Αριθμός 288 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από το Γραμματέα Σ.Τ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
Α. ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ………………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Γεώργιο Βλάχο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………….», η οποία εδρέυει στη ……… Αττικής (οδός ………….) (ΑΦΜ ………….) και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ομόρρυθμου εταίρου και νόμιμου εκπροσωπου της προαναφερόμενης ΕΕ, …………., κατοίκου ………… (οδός ……….) (ΑΦΜ ………), οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Αντώνιο Παπαντωνίου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Β. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) Ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………….», η οποία εδρέυει στη ……… Αττικής (οδός ………….) (ΑΦΜ ……….) και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ……….κατοίκου ……… Αττικής (οδός . …) (ΑΦΜ ……), οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Αντώνιο Παπαντωνίου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ………….. (ΑΦΜ ….), η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Γεώργιο Βλάχο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Η υπό στοιχ Α εκκαλούσα-Β εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 4.8.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2022) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1493/2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγη.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου α) η ενάγουσα και ήδη υπό στοιχ Α εκκαλούσα-Β εφεσίβλητη με την από 8.6.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……./2023 -ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………/2023) έφεσή της και β) οι εναγόμενοι και ήδη υπό στοιχ Β εφεσίβλητοι-Α εκκαλούντες με την από 30.6.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………./2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ …………/2023) έφεσή τους. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε αρχικά η 2α.11.2023, μετά δε από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι υπό κρίση αντίθετες εφέσεις, ήτοι: α) η από 8.6.2023 (αριθ. εκθ. καταθ. ………/9.6.2023) έφεση της εκκαλούσης – ενάγουσας ……… …. και β) η από 30.6.2023 (αριθ. εκθ. καταθ. ………/5.7.2023) έφεση των εκκαλούντων – εναγομένων ήτοι της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “……..”, και του ομορρύθμου εταίρου της ………….. κατά της υπ’ αριθ. 1493/2023 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθ. 3, και 621 επ. ΚΠολΔ), έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β΄, 518 παρ. 1, και 591 παρ. 7 του ΚπολΔ), δεδομένου ότι κατατέθηκαν στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 9.6.2023 και 5.7.2023 αντίστοιχα, και η επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως έλαβε χώρα την 7.6.2023 (βλ. την από ίδια ημερομηνία επισημείωση στο σώμα της της δικαστικής επιμελήτριας …….). Πρέπει, επομένως, αφού συνεκδικασθούν, καθόσον πλήττουν την ίδια απόφαση και διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246 και 591 §1 ΚπολΔ), να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση και εντός των ορίων των λόγων τους (άρθ. 522 §1 και 533 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό τους δεν απαιτείται και η καταβολή παραβόλου, (άρθρο 495 §3 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ), ενώ έχουν κατατεθεί από τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων τα παράβολα προκαταβολής εισφορών και ενσήμων (άρθ. 61 παρ. 1 και 4 Ν. 4139/2013).
Με την από 4.8.2022 αγωγή της, που η ενάγουσα, (ήδη εκκαλούσα στην πρώτη ως άνω έφεση και εφεσίβλητη στην δεύτερη), άσκησε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ισχυρίσθηκε, κατ΄εκτίμηση του δικογράφου της, ότι με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία καταρτίσθηκε την 5.7.2014 προσελήφθη από την πρώτη εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία “.. ……..”, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος και ομόρρυθμο μέλος είναι ο δεύτερος εναγόμενος …….., προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως πωλήτρια στην επιχείρηση αρτοποιίας που διατηρούσε η πρώτη εξ αυτών στην Νίκαια Αττικής. Ότι από την πρόσληψή της μέχρι την 6.4.2020 προσέφερε τις υπηρεσίες της σαυτήν με την παραπάνω ειδικότητά της επί έξι ημέρες την εβδομάδα και 8ωρο ημερησίως, έναντι καθαρού ωρομισθίου τριών (3) ευρώ. Ότι κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία (6.4.2020) οι εναγόμενοι, με την απειλή της απολύσεώς της, την υποχρέωσαν να συναινέσει στην δήθεν είσοδό της στο εταιρικό σχήμα της πρώτης εναγομένης με ποσοστό επί του εταιρικού της κεφαλαίου 2% και στην ταυτόχρονη δήλωση περί δήθεν οικειοθελούς αναχώρησης από την εργασία της. Ότι οι εν λόγω πράξεις της οικειοθελούς αποχώρησης και της συμμετοχής της στο εταιρικό κεφάλαιο της πρώτης εναγομένης έγιναν κατά φαινόμενον μόνον, (εικονικά), προκειμένου να αποφύγει η τελευταία την καταβολή των δικαιούμενων από την ενάγουσα ασφαλιστικών εισφορών. Ότι στην πραγματικότητα ουδέποτε αυτή συμμετείχε στις εταιρικές υποθέσεις ή τα κέρδη και τις ζημίες της πρώτης εναγομένης, αλλά, αντιθέτως, εξακολούθησε και μετά τις παραπάνω πράξεις να απασχολείται στην επιχείρηση της εναγομένης με την ίδια ως άνω ειδικότητα και το ίδιο ωρομίσθιο και λοιπούς όρους εργασίας μέχρι και την 15.7.2022, οπότε και απολύθηκε με προφορική καταγγελία της συμβάσεώς της και ταυτόχρονη έξοδό της από το εταιρικό σχήμα της πρώτης εναγομένης. Εκθέτοντας δε περαιτέρω ότι από την παραπάνω εργασία της διατηρεί τις παρακάτω αξιώσεις σε βάρος των εναγομένων, και μετά τον νόμιμο περιορισμό του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματός της σε έντοκο αναγνωριστικό, ζητούσε: 1) να αναγνωρισθεί ότι ο χρόνος έναρξης της εργασιακής της σχέσης ανάγεται στην 6.4.2014 και 2) να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να της καταβάλλουν, ως προς το κονδύλιο ειδικότερα των υπερωριών με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και ως προς τα λοιπά κονδύλια κυρίως με βάση την μεταξύ τους σύμβαση και επικουρικά με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, το συνολικό ποσό των 26.878,74 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις αναφερόμενες ημερομηνίες για κάθε επί μέρους ποσό, άλλως από την επίδοση της αγωγής, αναλυόμενο ως εξής: α) ποσό 6.993 ευρώ για τις δικαιούμενες ασφαλιστικές εισφορές ως συνεταίρου της πρώτης εναγομένης κατά το χρονικό διάστημα 6.4.2020 έως 15.7.2022, β) ποσό 4.159,16 ευρώ για αποζημίωση απολύσεως, γ) ποσό 8.040,96 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών κατά το χρονικό διάστημα 6.4.2014 έως 30.4.2022 και ποσό 282,50 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.5.2022 έως 15.7.2022, δ) ποσά 2.768,34 ευρώ και 1.384,32 ευρώ για την υπερωριακή απασχόλησή της κατά τις περιόδους Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2020 έως 2022, ε) ποσό 928,08 ευρώ για επίδομα αδείας των ετών 2020, 2021 και 2022, στ) ποσό 1.429,16 ευρώ για δώρο Χριστουγέννων των ετών 2020, 2021 και ζ) ποσό 893,22 ευρώ για δώρο Πάσχα των ετών 2020, 2021 και 2022.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε ως μη νόμιμα τα υπό στοιχεία 1 και 2-α΄ ως άνω αιτήματά της, (περί αναγνώρισης ως χρόνου ενάρξεως της επίδικης εργασιακής σχέσης την 6.4.2014 και επιδίκασης ασφαλιστικών εισφορών), καθώς και ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας την εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού κύρια (ως προς τις υπερωρίες) και επικουρική κατά τα λοιβάση της αγωγής. Κατόπιν αυτών, κρίνοντας επί της ουσίας ότι η ένδικη σύμβαση εργασίας ήταν άκυρη, απέρριψε τα συνδεόμενα με την εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού βάση της αγωγής κονδύλια για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών και αμοιβές υπερεργασίας και υπερωρίας (υπό στοιχεία 2-γ΄ και 2-δ) λόγω της αοριστίας της βάσης αυτής (του αδικαιολογήτου πλουτισμού), και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς τα δικαιούμενα ευθέως εκ του νόμου λοιπά κονδύλιά της (αποζημίωση απολύσεως και επιδόματα δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας), επιδικάζοντας στην ενάγουσα τα ποσά των 1.196,40, 1429,16, 893,22 και 928,08 ευρώ αντίστοιχα.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη οι διάδικοι με τις κρινόμενες αντίθετες εφέσεις τους και τους διαλαμβανόμενους σαυτές λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητούν την εξαφάνισή της, (κατά το μέρος που βλάπτεται ο καθένας), η μεν ενάγουσα προκειμένου να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή, οι δεν εναγόμενοι προκειμένου αυτή να απορριφθεί.
