Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 262/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης  262 /2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……….., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

Α) Της εκκαλούσας: Της εταιρείας με την επωνυμία <<………..>>, με ΑΦΜ …….. ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά, που εδρεύει στην ………. Αττικής, οδός …………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ιωάννα Λεγάκη (ΑΜ ΔΣΑ … ΔΕ Πιστιόλης – Τριαντάφυλλος & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία ΑΜ ΔΣΑ …..), που κατέθεσε την από 19.3.2025 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Του εφεσίβλητου: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αννα Κοντοσέα (ΑΜ ΔΣΠ …….. ΔΕ Γ.Κοντοσέας και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία ΔΣΠ …….).

Β) Του εκκαλούντος: ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αννα Κοντοσέα (ΑΜ ΔΣΠ …. ΔΕ Γ.Κοντοσέας και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία ΔΣΠ …).

Των εφεσιβλήτων: 1. Της νόμιμα εκπροσωπούμενης εταιρείας με την επωνυμία <<………..>> που εδρεύει στον Πειραιά, επί της ……….., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 2. Της νόμιμα εκπροσωπούμενης εταιρείας με την επωνυμία <<………..>> (………..), που εδρεύει στην Καλλιθέα Αττικής, οδός ………, η οποία εκπροσωπήθηκε στην παρούσα δίκη από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ιωάννα Λεγάκη (ΑΜ ΔΣΑ ….. ΔΕ Πιστιόλης – Τριαντάφυλλος & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία ΑΜ ΔΣΑ …), που κατέθεσε την από 19.3.2025 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Ο εκκαλών της υπό στοιχ. Β έφεσης και εφεσίβλητος της υπό στοιχ. Α έφεσης, άσκησε σε βάρος των εφεσιβλήτων της υπό στοιχ. Β έφεσης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 27.12.2021 (με γεν.αριθ.κατάθ. …/2021 και ειδ. αριθ.καταθ. …../2021) αγωγή, με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’αριθ. 3199/2023 οριστική απόφαση, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, διατάσσοντας τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν η δεύτερη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχ. Α έφεσης, με την από 27.12.2023 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …./28.12.2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …./28.12.2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./28.12.2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/28.12.2023) έφεση και ο ενάγων και ήδη εκκαλών της υπό στοιχ. Β έφεσης, με την από 11.12.2024 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/11.12.2024 και αριθ.καταθ.ενδ. μέσου …./11.12.2024 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. ………./13.12.2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …./13.12.2024) έφεση, οι οποίες προσδιορίστηκαν προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο.

Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν στη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν ερήμην της πρώτης εφεσίβλητης της υπό στοιχ.Β έφεσης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας της υπό στοιχ Α έφεσης και δεύτερης εφεσίβλητης της υπό στοιχ Β έφεσης δεν εμφανίσθηκε, αλλά παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσε τις προτάσεις της, η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος της υπό στοιχ Β έφεσης και εφεσίβλητου της υπό στοιχ Α έφεσης, αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ενώ η πρώτη εφεσίβλητη της υπό στοιχ Β έφεσης δεν παραστάθηκε δια του νομίμου εκπροσώπου της ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.                           ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: α) η από 27.12.2023 (με γεν.αριθ.καταθ. …./28.12.2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/28.12.2023) έφεση και β) η από 11.12.2024 (με γεν.αριθ.καταθ. …./13.12.2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …/13.12.2024) έφεση,  στρεφόμενες κατά της υπ’αριθ. 3199/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά τη διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, κατ’αντιμωλία των διαδίκων, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω της προδήλου μεταξύ τους συνάφειας, καθ’ όσον βάλλουν κατά της αυτής οριστικής αποφάσεως, υπάγονται στην αυτή διαδικασία και με την ένωση και συνεκδίκασή τους επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και αποτρέπεται το ενδεχόμενο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 246 και 524παρ.1 ΚΠολΔ, ΕφΑθ4299/2006 ΕλλΔνη 47 1508).

Οι κρινόμενες α) από 27.12.2023 (με γεν.αριθ.καταθ. …./28.12.2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/28.12.2023) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό (δεύτερης) εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία <<………>> της από 27.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ……../2021 αγωγής και β) η από 11.12.2024 (με γεν.αριθ.καταθ. …/13.12.2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …./13.12.2024) έφεση του ηττηθέντος εν μέρει ενάγοντος της ανωτέρω αγωγής κατά της εκκαλούσας της υπό στοιχ Α έφεσης, ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<….. …..>> και της ερήμην δικασθείσας σε πρώτο βαθμό και εδώ απολιπομένης εφεσίβλητης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία <<……………>>, αμφότερες στρεφόμενες κατά της υπ’ αριθμ. 3199/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, ερήμην της πρώτης εναγομένης, ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία <<………….>> και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθμ.3, 621 του ΚΠολΔ και 82 του ΚΙΝΔ), έχουν ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου τους στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 28.12.2023 και 11.12.2024, αντίστοιχα, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευσή της στις 28.9.2023, ενώ για το παραδεκτό της, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ. 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις, οι οποίες αρμόδια φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή τους (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ. α΄ του N.2172/1993), να γίνουν τυπικά δεκτές και να διερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία των περιουσιακών–εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ). Η συζήτηση, ωστόσο, της υπό στοιχ. Β έφεσης θα χωρήσει ερήμην της απολιπόμενης (πρώτης) εφεσίβλητης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία <<……………>>, η οποία δεν εμφανίστηκε όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στο ακροατήριο από τη σειρά του οικείου πινακίου και δεν συμμετείχε στη συζήτηση, παρά το ότι κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα να παραστεί κατ’ αυτήν, αφού σύμφωνα με την προσκομιζόμενη με επίκληση από τον ενάγοντα, με αριθμό ……./29.1.2025 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά . …., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση υπό στοιχ Β έφεσης, με πράξη κατάθεσης και προσδιορισμού δικασίμου, καθώς και κλήση για συζήτησή της, κατά την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην εν λόγω εφεσίβλητη (άρθρα 122 § 1, 123 § 1, 124 παρ.2, 129 § 1 και 130 § 1 ΚΠολΔ) και πρέπει, κατά συνέπεια, η πρώτη εφεσίβλητη της υπό στοιχ. Β έφεσης να δικασθεί σαν να ήταν παρούσα (άρθρο 524 § 4 εδ.α ΚΠολΔ).

Ο ενάγων, με την προαναφερθείσα αγωγή του, εξέθετε ότι με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας που κατήρτισε με την δεύτερη εναγομένη, ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου α) από 19.12.2019 έως 24.2.2020 που απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά “λόγω αδείας έως τις 24.3.2020”, στην πραγματικότητα όμως λόγω μονομερούς καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο, β) από 1.6.2020 έως 1.10.2020 που απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά “αμοιβαία συναινέσει”, γ) από 17.1.2021 έως 22.3.2021 που απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά “λόγω ετήσιας επιθεώρησης” και δ) από 20.7.2021 έως 2.10.2021 που απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά “λόγω ετήσιας επιθεώρησης” και απασχολήθηκε στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο <<BG>>, ολικής χωρητικότητας 15.150 κόρων και με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……, πλοιοκτησίας  της πρώτης εναγομένης, του οποίου η δεύτερη εναγομένη ασκούσε τον εφοπλισμό, την οικονομική διαχείριση και την εμπορική εκμετάλλευση, αντί των προβλεπόμενων από την οικεία Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019 μηνιαίου μισθού και επιδομάτων. Οτι παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο, που εκτελούσε τα αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια, εργαζόμενος επί δεκατέσσερις (14) ώρες ημερησίως, ενώ κατά τις ημέρες που εκτελούσε τα αναφερόμενα διπλά δρομολόγια εργαζόμενος επί δεκαεπτά (17) ώρες ημερησίως ασκώντας τα καθήκοντα της ειδικότητάς του. Οτι επιπλέον το ως άνω πλοίο εκτέλεσε και τα αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια εξπρές και ότι ο ίδιος κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του δεν έλαβε τις δικαιούμενες άδειες διανυκτέρευσης. Οτι η σύμβαση ναυτικής εργασίας του λύθηκε την 24.2.2020 λόγω άδειας ενός μηνός, μετά το πέρας της οποίας, αν και ζήτησε να επιστρέψει στην εργασία του, η δεύτερη εναγομένη δεν τον επαναυτολόγησε άμεσα, αλλά το έπραξε με μεγάλη χρονική καθυστέρηση, στις 1.6.2020, ώστε του οφείλεται αποζημίωση ίση με τις αποδοχές 15 ημερών. Οτι την 22.3.2021 απολύθηκε λόγω διακοπής των δρομολογίων για ετήσια επιθερώρηση του πλοίου και δεν επαναυτολογήθηκε εντός προθεσμίας 60 ημερών, ώστε δικαιούται αποζημίωση ίση με τις αποδοχές 22 ημερών. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος ότι διατηρεί αξιώσεις για πρόσθετη αμοιβή λόγω υπερωριακής απασχόλησης, διαφορά επιδομάτων εορτών των ετών 2020 και 2021, διαφορά επί της αμοιβής δρομολογίων εξπρές, αποζημίωση για μη χορήγηση άδειας διανυκτέρευσης, αποζημίωση απόλυσης κατά την 24.2.2020 και αποζημίωση απόλυσης κατά την 22.3.2021, λόγω διακοπής των πλόων, όπως οι επιμέρους απαιτήσεις εξειδικεύονται κατά είδος και ποσό στο αγωγικό δικόγραφο, ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, η μεν πρώτη ως κυρία του πλοίου, δια του πλοίου της, η δε δεύτερη ως εργοδότρια και ως ασκούσα τον εφοπλισμό και την εκμετάλλευση του πλοίου, να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 27.879,53 ευρώ νομιμοτόκως από την τελευταία απόλυσή του (2.10.2021) άλλως επικουρικά από την επίδοση της αγωγής του. Με την εκκαλουμένη απόφαση, η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη, απορριπτόμενης της ένστασης αοριστίας που προέβαλε η δεύτερη εναγομένη και νόμιμη και με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος ανερχόταν σε δέκα (10) ώρες όταν το πλοίο εκτελούσε ένα δρομολόγιο και δεκατέσσερις (14) ώρες όταν το πλοίο πραγματοποιούσε και δεύτερο δρομολόγιο εντός της ημέρας, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, η πρώτη εναγομένη μόνο μέχρι την αξία του πλοίου <<BG>>, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των 10.432,50 ευρώ, νομιμοτόκως από 3.10.2021, πλην του κονδυλίου που αφορά την αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2021, που κρίθηκε ότι είναι τοκοφόρο από 1.1.2022, κηρύχθηκε η απόφαση εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή ως προς το ποσό των 3.500,00 ευρώ και απορρίφθηκαν οι ενστάσεις συμψηφισμού και καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, που προέβαλε η  δεύτερη εναγομένη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότερες οι διάδικες πλευρές και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως, ενώ η εκκαλούσα της υπό στοιχ.Α έφεσης υποβάλλει και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των 3.500,00 ευρώ, σε συμμόρφωση της προσωρινώς εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης.

Ι. Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, Εφ.ΠΠειρ. 120/2019, ο.π., ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895).

ΙΙ. Με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1, 13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ. 1 της ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12.8.2019) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2019», του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση,  ορίζονται τα ακόλουθα: « …Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία ώρα διακοπή. … Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανόμενων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Σεπτεμβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ». Καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι η ως άνω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας προβλέπει στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (Εφ.Πειρ. 132/2023, Εφ.Πειρ. 481/2023, Εφ.Πειρ. 300/2023, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς).

IΙΙ. Από την διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ 2019, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι  ναυτικοί, τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των οποίων αυτή διέπει, δικαιούνται επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.). Αντιθέτως, το κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 § 1 και 20 της ως άνω ΣΣΝΕ μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων δώρων εορτών (ΜονΕφΠειρ. 676/2014,  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜονΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262), για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορηγήσεώς του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 = ΔΕΝ 59/1300 = Δνη 2005/123, ΑΠ 226/2003, ΕΕΔ 2004/790 = ΔΕΝ 59/1138, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, ΤριμΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ. 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜονΕφΠειρ. 347/2016, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204).

