Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 299/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ                                                  

Αριθμός απόφασης    299 /2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευδοξία Πιστιόλα, Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Δ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………., η οποία παραστάθηκε, στο ακροατήριο, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Σωτηρίου Σεβαστιανού Κικιδόπουλου, με δήλωση (άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην Αθήνα Αττικής, ………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ………. Δ.Ο.Υ. ΦΑ.Ε. Αθηνών, η οποία παραστάθηκε, στο ακροατήριο, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Κωνσταντίνου Καυκά, με δήλωση (άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Η εκκαλούσα, άσκησε, κατά της εφεσίβλητης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 13-12-2023 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………/14-12-2023 αγωγή, επί της οποίας εξεδόθη, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, η υπ’ αριθμ. 853/2024 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα, με την από 14-4-2024 έφεσή της, προς το Δικαστήριο τούτο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αριθμό ………/2024, και στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό …………./2024, και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ως ανωτέρω αναφέρεται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 14-4-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ……../2024, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. …………/2024, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση της εκκαλούσας, κατά της οριστικής υπ’ αριθμ. 853/2024 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, έχει ασκηθεί, νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης και δεν έχει παρέλθει διετία από τη δημοσίευση της τελευταίας, στις 13-3-2024, έως την άσκηση της ως άνω  εφέσεως, στις 15-4-2024 (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 513 παρ. 1β΄, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επομένως, δοθέντος ότι δεν απαιτείται η καταβολή του νόμιμου παράβολου κατ’ άρθρο 495 ΚΠολΔ, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για εφαρμογή του άρθρου 614 παρ. 3 ΚΠολΔ, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση.

Η εκκαλούσα άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 13-12-2023 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. ………../14-12-2023 αγωγή, με την οποία εξέθετε ότι η ίδια, την 1η-3-2018, προσελήφθη από την εναγομένη, με σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, προκειμένου να παράσχει τις υπηρεσίες της, ως επιστημονικώς υπεύθυνη του Τμήματος Πυρηνικής Φυσικής του διαγνωστικού κέντρου που διατηρεί η τελευταία, στον Πειραιά. Ότι η σχέση που τη συνέδεε με την εναγομένη ήταν αυτή της εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, υπό τις αναφερόμενες στην αγωγή συνθήκες, υπό τις οποίες και αυτή προσέφερε τις ως άνω υπηρεσίες της στις εγκαταστάσεις της εναγομένης, με τη συνδρομή του προσωπικού της και με τη χρήση του επιστημονικού εξοπλισμού της επιχείρησής της, προς ασθενείς που αποκλειστικά η τελευταία της υποδείκνυε, έως τις 4-7-2023, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε την ως άνω σύμβαση εργασίας, καταβάλλοντας της τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, ύψους 37.200 ευρώ. Ότι, παρά το γεγονός ότι συνδεόταν με την εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η τελευταία δεν της κατέβαλε, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής της σε αυτήν, τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και τα επιδόματα αδείας, τα οποία αναλυτικώς παρατίθενται στη αγωγή, συνολικού ύψους 33.932,16 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το οφειλόμενο ως άνω ποσό των 33.932,16 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της αναφερομένης, για κάθε επιμέρους κονδύλιο, δήλης ημέρας μέχρι την επίδοση της αγωγής και με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Επί της ως άνω αγωγής, εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 853/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία η αγωγή απερρίφθη. Κατά της αποφάσεως αυτής, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε την από 4-2-2021 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. …………/2021, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2021, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση, με την οποία, επικαλούμενη σφάλμα της εκκαλουμένης, αναφορικά με την εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή.

