ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 344 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(3ο ΤΜΗΜΑ)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Ελένη Μούρτζη Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Κ.Σ .
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του , στις ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Του εκκαλούντος : …………. , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του , Γεώργιο Θεοδόση του Νικολάου (ΑΜ …………. Δ.Σ. Αθηνών) , βάσει δηλώσεως .
Της εφεσίβλητης : Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……………..» , (ΑΦΜ ………), όπως συγχωνεύθηκε με την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………..», δι’απορροφήσεως της δεύτερης από την πρώτη αυτών (αριθ. πρωτ. ……../29-12-2023 ανακοίνωση Γ.Ε.Μ.Η.) , που εδρεύει στον Πειραιά (οδός …………), η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της, Αλέξιο Παπασταύρου του Δημητρίου (ΑΜ …….. Δ.Σ. Αθηνών) και Χρυσούλα Καλαντζή του Θεοδώρου (ΑΜ ……….. Δ.Σ. Αθηνών) , βάσει δηλώσεως .
Ο εκκαλών με την από 31-7-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΑΚΔ ………./31-7-2023) αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ζήτησε να γίνει δεκτή . Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 2046/18-6-2024 απόφασή του απέρριψε την αγωγή . Ήδη ο εκκαλών με την από 4-11-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΑΚΕΜ ………../5-11-2024) έφεσή του , η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./6-11-2024, προσδιορίστηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο , προσβάλλει την απόφαση αυτή .
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο αλλά κατέθεσαν τις από 5-3-2025 και 5-3-2025 μονομερείς δηλώσεις τους, αντίστοιχα, που έγιναν σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 4-11-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΑΚΕΜ ………../5-11-2024) έφεση του ενάγοντος της από 31-7-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΑΚΔ ……../31-7-2023) αγωγής και ήδη εκκαλούντος, κατά της με αριθμό 2046/18-6-2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά , που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την παραπάνω αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και έχει ασκηθεί στις 5-11-2024, νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 19, 144 παρ. 2 , 495 παρ. 1 και 2 , 511 , 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1 και 2 , 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 , 520 παρ. 1, 591 παρ. 1 και 7 , 614 αρ. 3 του Κ.Πολ.Δ.) , καθόσον από τα διαδικαστικά έγγραφα που περιέχονται στη δικογραφία δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης από τη δημοσίευση της οποίας (18-6-2024) , μέχρι την άσκηση της ενδίκου εφέσεως (5-11-2024) , δεν παρήλθε διετία. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η κρινόμενη έφεση και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 533 παρ. 1 , 591 παρ. 7 του Κ.Πολ.Δ.) .
Από τις διατάξεις των άρθρων 648 , 649 και 653 του ΑΚ , 3 παρ. 2 του ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 του ν. 3198/1955 και 1 της υπ’ αριθμ. 