Από το άρθρο 904 του ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαιτήσεως αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει τo στοιχείο αυτό, δηλαδή η ως άνω αιτία είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξιώσεως από την αιτία. Τέτοια υπάρχει και όταν η αιτία της παροχής είναι παράνομη, εξαιτίας απαγορευτικής διατάξεως νόμου, τούτο δε συμβαίνει και στην περίπτωση της παροχής εργασίας από εργαζόμενο που δεν έχει τα απαιτούμενα κατά νόμο για τη συγκεκριμένη περίπτωση προσόντα. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα εργαζόμενο ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου εργοδότη, εξαιτίας της ακυρότητας της συμβάσεως εργασίας, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1α του Κ.Πολ.Δ. τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της συμβάσεως και συνιστούν τον λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εργοδότη δεν είναι νόμιμη. Αν όμως η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 Κ.Πολ.Δ.), υπό τη ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσης αυτής από τη σύμβαση εργασίας, αρκεί για την πληρότητα αυτής, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα (Ολ. ΑΠ 22/2003). Εξάλλου, η αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη έχει επιβοηθητικό χαρακτήρα και μπορεί να ασκηθεί αν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία. Έτσι αν η αγωγή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη, γιατί αφού υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να αξιώσει τις αξιώσεις του από αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική βάση του πλουτισμού (Ολ ΑΠ 22/2003, ΑΠ 1325/2019, ΑΠ 170/2016, ΑΠ 449/2014, ΑΠ 2019/2007, ΕΦ. ΠΑΤΡ. 334/2020 ΝΟΜΟΣ) Στην προκείμενη περίπτωση η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή της, ισχυρίζεται ότι συνδεόταν με τον πρώτη εναγομένη με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και ότι από την σύμβαση αυτή εργασίας οι εναγόμενοι, (ο δεύτερος ως ομόρρυθμος εταίρος της πρώτης), οφείλουν να της καταβάλλουν το συνολικό ποσό των 26.878,74 ευρώ, εκ του οποίου τα ποσά των 2.768,34 ευρώ και 1.384,32 ευρώ, που αφορούν την υπερωριακή απασχόλησή της, κυρίως με βάση τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, και τα υπόλοιπα ποσά (6.993 ευρώ για τις ασφαλιστικές εισφορές, 4.159,16 ευρώ για αποζημίωση απολύσεως, 8.040,96 ευρώ και και 282,50 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, 928,08 ευρώ για επίδομα αδείας, 1.429,16 ευρώ για δώρα Χριστουγέννων και 893,22 ευρώ για δώρα Πάσχα) κυρίως μεν με βάση την επικαλούμενη σύμβαση εργασίας και επικουρικώς κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή κατά την θεμελίωσή της είτε κυρίως (κονδύλιο βασικής αμοιβής υπερωριών, χωρίς δηλαδή προσαύξηση) είτε επικουρικά (κατά τα λοιπά κονδύλιά της) στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι κατά τα προεκτεθέντα αόριστη, δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν ισχυρίζεται ότι λείπουν οι προϋποθέσεις ασκήσεως της αγωγής από την επικαλούμενη σύμβαση εργασίας, ούτε γίνεται σ’ αυτήν, έστω και απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως εργασίας, στην οποία στηρίζει την κύρια βάση της αγωγής της. Και το πρωτοβάθμιο, επομένως, δικαστήριο, το οποίο έκρινε ομοίως και απέρριψε ως αόριστη την εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού (κύρια και επικουρική) βάση της αγωγής, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε την παραπάνω διάταξη, οι δε συναφής λόγος της εφέσεως της ενάγουσας, που εκτιμάται ότι εμπεριέχεται στο όλο περιεχόμενό της, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του
Ι) Με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ.1 εδ. α και 10 εδ. β της με αριθμό Α1 β/8557/1983 κανονιστικής απόφασης του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας (ΦΕΚ Β` 526) “Υγειονομικός έλεγχος, γενικοί όροι ιδρύσεως και λειτουργίας των καταστημάτων και εργαστηρίων τροφίμων ή/και ποτών και ειδικοί όροι ιδρύσεως και λειτουργίας των καταστημάτων και εργαστηρίων τροφίμων ή/και ποτών”, η οποία εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του ΑΝ 2520/1940, όπως η διάταξη του άρθρου 14 αντικαταστάθηκε με την με αριθμό 8405/29.10.1992 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ 665 Β/11.11.1992), ορίστηκε ότι “όσοι ασκούν ή επιθυμούν ν’ ασκήσουν το επάγγελμα του χειριστή τροφίμων ή ποτών, είτε ως ειδικοί επαγγελματίες, είτε ως υπάλληλοι ή εργάτες ή απασχολούμενοι με οποιαδήποτε σχέση σε ξενοδοχεία, δημόσια λουτρά, καθαριστήρια, κομμωτήρια, κουρεία, εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, καφενεία ή άλλες επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος, παρέχοντας τις υπηρεσίες τους στο κοινό, πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με βιβλιάριο υγείας, στο οποίο θα βεβαιώνεται ότι ο κάτοχός του πέρασε από ιατρική εξέταση και δεν βρέθηκε να πάσχει από μεταδοτικό ή άλλο νόσημα μη συμβατό με την απασχόλησή του” (παρ.1 εδ. α) και ότι “οι νομείς καταστημάτων, εργαστηρίων και εργοστασίων υγειονομικού ενδιαφέροντος ή οι νόμιμοι εκπρόσωποι τούτων οφείλουν να μην προσλαμβάνουν ή απασχολούν στην