Από τις διατάξεις των άρθρων 648 παρ. 1 και 6 Ν. 765/1943, ο οποίος έχει κυρωθεί με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρηθεί σε ισχύ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 38 ΕισΝΑΚ, κατά τις οποίες αντίστοιχα «Με τη σύμβαση εργασίας ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να παρέχει για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, την εργασία του στον εργοδότη και αυτός να καταβάλει το συμφωνημένο μισθό» και «Δια του όρου “μισθωτός” νοούνται τα φυσικά πρόσωπα άτινα παρέχουσι εις έτερον φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον οιασδήποτε φύσεως εξηρτημένην εργασίαν έναντι αμοιβής. Ως αμοιβή θεωρείται πάσα παροχή χορηγουμένη εις τον μισθωτόν (αμοιβή εις χρήμα ή εις είδος, φιλοδωρήματα κλπ) ανεξαρτήτως του τρόπου καθορισμού ταύτης (αμοιβή καθοριζομένη βάσει του αποτελέσματος της εργασίας ανεξαρτήτως χρόνου εργασίας – αμοιβή κατ` αποκοπήν)», συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υφίσταται, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, ο οποίος δικαιούται να δίνει δεσμευτικές εντολές και οδηγίες προς τον εργαζόμενο και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας, ενώ, εάν ελλείπει το στοιχείο της εξάρτησης, υφίσταται σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών (ΑΠ 957/20 ΝΟΜΟΣ). Και στη σύμβαση αυτή, πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι` αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς τους όρους της σύμβασής του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία, όμως, δεν εξαρτάται μόνο από την συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων από τα στοιχεία αυτά, διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλ. η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλ. η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ` αυτήν εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο, για την διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη (ΟλΑΠ 28/05, ΑΠ 13/24, ΑΠ 793/13, ΑΠ 312/11, ΑΠ 466/10, ΑΠ 1327/10 ΝΟΜΟΣ). Ο αναγκαίος προς ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας βαθμός προσωπικής εξάρτησης προκύπτει από τη συνολική εκτίμηση όλων των συνθηκών της εξεταζόμενης περίπτωσης και εξαρτάται από τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης δραστηριότητος. Συνεκτιμάται το περιεχόμενο της σύμβασης, αλλά αποφασιστική σημασία έχουν οι συνθήκες, υπό τις οποίες παρέχεται η εργασία, οι οποίες δυνατόν να αποκλίνουν από τους συνομολογημένους όρους. Επίσης, συνεκτιμώνται, ως σχετικές ενδείξεις, και άλλα κατά περίπτωση στοιχεία, όπως ο τρόπος της αμοιβής, η ασφάλιση σε ασφαλιστικό οργανισμό, η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών, η δυνατότητα του εργαζομένου να παρέχει τις υπηρεσίες του και σε άλλον εργοδότη, κλπ. (ΑΠ 13/24, ΑΠ 957/20 ΝΟΜΟΣ). Οι δε ειδικοί κανόνες του εργατικού δικαίου, όπως οι περί αποζημίωσης απόλυσης, χορήγησης αδείας, επιδομάτων εορτών κλπ, ως έχοντες θεσπισθεί, εν όψει της ανάγκης μείζονος προστασίας, την οποία έχουν, κατά τεκμήριο, οι παρέχοντες εξαρτημένη εργασία, έχουν εφαρμογή μόνον επί συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ή άλλων συμβάσεων, υποκρυπτουσών σχέση εξαρτημένης εργασίας, και όχι και επί συμβάσεων ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή μίσθωσης έργου (ΑΠ 13/24, ΑΠ 957/20 ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, επί συμβάσεως ανεξάρτητων υπηρεσιών ιατρού, δεν γεννάται υποχρέωση για νόμιμη αποζημίωση, σε περίπτωση καταγγελίας της (ΟλΑΠ 28/05, ΑΠ 351/21 ΝΟΜΟΣ). Ο χαρακτηρισμός δε της σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή μίσθωσης έργου εναπόκειται στο δικαστήριο, το οποίο, μετ’ αξιολόγηση των αποδεικνυομένων πραγματικών περιστατικών, προσδίδει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό, χωρίς να δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό, τον οποίο έδωσαν οι συμβαλλόμενοι στην σύμβαση, ή τον οποίον προβλέπει ο κανονισμός του εργοδότη, έστω και εάν αυτός έχει ισχύ νόμου (ΟλΑΠ 4/21, ΟλΑΠ 7/11, ΟλΑΠ 8/11 ΑΠ 1127/2022, ΑΠ 433/11, ΑΠ 466/10 areiospagos.gr), ενώ αυτό ισχύει και επί των εργασιακών σχέσεων του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα (ΟλΑΠ 18/06 ΝΟΜΟΣ).