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας “περί προστασίας του ημερομισθίου” , που κυρώθηκε με τον ν. 3248/1955, συνάγεται ότι ως μισθός στη σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία με βάση το νόμο ή τη συμφωνία καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Επομένως, δεν έχουν τον χαρακτήρα μισθού οι πρόσθετες παροχές, που δίδονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση, εκδηλούμενη και από τα δύο μέρη , να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία και ως εκ τούτου δεν ιδρύονται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα αναφορικά με τις παροχές αυτές, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγηση τους . Οι οικειοθελείς αυτές παροχές δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε συμβατικές υποχρεώσεις του εργοδότη, ανεξαρτήτως του μακροχρονίου, του αδιάλειπτου ή του γενικευμένου της καταβολής τους, ιδίως αν αυτός (εργοδότης) κατά την έναρξη της χορηγήσεως τους ή, έστω, πριν δημιουργηθούν οι συνθήκες της δεσμευτικότητάς τους επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα να τις διακόψει ελευθέρως και μονομερώς οποτεδήποτε (ΑΠ 395/2020 , 13/2015, 1681/2010, 1082/2010) . Εξ άλλου η επιχειρησιακή συνήθεια, δηλαδή η πρακτική που έχει διαμορφωθεί από μακροχρόνιο, ομοιόμορφο χειρισμό ζητημάτων που ανάγονται στις σχέσεις εργοδότη και μισθωτού μέσα στο χώρο μιας επιχείρησης δεν αποτελεί από μόνη της πηγή γένεσης αξιώσεων, αλλά μπορεί, να αποτελέσει βάση σιωπηρής συμφωνίας. Αυτό συμβαίνει όταν ο εργοδότης, είτε ρητώς με ανακοίνωσή του υπόσχεται στους εργαζομένους τη χορήγηση μελλοντικών παροχών υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είτε χωρίς θετική υπόσχεση, χορηγεί συνεχώς τέτοιες, οπότε η αποδοχή των παροχών αυτών από τους εργαζομένους παρέχει τη βάση συμβατικής δέσμευσης και αφαιρεί από την πράξη το χαρακτήρα της μονομερούς και, συνεπώς, ελευθέρως ανακλητής παροχής . Προϋπόθεση και κύριο αντικείμενο της επιχειρησιακής συνήθειας είναι οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη, δηλαδή οι πέραν του μισθού παροχές , στις οποίες αυτός προβαίνει προς τους εργαζομένους χωρίς να έχει νομική δέσμευση (ΑΠ 973/2019, 48/2015, 1277/2010, 91/2008). Περαιτέρω, είναι ενδεχόμενο μία παροχή, η χορήγηση της οποίας άρχισε ως “οικειοθελής”, να εξελιχθεί κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας σε “επιχειρησιακή συνήθεια” και να καταστεί υποχρεωτική. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν η χορήγηση της παροχής επαναλαμβάνεται σταθερά και ομοιόμορφα για μεγάλο χρονικό διάστημα, με τρόπο που από τις δημιουργούμενες συνθήκες να συνάγεται σιωπηρώς η βούληση αφ’ ενός του εργοδότη να τη διατηρήσει στο διηνεκές και αφ’ ετέρου του εργαζόμενου να την αποδέχεται, προσβλέποντας σ’ αυτήν σαν σε μισθολογική παροχή. Οπότε, παράγεται σιωπηρή συμφωνία, από την οποία η μεν παροχή αποκτά μισθολογικό χαρακτήρα, ο δε εργοδότης δεν μπορεί να αποστεί μονομερώς από τη χορήγησή της . Η ως άνω εξέλιξη, όμως αποκλείεται να επέλθει, όταν εξ αρχής ο εργοδότης κατέστησε γνωστό στον εργαζόμενο ότι η παροχή χορηγείται με την “επιφύλαξη ελευθεριότητας” Η επιφύλαξη έχει την έννοια ότι ο εργοδότης χορηγεί μεν την παροχή με τη θέλησή του , αλλά επιφυλάσσει στον εαυτό του το δικαίωμα να τη διακόψει, οποτεδήποτε , μονομερώς και αναιτιολόγητα , όταν και πάλι ο ίδιος το θελήσει . Στην περίπτωση αυτή , ο εργαζόμενος δεν δικαιολογείται να προσβλέπει στη διηνεκή διατήρηση της παροχής . Οπότε , η χορήγησή της , ανεξάρτητα προς το αν παρατείνεται για μακρό χρονικό διάστημα, ούτε επιχειρησιακή συνήθεια ούτε σιωπηρή συμβατική δέσμευση του εργοδότη και αντίστοιχη αξίωση του εργαζόμενου δημιουργεί. Ο εργοδότης, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να προβεί σε κάποια πανηγυρική, διαπλαστική δήλωση, μπορεί κατά πάντα χρόνο να παύσει την καταβολή της παροχής. Διαφορετική έννοια και λειτουργία ως προς την “επιφύλαξη ελευθεριότητας” έχει η διατύπωση της “ρήτρας