Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 343/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης 343/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(3ο ΤΜΗΜΑ)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή , Ελένη Μούρτζη Εφέτη , που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Ε.Δ .

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του , στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Της εκκαλούσας : Ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «…………..» , (ΑΦΜ ………) , που εδρεύει στον Πειραιά (οδός ………….) , η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της , Μιχαήλ Σαρρή του Θεοδώρου (ΑΜ ……….. Δ.Σ. Πειραιώς) , βάσει δηλώσεως .

Των εφεσίβλητων : 1)………. και 2) …………. , οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους , Σπυριδούλα Τσατσαράγκου του Δημητρίου (ΑΜ ………… Δ.Σ. Αθηνών) , βάσει δηλώσεως  .

Οι εφεσίβλητοι με την από 22-12-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./23-12-2022) αγωγή , την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά , ζήτησαν να γίνει δεκτή . Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 1138/5-4-2024 απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και έταξε όσα αναφέρονται σε αυτή (απόφαση) . Ήδη η εκκαλούσα με την από 8-5-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../8-5-2024) έφεσή της , η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./23-7-2024 , προσδιορίστηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο , προσβάλλει την απόφαση αυτή .

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο αλλά κατέθεσαν τις από 30-10-2024 και 6-11-2024 μονομερείς δηλώσεις τους , αντίστοιχα , που έγιναν σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και προκατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 8-5-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../8-5-2024) έφεση της εναγομένης της από 22-12-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./23-12-2022) αγωγής και ήδη εκκαλούσας , κατά της με αριθμό 1856/9-6-2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά , το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την παραπάνω αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και έχει ασκηθεί στις 8-5-2024 , νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 19 , 144 παρ. 2 , 495 παρ. 1 και 2 , 511 , 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1 και 2 , 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 , 520 παρ. 1 , 591 παρ. 1 και 7 , 614 αρ. 3 του Κ.Πολ.Δ.) , καθόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 26-4-2024 (βλ. τη με αριθμ. ………..΄/26-4-2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών , ………..) και η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στις 8-5-2024 εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επομένη της επίδοσης. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η κρινόμενη έφεση και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία , κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 533 παρ. 1 , 591 παρ. 7 του Κ.Πολ.Δ.).

Στο άρθρο 66 παρ. 1 του Ν. 4808/2021 (παρ. 45) ορίζεται ότι : «1. Η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από τον εργοδότη είναι άκυρη, εφόσον : α) Οφείλεται σε δυσμενή διάκριση σε βάρος του εργαζομένου ή εκδικητικότητα λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, πολιτικών φρονημάτων, θρησκευτικών ή φιλοσοφικών πεποιθήσεων, γενεαλογικών καταβολών, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενετήσιου ή σεξουαλικού προσανατολισμού, ηλικίας, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, αναπηρίας, ή συμμετοχής ή μη σε συνδικαλιστική οργάνωση, β) γίνεται ως αντίδραση σε ενάσκηση νομίμου δικαιώματος του εργαζομένου ή…….. 2. Αν ο εργαζόμενος αποδείξει ενώπιον δικαστηρίου πραγματικά περιστατικά ικανά να στηρίξουν την πεποίθηση ότι η απόλυση έγινε για κάποιον από τους λόγους της παρ. 1, εναπόκειται στον εργοδότη να αποδείξει ότι η απόλυση δεν έγινε για τον προβαλλόμενο λόγο . 3. Εάν η απόλυση πάσχει για λόγο διαφορετικό από τους λόγους της παρ. 1, το δικαστήριο, αντί οποιασδήποτε άλλης συνέπειας, μετά από αίτημα είτε του εργαζομένου είτε του εργοδότη, επιδικάζει υπέρ του εργαζομένου ποσό πρόσθετης αποζημίωσης, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο των τακτικών αποδοχών τριών (3) μηνών ούτε μεγαλύτερο του διπλάσιου της κατά νόμο αποζημίωσης, λόγω καταγγελίας κατά τον χρόνο απόλυσης. Το αίτημα υποβάλλεται από τον εργαζόμενο ή από τον εργοδότη σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης, σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Κατά τον καθορισμό του ποσού της πρόσθετης αποζημίωσης, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του ιδίως, την ένταση του πταίσματος του εργοδότη και την περιουσιακή και οικονομική κατάσταση του εργαζομένου και του εργοδότη. 4. Ο εργαζόμενος που επικαλείται ελάττωμα της καταγγελίας κατά την παρ. 1 δικαιούται να ζητήσει, αντί για την αναγνώριση ακυρότητας της καταγγελίας και την επέλευση των συνεπειών της ακυρότητας, την επιδίκαση της πρόσθετης αποζημίωσης της παρ. 3 …….. 6. Σε αγωγή που περιέχει αίτημα για πρόσθετη αποζημίωση της παρ. 3 κατ’ ενάσκηση του δικαιώματος της παρ. 4 , δεν μπορεί να σωρεύεται αίτημα για την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας και την επέλευση των εννόμων συνεπειών της ακυρότητας, εφόσον τα δύο αιτήματα στηρίζονται στην ίδια ιστορική και νομική βάση. Σώρευση των δύο αιτημάτων κατά παράβαση του προηγούμενου εδαφίου, ακόμη και επικουρική, οδηγεί στην απόρριψη αμφοτέρων ως απαράδεκτων». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας για οικονομοτεχνικούς λόγους ο εργαζόμενος, σε αντίθεση με το προϊσχύσαν δίκαιο, δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναγνώριση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ως άκυρης και την επιδίκαση μισθών υπερημερίας, αλλά μόνο πρόσθετη αποζημίωση απόλυσης που προβλέπεται στο άρθρο 66 παρ. 3 του ως άνω Ν. 4808/2021. Περαιτέρω, σε περίπτωση που ο ενάγων επικαλείται ότι λόγος απόλυσής του είναι ένας από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 1 Ν. 4808/2021, τότε δικαιούται να ζητήσει την αναγνώριση ως άκυρης της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του . Στην περίπτωση αυτή ο ενάγων έχει δύο επιλογές : είτε να ασκήσει αγωγή με αίτημα την αναγνώριση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ως άκυρης και την επέλευση των συνεπειών της ακυρότητας , είτε την επιδίκαση της πρόσθετης αποζημίωσης της παρ. 3 . Δεν έχει όμως δικαίωμα να σωρεύσει τα ως άνω αιτήματα και να ζητήσει και την αναγνώριση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ως άκυρης και την καταβολή πρόσθετης αποζημίωσης της παρ. 3 κατ’ ενάσκηση του δικαιώματος της παρ. 4 άρθρ. 66 Ν. 4808/2021 . Σε περίπτωση δε σωρεύσεως των δύο αιτημάτων κατά παράβαση των προαναφερθεισών διατάξεων ακόμη και επικουρικής , απορρίπτονται αμφότερα ως απαράδεκτα (άρθρ. 66 παρ. 6 εδ. β’ Ν. 4808/2021) . Περαιτέρω , από τις διατάξεις των άρθρων 167, 648, 669 Α.Κ., 1 και 3 ν. 2112/1920 και 5 ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η από τον εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία, για το κύρος της οποίας απαιτείται η καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης και η τήρηση έγγραφου τύπου. Η μη τήρηση των ως άνω, προϋποθέσεων συνεπάγεται την ακυρότητα της καταγγελίας. Ακυρότητα της καταγγελίας συνεπάγεται επίσης και η καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 281 Α.Κ., άσκηση από τον εργοδότη του σχετικού δικαιώματος. Σε περίπτωση ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης, ο εργοδότης που αρνείται να αποδεχθεί την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία του εργαζομένου, καθίσταται υπερήμερος και υποχρεούται στην πληρωμή του μισθού του. Ο εργαζόμενος, ενόψει του ότι η ακυρότητα της καταγγελίας τάσσεται υπέρ αυτού και είναι, επομένως, σχετική, δικαιούται είτε να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας και να αξιώσει μισθούς υπερημερίας, είτε να θεωρήσει έγκυρη την καταγγελία και να αξιώσει τη νόμιμη αποζημίωση (ΑΠ 1206/2020 , ΑΠ 105/2020, ΑΠ 121/2017). Κατ’ επέκταση, ο εργαζόμενος μπορεί να παραιτηθεί ρητώς ή σιωπηρώς από το δικαίωμα προσβολής του κύρους της καταγγελίας ως άκυρης, η παραίτηση δε επιφέρει απόσβεση του σχετικού δικαιώματος (άρθρο 156 ΑΚ) . Η σιωπηρή παραίτηση μπορεί να συναχθεί (και) από πράξεις του δικαιούχου, οι οποίες έγιναν για άλλο σκοπό, υποδηλώνουν όμως χωρίς αμφιβολία τη βούλησή του να αποδεχθεί τις συνέπειες της καταγγελίας , πρέπει δε να προκύπτει σαφώς και ανενδοιάστως από συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 554/2023, ΑΠ 105/2020, ΑΠ 2108/2014). Από τα προαναφερόμενα σαφώς προκύπτει ότι η πρόσθετη αποζημίωση επιδικάζεται στον εργαζόμενο όταν ο τελευταίος, κατά τα παραπάνω, δεν προσβάλλει το κύρος της καταγγελίας ώστε να συνεχίσει να παρέχει την εργασία του, αλλά αποδέχεται τη απόλυσή του ζητώντας την νόμιμη αποζημίωση και επιπλέον, επικαλούμενος παράβαση του άρθρου 66 παρ. 1 να ζητήσει την πρόσθετη αποζημίωση που προβλέπεται στο παραπάνω άρθρο . Επίσης από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2 , 118 αριθ.4 και 216 παρ.1α’ του ΚΠολΔ , προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που απαιτούνται για την νομική της θεμελίωση, η έλλειψη δε ή η ανεπαρκής ή η ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά, δηλαδή η αοριστία της αγωγής, συνιστά έλλειψη της με ποινή απαραδέκτου επιβαλλομένης προδικασίας , η οποία εξετάζεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 989/2022, ΑΠ 131/2020). Ειδικότερα, στοιχεία, για να είναι ορισμένη η αγωγή απασχολούμενου με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, μισθωτού, με την οποία ζητούνται δεδουλευμένες αποδοχές ή άλλες οφειλόμενες από την εργασιακή σύμβαση αμοιβές ή προσαυξήσεις, είναι η σύμβαση (ή η σχέση) εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και τα περιστατικά, από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες για τις παραπάνω αιτίες οφειλές του εργοδότη, επαρκώς προσδιορισμένα (ΑΠ 33/2022, ΑΠ 874/2018) και εφόσον ζητείται επιδίκαση αμοιβής και αποζημίωσης για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση , θα πρέπει ν’ αναφέρεται η εργασιακή σχέση, οι νόμιμες ή καταβαλλόμενες αποδοχές βάσει των οποίων θα υπολογισθεί το ωρομίσθιο (ΑΠ 1003/2018) και η διάρκεια της εβδομαδιαίας και ημερήσιας απασχόλησης, προκειμένου να είναι δυνατόν να διακριβωθεί ποια περίπτωση υπέρβασης του νομίμου ωραρίου συντρέχει , δηλαδή υπερεργασία, νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, ή κατ’ εξαίρεση υπερωρία , ενόψει και του διαφορετικού τρόπου αμοιβής των μορφών αυτών υπέρβασης του νομίμου ωραρίου (ΑΠ 684/2017, ΑΠ 53/2015). Εξάλλου, σε περίπτωση αγωγής στην οποία σωρεύονται περισσότερες απαιτήσεις του ενάγοντος κατά του εναγόμενου δεν απαιτείται για το ορισμένο της αγωγής η αναγραφή των ποσών που ο ενάγων έλαβε από τον εναγόμενο χωριστά για κάθε επί μέρους αγωγικό κονδύλιο, διότι οι καταβολές αυτές θεμελιώνουν κατά το άρθρο 416 του ΑΚ ένσταση εξόφλησης εκ μέρους του εναγομένου, η δε αναφορά στο δικόγραφο της αγωγής του συνόλου του ληφθέντος από τον εναγόμενο ποσού, ενέχει καθ’ υποφοράν άρνηση του ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου περί περαιτέρω καταβολών και δεν καθιστά αόριστη και ως εκ τούτου απαράδεκτη την αγωγή, στην οποία αναφέρονται συνολικές μόνο καταβολές έναντι των αγωγικών αξιώσεων, χωρίς επιμερισμό των καταβολών κατά κονδύλιο (ΑΠ 966/2018, ΑΠ 533/2018, ΑΠ 424/2018, ΑΠ 1004/2017) . Και τούτο διότι οι καταβολές αυτές αποτελούν μέρος του συνόλου των αξιώσεων του ενάγοντος από διάφορες αιτίες που θεμελιώνουν και την ιστορική βάση της αγωγής, από το άθροισμα δε όλων των επίδικων απαιτήσεων του ενάγοντος, που θα προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία και αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς, θα αφαιρεθεί το συνολικό ποσό που στην αγωγή αναγράφεται ως καταβληθέν και κατά συνέπεια δεν διώκεται από τον ενάγοντα (ΑΠ 274/2023, ΑΠ 533/2018, ΑΠ 1004/2017) .