Η εφεσίβλητη, με τις προτάσεις της, επαναφέρει πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό της περί τοπικής αναρμοδιότητας του πρωτοδίκου δικαστηρίου, ισχυριζόμενη ότι αρμόδια για την εκδίκαση της διαφοράς είναι τα δικαστήρια της Αθήνας, καθώς εκεί βρίσκεται η έδρα της, στην οποία, μάλιστα, σύμφωνα με την αγωγή, συνήφθη και η ένδικη σύμβαση. Ο ως άνω ισχυρισμός περί τοπικής αναρμοδιότητας τυγχάνει απορριπτέος, καθώς, ως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τυγχάνει τοπικά αρμόδιο, κατ’ άρθρο 621 παρ. 1 ΚΠολΔ, δοθέντος ότι στον Πειραιά βρίσκεται ο τόπος παροχής της εργασίας της ενάγουσας.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάσθηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεώς του, των από 12-1-2024 και με αριθμ. πρωτ. ΔΣΑ ΕΒ ………/2024 και ΔΣΑ ΕΒ ………../2024 ενόρκων βεβαιώσεων των ……………..και ……….., αντίστοιχα, που ελήφθησαν, με επιμέλεια της ενάγουσας, ενώπιον της Δικηγόρου Αθηνών ………., κατόπιν προηγούμενης εμπροθέσμου και νομοτύπου κλητεύσεως της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθμ. …………/9-1-2024 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς ………), και όλων των, μετ’ επικλήσεως, νομίμως προσκομιζομένων από τους διαδίκους εγγράφων (η μνεία κατωτέρω ορισμένων εξ αυτών είναι απλώς ενδεικτική, καθώς κανένα δεν παραλείφθηκε να εκτιμηθεί), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……………», δραστηριοποιείται στον κλάδο υγείας, παρέχοντας ιατρικές υπηρεσίες στο χώρο της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, και ειδικότερα, στον τομέα της Εργαστηριακής Ιατρικής Διάγνωσης, με τη διενέργεια πάσης φύσεως ιατρικών, εργαστηριακών – διαγνωστικών εξετάσεων και αναλύσεων, με σύγχρονα μέσα και μεθόδους, μέσω πολυϊατρείου και εργαστηρίων, που διατηρεί, τόσο στις εγκαταστάσεις της, στην Αθήνα, όσο και στα διάφορα υποκαταστήματά της, στην Αττική. Η ενάγουσα είναι ιατρός, κάτοχος της άδειας άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος, από το έτος 1990, με ειδικότητα στην Πυρηνική Ιατρική, από το έτος 1995. Ήδη, από το έτος 2000, η ίδια παρείχε ανελλιπώς στην εναγομένη και σε άλλες εταιρίες, μέλη του Ομίλου Εταιρειών Υγείας «…..» (…………..) του οποίου μέλος είναι και η εναγομένη,  τις   ιατρικές  της  υπηρεσίες.  Την  1η-3-2018, η ενάγουσα  συνήψε  με  την εναγομένη ιδιωτικό συμφωνητικό, τιτλοφορούμενο ως «Ιδιωτικό συμφωνητικό παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών Ιατρού», στο οποίο διαλαμβάνονταν επί λέξει, τα εξής: «Στην Αθήνα σήμερα την 1η Μαρτίου 2018 και στα γραφεία της εδρεύουσας επί της ……… ……….. εταιρείας με την επωνυμία «. ………….» αφ’ ενός της εταιρείας αυτής, νόμιμα εκπροσωπούμενης από τον Πρόεδρο του Δ.Σ. κ. …………. και αφ’ ετέρου της ιατρού κ. ……….., κατοίκου Πειραιά, οδός …….., με ΑΦΜ ……….. Δ.Ο.Υ. Α΄  Πειραιά συμφωνήθηκαν και έγιναν αμοιβαία αποδεκτά τα εξής: 1. Η «……» είναι εταιρεία που δραστηριοποιείται στον κλάδο Υγείας παρέχοντας υπηρεσίες στην πρωτοβάθμια περίθαλψη στο χώρο της εργαστηριακής ιατρικής διάγνωσης. Η δεύτερη των συμβαλλομένων Ιατρός είναι κάτοχος της …./8-1-1990 Αδείας ασκήσεως Ιατρικού Επαγγέλματος, καθώς και του υπ’ αριθ. …../27-3-1995 τίτλου Ιατρικής Ειδικότητας Πυρηνικής Ιατρικής και με το παρόν συμφωνείται να παρέχει τις ιατρικές της υπηρεσίες στο Εργαστήριο της «……» με τους κατωτέρω όρους: 2. Η παρούσα σύμβαση συνεργασίας είναι αορίστου χρόνου και αρχίζει την 01/03/2018. Καθένας από τους συμβαλλομένους δύναται να καταγγείλει αυτή αζημίως και για τα δύο μέρη με έγγραφη καταγγελία, τα αποτελέσματα της οποίας θα αρχίσουν 15 ημέρες μετά τη νόμιμη κοινοποίηση της. 3. Η «ΙΑΤΡΟΣ» – δεύτερη συμβαλλόμενη θα συνεργάζεται με την πρώτη συμβαλλόμενη εταιρεία με τη μορφή παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. 4. Ρητά συμφωνείται και αποδέχεται ανεπιφύλακτα η δεύτερη συμβαλλομένη -Ιατρός- ότι δεν θα προβεί στην καταγγελία της παρούσης σύμβασης για οποιοδήποτε λόγο, πριν την παρέλευση της δεκαπενθήμερης προθεσμίας όπως προβλέπεται ανωτέρω στο άρθρο 2. 