ανακλήσεως” κατά την έναρξη χορήγησης της οικειοθελούς παροχής (ΑΚ 185, 186). Στην περίπτωση αυτή, το δικαίωμα ανάκλησης δεν εμποδίζει τη δημιουργία επιχειρησιακής συνήθειας και, κατ’ επέκταση, σιωπηρής συμβατικής δέσμευσης του εργοδότη και αντίστοιχης αξίωσης του εργαζόμενου για την καταβολή της παροχής, όταν αυτή χορηγείται σταθερά και ομοιόμορφα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο εργοδότης, όμως, έχει την ευχέρεια να ανατρέψει την κατάσταση αυτή, ασκώντας με μονομερή, απευθυντέα δήλωσή του το δικαίωμα ανακλήσεως. Η διαφορά μεταξύ των δύο περιπτώσεων έγκειται στο ότι στην πρώτη (“επιφύλαξη ελευθεριότητας”) δεν γεννιέται αξίωση του εργαζόμενου για να λάβει την παροχή, ενώ στη δεύτερη (“ρήτρα ανακλήσεως”) γεννιέται τέτοια αξίωση, η οποία απόλλυται για το μέλλον , μετά την άσκηση του δικαιώματος ανακλήσεως (ΑΠ 1158/2018, 1174/2017). Τέλος , από τις διατάξεις των άρθρων 158, 159 και 164 ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 361 ΑΚ προκύπτει ότι αν η μη υποκειμένη, κατά το νόμο, σε έγγραφο τύπο σύμβαση έγινε εγγράφως και συμφωνήθηκε ότι κάθε τροποποίηση αυτής θα γίνεται εγγράφως, μπορεί παρά τη συμφωνία αυτή με νεότερη συμφωνία, έστω και σιωπηρή, να τροποποιηθεί η αρχική σύμβαση, διότι η νεότερη συμφωνία καταργεί αυτήν περί εγγράφου τροποποιήσεως της αρχικής συμφωνίας (ΑΠ 1834/2023, ΑΠ 1255/2021, 1842/2013, 424/2011, 766/2003). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 , 1 και 5 του Ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου συνιστά δικαίωμα του εργοδότη ή του εργαζόμενου και είναι μονομερής , αναιτιώδης δικαιοπραξία. Ως εκ τούτου, το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας, για την οποία γίνεται . Η άσκησή της, όμως, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει προφανώς- τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός αυτής (ΑΚ 281). Οπότε, σε περίπτωση τέτοιας υπέρβασης, η καταγγελία καθίσταται απαγορευμένη, ως καταχρηστική και, κατά συνέπεια, άκυρη (ΑΚ 174, 180). Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εργασίας θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς τον σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια ή διάθεση εκδίκησης, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου. Δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι’ αυτήν κάποια εμφανής ή αληθής αιτία, διότι, λόγω του αναιτιώδους χαρακτήρα της, δεν είναι ο εργοδότης, εκείνος που πρέπει να τη δικαιολογήσει. Ο εργαζόμενος, επιδιώκοντας την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει συγκεκριμένα περιστατικά, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που διαγράφει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και, εκ του λόγου αυτού, καθίσταται απαγορευμένη (ΑΠ 1561/2023, ΑΠ 1573/2022, 1387/2022, 729/2018, 769/2016). Επί απολύσεων οφειλομένων σε οικονομοτεχνικούς λόγους όπως, μεταξύ άλλων, είναι η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών της επιχείρησης και η μείωση του προσωπικού για λόγους οικονομίας, που επιβάλλονται από συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες τις οποίες η επιχείρηση αντιμετωπίζει, η απόφαση (επιλογή) του εργοδότη να ανταπεξέλθει με τον τρόπο αυτό στη διαφαινόμενη οικονομική κρίση δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια. Η στάθμιση αυτή ανήκει στον εργοδότη, που έχει υπόψη του όλα τα στοιχεία της επιχείρησής του και τις συνθήκες λειτουργίας της αγοράς (ΑΠ 1387/2022, 1325/2020, 1162/2019, 606/2017, 297/1996). Το γεγονός ότι οι οικονομοτεχνικοί λόγοι προέρχονται