επιχείρησή τους άτομα, τα οποία δεν κατέχουν βιβλιάριο υγείας ή δεν έχουν θεωρήσει αυτό σύμφωνα με την παρ. 6 του παρόντος άρθρου” (παρ. 10 εδ. β). Η ως άνω με αριθ. 8405/29.10.1992 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 1 της με αριθ. Υ1 γ/ΓΠ/οικ 35797/4.4.2012 απόφασης του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΦΕΚ Β 1199/11.4.2012) “Πιστοποιητικό υγείας εργαζομένων σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος”, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση επίσης του ΑΝ 2520/1940, και ίσχυε κατά τον χρόνο της αρχικής πρόσληψης της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσης και εφεσιβλήτου (5.7.2014), καθώς και κατά την διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας της που ακολούθησαν, με το οποίο (άρθρο 1) ορίστηκε στα εδάφια α και β αυτού ότι “όσοι απασχολούνται ή επιθυμούν να απασχοληθούν σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος ή/και έχουν άμεση ή έμμεση επαφή με τα τρόφιμα πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με πιστοποιητικό υγείας. Στο πιστοποιητικό υγείας θα βεβαιώνεται ότι ο κάτοχός του υποβλήθηκε σε ιατρικές εξετάσεις και δεν βρέθηκε να πάσχει από μεταδοτικό ή άλλο νόσημα μη συμβατό με την απασχόλησή του”, ενώ με το άρθρο 2 αυτής ορίστηκε ότι τα ατομικά βιβλιάρια υγείας, τα οποία έχουν ήδη εκδοθεί, ισχύουν έως την ημερομηνία λήξης τους. Περαιτέρω, από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 14 παρ.1 εδ. α και 10 εδ. β της με αριθμό Α1 β/8557/1983 απόφασης του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας, όπως αυτή αντικαταστάθηκε κατά τα άνω αρχικά με την με αριθμό 8405/29.10.1992 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και στη συνέχεια με το άρθρο 1 της με αριθ. Υ1γ/ΓΠ/οικ 35797/4.4.2012 απόφασης του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 3, 174 και 180 του ΑΚ, συνάγεται ότι η έλλειψη βιβλιαρίου υγείας (ήδη πιστοποιητικού υγείας) ή η μη θεώρησή του επιφέρει ακυρότητα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας των μισθωτών που απασχολούνται με την παρασκευή, προετοιμασία και συσκευασία των τροφίμων και ποτών για τη διάθεσή τους στη κατανάλωση ή παρέχουν υπηρεσίες προς το κοινό, οι οποίες προϋποθέτουν ή συνεπάγονται άμεση επαφή με τον καταναλωτή των τροφίμων ή των ποτών ή με τον χρήστη των υπηρεσιών. Η άνω ακυρότητα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, λόγω έλλειψης του βιβλιαρίου υγείας, ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, (υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, ότι προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά που έχουν τεθεί ενώπιόν του, δηλαδή, με την επίκληση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας υγειονομικού ενδιαφέροντος από τον εργαζόμενο ΑΠ 439/2023, Α.Π. 451/2020), επειδή αφορά τη δημόσια τάξη, καθόσον η ύπαρξη του βιβλιαρίου υγείας αποβλέπει στην προστασία της δημόσιας υγείας και έχει ως συνέπεια ότι ο εργαζόμενος τελεί σε απλή σχέση εργασίας με τον εργοδότη του (Ολ. Α.Π. 192/1962, Α.Π. 451/2020, Α.Π. 454/2019, ΑΠ 459/2019, Α.Π. 1667/2010, Α.Π. 349/2004, Α.Π. 904/2004). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 529 ΚΠολΔ προκύπτει ότι κατά κανόνα είναι παραδεκτή η προσκόμιση νέων αποδεικτικών μέσων στο εφετείο, το οποίο αν δεν τα αποκρούσει ως απαράδεκτα, για κάποιον από τους αναφερόμενους στο άρθρο λόγους, δεν απαιτείται να διαλάβει στην απόφασή του ειδική αιτιολογία.
ΙΙ) Από τις διατάξεις του άρθρου 1 § 1 του ν. 1082/1980, του άρθρου 1 § 2 της 19040/1981 Α.Υ. Οικονομικών και Εργασίας της 18130/1946 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας όπως αυτή ερμηνεύθηκε και συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 25825/1951 απόφαση των ιδίων Υπουργών και την Φ. 27019/1953 απόφαση του Υπουργού Εργασίας της 8900/1946 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας όπως αυτή ερμηνεύθηκε με την 25825/1951 απόφαση των ίδιων Υπουργών σε συνδυασμό με το όρθρο 10 § 1 του β.δ. 748/1966 και το άρθρ. 2 του ν. 435/1976, του άρθρου 1 § 1 και του άρθρου 2 του α.ν. 539/1945, του άρθρου 3 § 16 του ν. 4504/1966, του άρθρου μόνου του ν. 133/1975 (που κύρωσε την από 26.2.1975 ΕΣΣΕ) και 1 § 2 ν. 435/1976 συνάγεται ότι επιδόματα (δώρα) εορτών, άδεια, αποδοχές αδείας, και επίδομα αδείας προσαύξηση 25% νυκτερινής εργασίας και 75% εργασίας κατά Κυριακές και προσαύξηση ίση προς 100% του καταβαλλομένου ημερομισθίου για παρασχεθείσα παράνομη υπερωριακή απασχόληση, δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αλλά και οι προσφέροντες τις υπηρεσίες τους – βάσει άκυρης συμβάσεως εργασίας – με απλή σχέση εργασίας. Τούτο καθίσταται σαφές τόσο από το περιεχόμενο όλων αυτών των διατάξεων, που σε κανένα σημείο τους δεν θέτουν την ύπαρξη έγκυρης σύμβασης εργασίας ως προϋπόθεση για να δοθούν οι ανωτέρω παροχές προς τους εργαζομένους, αλλά και από το ότι, αντιθέτως, στις διατάξεις των άρθρων 1 § 1 του ν. 1082/1980, του όρθρου 1 § 2 της ΥΑ 19040/1981 και του άρθρου 3 § 16 του ν. 4504/1966 γίνεται ρητά λόγος για σχέση εργασίας ή για εργασιακή σχέση (ΑΠ 25/2018, AΠ 1049/2018, ΑΠ 1805/2017, ΑΠ 2074/2017, όλες σε ΤρΝομΠλ ΔΣΑ, ΑΠ 437/2015 ΤΝΠΝόμος).
Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, έστω και για πρώτη φορά ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, (άρθρο 529 παρ. 1α΄ ΚΠολΔ), για ορισμένα εκ των οποίων γίνεται ρητή αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να προσδίδεται σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική μνεία, που είναι, όμως, ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται, για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1045/2017, ΑΠ 471/2016), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν στα πλαίσια άλλων δικών, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη, για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΕφΠειρ 242/2016, ΕφΠειρ 745/2014 δημ. σε ΤΝΠ Νόμος), πλην της υπ΄αριθμ. ……../8.12.2022 ένορκης βεβαίωσης, που λήφθηκε με την επιμέλεια των εναγομένων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Νικαίας Αττικής, η οποία δεν λαμβάνεται υπόψιν, διότι δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από την παρ.1 του άρθρου 422 ΚΠολΔ προθεσμία κλητεύσεως της ενάγουσας των δύο εργασίμων ημερών, δεδομένου ότι αυτή λήφθηκε την 8.12.2022,(σε ώρα μάλιστα που δεν προσδιορίζεται), η δε σχετική κλήση της ενάγουσας έλαβε χώρα με δήλωση στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά της δικασίμου της 6.12.2022), και από τις παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚπολΔ,. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠΝόμος), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγομένη ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία “……….”, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος και ομόρρυθμο μέλος είναι ο δεύτερος εναγόμενος ….. ., δραστηριοποιείται στον χώρο της αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής και διατηρεί προς τούτο κατάστημα – αρτοποιείο επί της οδού ……. στην Νίκαια Αττικής. Με την από 5.7.2014 σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε μεταξύ της πρώτης εξ αυτών ως εργοδότριας και της ενάγουσας, η τελευταία προσελήφθη προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της στο ως άνω κατάστημα της εναγομένης με την ειδικότητα της πωλήτριας. Κατά την δήλωση της εναγομένης, η οποία διαλαμβάνεται στην από 29.7.2014 γνωστοποίηση των όρων της ατομικής συμβάσεώς της, η ενάγουσα προσελήφθη υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης (2ωρη απασχόληση κατά τις ημέρες Τετάρτη, Παρασκευή και Σάββατο) και μισθό 87,91 ευρώ. Στην πραγματικότητα όμως συμφωνήθηκε και η ενάγουσα απασχολήθηκε εξ αρχής υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης και δη επί έξι (6) ημέρες ανά εβδομάδα, (οι εναγόμενοι συνομολογούν την εργασία της και κατά τις ημέρες του Σαββάτου) και οκτώ (8) ώρες ημερησίως, έναντι αμοιβής τριών (3) ευρώ ανά ώρα εργασίας. Με τους όρους αυτούς η ενάγουσα απασχολήθηκε στο παραπάνω κατάστημα μέχρι την 19.10.2017, οπότε και απολύθηκε με την από ίδια ημερομηνία έγγραφη καταγγελία της συμβάσεώς της και έλαβε την αναφερόμενη σαυτή αποζημίωση απολύσεως ποσού 225,62 ευρώ. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας, ότι παρά την απόλυσή της την 19.10.2017, εντούτοις η σύμβασή της δεν λύθηκε κατά το χρονικό αυτό σημείο, αλλά εξακολούθησε να εργάζεται κανονικά στο κατάστημα της εναγομένης, δεν αποδεικνύεται από κανένα απολύτως έγγραφο στοιχείο, ούτε και από την κατάθεση της μάρτυρά της στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Περαιτέρω απεδείχθη, ότι η ενάγουσα επαναπροσλήφθηκε από την εναγομένη την 22.11.2018 με την ίδια ειδικότητα και παρά το γεγονός ότι στην σχετική αναγγελία της προσλήψεώς της αναφέρεται και πάλι μερική απασχόλησή της επί οκτώ (8) ώρες εβδομαδιαίως και ωρομίσθιο 4,22 ευρώ, στην πραγματικότητα εκείνη απασχολούνταν πάντοτε υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, κατά τις ίδιες, (όπως και στην προγενέστερη σύμβασή της), ημέρες και ώρες ανά εβδομάδα, και την ίδια αμοιβή των τριών (3) ευρώ ανά ώρα, όπως σαφώς προκύπτει και από τα βιβλία εξόδων της εναγομένης, στα οποία σημειώνεται αμοιβή 24 ευρώ ανά ημέρα απασχόλησης (3 ευρώ χ 8 ώρες). Την 17.10.2020 η πρώτη εναγομένη προέβη στην αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης της ενάγουσας, με αναφερόμενο σύνολο αποδοχών κατά την αποχώρησή της το ποσό των 780 ευρώ το μήνα, γεγονός που, αν και δεν είναι κατά τα παραπάνω αληθές, αφού η ενάγουσα αμοιβόταν μόνο με 600 ευρώ τον μήνα (3 ευρώ χ 8 ώρες = 24 ευρώ χ 25 ημέρες), εντούτοις είναι ενδεικτικό της ανακολουθίας στις δηλώσεις της εναγομένης, αφού το παραπάνω ποσό παραπέμπει σε πλήρη απασχόληση και διαψεύδει ευθέως την δηλωθείσα δήθεν μερική απασχόληση της ενάγουσας που διαλαμβάνεται στο από 22.11.2018 έγγραφο της προσλήψεώς της. Την ίδια εξάλλου περίοδο η εναγομένη εταιρεία με το από 6.4.2020 καταστατικό σύστασης ετερορρύθμου εταιρείας εμφάνισε την ενάγουσα, όπως και όλους τους λοιπούς εργαζομένους της, ως ετερόρρυθμο μέλος της με ποσοστό επί του εταιρικού της κεφαλαίου 2%. Τα δύο αυτά έγγραφα περί δήθεν οικειοθελούς αποχώρησης της ενάγουσας από την εργασία της την 17.10.2020 και περί ταυτόχρονης δήθεν συμμετοχής της στο εταιρικό σχήμα της πρώτης εναγομένης, αποδεικνύεται ότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, αλλά συνετάγησαν εικονικά και μόνον και χωρίς πρόθεση των συμβαλλομένων να λύσουν την σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που τους συνέδεε. Σκοπός δε της σύνταξης των δύο αυτών εγγράφων ήταν να δικαιολογείται η παρουσία της ενάγουσας στον χώρο της εργασίας της, χωρίς όμως να εμφανίζεται και ως εργαζομένη και έτσι να επωφελούνται οι εναγόμενοι από την απαλλαγή της υποχρεώσεώς τους να καταβάλουν τις αντίστοιχες εργοδοτικές και εργατικές ασφαλιστικές εισφορές, καθώς και από την παράλειψη καταβολής αμοιβής και προσαύξησης για την πέραν του νομίμου ωραρίου απασχόλησή της. Τούτο συνάγεται και από την κατάθεση της μάρτυρα των εναγομένων, η οποία επιβεβαίωσε ότι και οι τέσσερις εργαζόμενοι στο ως άνω κατάστημά της εμφανίζονται ως μέλη της εναγομένης εταιρείας και μάλιστα με το ίδιο ποσοστό (2%), όπως προκύπτει από το από 6.4.2020 καταστατικό της. Οι ίδιοι άλλωστε οι εναγόμενοι, μολονότι αρνούνται την εργασιακή σχέση της ενάγουσας και υπεραμύνονται της δήθεν εταιρικής ιδιότητας αυτής κατά την παραπάνω χρονική περίοδο (από 17.4.2020 και εφεξής), ούτε επικαλούνται ούτε πολύ περισσότερο αποδεικνύουν ανάμειξή της στις εταιρικές υποθέσεις ή συμμετοχή της στα κέρδη και τις ζημίες αυτής. Αντιθέτως, στα βιβλία εξόδων της εναγομένης εταιρείας που προσκομίζονται στο πρωτότυπό τους και αφορούν την χρονική περίοδο 1.10.2019 έως 21.11.2021, οι φερόμενοι ως εταίροι της εργαζόμενοι, τόσο πριν την δήθεν συμμετοχή τους στο εταιρικό της σχήμα όσο και μετά από αυτήν, φέρονται να λαμβάνουν κανονικά και καθημερινά όχι ποσοστό επί των κερδών ή μέρος αυτού, όπως θα έπρεπε αν επρόκειτο για εταίρους και απόληψη εταιρικού μεριδίου, αλλά την αμοιβή που αντιστοιχεί στην εργασία τους, η οποία, καθόσον αφορά την ενάγουσα ειδικότερα, είναι πάντοτε πολλαπλάσια του αριθμού τρία, ποσό στο οποίο ανέρχονταν και η συμφωνηθείσα ωριαία αμοιβή για την εργασία της. Από την κοινή πείρα δε και λογική συνάγεται, ότι η ενάγουσα, η οποία ήταν απλή εργαζόμενη και δεν μετείχε στα κέρδη της, ουδένα όφελος είχε από την συμμετοχή της στην εναγομένη εταιρεία, ούτε άλλωστε οι εναγόμενοι επικαλούνται τέτοιο όφελος, και, είναι προφανές, ότι συναίνεσε στην σύνταξη των δύο εικονικών ως άνω εγγράφων υπό την απειλή της απόλυσης από την εργασία της, ενώ στην πραγματικότητα συνέχισε να απασχολείται με τους ίδιους όρους εργασίας και το ίδιο αντικείμενο και μετά την από 17.10.2020 αναγγελία της δήθεν οικειοθελούς αποχώρησής της. Αποδεικνύεται, επομένως, ότι η (δεύτερη) εργασιακή σχέση της ενάγουσας, που άρχισε με την επαναπρόσληψή της την 22.11.2018 εξακολούθησε υφισταμένη και μετά την 17.10.2020 και δη μέχρι και την 15.7.2022 που απολύθηκε ατύπως και χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, με ταυτόχρονη έξοδό της και από το εταιρικό σχήμα της πρώτης εναγομένης, όπως ορθά κρίθηκε και με την εκκαλουμένη απόφαση, αν και με εν μέρει διάφορη αιτιολογία, (ως προς τις ημέρες της εβδομαδιαίας εργασίας της ενάγουσας), κατά την οποία αντικαθίσταται με την παρούσα. Κατ΄ακολουθίαν, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι στην ουσία τους και οι τρίτος και τέταρτος λόγοι της εφέσεως των εναγομένων, με τους οποίους υποστηρίζουν ότι δεν δικαιούται η ενάγουσα τα αιτούμενα με την αγωγή επιδόματα αδείας και εορτών ή και τις λοιπές εν γένει αποδοχές από την εργασία της για το παραπάνω χρονικό διάστημα (17.4.2020 έως 15.7.2022), διότι δεν τελούσε σε σχέση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με την πρώτη εναγομένη, αλλά μετείχε μόνον ως εταίρος στην επιχείρησή της.
Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα, η οποία κατά τα άνω χρονικά διαστήματα (5.7.2014 έως 19.10.2017 και 22.11.2018 έως 15.7.2022) απασχολήθηκε κατά τα προεκτεθέντα ως πωλήτρια στο αρτοποιείο της πρώτης εναγομένης, που είναι κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος και η ίδια ερχόταν σε άμεση επαφή με τα τρόφιμα (αρτοσκευάσματα) που διέθετε στην κατανάλωση, αλλά και κατά τις περιόδους των εορτών, απασχολείτο και με την παρασκευή ειδών ζαχαροπλαστικής (κουραμπιέδες, μελομακάρονα, τσουρέκια κ.λ.π.), όφειλε να έχει εφοδιασθεί με βιβλιάριο υγείας (ήδη πιστοποιητικό υγείας), στο οποίο να βεβαιώνεται ότι δεν βρέθηκε να πάσχει από μεταδοτικό ή άλλο νόσημα μη συμβατό με την απασχόλησή της. Δεν αποδεικνύεται όμως ότι η ενάγουσα είχε εφοδιασθεί με πιστοποιητικό υγείας σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο της άνω απασχόλησής της, διότι ούτε επικαλέσθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι είχε εφοδιασθεί με τέτοιο πιστοποιητικό, αλλά ούτε και προσκόμισε αυτό, έστω, και στο παρόν δικαστήριο. Κατά συνέπειαν, οι ως άνω δύο συμβάσεις εργασίας της ενάγουσας είναι άκυρες (άρθρα 174 και 180 ΑΚ) ως αντίθετες σε απαγορευτική διάταξη νόμου, η δε ακυρότητά τους ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην υπό στοιχεία (Ι) μείζονα σκέψη. Κατά συνέπειαν, ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ερεύνησε αυτεπαγγέλτως και χωρίς συναφή ένσταση των εναγομένων την εγκυρότητα των εν λόγω συμβάσεων της ενάγουσας και αποφάνθηκε ομοίως για την ακυρότητά τους, αν και σιγή ως προς την πρώτη εξ αυτών και κατά τούτο συμπληρώνεται η αιτιολογία της με την παρούσα, ο δε πρώτος λόγος της εφέσεώς της (κατά το πρώτο σκέλος του), με τον οποίο η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, αν και είχε κατά τον χρόνο της αρχικής προσλήψεώς της πιστοποιητικό υγείας, δεν υποχρεούται στην προσκόμισή του, εφόσον δεν αμφισβητήθηκε από τους αντιδίκους της η εγκυρότητα της συμβάσεώς της, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του, δεδομένου ότι η έλλειψη πιστοποιητικού υγείας για τους εργαζόμενους σε καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος ερευνάται κατά τα προεκτεθέντα αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η ενάγουσα, η οποία θεμελιώνει τις αγωγικές αξιώσεις της σε έγκυρες συμβάσεις εργασίας, όφειλε, και χωρίς αντίλογο από τους αντιδίκους της, να επικαλεσθεί την ύπαρξη του πιστοποιητικού υγείας και να το προσκομίσει, έστω και στο παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Συνεπεία, εξ άλλου, της παραπάνω ακυρότητας των δύο συμβάσεών της η ενάγουσα, η οποία συνδεόταν με την πρώτη εναγομένη και κατά τις δύο ως άνω χρονικές περιόδους με απλή σχέση εργασίας, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα στην με αριθμό (ΙΙ) μείζονα σκέψη, δεν έχει αξίωση καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών, (δηλαδή της νόμιμης ή συμβατικής αμοιβής της για την εντός του νομίμου ωραρίου της ή και της πέραν αυτού απασχόλησής της), με βάση τις επικαλούμενες άκυρες συμβάσεις εργασίας, αλλά μόνον αξίωση απόδοσης της ωφέλειας που απεκόμισε η πρώτη εναγομένη η οποία κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερη από τη εργασία της. Δεδομένου, όμως, ότι η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό κρίθηκε κατά τα προεκτεθέντα, ότι είναι απορριπτέα λόγω της αοριστίας της, τα συναφή κονδύλια της αγωγής της, με τα οποία η ενάγουσα ζητά: α) το ποσό των 8.040,96 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών κατά το χρονικό διάστημα 5.7.2014 έως 30.4.2022 και το ποσό των 282,50 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.5.2022 έως 15.7.2022, κυρίως μεν με βάση την σύμβαση και επικουρικά με βάση τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, και β) τα ποσά των 2.768,34 ευρώ και 1.384,32 ευρώ για την υπερωριακή απασχόλησή της κατά τις περιόδους Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2020, 2021 και 2022, (ποσά που αναφέρονται μόνον στην βασική ωριαία αμοιβή της για την πέραν του οκταώρου απασχόλησή της και όχι και στην εκ του νόμου προσαύξηση αυτής λόγω της παράνομης υπερωριακής απασχόλησης), κυρίως με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, είναι απορριπτέα λόγω της αοριστίας της εκ του άρθρου 904 ΑΚ κύριας (ως προς τις υπερωρίες) και επικουρικής (κατά τα λοιπά) βάσης της αγωγής, όπως ορθά κρίθηκε και με την εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε τα κονδύλια αυτά για τον ίδιο λόγο. Κατ΄ακολουθίαν και ο συναφής πρώτος λόγος της εφέσεως της ενάγουσας (κατά το δεύτερο σκέλος του) και ο δεύτερος λόγος της εφέσεώς της, με τους οποίους υπεραμύνεται της εγκυρότητας της συμβάσεώς της και παραπονείται για την απόρριψη των άνω κονδυλίων είναι απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του.