5. Η συμφωνηθείσα ετήσια αμοιβή της ιατρού για τις προαναφερόμενες ιατρικές της υπηρεσίες θα είναι 25.200,00 €,  η καταβολή της οποίας θα γίνεται τμηματικά και σύμφωνα με τις υποδείξεις της Ιατρού, πλην όμως, η είσπραξη θα αφορά πάντα το αντίστοιχο χρονικό διάστημα που έχει προσφέρει τις ιατρικές της υπηρεσίες εκδίδοντας τα υπό του Ν. 4308/2014 προβλεπόμενα δελτία παροχής υπηρεσιών προς την «………….». Ευνόητο είναι ότι επί της ως άνω αίτησης αμοιβής θα παρακρατείται ο φόρος 20%.». Στη συνέχεια, την 1η-4-2018 υπεγράφη, μεταξύ των διαδίκων, νέο, υπό τον αυτό ως άνω τίτλο, συμφωνητικό, με τους ακόλουθους όρους:  «Στην Αθήνα σήμερα την 1η Απριλίου 2018 και στα γραφεία της εδρεύουσας επί της …………. εταιρείας με την επωνυμία «……….» αφ’ ενός της εταιρείας αυτής, νόμιμα εκπροσωπούμενης από τον Πρόεδρο του Δ.Σ. κ. ………. και αφ’ ετέρου της ιατρού κ. ……, κατοίκου Πειραιά, οδός ……….., με ΑΦΜ ……. Δ.Ο.Υ. Α΄ Πειραιά συμφωνήθηκαν και έγιναν αμοιβαία αποδεκτά τα εξής: 1. Η «…..» είναι εταιρεία που δραστηριοποιείται στον κλάδο Υγείας παρέχοντας υπηρεσίες στην πρωτοβάθμια περίθαλψη στο χώρο της εργαστηριακής ιατρικής διάγνωσης. Η δεύτερη των συμβαλλομένων Ιατρός είναι κάτοχος της …………/8-1-1990 Αδείας ασκήσεως Ιατρικού Επαγγέλματος και με το παρόν συμφωνείται να παρέχει τις ιατρικές της υπηρεσίες στο Εργαστήριο της «….» με τους κατωτέρω όρους: 2. Η παρούσα σύμβαση συνεργασίας είναι αορίστου χρόνου και αρχίζει την 1/04/2018. Καθένας από τους συμβαλλομένους δύναται να καταγγείλει αυτή αζημίως και για τα δύο μέρη με έγγραφη καταγγελία, τα αποτελέσματα της οποίας θα αρχίσουν 15 ημέρες μετά τη νόμιμη κοινοποίηση της. 3. Η «ΙΑΤΡΟΣ» – δεύτερη συμβαλλόμενη θα συνεργάζεται με την πρώτη συμβαλλόμενη εταιρεία με τη μορφή παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. 4. Ρητά συμφωνείται και αποδέχεται ανεπιφύλακτα o δεύτερος συμβαλλόμενος -Ιατρός- ότι δεν θα προβεί στην καταγγελία της παρούσης σύμβασης για οποιοδήποτε λόγο, πριν την παρέλευση της δεκαπενθήμερης προθεσμίας όπως προβλέπεται ανωτέρω στο άρθρο 2. 5. Η συμφωνηθείσα ετήσια αμοιβή της ιατρού για τις προαναφερόμενες ιατρικές της υπηρεσίες θα είναι 12.000,00 €. Η καταβολή της παραπάνω αμοιβής θα γίνεται τμηματικά και σύμφωνα με τις υποδείξεις της Ιατρού, πλην όμως η είσπραξη θα αφορά πάντα το χρονικό διάστημα που έχει προσφέρει τις ιατρικές της υπηρεσίες εκδίδοντας τα υπό του νόμου προβλεπόμενα δελτία παροχής υπηρεσιών προς την «……………». Ευνόητο είναι ότι επί της ως άνω αίτησης αμοιβής θα γίνονται οι νόμιμες κρατήσεις». Η ενάγουσα, από 1-3-2018, παρείχε, ως επιστημονικώς υπεύθυνη του Τμήματος Πυρηνικής Ιατρικής του Διαγνωστικού Κέντρου της εναγομένης στον Πειραιά, τις σχετικές ιατρικές υπηρεσίες της, αποκλειστικά στις εγκαταστάσεις της τελευταίας (καθώς, δεν ήταν δυνατή η παράλληλη παροχή υπηρεσιών της, ως ελεύθερου επαγγελματία, άμεσα προς ασθενείς, λόγω της φύσης της ιατρικής της ειδικότητας, που, ως εργαστηριακή, δεν της επέτρεπε τη λειτουργία προσωπικού ιατρείου, με αντίστοιχο εξοπλισμό), ενίοτε δε και σε άλλα, μετά από υπόδειξη της εναγομένης, διαγνωστικά της κέντρα (……………., κλπ.), με τη συνδρομή του προσωπικού και τη χρήση του επιστημονικού εξοπλισμού της εναγομένης, σε ασθενείς τους οποίους αποκλειστικά η ίδια της υποδείκνυε και με τους οποίους αποκλειστικά η εναγομένη συμβαλλόταν, χωρίς οποιαδήποτε ανάμειξη της ενάγουσας στον προγραμματισμό των εξετάσεων των ασθενών κάθε ημέρας, και με την παρουσία αυτής, επί πέντε ημέρες την εβδομάδα, από Δευτέρα έως και Παρασκευή, επί οκτάωρο ημερησίως, και δη από 8.00 π.μ. έως 16.00 μ.μ. Το δε μήνα Μάρτιο του 2018, της καταβλήθηκε, για τις ως άνω υπηρεσίες της, προ κρατήσεων, ποσό 2.100 ευρώ, ενώ, από το μήνα Απρίλιο του ιδίου έτους, της κατεβάλλετο σταθερά στο τέλος εκάστου μηνός (και όχι κατόπιν μονομερούς υποδείξεως της ενάγουσας, σύμφωνα με τα ανωτέρω συμφωνητικά), ποσό (προ κρατήσεων) 3.100 ευρώ, κατόπιν της, εκ μέρους της τελευταίας, εκδόσεως αντίστοιχου δελτίου παροχής υπηρεσιών, ενώ η ενάγουσα δεν ελάμβανε πρόσθετη αμοιβή, ανάλογα με τον αριθμό εξετάσεων ασθενών, ή απευθείας από αυτούς, ή από ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Καθ’ όλη δε τη διάρκεια της ως άνω συμβάσεως, η εναγομένη χορηγούσε στην ενάγουσα κανονική άδεια αναψυχής, μετ’ αποδοχών, ενώ κατέβαλε, μηνιαίως, στον Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης της ενάγουσας, τις