Στην προκείμενη περίπτωση με την από 22-12-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../23-12-2022) αγωγή , οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι δυνάμει των αναφερομένων στην αγωγή συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψαν με τον νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας , προσλήφθηκαν για να παρέχουν την εργασία τους, η μεν πρώτη με την ειδικότητα της μπουφετζή , ο δε δεύτερος με την ειδικότητα του διανομέα . Ότι κατά το χρονικό διάστημα που παρείχαν την εργασία τους, εργάζονταν πέραν του νομίμου ωραρίου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή και η εναγόμενη , καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα δεν τους κατέβαλε τις νόμιμες αμοιβές για υπερωρίες, υπερεργασία, δώρα εορτών και επιδόματα αδείας. Ότι κατά τις αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής ημερομηνίες, η εναγόμενη κατήγγειλε στην αρχή προφορικά και κατόπιν εγγράφως τις προαναφερόμενες συμβάσεις εργασίας , χωρίς να τους καταβάλλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης. Ότι στην παραπάνω καταγγελία προέβη η εναγόμενη από εκδικητικότητα και εμπάθεια , καθόσον οι ενάγοντες είχαν προηγουμένως προσφύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας διαμαρτυρόμενοι για την παράλειψη καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών στον ΕΦΚΑ εκ μέρους της εναγομένης, με αποτέλεσμα να είναι ανασφάλιστοι (οι ενάγοντες) στερούμενοι υγειονομικής και φαρμακευτικής ασφαλιστικής κάλυψης. Ζητούσαν δε με την αγωγή τους: Α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει : 1) στην πρώτη ενάγουσα α) το ποσό των 10.467,50 ευρώ ως πρόσθετη αποζημίωση του άρθρου 66 ν. 4808/2021, β) το ποσό των 5.233,75 ευρώ ως αποζημίωση για την απόλυσή της και γ) το συνολικό ποσό των 4.156 ευρώ που αφορά τις δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Σεπτεμβρίου 2022, επίδομα ανθυγιεινής εργασίας και επίδομα γάμου, 2) στον δεύτερο ενάγοντα α) το ποσό των 7.079,30 ευρώ ως πρόσθετη αποζημίωση του άρθρου 66 ν. 4808/2021, β) το ποσό των 3.539,65 ευρώ ως αποζημίωση για την απόλυσή του και γ) το συνολικό ποσό των 9.802,50 ευρώ που αφορά προσαύξηση για εργασία τις Κυριακές , δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Σεπτεμβρίου 2022 , επίδομα ιδιαιτέρων συνθηκών και επίδομα γάμου, με το νόμιμο τόκο από τον χρόνο που έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό και Β) να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη όφειλε να καταβάλει : α) στην πρώτη εφεσίβλητη το συνολικό ποσό των 40.600 ευρώ για οφειλόμενη προσαύξηση κατά την εργασία τις ημέρας της Κυριακής, για δώρα εορτών, επίδομα αδείας , αποζημίωση αδείας, για δεδουλευμένες αποδοχές του μηνός Σεπτεμβρίου 2022 και για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης και β) στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 39.220,68 ευρώ για προσαύξηση νυκτερινής εργασίας, υπερωριακή απασχόληση και υπερεργασία, για δώρα εορτών, επίδομα αδείας, αποζημίωση αδείας, επίδομα γάμου και για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης, με το νόμιμο τόκο από τον χρόνο που έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή  τους, κατά το μέρος που έκρινε παραδεκτή και νόμιμη την αγωγή , μετά από την εκτίμηση των αποδείξεων , έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη, υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 9.236,60 ευρώ και στον δεύτερο εφεσίβλητο το συνολικό ποσό των 10.373,39 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τον χρόνο που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, αναγνώρισε ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 9.541,06 ευρώ και στον δεύτερο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 2.662,47 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τον χρόνο που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό και επέβαλε σε βάρος της εναγόμενης μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, τα οποία όρισε στο ποσό των 1.000 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινομένη έφεσή της η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί με την κρινομένη έφεσή της να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη και να επιβληθούν σε βάρος των εφεσίβλητων τα δικαστικά της έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας .

Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά παράβαση του άρθρου 66 παρ. 6 ν 4808/2021, επιδίκασε στους εφεσίβλητους σωρευτικά την αποζημίωση απόλυσης και την πρόσθετη αποζημίωση, ενώ έπρεπε, λόγω της σώρευσης να απορριφθούν αμφότερα τα κονδύλια ως απαράδεκτα. Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, σε συνδυασμό με τα αιτήματα της αγωγής, οι εφεσίβλητοι δεν ζητούν να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας ώστε να συνεχίσουν να παρέχουν την εργασία τους στην εκκαλούσα, αλλά ζητούν τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης και περαιτέρω, επικαλούμενοι την παράβαση του άρθρου 66 παρ. 1β ν. 4808/2021 ζητούν παραδεκτά και την επιδίκαση της πρόσθετης αποζημίωσης που προβλέπεται από το παραπάνω άρθρο.