Αντιθέτως, η ενάγουσα, σύμφωνα με την ίδια ως άνω (με αριθμό ΙΙ) νομική σκέψη, παρά την ακυρότητα των δύο ως άνω συμβάσεων εργασίας της, δικαιούται ευθέως εκ του νόμου, εκτός από την αποζημίωση απολύσεως και την προσαύξηση 100% της παράνομης υπερωριακής απασχολήσεως, (την οποία δεν ζητεί με την αγωγή της), τα επιδόματα αδείας και εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων (Α.Π. 206/2009, Α.Π. 1150/2007 Δ.Ε.Ν. 2007, 1193 και Ελλ. Δνη 2009, 1071). Με την εκκαλουμένη απόφαση και μετά την κρίση της περί ακυρότητας της ένδικης συμβάσεως εργασίας κατά τα προεκτεθέντα, επιδικάσθηκαν στην ενάγουσα, ως απαίτηση πηγάζουσα ευθέως εκ του νόμου, το σύνολο των αιτούμενων με την αγωγή ποσών για τα ως άνω επιδόματα, ως εξής: α) το ποσό των 1.429,16 ευρώ για τα επιδόματα (δώρα) Χριστουγέννων των ετών 2020 και 2021, β) το ποσό των 893,22 ευρώ για τα επιδόματα (δώρα) Πάσχα των ετών 2020, 2021 και 2022 και γ) το ποσό των 928,08 ευρώ για τα επιδόματα αδείας των ετών 2020, 2021 και 2022. Η ενάγουσα με τον πρώτο λόγος της εφέσεώς της (κατά το τρίτο σκέλος του), υποστηρίζει ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την θεμελίωση της αξιώσεώς της για τα εν λόγω επιδόματα στην εργασιακή της σύμβαση και ότι της επιδίκασε μικρότερα από τα αιτούμενα για καθένα από αυτά ποσά. Ο λόγος αυτός της εφέσεώς της, είναι απορριπτέος πρωτίστως ως απαράδεκτος ελλείψει εννόμου συμφέροντος (άρθρο 516 ΚπολΔ), καθώς η ενάγουσα δεν είναι ηττηθείσα διάδικος ως προς τα συγκεκριμένα κονδύλια, αφού τα επιδικασθέντα με την εκκαλουμένη ποσά δεν υπολείπονται των αιτηθέντων με την αγωγή, αλλά ούτε και επικαλείται βλάβη από τις αιτιολογίες της εκκαλουμένης. Εξ άλλου, οι εναγόμενοι, με τον δεύτερο λόγο της εφέσεώς τους, χωρίς να αμφισβητούν τον τρόπο υπολογισμού των αμέσως παραπάνω επιδομάτων αδείας και εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, μέμφονται την εκκαλουμένη για την απόρριψη των ενστάσεών τους, περί μερικής εξόφλησης των εν λόγω επιδομάτων δια καταβολής, αλλά και περί ολοσχερούς εξόφλησής τους δια συμψηφισμού, υποστηρίζοντας ειδικότερα τα εξής: α) ότι έναντι των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα η ενάγουσα ελάμβανε ποσό “έως και 150 ευρώ”, άλλως, “είναι εν αμφιβόλω το ύψος του ποσού δώρων που ελάμβανε” και β) ότι η ενάγουσα ελάμβανε μισθό μεγαλύτερο του δικαιούμενου και δη ποσό 662 ευρώ το μήνα, στο οποίο, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ τους, συμπεριλαμβάνονταν και η αναλογία των επιδομάτων αδείας και εορτών, καθώς και οι προσαυξήσεις για την εργασία της τα Σάββατα και τις Κυριακές, με συνέπεια να εξοφληθεί δια συμψηφισμού όλα τα επιδικασθέντα για τις άνω αιτίες ποσά. Ο πρώτος από τους παραπάνω ισχυρισμούς δια του οποίου επιχειρείται η θεμελίωση της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ ένστασης μερικής εξόφλησης, πέραν της πλήρους αοριστίας του (άρθρο 262 παρ. 1 ΚπολΔ, διότι οι εναγόμενοι ουδόλως προσδιορίζουν πότε και ποιο ποσό κατέβαλαν στην ενάγουσα και για ποια ακριβώς από τα περισσότερα από τα παραπάνω επιδόματα έγινε η καταβολή, ως απαιτείται για το ορισμένο του σχετικού εκ μέρους τους ισχυρισμού (ΑΠ 558/2008, ΑΠ 1086/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), είναι απορριπτέος διότι ουδόλως απεδείχθη οιαδήποτε καταβολή στην ενάγουσα για τις παραπάνω αιτίες. Καθόσον αφορά τον δεύτερο ισχυρισμό τους, λεκτέα τα ακόλουθα: Κατά τη γενική αρχή του εργατικού δικαίου που συνάγεται από τα άρθρα 3, 174 και 679 του ΑΚ, 8 του Ν. 2112/1920, 5 παρ.1 του ΑΝ 539/1945 και 8 παρ. 4 του Ν. 4020/1959, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο, η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμά του να λάβει τις νόμιμες αποδοχές του είναι άκυρη, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων με τη μορφή της αφέσεως χρέους (αρθρ. 454 ΑΚ.). Η ακυρότητα αυτή αφορά στα ελάχιστα όρια των μισθών και αποζημιώσεων που προβλέπονται από το νόμο, τις Σ.Σ.Ε. ή άλλες κανονιστικές διατάξεις και συνεπώς η παραίτηση από συμβατικές εργατικές αξιώσεις είναι έγκυρη, κατά το μέρος που οι αξιώσεις αυτές υπερβαίνουν τα ως άνω ελάχιστα όρια. Και στην τελευταία περίπτωση, πάντως, η (επιτρεπτή) παραίτηση από τις εργατικές αξιώσεις πρέπει να είναι ειδική και σαφής (ΑΠ 1645/2018, ΑΠ 180/2015, ΑΠ 1089/2006, ΑΠ 1402/2006, ΕφΠειρ. 441/2009 ΤΝΠΝ). Εν προκειμένω, όμως, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις έγκυρης παραίτησης της ενάγουσας από τις παραπάνω αξιώσεις, καθώς, σύμφωνα με όσα αποδείχθηκαν και έγιναν δεκτά κατά τα παραπάνω, ο μισθός της ενάγουσας καθ΄όλο το χρονικό διάστημα της εργασιακής της σχέσης ανέρχονταν στο ποσό των 600 ευρώ το μήνα, ποσό που υπολείπεται του νομίμου κατώτατου μισθού υπαλλήλου, όπως η ενάγουσα, ο οποίος διαμορφώθηκε από 1.2.2019 (υπ’ αριθμ. 4241/127/30.1.2019 Υ.Α.) σε 650,00 €, από 1.1.2022 (υπ’ αριθμ. 107675/27.12.2021 Υ.Α.) σε 663,00 € και από 1.5.2022 (υπ’ αριθμ. 38866/21.4.2022 Υ.Α.) σε 713,00 €. Και ταύτα, πέραν του γεγονότος ότι δεν απεδείχθη ότι έλαβε χώρα οποιαδήποτε συμφωνία με την ενάγουσα περί συμψηφισμού των καταβαλλόμενων κατά μήνα αποδοχών της με τα παραπάνω επιδόματα. Δεν έσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκρινε ομοίως και απέρριψε τους παραπάνω ισχυρισμούς, αν και χωρίς αιτιολογία για τον πρώτο εξ αυτών, κατά την οποία συμπληρώνεται με την παρούσα, ο δε δεύτερος λόγος της εφέσεως των εναγομένων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του.
