Aριθμός 210 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα E.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
Α) ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……..», και το διακριτικό τίτλο «……….» που εδρεύει στην Αθήνα, με ΑΦΜ ………., νόμιμα εκπροσωπούμενης, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………», η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο, Γεωργία Μπούκα.
ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Δικηγόρο, Μαρία Κωνσταντίνου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
Β) ΚΑΛΟΥΣΑΣ- ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «……..», πρώην με την επωνυμία «……….» (…………) και διακριτικό τίτλο «…………..» (…………..), η οποία εδρεύει στο …….. Αττικής, με ΑΦΜ ……….. όπως εκπροσωπείται νόμιμα. Η ανωτέρω εταιρεία ειδικού σκοπού, κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «……..», που εδρεύει στην Αθήνα, με ΑΦΜ ………., Η «………» όπως νομίμως εκπροσωπείται κατέστη καθολική διάδοχος, της πρώην ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «……………» και το διακριτικό τίτλο «……..», η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο, Γεωργία Μπούκα.
ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», και το διακριτικό τίτλο «…..» που εδρεύει στην Αθήνα, με ΑΦΜ ………, νόμιμα εκπροσωπούμενης, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο.
ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Δικηγόρο, Μαρία Κωνσταντίνου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
Ο υπό στοιχ Α καθ΄ ου η κλήση-εφεσίβλητος-υπό στοιχ Β καθ΄ ου η κλήση/καθ΄ ου η πρόσθετη παρέμβαση κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 4.3.2014 (αριθ εκθ καταθ …../2014 ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ 2514/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η καθ΄ης η ανακοπή και ήδη υπό στοιχ Α καλούσα-εκκαλούσα/υπό στοιχ Β υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση με την από 19.4.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2018-………../2022) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η 16η.2.2023.
Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η υπο στοιχ Β καλούσα-προσθέτως παρεμβαίνουσα κατέθεσε την από 21.12.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………..-23) πρόσθετη παρέμβαση, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η 16η.2.2023.
Κατά την προαναφερόμενη δικάσιμο, συζητήσεως γενομένης επί των προαναφερομένων εφέσεως και προσθετης παρέμβασης, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ 432/2023 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν.
Ήδη με τις κατατεθείσες ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 14.12.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2023) και από 14.12.2023 (ΓΑΚ.ΕΑΚ …………./2023) κλήσεις της υπό στοιχ Α καλούσας-εκκαλούσας και της υπό στοιχ Β καλούσας- προσθέτως παρεμβαίνουσας, αντίστοιχα, οι ως άνω έφεση και πρόσθετη παρέμβαση επανεισάγονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Η πληρεξούσια δικηγόρος του υπό στοιχ Α καθ΄ ου η κλήση-εφεσιβλήτου-υπό στοιχ Β καθ΄ου η κλήση-καθ΄ου η πρόσθετη παρέμβαση, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της υπό στοιχ Α καλούσας-εκκαλούσας-υπό στοιχ Β καλούσας-προσθέτως παρεμβαίνουσας, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται με την με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς ……./2023 κλήση της εκκαλούσας και την υπ΄αριθμόν καταθεσης ……../2023 κλήση της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας η με αριθμό κατάθεσης στην αυτή γραμματεία ………./2022 έφεση και η με αριθμό κατάθεσης ……../2023 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, αντίστοιχα, μετά την έκδοση της υπ΄αριθμόν 432/2023 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης προκειμένου να προσκομισθούν τα αναφερόμενα σ΄αυτήν έγγραφα.
Η με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά …………//2022 έφεση και η με αριθμό κατάθεσης στη αυτή γραμματεία 3/1//2023 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να συνεκδικαστούν, καθώς τελούν μεταξύ τους σε σχέση κύριου και παρεπόμενου (άρθρα 246 και 79 -93 ΚΠολΔ).
Η κρινόμενη με αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά ……….//2022 έφεση κατά της υπ΄αριθμόν 2514/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα καθώς η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 29-5-2017 και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 20-4-2018, δίχως να προηγηθεί επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 495,511,513,516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 1 και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γινει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την αυτή διαδικασία δοθέντος ότι έχει καταβληθεί και το απαιτούμενο παράβολο άσκησης έφεσης (βλ. με αριθμό …………../2018 e-παράβολο).
Ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος με την με αριθμό καταθ. ………/2014 ανακοπή που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της ήδη εκκαλούσας τραπεζικής εταιρίας ζήτησε για τους αναφερόμενους σ΄αυτήν λόγους την ακύρωση της υπ΄αριθμ. ……/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ΄ης η ανακοπή τραπεζική εταιρία το ποσό των 33.608,10 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων καθώς και την ακύρωση της από 3-2-2014 επιταγής προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο του απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής με την οποία επιτάχθηκε να καταβάλει το συνολικό ποσό των 34.248,10 ευρώ. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία έγινε δεκτή η ανακοπή και ακυρώθηκε τόσο η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής όσο και η ανακοπτομένη επιταγή προς πληρωμή. Ήδη, κατά της αποφάσεως αυτής βάλλει η καθ΄ης η ανακοπή τραπεζική εταιρεία παραπονούμενη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της ανακοπής με σκοπό την επικύρωση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής και της ανακοπτομένης επιταγής προς πληρωμή.
Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την εκδίκαση της υπόθεσης παραστάθηκε η τραπεζική εταιρεία «………» καθόσον η εκκαλούσα «………..» μετά την άσκηση της έφεσης (29-4-2018) διασπάσθηκε με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και σύσταση νέου πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «………….», η οποία κατέστη καθολική διάδοχος αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν 2515/1997 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 του ν 4664/2020), του άρθρου 145 του ν. 4261/2014 (όπως ισχύει και τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 του ν 4664/2020) και των άρθρων 57 παρ 3, 59 – 74 και 140 -157 του ν 4601/2019, και ως εκ τούτου η τελευταία υποκαταστάθηκε σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της «………………» που απορρέουν από τις συμβάσεις που είχε συνάψει.
α). Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση και συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις, που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία στην περίπτωση, που ασκείται για πρώτη φορά στο εφετείο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδυασμό με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι της άσκησής της διαδίκους, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από την συζήτηση. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου, ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011).β). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….”, “Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις, δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις”. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, “Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 . Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης”. Την προβλεπόμενη από το νόμο αυτό εξαιρετική νομιμοποίηση των μη δικαιούχων διαδίκων απολαμβάνουν οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων του ν 4354/2015 και στην περίπτωση που τους έχει ανατεθεί η διαχείριση απαιτήσεων με το καθεστώς του ν 3156/2003 παρ΄ ότι τέτοια νομιμοποίηση δεν θεσπίζεται ρητά με το νόμο αυτό (ΟλΑπ 1/2023).
Στην προκειμένη περίπτωση η εταιρία με την επωνυμία «…………….» η οποία είχε αρχικά την επωνυμία «……….» και τον διακριτικό τίτλο «…………. » και εδρεύει στο ………. Αττικής, επί της οδού …….., με αυτοτελές δικόγραφο που φέρει αριθμό καταθ. …………//2023 στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά, ισχυριζόμενη ότι είναι εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία « ……….» που εδρεύει στο ……… της Ιρλανδίας (οδός …………), η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης εταιρείας «………..» λόγω μεταβίβασης σ΄αυτήν απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν 3156/2003 μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η απορρέουσα από την ένδικη έννομη σχέση, άσκησε ως μη δικαιούχος διάδικος, το πρώτον ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση και ζήτησε την παραδοχή της έφεσης και την επικύρωση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής, αλλά και της ανακοπτομένης επιταγής προς πληρωμή. Η αυτοτελής αυτή παρέμβαση ασκείται παραδεκτά το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 80 και 83 ΚΠολΔ) και έχει επιδοθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν την συζήτηση της έφεσης (άρθρα 524 και 591 παρ 1β ΚΠολΔ) τόσο στην τραπεζική εταιρεία «…………..» που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού ………….. ως καθολική διάδοχο της εκκαλούσας εταιρίας “………..» όσο και στον εφεσίβλητο (βλ. υπ΄αριθμόν ……./16-1-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Γρηγορίου Ευστρατίου και υπ΄αριθμόν ………./16-1-2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας ………..). Συνεπώς, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ΄ουσίαν.
