Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 287/2025

Αριθμός    287/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από το Γραμματέα   Σ.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:  Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …….., με Α.Φ.Μ. ………….- ΦΑΕ Αθηνών, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών (ΑΦΜ: …), και ήδη από 01/01/2017, από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΦΜ: …..), ως εκπροσώπου του Δημοσίου, η οποία εδρεύει στην Αθήνα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή αυτής, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και ειδικότερα εν προκειμένω και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ Ε’ Πειραιά, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ Στέλλα ΟΙΚΟΥΤΑ (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΠΡΟΣ

Την υπάλληλο του πλειστηριασμού, Συμβολαιογράφο Αθηνών, …….., που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού ………….

ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….» (.. ………) και το διακριτικό τίτλο «…………», πρώην με την επωνυμία «……..» (………….) και διακριτικό τίτλο «………..» (…………), η οποία εδρεύει στο Μοσχάτο Αττικής, επί της οδού ………., με ΑΦΜ ………. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά και με αρ. ΓΕΜΗ ………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τον νόμο 4354/2015, δυνάμει της με αριθμ. 220/1/13.03.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων [υπ’ αριθμ. 880/16.3.2017 ΦΕΚ (τ. Β’), η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….» (………..), που εδρεύει στην Ιρλανδία, …………, με αριθμό μητρώου ………., όπως εκπροσωπείται νόμιμα. Η ανωτέρω εταιρεία ειδικού σκοπού, κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «………» (ΑΦΜ …………. ΔΟΥ ΦΑΕ ΑΘΗΝΩΝ), κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις Ν. 3156/2003, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Σπυριδούλα ΠΕΡΡΟΥ (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ……..) με ΑΦΜ ….., Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Αθηνών (Γ.Ε.ΜΗ …..), νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΚΑΘ ΟΥ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ:  ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών (ΑΦΜ: ….), και ήδη από 01/01/2017, από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΦΜ: …..), ως εκπροσώπου του Δημοσίου, η οποία εδρεύεις την Αθήνα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή αυτής, που κατοικοεδρεύει  στην Αθήνα και ειδικότερα εν προκειμένω και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Ε. Ε΄ Πειραιά, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ  Στέλλα ΟΙΚΟΥΤΑ (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΠΡΟΣ

Την υπάλληλο του πλειστηριασμού, Συμβολαιογράφο Αθηνών, ………, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (οδός ………).

Το Ελληνικό Δημόσιο κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  25.5.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2020) ανακοπή κατά του υπ΄ αριθμ …………/2020 πίνακα κατάταξης δανειστών, της Συμβολαιογράφου Αθηνών …….., επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 255/2021 απόφαση του προαναφερόμενου Δικαστηρίου, που  δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η πρώτη εκ των καθ΄ ων η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα-υπερ ης η προσθετη παρέμβαση Ε.Τ.Ε. με την από 1.9.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ  ………/2022-ΓΑΚ/ΕΑΚ  ΕΦΕΤ ………../2023) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 7η.12.2023, μετά δε από αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης. Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου,  κατέθεσε την από 29.4.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2024)  αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση η εταιρεία με την επωνυμία «…………», της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του Ελληνικού Δημοσίου και  η πληρεξούσια δικηγόρος της εταιρείας με την επωνυμία «…………..», οι οποίες παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς συζήτηση στην ίδια δικάσιμο 1) η από 1-9-2022 (υπ’ αριθμ. κατάθ. ………./2-9-2022) έφεση της καθ’ ης η ανακοπή, ήδη εκκαλούσας,  ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………» κατά του ανακόπτοντος, ήδη εφεσιβλήτου, Ελληνικού Δημοσίου και 2) η από 29-4-2024 (υπ’ αριθμ. κατάθ. ……/1-5-2024) αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της εταιρείας με την επωνυμία ………… ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις ……….. ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις), με προηγούμενη επωνυμία «…………  » (………), η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “………..” (…………..), υπέρ της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….» και κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν, διότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 246 ΚΠολΔ.