Από τις διατάξεις των άρθρων 167, 168, 648, 669 ΑΚ, 1 και 3 του Ν. 2112/1920, 1, 3 παρ. 1, 5 του Β.Δ. από 16/7/1920 και 5 του Ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία που θεωρείται έγκυρη όταν γίνει εγγράφως και καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση. Η καταγγελία αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική της ενέργεια, σε περίπτωση που ασκείται από τον εργοδότη, από τη στιγμή που λαμβάνει γνώση ο παραλήπτης της, εργαζόμενος, κατά το άρθρο 167 Α.Κ Σε περίπτωση ακυρότητας της καταγγελίας ο μισθωτός δικαιούται είτε να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας και να αξιώσει, κατά το άρθρο 656 Α.Κ., τους μισθούς του είτε, ενόψει του ότι η ακυρότητα της καταγγελίας τάσσεται υπέρ αυτού και είναι επομένως σχετική, να θεωρήσει την καταγγελία έγκυρη και να ζητήσει την προβλεπόμενη από το Ν. 2112/1920 ή από το Β.Δ. από 16-7-1920 αποζημίωση. Σύμφωνα με τη διάταξη της περίπτωσης 2 της Υποπαραγράφου ΙΑ.12 της παραγράφου ΙΑ. του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012, το ύψος της αποζημίωσης απόλυσης, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας χωρίς προειδοποίηση, που οφείλει να καταβάλει στον απολυόμενο υπάλληλο ο εργοδότης με βάση τον πίνακα αποζημιώσεων υπαλλήλων για χρόνο υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη ενός έως τεσσάρων ετών ανέρχεται σε αποδοχές 2 μηνών εκτός αν οφείλεται μεγαλύτερη αποζημίωση βάσει σύμβασης ή εθίμου. Ο υπολογισμός της ως άνω αποζημίωσης γίνεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης.(ν. 3198/1955 άρθρο 5). Η αγωγή για την καταβολή ή τη συμπλήρωση της αποζημιώσεως, κατ` άρθρο 6 παρ. 2 εδ. πρώτο του ν. 3198/1955, είναι ουσιαστικά απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί στον εργοδότη μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών, από τότε που ο εργαζόμενος παραλήπτης έλαβε γνώση της καταγγελίας, οπότε και είναι απαιτητή η αποζημίωση (Ολ. ΑΠ 16/1994, ΑΠ 316/2020, ΑΠ 1458/2019, ΑΠ 359/2015). Εν προκειμένω, όπως προεκτέθηκε η ενάγουσα απασχολήθηκε στο κατάστημα της πρώτης εναγομένης αρχικά κατά το χρονικό διάστημα 5.7.2014 έως 19.10.2017, οπότε και απολύθηκε με την από ίδια ημερομηνία έγγραφη καταγγελία της συμβάσεώς της και έλαβε την αναφερόμενη σαυτή αποζημίωση απολύσεως των 225,62 ευρώ, ποσό που η ενάγουσα δεν υποστηρίζει με την αγωγή της ότι υπολείπεται της δικαιούμενης κατά το χρόνο εκείνο αποζημίωσης, ούτε ζητείται με την ένδικη αγωγή η συμπλήρωσή του. Με την απόλυσή της κατά το χρονικό αυτό σημείο έληξε οριστικά και η μέχρι τότε (πρώτη) εργασιακή της σύμβαση που την συνέδεε με την πρώτη εναγομένη. Με την επαναπρόσληψή της την 22.11.2018 άρχισε νέα (δεύτερη) εργασιακή σχέση μεταξύ τους, η οποία συνεχίσθηκε κανονικά και χωρίς διακοπή μέχρι και την 15.7.2022, δεδομένου ότι, όπως έγινε δεκτό παραπάνω, η ενάγουσα συνέχισε μέχρι το χρονικό αυτό σημείο να απασχολείται στο κατάστημα της πρώτης εναγομένης με τους ίδιους, όπως μέχρι τότε, όρους εργασίας, ενώ και το συνταχθέν την 17.4.2020 έγγραφο περί δήθεν οικειοθελούς αποχώρησής της από την εργασία της και η φερομένη με το από 6.4.2020 καταστατικό της πρώτης εναγομένης δήθεν είσοδό της στο εταιρικό σχήμα της τελευταίας συντάχθηκαν κατά τα προεκτεθέντα μόνον εικονικά και χωρίς πρόθεση των συμβαλλομένων να λυθεί η υπάρχουσα μεταξύ τους σχέση εργασίας, η οποία έληξε μόνον με την από 15.7.2022 άτυπη (προφορική) καταγγελία της εκ μέρους της εργοδότριας πρώτης εναγομένης. Εφόσον δε η τελευταία δεν της κατέβαλε την νόμιμη αποζημίωση, δικαιούται η ενάγουσα στην αναζήτησή της ευθέως εκ του νόμου και ανεξάρτητα από την διαπιστωθείσα ως άνω ακυρότητα της συμβάσεώς της, λόγω της ελλείψεως του κατά νόμον πιστοποιητικού υγείας. Η αποζημίωση αυτή αφορά μόνον την καταγγελία της τελευταίας αυτής εργασιακής συμβάσεως (δεύτερης) και για τον υπολογισμό της λαμβάνεται υπόψιν μόνο ο χρόνος που διήρκεσε η καταγγελόμενη σύμβαση, χωρίς να συνυπολογίζεται ο χρόνος, (από 5.7.2014 έως 18.10.2017), που απασχολήθηκε στην εναγομένη με την πρώτη ως άνω σύμβασή της (βλ. Λαναρά, Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική, Εφαρμογή – Νομολογία – Ερμηνεία 2020 σελ. 159). Άλλωστε η ενάγουσα αποζημιώθηκε για την προηγούμενη καταγγελία της πρώτης αυτής συμβάσεως και, όπως προεκτέθηκε, δεν διαλαμβάνει στην αγωγή της αξιώσεις για την συμπλήρωση της ληφθείσης αποζημίωσης για την τότε απόλυσή της. Εξ άλλου, από το άνω χρονικό σημείο της καταγγελίας της δεύτερης συμβάσεως (15.7,2022) μέχρι την επίδοση της ένδικης αγωγής, η οποία, όπως συνομολογείται από τους εναγομένους, έλαβε χώρα την 26.10.2022, δεν συμπληρώθηκε η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 εδαφ. α` του ν. 3198/1955 εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία για την άσκηση της αξίωσης της ενάγουσας προς καταβολή της οφειλομένης αποζημίωσης απόλυσης, δεδομένου ότι αφετηρία για την έναρξη της προθεσμίας αυτής αποτελεί η ημέρα κατά την οποία η αξίωση κατέστη απαιτητή και, εν προκειμένω, η ημέρα της 15.7.2022 που έλαβε χώρα η (δεύτερη) απόλυση της ενάγουσας. Επομένως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος της εφέσεως των εναγομένων, με τον οποίο υποστηρίζουν ότι έχει απωλεσθεί το δικαίωμα της ενάγουσας να αξιώσει αποζημίωση απολύσεως, λόγω παρέλευσης της προβλεπόμενης από την άνω διάταξη εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, η οποία (προθεσμία) άρχισε κατ΄αυτούς την 5.4.2020, διότι κατά την ημερομηνία αυτή υποστηρίζουν ότι επήλθε λύση της εργασιακής σχέσης της ενάγουσας, με την κριθείσα ήδη ως εικονική είσοδό της ως ετερρόρυθμης εταίρου στο εταιρικό σχήμα της πρώτης εναγομένης. Ομοίως απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος είναι και ο πρώτος λόγος της εφέσεως της ενάγουσας, (κατά το δεύτερο σκέλος του), με τον οποίο υποστηρίζει ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο υπολόγισε την εν λόγω αποζημίωση λαμβάνοντας υπόψιν μόνο την προϋπηρεσία της κατά τα τρία και πλέον έτη που ακολούθησαν την επαναπρόσληψή της, (από 22.11.2018 έως 15.7.2022), ενώ, αν ορθώς εκτιμούσε τις αποδείξεις και εφήρμοζε το νόμο, θα έπρεπε να λάβει υπόψιν για τον υπολογισμό της το σύνολο του χρόνου απασχόλησής της στο κατάστημα της εναγομένης και δη όλο το χρονικό διάστημα από την αρχική προσληψή της την 5.7.2014 έως και την απολυσή της την 15.7.2022.