γ) Κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 “επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών”. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 174 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη. Τέτοια δικαιοπραξία είναι αυτή που συνάπτεται κατά παράβαση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, όταν δηλαδή ο ίδιος ο κανόνας δικαίου θεσπίζει ως έννομη συνέπεια την ακυρότητα ή όταν θεσπίζεται απαγόρευση με ταυτόχρονη αποδοκιμασία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, κατά τον σκοπό του νόμου, ο οποίος (σκοπός) πληρούται με την ακυρότητα ως έννομη συνέπεια της απαγορεύσεως. Από τη γραμματική διατύπωση, όμως, της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν.128/1975, δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, με την παραπάνω έννοια, κανόνα δικαίου, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς όμως να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύλισή του ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλισής του. Ο χαρακτήρας, άλλωστε, της εισφοράς αυτής, ως είδος δημοσιονομικής επιβάρυνσης, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και μετά την τροποποίηση που επέφερε ο Ν. 2065/1992, ως, από οικονομική άποψη, γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξεως “βαρύνουσα” στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή προκύπτει από τη χρήση της λέξεως αυτής σε νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά, από τον ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακυλίσεως της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδοτήσεως των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ` ωφελεία της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Εξάλλου, από μακρού χρόνου τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελευθέρως (ΑΠ 756/2015, ΑΠ 2037/2014), οπότε υπό το καθεστώς αυτό η θέσπιση απαγορεύσεως μετακυλίσεως της άνω εισφοράς από τα τραπεζικά ιδρύματα στους πιστούχους δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος. Και τούτο γιατί, στο μέτρο που οι Τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των χορηγήσεων, θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του Ν.128/1975 στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς αυτής στη σύμβαση. Τότε όμως, η απαγόρευση, αν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, θα εξαρτιόταν από το εάν θα αναφερόταν ή όχι στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου και, συνεπώς, η εν λόγω εισφορά. Αλλά και εάν η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς έχει, εν όψει και της διάταξης του άρθρου 293 ΑΚ, ως συνέπεια την κατά το ποσοστό της εισφοράς αύξηση του συμβατικά καθοριζομένου επιτοκίου, πέραν του προβλεπομένου ανώτατου ορίου, και τότε η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από τον Ν.128/1975, αλλά από τη διάταξη που θα όριζε ανώτατο όριο τραπεζικού επιτοκίου. Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στον δανειολήπτη αποτέλεσε, από την έναρξη της ισχύος του Ν.128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών, στην παγίωση της οποίας συνετέλεσαν: α) το ότι τα μεταγενέστερα νομοθετήματα, που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο, ανέφεραν γενικά ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή (δάνεια-πιστώσεις). Με τη διάταξη δε του άρθρου 22 Ν.2515/1997 καθορίστηκε ρητά ότι για τα δάνεια από πιστωτικά χρηματοδοτικά ιδρύματα του εξωτερικού, υπόχρεος για την απόδοση της εισφοράς είναι ο δανειολήπτης, εξαλείφοντας έτσι το συγκριτικό μειονέκτημα, που είχε διαμορφωθεί σε βάρος του δανεισμού από το εσωτερικό, τερματίζοντας την απώλεια εσόδων υπέρ του κοινού λογαριασμού και αποκαθιστώντας ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ δανεισμού από το εσωτερικό και το εξωτερικά, β) το ότι το ύψος του συντελεστή καθ` όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαία, κατά τρόπο, που αποσκοπεί στην ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών, όπως με το άρθρο 8 Ν.2459/1997 απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, κοινοπραξίες και κοινωνίες αστικού δίκαιου, που κατοικούν ή έχουν έδρα σε νησιά με πληθυσμό κάτω από 3.100 κατοίκους και το άρθρο 19 παρ. 4β Ν.3152/2003, κατά το οποίο απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις προς τις Ιερές Μονές του … και οι δανειοδοτήσεις από την … και από την …. Αν η εν λόγω εισφορά βάθυνε τα πιστωτικά ιδρύματα, δεν θα θεσπίζονταν τέτοιες εξαιρέσεις, και γ) η …, ήδη από την έναρξη εφαρμογής του Ν.128/1975, ουδέποτε θεώρησε ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα, που ίσχυε ο διοικητικός καθορισμός από μέρους της του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων-χορηγήσεων, δηλαδή μέχρι το 1993. Εξάλλου, και υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων, η … επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβάρυνσης με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1993 και 2501/2002). Η ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, στο άρθρο Β2 επεκτείνει την υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την τράπεζα και στην επιβολή “Ειδικών εισφορών” και η εισφορά του Ν. 128/1975 είναι μια τέτοια ειδική εισφορά. Συμπερασματικά, εν όψει των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι από τον Ν.128/1975 δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με τον νόμο αυτόν. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στο πλαίσιο της εννόμου σχέσεως που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και πιστούχων-δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοουμένης της θεσπίσεως ανωτέρου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν.128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου συμβάσεως πιστώσεως, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν.128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ` άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου. Εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, που μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο, πράγμα, που δεν συμβαίνει στην περίπτωση που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του Ν.128/1975, προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό (ΑΠ 669/2020, ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 332/2019, ΑΠ 430/2005), ουσιαστικά προσαυξάνει το ποσοστό τους, λογίζεται, κατά το άρθρο 293 παρ. 1 εδ. α` ΑΚ, ως τόκος και, συνεπώς, νομίμως ανατοκίζεται και κεφαλαιοποιείται μετά των λοιπών καθυστερούμενων τόκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν.2601/1998, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου (ΑΠ 821/2024, ΑΠ 123/2023, ΑΠ 1369/2022, ΑΠ 669/2020).
