ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 322/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(3ο ΤΜΗΜΑ)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Ελένη Μούρτζη Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Ε.Δ. .
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Του εκκαλούντος : ………. , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Ηλία Τασόπουλο του Νικολάου (ΑΜ ………. Δ.Σ. Αθηνών) .
Της εφεσίβλητης : Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………», (ΑΦΜ ….….), που εδρεύει στον Πειραιά (οδός ……..) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Νικόλαο Αναγνωστόπουλο του Γεωργίου (ΑΜ …… Δ.Σ. Πειραιώς), βάσει δηλώσεως .
Η εφεσίβλητη με την από 29-1-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/29-1-2024) αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ζήτησε να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 2689/6-8-2024 απόφασή του έκανε κατά ένα μέρος δεκτή την αγωγή και έταξε όσα αναφέρονται σε αυτή (απόφαση) . Ήδη ο εκκαλών με την από 14-10-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../14-10-2024) έφεσή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./14-10-2024, προσδιορίστηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την απόφαση αυτή .
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος παραστάθηκε στο ακροατήριο και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο αλλά κατέθεσε την από 4-12-2024 μονομερή δήλωσή του, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και προκατέθεσε προτάσεις .
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 14-10-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../14-10-2024) έφεση του εναγομένου της από 29-1-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../29-1-2024) αγωγής, κατά της με αριθμό 2689/6-8-2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την παραπάνω αγωγή, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621-622 του Κ.Πολ.Δ.), αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και έχει ασκηθεί στις 14-10-2024 , νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 19 , 144 παρ. 2, 495 παρ. 1 και 2 , 511, 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1 και 2, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1, 591 παρ. 1 και 7, 614 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), καθόσον η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 13-9-2024 (βλ. την από 13-9-2024 σχετική επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας …………. για την επίδοσή της στον εκκαλούντα) και η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στις 14-10-2024 εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επομένη της επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η κρινόμενη έφεση και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 533 παρ. 1, 591 παρ. 7 του Κ.Πολ.Δ.) .
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 146/1914 «περί αθεμίτου ανταγωνισμού», απαγορεύεται, κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές , κάθε γενομένη προς το σκοπό ανταγωνισμού πράξη, η οποία αντίκειται στα χρηστά ήθη, ο δε παραβάτης μπορεί να εναχθεί για παράλειψη και προς ανόρθωση της ζημίας, που έχει προξενηθεί. Το άρθρο αυτό παρέχει αστική προστασία κατά πράξεων αθεμίτου ανταγωνισμού, ήτοι κατά πράξεων, που διενεργούνται κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές με σκοπό ανταγωνισμού και οι οποίες βρίσκονται σε αντίθεση με τα χρηστά ήθη, ιδρύοντας με τον τρόπο αυτό ένα αστικό αδίκημα με ειδικές ρυθμίσεις (Λιακόπουλο, Βιομηχανική ιδιοκτησία, τ. 