Από τις διατάξεις του άρθρου 225 ΚΠολΔ, στο οποίο ορίζεται ότι : «Η επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν στερεί τους διαδίκους από την εξουσία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα ή να συστήσουν εμπράγματο δικαίωμα (παρ. 1). Η μεταβίβαση του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος ή η σύσταση εμπράγματου δικαιώματος δεν επιφέρει καμιά μεταβολή στη δίκη. Ο ειδικός διάδοχος έχει δικαίωμα να ασκήσει παρέμβαση (παρ. 2)», προκύπτει ότι, σε περίπτωση μεταβίβασης του αντικειμένου της δίκης μετά την εκκρεμοδικία, ο ειδικός διάδοχος δικαιούται να παρέμβει στην εκκρεμή δίκη και να καταστεί διάδικος σε αυτήν, όμως η μεταβίβαση αυτή δεν επιφέρει καμία μεταβολή στη κύρια δίκη, που εξακολουθεί να διεξάγεται με τον διάδικο που μεταβίβασε, ο οποίος και νομιμοποιείται προς τούτο. Σύμφωνα δε με το άρθρο 80 του ΚΠολΔ, ο ειδικός διάδοχος ενός των αρχικών διαδίκων κατά τη διάρκεια της δίκης μπορεί να παρέμβει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη, έχοντας προς τούτο έννομο συμφέρον, το οποίο συνίσταται στο γεγονότος ότι η απόφαση που θα εκδοθεί κατά του δικαιοπαρόχου του αποτελεί δεδικασμένο και κατ’ αυτού, δεδομένου ότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 325 περ. 2 του ΚΠολΔ, το δεδικασμένο ισχύει υπέρ και κατά εκείνων που έγιναν ειδικοί διάδοχοι των διαδίκων όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το τέλος αυτής. Συναφώς, από τη διάταξη του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 έως 78, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις του ανωτέρω άρθρου 80 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για να χαρακτηριστεί η πρόσθετη παρέμβαση ως αυτοτελής είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, που θα εκδοθεί μεταξύ των κύριων διαδίκων, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής της ενέργειας και στις έννομες σχέσεις του παρεμβαίνοντος τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται ακριβώς για τον λόγο αυτό, δηλαδή, όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών από την απόφαση σε βάρος του τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην εκκρεμή δίκη και στις σχέσεις του τρίτου με τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας (βλ. ΑΠ 711/2018, ΑΠ 727/2017 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη κάποια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας θα επιφέρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης και απέναντι στον ίδιο (βλ. ΑΠ 711/2018, ΑΠ 1073/2015 ΝΟΜΟΣ). Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με τον διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κύριου διαδίκου (βλ. ΑΠ 1102/2022, AΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ). Λόγω δε της δημιουργούμενης αναγκαστικής ομοδικίας για τους ομοδίκους που απουσιάζουν, δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας, αλλά αυτοί αντιπροσωπεύονται από τους παριστάμενους ομοδίκους τους (βλ. ΑΠ 1343/2022 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, η δίκη, που ανοίχθηκε με την πρόσθετη παρέμβαση, δεν είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη, αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη, που έχει ανοιχθεί με την αγωγή ή το ένδικο μέσο, από την οποία δεν μπορεί να χωριστεί και έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, η περάτωση δε αυτής (κύριας δίκης) επιφέρει και την περάτωση της δίκης, που ανοίχθηκε με την πρόσθετη παρέμβαση (βλ. ΑΠ 1206/2019, ΜονΕφΑιγ 24/2022 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….», «Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιρειών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους, οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις». Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, «Οι εταιρείες διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014. Εφόσον οι εταιρείες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης». Ωστόσο, αυτές οι εταιρείες διαχείρισης υπάγονται σε μια ευρύτερη κατηγορία εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, όπως είναι και εκείνες του ν. 3156/2003. Ως εκ τούτου, η διαφορετική αντιμετώπιση των εταιριών διαχείρισης του ν. 3156/2003 από εκείνες του ν. 4354/2015 θα έχει ως συνέπεια λογική ανακολουθία στο εσωτερικό σύστημα του νόμου. Γι` αυτό, οι ανωτέρω δύο νόμοι θα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους, ανεξαρτήτως αν η απόκτηση των απαιτήσεων από τις εταιρείες ειδικού σκοπού έγινε με τη διαδικασία της τιτλοποίησης και εκχώρησης βάσει του ν. 3156/2003 ή με τη διαδικασία της πώλησης βάσει του ν. 4354/2015 (Ολ ΑΠ 1/2023 ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, η από 1-9-2022 (υπ’ αριθμ. κατάθ. ………/2-9-2022) έφεση της καθ’ ης η ανακοπή, ήδη εκκαλούσας,  ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» κατά του ανακόπτοντος, ήδη εφεσιβλήτου, Ελληνικού Δημοσίου, που στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 255/2021  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα  495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β’, 516 παρ. 1, 517, και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), ενώ κατατέθηκε το νόμιμο παράβολο για την άσκησή της  (άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α’ ΚΠολΔ). Εξάλλου, η εταιρεία με την επωνυμία …….. ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (………. ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) άσκησε την από 29-4-2024 (υπ’ αριθμ. κατάθ. …………../1-5-2024) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, ενεργώντας  ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεη διάδικος, διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “………..” (……………), η οποία,  μετά την άσκηση της ως άνω έφεσης και την επελθούσα εκκρεμοδικία, κατέστη ειδική διάδοχος της ένδικης απαίτησης, κατόπιν μεταβίβασης σε αυτήν, μεταξύ άλλων, και των υπό κρίσιν ένδικων απαιτήσεων, που έλαβε χώρα στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις της εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………..», σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003, δυνάμει της από 16-2-2024 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρίσθηκε αυθημερόν στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον Τόμο … με αυξ. αριθμό …. και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου …/16-02-2024 (άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003). Περαιτέρω, την 16-2-2024, διαχειρίστρια των ως άνω απαιτήσεων που τιτλοποιήθηκαν, κατέστη η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………. ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις» (……….), δυνάμει της από 16-2-2024 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων (κατ’ άρθρο 10 παράγραφοι 14 και 16 του ν. 3156/2003), περίληψη της οποίας καταχωρίσθηκε νόμιμα την 16-02-2024 με αρ. πρωτ. …/16-02-2024 στα βιβλία του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο …. με αυξ. αριθ. … (άρθρο 10 παράγραφος 16 του ν. 3156/2003). Ενόψει των ανωτέρω, η παρεμβαίνουσα εταιρεία έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει αυτοτελώς προσθέτως υπέρ της αρχικής διαδίκου τράπεζας, κατά του Ελληνικού Δημοσίου, με δεδομένο ότι η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί, το δεδικασμένο αυτής, η εκτελεστότητα και η τυχόν διαπλαστική ενέργεια αυτής καταλαμβάνουν και την ειδική διάδοχο μετά την εκκρεμοδικία, δηλαδή την εταιρεία με την επωνυμία “………” (……….. Επομένως, η κρινόμενη πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, έχει χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης και επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα  στο εφεσίβλητο, Ελληνικό Δημόσιο, στην εκκαλούσα, ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………….», με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, για τη δικάσιμο που είχε οριστεί αρχικά, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (βλ. τις υπ’ αριθμ. ……….΄/2-5-2024, ……….΄/2-5-2024, ..΄/2-5-2024 και ….΄/5-5-2023 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείου Αθηνών ……….), είναι παραδεκτή και νόμιμη, κατά τα άρθρα 80 και 83 ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα μεταξύ της κυρίας διαδίκου (εκκαλούσας) και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας να δημιουργηθεί σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας.

