Αριθμός 286 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : Του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου υπό την επωνυμία «ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ & ΑΙΓΑΙΟΥ (2η ΥΠΕ)», που εδρεύει στον Πειραιά (…………), που εκπροσωπείται νόμιμα και με ΑΦΜ ……., το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Αικατερίνη Μπαλατσού (με δήλωση κατ΄΄αρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1 ………………………..εως και 22, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Χρυσούλα Χασιώτη [ΔΕ Τουτζιαράκης Γιάννης και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία].
Οι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20.7.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2022) αγωγή, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3084/2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την από 27.10.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ …………./2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……../2023) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσιβλήτων, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 27-10-2023 και με αριθμ. έκθ. κατάθ. ………../30-10-2023 και ………../2023 έφεση κατά της με αριθμ. 3084/18-9-2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων επί της με ΓΑΚ ……/2022 και με ΕΑΚ ……./2022 αγωγής, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έχει ασκηθεί νοµότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 511, 513 περ. β`, 516 παρ.1 και 2, 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εντός της νόμιμης τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοσή της, στις 2-10-2023 (βλ.σχετική επισημείωση στο σώμα της εκκαλούμενης, του Δικαστικού Επιμελητή ……………). Η έφεση, δε, αρµοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατ’ ουσίαν, κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, με δεδομένο ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο άσκησης έφεσης του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012.
Με τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, όπως αυτές ισχύουν από 18-4-2001 μετά την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1) και ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παρ. 2). Με τη διάταξη του άρθρου 1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν α) οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια, β)… γ)… Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 95 παρ. 1 του Συντάγματος που αφορά τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκύπτει ότι διοικητικές διαφορές ουσίας, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, είναι οι διαφορές που πηγάζουν από διοικητικές συμβάσεις ή από ενέργειες διοικητικών οργάνων, οι οποίες δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και εφόσον, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ο νόμος οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο τη δικαστική προστασία του πολίτη, ώστε το αίτημα του ενώπιον του δικαστηρίου να είναι η καταψήφιση σε παροχή ή η αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, που αναφέρονται στο δημόσιο δίκαιο (ΑΕΔ 2/1993). Εξ άλλου, σε εφαρμογή των αντιστοίχων Συνταγματικών ρυθμίσεων του άρθρου 94 παρ.1 και 3, όπως ίσχυαν πριν την πιο πάνω αναθεώρηση, εκδόθηκε ο Ν. 1406/1983, με τα άρθρα 1 και 9 του οποίου όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας υπήχθησαν από 11.6.1985 στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.2 εδ. θ’ του Ν. 1406/1983, όπως στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 παρ.3 του Ν. 2721/1999, ορίσθηκε ότι στις διοικητικές διαφορές ουσίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων περιλαμβάνονται ιδίως και διαφορές που αφορούν τις κάθε είδους αποδοχές (δεδουλευμένες ή μη) του προσωπικού γενικώς του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες ρυθμίζονται από διατάξεις κανονιστικού περιεχομένου. Ως “αποδοχές”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι αποδοχές του προσωπικού που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ ή τα Ν.Π.Δ.Δ. με σχέση δημόσιου δικαίου. Από αυτό γίνεται φανερό ότι οι διαφορές που αφορούν τις αποδοχές των μισθωτών που συνδέονται με σύμβαση ή σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου με το Δημόσιο, ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 3/2004, ΑΕΔ 11/1992).