1 ,1995, σελ. 105 και τ. II , 1995, σελ. 195 επ.). Η σχέση των διατάξεων του αθεμίτου ανταγωνισμού προς τη γενική αδικοπρακτική διάταξη είναι σχέση ειδικής προς γενική διάταξη και ως εκ τούτου, κατά την εκτίμηση της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς , οι διατάξεις για τον αθέμιτο ανταγωνισμό έχουν το προβάδισμα. Για τη στοιχειοθέτηση του ειδικού αυτού αδικήματος, που καθιερώνεται με την εν λόγω διάταξη, η οποία αποσκοπεί στην προστασία των ανταγωνιστών του δρώντος προσώπου εναντίον των χρηστών ηθών στις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές, απαιτείται η σωρευτική συνδρομή των ακόλουθων προϋποθέσεων : α) ύπαρξη σχέσης ανταγωνισμού ανάμεσα σε δύο πρόσωπα φυσικά ή νομικά, που δρουν στο ίδιο πεδίο οικονομικής δραστηριότητας· πρέπει δηλαδή, να συντρέχει το στοιχείο της ταυτότητας αγοράς σε συνδυασμό με το επιδιωκόμενο οικονομικό αποτέλεσμα, που ομοίως, πρέπει να είναι το ίδιο ή συναφές, με την έννοια ότι οι δύο έμποροι απευθύνονται στον ίδιο κύκλο προσώπων (ταυτότητα πελατείας) σε συνάρτηση με την ταυτότητα της εδαφικής περιοχής, ήτοι η αγορά πρέπει, πέραν του στοιχείου της πελατείας, να προσδιορίζεται και από γεωγραφικά συντεταγμένα χωρικά πλαίσια που συμπίπτουν μεταξύ τους και εντός των οποίων λαμβάνει χώρα η φερόμενη ως αθέμιτη ενέργεια, προκειμένου να εκληφθεί μία ενέργεια ως ανταγωνιστική, κατατείνουσα στο να πλήξει ένα φορέα οικονομικής δραστηριότητας από μία αθέμιτη ενέργεια άλλου ανταγωνιστή, β) η πράξη αυτή πρέπει να γίνεται με πρόθεση ανταγωνισμού, δηλαδή, με υποκειμενική πρόθεση ενίσχυσης των πελατειακών σχέσεων της επιχείρησης σε βάρος άλλων ανταγωνιστών, χωρίς, αναγκαία, να υφίσταται σκοπός πρόκλησης ζημίας στους τελευταίους, γ) η πράξη αυτή πρέπει να αντίκειται στα χρηστά ήθη, χωρίς, ωστόσο, να προσδιορίζεται το εννοιολογικό περιεχόμενο αυτών, αλλά επαφίεται στην κρίση του Δικαστή να μορφώσει την πεποίθησή του μετά από επιμελή εκτίμηση κάθε περίπτωσης με τα δικά της ατομικά γνωρίσματα, ανάλογα με το αίσθημα και τις ιδέες κάθε ορθά , λογικά και δίκαια σκεπτόμενου ανθρώπου μέσα στο συναλλακτικό κύκλο στον οποίο επιχειρείται η πράξη ή η χρησιμοποίηση μέσων και μεθόδων αντίθετων με την ομαλή ηθικότητα των συναλλαγών, ακόμη και αν η πράξη από μόνη της, αντιμετωπιζόμενη επιφανειακά ή μεμονωμένα, φαίνεται θεμιτή ή και νομικά ανεπίληπτη (βλ. ΟλΑΠ 398/1975, ΑΠ 339/2010 , ΑΠ 79/2001 ΕλλΔνη 42.904, ΑΠ 1780/1999 ΕλλΔνη 41.980, ΕφΑθ 4304/2012 ΔΕΕ 2013.128, ΕφΑθ 676/2009 ΔΕΕ 2010.204, ΕφΑΘ 6012/2005 ΔΕΕ 2006.278, ΕφΑθ 7936/2002 ΔΕΕ 2002.706, Λ. Κοτσίρης, Δίκαιο ανταγωνισμού, έκδοση 1982, σελ. 27 επ.). Προς αξιολόγηση της αντίθεσης της πράξης ανταγωνισμού στην αόριστη νομική έννοια των χρηστών ηθών, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο όλος χαρακτήρας της πράξεως αυτής κατόπιν εκτιμήσεως όλων των περιστατικών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Επίσης, τα χρηστά ήθη, όπως και η καλή πίστη, επιβάλλουν να ληφθεί υπόψη το στοιχείο των δικαιολογημένων συμφερόντων και να σταθμίζονται και εκτιμώνται τα εκάστοτε διακυβευόμενα συμφέροντα, τα οποία βέβαια δεν αντικαθιστούν το ως άνω κριτήριο. Συνεπώς, πράξη ανταγωνισμού, που προσβάλλει άξια προστασίας συμφέροντα, μπορεί να μην είναι αθέμιτη, όταν δικαιολογείται από υπέρτερο συμφέρον. Ο ως άνω νόμος 146/1914 είναι σύνολο εξειδικευμένων κανόνων δικαίου, οι οποίοι απαγορεύουν την καταχρηστική άσκηση της ελευθερίας του ανταγωνισμού. Ενόψει, περαιτέρω, της ανάγκης εξειδίκευσης των περιπτώσεων κατά τις οποίες πλήττεται η ως άνω γενική ρήτρα των χρηστών ηθών στα