ΙV. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 της ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προβλέπεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά την παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. Όμως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή η μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και η επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των δώδεκα (12) ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι, καθόσον αφορά την προβλεπόμενη απ` αυτές πρόσθετη αμοιβή, αυτή καταβάλλεται εφόσον σε κάθε δρομολόγιο το πλοίο δεν παραμείνει τουλάχιστον έξι (6) ώρες στο λιμάνι αφετηρίας πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τη σαφή δε έννοια της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 170 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου», στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέρα και ώρα ιδιαίτερο ταξίδι προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής” (ΕΠ 71/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η υποχρέωση δε εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 των πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει έξι (6) ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν έξι (6) τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί έξι (6) ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του, προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (Εφ.Πειρ.546/2016 ΕΝΔ 44.323). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο εκτελεί έως πέντε κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως, για τον προσδιορισμό της οφειλόμενης πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως έξι (6) ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή, εννοείται για τα δρομολόγια της εν λόγω εβδομάδας. Εν τούτοις, δεν καθίσταται απαράδεκτη ή νόμω αβάσιμη η αγωγή του εργαζομένου, με την οποία αυτός, έχοντας αξίωση λήψης πρόσθετης αμοιβής για πρόωρη αναχώρηση του πλοίου που εκτελεί έως πέντε κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως για περισσότερες της μίας εβδομάδας στα πλαίσια του χρόνου ναυτολόγησής του, υπολογίζει όλες τις ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου, καθόλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του, διότι εν τέλει και ο τρόπος αυτός υπολογισμού στο ίδιο αποτέλεσμα καταλήγει, εφόσον βάση προσδιορισμού της πρόσθετης αμοιβής, αποτελεί το πηλίκον της διαιρέσεως των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου με τον αριθμό 8. Είτε οι ώρες πρόωρης αναχώρησης ληφθούν σε εβδομαδιαία βάση και ακολούθως, αφού διαιρεθούν με τον αριθμό 8, γίνει άθροιση του πηλίκου των διαιρέσεων όλων των επιμέρους εβδομάδων απασχόλησης του εργαζομένου, είτε απευθείας όλες οι ώρες πρόωρης αναχώρησης διαιρεθούν με τον αριθμό 8, οδηγούν κατ’ αποτέλεσμα στον ίδιο αριθμό δρομολογίων. Εξάλλου, για την εφαρμογή της παραπάνω § 7, στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου συμπεριλαμβάνεται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το ναυτικό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνυπολογίζονται, επομένως, ο μισθός ενέργειας, τα επιδόματα Κυριακών και βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της αμοιβής που καταβάλλεται τακτικά για επαναλαμβανόμενη υπερωριακή εργασία (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), το επίδομα αδείας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός από τον εργοδότη του, αν αυτές του καταβάλλονται σταθερά και αδιαλείπτως κάθε μήνα (ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.). Κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, στις μηνιαίες αποδοχές επί των οποίων υπολογίζεται η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή, περιλαμβάνονται και τα εορταστικά επιδόματα (δώρα), έστω κι αν κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ καταβάλλονται «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα», εφόσον αυτά καταβάλλονται τακτικώς κάθε μήνα (όμοια ΕφΠειρ 328/2023 και ΕφΠειρ 433/2023, Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο 1977, σελ. 148).

V. Στις διατάξεις των άρθρων 68 – 81 του Ν. 3816/1958 «Περί Κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου ΚΙΝΔ» (ΦΕΚ Α 32/28.2.1958) καταστρώνονται οι προβλεπόμενοι από αυτόν λόγοι λύσεως της σύμβασης ναυτικής εργασίας, εφαρμοζομένων παραλλήλως των ρυθμίσεων του κοινού δικαίου επί των μη ρυθμιζόμενων περιπτώσεων. Οι λόγοι αυτοί διαρθρώνονται σε δύο [2] κατηγορίες και, συγκεκριμένα, αφενός μεν σ’ εκείνους που επιφέρουν αυτόματα τη λύση της σύμβασης με τη συνδρομή ορισμένων γεγονότων (άρθρα 68, 70, 71) και, αφετέρου, σ’ εκείνους που ανάγονται στη βούληση των συμβαλλομένων (άρθρα 69 και 72 – 74), οι οποίοι λειτουργούν ύστερα από ενέργεια ενός μόνον από αυτούς (Ι. Ρόκας – Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 148, σελ. 80, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1989, σελ. 155 επομ.). Πέραν, όμως, αυτών είναι δυνατή η λύση της σύμβασης ναυτολογήσεως με τη θέληση αμφοτέρων των συμβαλλομένων (Α. Κιάντου – Παμπούκη, οπ., Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, σε ΕΕΔ 66/449 επομ. [454, υποσ. 49]), στα πλαίσια της συμβατικής ελευθερίας και της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης που σε νομοθετικό επίπεδο θεμελιώνονται στην διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ. Η λύση αυτή της σύμβασης ναυτικής εργασίας, με κοινή συναίνεση, δεν προβλέπεται στον ΚΙΝΔ, ο οποίος προνοεί μόνον για τη λύση της με τη θέληση του ενός συμβαλλομένου, προς την οποία και συνάπτει έννομες συνέπειες. Τέτοια συνέπεια προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 76, κατά την οποία ο απολυόμενος ναυτικός δικαιούται αποζημιώσεως, εκτός άλλων, στην περίπτωση κατά την οποία, χωρίς τούτο να δικαιολογείται εξαιτίας παραπτώματός του, ο πλοίαρχος καταγγέλλει τη σύμβαση της ναυτολογήσεώς του. Περίπτωση λύσεως της συμβάσεως με κοινή συναίνεση ανακύπτει και όταν, κατ’ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ, ο ναυτικός λαμβάνει την προβλεπόμενη από αυτήν άδεια αναπαύσεως, οπότε η σύμβασή του λύεται με την αποδοχή εκ μέρους του πλοιάρχου σχετικής αιτήσεώς του, δηλαδή με τη σύμπτωση των δηλώσεων βουλήσεώς τους κατ’ άρθρα 185, 189 και 192 ΑΚ (πρβλ ΟλΑΠ 25/1998, Δνη 1998/798 = ΔΕΝ 2000/382 = ΕΕμπΔ 1998/610 = ΕΕΝ 1998/634 = ΕΕΔ 1999/86 = ΕΝαυτΔ 1998/263 = ΝοΒ 1999/231, ΟλΑΠ 32/1997, Δνη 1997/1528 = ΕΕΝ 1997/431 = ΕΝαυτΔ 1998/369 = ΝοΒ 1998/198). Πράγματι, όπως [και] από τις διατάξεις του άρθρου 15 της ως άνω ΣΣΝΕ προκύπτει, η άδεια του ναυτικού, σε αντίθεση προς ό,τι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται κατ’ αίτησή του μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν την χορήγησή της και σε περίπτωση μη χορήγησής της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται νόμιμα (ΜονΕφΠειρ. 83/2014, ο.π., Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, άρθρο 60, σελ. 192). Στην ίδια αυτή περίπτωση της, με κοινή συναίνεση, λύσεως της σύμβασης ναυτολόγησης, δεν οφείλεται στον απολυόμενο λόγω λήψεως αδείας ναυτικό η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ. 111/2007, ΕΝαυτΔ 2007/406, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2004, άρθρο 75, σελ. 385), αφού για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής προϋποτίθεται μονομερής λύση της σύμβασης επερχόμενη με καταγγελία της εκ μέρους του πλοιάρχου (ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ο.π, ΕφΠειρ. 288/2011, ΠειρΝομ. 2012/173). Άλλως έχει το πράγμα και η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ εξακολουθεί οφειλομένη, όταν η λήψη της άδειας αναπαύσεως του ναυτικού εμφανίζεται ως προσχηματικός (τυπικός) λόγος της απολύσεώς του, ο οποίος υποκρύπτει σιωπηρή μονομερή καταγγελία της συμβάσεώς του. Στην περίπτωση αυτή, τον προσχηματικό χαρακτήρα του εμφανιζόμενου λόγου απολύσεως, οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο ναυτικός που ενάγει για τη λήψη της αποζημίωσής του, το δε γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τη μη επαναυτολόγησή του μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος διάρκειας της άδειάς του, παρά τις οχλήσεις του ναυτικού για την επαναπρόσληψή του (ΜονΕφΠειρ. 443/2015, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 741/2005, ΕΝαυτΔ 2005/444). Τέλος, σε περίπτωση απολύσεως ναυτικού που λαμβάνει χώρα σε λιμένα του εσωτερικού, συνεπεία καταγγελίας της συμβάσεώς του από τον πλοίαρχο, η αποζημίωσή του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 75 εδαφ. τελευταίο και 76 εδαφ. α ΚΙΝΔ, ισούται με τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του και για τον υπολογισμό της λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης (μισθός ενέργειας), το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή του, η αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών και κάθε άλλη παροχή καταβαλλομένη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του τακτικώς καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΜονΕφΠειρ. 351/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΕφΠειρ. 172/2008, ΕΝαυτΔ 36/100, ΕφΠειρ. 719/2006, ΕΝαυτΔ 34/355, βλ. και Δ. Καμβύση, ο.π., άρθρο 76, σελ. 265), το άθροισμα των οποίων διαιρείται δια δύο [2] (ΜονΕφΠειρ. 71/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 231/2013, ο.π.).

VI. Στο υπό τον τίτλο «Διανυκτέρευση εις λιμένα» άρθρο 16 εκάστης των ως άνω ΣΣΝΕ ορίζεται ότι «Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους λοιπούς μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν (§ 1). Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (§ 2). Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή (§ 3).