Σημειώνεται, ότι οι διάδικοι δεν αμφισβητούν με τις εφέσεις τους (ή και με τις προτάσεις τους) τους υπολογισμούς του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου είτε αναφορικά με τις αγωγικές αξιώσεις για αποζημίωση απόλυσης, (οι εναγόμενοι με την έφεσή τους αμφισβητούν μόνο την έγκαιρη άσκησή της), είτε ως προς τις αξιώσεις για τα επιδόματα που επιδικάσθηκαν στην ενάγουσα, (οι εναγόμενοι επικαλούνται μόνο εξόφλησή τους) και το δικαστήριο αυτό δεν θα προβεί στον επανυπολογισμό τους, διότι δεσμεύεται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης και την αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντα, χωρίς ειδικό παράπονο του εφεσιβλήτου (άρθρα 522 και 536 ΚπολΔ).
Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που νικήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (άρθρο 176 ΚΠολΔ), ενώ σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε διαδίκου, το δικαστήριο κατανέμει τα έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας του καθενός (άρθρο 178 Κ.Πολ.Δ.). Στην περίπτωση εφαρμογής της τελευταίας διατάξεως το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να προσδιορίσει τα υπέρ του διαδίκου, που εν μέρει νικά και συνακόλουθα εν μέρει ηττάται, δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Δικηγορικού Κώδικα, ακόμη και αν έχει υποβληθεί ο κατά το άρθρο 178 Δικ. Κώδικα, κατάλογος δαπανών και εξόδων (ΑΠ375/81 ΝοΒ 29/1546, ΕΑ2572/91 ΝοΒ40/1029, Β. Βαθρακοκοίλη Ερμην. Κ,Πολ.Δ. άρθρο 178, παρ.13.) Στην προκειμένη περίπτωση οι εκκαλούντες- εναγόμενοι, με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της εφέσεώς τους, προσβάλλουν τη διάταξη της εκκαλουμένης αναφορικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενοι ότι παρά το νόμο καταδικάσθηκαν στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας ύψους 300 ευρώ, ενώ θα έπρεπε, αντίθετα, να καταδικασθούν στην πληρωμή μικρότερου ποσού, λόγω του γεγονότος ότι, μετά την τροπή του αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, η ενάγουσα δεν επιβαρύνθηκε με δαπάνη δικαστικού ενσήμου, άλλως, θα έπρεπε να προβεί στον συμψηφισμό τους, λόγω της εύλογης αμφιβολίας για την έκβαση της δίκης, συνιστάμενης στην δυσκολία του χαρακτηρισμού της επίδικης σχέσης ως εργασιακής (άρθρο 179 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι παραδεκτός, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης (άρθρο 193 ΚΠολΔ) και νόμιμος (αρθρ. 106, 179 εδ.γ, 183,189,191 § 2 Κ.Πολ.Δ.) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη : 1) ότι αποδίδονται μόνο τα δικαστικά και εξώδικα έξοδα που ήταν απαραίτητα για τη διεξαγωγή και υπεράσπιση της δίκης, όπως αυτά ενδεικτικά μνημονεύονται στο άρθρο 189 Κ.Πολ.Δ, 2) ότι το σύνολο των εξόδων της δίκης ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με βάση το αντικείμενο της αγωγής, που ανέρχεται στο ποσό των 26.878,74 ευρώ, ανέρχεται στο ποσό των 1.350 ευρώ περίπου, στο οποίο συνυπολογίζονται τόσο τα τέλη χαρτοσήμου όσο και η κατά τον Κώδικα περί Δικηγόρων αμοιβή των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων (αρθρ. 63 επ. του ως άνω Κώδικα), 3) ότι από το ποσό αυτό αντιστοιχεί στους ενάγοντες ποσό 850 ευρώ περίπου και στους εναγομένους ποσό 500 ευρώ περίπου και 4) ότι η αγωγή έγινε τελικά εν μέρει δεκτή ως και μερικώς κατ’ ουσία βάσιμη για το συνολικό ποσό των 5.246,86 ευρώ, κρίνει, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, ότι το ποσό των δικαστικών εξόδων το οποίο έπρεπε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να αποδώσουν (καταβάλουν) στην ενάγουσα, ανέρχεται σε εκείνο των τριακοσίων (300) ευρώ. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συνεπώς, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν στην ενάγουσα, ως δικαστικά έξοδα, το ίδιο ποσό (των 300 ευρώ) δεν έσφαλε, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι εναγόμενοι. Εξ άλλου, δεν συνέτρεχε ούτε περίπτωση εύλογης αμφιβολίας για την έκβαση της δίκης, διότι οι κανόνες δικαίου που εφαρμόσθηκαν είναι οι συνήθεις βασικοί κανόνες προστασίας των εργατικών δικαιωμάτων, με πλούσια νομολογία και θεωρία ως προς την ερμηνεία τους. Κατά συνέπειαν, πρέπει να απορριφθεί και ο λόγος αυτός της εφέσεως των εναγομένων ως αβάσιμος στην ουσία του.
Κατ ακολουθίαν και δεδομένου ότι δεν υφίσταται άλλος λόγος, πρέπει να απορριφθούν οι δύο εφέσεις των διαδίκων ως αβάσιμες στην ουσία τους. Τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας των διαδίκων και να συμψηφιστούν μεταξύ τους, λόγω της ήττας αμφοτέρων και την συνεπεία αυτής ισάξια επιβάρυνσή τους (άρθρα 178 § 1, 183 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από 8.6.2023 (αριθ. εκθ. καταθ. ……../9.6.2023) και από 30.6.2023 (αριθ. εκθ. Καταθ. …………/5.7.2023) εφέσεις κατά της υπ’ αριθ. 1493/2023 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά
Δέχεται τυπικά τις εφέσεις
Απορρίπτει αυτές κατ΄ουσίαν
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 7 Μαϊου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