Εξάλλου, όπως προκύπτει από την υπ` αριθμ. …..΄/5-5-2023 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………., ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο, που είχε οριστεί αρχικά, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο επιδόθηκε, με επιμέλεια της εκκαλούσας «……………….», νομότυπα και εμπρόθεσμα στο εφεσίβλητο. Όμως, κατ’ αυτήν, η εκκαλούσα-υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο. Επομένως, κατά τα προεκτεθέντα, εφόσον η εκκαλούσα – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση δεν εμφανίσθηκε κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της – αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα και, ως εκ τούτου, η συζήτηση της έφεσης, που είναι παραδεκτή, θα χωρήσει, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, σαν να ήταν παρούσα και η εκκαλούσα – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση (βλ. ΑΠ 368/2019, ΕφΠατρ. 420/2022 ΝΟΜΟΣ).

Με την από 25-5-2020 (υπ’ αριθμ. κατάθ. ………/2020) ανακοπή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά το ανακόπτον-εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο ζήτησε τη μεταρρύθμιση του υπ’ αριθμ. ………../2020 πίνακα κατάταξης δανειστών της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, συμβολαιογράφου Αθηνών, ……………… Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 295/2021 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεσή της η εκκαλούσα για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η ανακοπή.

Από την εκτίμηση των προσκομιζόμενων με επίκληση εγγράφων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με επίσπευση της εκκαλούσας και, δυνάμει της υπ’ αριθμ. …../23-5-2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας, εκπλειστηριάστηκε αναγκαστικώς με ηλεκτρονικά μέσα, με την υπ’ αριθ. ……/08-1-2020 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού και κατακύρωσης της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., η ακίνητη περιουσία του οφειλέτη της, …………., με πλειστηρίασμα το ποσό των 111.000 ευρώ και πλειοδότρια την εκκαλούσα. Στη συνέχεια, η ως άνω συμβολαιογράφος, λόγω μη επάρκειας του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών, συνέταξε τον υπ’ αριθμ. …………/2020 πίνακα κατάταξης, με τον οποίο, αφού προαφαίρεσε ποσό 5.382,95 ευρώ για έξοδα εκτέλεσης, διένειμε το εναπομείναν πλειστηρίασμα ποσού 105.617,05 ευρώ ως εξής: α) Σε ποσοστό 65% του διανεμόμενου πλειστηριάσματος, ήτοι μέχρι του ποσού των 68.651,08 ευρώ κατέταξε την εκκαλούσα, ως πρώτη ενυπόθηκη δανείστρια, προνομιακά, οριστικά και σε μερική ικανοποίηση της αναγγελθείσας απαίτησής της. β) Σε ποσοστό 25% του διανεμόμενου πλειστηριάσματος, ήτοι έως του ποσού των 26.404,56 ευρώ κατέταξε προνομιακά και οριστικά το Περιφερειακό ΚΕΑΟ Πειραιά. γ) Σε ποσοστό 10% του διανεμόμενου πλειστηριάσματος, ήτοι μέχρι του ποσού των 10.561,71 ευρώ κατέταξε τυχαία την εκκαλούσα τράπεζα, ως εγχειρόγραφη δανείστρια, εξαντληθέντος, με τις ως άνω κατατάξεις του διανεμόμενου πλειστηριάσματος, όπως τα ανωτέρω προκύπτουν από την υπ’ αριθ. …………/06-03-2020 πρόσκληση δανειστών της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου.

