πλήρη εξόφληση. Τέλος, μετά την μερική εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης και ως προς την περί δικαστικής δαπάνης διάταξη της, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επανακαθορισθούν, η δε εναγομένη-εκκαλούσα να καταδικασθεί σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας-εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς ανάλογο με την έκταση της νίκης της τελευταίας (άρθρα 183, 178, 191.2 Κ.Πολ.Δ), ως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Περαιτέρω κατ’εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 495 παρ.4 ΚΠολΔ όπως, αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του νόμου 4055/2012 και ισχύει από 2-4-2012, ενόψει της μερικής νίκης της εκκαλούσης πρέπει να της επιστραφεί το κατατεθέν από αυτήν παράβολο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την έφεση κατά της υπ’αριθ. 1445/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία – τμήμα ναυτικών διαφορών).
Δέχεται εν μέρει κατ’ουσίαν την έφεση κατά τη διάταξη της εκκαλουμένης απόφασης που έκρινε ορισμένο το κονδύλιο των 4.181,50 ευρώ για πρόσθετες εργασίες κατά τη διάρκεια των επισκευών και ακολούθως δέχθηκε αυτό ως ουσιαστικά βάσιμο.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση μόνο κατά τη διάταξη αυτής που έκρινε ορισμένο το κονδύλιο των 4.181,50 ευρώ για πρόσθετες εργασίες κατά τη διάρκεια των επισκευών και ακολούθως δέχθηκε αυτό ως ουσιαστικά βάσιμο.
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παράβολου στην εκκαλούσα.
Κρατεί και δικάζει την αγωγή ως προς το ανωτέρω κονδύλιο.
Απορρίπτει την αγωγή ως προς το ανωτέρω κονδύλιο.
Δέχεται κατά τα λοιπά εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι ενός χιλιάδων επτακοσίων δέκα επτά ευρώ και ενενήντα τεσσάρων λεπτών (21.717,94), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της από 30.7.2019 εξώδικης πρόσκλησής της, ήτοι από 20.8.2019 έως την πλήρη εξόφληση.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας-εναγομένης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος της εφεσίβλητης – ενάγουσας και ορίζει αυτά στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων (1.400) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 25.4.2025
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