Με τους τρίτο και τέταρτο των λόγων της έφεσης, η εκκαλούσα επικαλείται αοριστία των επιμέρους κονδυλίων της αγωγής που αφορούν επιδόματα αδείας, δώρα εορτών, εργασία κατά την Κυριακή, επίδομα γάμου και ανθυγιεινής εργασίας, καθόσον δεν αναγράφεται στην αγωγή ο τρόπος υπολογισμού τους. Οι προβαλλόμενοι λόγοι έφεσης είναι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, απορριπτέοι ως αβάσιμοι, καθόσον στο δικόγραφο της αγωγής αναγράφονται η σύμβαση (ή η σχέση) εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και τα περιστατικά, από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες για τις παραπάνω αιτίες οφειλές του εργοδότη, καθώς και, οι νόμιμες ή καταβαλλόμενες αποδοχές βάσει των οποίων θα υπολογισθεί το ωρομίσθιο και η διάρκεια της εβδομαδιαίας και ημερήσιας απασχόλησης, προκειμένου να είναι δυνατόν να διακριβωθεί ποια περίπτωση υπέρβασης του νομίμου ωραρίου συντρέχει, δηλαδή υπερεργασία, νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, ή κατ’ εξαίρεση υπερωρία, ενόψει και του διαφορετικού τρόπου αμοιβής των μορφών αυτών υπέρβασης του νομίμου ωραρίου .

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα των εφεσίβλητων , που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού (η εκκαλούσα δεν πρότεινε την εξέταση μάρτυρα), των με αριθμούς ……../2023 και ………/2023 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων …….. και …….. , που δόθηκαν ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά …………. και λήφθηκαν νόμιμα με την επιμέλεια των εφεσίβλητων, των από 26-9-2023 (αριθ. πρωτ. ΔΣΠ ΕΒ …………-2023 και ΔΣΠ ΕΒ ………….-2023) ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ……….. και …………., που δόθηκαν ενώπιον της δικηγόρου Πειραιά ………… που λήφθηκαν νόμιμα με επιμέλεια της εκκαλούσας, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων , αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήφθη μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εκκαλούσας και της πρώτης εφεσίβλητης στις 6-1-2016, η τελευταία προσλήφθηκε για να παρέχει την εργασία της ως πωλήτρια-μπουφετζού στο κατάστημα –αναψυκτήριο που διατηρεί η εκκαλούσα στον Πειραιά επί της ………….. , έναντι μηνιαίου μισθού εκ ποσού 770 ευρώ και με ωράριο πενθήμερης εργασίας από ώρα 06:00 έως 14:00 . Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η πρώτη εφεσίβλητη απασχολείτο επιπλέον δύο Σάββατα το μήνα με ίδιο ωράριο, δηλαδή από ώρα 06:00  έως 14:00 και δύο Κυριακές το μήνα με ωράριο από 07:00 έως 15:00  εναλλάξ, εκτός του μηνός Σεπτεμβρίου 2022, οπότε δεν εργάσθηκε Σάββατα και Κυριακές. Έτσι είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι η απασχόληση της πρώτης εφεσίβλητης ήταν πενθήμερη εβδομαδιαίως, καθόσον η συγκεκριμένη επιχείρηση λειτουργούσε και Σάββατα και Κυριακές, χωρίς τούτο να αμφισβητείται ειδικά από αυτήν. Οι ως άνω μηνιαίες (μικτές) αποδοχές της πρώτης εφεσίβλητης ανέρχονταν στο προαναφερόμενο συμβατικά καθορισμένο ποσό των 770 ευρώ, το διάστημα από την πρόσληψή της έως την 31-1-2019, ακολούθως, από 1-2-2019 έως 31-12-2021 ανέρχονταν στο ποσό των 780,00 ευρώ, με ωρομίσθιο 4,68 ευρώ [σύμφωνα με την υπ’ αριθ. οικ. 4241/127/30-1-2019 απόφαση της Υπουργού Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «Καθορισμός κατώτατου μισθού και κατώτατου ημερομισθίου για τους υπαλλήλους και τους εργατοτεχνίτες όλης της χώρας (προσαυξήσεις τριετιών), ΦΕΚ Β’173/30-1-2019], στη συνέχεια, από 1η-1-2022 έως 30-4-2022 ανέρχονταν στο ποσό των 795,60 ευρώ, με ωρομίσθιο 4,77 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθ. οικ. 107675/27-12-2021 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων με τίτλο «Καθορισμός κατώτατου μισθού και κατώτατου ημερομισθίου για τους υπαλλήλους και τους εργατοτεχνίτες όλης της χώρας», ΦΕΚ Β’ 6263/27-12-2021), από 1η-5-2022 έως 28-6-2022 ανέρχονταν στο ποσό των 855,60 ευρώ, με ωρομίσθιο 5,13 ευρώ [σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 38866/21-4-2022 απόφαση της Υπουργού Εργασίας με θέμα «Καθορισμός κατώτατου μισθού και κατώτατου ημερομισθίου για τους υπαλλήλους και τους εργατοτεχνίτες όλης της χώρας» (ΦΕΚ Β’, 2030/21-4-2022)], και τέλος, από 29-6-2022 [οπότε κηρύχθηκε υποχρεωτική η από 24-5-2021 Σ.Σ.