πλαίσια του εμπορικού ανταγωνισμού, προς τον σκοπό να επιτευχθεί ομοιόμορφη κατά το δυνατόν επίλυση των κατ’ ιδίαν περιπτώσεων και εντεύθεν ασφάλεια δικαίου, προκρίνεται η κατηγοριοποίηση (με άλλα λόγια η συστηματική ταξινόμηση) των περιπτώσεων αθέμιτου ανταγωνισμού που υπάγονται στη γενική αυτή ρήτρα, στις ακόλουθες μορφές : 1) πράξεις προσέλκυσης πελατείας με αθέμιτες μεθόδους, 2) πράξεις αθέμιτης εκμετάλλευσης ξένης φήμης και οργάνωσης, 3) πράξεις αθέμιτης παρεμπόδισης, 4) πράξεις εκμετάλλευσης ξένης παροχής, 5) παραβάσεις νομικών δεσμεύσεων και 6) διακινδύνευσης της αγοράς (Κοτσίρη, Δίκαιο αθέμιτου ανταγωνισμού, έκδ. 1986 , Μέρος πρώτο, Κεφ. 20 , σελ. 68επ. , Ν. Ρόκα, «Αθέμιτος Ανταγωνισμός» Εκδ. 1981, παρ. 6 III, σελ. 34- βλ. διαφορετική κατηγοριοποίηση στον Λιακόπουλο, ό.π., τ. I, Μέρος πρώτο, σελ. 123 και τ. II, Μέρος δεύτερο, σελ. 200). Ειδικότερα, οι πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού που υπάγονται στην κατηγορία της αθέμιτης εκμετάλλευσης ξένης οργάνωσης (οι οποίες συνθέτουν τον αποκαλούμενο “παρασιτικό ανταγωνισμό”, Κοτσίρης , ό.π. , σελ. 97, Λιακόπουλος, ό.π. , τ. II, σελ. 267 – 8), υποκατηγοριοποιούνται στις περιπτώσεις (α) της (αθέμιτης) απόσπασης εργατικού δυναμικού και (β) της (αθέμιτης) απόσπασης πελατείας (ΤριμΕφΑθ 3069/2020 αδημ., ΕφΑθ 4530/2002 ΔΕΕ 2002.1248, Ν. Ρόκα, ό.π., παρ. 10 III, σελ. 67, Σουφλερό, στο συλλογικό έργο “Αθέμιτος ανταγωνισμός”, έκδ. Νομικής Βιβλιοθήκης, 1996, υπό το άρθρο 1, αριθμ. 204) . Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 652 του Α.Κ. και 16 του Ν 146/1914 προκύπτει ότι ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση πίστης προς τον εργοδότη, στην οποία περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση εχεμύθειας και μη διενέργειας ανταγωνιστικών πράξεων οι οποίες βλάπτουν τα συμφέροντα του εργοδότη του. Τέτοιες πράξεις, πλην άλλων, είναι η άσκηση για δικό του λογαριασμό, με άγνοια του εργοδότη, εμπορικών εργασιών, ομοίων προς τις πράξεις του τελευταίου, ως και η εξυπηρέτηση πελατών του εργοδότη απ’ ευθείας από τον μισθωτό (ΟλΑΠ 1/2017, ΑΠ 856/2024, ΑΠ 928/2023, ΑΠ 1285/1984). Ακόμη οι προϋποθέσεις της αξιώσεως προς αποκατάσταση της ζημίας, που αναγνωρίζεται μεταξύ άλλων, στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 , 10 παρ. 2 και 11 παρ. 1 ν. 146/1914, καθορίζονται από τις γενικές περί αδικοπραξιών διατάξεις των άρθρων 914 επ. Α.Κ. και είναι ο παράνομος χαρακτήρας της πράξεως, που θεμελιώνεται στις παραπάνω αθέμιτες πράξεις, η υπαιτιότητα του προσβολέα, η επέλευση της ζημίας και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας και της αθέμιτης πράξεως. Εξάλλου, αθέμιτη ανταγωνιστική ενέργεια δύναται να είναι παράλληλα και αδικοπραξία, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 και 919 Α.Κ. (σχετ. ΑΠ 419/2018, ΑΠ 852/2015), από δε τη διάταξη του τελευταίου άρθρου (919 Α.Κ.) , στην οποία ορίζεται ότι “όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει” προκύπτει ότι, κύριο γνώρισμα της προβλεπόμενης από αυτήν αδικοπραξίας, η οποία μπορεί να συνιστά και αδικοπραξία του άρθρου 914 Α.