Από την επανεκτίμηση της υπ’αριθ. ………/4.10.2022 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του συμβολαιογράφου Βοιών Λακωνίας …… και την υπ’αριθ. ΔΣΠ_ΕΒ_…………_2022 από 5.10.2022 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του δικηγόρου Πειραιά ……. (ΑΜ ΔΣΠ …) που κατατέθηκε την 5.10.2022 στο Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιά, οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια του ενάγοντος, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων προ 2 τουλάχιστον εργασίμων ημερών κατ’άρθρο 422 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.3 Ν.4335/2015 (βλ. τις υπ’αριθ. ……/28.9.2022 και …../28.9.2022 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά ….), οι οποίες (ένορκες βεβαιώσεις) λαμβάνονται υπόψη παρά το γεγονός ότι οι ενόρκως βεβαιώσαντες τυγχάνουν αντίδικοι των εναγομένων, αφού αυτό από μόνο του, δεν αποκλείει την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (ΕφΑθ. 3879/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ. 2004/266), πέραν του γεγονότος ότι α) οι ίδιοι δεν μπορεί να ενταχθούν στην κατηγορία των εξαιρετέων μαρτύρων μετά την κατάργηση της παρ.3 του άρθρου 400 ΚΠολΔ ενώ β) προσωπική και άμεση γνώση για τις συνθήκες εργασίας του ενάγοντος, κυρίως και πιθανώς, μόνο οι συνάδελφοί του ναυτικοί μπορεί να έχουν, ενώ οποιοσδήποτε τρίτος θα αντλεί πληροφορίες από διηγήσεις του ίδιου του ενάγοντος, από την υπ’αριθ. ……../6.10.2022 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ……., που λήφθηκε με επιμέλεια της δεύτερης εναγομένης, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος προ 2 τουλάχιστον εργασίμων ημερών κατ’άρθρο 422 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.3 Ν.4335/2015, με κοινοποίηση στην υπογράφουσα την αγωγή πληρεξούσια δικηγόρο του (βλ. την υπ’αριθ. ………/30.9.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, …… – για το παραδεκτό της κλήτευσης με την επίδοση σχετικής κλήσης στον υπογράφοντα το αγωγικό δικόγραφο πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος βλ. ΑΠ 991/2012, δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1069/1991 ΕλλΔνη 1992,820), οι οποίες (ένορκες βεβαιώσεις) άπασες σταθμίζονται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας των ενόρκως βεβαιωσάντων καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όπως οι υπ’αριθ. … και …./8.6.2022 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που προσκομίζει η δεύτερη εναγομένη και ελήφθησαν στο πλαίσιο άλλης δίκης, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, τα οποία συνδυάζει με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης και του ενάγοντος, απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του με αριθμό ……. ναυτικού φυλλαδίου, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου στο υπό ελληνική σημαία  Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο <<BG>, ολικής χωρητικότητας 15.150 κόρων, υπό διεθνές διακριτικό σήμα ….. και με αριθμό νηολογίου Πειραιά ….., πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, του οποίου τον εφοπλισμό, την οικονομική διαχείριση και την εμπορική εκμετάλλευση ασκούσε η δεύτερη εναγομένη και παρείχε τις υπηρεσίες του α) από 19.12.2019 έως 24.2.2020 που απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά λόγω αδείας, διαρκούσης έως τις 24.3.2020, β) από 1.6.2020 έως 1.10.2020 που απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά αμοιβαία συναινέσει αυτού και του πλοιάρχου, γ) από 17.1.2021 έως 22.3.2021 που απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά λόγω ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου. και δ) από 20.7.2021 έως 2.10.2021 που απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά και πάλι λόγω ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου. Για τις παραπάνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας τηρήθηκε έγγραφος τύπος και από τις συγκεκριμένες γραπτές συμφωνίες, αντίγραφα των οποίων προσκόμισε η δεύτερη εναγομένη αλλά και από τις σχετικές εγγραφές στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος (όπου στη θέση μισθός αναγράφεται ΣΣ) προκύπτει ότι κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, οι όροι εργασίας του ενάγοντος και ιδίως το ύψος των καταβαλλόμενων σε αυτόν αποδοχών διέπονταν από την εκάστοτε ΣΣΝΕ και δη από την ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, η οποία κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12.8.2019) του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Από τους περιλαμβανόμενους στην ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακες αμοιβών κατά βαθμό και ειδικότητα και τις σχετικές διατάξεις περί των αποδοχών των ναυτικών προκύπτει ότι με τη ΣΣΝΕ του έτους 2019 οι ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του θαλαμηπόλου για τα έτη 2020 και 2021, ορίζονταν ως ακολούθως: 1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας, 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών, 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, 599,40 ευρώ αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,98 ευρώ Χ 30), 433,95 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών = 1.469,82 ευρώ Χ 1/22 = 66,81 ευρώ Χ 5 ημέρες = 334,05 ευρώ + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,98 Χ 5) = 99,90  ευρώ], ήτοι συνολικά ποσό 2.539,81 ευρώ. Επίσης το ωρομίσθιο του θαλαμηπόλου, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, καθορίστηκε σε 8,70 ευρώ (με την προσαύξηση 25%) για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και 10,44 ευρώ (με την προσαύξηση 50%) για κάθε ώρα εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Κατά το ένδικο χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος, το ως άνω πλοίο ήταν ενταγμένο σε ακτοπλοϊκή γραμμή και με αφετηρία το λιμάνι του Πειραιά εκτελούσε τα ακόλουθα ακτοπλοϊκά δρομολόγια, τα οποία δεν αμφισβητεί η ασκούσα τον εφοπλισμό του, δεύτερη εναγομένη: Κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2020 έως και 24.2.2020, από 1.6.2020 έως και 3.7.2020, από 7.9.2020 έως και 1.10.2020, από 6.9.2021 έως 23.9.2021, ανά δύο ημέρες αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 21.00μμ με προορισμό τα Χανιά της Κρήτης, όπου έφτανε στις 06.00πμ της επομένης. Στη συνέχεια αναχωρούσε από τα Χανιά την 22.00μμ της ίδιας ημέρας και επέστρεφε στον Πειραιά την 06.30πμ της επομένης κ.ο.κ. Κατά το χρονικό διάστημα από 17.1.2021 έως και 22.3.2021 εκτελούσε τα ανωτέρω δρομολόγια με τη διαφορά ότι κάθε Σάββατο το πλοίο έφτανε στο λιμάνι των Χανίων στις 06.00 και αναχωρούσε εκ νέου για τον Πειραιά την επομένη, Κυριακή στις 22.00 και επέστρεφε στον Πειραιά την επομένη, Δευτέρα στις 06.30 από όπου αναχωρούσε την ίδια ημέρα στις 21.00 με προορισμό τα Χανιά της Κρήτης, όπου έφτανε στις 06.00 της επομένης, από όπου αναχωρούσε αυθημερόν εκ νέου με προορισμό τον Πειραιά στις 22.00 της ίδιας ημέρας κ.ο.κ. Κατά το χρονικό διάστημα από 4.7.2020 έως και 22.7.2020, ανά δύο ημέρες αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 22.00 με προορισμό τα Χανιά της Κρήτης, όπου έφτανε στις 07.00 της επομένης. Στη συνέχεια, αναχωρούσε από τα Χανιά την 22.00 της ίδιας ημέρας και επέστρεφε στον Πειραιά την 07.00 της επομένης κ.ο.κ. Κατά το χρονικό διάστημα από 23.7.2020 έως και 6.9.2020, ανά δύο ημέρες αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 22.00 με προορισμό τα Χανιά της Κρήτης, όπου έφτανε στις 06.00 της επομένης. Στη συνέχεια αναχωρούσε από τα Χανιά την 22.00 της ίδιας ημέρας και επέστρεφε στον Πειραιά την 06.00 της επομένης κ.ο.κ. Κατά το χρονικό διάστημα από 20.7.2021 έως και 5.9.2021, ανά δύο ημέρες αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 22.00 με προορισμό τα Χανιά της Κρήτης, όπου έφτανε στις 06.30 της επομένης. Στη συνέχεια, αναχωρούσε από τα Χανιά την 22.00 της ίδιας ημέρας και επέστρεφε στον Πειραιά την 06.30 της επομένης κ.ο.κ. Κατά το χρονικό διάστημα από 24.9.2021 έως και 2.10.2021, ανά δύο ημέρες αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 21.00 με προορισμό τα Χανιά της Κρήτης, όπου έφτανε στις 05.30 της επομένης. Στη συνέχεια αναχωρούσε από τα Χανιά την 22.00 της ίδιας ημέρας και επέστρεφε στον Πειραιά την 06.00 της επομένης κ.ο.κ. Επιπλέον τις πιο κάτω ημερομηνίες το πλοίο εκτέλεσε και πρόσθετα (εμβόλιμα) δρομολόγια ως εξής:  Στις 25.7.2020, 26.7.2020, 29.7.2020, 14.8.2020, 29.8.2020 και 30.8.2020 μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι των Χανίων την 06.00 εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο με αναχώρηση από τον Πειραιά στις 10.00 με προορισμό τον Πειραιά, όπου κατέπλεε στις 18.00 και αναχωρούσε στις 22.00 για τα Χανιά. Επίσης στις 31.7.2020, 1.8.2020, 2.8.2020, 7.8.2020, 8.8.2020, 9.8.2020, 11.8.2020, 16.8.2020, 19.8.2020, 20.8.2020, 21.8.2020, 22.8.2020, 23.8.2020, 27.8.2020, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά στις 06.00 εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο με αναχώρηση από τον Πειραιά στις 10.00 και άφιξη στα Χανιά στις 18.00. Στις 21.7.2021 και 22.7.2021, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι των Χανίων στις 06.30, εκτελέσθηκε πρόσθετο  δρομολόγιο με την αναχώρηση του πλοίου στις 10.00 για τον Πειραιά, όπου αφίχθηκε στις 19.00 και αναχώρησε στις 22.00 με προορισμό τα Χανιά. Στις 23.7.2021, 24.7.2021, 25.7.2021, 28.7.2021, 29.7.2021, 30.7.2021, 31.7.2021, 1.8.2021, 4.8.2021, 5.8.2021, 6.8.2021, 7.8.2021, 8.8.2021, 28.8.2021, 29.8.2021, 1.9.2021, 4.9.2021, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι των Χανίων στις 06.30, εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο με αναχώρηση από τα Χανιά στις 10.00 με προορισμό τον Πειραιά όπου έφτασε στις 18.00 και αναχώρησε πάλι για τα Χανιά στις 22.00. Στις 10.8.2021, 13.8.2021, 14.8.2021, 15.8.2021, 18.8.2021, 19.8.2021, 20.8.2021, 21.8.2021, 22.8.2021, 25.8.2021 και 26.8.2021 μετά την άφιξη του πλοίου στον Πειραιά στις 06.30, εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο με αναχώρηση του πλοίου από τον Πειραιά στις 10.00 με προορισμό τα Χανιά όπου αφίχθη στις 18.00. Κατά την επίδικη περίοδο στο ανωτέρω πλοίο υπηρετούσαν ως προσωπικό ενδιαίτησης, ένας (1) Προϊστάμενος Αρχιθαλαμηπόλος,  ένας (1) Αρχιθαλαμηπόλος, είκοσι επτά (27) θαλαμηπόλοι και δεκαεννέα (19) επίκουροι θαλαμηπόλοι, ενώ κατά την περίοδο από 1.4 έως 30.9 εκάστου έτους, ναυτολογούνταν επιπλέον δύο θαλαμηπόλοι. Το πλοίο BG έχει μεταφορική ικανότητα 1.790 επιβατών, διαθέτει 176 καμπίνες, δύο εστιατόρια επιβατών εκ των οποίων ένα self-service και ένα εστιατόριο a la cart καθώς και δύο μπαρ εσωτερικά και ένα καταστρώματος. Ο ενάγων κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του εργαζόταν ως διαμεριστής θαλαμηπόλος, ασχολούμενος με την τακτοποίηση των καμπινών και επιπλέον απασχολείτο στο εστιατόριο self – service του πλοίου. Ως προς τις συνθήκες απασχόλησης του ενάγοντος και την ημερήσια διάρκεια της εργασίας του, για την οποία η δεύτερη εναγομένη αναφέρει ότι δεν υπερέβαινε τα νόμιμα χρονικά όρια και μόνο κατ’εξαίρεση εκτείνονταν σε εννέα (9) ώρες, κατέθεσαν ενόρκως οι μάρτυρες των διαδίκων, οι καταθέσεις των οποίων λαμβάνονται υπόψη κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσεως εκάστου και συνεκτιμούνται με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής. Ο εξετασθείς με επιμέλεια του ενάγοντος ενόρκως βεβαιών, …………, ο οποίος εργάστηκε στο ένδικο πλοίο με την αυτή ειδικότητα του ενάγοντος κατά τα χρονικά διαστήματα από 14.4.2021 έως 2.10.2021 και από 18.10.2021 έως 8.12.2021, επιβεβαίωσε τους ισχυρισμούς του ενάγοντος ως προς την συνθήκες εργασίας του και την ημερήσια διάρκεια αυτής. Ειδικότερα ο ανωτέρω ενόρκως βεβαιών αναφέρει στην προμνησθείσα υπ’αριθ. ………./4.10.2022 ένορκη βεβαίωση, ότι ο ενάγων <<….Καθημερινά ξεκινούσε να δουλεύει στις 05.00 το πρωί για την προετοιμασία της πρωινής άφιξης και της αποβίβασης. Πριν την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι, έπρεπε να μεταφέρει τον καθαρό ιματισμό για τις καμπίνες των επιβατών που θα άδειαζαν, από την αποθήκη ιματισμού που βρισκόταν στο 4ο κατάστρωμα, στο διαμέρισμά του, στο 6ο κατάστρωμα….. Στη συνέχει ο ……. ειδοποιούσε τους επιβάτες να αποβιβαστούν από τις καμπίνες τους και απασχολείτο στην αποβίβαση, εξυπηρετώντας τους. Αμέσως μετά απασχολείτο στις εργασίες καθαριότητας, τουλάχιστον μέχρις τις 11.30.>>. Επίσης καταθέτει ότι <<….τη θερινή περίοδο που συνυπηρετήσαμε ο ………. είχε περίπου 11 καμπίνες τετράκλινες, δηλαδή συνολικά έστρωνε περίπου 31-33 κρεβάτια. Τις καμπίνες αυτές έπρεπε καθημερινά να καθαρίζει και να τις ετοιμάζει για τους επόμενους επιβάτες>>. Επίσης καταθέτει ότι <<….Καθημερινά ο προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος συνέτασσε το πλάνο των καμπινών …..Στο πλάνο κάτω από το όνομα του κάθε διαμεριστή σημειώνονταν οι καμπίνες του που έπρεπε να τις καθαρίσει, όπως και οι επιπλέον εργασίες καθαριότητας που έπρεπε να εκτελέσει τη συγκεκριμένη ημέρα τόσο μέσα στις καμπίνες όσο και στους κοινόχρηστους χώρους του διαμερίσματός του, όπως πλυσίματα στους διαδρόμους, τους μπουλμέδες, τα ταβάνια κλπ. Εκτός όμως από τις εργασίες αυτές καθαριότητας, ο κάθε θαλαμηπόλος είχε υπ’ευθύνη του έναν συγκεκριμένο κοινόχρηστο χώρο τον οποίο καθάριζε κάθε μέρα…..Αν θυμάμαι καλά ο ………… είχε υπ’ευθύνη του ένα από τα κλιμακοστάσια του πλοίου, το οποίο εκτεινόταν από το κατάστρωμα 6 έως το κατάστρωμα 8, το οποίο έπρεπε να καθαρίζει καθημερινά, τα σκαλιά, τις κουπαστές, τους μπουλμέδες κλπ. Επιπλέον καθημερινά γύρω στις 09.30 το πρωί, γινόταν το “μίτινγκ” του προσωπικού……Εκεί ο προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος μοίραζε στους θαλαμηπόλους και άλλες επιπλέον εργασίες καθαριότητας που έπρεπε να γίνουν στους κοινόχρηστους χώρους, σε όλο το ξενοδοχειακό κομμάτι του πλοίου…>> Επίσης καταθέτει ότι <<…Αμέσως μετά το μίτινγκ, ο καθένας πήγαινε στο πόστο του για να συνεχίσει τις εργασίες καθαριότητας που όπως είπα, διαρκούσαν τουλάχιστον μέχρι τις 11.30 το πρωί. Σε όλες αυτές τις εργασίες συμμετείχε και ο ……………….. Αναλάμβανε πάλι υπηρεσία στις 17.00 το απόγευμα. Τσέκαρε τις καμπίνες, αν είναι όλα καθαρά και τακτοποιημένα, ή μη λείπει κάτι που πρέπει να φέρει από τις αποθήκες……..τις κλείδωνε μία μία και αμέσως μετά συμμετείχε στην υποδοχή των επιβατών. Στη συνέχεια βοηθούσε τους επιβάτες να τακτοποιηθούν στις καμπίνες τους, μετέφερε τις αποσκευές τους και γενικά τους εξυπηρετούσε σε ό,τι χρειάζονταν, μέχρι την αναχώρηση του πλοίου από το λιμάνι. Αμέσως μετά, πήγαινε στο σελφ-σερβις εστιατόριο του πλοίου, όπου απασχολείτο σαν σερβιτόρος συνεχόμενα μέχρι τα μεσάνυχτα…….>> Ο ίδιος καταθέτει επίσης ότι <<…όταν το πλοίο έκανε μόνο το βραδινό δρομολόγιο, τις μεσημεριανές ώρες που το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι, οι θαλαμηπόλοι, εκτελούσαν τη χειμερινή περίοδο μία φορά την εβδομάδα και τη θερινή περίοδο δύο φορές το μήνα, βάρδιες πυρασφάλειας στη ρεσεψιόν του πλοίου>>. Επίσης καταθέτει ότι <<…Οταν το πλοίο εκτελούσε και δεύτερο δρομολόγιο, ο …….., πάλι ξεκινούσε το πρωί να εργάζεται στις 05.00, αρχικά στην προετοιμασία για την αποβίβαση των επιβατών, στη συνέχεια στην καθαριότητα των καμπινών και των κοινόχρηστων χώρων και στην επιβίβαση των νέων επιβατών. Τις ημέρες αυτές, επειδή το πλοίο έμενε λίγη ώρα στο λιμάνι, οι διαμεριστές ξεκινούσαν τις εργασίες καθαριότητας πριν την άφιξη του πλοίου και συνέχιζαν μετά την αναχώρησή του. Μόλις τελείωνε με τις καθαριότητες, ο ……….. πήγαινε στο σελφ – σερβις εστιατόριο, για το μεσημεριανό γεύμα. Ξεκινούσε με την προετοιμασία και την τακτοποίηση των τραπεζιών και του χώρου και στη συνέχεια δούλευε στο εστιατόριο καθ’όλη τη διάρκεια λειτουργίας του, σαν σερβιτόρος, τουλάχιστον μέχρι τις 15.00. Διέκοπτε την εργασία του για λίγο και έπιανε πάλι δουλειά στις 17.00 το απόγευμα για να εκτελέσει εργασίες καθαριότητας στις καμπίνες των επιβατών που άδειαζαν σιγά σιγά πριν την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι. Στη συνέχεια απασχολείτο στις εργασίες αποβίβασης, καθαριότητας και επιβίβασης και στη συνέχεια στο σελφ-σερβις εστιατόριο του πλοίου όπου δούλευε πάλι μέχρι τα μεσάνυχτα………, ο …….. εργαζόταν καθημερινά κατά μέσο όρο 14 ώρες όταν το πλοίο εκτελούσε μόνο το βραδινό δρομολόγιο ενώ τις μέρες που το πλοίο εκτελούσε και δεύτερο δρομολόγιο, δούλευε 17 ώρες τουλάχιστον>>. Ο εξετασθείς επίσης με επιμέλεια του ενάγοντος ενόρκως βεβαιών, ……….., ο οποίος εργάστηκε στο ένδικο πλοίο με την αυτή ειδικότητα του ενάγοντος κατά τα χρονικά διαστήματα από 15.12.2019 έως 2.2.2020, από 23.3.2020 έως 2.11.2020, από 5.12.2020 έως 16.1.2021, από 21.2.2021 έως 23.3.2021 και από 14.4.2021 έως 2.10.2021, αναφέρεται στα καθήκοντα του ενάγοντος και στην ημερήσια διάρκεια της εργασίας του. Στην προμνησθείσα υπ’αριθ.ΔΣΠ_ΕΒ_…………_2022 ένορκη βεβαίωσή του αναφέρει ότι ο ενάγων <<….τις ημέρες που το πλοίο έκανε ένα μόνο δρομολόγιο δούλευε κατά μέσο όρο κάθε μέρα 14 ώρες, ενώ, τις ημέρες που εκτελούνταν και δεύτερο δρομολόγιο, η εργασία του έφτανε και ξεπερνούσε τις 17 ώρες>>. Επίσης καταθέτει ότι <<…Το απόγευμα αναλάμβανε εργασία στις 17.00. Ξεκινούσε με τον έλεγχο στο διαμέρισμά του και αμέσως μετά ασχολείτο στην επιβίβαση των επιβατών και την υποδοχή τους….. Στη συνέχεια απασχολείτο στο σελφ-σερβις εστιατόριο του πλοίου, το οποίο είχε ήδη ανοίξει και εκτελούσε καθήκοντα σερβιτόρου μέχρι τα μεσάνυχτα…..Μετά το κλείσιμο του εστιατορίου εκτελούνταν και εργασίες καθαριότητας στο χώρο. Την επομένη ημέρα το πρωί ο ……….. έπιανε δουλειά στις 05.00. Αρχικά δούλευε στην προετοιμασία της άφιξης και της αποβίβασης…….Στη συνέχεια….απασχολείτο στην αποβίβαση, βοηθώντας και εξυπηρετώντας τους επιβάτες και στη συνέχεια εκτελούσε εργασίες καθαριότητας. Καθάριζε τις καμπίνες…… για να τις ετοιμάσει για το επόμενο ταξίδι και επιπλέον εκτελούσε και τις εργασίες καθαριότητας στους κοινόχρηστους χώρους, τόσο του διαμερίσματός του όσο και του υπόλοιπου ξενοδοχειακού τμήματος του πλοίου>>. Ο ίδιος καταθέτει επίσης ότι ο ενάγων <<….είχε υπ’ευθύνη του τους θερινούς μήνες γύρω στις 11 καμπίνες και τους χειμερινούς μήνες ξεπερνούσε τις 20 καμπίνες…..όλες τετράκλινες, τις οποίες έπρεπε να καθαρίζει και να φροντίζει καθημερινά, δηλαδή συνολικά έστρωνε 31 με 33 κρεβάτια το καλοκαίρι και το χειμώνα ξεπερνούσε τα 60 κρεβάτια>>. Ο ίδιος καταθέτει ότι όλες οι καθημερινές εργασίες καθαριότητας <<…διαρκούσαν τουλάχιστον μέχρι τις 11.30 το πρωί και με τον ίδιο τρόπο και τις ίδιες ώρες εργαζόταν και ο ……>>.  Για τις ημέρες που το πλοίο εκτελούσε και δεύτερο (εμβόλιμο) δρομολόγιο, ο ανωτέρω καταθέτει ότι <<…ο ……….. έπιανε πάλι δουλειά το απόγευμα στις 17.00 και ξεκινούσε να καθαρίζει τις καμπίνες που άδειαζαν σταδιακά. Αμέσως μετά απασχολείτο στην αποβίβαση, στις καθαριότητες και στην επιβίβαση των νέων επιβατών. Αμέσως μόλις ολοκληρώνονταν οι εργασίες αυτές, πήγαινε στο σελφ-σερβις εστιατόριο, όπου εκτελούσε χρέη σερβιτόρου μέχρι τα μεσάνυχτα. Την επόμενη ημέρα ……έπιανε πάλι δουλειά στις 05.00…….απασχολείτο στην αποβίβαση, στις εργασίες καθαριότητας, στην επιβίβαση και μόλις τελείωνε με τις εργασίες αυτές πήγαινε στο σελφ-σερβις εστιατόριο, όπου σερβιριζόταν το μεσημεριανό γεύμα τουλάχιστον μέχρι τις 15.00. Μάλιστα πολλές φορές …….έφτανε να δουλεύει σε αυτό μέχρις και τις 16.00>>. Η δεύτερη εναγομένη προσκομίζει την προμνησθείσα υπ’αριθ. …./6.10.2022 ένορκη βεβαίωση του …….., εργαζόμενου σε πλοία του ομίλου της, ο οποίος απασχολήθηκε και στο πλοίο BG, από 1.2.2021 έως και το χρόνο λήψεως της ένορκης βεβαίωσης. Ο ως άνω ενόρκως βεβαιών καταθέτει ως προς τα καθήκοντα και το ωράριο εργασίας του ενάγοντος ότι <<…το συνηθισμένο πρόγραμμα εργασίας του εντός του εικοσιτετραώρου ήταν το ακόλουθο: Ξεκινούσε την εργασία του λίγο πριν τις 06.00 ή 06.30, δηλαδή λίγο πριν το πλοίο φτάσει στα Χανιά ή στον Πειραιά αντίστοιχα και μετέβαινε στη σκάλα του πλοίου για την αποβίβαση των επιβατών. Οι εργασίες αποβίβασης ολοκληρώνονταν κατά κανόνα μισή ώρα μετά την άφιξη του πλοίου στον Πειραιά ή στα Χανιά, δηλαδή στις 07.00 και 06.30 αντίστοιχα>>. Επίσης καταθέτει ότι στη συνέχεια ο ενάγων <<…εργαζόταν στην καθαριότητα των καμπινών των επιβατών και μόλις τελείωνε, έκανε την ανατεθειμένη σε αυτόν καθαριότητα κοινόχρηστου χώρου>>. Στη συνέχεια της κατάθεσής του αναφέρει ότι κάθε θαλαμηπόλος είχε τη βοήθεια ενός επίκουρου για την καθαριότητα και ότι <<…κάθε ζευγάρι θαλαμηπόλου – επίκουρου αναλάμβανε περίπου 10-12 καμπίνες και η καθαριότητα σε κάθε μία από αυτές δεν υπερέβαινε σε χρόνο τα 10-15 λεπτά>> και ότι <<…οι καθαριότητες των καμπινών και του κοινόχρηστου χώρου δεν διαρκούσαν συνολικά παραπάνω από 2-2,5 ώρες>>. Συνεπώς κατά την κατάθεσή του, η πρωινή εργασία του ενάγοντος <<…διαρκούσε το αργότερο μέχρι τις 09.00, όταν το πλοίο έφτανε στα Χανιά και μέχρι τις 09.30 όταν το πλοίο έφτανε στον Πειραιά>>.  Επίσης καταθέτει ότι το απόγευμα ο ενάγων <<…ξεκινούσε την εργασία του περί τις 18.00 όταν το πλοίο αναχωρούσε από τον Πειραιά ή περί τις 18.30 όταν ο πλοίο αναχωρούσε από τα Χανιά, οπότε έκανε αρχικά και για μισή ώρα τον έλεγχο των καμπινών και στη συνέχεια εργαζόταν πρώτα στην υποδοχή για την επιβίβαση των επιβατών και μετά έπιανε δουλειά στο εστιατόριο self-service έως τις 23.00 οπότε και το εστιατόριο έκλεινε. Μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις και λόγω διαφοροποίησης των ωρών του δρομολογίου μπορεί να παρέμενε μετά τις 23.00 ανοιχτό το εστιατόριο και αυτό μέχρι τις 23.30 το αργότερο>>. Ο ίδιος ενόρκως βεβαιών καταθέτει επίσης ότι <<…όταν γίνονταν εξπρές δρομολόγια……ξεκινούσε την εργασία του περί τις 06.00 ή 06.30 και εργαζόταν μέχρις τις 09.00 ή 09.30 σε εργασίες αποβίβασης και καθαριότητας καμπινών και κοινόχρηστου χώρου. Στη συνέχεια συμμετείχε στην επιβίβαση των επιβατών μέχρι τις 10.00 για το πρόσθετο δρομολόγιο, Ακολούθως, είχε ελεύθερο χρόνο και αναπαυόταν, ξαναπιάνοντας εργασία περί τις 12.00 και μέχρι περίπου στις 14.00 στο self-service του πλοίου, οπότε στη συνέχεια και πάλι αναπαυόταν μέχρι λίγο πριν τις 19.00, όταν και συμμετείχε στην αποβίβαση, ακολούθως στην καθαριότητα των καμπινών και τέλος στο εστιατόριο self-service έως τις 23.00, ώρα που κατά κανόνα το εστιατόριο έκλεινε>>. Οσον αφορά την υπηρεσία πυρασφάλειας, καταθέτει ότι οι θαλαμηπόλοι <<…την ημέρα που είχαν βάρδια πυρασφάλειας μένανε εντός του πλοίου και ξεκουράζονταν, με εξαίρεση ένα τρίωρο που έπρεπε να είναι στη ρεσεψιόν του πλοίου>>. Από την συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων ως προς τις συνθήκες και το ημερήσιο ωράριο εργασίας του ενάγοντος κατά τους ένδικους χρόνους της ναυτολόγησής του, αποδείχθηκε ότι όταν το πλοίο εκτελούσε ένα βραδινό δρομολόγιο, ο ενάγων ξεκινούσε την εργασία του μία ώρα πριν από την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι προορισμού, ήτοι 05.00πμ ή 05.30πμ αντίστοιχα, ειδοποιώντας τους επιβάτες για την αποβίβαση και εξυπηρετώντας όσους εξ αυτών έχρηζαν βοηθείας, ενώ μετά την ολοκλήρωση της αποβίβασης συμμετείχε σε εργασίες καθαριότητας συγκεκριμένου αριθμού καμπινών, οι οποίες δεν υπερέβαιναν τις 11 κατά τους θερινούς μήνες και τις 20 κατά τους χειμερινούς μήνες, λόγω μειωμένου προσωπικού, καθώς και συγκεκριμένου τμήματος των κοινοχρήστων χώρων του πλοίου που είχε υπ’ευθύνη του με βάση το πρόγραμμα που συνέτασσε ο προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος. Οι εργασίες αυτές διαρκούσαν περίπου έως τις 09.30, οπότε ο ενάγων διέκοπτε την εργασία του. Το απόγευμα ο ενάγων ξεκινούσε την εργασία του περί τις 17.00 ή 17.30 αναλόγως εάν το πλοίο αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ή των Χανίων, απασχολούμενος αρχικά με τον έλεγχο των καμπινών προκειμένου να διαπιστώσει εάν είναι καθαρές και τακτοποιημένες και ακολούθως στη διαδικασία επιβίβασης των επιβατών, υποδεχόμενος αυτούς και οδηγώντας τους στις καμπίνες. Μετά την ολοκλήρωση της επιβίβασης απασχολούνταν στο εστιατόριο self-service του πλοίου, μέχρι τα μεσάνυχτα. Τις ημέρες που το πλοίο εκτελούσε και δεύτερο (εμβόλιμο) δρομολόγιο με ώρα αναχώρησης 10.00, ο ενάγων ξεκινούσε και πάλι την εργασία του μία ώρα πριν από την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι προορισμού, ειδοποιώντας τους επιβάτες για την αποβίβαση και εξυπηρετώντας όσους έχρηζαν βοηθείας. Ακολούθως συμμετείχε σε εργασίες καθαριότητας των καμπινών και των κοινόχρηστων χώρων που του είχαν ανατεθεί και στη συνέχεια μετέβαινε στη ρεσεψιόν του πλοίου για την υποδοχή των νέων επιβατων και την τακτοποίησή τους στις καμπίνες τους. Οι εργασίες αυτές διαρκούσαν έως την αναχώρηση του πλοίου και δεν υπερέβαιναν τις 5 ώρες. Στη συνέχεια απασχολούνταν στο εστιατόριο self-service του πλοίου, από τις 12.00 έως τις 15.00, εξυπηρετώντας τους πελάτες του πλοίου και φροντίζοντας για την καθαριότητα των τραπεζιών. Η απογευματική εργασία του ενάγοντος ξεκινούσε περίπου στις 18.00, με την προετοιμασία των επιβατών για την αποβίβαση ενώ ακολούθως συμμετείχε στη διαδικασία αποβίβασης, μετά την ολοκλήρωση της οποίας απασχολούνταν με τον καθαρισμό των καμπινών, υποδεχόταν τους νέους επιβάτες, τους οποίους βοηθούσε να τακτοποιηθούν και στη συνέχεια απασχολούνταν στο εστιατόριο self-service του πλοίου περίπου έως τις 23.00. Επίσης συμμετείχε σε βάρδια πυρασφάλειας 2 φορές το  μήνα κατά τη θερινή περίοδο και 1 φορά την εβδομάδα κατά τη χειμερινή περίοδο, όταν το πλοίο εκτελούσε ένα βραδινό δρομολόγιο και μόνο όταν ήταν δεμένο στο λιμάνι, παραμένοντας εντός του πλοίου σε ετοιμότητα, με την υποχρέωση να βρίσκεται στη ρεσεψιόν για χρονικό διάστημα τριών ωρών. Με βάση όσα προεκτέθηκαν και λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων α) τις συνθήκες και περιστάσεις που επικρατούσαν στο εν λόγω πλοίο, ιδίως τα χαρακτηριστικά του πλοίου, την επιβατική κίνηση ανά χρονική περίοδο και τη συνολική διάρκεια των πλόων, β) τη σταθερή καταβολή κάθε μήνα του ένδικου χρονικού διαστήματος, χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, τόσο τις καθημερινές και Κυριακές όσο και τα Σάββατα και τις αργίες, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η δεύτερη εναγομένη αναγνώριζε στην πράξη την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης για την εύρυθμη λειτουργία του και γ) τη φύση και το αντικείμενο απασχόλησης του ενάγοντος, όπως αυτά εκτέθηκαν ανωτέρω, το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι ο ενάγων για την εκτέλεση των καθηκόντων του, εργαζόταν υπερωριακώς, κατά μέσο όρο, τις μεν καθημερινές και Κυριακές επί τέσσερις (4) ώρες ημερησίως, τα δε Σάββατα και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως, τόσο κατά τα χρονικά διαστήματα που το πλοίο εκτελούσε ένα βραδινό δρομολόγιο, όσο και και τις ημέρες που αυτό εκτελούσε και δεύτερο (εμβόλιμο) δρομολόγιο [κυρίως κατά τους θερινούς μήνες και δη από Ιούλιο έως Σεπτέμβριο, όπως προκύπτει από το πρόγραμμα δρομολογίων που αμφότερες οι διάδικες πλευρές προσκομίζουν], αφού κατά την περίοδο αυτή το προσωπικό ενδιαίτησης, όπως προαναφέρθηκε, ενισχύονταν με επιπλέον δύο θαλαμηπόλους, ώστε οι εκτελούμενες εργασίες και οι βάρδιες κατανέμονταν μεταξύ περισσοτέρων θαλαμηπόλων και επίκουρων. Επίσης από την κατάσταση δρομολογίων και τα αποσπάσματα του ημερολογίου του πλοίου αποδείχθηκε ότι κατά την ένδικη περίοδο, το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια κατά 4 καθημερινές, ήτοι την 15.2.2021 (απαγορευτικό), την 16.2.2021 (απαγορευτικό), την 23.2.2021 (απεργία ΠΝΟ) και την 24.2.2021 (απεργία ΠΝΟ) και κατά 3 Σάββατα, ήτοι στις 6.3.2021, 13.3.2021 και 20.3.2021, όπως βάσιμα υποστηρίζει η δεύτερη εναγομένη στο πλαίσιο του πρώτου λόγου της έφεσής της (υπό στοιχ Α).  Η παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου, περί της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, δεν αναιρείται από τον επικαλούμενο από την δεύτερη εναγομένη ισχυρισμό, που επαναφέρεται στο πλαίσιο του πρώτου λόγου της έφεσής της (υπό στοιχ Α), ότι το εκτελούμενο δρομολόγιο εμφανίζει πολύ μικρότερο όγκο εργασιών, από άλλα πλοία της ελληνικής ακτοπλοϊας, διότι δεν καταπλέει σε ενδιάμεσους λιμένες, καθόσον οι λιμένες του Πειραιά και των Χανίων ως αφετηρίας και προορισμού αντίστοιχα, έχουν ιδιαίτερα αυξημένη κίνηση καθ’όλη τη διάρκεια του έτους, ακόμη και κατά την περίοδο που ίσχυαν περιοριστικά μέτρα για την αποφυγή εξάπλωσης του ιού Covid-19, όχι μόνο για την εξυπηρέτηση των επιβατών αλλά και για τη μεταφορά εργαζομένων και  εμπορευμάτων από τον Πειραιά προς την Κρήτη και αντίστροφα. Επισημαίνεται δε ότι κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα που ίσχυαν τα περιοριστικά μέτρα, το πλοίο εξακολούθησε απρόσκοπτα την εκτέλεση των δρομολογίων που αναφέρονται ανωτέρω και, ανεξαρτήτως του αριθμού των επιβατών που μετακινούνταν με αυτό, οι κοινόχρηστοι χώροι που χρησιμοποιούνταν καθημερινά από τους επιβάτες και το πλήρωμα, αλλά και οι καμπίνες που καταλαμβάνονταν, έπρεπε να καθαρίζονται και να απολυμαίνονται σχολαστικά ακόμη και περισσότερες από μία φορές κατά τη διάρκεια του πλου. Επίσης η κρίση του Δικαστηρίου περί της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος δεν αναιρείται ούτε από το γεγονός ότι το πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), ενώ και το επικαλούμενο από την δεύτερη εναγομένη γεγονός, ότι γινόταν κατανομή του προσωπικού σε πόστα και σε βάρδιες και δεν απασχολείτο έκαστος αναφανδόν σε όλες τις εργασίες, δεν συνεπάγεται άνευ άλλου την έλλειψη αναγκαιότητας υπερωριακής εργασίας, αφού και υπό την εκδοχή αυτή, κάθε θαλαμηπόλος, ανεξαρτήτως σε ποιο πόστο ήταν τοποθετημένος, ήταν επιφορτισμένος με ολόκληρο τον όγκο εργασίας που του ανατίθετο κάθε φορά, για τη διεκπεραίωση του οποίου εργαζόταν πέραν του νομίμου ωραρίου, όπως άλλωστε αναγνώριζε εκ προοιμίου και η δεύτερη εναγομένη, καταβάλλοντας κάθε μήνα ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή εργασία του ενάγοντος. Εξάλλου, το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν πλήρως στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η δεύτερη εναγόμενη, διά του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της των ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε τις καταστάσεις μηνιαίων υπερωριών του πληρώματος χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (ΜονΕφΠειρ. 716/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕφΠειρ. 452/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Αλλά και η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα, των μισθοδοτικών του καταστάσεων, δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα, των ως άνω αποδείξεων πληρωμής της μισθοδοσίας του και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006, ΔΕΕ 2006/948, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονEφΠειρ. 698/2014, Δνη 2015/504, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208). Επιπλέον η μαρτυρία των ενόρκως βεβαιούντων για λογαριασμό του ενάγοντος, ναυτικών, ………. και …….., οι οποίες λήφθηκαν υπόψη από το παρόν Δικαστήριο, μαζί με τα λοιπά προσκομισθέντα μετ’επικλήσεως αποδεικτικά μέσα, δεν καθίσταται αναξιόπιστη μόνο από το γεγονός ότι αυτοί έχουν επιδιώξει δικαστικά την ικανοποίηση παρόμοιων με του ενάγοντος αξιώσεων, όπως ισχυρίζεται η δεύτερη εναγομένη στο πλαίσιο του πρώτου λόγου της έφεσής της (υπό στοιχ Α), αφού από καμία διάταξη νόμου δεν προβλέπεται η εξαίρεση ή η μειωμένη αξιοπιστία ενός τέτοιου μάρτυρα. Εν προκειμένω, οι συγκεκριμένοι, ως εκ της ειδικότητάς τους ως θαλαμηπόλων και του γεγονότος ότι αμφότεροι συνυπηρέτησαν με τον ενάγοντα στο ένδικο πλοίο κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, είχαν άμεση και προσωπική αντίληψη για τα ιστορούμενα από τον ίδιο πραγματικά περιστατικά (ΜονΕφΠειρ 557/2022, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς), ενώ το Δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του έλαβε υπόψη και την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ανταπόδειξης, ο οποίος κατά τον χρόνο λήψεως αυτής βρίσκονταν σε σχέση εργασιακής εξάρτησης από την δεύτερη εναγομένη, απασχολούμενος σε πλοία του ομίλου της ως αρχιθαλαμηπόλος. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν, εντοπίζεται σφάλμα της εκκαλουμένης ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κατά το μέρος που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν επί 10 ώρες ημερησίως όταν το πλοίο εκτελούσε ένα δρομολόγιο, κατά μερική παραδοχή του πρώτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος (υπό στοιχ Β), καθόσον οι προπεριγραφείσες εργασίες, οι οποίες αποτελούσαν τα καθημερινά καθήκοντα του ενάγοντος, δεν είναι κατά την κοινή πείρα και λογική εφικτό να εκτελούνται εντός δεκαώρου, ενώ όπως προεκτέθηκε, η δεύτερη εναγομένη του κατέβαλε κάθε μήνα με τη μισθοδοσία του, αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση, αποδεχόμενη με τον τρόπο αυτό ότι ο ενάγων παρείχε εργασία πέραν του νομίμου ωραρίου. Επίσης έσφαλε η εκκαλουμένη ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και κατά το μέρος που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν επί 14 ώρες ημερησίως όταν το πλοίο εκτελούσε και δεύτερο δρομολόγιο εντός της ημέρας, κατά μερική παραδοχή του πρώτου λόγου της έφεσης της δεύτερης εναγομένης (υπό στοιχ Α), διότι όπως προαναφέρθηκε, οι ανωτέρω αναφερόμενες εργασίες, επιμερίζονταν μεταξύ του ιδίου και των υπολοίπων μελών του προσωπικού ενδιαίτησης, το οποίο κατά τους θερινούς μήνες (οπότε κατά κύριο λόγο εκτελούνταν διπλά δρομολόγια) ενισχύονταν με δύο θαλαμηπόλους, ενώ σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, τέτοια συνεχής σωματική εργασία, παρεχόμενη επί σειρά μηνών, θα οδηγούσε τον ενάγοντα ναυτικό, ο οποίος είναι γεννηθείς το έτος 1968, στα όρια της σωματικής του αντοχής. Σφάλμα επίσης εντοπίζεται στην κρίση της εκκαλουμένης κατά το μέρος που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακά και κατά τις ημερομηνίες (4 καθημερινές και 3 Σάββατα) που, όπως προαναφέρθηκε, δεν εκτελέστηκαν δρομολόγια, αφού σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, δεν παρίσταται ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης του ναυτικού σε πλοίο που ακινητεί. Μετά ταύτα πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτοί ως βάσιμοι στην ουσία τους, οι πρώτοι λόγοι αμφοτέρων των ενδίκων εφέσεων, απορριπτόμενων κατά τα λοιπά των ιδίων λόγων ως αβασίμων στην ουσία τους. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση: Α) για απασχόληση επί 41 Σάββατα (ήτοι κατά το έτος 2020 τις 4,11,18,25/1, 1,8,15,22/2,  6,13,20,27/6, 4,11,18,25/7, 1,8,22,29/8, 5,12,19,26/9 και κατά το έτος 2021 τις 23,30/1,  6,13,20,27/2, 24,31/7, 7,14,21,28/8, 4,11,18,25/9 και 2/10) και επί 7 αργίες (ήτοι κατά το έτος 2020 τις 1,6/1, 15/8, 14/9 και κατά το έτος 2021 τις 15/3, 15/8 και 14/9), ήτοι συνολικά για 48 ημέρες, το ποσό των 6.013,44 ευρώ (12 ώρες χ 48 ημέρες χ 10,44 ευρώ=), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 5.246,57 ευρώ, κατά παροδοχή ως βάσιμης της ένστασης εξόφλησης που προέβαλε η δεύτερη εναγομένη και επομένως δικαιούται από την ανωτέρω αιτία να λάβει τη διαφορά ποσού 766,87 ευρώ (6.013,44 – 5.246,57) και Β) για απασχόληση επί 261 ημέρες (265 – 4 ημέρες που δεν εκτελέστηκαν δρομολόγια) καθημερινές και Κυριακές καθ’όλο το διάστημα της ναυτολόγησής του, το ποσό των 9.082,80 ευρώ (4 ώρες χ 261 ημέρες χ 8,70 ευρώ=), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.675,76 ευρώ, κατά παροδοχή ως βάσιμης της ένστασης εξόφλησης που προέβαλε η δεύτερη εναγομένη και επομένως δικαιούται από την ανωτέρω αιτία να λάβει τη διαφορά ποσού 7.407,04 ευρώ (9.082-1.675,76). Περαιτέρω, η δεύτερη εναγομένη, με το δεύτερο λόγο της έφεσής της (υπό στοιχ Α), διαμαρτύρεται επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση συμψηφισμού που προέβαλε και με την οποία ζητούσε να καταλογιστούν στο ποσό της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος, οι «έκτακτες αμοιβές» που εκείνος έλαβε κατά το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του, συνολικού ποσού 1.754,42 ευρώ και δη ποσού 908,35 ευρώ που έλαβε το έτος 2020 και ποσού 846,07 ευρώ που έλαβε το έτος 2021, με τη συμφωνία να συμψηφίζονται με τις υπερωρίες που πραγματοποιούσε. Όπως προκύπτει από τον με αριθμό 1 συμπληρωματικό όρο καθεμιάς από τις προσκομιζόμενες, από 19.12.2019, 2.6.2020, 17.1.2021 και 20.7.2021 έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, ρητά συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Όμως, συμφώνως και προς όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δι’ αυτού δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της δεύτερης εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …») δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΕφΠειρ. 422/2021, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς www.efeteio-peir.gr.). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που κατέληξε στο ίδιο (απορριπτικό της ένστασης) συμπέρασμα, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης της εκκαλούσας – δεύτερης εναγομένης (υπό στοιχ Α) πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του θαλαμηπόλου για το επίδικο χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος, εντός των ετών 2020 και 2021 ορίζονταν ως ακολούθως: 1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 ευρώ αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,98 ευρώ Χ 30) + 433,95 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών = 1.469,82 ευρώ Χ 1/22 = 66,81 ευρώ Χ 5 ημέρες = 334,05 ευρώ + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,98 Χ 5) = 99,90  ευρώ], οι οποίες συνυπολογίζονται στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές για την εξεύρεση της διαφοράς των επιδομάτων εορτών (ως εκτίθεται ανωτέρω στην υπό στοιχ. ΙΙΙ νομική σκέψη) + 1.465,66 ευρώ μέσος όρος υπερωριακής απασχόλησης (ετησίως 15.096,24 ευρώ : 309 ημέρες απασχόλησης χ 30) ήτοι συνολικά ποσό 4.005,47 ευρώ. Συνεπώς ο ενάγων δικαιούται ι) για αναλογία δώρου Πάσχα 2020, δεδομένου ότι απασχολήθηκε από 1.1.2020 έως 24.2.2020, ποσό ίσο με το 1/5 του μισού μηνιαίου μισθού για κάθε 8 ημέρες εργασίας, ήτοι 4.005,47 ευρώ χ 1/2 χ 1/15 χ 6,87 οκταήμερα = 917,26 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 479,59 ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 437,67 ευρώ, ιι) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2022, δεδομένου ότι απασχολήθηκε από 1.6.2020 έως 1.10.2020, ποσό ίσο με τα 2/25 του συνολικού μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες εργασίας, ήτοι 4.005,47 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές ως ανωτέρω χ 2/25 χ 6,47 δεκαεννιαήμερα= 2.073,24 ευρώ, έναντι του οποίου  έλαβε το ποσό των 1.065,76 ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 1.007,48 ευρώ, ιιι) για αναλογία δώρου Πάσχα 2021, δεδομένου ότι απασχολήθηκε από 17.1.2021 έως 22.3.2021 (εκτός των 7 ημερών που το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια σύμφωνα με τα ανωτέρω), ποσό ίσο με το 1/5 του μισού μηνιαίου μισθού για κάθε 8 ημέρες εργασίας, ήτοι 4.005,47 ευρώ χ 1/2 χ 1/15 χ 7,25 οκταήμερα = 967,99 ευρώ, έναντι του οποίου  έλαβε το ποσό των 595,40 ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 372,59 ευρώ και ιv) για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2021, δεδομένου ότι απασχολήθηκε από 20.7.2021 έως 2.10.2021, ποσό ίσο με τα 2/25 του συνολικού μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες εργασίας, ήτοι 4.005,47 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές ως ανωτέρω χ 2/25 χ 3,95 δεκαεννιαήμερα= 1.265,73 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 648,71 ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 617,02 ευρώ, κατά μερική παραδοχή του δεύτερου λόγου της έφεσης του εκκαλούντος – ενάγοντος (υπό στοιχ.Β), με τον οποίο παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα εκτιμώντας τις αποδείξεις, κατά τον προσδιορισμό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με σκοπό τον καθορισμό των οφειλόμενων σε αυτόν επιδομάτων εορτών των ετών 2020 και 2021,  συνυπολόγισε το μέσο όρο της μηνιαίας υπερωριακής αμοιβής του με την παραδοχή ότι αυτός απασχολούνταν μόνον επί δέκα ώρες ημερησίως τις ημέρες που το πλοίο εκτέλεσε ένα δρομολόγιο και επί δεκατέσσερις ώρες ημερησίως τις ημέρες που το πλοίο εκτέλεσε και δεύτερο (πρωινό) δρομολόγιο και απορριπτόμενου ως αβάσιμου του τρίτου λόγου της έφεσης της εκκαλούσας – δεύτερης εναγομένης (υπό στοιχ. Α) με τον οποίο η τελευταία υποστηρίζει αφενός ότι για τον υπολογισμό των αιτούμενων δώρων εορτών έπρεπε να συνυπολογιστεί μικρότερος μέσος όρος υπερωριακής εργασίας, για το λόγο ότι αυτή δεν ξεπερνούσε τις 9 ώρες ημερησίως και αφετέρου ότι εσφαλμένα συνυπολογίστηκε στο σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος το επίδομα αδείας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το ένδικο πλοίο κατά τις κάτωθι ημερομηνίες και δη στις 25, 26, 29, 31/7, 1, 2, 7, 8, 9, 11, 14, 16, 19, 20, 21, 22, 23, 27, 29, 30/8 του έτους 2020 και στις 21, 22, 23, 24, 25, 28, 29, 30, 31/7, 1, 4, 5, 6, 7, 8, 10, 13, 14, 15, 18, 19, 20, 21, 22, 25, 26, 28, 29/8 και 1, 4/9 του έτους 2021, αναχώρησε από το λιμάνι αφετηρίας (Πειραιά), πριν την συμπλήρωση 6ωρης παραμονής σε αυτό και συγκεκριμένα πραγματοποίησε 107,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης, ως δεν αμφισβητείται από τη δεύτερη εναγομένη. Συνεπώς το πλοίο πραγματοποίησε (107,5:8=) 13,43 δρομολόγια εξπρές, για κάθε ένα από τα οποία δικαιούται να λάβει πρόσθετη αμοιβή ίση με το 1/30 των μηνιαίων αποδοχών του, στις οποίες συνυπολογίζεται το επίδομα αδείας (βλ. ανωτέρω υπό στοιχ. ΙV νομική σκέψη), το οποίο συνυπολόγισε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο με τη σαφώς υπονοούμενη παραδοχή της σταθερής καταβολής του από την εργοδότρια, δεύτερη εναγομένη, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του τέταρτου λόγου της υπό στοιχ Α έφεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, με τον οποίο η εκκαλούσα – δεύτερη εναγομένη υποστηρίζει τα αντίθετα.  Εξάλλου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ως άνω υπό στοιχ. ΙV νομική σκέψη, στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος για την εξεύρεση της αμοιβής δρομολογίων εξπρές, πρέπει να συνυπολογιστεί και ο μέσος όρος ανά μήνα των επιδομάτων Πάσχα και Χριστουγέννων 2020 και 2021, κατά παραδοχή ως βάσιμου του τρίτου λόγου της υπό στοιχ Β έφεσης, κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, με τον οποίο ο εκκαλών – ενάγων παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παρέλειψε να υπολογίσει το ποσό αυτό στις μηνιαίες αποδοχές του. Επίσης, ενόψει όσων ήδη αναφέρθηκαν, περί της διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο ένδικο πλοίο, εσφαλμένος κρίνεται ο υπολογισμός, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του για τον προσδιορισμό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με σκοπό τον καθορισμό της οφειλόμενης σε αυτόν πρόσθετης ειδικής αμοιβής για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, κατά μερική παραδοχή ως βάσιμου του τρίτου λόγου της υπό στοιχ Β έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, με τον οποίο ο εκκαλών – ενάγων παραπονείται ότι τα ανωτέρω ποσά υπολογίστηκαν με βάση την εσφαλμένη κρίση της εκκαλουμένης ότι εργαζόταν μόνον επί δέκα ώρες ημερησίως τις ημέρες που το πλοίο εκτέλεσε ένα δρομολόγιο και επί δεκατέσσερις ώρες ημερησίως τις ημέρες που το πλοίο εκτέλεσε και δεύτερο (πρωινό) δρομολόγιο και απορριπτόμενου ως αβάσιμου του τέταρτου λόγου της υπό στοιχ Α έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος του (και κατόπιν αυτού απορριπτέου στο σύνολό του), με τον οποίο η εκκαλούσα – δεύτερη εναγομένη παραπονείται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα συνυπολόγισε στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος, με σκοπό τον καθορισμό της οφειλόμενης σε αυτόν πρόσθετης ειδικής αμοιβής για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, το μέσο όρο της υπερωριακής του εργασίας με την παραδοχή  ότι εργάστηκε περισσότερες ώρες. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, ο ενάγων δικαιούται να λάβει [4.005,47 ευρώ οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ως ανωτέρω + (917,26 +  2.073,24 + 967,99 + 1.265,73 = 5.224,22 /318 ημέρες χ 30=) 492,85 ευρώ ο μέσος όρος ανά μήνα των επιδομάτων Πάσχα και Χριστουγέννων 2020 και 2021 = 4.498,32 ευρώ /30 = 149,95 ευρώ για κάθε δρομολόγιο και συνολικά (149,95 χ 13,43 δρομολόγια εξπρές) 2.013,83 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.185,32 ευρώ και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 828,51 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής ως κατ’ουσίαν βάσιμης της σχετικής ένστασης εξόφλησης που προέβαλε η δεύτερη εναγομένη. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του δικαιούνταν άδεια διανυκτέρευσης στο λιμένα αφετηρίας ή προορισμού του ένδικου πλοίου, από δύο (2) φορές τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Ιούνιο του έτους 2020 και τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο του έτους 2021 και από μία (1) φορά τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο των ετών 2020 και 2021, ήτοι δικαιούνταν συνολικά δεκαοκτώ (18) άδειες διανυκτέρευσης, οι οποίες δεν του χορηγήθηκαν υπό την έννοια ότι δεν του παρασχέθηκε η δυνατότητα κατά τη διάρκεια των διανυκτερεύσεων του πλοίου στους λιμένες όπου κατέπλεε, να αναχωρεί από το πλοίο και να επιστρέφει σε αυτό την επόμενη ημέρα για ένα πλήρες εικοσιτετράωρο προς ανάπαυση και αναψυχή, με αποτέλεσμα να του οφείλεται για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, ήτοι με το 1/22 του, υπό της εφαρμοστέας Συλλογικής Συμβάσεως, προβλεπομένου μισθού ενεργείας της ειδικότητάς του. Η κρίση αυτή επιρρωνύεται ιδίως εκ του ότι στο, προσκομιζόμενο από τη δεύτερη εναγομένη, αντίγραφο από το ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου της, δεν έχει γίνει ειδική εγγραφή από τον πλοίαρχο αναφορικά με τις χορηγηθείσες στον ενάγοντα διανυκτερεύσεις, κατά τα προεκτεθέντα στην υπό στοιχ. VI μείζονα σκέψη, προκειμένου το παρόν Δικαστήριο να σχηματίσει πλήρη δικανική δικανική πεποίθηση περί του γεγονότος αυτού, αλλά αορίστως αναφέρεται ότι <<χορηγήθηκε διανυκτέρευση στο πλήρωμα που αναγράφεται στην κατάσταση πληρώματος>> (βλ. σχετ. αντίγραφο ημερολογίου γέφυρας για την 30.1.2021, 6.2.2021, 20.2.2021, 27.2.2021) χωρίς να προσκομίζεται η επικαλούμενη κατάσταση πληρώματος ώστε να διαπιστωθεί εάν σε αυτήν περιλαμβάνεται κάθε φορά ο ενάγων.  Σημειωτέον ότι η μνεία, στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου, των χορηγούμενων στα μέλη του πληρώματος αδειών διανυκτέρευσης, συνιστά νόμιμη υποχρέωση του πλοιάρχου κάθε ακτοπλοϊκού πλοίου, που θεσπίσθηκε όχι μόνον για λόγους ασφάλειας των πλόων του, δια της συμμετοχής σε αυτούς επαρκούς, για την αξιοπλοΐα του, αριθμού ναυτικών, αλλά και για αποδεικτικούς λόγους (ΕφΠειρ 464/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατ’ακολουθίαν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης δέχθηκε ότι κατά τους ανωτέρω μήνες δε χορηγήθηκαν στον ενάγοντα οι προβλεπόμενες από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. διανυκτερεύσεις και, στη συνέχεια, του επιδίκασε την οφειλόμενη αποζημίωση για κάθε μη παρεχόμενη διανυκτέρευση ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την δεύτερη εναγόμενη με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της (υπό στοιχ Α) απορριπτομένων ως αβασίμων, με την επισήμανση ότι το αποδεικτικό συμπέρασμα της πρωτόδικης απόφασης επί του κονδυλίου αυτού δεν πλήττεται κατά τα λοιπά με την ένδικη έφεση. Επίσης αποδείχθηκε ότι ο ενάγων στις 24.2.2020 έλαβε άδεια ανάπαυσης διάρκειας ενός (1) μηνός, ήτοι έως την 24.3.2020, όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο. Ωστόσο κατά τη λήξη της άδειας αυτής, όταν ζήτησε να επαναπροσληφθεί, η δεύτερη εναγομένη αρνήθηκε τη ναυτολόγησή του, η οποία τελικώς πραγματοποιήθηκε στις 1.6.2020. Ο μάρτυρας του ενάγοντος ………, στην προμνησθείσα υπ’αριθ. ΔΣΠ_ΕΒ_……_2022 ένορκη βεβαίωση, καταθέτει ότι η δεύτερη εναγομένη, συστηματικά τα τελευταία χρόνια, απολύει τους ναυτικούς με άδεια ενός μήνα, μετά τη λήξη της οποίας, τους επαναυτολογεί με μεγάλη καθυστέρηση, όπως συνέβη και στον ίδιο και ότι ο ενάγων μετά τη λήξη της άδειάς του, ζήτησε να επιστρέψει και του είπαν να περιμένει. Η δεύτερη εναγομένη ισχυρίζεται ότι ο ενάγων ουδόλως ζήτησε να επαναυτολογηθεί αλλά λόγω της έξαρσης της πανδημίας covid -19 είχε μεταβεί στον τόπο μόνιμης κατοικίας του (Κομοτηνή) και ανέμενε την εξέλιξη της πανδημίας για τη δυνατότητα να επανέλθει στα καθήκοντά του, άλλως και σε κάθε περίπτωση, η καθυστέρηση στην επαναυτολόγηση του ενάγοντος οφείλεται σε λόγους ανωτέρας βίας. Ωστόσο ο ισχυρισμός αυτός δεν επιβεβαιώνεται με άλλα αποδεικτικά μέσα ούτε ο μάρτυράς της  αναφέρει σχετικώς στην ανωτέρω υπ’αριθ. ………/6.10.2022 ένορκη κατάθεσή του. Με τον τρόπο όμως αυτό, ο ενάγων, χωρίς να βαρύνεται με οποιοδήποτε παράπτωμα, παρέμεινε στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα άνεργος, αφού με την άρνηση του πλοιάρχου να τον επαναυτολογήσει μετά τη λήξη της άδειάς του, επήλθε λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας του. Σημειωτέον ότι η δεύτερη εναγομένη δεν του χορήγησε νέα άδεια, ίσης προς το διάστημα αυτό διάρκειας και έτσι εκδήλωσε τη βούλησή της να μην τον ναυτολογήσει στις 24.3.2020, ακολουθώντας την πλέον συμφέρουσα οικονομικώς για την ίδια οδό, αφού αν του χορηγούσε νέα άδεια, ο ενάγων θα διατηρούσε δικαίωμα λήψης πλήρων των αποδοχών του για το χρονικό διάστημα αυτής. Επομένως ο τελευταίος έχει δικαίωμα λήψης της προβλεπόμενης στο άρθρο 76 ΚΙΝΔ αποζημίωσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επομένως, που κατέληξε στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του έκτου λόγου της υπό στοιχ Α έφεσης κατά το πρώτο σκέλος του, με το οποίο η εκκαλούσα – δεύτερη εναγομένη υποστηρίζει τα αντίθετα. Ακολούθως η εκκαλουμένη υπολόγισε το ποσό της αποζημίωσης που δικαιούται ο ενάγων, με βάση το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του κατά τον τελευταίο πριν από την απόλυσή του μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης (δηλαδή τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του πλέον του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του) και επιδίκασε σε αυτόν το ποσό των 1.942,16 ευρώ (3.884,33 : 2). Ωστόσο ενόψει όσων ήδη αναφέρθηκαν, περί της διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο ένδικο πλοίο, εσφαλμένος κρίνεται ο υπολογισμός, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του και της μηνιαίας αναλογίας δώρων εορτών, για τον προσδιορισμό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με σκοπό τον καθορισμό της οφειλόμενης σε αυτόν αποζημίωσης απόλυσης, κατά μερική παραδοχή ως βάσιμου του τέταρτου λόγου της υπό στοιχ Β έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών – ενάγων παραπονείται ότι τα ανωτέρω ποσά υπολογίστηκαν με βάση την εσφαλμένη κρίση της εκκαλουμένης ότι εργαζόταν μόνον επί δέκα ώρες ημερησίως τις ημέρες που το πλοίο εκτέλεσε ένα δρομολόγιο και επί δεκατέσσερις ώρες ημερησίως τις ημέρες που το πλοίο εκτέλεσε και δεύτερο (πρωινό) δρομολόγιο και απορριπτόμενου του έκτου λόγου της υπό στοιχ Α έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα – δεύτερη εναγομένη παραπονείται ότι τα ανωτέρω ποσά υπολογίστηκαν με βάση ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος μεγαλύτερη από την πραγματική. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος κατά τον τελευταίο πριν από την απόλυσή του μήνα, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, ανέρχονται σε 4.498,32 ευρώ [1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 ευρώ αντίτιμο τροφής 30 ημερών + 433,95 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας (οι οποίες συνυπολογίζονται στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές, καθώς όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες μετ΄επικλήσεως από τους διαδίκους αποδείξεις μισθοδοσίας, το κονδύλιο αυτό καταβάλλονταν σταθερά και παγίως, απορριπτόμενου συνεπώς του έκτου λόγου της υπό στοιχ Α έφεσης, κατά το δεύτερο, επικουρικό, σκέλος αυτού, με τον οποίο η εκκαλούσα – δεύτερη εναγομένη υποστηρίζει τα αντίθετα) + 1.465,66 ευρώ μέσος όρος υπερωριακής απασχόλησης + 492,85 ευρώ μέσος όρος ανά μήνα των επιδομάτων Πάσχα και Χριστουγέννων 2020 και 2021=]. Συνεπώς η αποζημίωση που δικαιούται ο ενάγων ανέρχεται σε 2.249,16 ευρώ (4.498,32 : 2).