Περαιτέρω, στο άρθρο 1 του ν.4238/2014 “Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.), αλλαγή σκοπού Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και λοιπές διατάξεις” (ΦΕΚ Α 38) ορίστηκε ότι: «2.Στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (Ε.Σ.Υ.) συνιστάται Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.), που λειτουργεί στις Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε) της Χώρας». Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 εδ. α – δ του Ν. 4238/2014 ορίσθηκε ότι “Το σύνολο του μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (Ι.Δ.Α.Χ.) ιατρικού, οδοντιατρικού, νοσηλευτικού, επιστημονικού, παραϊατρικού, τεχνικού, διοικητικού προσωπικού των Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. τίθεται, αυτοδικαίως, από την ισχύ του παρόντος, σε καθεστώς διαθεσιμότητας με ταυτόχρονη κατάργηση των θέσεων που κατέχει. Οι ανωτέρω υπάλληλοι παραμένουν σε καθεστώς διαθεσιμότητας επί έναν (1) μήνα και εν συνεχεία, μετατάσσονται / μεταφέρονται, μετά από αίτησή τους, με τους όρους και τις προϋποθέσεις του επόμενου άρθρου, σε οργανικές θέσεις που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν στις Διοικήσεις των αντίστοιχων, χωροταξικά, Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε.), όπως προβλέπεται με την παρ. 4 του άρθρου 17 του ν. 4224/2013 (Α` 288). Με απόφαση του Υπουργού Υγείας καθορίζεται η χωροταξική κατανομή, ανά Υγειονομική Περιφέρεια, των υφιστάμενων Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. Στους υπαλλήλους που τίθενται σε καθεστώς διαθεσιμότητας καταβάλλονται τα τρία τέταρτα (3/4) των αποδοχών τους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις…”, ενώ με την παρ. 3 του ιδίου άρθρου ορίσθηκε ότι “οι διαπιστωτικές πράξεις για τη θέση σε καθεστώς διαθεσιμότητας των ανωτέρω υπαλλήλων εκδίδονται από το όργανο διοίκησης του φορέα προέλευσης”. Κατ’ εξουσιοδότηση της διάταξης αυτής, εκδόθηκε η με αριθ. Γ.Π./οικ 18936/26.2.2014 Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ Β 485) των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Υγείας, με την οποία συστήθηκαν και κατανεμήθηκαν ανά ειδικότητα (ιατροί) ή κλάδο (λοιπό προσωπικό) 9.930 οργανικές θέσεις, μόνιμου και με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού, ιατρικού, νοσηλευτικού, παραϊατρικού και λοιπού προσωπικού στις επτά Διοικήσεις των Υγειονομικών Περιφερειών της χώρας. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 17 του ιδίου νόμου και υπό τον παράτιτλο “Κινητικότητα υπαλλήλων Ε.Ο.Π.Υ.Υ. προς Δ.Υ.Πε”, όπως τα δύο πρώτα εδάφια της παρ.1 αντικαταστάθηκαν με το άρθρο πρώτο υποπαρ. Ι5 του Ν. 4254/2014 (ΦΕΚ Α 85) ορίσθηκαν τα ακόλουθα: “(1). Εκ των υπαλλήλων των παραγράφων 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου, που έχουν τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας, οι ιατροί/οδοντίατροι, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ., μετατάσσονται / μεταφέρονται αναδρομικά από την ημερομηνία λήξης του χρόνου διαθεσιμότητας, με την ίδια εργασιακή σχέση, σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου, κατόπιν αιτήσεως τους, περί αποδοχής της εν λόγω θέσης, λαμβανομένων υπόψη και των ρυθμίσεων της παρ. 18 του άρθρου 32 του ν. 2190/1994, όπως ισχύει. Το λοιπό προσωπικό των ως άνω παραγράφων 1 και 2 μετατάσσεται/μεταφέρεται, αναδρομικά από την ημερομηνία λήξης του χρόνου διαθεσιμότητας, με την ίδια εργασιακή σχέση, κατόπιν αιτήσεως τους, περί αποδοχής της εν λόγω θέσης. Η ισχύς των προηγούμενων εδαφίων αρχίζει την 4η Μαρτίου 2014. Οι ανωτέρω αιτήσεις υποβάλλονται από τους ενδιαφερομένους, εντός επτά (7) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία έκδοσης των διαπιστωτικών πράξεων της ως άνω παραγράφου 3 του προηγούμενου άρθρου. Οι εν λόγω αιτήσεις, οι οποίες υπέχουν θέση υπεύθυνης δήλωσης του ν. 1599/1986 (Α` 75), υποβάλλονται από τους ενδιαφερομένους στις αρμόδιες υπηρεσίες των κατά τόπους περιφερειακών διοικητικών μονάδων του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., οι οποίες με ευθύνη τους τις διαβιβάζουν στις αντίστοιχες υπηρεσίες των Δ.