Κατά το άρθρου 932 του ΚΠολΔ, τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης βαρύνουν εκείνον κατά του οποίου αυτή στρέφεται και προκαταβάλλονται από εκείνον που την επισπεύδει, ενώ κατά το άρθρου 975 του ίδιου κώδικα η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτέλεσης που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις αυτές, υπέγγυο στους δανειστές είναι το ποσό του πλειστηριάσματος, που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, τα οποία δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προνομίων, ούτε κατατάσσονται στον πίνακα, αλλά προαφαιρούνται προκειμένου να γίνει η κατάταξη των δανειστών, ορίζονται δε με τον πίνακα κατάταξης ή με ιδιαίτερη πράξη, με την οποία ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δικαιολογεί τα σχετικά κονδύλια προκειμένου να τα προαφαιρέσει από το πλειστηρίασμα. Δικαιούχος των εξόδων εκτέλεσης είναι καταρχήν ο δανειστής που επέσπευσε την εκτέλεση, όμως ως δικαιούχοι νοούνται και τα όργανα της εκτέλεσης και, ειδικότερα, ο δικαστικός επιμελητής και ο υπάλληλος του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφος), αλλά και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του επισπεύδοντος δανειστή, καίτοι τα πρόσωπα αυτά δεν νομιμοποιούνται να αναζητήσουν τα σχετικά έξοδα από τον καθ’ ου η εκτέλεση, αφού μ` αυτόν δεν συνδέονται με κατάλληλη έννομη σχέση (βλ. ΑΠ 1860/2013, ΑΠ 300/2013,  ΑΠ 280/2004 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, τα πρόσωπα αυτά, με βάση τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό και με αυτές των άρθρων 971 και 1007 του ΚΠολΔ, λαμβάνουν τα έξοδα της εκτέλεσης από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ο οποίος, αφού τα αφαιρέσει από το πλειστηρίασμα, ακολούθως διανέμει το υπόλοιπο του πλειστηριάσματος μεταξύ των δανειστών του καθ` ου η εκτέλεση ή προβαίνει με σχετικό πίνακα στην κατάταξη των δανειστών, σε περίπτωση ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος. Δηλαδή, τα έξοδα της εκτέλεσης δεν κατατάσσονται στον συντασσόμενο από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πίνακα, ωστόσο η σχετική εκκαθαριστική πράξη του αποτελεί διανομή του πλειστηριάσματος και προσβάλλεται, συνεπώς, με την ανακοπή του άρθρου 979 του ΚΠολΔ. Ανακόπτων μπορεί να είναι οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, όπως είναι οι δανειστές που αναγγέλθηκαν ή ο καθ` ου η εκτέλεση οφειλέτης, οπότε αν αυτοί αμφισβητούν τη νομιμότητα της σχετικής εκκαθαριστικής πράξης των εξόδων εκτέλεσης και, ειδικότερα, αν προσβάλλουν αυτήν ως αόριστη ή αναιτιολόγητη ή αμφισβητούν ότι τα έξοδα έγιναν προς το συμφέρον όλων των δανειστών και, συνακόλουθα, ότι είναι έξοδα εκτέλεσης, ανακύπτει ιδιωτική διαφορά μεταξύ αυτών και του επισπεύδοντος δανειστή, που είναι ο μόνος νομιμοποιούμενος παθητικά στη σχετική δίκη, αφού αυτός είναι που χορήγησε στα παραπάνω πρόσωπα την εντολή για τη διενέργεια των απαιτούμενων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης και θα ζημιωθεί αν ανατραπεί η εκκαθάριση των εξόδων, αφού τότε θα υποχρεωθεί να καταβάλει ο ίδιος τη διαφορά στα πρόσωπα αυτά με βάση τη μεταξύ τους σχέση εντολής. Αντιθέτως, όταν η αμφισβήτηση αφορά μόνο στη διενέργεια των πράξεων εκτέλεσης, που φέρονται ότι έγιναν από τα ίδια πρόσωπα ή το ύψος της σχετικής δαπάνης, δηλαδή όταν προβάλλεται ότι τα αντίστοιχα έξοδα εκτέλεσης δεν είναι νόμιμα ή υπαρκτά ή υπερβαίνουν τα καθοριζόμενα από το νόμο ή τις οικείες υπουργικές αποφάσεις όρια της αμοιβής τους, η ανακοπή κατά της πράξης εκκαθάρισης των εξόδων πρέπει να στρέφεται αποκλειστικά κατά του οργάνου της εκτέλεσης, το οποίο και μόνο νομιμοποιείται παθητικά  (βλ. ΑΠ 1915/2022, ΑΠ 1415/2019, ΑΠ 1644/2018 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ως έξοδα εκτέλεσης, κατά τις παραπάνω διατάξεις, νοούνται όλες οι δαπάνες που γίνονται από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση δανειστή και αποβλέπουν στο γενικό συμφέρον όλων των δανειστούν, εφόσον είναι αναγκαίες για τη διαδικασία της εκτέλεσης από την έναρξή της μέχρι και την περάτωσή της (βλ. ΑΠ 14/2015, ΑΠ 1074/2015, ΑΠ 658/2014 ΝΟΜΟΣ), δηλαδή, ανάγονται στην προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, στην κατάσχεση, στη συντήρηση του κατασχεθέντος πράγματος, στον πλειστηριασμό και στην κατάταξη των δανειστών. Αντιθέτως, δεν περιλαμβάνονται τα έξοδα που έγιναν προς το αποκλειστικό συμφέρον είτε του επισπεύδοντος είτε των αναγγελθέντων δανειστών, ούτε επίσης όσα έγιναν από υπαιτιότητα του επισπεύδοντος, όπως είναι τα έξοδα πλειστηριασμού που ματαιώθηκε λόγω παρόδου προθεσμίας ή λόγω ακυρότητας των πράξεων (βλ. ΑΠ 2055/2022, ΑΠ 60/2001, ΑΠ 1359/1998 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, τα έξοδα, για τον έλεγχο-έρευνα τίτλων στο Υποθηκοφυλακείο – Κτηματολόγιο και εν γένει στα δημόσια βιβλία, προκειμένου να διαπιστωθεί η κυριότητα του οφειλέτη και η κατάσταση του ακινήτου, επί του οποίου επιβλήθηκε κατάσχεση, την παραλαβή πιστοποιητικών βαρών, καθώς και την μετακίνηση για την διενέργεια αυτών, αφορούν σε δαπάνες της προδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που είναι αναγκαίες για την διεξαγωγή της εκτελεστικής διαδικασίας και αποβλέπουν στο γενικό συμφέρον όλων των δανειστών και, επομένως, προαφαιρούνται από το πλειστηρίασμα (βλ. ΕφΛαρ 144/2021 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΛαμ 100/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 52/2011 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).