Κ., είναι η προσβολή των χρηστών ηθών από την πράξη του υπαιτίου, που επιχειρείται από πρόθεση, ή και από την παράλειψη αυτού. Ειδικότερα η αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, η έννοια των οποίων είναι νομική ως προς το επιτρεπτό του επιδιωχθέντος σκοπού και των χρησιμοποιηθέντων μέσων και εξετάζεται αντικειμενικά και σύμφωνα με την αντίληψη του υγιούς κατά το δίκαιο σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου, υπάρχει όταν η συγκεκριμένη συμπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις αρχές, στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο. Συνεκτιμάται δε συνολικά για τη διαπίστωση της αντίθεσης στα χρηστά ήθη η συμπεριφορά του δράστη, σε συνδυασμό με τους σκοπούς, τα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε, δηλαδή λαμβάνονται υπόψη όχι μεμονωμένα τα αίτια που τον οδήγησαν στην συγκεκριμένη ενέργειά του, αλλά το σύνολο των περιστάσεων, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε, ολόκληρη η συμπεριφορά του και αξιολογείται γενικά η διαγωγή του, σε συνδυασμό και με τη διαγωγή του (τυχόν) αντισυμβαλλομένου- «θύματος», για να κριθεί το εάν οι δύο συμπεριφορές τελούν μεταξύ τους προφανώς σε καταφατική ή αποφατική αναλογική σχέση (ΑΠ 119/2013, ΑΠ 900/2011, ΑΠ 1652/2006). Με τη γενική ρήτρα της προστασίας του βλαβέντος από πράξεις τρίτου εναντίον των χρηστών ηθών καλύπτονται περιπτώσεις, οι οποίες κείνται πέραν του πραγματικού της διατάξεως του άρθρου 914 και συνεπώς, παρέχεται στον εφαρμοστή του δικαίου η δυνατότητα να προσαρμόζει το δίκαιο της αδικοπρακτικής ευθύνης στις εμφανιζόμενες με την πάροδο του χρόνου νέες ανάγκες, απότοκες της μεταβολής των αντιλήψεων (Απ. Γεωργιάδης στον Α.Κ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, αρ. 919, αριθμ. 1, 4 και 5, Δεληγιάννη – Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, τόμος III, έκδοση 1992, παρ. 348 β, σελ. 144 επ.). Εξάλλου, από την ως άνω διάταξη του άρθρου 919 Α.Κ. προκύπτει ότι η από πρόθεση πρόκληση ζημίας σε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ως πράξη παράνομη δημιουργεί υποχρέωση για αποζημίωση. Όμως, ζημιογόνος συμπεριφορά από πρόθεση, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, τότε μόνο μπορεί να θεμελιώσει και αξίωση αποζημίωσης βάσει του άρθρου 919 Α.Κ., όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττομένη θα ήταν αντίθετη προς τα χρηστά ήθη. Μόνο η από τον έναν των συμβαλλομένων αθέτηση κάποιας υποχρέωσης από τη σύμβαση, την οποία ανέλαβε έναντι του άλλου, δεν αποτελεί πράξη αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, ώστε να θεμελιώνει και αξίωση αποζημίωσης κατά το προαναφερόμενο άρθρο του Α.Κ.. Περαιτέρω, εξαίρεση είναι δυνατόν να υπάρξει σε περιπτώσεις μη ανεκτές κατά το αίσθημα του δικαίου, οπότε η αξίωση ενδέχεται να στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 281 και 914 Α.Κ. Επειδή, μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής είναι μεν πράξη παράνομη, δεν συνιστά όμως και αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων 914 επ. Α.Κ., μπορεί όμως μία ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση να θεμελιώνει και ευθύνη από αδικοπραξία . Αυτό συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς τη συμβατική σχέση, που προϋπάρχει, θα ήταν παράνομη ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον, το οποίο επιβάλλει το άρθρο 914 Α.Κ., να μην ζημιώνει κάποιος άλλον υπαίτια (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22. 505, ΑΠ 506/2010, ΑΠ 87/2000 ΕλλΔνη 41. 967 , ΑΠ 25/1998 ΝοΒ 47. 390, ΕφΑθ 1873/2008 Αρμ 2008.1840, ΕφΑθ 302/2006 ΔΕΕ 2006. 513). Τέλος, εφόσον η συμπεριφορά του τρίτου είναι αθέμιτη δεν αποκλείεται και επιπλέον αξίωση για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης εκείνου σε βάρος του οποίου έγινε η προσβολή, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 και 919 Α.Κ. (ΑΠ 689/2010, ΑΠ 339/2010, ΕφΑθ 3594/2008 ΔΕΕ 2009.50 , ΕφΑθ 8221/2000 ΔΕΕ 2001. 280, ΕφΘεσ 1628/2004 ΕΕμπΔ 2004. 512, ΔΕΕ 2004.1177, ΕφΑθ 8221/2000 ΔΕΕ 2001.280) .