Ε. «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των πάσης φύσεως Τουριστικών και Επισιτιστικών Καταστημάτων όλης της χώρας για το 2021-2023 (ΦΕΚ Β’3354/29-6-2022)] έως 6-10-2022 ανέρχονταν στο ποσό των 897,21 ευρώ (ήτοι βασικός μισθός 690,15 ευρώ, πλέον επιδομάτων τριετίας 10%, γάμου 10% και ανθυγιεινής εργασίας 10%), με ωρομίσθιο 5,38 ευρώ. Περαιτέρω, δυνάμει της από 21-3-2013 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μερικής απασχόλησης , η οποία συνήφθη μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εκκαλούσας και του δεύτερου εφεσίβλητου, ο τελευταίος προσλήφθηκε από την εκκαλούσα για να παρέχει την εργασία του ως διανομέας, στο ίδιο ως άνω κατάστημα-αναψυκτήριο , με ωράριο ημερήσιας απασχόλησης από ώρα 13:30 π.μ. έως 17:30 μ.μ. από Δευτέρα έως Παρασκευή, με μηνιαίες αποδοχές ως υπαλλήλου (βλ. σχετικά το έντυπο αναγγελίας πρόσληψης Ε3, την από 1-1-2022 αναγγελία γνωστοποίησης όρων ατομικής σύμβασης εργασίας του δεύτερου εφεσίβλητου σύμφωνα με τις διατάξεις του ΠΔ 156/94 , αλλά και τους πίνακες προσωπικού της εκκαλούσας) 293,50 ευρώ και ωρομίσθιο 3,52 ευρώ (όπως ο χρόνος απασχόλησης και οι αποδοχές αποτυπώθηκαν στο έντυπο αναγγελίας πρόσληψης Ε3) . Από την 1η-1-2017 έως 19-10- 2021 το ωράριο εργασίας του ήταν από ώρα 09:00 π.μ. έως 13:00 μ.μ. από Δευτέρα έως Παρασκευή και Κυριακή , ενώ από 20-10-2021 έως και 30-9-2022 το ωράριό του ήταν από ώρα 12:00 μ.μ. έως 18:00 μ.μ. από Δευτέρα έως Παρασκευή και Κυριακή, όπως όσον αφορά τις καθημερινές ημέρες είχε αποτυπωθεί στους προσκομιζόμενους από την εκκαλούσα πίνακες προσωπικού για το επίδικο διάστημα. Ακόμη αποδεικνύεται ότι οι μηνιαίες (μικτές) αποδοχές του δεύτερου εφεσίβλητου ανέρχονταν στο ποσό των 293,04 ευρώ , με ωρομίσθιο 3,52 ευρώ το διάστημα από 1η-1-2017 έως 31-12019 (σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης 3, της υποπαρ. 1Α.11, της παρ. ΙΑ , του πρώτου άρθρου του Ν. 4093/2012), ακολούθως, από 1-2-2019 έως 19-10-2021 ανέρχονταν στο ποσό των 325,00 ευρώ, με ωρομίσθιο 4,29 ευρώ [σύμφωνα με την υπ’ αριθ. οικ. 4241/127/30-1-2019 απόφαση της Υπουργού Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «Καθορισμός κατώτατου μισθού και κατώτατου ημερομισθίου για τους υπαλλήλους και τους εργατοτεχνίτες όλης της χώρας» (προσαυξήσεις τριετιών), ΦΕΚ Β’ 173/30-1-2019] , στη συνέχεια , από 20-10-2021 (οπότε άρχισε να απασχολείται επί εξάωρο) έως 31-12-2021 ανέρχονταν στο ποσό των 487,50 ευρώ, με ωρομίσθιο 4,29 ευρώ, κατόπιν από 1η-1-2022 έως 30-4-2022 ανέρχονταν στο ποσό των 497,25 ευρώ, με ωρομίσθιο 3,98 ευρώ (σύμφωνα με την υπ’ αριθ. οικ. 107675/27-12-2021 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων με τίτλο «Καθορισμός κατώτατου μισθού και κατώτατου ημερομισθίου για τους υπαλλήλους και τους εργατοτεχνίτες όλης της χώρας», ΦΕΚ Β’ 6263/27-12-2021), από 1η-5-2022 έως 28-6-2022 ανέρχονταν στο ποσό των 534,75 ευρώ, με ωρομίσθιο 4,28 ευρώ [σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 38866/21-4-2022 απόφαση της Υπουργού Εργασίας με θέμα «Καθορισμός κατώτατου μισθού και κατώτατου ημερομισθίου για τους υπαλλήλους και τους εργατοτεχνίτες όλης της Χώρας» (ΦΕΚΒ’ 2030/21-4-2022)], και τέλος, από 296-2022 [οπότε κηρύχθηκε υποχρεωτική η από 24-5-2021 Σ.Σ.Ε. «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των πάσης φύσεως Τουριστικών και Επισιτιστικών Καταστημάτων όλης της χώρας για το 2021 – 2023 (ΦΕΚ B’3354/29-6-2022)] έως 5-10-2022 ανέρχονταν στο ποσό των 606,81 ευρώ (ήτοι βασικός μισθός 505,68 ευρώ, πλέον επιδομάτων γάμου 10% και ιδιαιτέρων συνθηκών 10%), με ωρομίσθιο 4,38 ευρώ. Εξάλλου αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα καθόλο το επίδικο χρονικό διάστημα τους κατέβαλε τις νόμιμες αποδοχές, πλην όμως δεν τους κατέβαλε την αναλογούσα αμοιβή για την εργασία τους κατά την ημέρα της Κυριακής. Έτσι σύμφωνα με τα παραπάνω αναφερόμενα σχετικά με το χρόνο εργασίας τους η εκκαλούσα όφειλε να καταβάλει : Α) στη πρώτη εφεσίβλητη : α) για το διάστημα από 11-2017 έως 31-1-2019 το ποσό των [(4,62€ ωρομίσθιο Χ 75%=) 3,46€ Χ 8 ώρες Χ 53 Κυριακές (ήτοι 2 Κυριακές κάθε μήνα)«] 1.467,04 ευρώ , β) για το διάστημα από 1-2-2019 έως 31-12-2021 το ποσό των [(4,68€ ωρομίσθιο Χ 75%=) 3,51€ Χ 8 ώρες Χ 74 Κυριακές (ήτοι 2 Κυριακές κάθε μήνα)«] 2.077,92 ευρώ , γ) για το διάστημα από 1-1-2022 έως 30-4-2022 το ποσό των [(4,77€ ωρομίσθιο Χ 75%=) 3,58€ Χ 8 ώρες Χ 8 Κυριακές [ήτοι 2 Κυριακές κάθε μήνα)«] 229,12 ευρώ , δ) για το διάστημα από 1-5-2022 έως 28-6-2022 το ποσό των [(5,13€ ωρομίσθιο Χ 75%=) 3,85€ Χ 8 ώρες Χ 4 Κυριακές (ήτοι 2 Κυριακές κάθε μήνα]«] 123,20 ευρώ και ε) για το διάστημα από 29-6-2022 έως 31-8-2022 το ποσό των [(5,38€ ωρομίσθιο Χ 75%=) 4,03€ Χ8 ώρες Χ 4 Κυριακές (ήτοι 2 Κυριακές κάθε μήνα)«] 128,96 ευρώ , και συνολικά για την αιτία αυτή το ποσό των 4.026,24 ευρώ και Β) στον δεύτερο εκκαλούντα  : α) για το διάστημα