από τη σφαίρα ευθύνης του εργοδότη και όχι του εργαζόμενου, με συνέπεια μέσω της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας μισθωτών ο κίνδυνος των λόγων αυτών να επιρρίπτεται σε τελική ανάλυση σε βάρος των εργαζομένων, οι οποίοι δεν φέρουν καμία απολύτως ευθύνη για τη δημιουργία του συγκεκριμένου λόγου, δεν ασκεί έννομη επιρροή, καθόσον η έννομη τάξη δεν αναγνωρίζει ένα δικαίωμα του εργαζόμενου στη θέση εργασίας με την έννοια της απόλυτης προστασίας αυτού από την απόλυση και ανεξαρτήτως των συνθηκών υπό τις οποίες δραστηριοποιείται η επιχείρηση στην οποία εργάζεται. Ελέγχονται, όμως, από τα δικαστήρια αφενός ο αιτιώδης σύνδεσμος της επιλογής αυτής και της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας συγκεκριμένου εργαζόμενου (ως έσχατου μέσου αντιμετώπισης των προβλημάτων της επιχείρησης) και αφετέρου τα κριτήρια επιλογής του εν λόγω εργαζόμενου ως απολυτέου, τα οποία πρέπει να βρίσκονται εντός των προβλεπομένων από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ορίων (ΑΠ 956/2023, ΑΠ 1573/2022, 1387/2022, 326/2001) . Αν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι πραγματικά συντρέχουν οι επικαλούμενοι από τον εργοδότη οικονομικής ή τεχνικής φύσεως λόγοι που καθιστούν αναγκαία τη μείωση του προσωπικού και ότι δεν είναι προσχηματικοί, ερευνάται αν η καταγγελία μπορεί να αποτραπεί με τη λήψη άλλων ηπιότερων μέτρων, τα οποία οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος (ΑΠ 1780/2023, ΑΠ 897/2012, 701/2010), όπως η μετάθεση του τελευταίου σε κενή, κατά τον χρόνο της καταγγελίας, θέση, η κατάργηση της υπερωριακής απασχόλησης, η μερική απασχόληση ή η δυνατότητα εξακολούθησης της απασχόλησης του εργαζομένου με τροποποίηση των όρων εργασίας (τροποποιητική καταγγελία) . Γίνεται δεκτό ότι , κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, η καταγγελία ασκείται νόμιμα όταν χρησιμοποιείται ως έσχατο μέσο για την επιδίωξη των σκοπών του εργοδότη, ο οποίος επιβάλλεται να επιλέξει, μεταξύ περισσότερων και εξίσου αποτελεσματικών μέσων για την ικανοποίηση των επιδιωκόμενων με την καταγγελία σκοπών, το λιγότερο επαχθές για τον εργαζόμενο και οφείλει να προτείνει στον μισθωτό , που πρόκειται να απολυθεί, την απασχόλησή του σε άλλη θέση, έστω και κατώτερη εκείνης που αυτός κατείχε, εφόσον βεβαίως υπάρχει τέτοια κενή θέση στην επιχείρησή του και ο υπό απόλυση μισθωτός είναι κατάλληλος να εργασθεί σε αυτή (ΑΠ 1387/2022, 606/2017, 64/2015, 1404/2014, 31/2013, 922/2010) ή να προτείνει σε αυτόν να απασχοληθεί με μειωμένες αποδοχές (ΑΠ 1387/2022, 397/2004), υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι αυτές δεν θα υπολείπονται των κατά τις τυχόν ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή κατά το νόμο ελαχίστων ορίων . Επομένως ο εργοδότης , ασκώντας νόμιμα το διευθυντικό του δικαίωμα (άρθρο 652 ΑΚ), μπορεί, προκειμένου να αποδεσμευθεί από τους δυσμενείς γι’ αυτόν όρους της εργασιακής σύμβασης, να συνδέσει την καταγγελία αυτής με τη μη αποδοχή εκ μέρους του μισθωτού των προτάσεών του για μεταβολή των όρων αυτών (τροποποιητική καταγγελία). Η καταγγελία όμως αυτή, που ακολουθεί την άρνηση του μισθωτού να δεχθεί τη μεταβολή, δεν είναι καταχρηστική από μόνο το γεγονός ότι αιτία της ήταν η άρνηση του μισθωτού να συναινέσει στη μεταβολή, αλλά υπόκειται σε κρίση ως προς τους όρους της με βάση το άρθρο 281 του ΑΚ, δηλαδή ελέγχεται με αντικειμενικά κριτήρια εάν το δικαίωμα του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, επειδή ο μισθωτός δεν συναίνεσε στη μεταβολή των όρων της αρχικής