νόμιμες ασφαλιστικές εισφορές που βάρυναν την ίδια, ως εργοδότρια, και απέδιδε στον ως άνω Οργανισμό, παρακρατώντας από το μισθό της ενάγουσας, τις νόμιμες ασφαλιστικές εισφορές που βάρυναν την τελευταία, υποβάλλοντας τις αντίστοιχες περιοδικές δηλώσεις. Περαιτέρω, στις 4-7-2023, η εναγομένη προέβη σε έγγραφη, χωρίς προειδοποίηση, καταγγελία της ανωτέρω συμβάσεως, δηλώνοντας, ταυτόχρονα, στην ενάγουσα, ότι θα της κατέβαλε και την αντίστοιχη νόμιμη αποζημίωσή της, ύψους 37.200 ευρώ, σύμφωνα με το νόμο, ως εξής: ποσό 12.400 ευρώ, αυθημερόν, και το υπόλοιπο σε δύο διαδοχικές δόσεις, ύψους εκάστης 12.400 ευρώ, καταβλητέες στις 31-8-2023 και 31-10-2023, αντίστοιχα. Ειδικότερα, στην ως άνω έγγραφη καταγγελία, αναγράφονταν, επί λέξει, τα εξής «Σας πληροφορούμε ότι, σήμερα 4/7/2023 προβαίνουμε σε καταγγελία της υπάρχουσας μεταξύ μας σύμβασης συνεργασίας ανεξαρτήτων υπηρεσιών αορίστου χρόνου και σας καλούμε να προσέλθετε, προκειμένου να εισπράξετε τη νόμιμη αποζημίωσή σας, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 37.200 ευρώ (τριάντα επτά χιλιάδες διακόσια ευρώ) και θα σας καταβληθεί σύμφωνα με το νόμο ως εξής: Σήμερα 4/7/2023 θα σας καταβληθεί η πρώτη δόση με το ποσό των 12.400,00 ευρώ και το υπόλοιπο της αποζημίωσής σας θα σας καταβληθεί σε 2 δόσεις ως εξής: Την 31/8/2023 με το ποσό των 12.400,00 ευρώ. Την 31/10/2023 με το ποσό των 12.400,00 ευρώ». Ακολούθως, η εναγομένη κατέβαλε στην ενάγουσα το ανωτέρω συνολικό ποσό. Υπό τις προεκτιθέμενες συνθήκες απασχόλησης της ενάγουσας στην επιχείρηση της εναγομένης, προκύπτει ότι η σχέση που συνέδεε την ενάγουσα με την εναγομένη ήταν αυτή της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας και όχι της παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, η ενάγουσα υπόκειτο σε νομική και προσωπική εξάρτηση, προς την εργοδότριά της εναγομένη, με βασικό γνώρισμα την υποχρέωση της ενάγουσας να δέχεται τον έλεγχο της τελευταίας και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες της, ως προς το χρόνο, τον τόπο και εν μέρει και τον τρόπο παροχής της εργασίας της, παρότι η εξάρτηση αυτή ήταν, στην προκειμένη περίπτωση, χαλαρότερη, λόγω της πρωτοβουλίας της ενάγουσας, κατά την εκτέλεση της ως άνω εργασίας της, λόγω των επιστημονικών της γνώσεων και του αντικειμένου της εργασίας της. Συγκεκριμένα, η ενάγουσα υπόκειτο στον έλεγχο και την εποπτεία της εργοδότριάς της, και δη της ασκείτο έλεγχος από τον Διευθύνοντα το διαγνωστικό κέντρο, ως προς την τήρηση των καθηκόντων που της ανατίθεντο καθημερινά. Παρείχε τις ιατρικές υπηρεσίες της, επί πενθήμερο, σε συμβατικά καθορισμένο ωράριο, 8 ώρες ημερησίως, σε προκαθορισμένα ραντεβού, τα οποία καθορίζονταν από την γραμματεία του συγκεκριμένου καταστήματος της εναγομένης κατόπιν προηγούμενης συνεννόησης με την ίδια (ενάγουσα), έτσι ώστε οι πελάτες της εναγομένης να εξετασθούν από την ίδια κατά τις ώρες και ημέρες που είχε επιλέξει αυτή.  Η ίδια, τόσο κατά την προσέλευση της στο χώρο όσο και κατά την αναχώρησή της από το χώρο παροχής των υπηρεσιών της, υποχρεούτο να τηρεί συγκεκριμένο ωράριο και υπόκειτο σε σχετικό έλεγχο των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης, σχετικά με την τήρηση συγκεκριμένου ωραρίου. Πληρωνόταν σταθερά στο τέλος εκάστου μηνός, ενώ, εάν εργαζόταν πέραν του ωραρίου της, ως άλλωστε, επιβεβαιώθηκε και από την ίδια τη μάρτυρα ανταποδείξεως, ……………, υπάλληλο της εναγομένης, υπεύθυνη για τις πληρωμές, αμειβόταν επιπλέον. Επίσης, της κατεβάλλοντο αποδοχές αδείας, ενώ οι ασφαλιστικές εισφορές της καταβάλλοντο όχι από την ίδια, αλλά από την εναγομένη. Τα ανωτέρω αποδεικνύονται και από όσα σχετικά κατέθεσαν οι μάρτυρες που εξετάσθηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας, ιδία δε από όσα κατέθεσε η μάρτυρας αποδείξεως, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ……………., Πυρηνική Ιατρός, που είχε παράσχει και η ίδια, στο παρελθόν, τις ιατρικές υπηρεσίες της στην εναγομένη, σύμφωνα με τα οποία, η ενάγουσα εργαζόταν επί πενθήμερο, με συγκεκριμένο ωράριο, όφειλε να βρίσκεται στις εγκαταστάσεις της εναγομένης, καθ’ όλο το ωράριο εργασίας της, δεν μπορούσε να ρυθμίσει τις ώρες εργασίας της, όπως επιθυμούσε, το πρόγραμμα εξέτασης των ασθενών καθοριζόταν από την εναγομένη και λάμβανε γνώση αυτού η ενάγουσα, την ίδια ημέρα, ενώ, εάν τελείωνε την εξέταση των