Υ.Πε. υποδοχής, εντός τριών ημερών. Το ιατρικό/οδοντιατρικό προσωπικό που ασκεί, παράλληλα, ελευθέριο επάγγελμα και το οποίο έχει υποβάλει αίτηση αποδοχής θέσης πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης σε Δ.Υ.Πε., οφείλει, κατά το χρόνο ανάληψης υπηρεσίας και προκειμένου να αναλάβει, να προσκομίσει στην αρμόδια υπηρεσία της Δ.Υ.Πε. υποδοχής βεβαίωση διακοπής δραστηριότητας ή εναλλακτικά, στην περίπτωση που χωρίς δική του υπαιτιότητα είναι αδύνατη η άμεση λήψη αντίστοιχης βεβαίωσης, επικυρωμένο αντίγραφο της αίτησης διακοπής δραστηριότητας προς την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η βεβαίωση διακοπής δραστηριότητας κατατίθεται στην αρμόδια υπηρεσία υποδοχής, από τον υπόχρεο, αμέσως μετά τη λήψη της, το αργότερο εντός μηνός από την ανάληψη υπηρεσίας, άλλως απολύονται αυτοδικαίως. (2). Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης υποβολής της σχετικής αίτησης αποδοχής ο υπάλληλος που έχει τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας απολύεται, αυτοδικαίως, μετά την πάροδο του προκαθορισμένου χρόνου των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 16 του παρόντος (3). Στην περίπτωση που ο μετατασσόμενος/μεταφερόμενος υπάλληλος δεν παρουσιαστεί στην αρμόδια υπηρεσία του φορέα υποδοχής, προκειμένου να αναλάβει υπηρεσία, απολύεται αυτοδικαίως. (4). Οι πράξεις μετάταξης / μεταφοράς των εν λόγω υπαλλήλων εκδίδονται από το αρμόδιο όργανο διοίκησης του Φορέα υποδοχής”.
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι ιατροί / οδοντίατροι που υπηρετούσαν στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (όπως και οι μόνιμοι ιατροί), οι οποίοι αρχικά είχαν μεταφερθεί αυτοδικαίως στον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) από την ημερομηνία ένταξης σε αυτόν του κλάδου υγείας του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ [άρθ. 17 παρ.1 και 2 και 26 παρ. 9 του Ν. 3918/2011, όπως η τελευταία αυτή παράγραφος προστέθηκε με την παρ.21 του άρθρου 72 του Ν. 3984/2011 (ΦΕΚ Α 150)], στη συνέχεια μετατάχθηκαν / μεταφέρθηκαν με την ίδια εργασιακή σχέση και κατόπιν αίτησής τους στις κατά τόπους Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε), όπως στην εναγόμενη και ήδη, εκκαλούσα και σε αντίστοιχες οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης που συστήθηκαν για τον σκοπό αυτό, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στα ως άνω άρθρα 16 παρ.1 και 17 παρ.1 του Ν. 4238/2014.
Επίσης, με το άρθρο 18 του νόμου αυτού (4238/2014), ορίσθηκε ότι, εντός οκταμήνου από την ολοκλήρωση της μετάταξης/μεταφοράς, το ως άνω ιατρικό προσωπικό αξιολογείται και κατατάσσεται σε θέσεις κλάδου ιατρών/οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ. που θα ενταχθούν στο Π.Ε.Δ.Υ., ενώ με το άρθρο 21 παρ.2 του ιδίου νόμου ορίσθηκε ότι το ιατρικό/οδοντιατρικό προσωπικό, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ. (ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου) διατηρεί το σύνολο των τακτικών αποδοχών που λαμβάνουν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και ότι, μετά την ένταξή τους σε θέσεις του κλάδου ιατρών/οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ., λαμβάνουν τις αποδοχές που προβλέπονται από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις. Με το άρθρο 25 του ιδίου νόμου προβλέφθηκε διαδικασία αξιολόγησης από πενταμελές Συμβούλιο Αξιολόγησης ιατρών και κατάταξης, αναλόγως της προϋπηρεσίας του έχοντος μεταταχθεί κατά την προαναφερθείσα διαδικασία ιατρικού προσωπικού στους βαθμούς Διευθυντή, Επιμελητή Α’ ή Επιμελητή Β’, προκειμένου αυτό να ενταχθεί στον κλάδο ειδικευμένων ιατρών του Ε.Σ.Υ.