σύμβασης, αντίκειται στους όρους της άνω διάταξης (281 ΑΚ) και κυρίως εάν η αξίωσή του για μεταβολή των όρων της αρχικής σύμβασης δικαιολογείται ή όχι από τις συνθήκες και τις ανάγκες της επιχείρησης και εκμετάλλευσης και ειδικότερα, εάν συνέτρεχαν πράγματι οικονομοτεχνικοί προς τούτο λόγοι ή άλλοι λόγοι που σχετίζονται με το πρόσωπο του μισθωτού (ΑΠ 1387/2022, 922/2010, 944/2005, 1199/2002). Δηλαδή, η ανωτέρω πρόταση του εργοδότη για τροποποίηση της σύμβασης εργασίας του μισθωτού με δυσμενέστερους όρους καλύπτεται από το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη (άρθρο 652 ΑΚ) να προτείνει αυτή στον μισθωτό ως ηπιότερο της καταγγελίας μέτρο, υλοποιείται δε με την αποδοχή της πρότασης από τον μισθωτό (ΑΠ 759/2023 , ΑΠ 1387/2022 , 1199/2002) και κατά τούτο δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας κατά την έννοια του άρθρου 7 του Ν. 2112/1920, αφού για την υλοποίησή της προϋποθέτει την προηγούμενη αποδοχή της πρότασης του εργοδότη από τον μισθωτό. Εάν, αντιθέτως, δεν συντρέχουν οι επικαλούμενοι από τον εργοδότη οικονομοτεχνικοί λόγοι ή οι συνδεόμενοι με το πρόσωπο του μισθωτού άλλοι λόγοι, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του μισθωτού, επειδή ο τελευταίος αρνήθηκε να αποδεχθεί την πρόταση του πρώτου για τροποποίηση της ατομικής σύμβασης εργασίας με μείωση των αποδοχών του, ελέγχεται στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 281 του ΑΚ, εφόσον ο εργοδότης προέβη σε αυτήν από εμπάθεια ή από λόγους εκδίκησης ή μίσους, διότι ο μισθωτός αξίωνε από τον εργοδότη την τήρηση των όρων της εργασιακής του σύμβασης (ΑΠ 1387/2022, 1303/2018, 1407/2009). Παρέπεται ότι, εφόσον διαπιστωθεί η συνδρομή των οικονομοτεχνικών λόγων και η απουσία καταχρηστικότητας στα κίνητρα του εργοδότη, η επιλογή του ηπιότερου μέτρου ανήκει αποκλειστικά σε αυτόν, αφού αυτός φέρει τον επιχειρηματικό κίνδυνο, και το δικαστήριο, που ελέγχει την καταγγελία, δεν μπορεί να του υποδείξει το μέτρο που προτιμά ο εργαζόμενος ούτε να αναγνωρίσει την καταγγελία της σύμβασης εργασίας ως καταχρηστική, επειδή ο εργοδότης δεν επέλεξε το συγκεκριμένο μέτρο (ΑΠ 1530/2024, ΑΠ 497/2023, ΑΠ 1387/2022) .
Στην προκείμενη περίπτωση με την από 31-7-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΑΚΔ ………/31-7-2023) αγωγή, ο ενάγων και ήδη εκκαλών ισχυρίστηκε ότι δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε με το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, προσλήφθηκε στις 8-6-1992 για να παρέχει την εργασία του ως περιοδεύον πωλητής στην περιοχή της Θεσσαλίας. Ότι δυνάμει της παραπάνω σύμβασης εργασίας, οι τακτικές αποδοχές αποτελούνταν από το βασικό μισθό, προμήθειες επί των εισπράξεων και βραβεία (bonus) . Ότι καθόλη τη διάρκεια της εργασίας του, η εναγόμενη του χορηγούσε κάθε χρόνο πίνακα με τις προμήθειες επί των εισπράξεων που θα λάμβανε και με βάση τον τελευταίο του κατέβαλε τις αποδοχές του, δώρα και επιδόματα και η παραπάνω πρακτική συνεχίστηκε μέχρι τους δύο πρώτους μήνες του έτους 2023 . Ότι στο τέλος του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2023, η εναγόμενη του γνωστοποίησε ότι επρόκειτο να αλλάξει τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών του, τόσο στον ίδιο όσο και στους υπόλοιπους πωλητές που εργάζονταν σ΄αυτή, και τους κοινοποίησε πίνακα με βάση τον οποίο θα υπολογίζονταν πλέον τα bonus ανώτερο όριο πλέον το ποσό των 1.300 ευρώ μηνιαίως. Ότι με τον τρόπο αυτό μειώνονταν οι μηνιαίες αποδοχές του και για το λόγο αυτό, μαζί με άλλους συναδέλφους του , προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας Πειραιά στις 5-5-2023 λόγω της ως άνω δυσμενούς μεταβολής των όρων εργασίας του . Ότι η εναγόμενη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του στις 19-5-2023 και του κατέβαλε ως αποζημίωση στις 22-5-2023, το ποσό των 51.932 ευρώ . Ότι η παραπάνω καταγγελία ήταν άκυρη αφενός λόγω της εκπροθέσμου καταβολής της αποζημίωσης και αφετέρου λόγω της καταχρηστικής άσκησής της ενόψει της προαναφερόμενης προσφυγής του στην επιθεώρηση Εργασίας με αποτέλεσμα ενόψει της ηλικίας του (60 ετών) να μην μπορεί να ανεύρει άλλη εργασία και να στερείται μέχρι του 65ου έτους το δικαίωμα συνταξιοδότησής του . Ζητούσε δε με την αγωγή του μετά τον περιορισμό του αιτήματός του: α ) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδέχεται την εργασία του, γ) να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη οφείλει να του καταβάλλει το συνολικό ποσό των 30.783,90 ευρώ που αποφορά τις αποδοχές υπερημερίας, επιδόματα αδείας και εορτών για το χρονικό διάστημα από 20-5-2023 έως 18-4-2024 , δ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλλει το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη , ε) να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και στ) να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη (πλην του αιτήματος να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή κατά τα αναγνωριστικά της αιτήματα), μετά από την εκτίμηση των αποδείξεων, απέρριψε την αγωγή ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη και συμψήφισε στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων . Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινομένη έφεσή του ο ενάγων και ήδη εκκαλών για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη , να γίνει δεκτή η αγωγή του ως βάσιμη κατ΄ουσίαν και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στη δικαστική του δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας .
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού (εξετάστηκε ένας μάρτυρας από κάθε διάδικο), τις με αριθμούς ………/31-1-2024, ……../31-1-2024 και …………./31-1-2024 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων , ……… , που λήφθηκαν νόμιμα με επιμέλεια της εφεσίβλητης ενώπιον των συμβολαιογράφων Θεσσαλoνiκης και Πύργου ……… και ……….. και της Eιρηνoδiκη Πειραιά ………. αντίστοιχα , καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν είτε ω αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων στις 8-6-1992 ο εκκαλών προσλήφθηκε από την εφεσίβλητη για να παρέχει την εργασία του ως περιοδεύων πωλητής στην περιοχή της Θεσσαλίας, με αντικείμενο το χονδρικό εμπόριο των προϊόντων της ΙΟΝ . Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι οι μηνιαίες αποδοχές του εκκαλούντος αποτελούνταν από το βασικό μισθό, προμήθειες για τις εισπράξεις του σύμφωνα με κλίμακα μεταβλητού ποσοστού που οριζόταν κάθε χρόνο και βραβεία (bonus), όπως η εν λόγω συμφωνία αναγράφηκε στην αναγγελία σύμβασης εργασίας του σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία και το Π.Δ. 156/1994. Ειδικότερα, το αντικείμενο της εργασίας του ήταν να επισκέπτεται τους πελάτες της εταιρείας, καθ’ υπόδειξη του εμπορικού της τμήματος αυτής, να λαμβάνει τις παραγγελίες και να εισπράττει σε μετρητά ή σε επιταγές το αντίτιμο των πωληθέντων σε αυτούς προϊόντων με βάση τα εκδοθέντα παραστατικά, καθώς, επίσης, και να ασχολείται με την τακτοποίηση και την καλή παρουσίαση των προϊόντων στα ράφια και την επιτυχή υλοποίηση τυχόν προωθητικών ενεργειών. Κατά τα πρώτα έτη της απασχόλησής του, είχε ενεργό ρόλο τόσο στον τομέα