VΙI. Οι ΣΣΝΕ επί επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, που συνάπτονται για να καθορίσουν τους όρους εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων τους, περιλαμβάνουν παγίως, από το έτος 1993 τουλάχιστον, διάταξη (άρθρο 27), η οποία επαναλήφθηκε και ΣΣΝΕ 2019, ορίζουσα ότι: «Σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιονδήποτε λόγο, πέραν των εξήκοντα [60] ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών». Ο όρος «διακοπή των πλόων», του οποίου γίνεται χρήση στη διάταξη αυτή, έχει την ίδια έννοια με τον όρο «διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων» του άρθρου 174 ΚΔΝΔ και σημαίνει την προσωρινή παύση των δρομολογίων που έχουν εγκριθεί για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο λόγος της διακοπής τους που προβλέπεται στο άρθρο 173 ΚΔΝΔ, θα μπορούσαν να συνεχιστούν μέχρι του πέρατος ισχύος της εγκριτικής τους πράξης (ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 329/2003, ΔΕΕ 2004/82). Η ίδια διάταξη της ανωτέρω ΣΣΝΕ κρίθηκε νομολογιακά ευμενέστερη τόσο για τους ναυτικούς, που δικαιούνται αποζημιώσεως αν δεν επαναπροσληφθούν σε πλοίο που συνεχίζει τους πλόες του μετά τη διακοπή τους, ανεξαρτήτως αν η αιτία της διακοπής αυτής περιλαμβάνεται η όχι στην περιοριστική απαρίθμηση του άρθρου 173 ΚΔΝΔ, όσο και για τους εργοδότες, αφού παρατείνει το χρόνο υποχρεωτικής (και άνευ δικαιώματος αποζημιώσεως) αναμονής των ναυτικών για την επαναπρόσληψή τους στις εξήντα [60] ημέρες, λαμβάνοντας υπόψη την ισόχρονη ανοχή του νόμου για τη διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων στην, συνηθέστερη στην πράξη, περίπτωση της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του, που, όπως εκτέθηκε, συνιστά παροπλισμό του κατά την έννοια του άρθρου 77 ΚΙΝΔ (ΜονΕφΠειρα 214/2024, ΜονΕφΠειρ 464/2021 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).    Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απολύθηκε την 22.3.2021 λόγω διακοπής των δρομολογίων του πλοίου για ετήσια επιθεώρηση, η οποία διήρκησε έως την 13.4.2021. Ο μάρτυρας της δεύτερης εναγομένης καταθέτει ότι μετά την ολοκλήρωση των εργασιών ετήσιας επιθεώρησης κλήθηκε όλο το πλήρωμα, μεταξύ αυτών και ο ενάγων, προς επαναυτολόγηση και ότι ο τελευταίος δεν προσήλθε, επικαλούμενος προσωπικούς λόγους και ζήτησε να ναυτολογηθεί αργότερα. Αντίθετα ο μάρτυρας του ενάγοντος καταθέτει ότι ενώ ο ίδιος κλήθηκε να αναλάβει εργασία αμέσως μετά το πέρας των εργασιών επιθεώρησης, στις 14.4.2021, ο ενάγων αν και όχλησε την εταιρεία πολλές φορές, τελικά προσλήφθηκε στις αρχές Ιουλίου, στο πλοίο της δεύτερης εναγομένης BS και μετατέθηκε στο ένδικο πλοίο μετά από λίγες ημέρες. Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι κατά την έναρξη δρομολογίων του ένδικου πλοίου, στις 13.4.2021, ο ενάγων δεν κλήθηκε προς επαναυτολόγηση αλλά, κατόπιν συνεχόμενων οχλήσεών του προς την δεύτερη εναγομένη, προσλήφθηκε τελικά στις αρχές Ιουλίου, σε άλλο πλοίο του ομίλου αυτής και στη συνέχεια μετατέθηκε στο ένδικο πλοίο. Ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δεν επιθυμούσε την επιστροφή στην εργασία του καθώς πρόκειται για εργαζόμενο που εξαρτά τον βιοπορισμό του και της οικογενείας του από το μισθό του και η μη επαναυτολόγησή του εντός εξήντα (60) ημερών από την διακοπή των δρομολογίων του ένδικου πλοίου θεωρείται «οριστική» και όχι προσωρινή, καθώς και ανυπαίτια, ήτοι χωρίς τη θέλησή του, λύση της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας του, με αποτέλεσμα να του οφείλεται αποζημίωση, ισόποση προς τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του είκοσι δύο (22) ημερών, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ομοίως, ορθά τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την δεύτερη εναγόμενη με τον έκτο λόγο της έφεσής της (υπό στοιχ Α) απορριπτομένων ως αβασίμων. Το ποσό της αποζημίωσης που δικαιούται ο ενάγων υπολογίζεται με βάση το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του κατά τον τελευταίο πριν από την απόλυσή του μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης (δηλαδή τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του πλέον του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του) και ενόψει όσων ήδη αναφέρθηκαν, περί της διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησής του στο ένδικο πλοίο, κατά μερική παραδοχή ως βάσιμου του πέμπτου λόγου της υπό στοιχ Β έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών – ενάγων παραπονείται ότι τα ανωτέρω ποσά υπολογίστηκαν με βάση την εσφαλμένη κρίση της εκκαλουμένης ότι εργαζόταν μόνον επί δέκα ώρες ημερησίως τις ημέρες που το πλοίο εκτέλεσε ένα δρομολόγιο και επί δεκατέσσερις ώρες ημερησίως τις ημέρες που το πλοίο εκτέλεσε και δεύτερο (πρωινό) δρομολόγιο και απορριπτόμενου του έκτου λόγου της υπό στοιχ Α έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα – δεύτερη εναγομένη παραπονείται ότι τα ανωτέρω ποσά υπολογίστηκαν με βάση ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος μεγαλύτερη από την πραγματική, αυτή ανέρχεται σε 3.298,77 ευρώ [1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 ευρώ αντίτιμο τροφής 30 ημερών + 433,95 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας (οι οποίες συνυπολογίζονται στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές, καθώς όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες μετ΄επικλήσεως από τους διαδίκους αποδείξεις μισθοδοσίας, το κονδύλιο αυτό καταβάλλονταν σταθερά και παγίως, απορριπτόμενου συνεπώς του έκτου λόγου της υπό στοιχ Α έφεσης, κατά το δεύτερο επικουρικό σκέλος αυτού, με τον οποίο η εκκαλούσα – δεύτερη εναγομένη υποστηρίζει τα αντίθετα) + 1.465,66 ευρώ μέσος όρος υπερωριακής απασχόλησης + 492,85 ευρώ μέσος όρος ανά μήνα των επιδομάτων Πάσχα και Χριστουγέννων 2020 και 2021= 4.498,32 ευρώ: 30 χ 22 =],