Επακολούθησε ο ν. 4305/2014 (ΦΕΚ Α 237), στη διάταξη της παρ.4 του άρθρου 50 του οποίου, με τίτλο “Ένταξη Ιατρών σε θέσεις κλάδου ΕΣΥ”, στην υποπαράγραφο Β.1 ορίστηκε ειδικά ότι : ” Οι οργανικές θέσεις μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού του κλάδου ΠΕ Ιατρών – Οδοντιάτρων που συστάθηκαν στις Διοικήσεις των Υγειονομικών Περιφερειών με τις διατάξεις της αρ. Γ.Π./οικ.18936/26.2.2014 ΚΥΑ (Β` 485), στις οποίες μεταφέρθηκαν /μετατάχθηκαν ιατρικό, οδοντιατρικό προσωπικό του ΕΟΠΥΥ, κατ` εφαρμογή των διατάξεων του ν.4238/2014, όπως ισχύει, μετατρέπονται αυτοδίκαια σε οργανικές θέσεις κλάδου ειδικευμένων ιατρών ΕΣΥ, αντίστοιχων ειδικοτήτων με τις κατεχόμενες θέσεις. Η αυτοδίκαιη μετατροπή των θέσεων αυτών, γίνεται κάθε φορά με την έκδοση διαπιστωτικής πράξης του Διοικητή της οικείας ΥΠΕ για την ένταξη και κατάταξη των ιατρών στις μετατρεπόμενες θέσεις, μετά τη θετική αξιολόγηση τους από τα αρμόδια Συμβούλια. Η ανωτέρω διαπιστωτική πράξη δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως”.’Αμα τη δημοσιεύσει της ανωτέρω διαπιστωτικής πράξης, οι οργανικές θέσεις μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού κλάδου ΠΕ Ιατρών-Οδοντιάτρων, που είχαν συσταθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της υπ’αριθμ. Γ.Π./οικ.18936/26-2-2014 Κ.Υ.Α., στις οποίες είχε μεταφερθεί το ιατρικό, οδοντιατρικό προσωπικό του ΕΟΠΥΥ, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.4238/2014, μετατράπηκαν αυτοδικαίως (αυτόματα) σε οργανικές θέσεις κλάδου ειδικευμένων ιατρών και οδοντιάτρων ΕΣΥ, για τους ειδικευμένους ιατρούς που αφορούσε η αντίστοιχη διαπιστωτική πράξη. ‘Ητοι, εφεξής, οι αντίστοιχες συμβάσεις εργασίας τους, μετατράπηκαν από ιδιωτικού δικαίου σε δημοσίου δικαίου, κατά τα ισχύοντα για τους ειδικευμένους ιατρούς του ΕΣΥ, οι οποίοι, κατά το άρθρο 24 του ν.1397/1983 “Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΦΕΚ Α’143)- που μετά την κατάργησή του με το άρθρο 132 του ν.2071/1992 (ΦΕΚ Α 123), επανήλθε σε ισχύ με την περ.β’του άρθρου 1 του ν.2194/1994, όπως ίσχυε πριν τη δημοσίευση του ν.2071/1992 – είναι μόνιμοι δημόσιοι λειτουργοί, τελούντες μάλιστα υπό ιδιαίτερο καθεστώς εισόδου στη δημόσια υπηρεσία, ύστερα από προκήρυξη της οικείας θέσης και αξιολόγηση(ΟλΑΠ2/2025).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από 20-07-2022 και με αριθμ. κατάθ. ………/2022 αγωγή τους και κατ’εκτίμηση του δικογράφου της, οι ενάγοντες και, ήδη εφεσίβλητοι ιστορούσαν ότι είναι ιατροί, απασχολούμενοι στο παρελθόν στο ΙΚΑ, με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Ότι κατ’εφαρμογή των διατάξεων του άρθρ.17 του ν.4238/2024 μεταφέρθηκαν και εντάχθηκαν στο εναγόμενο και ήδη, εκκαλούν, την 31-12-2014, στο οποίο και έκτοτε απασχολούνται, ως έχει κριθεί δυνάμει τελεσίδικων αποφάσεων του Εφετείου Πειραιώς.Ότι μετά την ανωτέρω ένταξή τους, το εναγόμενο τους κατέβαλε αποδοχές υπολειπόμενες των οφειλομένων, περικόπτοντας αντισυνταγματικά και κατά παράβαση της αρχής της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των ιατρών του ΕΣΥ και των αρχών της αναλογικότητας και ισότητας των πολιτών στα δημόσια βάση, δυνάμει των ν.4093/2012 και ν.4472/2017, το μισθό τους και τα οφειλόμενα σ’αυτούς επιδόματα, με αποτέλεσμα να προκύπτουν διαφορές μεταξύ καταβληθεισών και καταβλητέων μηνιαίων αποδοχών, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή.΄Ότι επικουρικά, οι καταβλητέες μέχρι την έναρξη του ν.4472/2017 αποδοχές τους, δίχως τις περικοπές του ν.4093/2012, πρέπει να συνεχίζονται να καταβάλλονται σ’αυτούς ως προσωπική διαφορά. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσαν i)κυρίως, επικαλούμενοι την αντισυνταγματικότητα των διατάξεων των ν.4093/2012 και ν.4472/2017, να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται το εναγόμενο να καταβάλει σε έκαστο εξ αυτών τις διαφορές αποδοχών για το χρονικό διάστημα από 1-1-2019 για τους υπ’αριθμ.1-18 ενάγοντες και από 1-1-2020 για τους υπ’αριθμ.19-26 εξ αυτών, έως 31-12-2023(πιθανή ημερομηνία εκδίκασης της αγωγής)και ειδικότερα, ποσό 66.049,80€, για τον 1ο, 49.170,60€, για τον 2ο, 51.270,60€ για τον 3ο, 54.090,60€ για τον 4ο, 68.209,80€, για την 5η, 49.170,60€ για τον 6ο, 56.850,60€ για τον 7ο, 53.010,60€ για τον 9ο, 56.850,60€, για τον 10ο, 54.090,60€ για τον 12ο, 68.709€ για την 13η, 55.110,60€ για τον 14ο, 57.930,60€ για τον 15ο, 69.390,60€ για την 16η, 49.170,60€ για την 17η, 49.170,60€ για τον 18ο, 54.022,56€ για την 19η, 41.016,48€ για τον 20ο, 54.120,48€ για την 21η, 64.480,80€ για την 22η, 44.088,48€ για την 23η, 46.891,68€ για την 24η, 43.483,68€ για την 25η, ii)επικουρικά, στην περίπτωση, που ήθελε κριθούν συνταγματικές οι περικοπές των μισθών τους, δυνάμει του ν.4472/2017, να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται το εναγόμενο να τους καταβάλει ως προσωπική διαφορά για το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα το ποσό των 51.167,40€, για τον 1ο, 49.170,60€ για τον 2ο, 51.270,60€ για την 3η, 54.090,60€ για τον 4ο, 53.327,40€ για την 5η, 49.170,60€ για τον 6ο, 51.889,80€ για τον 7ο, 53.010,60€ για τον 9ο, 51.889,80€ για τον 10ο, 49.129,80€ για τον 12ο, 53.826,60€ για την 13η, 50.149,89€ για τον 14ο, 52.969,80€ για τον 15ο, 54.508,20€ για την 16η, 49.170,60€ για την 17η, 49.170,60€ για τον 18ο, 42.116,64€ για την 19η, 41.016,48€ για τον 20ο, 50.151,84€ για την 21η, 34.730,40€ για την 22η, 44.088,48€ για την 23η, 34.985,76€ για την 24η και 35.262,24€ για την 25η, όλα, δε, τα ως άνω ποσά νομιμοτόκως από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση και την παραδεκτή επισκόπηση όλων των εγγράφων, οι ενάγοντες ειδικευμένοι ιατροί, απασχολούνταν στο Ι.Κ.Α. και εν συνεχεία στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ., αρχικά με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Μετά τη θέσπιση του ν.4238/2014 τέθηκαν αυτοδικαίως σε καθεστώς διαθεσιμότητας για ένα μήνα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ως άνω νόμου και στη συνέχεια, κατόπιν αιτήσεώς τους, μετατάχθηκαν, από τις 20-3-2014, στην εναγόμενη και ήδη, εκκαλούσα, σε κενές οργανικές θέσεις κλάδου ΠΕ ιατρών, ομοίως, πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, αντίστοιχες της ειδικότητάς τους, που συστήθηκαν για το σκοπό αυτό. Ακολούθως, κατ’ εφαρμογή της διάταξης της παρ.4 του άρθρου 50 του ν. 4305/2014, δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Β’ 3577 της 31-12-2014 η υπ’αριθμ.