από 1-1-2017 έως 31-1-2019 το ποσό των [(3,52€ ωρομίσθιο Χ 75%=) 2,64€ Χ4 ώρες Χ 105 Κυριακές (όλες τις Κυριακές κάθε μήνα)=] 1.108,80 ευρώ, β) για το διάστημα από 1-2-2019 έως 19-10-2021 το ποσό των [(4,29€ ωρομίσθιο Χ 75%=) 3,22€ Χ 4 ώρες Χ 146 Κυριακές (όλες τις Κυριακές κάθε μήνα)=] 1.880,48 ευρώ , γ) για το διάστημα από 20-10-2019 έως 31-12-2021 το ποσό των [(4,29€ ωρομίσθιο Χ 75%=) 3,22€ Χ 6 ώρες Χ 9 Κυριακές (όλες τις Κυριακές κάθε μήνα)=] 173,88 ευρώ , δ) για το διάστημα από 1-1-2022 έως 30-4-2022 το ποσό των [(3,98€ ωρομίσθιο Χ 75%=) 2,98€ Χ 6 ώρες Χ 16 Κυριακές (όλες τις Κυριακές κάθε μήνα)] 286,08 ευρώ , ε) για το διάστημα από 1-5-2022 έως 286-2022 το ποσό των [(4,28€ ωρομίσθιο Χ 75%=) 3,21€ Χ 6 ώρες Χ 9 Κυριακές (όλες τις Κυριακές κάθε μήνα)] 173,34 ευρώ και στ) για το διάστημα από 29-6-2022 έως 31-8-2022 το ποσό των [(4,38€ ωρομίσθιο Χ 75%=) 3,28€ Χ 6 ώρες Χ 9 Κυριακές (όλες τις Κυριακές κάθε μήνα)«] 177,12 ευρώ, και συνολικά για την αιτία αυτή το ποσό των 3.799,70 ευρώ. Περαιτέρω, κατά το μέρος που εκκαλείται η απόφαση, η πρώτη εφεσίβλητη δικαιούτο για επίδομα δώρου Χριστουγέννων ετών 2020 και 2021 το ποσό των 780,00 ευρώ κατ’ έτος και για το έτος 2022 για αναλογία επιδόματος για το διάστημα εργασίας της από 1-5-2022 έως 6-10-2022, ήτοι για 159 ημέρες, το ποσό των [(855,60 Χ 2/25 Χ 3,10, ήτοι τα 2,25 δεκαεννιαήμερα του μισθού της ανά 19 ημέρες=) 212,19 ευρώ για το επιμέρους διάστημα από 1-5-2022 έως 28-6-2022 + (897,21 Χ 2/25 Χ 5,30=) 380,42 για το επιμέρους διάστημα από 296-2022 έως 6-10-2022=] 592,61 ευρώ, έναντι των οποίων δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε κάποιο ποσό, καθώς οι προσκομιζόμενες από την εκκαλούσα εξοφλητικές αποδείξεις δεν φέρουν την υπογραφή της, ενώ οι όποιες καταβολές, όπως ισχυρίζονται αμφότερα τα μέρη γίνονταν με πληρωμή μετρητοίς και όχι με κάποια τραπεζική κατάθεση, απορριπτομένης ως αβάσιμης της ένστασης εξόφλησης που προβάλει η εκκαλούσα κατά τα παραπάνω ποσά, συνολικού ύψους 2.152,61 ευρώ. Ακόμη δικαιούτο για επίδομα Πάσχα 2021 και 2022 τα ποσά των 390,00 ευρώ και 397,80 ευρώ αντίστοιχα , έναντι των οποίων δεν αποδείχθηκε κάποια καταβολή, για τους ίδιους ως άνω αναφερόμενους λόγους. Αντίστοιχα ο δεύτερος εφεσίβλητος δικαιούτο για επίδομα δώρου Χριστουγέννων ετών 2020 και 2021 τα ποσά των 325,00 ευρώ και [(325,00€ Χ 2/25 Χ 9,10, ήτοι τα 2,25 δεκαεννιαήμερα του μισθού ανά 19 ημέρες=) 236,60 για το διάστημα από 1-5-2021 έως 19-10-2021, ήτοι για 173 ημέρες, και (487,50€ Χ 2/25 Χ 3,79, ήτοι τα 2,25 δεκαννιαήμερα του μισθού ανά 19 ημέρες=) 147,81 για το διάστημα από 20-10-2021 έως 31-12-2021, ήτοι για 72 ημέρες=] 384,41 ευρώ αντίστοιχα και για το έτος 2022 για αναλογία επιδόματος για το διάστημα εργασίας του από 1-5-2022 έως 5-10-2022 , ήτοι για 158 ημέρες , το ποσό των (534,75€ Χ 2/25 Χ 3,10, ήτοι τα 2,25 δεκαννιαήμερα του μισθού του ανά 19 ημέρες=132,62 ευρώ για το επιμέρους διάστημα από 1-5-2022 έως 28-6-2022 , ήτοι για 59 ημέρες + 606,81€ Χ 2/25 Χ 5,26= 255,35 για το επιμέρους διάστημα από 29-6-2022 έως 5-10-2022, ήτοι για 100 ημέρες=) 387,97 ευρώ , έναντι των οποίων δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε κάποιο ποσό, καθώς οι πρoσκoμιζόμενες από την εκκαλούσα εξοφλητικές αποδείξεις δεν φέρουν την υπογραφή του, ενώ οι όποιες καταβολές, όπως σε όλο το προσωπικό , γίνονταν με πληρωμή μετρητοίς, απoρριπτoμένης της ένστασης εξόφλησης ως προς τα παραπάνω ποσά , συνολικού ύψους 1.097,38 ευρώ . Ακόμη δικαιούτο για επίδομα Πάσχα των ετών 2021 και 2022 τα ποσά των 162,50 ευρώ και 248,62 ευρώ αντίστοιχα, έναντι των οποίων δεν αποδείχθηκε κάποια καταβολή, για τους ίδιους ως άνω αναφερόμενους λόγους . Επιπρόσθετα, για επίδομα και αποδοχές αδείας (για τον υπολογισμό των οποίων ως βάση θα ληφθούν οι αποδοχές της 31ης Δεκεμβρίου του έτους στο οποίο αντιστοιχεί η άδεια αναψυχής, η πρώτη εφεσίβλητη  δικαιούτο να λάβει για επίδομα και αποδοχές αδείας για τα έτη 2020 και 2021 το ποσό των 390,00 ευρώ για έκαστη αιτία, κατ’ έτος, και τέλος, για επίδομα και αποδοχές αδείας 2022 το ποσό των 448,60 ευρώ για έκαστη αιτία, ήτοι συνολικά 1.677,20 ευρώ , έναντι των οποίων δεν αποδείχθηκε ότι εξοφλήθηκε για τους ίδιους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω. Ο δεύτερος εφεσίβλητος δικαιούτο να λάβει για επίδομα και αποδοχές αδείας 2021 το ποσό των 243,75 ευρώ για έκαστη αιτία και για το έτος 2022 το ποσό των 303,40 ευρώ για έκαστη αιτία, ήτοι συνολικά 850,55 ευρώ, έναντι των οποίων δεν αποδείχθηκε ότι εξοφλήθηκε για τους ίδιους ως