VIIΙ. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 AK, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984, ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Μόνη όμως η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ’ αυτόν της παραγραφής δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 AK (ΑΠ 2/2019, ΧρΙΔ 2019/504). Πάντως, η ανωτέρω διάταξη έχει εφαρμογή στην περίπτωση που ο δικαιούχος ασκεί το δικαίωμα επιδιώκοντας την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει σ’ αυτό, το οποίο πράγματι υφίσταται, όχι δε και όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001/1013, ΑΠ 950/1989, Δνη 1991/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985/239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008/1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002/472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993/256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα της αγωγής, αποκρούοντας το δικαίωμα ως μη αναγνωριζόμενο από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003/36, ΕφΠειρ. 13/1995, Δνη 1996/423 = ΔΕΕ 1995/403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βουλήσεως του υποχρέου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της ασκήσεώς του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί καταχρήσεως (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985/1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ. 2000/806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 AK, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ. 966/2010, Δνη 2012/188), η δε διάταξη του άρθρου 281 AK δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημοσίας τάξεως άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ΠειρΝ 2003/70). Τέλος, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νομίμων ελαχίστων αποδοχών του (ΑΠ 1158/2009, Ε7/2012/996, ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΜονΕφΠειρ. 464/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕΦΠειρ. 397/2020, αδημ.).