ΔΑΑΔ 25913/35556 (31-12-2014) Διαπιστωτική Πράξη του Διοικητή της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας, τότε 2ης Υγειονομικής Περιφέρειας Πειραιά. Με την Διαπιστωτική αυτή Πράξη, αφού ελήφθησαν υπόψη, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις της προαναφερόμενης υπ’αριθμ. Γ.Π./οικ.18936/26-2-2014 Κ.Υ.Α για τη σύσταση 9.930 οργανικών θέσεων μόνιμου και ΙΔΑΧ προσωπικού, ιατρικού, νοσηλευτικού, παραϊατρικού και λοιπού προσωπικού στις Διοικήσεις των Υγειονομικών Περιφερειών της χώρας, οι αναφερόμενες στην εν λόγω ΔΑΑΔ, προγενέστερες Πράξεις του ίδιου Διοικητή μετάταξης και μεταφοράς προσωπικού και το γεγονός ότι από την Διαπιστωτική αυτή Πράξη προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, οι οργανικές θέσεις μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού κλάδου ΠΕ Ιατρών-Οδοντιάτρων, που συστάθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις της άνω Κ.Υ.Α, στις οποίες μεταφέρθηκαν/μετατάχθηκαν ιατρικό, οδοντιατρικό προσωπικό του ΕΟΠΥΥ, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.4238/2014, μετατράπηκαν αυτόματα σε οργανικές θέσεις κλάδου ειδικευμένων ιατρών και οδοντιάτρων ΕΣΥ και εντάχθηκαν και κατατάχθηκαν οι αναφερόμενοι ειδικευμένοι ενάγοντες και ήδη, εφεσίβλητοι ιατροί στις μετατρεπόμενες αυτοδίκαια οργανικές θέσεις ιατρών Ε.Σ.Υ. Σύμφωνα όμως με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, από το χρόνο δημοσίευσης της πιο πάνω διαπιστωτικής πράξης, οι ενάγοντες και ήδη, εφεσίβλητοι συνδέονται με το εκκαλούν ΝΠΔΔ με εργασιακή σχέση δημοσίου δικαίου και όχι ιδιωτικού και, συνεπώς οι διαφορές που απορρέουν από την ως άνω σχέση, μεταξύ των οποίων και οι επίδικες, που αφορούν χρονικό διάστημα, μετά την ένταξή τους, υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εσφαλμένα έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία για την εκδίκαση της αγωγής.Πρέπει, επομένως, κατ’αυτεπάγγελτη έρευνα από το παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, της ύπαρξης δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου πολιτικού δικαστηρίου(άρθρ.4 και 2 ΚΠολΔ), αλλά και κατ’αποδοχήν ως βάσιμου και του σχετικού τρίτου λόγου της έφεσης και της έφεσης, εν μέρει, ως κατ’ουσίαν βάσιμης, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη, να συμψηφιστούν, δε, τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων στο σύνολό τους, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν είναι ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρ.179, 183, 191 παρ.1 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και εν μέρει κατ’ουσίαν την έφεση κατά της υπ’αριθμ.3084.2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία περιουσιακών-εργατικών διαφορών).
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως απαράδεκτη την αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 6 Μαΐου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