άνω λόγους. Επίσης, δικαιούτο η πρώτη εφεσίβλητη το ποσό των 897,21 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Σεπτεμβρίου 2022 και ο δεύτερος εφεσίβλητος το ποσό των 606,80 ευρώ για την ίδια αιτία, καθώς, επίσης, η δεύτερη εφεσίβλητη για επίδομα ανθυγιεινής εργασίας και επίδομα γάμου (10% έκαστο βάσει της προαναφερόμενης ΣΣΕ), από 1-7-2022 έως 30-9-2022 τα ποσά των [(690, 15Χ10%=) 69,01 ευρώ Χ 3 μήνες=] 207,03 ευρώ για κάθε αιτία και ο δεύτερος εφεσίβλητος για επίδομα γάμου και ιδιαιτέρων συνθηκών (10% έκαστο βάσει της προαναφερόμενης ΣΣΕ), από 1-7-2022 έως 30-9-2022 τα ποσά των [(505,68Χ10%=) 50,57 ευρώ Χ 3 μήνες=] 151,71 ευρώ για κάθε αιτία, έναντι των οποίων δεν αποδείχθηκε ότι έλαβαν για τους ίδιους λόγους που προεκτέθηκαν (μη υπογραφή εξοφλητικών αποδείξεων σε συνδυασμό με την καταβολή των οιασδήποτε φύσης αποδοχών των εφεσίβλητων τοις μετρητοίς και όχι με τραπεζική κατάθεση). Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η εργασιακή σχέση της εκκαλούσας με την πρώτη εφεσίβλητη διήρκεσε μέχρι την 6η-10-2022 και με τον δεύτερο εφεσίβλητο μέχρι την 5η-10-2022, οπότε προέβη σε καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους, με την αποστολή των από 6-10-2022 και 4-10-2022 εξώδικων δηλώσεων – καταγγελιών, με παρεμφερές περιεχόμενο (βλ. τις με αριθμούς ……./6-10-2022 και ……../5-10-2022 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά ……. , μετά των συνημμένων σε αυτές καταγγελιών), χωρίς, όμως, να τους καταβάλει ταυτόχρονα τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, λόγω της επικαλούμενης από αυτήν πλημμελούς άσκησης των εργασιακών τους καθηκόντων. Όμως η πραγματική αιτία της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας των εφεσίβλητων εκ μέρους της εκκαλούσας, δεν αποδεικνύεται ότι ήταν η πλημμελής εκπλήρωση των καθηκόντων τους, η οποία κρίνεται προσχηματική, αλλά το γεγονός ότι αυτοί απευθύνθηκαν στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας στις 30-8-2022, όπου υπέβαλαν κατά της εκκαλούσας τις με αριθμούς 266 και 268 αιτήσεις διενέργειας εργατικής διαφοράς, με αντικείμενο τη μη καταβολή επιδομάτων και αποδοχών αδείας, δώρων εορτών, υπερωριακής απασχόλησης και προσαυξήσεων νυκτερινής εργασίας και εργασίας κατά τις Κυριακές και αργίες των τελευταίων πέντε (5) ετών, οι οποίες συζητήθηκαν στις 3-10-2022. Στις εν λόγω προσφυγές προχώρησαν οι εφεσίβλητοι, όπως οι ίδιοι εκθέτουν με το δικόγραφο της αγωγής, ενόψει της διαπίστωσης, περί τα μέσα Μαΐου του 2022, της μη καταβολής των ασφαλιστικών τους εισφορών, από τον Ιανουάριο του ως άνω έτους, από την εργοδότριά τους, με συνέπεια να στερούνται υγειονομικής και φαρμακευτικής ασφαλιστικής κάλυψης και αφού το ζήτημα δεν διευθετήθηκε παρά τις διαμαρτυρίες τους.  Σε αντίστοιχες προσφυγές προχώρησαν και οι εργαζόμενες του συγκεκριμένου καταστήματος …….., εκ των οποίων οι δύο πρώτες αποχώρησαν οικειοθελώς από την επιχείρηση, όπως οι ίδιες αναφέρουν στις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις τους,  η δε τρίτη υπέγραψε με την εκκαλούσα το από 5-10-2022 συμφωνητικό συμβιβαστικής επίλυσης διαφορών, με το οποίο, μεταξύ άλλων, αποδέχθηκε ως έγκυρη την από 4-10-2022 καταγγελία της σύμβασής της και ανακάλεσε τα αιτήματα εργατικής διαφοράς που κατέθεσε στην Επιθεώρηση Εργασίας. Από τα  παραπάνω αποδεικνύεται ότι εξαιτίας της άσκησης του νομίμου δικαιώματος των εφεσίβλητων με την προσφυγή τους στην Επιθεώρηση Εργασίας, οι οποίοι ήταν οι μόνοι από τους προσφεύγοντες στην Επιθεώρηση Εργασίας που συνέχισαν να εργάζονται στην επιχείρηση της εκκαλούσας, ήταν ευλόγως μη αρεστή στην τελευταία η οποία τελικά κατήγγειλε τις συμβάσεις εργασίας τους, κοινοποιώντας τους τις σχετικές καταγγελίες. Ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι οι εφεσίβλητοι επεδείκνυαν ήδη από διετίας αντισυμβατική συμπεριφορά έναντι αυτής, με τη μη υπογραφή από τον Οκτώβριο του 2020 των αποδείξεων μισθοδοσίας τους, την οποία συνέχισαν και μάλιστα επέτειναν με τη πλημμελή άσκηση των καθηκόντων τους, και ιδίως με την καθυστέρηση στην παρασκευή και παράδοση των παραγγελιών, με την εν γένει αδιαφορία στην εργασία τους, με την αγενή συμπεριφορά προς τους πελάτες του καταστήματος και τη δημιουργία αρνητικού κλίματος με το υπόλοιπο προσωπικό, με απώτερο και αποκλειστικό σκοπό να την εξαναγκάσουν στην καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους και να εισπράξουν τη σχετική αποζημίωση απόλυσης, δεν αποδείχθηκε από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα. Αναφορικά με τη μη υπογραφή των