Με τον έβδομο και τελευταίο λόγο της υπό στοιχ Β έφεσής της η εκκαλούσα – δεύτερη εναγόμενη επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα και απορριφθέντα αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση περιουσιακών αξιώσεων που είναι υπέρογκες και της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, ο ενάγων με θετικές ενέργειές του, της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις αξιώσεις αυτές. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο εφεσίβλητος παρέμεινε στην υπηρεσία της επί πολλά χρόνια χωρίς ουδέποτε να ισχυριστεί ότι υποαμείβεται, αντιθέτως, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της εργοδότριας καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νόμιμης, χωρίς ουδέποτε να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεων, παραλάμβανε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής του, χωρίς να εκφράσει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών του και υπέγραφε άνευ επιφυλάξεως τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής του) κατ’ ουσίαν αναγνώριζε και διαβεβαίωνε την εναγόμενη ότι δεν υφίσταται απαίτησή του για υπερωριακή απασχόληση πέραν των εκεί αναφερομένων. Επίσης ισχυρίζεται ότι καταχρηστικά ασκείται και η αξίωση του εφεσίβλητου για αποζημίωση απόλυσης την 24.2.2021, καθώς ο τελευταίος είχε γνώση των συνθηκών που δημιούργησε στην ακτοπλοϊα η πανδημία του covid -19 αφού συνέχισε να εργάζεται σε πλοία της εταιρείας της για άλλον ενάμιση χρόνο και άσκησε την αξίωσή του από την ανωτέρω απόλυση μετά τη συνταξιοδότησή του. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εκκαλούσα- δεύτερη εναγομένη παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος αυτού του τελευταίου, απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας υποστηρίζοντας ότι τον έχει εξοφλήσει πλήρως. Και αν όμως γινόταν δεκτό ότι ο ισχυρισμός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 ΚΠολΔ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, στα οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση καταχρηστικότητας, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της ιδίας διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Άλλωστε, η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος του μισθωτού θα συνιστούσε η υπογραφή του σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος ο ναυτικός και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότρια, η οποία θα τις ενέκρινε και εν συνεχεία εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη. Εξάλλου, μόνον το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στη δεύτερη εναγόμενη η ευδοκίμηση της αγωγής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά απέρριψε τον επίμαχο ισχυρισμό της δεύτερης εναγομένης και, αφού παρατεθούν οι παραλειφθείσες αιτιολογίες της απορριπτικής κρίσεως της εκκαλουμένης κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, ο ερευνώμενος λόγος θα απορριφθεί ως αβάσιμος.