Στην προκείμενη περίπτωση με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, ισχυρίστηκε ότι διατηρεί επιχείρηση με αντικείμενο την εμπορία ναυτιλιακού εξοπλισμού, καθώς και την παροχή συναφών υπηρεσιών σχετικά με την εγκατάσταση και την προσαρμογή τους σε πλοία και σκάφη εμπορικά και αναψυχής, ενώ εκπροσωπεί στην Ελλάδα αντίστοιχες εταιρείες του εξωτερικού. Ότι δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας που συνήψε με τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα την 1η Οκτωβρίου 2015, ο τελευταίος προσλήφθηκε για να παρέχει την εργασία του ως βοηθός στο τμήμα συντήρησης σκαφών αναψυχής, ενώ από το έτος 2017 προήχθη σε προϊστάμενο του παραπάνω τμήματος. Ότι με την τελευταία ιδιότητά του ήταν υπεύθυνος για τη σύνταξη προσφορών σε πελάτες και αποδοχή των παραγγελιών, από πελάτες και προμηθευτές της ενάγουσας για την παροχή υπηρεσιών και πώληση ανταλλακτικών από τις παραπάνω αντιπροσωπευόμενες εταιρείες, ενώ είχε άμεση επαφή και επικοινωνία με τους προμηθευτές και πελάτες της ενάγουσας. Ότι στην παραπάνω εργασία του παρέμεινε μέχρι την 1η Δεκεμβρίου του έτους 2022, καθόσον διαπιστώθηκαν οι πτωτικές συναλλαγές και ο εναγόμενος, χωρίς την έγκριση της ενάγουσας, διαπραγματευόταν και συμφωνούσε προμήθειες των πλοιάρχων των σκαφών, τις οποίες εμφάνιζε ως εκπτώσεις στα αντίστοιχα τιμολόγια της ενάγουσας. Ότι μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας η ενάγουσα διαπίστωσε ότι είχαν διαγραφεί στοιχεία από τους εταιρικούς φακέλους και υπήρχαν εργασίες οι οποίες δεν είχαν τιμολογηθεί και επιπλέον ότι ο εναγόμενος είχε συστήσει ήδη από το μήνα Μάρτιο του έτους 2017 εταιρεία με τον ίδιο ως μοναδικό μέτοχο και αντικείμενο ίδιο με αυτό της ενάγουσας, ενώ ταυτόχρονα η τελευταία εταιρεία συναλλάσσονταν επίσης με πελάτες της ενάγουσας. Ότι η ανωτέρω συμπεριφορά του εναγομένου, πέραν της οικονομικής ζημίας που προκάλεσε στην ενάγουσα, προσέβαλε τη φήμη και την αξιοπιστία της τελευταίας στους πελάτες της. Ζητούσε δε με την αγωγή να υποχρεωθεί ο εναγόμενος με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή να της καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την προαναφερόμενη παράνομη συμπεριφορά του εναγομένου, το ποσό των 50.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη, μετά από την εκτίμηση των αποδείξεων, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη, υποχρέωσε τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα να καταβάλλει στην ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, το ποσό των 15.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 5.000 ευρώ και επέβαλε σε βάρος του εναγομένου μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των 700 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεσή του ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της ως αβάσιμη και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εκκαλών επαναφέρει τον πρωτοδίκως υποβληθέντα ισχυρισμό του περί αοριστίας της αγωγής, καθόσον δεν αναφέρεται στην τελευταία συγκεκριμένη περιουσιακή βλάβη της ενάγουσας (εφεσίβλητης). Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, η ηθική βλάβη επιδικάζεται ανεξάρτητα από την περιουσιακή ζημία και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε την αγωγή παραδεκτή και ορισμένη και απέρριψε τους περί αντιθέτου ισχυρισμούς του εναγομένου δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων και αυτών των άρθρων 106, 111, 118, 216 του Κ.Πολ.