εξοφλητικών αποδείξεων από μέρους των εφεσίβλητων, πρέπει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με τη με αριθμό 22528/430/18-5-2017 Υπουργική Απόφαση, οι αποδοχές των εργαζόμενων καταβάλλονται υποχρεωτικά στον τραπεζικό τους λογαριασμό, με συνέπεια να μην παρίσταται υποχρεωτική από τους εφεσίβλητους η υπογραφή των σχετικών αποδείξεων, ενώ αναφορικά με την πλημμελή ενάσκηση των εργασιακών τους καθηκόντων, στις ίδιες τις καταγγελίες των συμβάσεων τους, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η άρνηση προσήκουσας εκτέλεσης των καθηκόντων τους ξεκίνησε μετά την προσφυγή τους στην Επιθεώρηση Εργασίας, αναιρώντας δηλαδή τον ένδικο ισχυρισμό της περί μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος εμφάνισης αντισυμβατικής συμπεριφοράς αυτών, ενώ δεν αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα, μέσω των νόμιμων εκπροσώπων της, προέβη σε οποιαδήποτε σύσταση εναντίον των εφεσίβλητων, αλλά ούτε και ότι η συνέχιση των ένδικων εργασιακών σχέσεων ήταν αδύνατη. Αντίθετα οι εφεσίβλητοι ήταν από τους παλαιότερους εργαζόμενούς της στο εν λόγω κατάστημα, οι σχέσεις τους με τους υπόλοιπους εργαζόμενους και με τους πελάτες ήταν οι αρμόζoυσες και δεν κρίνεται ότι αυτές άλλαξαν μέσα σε ένα μήνα, πλέον του γεγονότος ότι ακόμη κι αν ήθελε κριθεί ότι επέδειξαν αδιαφορία στην εκτέλεση της εργασίας τους. Άλλωστε, το κρίσιμο χρονικό διάστημα αποδεικνύεται ότι η επιχείρηση απασχολούσε επτά εργαζόμενους στο συγκεκριμένο κατάστημα, εκ των οποίων οι πέντε, μεταξύ αυτών και οι εφεσίβλητοι, σταμάτησαν να παρέχουν την εργασία τους, είτε οικειοθελώς (οι δύο εξ αυτών) είτε κατόπιν καταγγελίας των συμβάσεών τους από την εκκαλούσα  (οι υπόλοιποι τρείς). Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν αποδείχθηκαν περιστατικά σκόπιμης και κακόβουλης παραβίασης των συμβατικών υποχρεώσεων των εφεσίβλητων, προκειμένου οι τελευταίοι να εξαναγκάσουν την εκκαλούσα να τους απολύσει, χωρίς να δύναται να θεωρηθεί τέτοιο περιστατικό η διεκδίκηση αρμοδίως των εργασιακών τους δικαιωμάτων . Επομένως, με βάση τα ανωτέρω, προκύπτει ότι για την εγκυρότητα της καταγγελίας των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου των εφεσίβλητων από την εκκαλούσα όφειλε η τελευταία να τους καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, η οποία ως προς την πρώτη εφεσίβλητη ανέρχεται στο ποσό των [897,21€ (μικτές μηνιαίες αποδοχές)+ 149,53€ (προσαύξηση 1/6) Χ 5 μήνες (με βάση προϋπηρεσία 9 ετών)=] 5.233,70 ευρώ και ως προς τον δεύτερο εφεσίβλητο  στο ποσό των [606,81€ (μικτές μηνιαίες αποδοχές)+ 101,13€ (προσαύξηση 1/6) Χ 5 μήνες (με βάση προϋπηρεσία 9 ετών)=] 3.539,70 ευρώ, αλλά θα επιδικαστούν 3.539,65 ευρώ κατά το αγωγικό αίτημα (άρθρο 106 ΚΠολΔ). Επιπρόσθετα, οι εκκαλούντες δικαιούνται πρόσθετης αποζημίωσης , ίσης με τις τακτικές αποδοχές τεσσάρων (4) μηνών, που κρίνεται εύλογο λαμβανομένων υπόψη των προαναφερόμενων συνθηκών και ιδίως της έντασης του πταίσματος της εργοδότριας και της περιουσιακής και οικονομικής κατάστασης των μερών και συγκεκριμένα, η πρώτη εξ αυτών το ποσό των [897,21 € (μικτές μηνιαίες αποδοχές) Χ 4 μήνες =] 3.588,84 ευρώ και ο δεύτερος εξ αυτών το ποσό των [606,81€ (μικτές μηνιαίες αποδοχές] Χ 4 μήνες =] 2.427,24 ευρώ. Ως εκ τούτων, η ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εφεσίβλητων για τη λήψη αποζημίωσης απόλυσης και πρόσθετης αποζημίωσης που πρότεινε η εκκαλούσα και επανέφερε με σχετικό λόγο έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, καθώς , όπως προεκτέθηκε, δεν αποδείχθηκε ότι αυτοί εκπλήρωναν πλημμελώς τις συμβατικές τους υποχρεώσεις κακόβουλα με αποκλειστικό σκοπό να εξαναγκάσουν την εκκαλούσα εργοδότριά τους να τους απολύσει προκειμένου να εισπράξουν τα παραπάνω δικαιούμενα ποσά. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο , το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις , είναι δε αβάσιμοι και απορριπτέοι οι λόγοι της έφεσης, καθώς και η  έφεση στο σύνολό της προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη και να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, που υπέβαλαν νομότυπα με τις προτάσεις τους σχετικό αίτημα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 178, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 8-5-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./8-5-2024) έφεση, κατά της με αριθμό 1138/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία).

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 29 Μαΐου 2025 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