ασθενών πριν την παρέλευση του οκταώρου, δεν μπορούσε να αποχωρήσει από τον τόπο εργασίας της, αλλά απαιτείτο η παραμονή της εκεί, μέχρι την παρέλευση του χρονικού διαστήματος της εργασίας της, όταν εργαζόταν τα Σάββατα πληρωνόταν περισσότερο, ενώ στον έλεγχο λειτουργίας των υποκαταστημάτων της εναγομένης που ανήκε στον διευθύνοντα καθένα από αυτά ανήκε και ο έλεγχος της εργασίας των ιατρών. Η φύση της ανωτέρω σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας και όχι παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών επιρρωνύεται και από το γεγονός, ότι κατά την καταγγελία της συμβάσεως της ενάγουσας από την εναγομένη, καταβλήθηκε στην πρώτη αποζημίωση απόλυσης, η οποία προβλέπεται, από το νόμο, μόνο για τις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, υπολογίσθηκε δε το ύψος αυτής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 323 παρ. 1 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου, κατ’ αντιστοιχία στο δωδεκαπλάσιο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του τελευταίου μήνα, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης (3.100 ευρώ Χ 12 μήνες = 37.200 ευρώ), δοθέντος ότι ο πραγματικός χρόνος υπηρεσίας της στην εναγομένη, ως προεκτέθηκε, υπερέβαινε τα δεκαέξι έτη. Τα ανωτέρω δεν δύνανται, εξάλλου, να αναιρεθούν από όσα αντίθετα κατέθεσε η ως άνω μάρτυρας της εναγομένης, πρωτόδικα, στο ακροατήριο, τα οποία δεν κρίνονται πειστικά, όπως, άλλωστε, πειστική δεν κρίνεται και η απάντηση αυτής, αναφορικά με την καταβληθείσα αποζημίωση απόλυσης, για την οποία ανέφερε ότι αποτελούσε οικειοθελή παροχή της εναγομένης, προς την ενάγουσα, λόγω της πολυετούς συνεργασίας των διαδίκων, ενόσω μάλιστα, στα ανωτέρω συμφωνητικά είχε περιληφθεί ο όρος ότι η καταγγελία θα γινόταν αζημίως. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε ότι η ενάγουσα παρείχε τις προαναφερόμενες υπηρεσίες της στην επιχείρηση της εναγομένης, βάσει συμβάσεως ανεξαρτήτων υπηρεσιών και όχι συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, απορρίπτοντας, εν συνεχεία, την αγωγή, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένου δεκτού του συναφούς λόγου εφέσεως, ως ουσιαστικά βάσιμου. Περαιτέρω, από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη δεν κατέβαλε στην ενάγουσα, για το συνολικό διάστημα παροχής της εργασίας της τελευταίας, από 1-3-2018 έως 4-7-2023, ημερομηνία καταγγελίας της σχετικής συμβάσεως, επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και επιδόματα αδείας. Δοθέντος δε ότι ο μηνιαίος μισθός της ενάγουσας, κατά το προεκτιθέμενα, ανήρχετο έως την 1η-4-2018, στο ποσό των 2.100 ευρώ, και ακολούθως και έως τη λύση της ως άνω συμβάσεως εργασίας της, στο ποσό των 3.100 ευρώ, η ίδια δικαιούται: α) ως αναλογία επιδόματος εορτής Πάσχα 2018, ποσό 533,75 [2.100 ευρώ (ο πράγματι καταβαλλόμενος μισθός στις 24-3-2018, ήτοι την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα της 8ης-4-2018) Χ ½ Χ 1/15 για κάθε οκταήμερο Χ 7,625 οκταήμερα (εφόσον η σύμβαση εργασίας δεν εκκίνησε την 1η-1-2018, αλλά την 1η-3-2018)] ευρώ, ως επίδομα εορτής Χριστουγέννων 2018, ποσό 3.100 ευρώ και, ως επίδομα αδείας 2018, ποσό των 1.550 (3.100 Χ 1/2) ευρώ, β) ως επίδομα εορτής Πάσχα 2019, ποσό 1.550 (3.100 Χ 1/2) ευρώ, ως επίδομα εορτής Χριστουγέννων 2019, ποσό 3.100 ευρώ και, ως επίδομα αδείας 2019, ποσό των 1.550 (3.100 Χ 1/2) ευρώ,  γ) ως επίδομα εορτής Πάσχα 2020, ποσό 1.550 (3.100 Χ 1/2) ευρώ, ως επίδομα εορτής Χριστουγέννων 2020, ποσό 3.100 ευρώ και, ως επίδομα αδείας 2020, ποσό των 1.550 (3.100 Χ 1/2) ευρώ, δ) ως επίδομα εορτής Πάσχα 2021, ποσό 1.550 (3.100 Χ 1/2) ευρώ, ως επίδομα εορτής Χριστουγέννων 2021, ποσό 3.100 ευρώ και, ως επίδομα αδείας 2021, ποσό των 1.550 (3.100 Χ 1/2) ευρώ, ε) ως επίδομα εορτής Πάσχα 2022, ποσό 1.550 (3.100 Χ 1/2) ευρώ, ως επίδομα εορτής Χριστουγέννων 2022, ποσό 3.100 ευρώ και, ως επίδομα αδείας 2022, ποσό των 1.550 (3.100 Χ 1/2) ευρώ, και στ) ως επίδομα εορτής Πάσχα 2023, ποσό 1.550 (3.100 Χ 1/2) ευρώ, ως αναλογία επίδομα εορτής Χριστουγέννων 2023, ποσό 848,41 [3.100 ευρώ (ο πράγματι καταβαλλόμενος μισθός στις 4-7-2023, ημέρα λύσης της εργασιακής σχέσης) Χ 2/25 για κάθε δεκαεννεαήμερο Χ 3,421 δεκαεννεαήμερα (εφόσον η σύμβαση εργασίας δεν διήρκεσε έως τις 31-12-2023, αλλά έως τις 4-7-2023)] ευρώ και, ως επίδομα αδείας 2018, ποσό