Με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτός ο σχετικός λόγος της ανακοπής και κρίθηκε ότι τα κονδύλια των 30 ευρώ και 35 ευρώ, για αμοιβή του δικαστικού επιμελητή και έξοδα αυτού, για τη μετάβασή του στο Κτηματολογικό Γραφείο Νίκαιας, προς διενέργεια έρευνας στα βιβλία του εν λόγω Κτηματολογικού Γραφείου, αντίστοιχα, αφορούν στο αποκλειστικό συμφέρον της επισπεύδουσας την αναγκαστική εκτέλεση τράπεζας και, συνακόλουθα, πρέπει να αφαιρεθούν από το ποσό των εξόδων και να καταταγεί σ’ αυτά το εφεσίβλητο-ανακόπτον. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, ο νομικός έλεγχος του προς κατάσχεση ακινήτου είναι απαραίτητος για την ορθή και σύννομη επιβολή της κατάσχεσης και την περαιτέρω διενέργεια του πλειστηριασμού και, ως εκ τούτου, αφορά στο συμφέρον όλων των δανειστών και όχι μόνον της επισπεύδουσας. Συνεπώς, ορθώς προαφαιρέθηκαν αυτά από την επί του πλειστηριασμού υπάλληλο. Έσφαλε, επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση, που δέχθηκε τα ανωτέρω, γι’ αυτό είναι βάσιμος ο σχετικός δεύτερος λόγος της υπό κρίση έφεσης.