Με τον πρώτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα εταιρεία ισχυρίζεται ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχτηκε με την εκκαλουμένη ότι παρανόμως κεφαλαιοποιούνταν και ακολούθως ανατοκίζονταν τα ποσά της εισφοράς του ν 128/1975 αφού προηγουμένως ενσωματώνονταν στο επιτόκιο και ακύρωσε την ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος καθόσον ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν.128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου συμβάσεως πιστώσεως, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, λογίζεται δε, κατά το άρθρο 293 παρ. 1 εδ. α` ΑΚ, ως τόκος και, συνεπώς, νομίμως ανατοκίζεται και κεφαλαιοποιείται μετά των λοιπών καθυστερούμενων τόκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν.2601/1998, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προεκτιθέμενη υπό στοιχείο γ μείζονα σκέψη. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος έφεσης.
Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι δυνάμει της από 13-7-2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε στις 14-7-2020 στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του ν 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτ. …./14-7-2020 στον τόμο …… και με αριθμο …… και στη συνέχεια, ως ορθή επανάληψη καταχωρήθηκε με αριθμό …./21-7-2020 στον τόμο … και με αριθμό …., η εταιρεία «Τράπεζα ……….» πώλησε και μεταβίβασε στην εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία “……..” που εδρεύει στο ……… Ιρλανδίας (οδός ………….) στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του ν 3156/2003 απαιτήσεις από στεγαστικά και άλλα δάνεια μετά των παρεπομένων και διαπλαστικών δικαιωμάτων και των τυχόν εξασφαλίσεων αυτών μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και η επίδικη απαίτηση. Στη συνέχεια, η ανωτέρω αλλοδαπή εταιρεία αναμεταβίβασε στην «…………» δυνάμει της από 13-4-2021 σύμβασης πώλησης και αναμεταβίβασης απαιτήσεων περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε την 13-4-2021 στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του ν 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτ. ……/13-4-2021 στον τόμο … και με αριθμό ….., μέρος των ανωτέρω απαιτήσεων μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και η επίδικη απαίτηση. Ακολούθως, η «Τράπεζα ……….» πώλησε και μεταβίβασε στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία “…………” που εδρεύει στο …………. της Ιρλανδίας (οδός …………) στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του ν 3156/2003 απαιτήσεις από στεγαστικά και άλλα δάνεια μετά των παρεπομένων και διαπλαστικών δικαιωμάτων και των τυχόν εξασφαλίσεων αυτών μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και η επίδικη απαίτηση. Περίληψη της ανωτέρω συμβάσεως καταχωρήθηκε στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του ν 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτ. …./25-5-2021 στον τόμο … και με αριθμό ….. Αυθημερόν ανατέθηκε στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………..» και τον διακριτικό τίτλο «……….», σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ 14 και 16 του ν 3156/2003, αρχικά δυνάμει της από 25-5-2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε την 25-5-2021 στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του ν 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών και έλαβε αριθμό πρωτ. …/25-5-2021 στον τόμο ….. και με αριθμό …, η οποία στη συνέχεια λύθηκε με την από 8-10-2021 Πράξη Κύριων Τροποποιήσεων και Επαναδιατύπωσης, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε την 11-10-2021 στα αυτά ως άνω βιβλία με αριθμό πρωτ. …/11-10-2021 στον τόμο …. και με αριθμό ….. Ακολούθως, η εταιρεία “……….” ανέθεσε βάσει του άρθρου 10 παρ 14 και 16 του ν 3156/2003 στην εταιρεία «………….» και τον διακριτικό τίτλο «……….» δυνάμει της από 8-10-2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε την 11-10-2021 στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του ν 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτ. …./11-10-2021 στον τόμο … και με αριθμό …. η οποία συμπληρώθηκε με την από 8-11-2022 σύμβαση συμπλήρωσης, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε την 8-11-2022 στα αυτά ως άνω δημόσια βιβλία με αριθμό πρωτ. …/8-11-2022 στον τόμο …. και με αριθμό …. την διαχείριση των απαιτήσεων που απέκτησε από την «………..» μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η επίδικη που απορρέει από την υπ΄αριθμόν ………./17-10-2006 σύμβαση πίστωσης. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα έχει οριστεί διαχειρίστρια της επίδικης απαίτησης και επομένως, δικαιούται ως μη δικαιούχος διάδικος, να παρέμβει αυτοτελώς υπέρ της εκκαλούσας – καθ΄ης η ανακοπή με αίτημα την παραδοχή της εφέσεως αφού το δεδικασμένο και η εκτελεστότητα της απόφασης καταλαμβάνουν και τον ειδικό διάδικο μετά την εκκρεμοδικία, ήτοι την εταιρεία “………..” και η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα νομιμοποιείται ως εταιρεία διαχείρισης των απαιτήσεων της “………….” να παρέμβει στην ανοιγείσα δίκη κατά τα αναφερόμενα στην υπό στοιχεία α και β μείζονα σκέψη. Συνακόλουθα, πρέπει να γίνει δεκτή και η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση ως βάσιμη και κατ΄ουσίαν. Κατόπιν αυτών πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο και να δικαστεί κατ΄ουσίαν.
Από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ΄αριθμόν ………./2006 σύμβασης πίστωσης που συνήφθη στον Πειραιά στις 17-10-2006 ανάμεσα στην τράπεζα με την επωνυμία «…………» και στον ανακόπτοντα η πρώτη χορήγησε στον δεύτερο πίστωση μέχρι το ποσό των 30.000 ευρώ για αόριστο χρονικό διάστημα με κυμαινόμενο επιτόκιο ανερχόμενο στο βασικό επιτόκιο κεφαλαίου κίνησης επαγγελματιών (Β.Ε.Κ.Κ.Ε.) 7,90% πλέον περιθωρίου 1,00% πλέον της εισφοράς του ν 128/1975 0,60%. Ακολούθως με την από 6-11-2006 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων που συνήφθη βάσει των διατάξεων του άρθρου 10 παρ 8 του ν 3156/2003 και των άρθρων 455 επ ΑΚ ανάμεσα στην ανωτέρω τράπεζα και την εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………» με έδρα το …….. (…………..), η οποία καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του ν 2844/2000 στις 6-11-2006 στον τόμο … και με αριθμό ….. η πρώτη μεταβίβασε στην δεύτερη μέρος των απαιτήσεών της από δάνεια και πιστώσεις. Ταυτόχρονα, η εταιρεία «…….», ανέθεσε με την από 6-11-2006 σύμβαση που καταχωρήθηκε στο αυτό ως άνω βιβλίο στον τόμο … και με αριθμό …… την διαχείριση των απαιτήσεων της στην εταιρεία «……….». Τρία χρόνια αργότερα με την από 26-10-2009 σύμβαση πώλησης και μεταβιβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων που συνήφθη μεταξύ της «…………» και της «……….» η οποία καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του ν 2844/2000 στις 26-10-2009 με αριθμό πρωτ …/2009 στον τόμο …. και με αριθμό …. η πρώτη μεταβίβασε στην δεύτερη περαιτέρω απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και η επίδικη (βλ υπ΄αριθμόν …/2014 αντίγραφο εκ του παραρτήματος που προσαρτάται στην εγγεγραμμένη με αριθμό πρωτ …../2009 σύμβαση). Στις 21-11-2011 η εταιρεία «……….» δυνάμει συμβάσεως η οποία καταχωρήθηκε με αριθμό πρωτ. …/21-11-2011 στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 του ν 2844/2000 στον τόμο … και με αριθμό … προέβη σε αναμεταβίβαση στην εταιρεία «………….» του συνόλου των απαιτήσεων του χαρτοφυλακείου δανείων και πιστώσεων προς μικρομεσαίων επιχειρήσεων