των 1.550 (3.100 Χ 1/2) ευρώ, και συνολικά ποσό 33.932,16 (533,75 + 3.100 + 1.550 + 1.550 + 3.100 + 1.550 + 1.550 + 3.100 + 1.550 + 1.550 + 3.100 + 1.550 + 1.550 + 3.100 + 1.550 + 1.550 + 848,41 + 1.550) ευρώ, νομιμοτόκως, για κάθε επιμέρους των ως άνω ποσών, αφότου τούτο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, και δη, για μεν τα ποσά που αφορούν στα επιδόματα εορτής Πάσχα, από 30 Απριλίου εκάστου αντιστοίχου έτους, τα δε ποσά που αφορούν στα επιδόματα εορτής Χριστουγέννων και επιδόματα αδείας, ετών 2018 έως και 2022, από 31 Δεκεμβρίου εκάστου αντιστοίχου έτους, και, τέλος, στα ποσά που αφορούν στην αναλογία του επιδόματος εορτής Χριστουγέννων και στο επίδομα αδείας του έτους 2023, από τις 4-7-2023, ημερομηνία λύσης της συμβάσεως. Οι δε πρωτοδίκως προβληθέντες ισχυρισμοί της εναγομένης, που νομίμως επαναφέρονται με τις, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προτάσεις της, περί εξοφλήσεως των ενδίκων απαιτήσεων, άλλως συμψηφισμού τους, δοθέντος ότι τα ποσά που η ίδια κατέβαλε στην ενάγουσα υπερέβαιναν τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές που η τελευταία θα δικαιούνταν, με βάση σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, σύμφωνα με την οικεία Ε.Γ.Σ.Σ.Ε (ύψους 761,90 ευρώ μικτά και 635,11 ευρώ καθαρά, για το έτος 2018, 845 ευρώ μικτά και 695,61 ευρώ καθαρά, για τα έτη 2019, 2020 και 2021, 926,90 ευρώ μικτά και 753,15 ευρώ καθαρά, για το έτος 2022, και 1.014 ευρώ μικτά και 812,84 ευρώ καθαρά, για το έτος 2023) τυγχάνουν απορριπτέοι, ως μη νόμιμοι, καθώς ερείδονται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, αφού η εναγομένη, αφενός, υπολαμβάνει ότι οι μηνιαίες αποδοχές της ενάγουσας έπρεπε να ισούνται με τον καθοριζόμενο, ως κατώτατο, από την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. μισθό, παρότι αυτός, αποτελεί μόνο το ελάχιστο που μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, με τα συμβαλλόμενα ως άνω μέρη να έχουν, πάντοτε, την ευχέρεια να συμφωνήσουν μεγαλύτερο μισθό, όπως συνέβη, κατά τα προεκτιθέμενα, εν προκειμένω, αφετέρου, δεν ισχυρίζεται ότι διατηρεί ανταπαίτηση, σε βάρος της ενάγουσας, την οποία να δύναται να προτείνει μονομερώς, σε συμψηφισμό, προς απόσβεση των αγωγικών απαιτήσεων. Ομοίως, απορριπτέος, ως μη νόμιμος, τυγχάνει και ο ισχυρισμός της περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής, που συνίσταται στο ότι, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της συνεργασίας των διαδίκων, αλλά και κατά τις διαδοχικές τροποποιήσεις της μεταξύ τους σύμβασης για την παράταση του χρόνου διάρκειας και την αναπροσαρμογή των ετησίων αποδοχών της, η ενάγουσα εισέπραττε την αμοιβή της, χωρίς ποτέ να εκφράσει οποιαδήποτε σχετική διαμαρτυρία, συμπεριφορά που δημιούργησε σε αυτήν την πεποίθηση ότι δεν υφίστατο μεταξύ τους οποιαδήποτε εκκρεμότητα, καθώς εύλογη πεποίθηση ότι η ενάγουσα δεν θα ασκούσε τα ως άνω δικαιώματά της θα δημιουργούνταν στην εναγομένη, σε περίπτωση που η τελευταία θα τελούσε εν γνώσει αυτών και θα αναγνώριζε, εκ των προτέρων, ότι η ενάγουσα τυγχάνει δικαιούχος τους, γεγονός το οποίο αρνείται, καθώς, κατά τους ισχυρισμούς της, θεωρούσε ότι η μεταξύ τους σχέση ήταν αυτή των ανεξαρτήτων υπηρεσιών που δεν δημιουργούν αντίστοιχα δικαιώματα. Τέλος, απορριπτέος, ως μη νόμιμος, τυγχάνει και ο πρωτοδίκως προβληθείς και επαναφερόμενος με τις, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προτάσεις της εναγομένης ισχυρισμός αυτής περί παραγραφής των αξιώσεων για τα δώρα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και το επίδομα αδείας του έτους 2018, καθώς η πενταετής παραγραφή των αμοιβών των ιατρών, και των περιοδικών παροχών, αρχίζει με τη λήξη του έτους εντός του οποίου γεννήθηκε η αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της (άρθρα 250 παρ. 10 και 17, 253 και 251 ΑΚ), ήτοι, εν προκειμένω ξεκίνησε την 1η-1-2019 και διακόπηκε την 15η-2-2023, με την επίδοση της ένδικης αγωγής, πριν την παρέλευση της πενταετούς προθεσμίας, στις 2-1-2024. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή, και ως ουσία βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και, αφού κρατηθεί και δικασθεί η αγωγή, να γίνει αυτή δεκτή, και ως ουσιαστικά βάσιμη, και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ανωτέρω συνολικό ποσό των 33.932,16 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, για τα μερικότερα τούτου ως άνω ποσά, ως εξής: α) για το ποσό των 533,75 ευρώ (αναλογία επιδόματος εορτής Πάσχα 2018), από 30-4-2018, το ποσό των 3.100 ευρώ (επίδομα εορτής Χριστουγέννων 2018), από 31-12-2018, και το ποσό των 1.550 ευρώ (επίδομα αδείας 2018), από 31-12-2018, β) για το ποσό των 1.550 ευρώ (επίδομα εορτής Πάσχα 2019), από 30-4-2019, το ποσό των 3.100 ευρώ (επίδομα εορτής Χριστουγέννων 2019), από 31-12-2019, και το ποσό των 1.550 ευρώ (επίδομα αδείας 2019), από 31-12-2019, γ) για το ποσό των 1.550 ευρώ (επίδομα εορτής Πάσχα 2020), από 30-4-2020, το ποσό των 3.100 ευρώ (επίδομα εορτής Χριστουγέννων 2020), από 31-12-2020, και το ποσό των 1.550 ευρώ (επίδομα αδείας 2020) από 31-12-2020, δ) για το ποσό των 1.550 ευρώ (επίδομα εορτής Πάσχα 2021), από 30-4-2021, το ποσό των 3.100 ευρώ (επίδομα εορτής Χριστουγέννων 2021), από 31-12-2021, και το ποσό των 1.550 ευρώ (επίδομα αδείας 2021), από 31-12-2021, ε) για το ποσό των 1.550 ευρώ (επίδομα εορτής Πάσχα 2022), από 30-4-2022, το ποσό των 3.100 ευρώ (επίδομα εορτής Χριστουγέννων 2022), από 31-12-2022, και το ποσό των 1.550 ευρώ (επίδομα αδείας 2022), από 31-12-2022, και στ) για το ποσό των 1.550 ευρώ (επίδομα εορτής Πάσχα 2023), από 30-4-2023, το ποσό των 848,41 ευρώ (αναλογία επίδομα εορτής Χριστουγέννων 2023), από 4-7-2023 -ημερομηνία λύσης της σύμβασης-, και το ποσό των 1.550 ευρώ (επίδομα αδείας 2023), από 4-7-2023 και μέχρι την επίδοση της αγωγής και με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τέλος, η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφισθεί, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, κατ’ άρθρο 179 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-ΔΙΚΑΖΕΙ την από 14-4-2024 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. 4273/249/2024, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και με αριθμ. εκθ. καταθ. …………/2024, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεση, αντιμωλία των διαδίκων.-

-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση-.

-ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την, εκδοθείσα κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, υπ’ αριθμ. 853/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.-

-ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή.-

-ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.-

-ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα, το συνολικό ποσό των τριάντα τριών χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα δύο ευρώ και δεκαέξι λεπτών (33.932,16), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας: α) για το ποσό των 533,75 ευρώ (αναλογία επιδόματος εορτής Πάσχα 2018), από 30-4-2018, το ποσό των 3.100 ευρώ (επίδομα εορτής Χριστουγέννων 2018), από 31-12-2018, και το ποσό των 1.550 ευρώ (επίδομα αδείας 2018), από 31-12-2018, β) για το ποσό των 1.550 ευρώ (επίδομα εορτής Πάσχα 2019), από 30-4-2019, το ποσό των 3.100 ευρώ (επίδομα εορτής Χριστουγέννων 2019), από 31-12-2019, και το ποσό των 1.550 ευρώ (επίδομα αδείας 2019), από 31-12-2019, γ) για το ποσό των 1.550 ευρώ (επίδομα εορτής Πάσχα 2020), από 30-4-2020, το ποσό των 3.100 ευρώ (επίδομα εορτής Χριστουγέννων 2020), από 31-12-2020, και το ποσό των 1.550 ευρώ (επίδομα αδείας 2020), από 31-12-2020, δ) για το ποσό των 1.550 ευρώ (επίδομα εορτής Πάσχα 2021), από 30-4-2021, το ποσό των 3.100 ευρώ (επίδομα εορτής Χριστουγέννων 2021), από 31-12-2021, και το ποσό των 1.550 ευρώ (επίδομα αδείας 2021), από 31-12-2021, ε) για το ποσό των 1.550 ευρώ (επίδομα εορτής Πάσχα 2022), από 30-4-2022, το ποσό των 3.100 ευρώ (επίδομα εορτής Χριστουγέννων 2022), από 31-12-2022, και το ποσό των 1.550 ευρώ (επίδομα αδείας 2022), από 31-12-2022, και στ) για το ποσό των 1.550 ευρώ (επίδομα εορτής Πάσχα 2023), από 30-4-2023, το ποσό των 848,41 ευρώ (αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων 2023), από 4-7-2023, και το ποσό των 1.550 ευρώ (επίδομα αδείας 2023), από 4-7-2023, και με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.-ΚΑΙ

-ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων.-

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια, στο ακροατήριό του, συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, στις 22.5.2025

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