Σύμφωνα με το άρθρο 977 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και ίσχυε κατά τον χρόνο διενέργειας του επίδικου πλειστηριασμού, αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 976, καθώς και μη προνομιούχες απαιτήσεις, τότε οι απαιτήσεις του άρθρου 976 ικανοποιούνται έως το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%), οι απαιτήσεις του άρθρου 975 έως το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και οι μη προνομιούχες απαιτήσεις έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του πλειστηριάσματος, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 976 και του άρθρου 975 κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο 2 της παραγράφου 1. Σύμφωνα, εξάλλου, με το άρθρο 977 παρ. 3 εδ. β’ ΚΠολΔ, όταν μετά την ικανοποίηση των ειδικών και των γενικών προνομίων, υπάρχει υπόλοιπο πλειστηριάσματος από το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%) ή από το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%), αυτό χρησιμοποιείται για την ικανοποίηση των ειδικών ή γενικών αντίστοιχα προνομίων που δεν έχουν ακόμη ικανοποιηθεί. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 977 παρ. 3 εδ. γ’ ΚΠολΔ, το υπόλοιπο πλειστηριάσματος από το δέκα τοις εκατό (10%), μετά την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών, διαιρείται και πάλι στα δύο και στο ένα τρίτο κατά το άρθρο 977 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ για να ικανοποιηθούν αντίστοιχα τα ειδικά (από τα δύο τρίτα) και τα γενικά προνόμια (από ένα τρίτο) που δεν έχουν ικανοποιηθεί. Σημαντική τομή στο σύστημα του ΚΠολΔ, αναφορικά με τη διανομή του πλειστηριάσματος, αποτελεί η κατάταξη των μη προνομιούχων απαιτήσεων σε ποσοστό 10%, όταν αυτές συντρέχουν με απαιτήσεις εξοπλισμένες με γενικά και ειδικά προνόμια. Σκοπός του νομοθέτη με την ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 977 παρ. 3 ΚΠολΔ ήταν να ενθαρρύνονται και οι μη προνομιούχοι δανειστές να επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση, ώστε ακόμα και αν υπάρχουν προνομιούχοι δανειστές, να λάβουν και αυτοί ποσοστό, έστω μικρό, του πλειστηριάσματος (βλ. αιτιολογική έκθεση του ν. 4335/2015, σελ. 23, άρθρο 977). Πρόσθετο επιχείρημα δε, αντλείται τόσον από το εδάφ. γ’ του άρθρου 977 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπου και ρητά προβλέπεται η εκ νέου κατάταξη των προνομιούχων δανειστών των άρθρων 975 και 976 ΚΠολΔ στο πλειστηρίασμα που αντιστοιχεί στο 10%, στην περίπτωση που προκύπτει υπόλοιπο μετά την κατάταξη των εγχειρόγραφων δανειστών, όσο και από το τελευτ.  εδάφ. της παρ. 3 του άρθ. 977 ΚΠολΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τον ν. 4842/2021 και εφαρμόζεται σε πλειστηριασμούς που διενεργούνται μετά την 1-1-2022, όπου αναφέρεται ρητά ότι εάν υπάρχουν και εγχειρόγραφοι δανειστές, οι προνομιούχες απαιτήσεις των άρθρων 975 και 976 δεν συμμετέχουν στο 10% ακόμη και αν δεν ικανοποιήθηκε η απαίτησή τους. Είναι σαφές ότι δεν θα υπήρχε λόγος να γίνεται η ως άνω μνεία στον προϊσχύσαντα νόμο, σε περίπτωση που άνευ ετέρου αντιμετωπίζονταν ως εγχειρόγραφοι οι ενέγγυοι πιστωτές αν δεν ικανοποιούνταν προνομιακά (εν όλω ή εν μέρει). Αν ο νομοθέτης ήθελε να αποτελεί, και με το προγενέστερο δίκαιο, κανόνα η διπλή κατάταξη των προνομιούχων απαιτήσεων θα το προέβλεπε ρητά, όπως άλλωστε έκανε στο άρθρο 160 του Πτωχευτικού Κώδικα, ειδικά και κατ` εξαίρεση από το άρθρο 977 του ΚΠολΔ, το οποίο ισχύει κατά τα λοιπά και στην πτωχευτική διαδικασία (άρθρο 156 ΠτΚ). Πέραν όμως από το γράμμα της διάταξης, η παραπάνω ερμηνεία οδηγεί στην καταστρατήγηση της βούλησης του νομοθέτη, ο οποίος θέλησε, για πρώτη φορά, να αναλώνεται το ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση των μη προνομιούχων πιστωτών. Η υλοποίηση της νομοθετικής ratio αυτής είναι αμφίβολη στην περίπτωση που αναγνωριζόταν η δυνατότητα κατάταξης των προνομιούχων πιστωτών στο υπόλοιπο 10%, κατά το μέτρο που δεν ικανοποιήθηκε ολικά ή εν μέρει η απαίτησή τους με βάση το προνόμιό της. Επιπροσθέτως των ανωτέρω, σύμφωνα με τη θεμελιώδη, δικονομική αρχή της διάθεσης, αν κάποιος δανειστής επέλεξε να αναγγείλει την απαίτησή του ως προνομιούχο, θα πρέπει η απαίτηση αυτή να καταταχθεί στον πίνακα κατάταξης ως τέτοια, μη επιτρεπόμενης της επικουρικής αίτησης περί μη προνομιακής κατάταξης. Ούτε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, ούτε το δικαστήριο κατόπιν άσκησης σχετικής ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, μπορούν να προβούν σε μη προνομιακή κατάταξη, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο. 972 παρ. 1 ΚΠολΔ, ουσιώδες στοιχείο του αναγγελτηρίου, μεταξύ άλλων, είναι το αίτημα κατάταξης και, όταν υπάρχει προνόμιο, σύμφωνα με ορθή άποψη, το αίτημα προνομιακής κατάταξης. Επομένως, με βάση όλα τα παραπάνω, τυχόν ερμηνεία, κατά την οποία οι μη ικανοποιηθείσες, εν όλω ή εν μέρει, προνομιούχες απαιτήσεις, εξομοιώνονται κατ’ αποτέλεσμα προς τις εγχειρόγραφες και, συνεπώς, κατατάσσονται συμμέτρως (και) στο ποσοστό του 10% του πλειστηριάσματος, προσκρούει τόσο στη βούληση του νομοθέτη όσο και στο σαφές γράμμα του νόμου. Αν μετά την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών, δηλαδή των μη προνομιούχων απαιτήσεων, απομένει υπόλοιπο από το 10%, τότε ικανοποιούνται τα γενικά και τα ειδικά προνόμια κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 977 παρ.1 εδ. β’ ΚΠολΔ, ήτοι, τα γενικά προνόμια κατατάσσονται έως το 1/3 του υπολοίπου αυτού και τα ειδικά προνόμια έως τα 2/3 αυτού (βλ. ΑΠ 385/2024 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).