που είχε αποκτήσει από την τελευταία μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και η επιδικη (βλ υπ΄αριθμόν …./7-1-2014 αντίγραφο εκ του παραρτήματος με αριθμό …./2011). Ταυτόχρονα με σχετική σύμβαση λύσης και ελευθέρωσης που υπεγράφη ανάμεσα στην «………», και την εταιρεία «………….», η οποία καταχωρήθηκε στο αυτό δημόσιο βιβλίο με αριθμό πρωτ. …/21-11-2011 στον τόμο … και με αριθμό ….. λύθηκε και η σύμβαση διαχείρισης που είχαν συνάψει τα συμβαλλόμενα μέρη σε προγενέστερο χρόνο. Αυθημερόν δυνάμει συμβάσεως που συνήψε η εταιρεία «…………..» με την εταιρεία «……….», η οποία καταχωρήθηκε «……..»,στο αυτό ως άνω δημόσιο βιβλίο με αριθμό …/21-11-2011 στον τόμο … και με αριθμό … η πρώτη μεταβίβασε στην δεύτερη απαιτήσεις από τμήμα του χαρτοφυλακείου δανείων και πιστώσεων προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα δυνάμει σχετικής συμβάσεως που καταχωρήθηκε στο αυτό δημόσιο βιβλίο με αριθμό πρωτ…./2011 στον τόμο … και με αριθμό …. η εταιρεία «………» ανέθεσε την διαχείριση των απαιτήσεων που είχε αποκτήσει στην εταιρεία «………..». Στις 26-3-2012 δυνάμει συμβάσεως η οποία καταχωρήθηκε στο αυτό δημόσιο βιβλίο με αριθμό …./28-3-2012 στον τόμο … και με αριθμό …. η εταιρεία «………..» προέβη σε περαιτέρω μεταβίβαση απαιτήσεών της στην εταιρεία «………..» μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και η επίδικη όπως προκύπτει από το υπ΄αριθμόν …./7-1-2014 αντιγραφο εκ του παραρτήματος με αριθμό …./28-3-2012. Τέλος, με την από 17-9-2012 σύμβαση που καταχωρήθηκε στο αυτό δημόσιο βιβλίο με αριθμό …/18-9-2012 στον τόμο …. και με αριθμό …. η «……….» πραγματοποιήθηκε περιορισμός καταχωρημένων στα οικεία βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών ενεχύρων μεταξύ των οποίων και κείνου επι της επίδικης απαίτησης (βλ υπ΄αριθμόν …/7-1-2014 φωτοτυπικό αντίγραφο εκ του παραρτήματος με αριθμό …/18-9-2012 που καταχωρίστηκε στον τόμο … και με αριθμό ….). Στις 19-12-2013 η εταιρεία «…………….» επέδωσε στον ανακόπτοντα καταγγελία της σύμβασης ενημερώνοντάς τον ότι στις 10-10-2013 είχε κλείσει τον τηρηθέντα λογαριασμό λόγω μη εξυπηρετήσεως αυτού και κάλεσε τον ανακόπτοντα να της καταβάλει το ποσό των 33.608,10 ευρώ πλέον μη λογιστικοποιημένων τόκων (βλ υπ΄αριθμόν …./2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή …….). Μετά πάροδο μηνός περίπου και συγκεκριμένα στις 14-1-2014 η τράπεζα «………..» κατέθεσε την με αριθμό κατάθεσης …./2014 αίτηση διώκοντας την έκδοση διαταγής πληρωμής για την απορρέουσα από την προαναφερόμενη υπ΄αριθμόν ………./2006 σύμβαση πίστωσης, απαίτησή της, επί της οποία εξεδόθη η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Ωστόσο, εκ των ανωτέρω εγγράφων προκύπτει ότι τόσο κατά το χρόνο καταγγελίας της συμβάσεως όσο και κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής δικαιούχος της απορρέουσας από την υπ΄αριθμόν ……./17-10-2006 σύμβασης πιστωσης που είχε συνάψει η «……….» με τον ανακόπτοντα ήταν η εταιρεία ειδικού σκοπού «…………..», καθώς με την σύμβαση που συνήφθη στις 17-9-2012, η οποία καταχωρήθηκε στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 10 παρ 8 του ν 3156/2003 στον τόμο … με αριθμό …. και με αριθμό πρωτ. …../18-9-2012 δεν αναμεταβιβάστηκε η ανωτέρω απαίτηση από την «…….», στην «………….», όπως ισχυρίζεται η εκκαλούσα – καθ΄ης η ανακοπή, αλλά έλαβε χώρα περιορισμός καταχωρημένων στα οικεία βιβλία του ενεχυροφυλακείου Αθηνών, ενεχύρων. Ως εκ τούτου στην προκειμένη περίπτωση δεν συνέτρεχε η απαιτούμενη από την διάταξη του άρθρου 626 ΚΠολΔ διαδικαστική προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής πληρωμής καθώς η αιτούσα «………….» δεν ήταν δικαιούχος της επίδικης απαίτησης και επομένως, η εκδοθείσα ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής τυγχάνει ακυρωτέα δεκτού γενομένου σχετικού λόγου ανακοπής. Κατ΄επέκταση ακυρωτέα τυγχάνει και η με ημερομηνία 3-2-2014 επιταγή προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής με την οποία (επιταγή) επιτάχθηκε ο ανακόπτων να καταβάλει στην καθ΄ης η ανακοπή τα παρακάτω ποσά δεκτού γενομένου σχετικού λόγου ανακοπής καθόσον στηρίζεται σε άκυρο τίτλο : α) για επιδικασθέν κεφάλαιο το ποσό των 33.608,10 ευρώ έντοκα από 29-6-2012 με το συμβατικό επιτόκιο και από 11-10-2013 (επομένη της ημερομηνίας του οριστικού κλεισίματος του λογαριασμού) με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας , το οποίο υπερβαίνει κατά 2,50 εκατοστιαίες μονάδες το συμβατικό επιτόκιο, ήτοι 13,50% συνολικά και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης. β) για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη 600 ευρώ. γ) για σύνταξη της επιταγής αυτής και παραγγελίας για επίδοση αυτής το ποσό των 10 ευρώ, δ) για δαπάνη επίδοσης το ποσό των 30 ευρώ και συνολικά το ποσό των 34.248,10 ευρώ εκ του οποίου το επιδικασθέν κεφάλαιο έντοκα όπως αναφέρεται παραπάνω, ενώ τα λοιπά κονδύλια έντοκα με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επιδοσης της επιταγής αυτής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Κατ΄ακολουθίαν, πρέπει να γίνει δεκτή η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής καθώς και η ανακοπή κατά της εκτέλεσης ως βάσιμες και κατ΄ουσίαν και ν΄ακυρωθεί τόσο η υπ΄αριθμόν ……./2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς όσο και η από 3-2-2014 επιταγή προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο του απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής. Μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου – ανακόπτοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του εκκαλούντος – καθ΄ου η ανακοπή λόγω της μερικής ήττας αυτού καθώς ηττήθηκε στην έφεση ο εφεσίβλητος – ανακόπτων, ωστόσο ηττήθηκε στην ανακοπή η εκκαλούσα – καθ΄ης η ανακοπή (άρθρο 178 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του καθ΄ου η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση – εφεσίβλητου – ανακόπτοντα λόγω της ήττας αυτού (άρθρα 183,182 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί και η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης στην εκκαλούσα λόγω της παραδοχής της εφέσεως (άρθρο 495 παρ 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά ……….//2022 έφεση και την με αριθμό κατάθεσης στη αυτή γραμματεία ………..//2023 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων
ΔΕΧΕΤΑΙ την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ΄αριθμόν 2514/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά …………/2014 ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής και κατά επιταγής προς πληρωμή
ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή κατά της υπ΄αριθμόν …./2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά
ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή κατά της από 3-2-2014 επιταγής προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ΄αριθμόν …/2014 διαταγής πληρωμής
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ΄αριθμόν ……/2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την από 3-2-2014 επιταγή προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα – καθ΄ης η ανακοπή σε μέρος των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας του εφεσίβλητου – ανακοπτοντος το οποίο ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον καθ΄ου η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση -εφεσίβλητο – ανακόπτοντα στα δικαστικά έξοδα της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 7 Απριλίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