Δ. και ο πρώτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Από την εκτίμηση της ανωμοτί κατάθεσης του νομίμου εκπροσώπου της εφεσίβλητης που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, τη με αριθμό ………./2024 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα …………., που δόθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……….. και λήφθηκε νόμιμα με επιμέλεια της εφεσίβλητης κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου της, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν νομότυπα και εκτιμώνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη την 1η Οκτωβρίου 2015, μεταξύ των διαδίκων, ο εκκαλών προσλήφθηκε από την εφεσίβλητη στην επιχείρησή της, η οποία έχει ως αντικείμενο την εμπορία ναυτιλιακού εξοπλισμού, καθώς και την παροχή υπηρεσιών συναφών με την εγκατάσταση και προσαρμογή του εξοπλισμού αυτού σε πλοία και σκάφη, εμπορικά και αναψυχής, ενώ διαθέτει και τμήμα «service» που είναι υπεύθυνο για την εγκατάσταση, συντήρηση και επισκευή όλων των προϊόντων της, για να παρέχει την εργασία του ως υπεύθυνος προώθησης προϊόντων κυρίως στη βιομηχανία ξηράς και κατόπιν ως βοηθός στο τμήμα συντήρησης σκαφών αναψυχής, ενώ εντός του έτους 2017 προήχθη σε προϊστάμενο του τμήματος αυτού. Στη συνέχεια η εφεσίβλητη κατήγγειλε την παραπάνω σύμβαση εργασίας στις 30-11-2022, κατόπιν αναφοράς του γενικού διευθυντή της προς τη διοίκηση της εταιρίας για παραπτώματα που διαπίστωσε σε βάρος του εκκαλούντος. Ειδικότερα ο γενικός διευθυντής της εφεσίβλητης διαπίστωσε : α) μία περίπτωση πληρωμής της εφεσίβλητης μικρότερου ποσού της προσφοράς της, για την οποία ο εκκαλών του γνωστοποίησε ότι έγιναν λιγότερες εργασίες της αρχικής προσφοράς, β) μία αντίστοιχη περίπτωση πληρωμής της εφεσίβλητης μικρότερου της προσφοράς της ποσού, για την οποία ο εκκαλών του δήλωσε ότι έδωσε προμήθεια στον πλοίαρχο και διαχειριστή των εργασιών, χωρίς, όμως, να του έχει δοθεί σχετική εντολή από την εφεσίβλητη και γ) περιστατικό μη τιμολόγησης σε πελάτη της εφεσίβλητης ποσού ύψους 3.000 ευρώ που η ίδια είχε δαπανήσει σε μηχανουργείο για ένα άξονα. Μετά τις παραπάνω διαπιστώσεις, ο πρόεδρος της εφεσίβλητης ζήτησε από εκκαλούντα να επιστρέψει στην εταιρεία τις προμήθειες και εκείνος φέρεται, σύμφωνα με την προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση, ότι επέστρεψε το ποσό των 7.000 ευρώ, ακολούθως δε ο εκκαλών απολύθηκε, κατά τα προαναφερθέντα . Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τον Μάρτιο του 2017, ήτοι κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης του εκκαλούντος, συστάθηκε η κυπριακή εταιρεία με την επωνυμία «………», συμφερόντων του τελευταίου, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από την εφεσίβλητη, έγγραφο των κυπριακών αρχών και ο εκκαλών είναι ο «Διευθυντής» της ως άνω εταιρείας, ενώ αναφέρεται ως επάγγελμά του «Επιχειρηματίας, Διευθυντής σε άλλη εταιρεία», και επίσης, όπως προκύπτει από το από 29-03-2017 καταστατικό της εν λόγω εταιρείας, ο εκκαλών είναι και ο αποκλειστικός μέτοχός της. Σύμφωνα δε με το ανωτέρω καταστατικό, ο σκοπός της ως άνω εταιρείας, μεταξύ άλλων, είναι «Η διεξαγωγή των εργασιών ή επιχειρήσεων των εμπόρων, αγοραστών, πωλητών, προμηθευτών, εκμισθωτών, εισαγωγέων, εξαγωγέων, η διαχείριση σκαφών αναψυχής, αντιπροσώπων διανομέων, μεσιτών, μεταπωλητών, παραγγελιοδόχων, εμπορικών αντιπροσώπων, βιομηχάνων, βιοτεχνών, αποθηκάριων, συμβούλων επί αξιολογήσεως και αγορών εν σχέσει προς κάθε είδους, κατηγορίας και φύσεως εμπορεύματα, αγαθά, κινητήν περιουσίαν και αντικείμενα». Στο πλαίσιο δε του ανωτέρω σκοπού της, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο αντίγραφο της ιστοσελίδας της στο διαδίκτυο, η ανωτέρω εταιρεία εμπορεύεται ναυτιλιακό εξοπλισμό (ανταλλακτικά μηχανών, αεροσυμπιεστές, γερανούς, συστήματα αγκυρών, κλπ) και παρέχει υπηρεσίες που καλύπτουν ευρέως τη ναυτιλιακή βιομηχανία. Επομένως, τόσο η ανωτέρω εταιρεία όσο και η εφεσίβλητη δραστηριοποιούνται στον ίδιο επαγγελματικό χώρο, αυτόν της εμπορίας ναυτιλιακού εξοπλισμού και παροχής υπηρεσιών επί των πλοίων. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη δεν γνώριζε ότι ο εκκαλών είχε συστήσει την ανωτέρω εταιρεία με το αναφερθέν αντικείμενο, το γεγονός δε αυτό πληροφορήθηκε το πρώτον μετά την απόλυσή του. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την από 12-05-2017 και από 26-06-2017, ηλεκτρονική αλληλογραφία του εκκαλούντος, ο τελευταίος, ως υπάλληλος της εφεσίβλητης, συναλλασσόταν με την ανωτέρω εταιρεία συμφερόντων του «…………..», η οποία συγκεκριμένα παρήγγειλε εξοπλισμό από την εφεσίβλητη. Για το λόγο αυτό συνομιλούσε για λογαριασμό της «………» με την υπογράφουσα την ανωτέρω ηλεκτρονική αλληλογραφία, …………, η οποία είναι μητέρα του και στην οποία απέστειλε τα με αριθμ. Υ ……./12.05.2017 και Υ ………/26.06.2017 τιμολόγια εκδόσεως της εφεσίβλητης, ποσού 3.600 ευρώ και 470 ευρώ αντίστοιχα . Στα ανωτέρω τιμολόγια, στην ένδειξη στοιχεία πελάτη, αναγράφονται, ο αναφερόμενος αριθμός κινητού τηλεφώνου του πελάτη, ήτοι της «………», ο οποίος είναι ο αριθμός του εταιρικού κινητού τηλεφώνου του εκκαλούντα κατά το χρόνο εργασίας του στην εφεσίβλητη. Περαιτέρω, από την ηλεκτρονική αλληλογραφία προκύπτει ότι η εταιρεία «………….», διά της υπογράφουσας το ηλεκτρονικό μήνυμα, ……… , απευθύνεται και δη δύο φορές, στις 02-04-2019 και στις 04-04-2019, στην εταιρεία με την επωνυμία «………..», προκειμένου να παραγγείλει τα αναφερόμενα στην εν λόγω επικοινωνία εξαρτήματα, πλην όμως η ανωτέρω εταιρεία, λόγω της αποκλειστικής συνεργασίας με την εφεσίβλητη, απέστειλε το από 05-04-2019 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, δια του Διευθυντή εξυπηρέτησης …………., ο οποίος ενημερώνει ότι για την εν λόγω παραγγελία πρέπει η εταιρεία «………..» να απευθυνθεί στην εφεσίβλητη. Εξάλλου, από τα με αριθμούς …………/18-12-2020 , ………../20-02-2020 και ………/31-01-2022 τιμολόγια της εταιρείας με την επωνυμία «……….», προκύπτει ότι η τελευταία εταιρεία, η οποία τυγχάνει συνεργάτης (προμηθεύτρια) της εφεσίβλητης και της οποίας η τελευταία είναι αντιπρόσωπος στην Ελλάδα, συναλλασσόταν με την ανωτέρω εταιρεία «……..», συμφερόντων του εκκαλούντος. Εξάλλου, η εφεσίβλητη αγνοούσε τις ανωτέρω συναλλαγές του εκκαλούντος για λογαριασμό της ανωτέρω εταιρείας συμφερόντων του. Όταν δε πληροφορήθηκε την ανωτέρω επαγγελματική δραστηριότητα του εκκαλούντος, κοινοποίησε στον τελευταίο την από 10-03-2023 εξώδικη διαμαρτυρία της, με την οποία τον κάλεσε να της χορηγήσει αντίγραφα των εγγράφων που σχετίζονται με τη δραστηριότητα της εταιρείας «………………», στο εμπορικό αντικείμενο της προμήθειας ανταλλακτικών και εργασιών συντήρησης σκαφών αναψυχής και των τιμολογήσεων προς πελάτες της ίδιας, κατά το χρονικό διάστημα της εργασιακής του σχέσης, ακολούθως δε κοινοποίησε στη …………., κάτοικο …….., την από 03-04-2023 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία κάλεσε την τελευταία να της χορηγήσει πλήρη αντίγραφα εγγράφων που σχετίζονται με τις ανταγωνιστικές προς την ίδια εμπορικές δραστηριότητες της ανωτέρω εταιρείας κατά το χρόνο που ο εκκαλών ήταν υπάλληλός της. Στις ανωτέρω δε εξώδικες δηλώσεις της εφεσίβλητης δεν υπήρξε καμία απόκριση του εκκαλούντος και της μητέρας του. Από τα παραπάνω αποδειχθέντα προκύπτει ότι ο εκκαλών εν αγνοία της εφεσίβλητης και παραβαίνοντας την υποχρέωση πίστης και της ειδικότερης έκφανσής της της αποφυγής ανταγωνισμού, κατά τη διάρκεια της εργασιακής του σύμβασης στην εφεσίβλητη, συνέστησε εταιρεία και μέσω αυτής άσκησε για δικό του λογαριασμό εμπορικές εργασίες όμοιες με τις εργασίες της επιχείρησης όπου εργαζόταν, συναλλασσόμενος προς τούτο με συνεργάτιδες της εφεσίβλητης εταιρείες, με τις οποίες επικοινωνούσε και ως υπάλληλος της εφεσίβλητης, για την εμπορική δραστηριότητα της τελευταίας, και χρησιμοποιώντας για τις εμπορικές του πράξεις για λογαριασμό της εταιρείας συμφερόντων του το εταιρικό κινητό που του παρέσχε η εφεσίβλητη, αν και γνώριζε την αποκλειστική συνεργασία της εφεσίβλητης με πελάτες της τελευταίας, απευθυνόταν σε αυτές, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, προκειμένου να συνάψει απευθείας συναλλαγές μαζί τους για λογαριασμό της εταιρείας συμφερόντων του. Εξάλλου, η δραστηριότητα της ανωτέρω εταιρείας συμφερόντων του εκκαλούντος, επεκτεινόταν τοπικά στο σύνολο της εμπορικής δραστηριότητας της εφεσίβλητης, ενώ για τη λειτουργία της συναλλασσόταν με τους ίδιους πελάτες και προμηθευτές με αυτούς της εφεσίβλητης. Από τα ανωτέρω και σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, αποδεικνύεται ότι ο εκκαλών μείωσε την αξιοπιστία της εφεσίβλητης με τις προαναφερόμενες πράξεις ανταγωνισμού και απόσπασης πελατείας, οι οποίες είναι αθέμιτες και παράνομες αντιβαίνουσες στην προστασία του ν. 146/1914 «περί αθεμίτου ανταγωνισμού», καθώς και των χρηστών ηθών (άρθρα 652 και 919 Α.