Η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου έκανε δεκτό τον σχετικό λόγο της ανακοπής και μεταρρύθμισε τον ως άνω ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης δανειστών, αποβάλλοντας την εκκαλούσα από τον εν λόγω πίνακα κατάταξης για το ποσό των 1.700,20 ευρώ. Συγκεκριμένα, δέχθηκε ότι στο 10% του πλειστηριάσματος κατατάσσονται όχι μόνο οι εξυπαρχής εγχειρόγραφες απαιτήσεις, αλλά και οι προνομιακές απαιτήσεις, οι οποίες δεν ικανοποιήθηκαν (εν όλω ή εν μέρει) από το προνόμιό τους. Ειδικότερα, όπως κρίθηκε, στην προκείμενη περίπτωση, η προνομιακή απαίτηση του εφεσιβλήτου, Ελληνικού Δημοσίου, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 975 παρ. 5 του ΚΠολΔ, κατατάσσεται στην 5η τάξη των γενικών προνομίων, δεν κατατάχθηκε καθόλου ως προνομιούχος, καθόσον στο 25% του πλειστηριάσματος κατατάχθηκε το ΕΦΚΑ για απαιτήσεις του από κοινωνικοασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες προηγούνταν σε σχέση με αυτές του Ελληνικού Δημοσίου, καθότι πρόκειται για απαιτήσεις 3ης τάξης. Ενόψει αυτού, δεδομένου ότι η μεν εγχειρόγραφη απαίτηση του εκκαλούντος ανερχόταν σε 51.400,40 ευρώ, η δε προνομιούχος απαίτηση του εφεσιβλήτου ανερχόταν σε 9.861,84 ευρώ, με την προσβαλλόμενη απόφαση κατατάχθηκε  το Ελληνικό Δημόσιο σύμμετρα για το ποσό των 1700,20 ευρώ.  Όμως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε, καθόσον, κατά τον νόμο, δεν υπήρχε δυνατότητα για να ικανοποιηθεί απαίτηση, που είχε αναγγελθεί ως προνομιούχος, από το προοριζόμενο για τους εγχειρόγραφους δανειστές 10% του πλειστηριάσματος. Επομένως, είναι βάσιμος ο σχετικός πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ’ ουσίαν, πρέπει να απορριφθεί η από 25-5-2020 ανακοπή.  Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που κατατέθηκε για την άσκηση της ως άνω έφεσης στην καταθέσασα (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρ. 179, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ 1) την από 1-9-2022 (υπ’ αριθμ. κατάθ. …………/2-9-2022) έφεση της καθ’ ης η ανακοπή, ήδη εκκαλούσας,  ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» και 2) την από 29-4-2024 (υπ’ αριθμ. κατάθ. ………./1-5-2024) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση της εταιρείας με την επωνυμία ………. ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (………….), με προηγούμενη επωνυμία «………..» (…………), η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “…………” (…………), ερήμην της εκκαλούσας-υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………», αντιπροσωπευόμενης στην κατ’ έφεση δίκη από την παριστάμενη προσθέτως υπέρ αυτής ως άνω παρεμβαίνουσα.

Δέχεται την από 1-9-2022 (υπ’ αριθμ. κατάθ. …………/2-9-2022) έφεση  κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 255/2021  οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.

Κρατεί την υπόθεση.

Δικάζει επί της ουσίας την από 25-5-2020 (υπ’ αριθμ. κατάθ. …………./2020) ανακοπή.

Απορρίπτει την ανακοπή.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 6 Μαΐου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

         Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