ΙΧ. Για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και το επίδομα αδείας τάσσεται από το νόμο (άρθρα 10 της ΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση του Ν. 1082/1980, 4 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945, του Ν. 4504/1961 και 1 παρ. 3 του ΝΔ 4547/1966) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου, η 30ή Απριλίου και η τελευταία το αργότερο ημέρα του οικείου έτους αντιστοίχως), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι συνέπειες της υπερημερίας οφειλέτη (ΟλΑΠ 40/2002, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον έκτο και τελευταίο λόγο της υπό στοιχ Β έφεσης, ο εκκαλών – ενάγων, αποδίδει πλημμέλεια στην εκκαλουμένη ως προς την εφαρμογή του νόμου, παραπονούμενος ότι όρισε την έναρξη της τοκοφορίας του ποσού που έκρινε ότι του οφείλεται ως διαφορά επί του δώρου Χριστουγέννων του έτος 2021 από την 1.1.2022, ενώ ορθά εάν έκρινε έπρεπε να δεχθεί ότι δήλη ημέρα καταβολής του δώρου Χριστουγέννων είναι η ημέρα της απολύσεως αυτού. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι όπως προαναφέρθηκε, για την καταβολή της αναλογίας επιδόματος Χριστουγέννων ορίζεται δήλη ημέρα η 31η Δεκεμβρίου του οικείου έτους (εν προκειμένω η 31.12.2021), μετά την πάροδο της οποίας ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος και συνεπώς υπόχρεος καταβολής τόκων υπερημερίας.

Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον, εκ των οποίων η πρώτη εναγομένη, κυρία του αναφερόμενου στο σκεπτικό πλοίου, δια του πλοίου της και έως την αξία του, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 17.331,74 ευρώ (766,87 + 7.407,04 + 437,67 + 1.007,48 + 372, 59 + 617,02 + 828,51 + 346,63 + 2.249,16 + 3.298,77), νομιμοτόκως από την επομένη της τελευταίας απόλυσής του, ήτοι από 3.10.2021, πλην του ποσού των 617,02 ευρώ που αφορά στη διαφορά αναλογίας του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων του έτους 2021, το οποίο είναι τοκοφόρο από 1.1.2022. Κατόπιν αυτών παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του θεμελιωθέντος στη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ και υποβληθέντος, με την έφεση, αιτήματος της δεύτερης εναγομένης – εκκαλούσας της υπό στοιχ. Α έφεσης, για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα, του χρηματικού ποσού των 3.500,00 ευρώ, σε συμμόρφωση προς την προσωρινώς εκτελεστή διάταξη της εκκαλουμένης, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν. Οι εναγόμενες, λόγω της ήττας τους πρέπει να καταδικαστούν σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 180, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο άσκησης ανακοπής ερημοδικίας για την περίπτωση που η ερημοδικαζόμενη πρώτη εφεσίβλητη της υπό στοιχ Β έφεσης ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 501, 502 και 505 παρ.2 εδ,γ του ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει ερήμην της πρώτης εφεσίβλητης της από 11.12.2024 (υπό στοιχ Β) έφεσης και κατ’αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, τις από 27.12.2023 (υπό στοιχ Α) και από 11.12.2024 (υπό στοιχ Β) εφέσεις.

Ορίζει το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας αποφάσεως, εκ μέρους της πρώτης εφεσίβλητης της από 11.12.2024 (υπό στοιχ Β) έφεσης, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.

Δέχεται τις ένδικες εφέσεις τυπικά και εν μέρει στην ουσία τους, κατά το σκεπτικό της παρούσας.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη, υπ’αριθ. 3199/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε ερήμην της πρώτης εναγομένης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ουσίαν.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τις εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον, εκ των οποίων την πρώτη εναγομένη, κυρία του αναφερόμενου στο σκεπτικό πλοίου, δια του πλοίου της και έως την αξία του, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των δέκα επτά χιλιάδων τριακοσίων τριάντα ενός ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (17.331,74), νομιμοτόκως από την επομένη της τελευταίας απόλυσής του, ήτοι από 3.10.2021, πλην του ποσού των εξακοσίων δέκα επτά ευρώ και δύο λεπτών (617,02) που αφορά στη διαφορά αναλογίας του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων του έτους 2021, το οποίο είναι τοκοφόρο από 1.1.2022.

Απορρίπτει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.

Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 30 Απριλίου 2025.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