Κ.), καθόσον οι τρίτοι, προμηθευτές ή πελάτες, δεν αναμένουν ο εργαζόμενος στην εφεσίβλητη να αναπτύσσει παράλληλη ανταγωνιστική στα συμφέροντα της εταιρείας όπου εργάζεται δράση, ούτε να συνομιλούν με αυτόν άλλοτε ως υπάλληλο της εταιρείας όπου εργάζεται και άλλοτε ως εκπρόσωπος της δικής του εταιρείας με ίδιο αντικείμενο, χρησιμοποιώντας δε το ίδιο τηλέφωνο επικοινωνίας. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι η ηλεκτρονική επικοινωνία της εταιρείας «………….» υπογραφόταν από τη μητέρα του εκκαλούντος, κάτοικο ………, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, ο ίδιος ήταν αποκλειστικός μέτοχος της εν λόγω εταιρείας, για λογαριασμό της οποίας οι πελάτες και προμηθευτές αυτής επικοινωνούσαν μαζί του και στο δικό του τηλεφωνικό αριθμό. Περαιτέρω, η ανωτέρω παράνομη και αθέμιτη συμπεριφορά του εκκαλούντος ήταν ικανή να επιφέρει σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό του ανωτέρω κλάδου, καθώς και στους συναλλασσόμενους με τις ανωτέρω εταιρείες, στους οποίους η εφεσίβλητη εμφανίσθηκε ως διατηρούσα σε διευθυντική θέση υπάλληλο που εμπορευόταν εν αγνοία της προς δικό του συμφέρον και ως εκ τούτου ως μη δυνάμενη να υπερασπισθεί τα συμφέροντά της. Συνεπώς, από την ανωτέρω συμπεριφορά του εκκαλούντος, η εφεσίβλητη υπέστη ηθική βλάβη της εμπορικής της πίστης, φήμης και υπόληψης στην αγορά, για την αποκατάσταση της οποίας το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το είδος και το βαθμό πταίσματος του εκκαλούντος, την έκταση της βλάβης της εφεσίβλητης, καθώς και τη στάθμιση των οικονομικών δυνατοτήτων αμφοτέρων των μερών, κρίνει ότι πρέπει να της επιδικασθεί, ως εύλογο ποσό χρηματικής ικανοποίησης, το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, το οποίο μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων κρίνεται εύλογο (άρθρα 25 Σ , 932 Α.Κ.). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, είναι δε αβάσιμοι και απορριπτέοι οι λόγοι της έφεσης καθώς και η έφεση στο σύνολό της προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Τέλος το υποβληθέν από τον εκκαλούντα με το δικόγραφο της εφέσεως, νόμιμο κατ’ άρθρον 914 Κ.Πολ.Δ., αίτημα, περί επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν συμμορφωθεί εκουσίως με την προσωρινά εκτελεστή διάταξη της εκκαλουμένης απόφασης και καταβάλει στην εφεσίβλητη το ποσό των 5.000 ευρώ για την προσωρινά εκτελεστή διάταξη της οριστικής απόφασης, εφόσον γίνει δεκτή η έφεσή του και απορριφθεί η αγωγή της αντιδίκου του, είναι, μετά την απόρριψη της έφεσης, άνευ αντικειμένου και πρέπει να απορριφθεί.
Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως κατ΄ουσιαν αβάσιμη και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, που υπέβαλε νομότυπα με τις προτάσεις της σχετικό αίτημα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 178, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας .
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 14-10-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/14-10-2024) έφεση, κατά της με αριθμό 2689/6-8-2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία).
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση .
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 21 Μαΐου 2025 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους .
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