των εισπράξεων όσο και σε αυτό των πωλήσεων-παραγγελιών και η συμβολή του στην επίτευξη αυτών ήταν απολύτως καθοριστική. Ωστόσο, το αντικείμενο της εργασίας του σταδιακά μεταβλήθηκε, επειδή αφενός ο αριθμός των πελατών της εφεσίβλητης και συνακόλουθα τα ποσοστά των πωλήσεων αυξήθηκαν όσον αφορά τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ και μειώθηκαν όσον αφορά τα τοπικά ή μικρά σούπερ μάρκετ, τους φούρνους, τα ζαχαροπλαστεία, τα περίπτερα, τα πρατήρια ψιλικών και τους χονδρέμπορους, και αφετέρου στα μεγάλα σούπερ μάρκετ οι πληρωμές επικράτησε να γίνονται απευθείας στην εφεσίβλητη ιδίως με τραπεζικές καταθέσεις, λόγω και της φορολογικής νομοθεσίας και δη με ηλεκτρονικές διατραπεζικές συναλλαγές, ή με επιταγές που αποστέλλονταν σε αυτήν, χωρίς τη μεσολάβησή του. Επίσης οι τιμές και οι όροι εξόφλησης, επίσης, επικράτησε να γίνονται με κεντρικές συμφωνίες μεταξύ της εμπορικής διεύθυνσης της εφεσίβλητης και της αντίστοιχης διεύθυνσης του πελάτη, και σε μεγάλο βαθμό αυτό ίσχυσε και για τις παραγγελίες και τις παραδόσεις, διότι οι μεν παραγγελίες άρχισαν να γίνονται κατόπιν απευθείας συνεννόησης των κεντρικών αποθηκών με το εμπορικό τμήμα της εταιρείας, οι δε παραδόσεις να γίνονται αντίστοιχα στις κεντρικές αποθήκες των πελατών και αυτοί κατόπιν να εφοδιάζουν τα υποκαταστήματά τους, εκτός από κάποιες λίγες περιπτώσεις αλυσίδων σούπερ μάρκετ, που συνεχίζουν να μην λειτουργούν κεντρικοποιημένα, αλλά ανά κατάστημα, οπότε οι πωλητές εξακολουθούν να έχουν ουσιαστική συμβολή σε αυτές. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τον προσκομιζόμενο από την εφεσίβλητη πίνακα, αναφορικά με την πελατεία της, η ορθότητα του οποίου δεν αμφισβητήθηκε, το 2010 ο αριθμός των σούπερ μάρκετ ανερχόταν σε 2.482 με πωλήσεις που αντιστοιχούσαν σε 50.520.821 ευρώ και των πρατηρίων ψιλικών σε 1.349 με πωλήσεις ύψους 39.939.858 ευρώ, το 2015 ο αριθμός των σούπερ μάρκετ ανερχόταν σε 2.719 με πωλήσεις που αντιστοιχούσαν σε 63.469.633 ευρώ και των πρατηρίων ψιλικών σε 1.113 με πωλήσεις ύψους 35.681.908 ευρώ , το 2020 ο αριθμός των σούπερ μάρκετ ανερχόταν σε 2.372 με πωλήσεις που αντιστοιχούσαν σε 79.434.811 ευρώ και των πρατηρίων ψιλικών σε 850 με πωλήσεις ύψους 34.783.244 ευρώ, ενώ το 2022 ο αριθμός των σούπερ μάρκετ ανήλθε σε 2.678 με πωλήσεις ύψους 75.657.060 ευρώ και των πρατηρίων ψιλικών σε 816 με πωλήσεις ύψους 36.139.074 ευρώ. Παρ’ όλα ταύτα, όμως, ο εκκαλών, όπως και οι υπόλοιποι συνάδελφοί του πωλητές, συνέχισε να αμείβεται με τον καθορισμένο στη σύμβαση εργασίας του τρόπο, δηλαδή με το βασικό μισθό, που ήταν σταθερό ποσό και με προμήθειες επί των εισπράξεων των πελατών που υπάγονταν στο γεωγραφικό τομέα που του είχε ανατεθεί, ακόμη και αυτών που δεν γίνονταν με τη διαμεσολάβησή του, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι είχε συμβολή στις πωλήσεις, που ήταν ένα μεταβλητό ποσό, όπως προαναφέρθηκε. Τα ποσοστά δε των προμηθειών, καθώς και των βραβείων επί των εισπράξεων καθορίζονταν από την εφεσίβλητη μονομερώς και γνωστοποιούνταν στους πωλητές περί το μήνα Μάρτιο κάθε έτους, σύμφωνα με τα αποτελέσματα του προηγούμενου έτους και τη στρατηγική της για την επόμενη χρονιά, ενώ διέφερε το ύψος του ποσοστού κατ’ έτος και από πωλητή σε πωλητή. Ο τρόπος αυτός αμοιβής του εκκαλούντος συνεχίσθηκε μέχρι και το μήνα Φεβρουάριο του 2023, ενώ τον μήνα Ιανουάριο του ιδίου έτους, η εφεσίβλητη κάλεσε σε συνάντηση τους περιοδεύοντες πωλητές, όπου τους ενημέρωσε ότι θα άλλαζε άμεσα τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών τους κατά το σκέλος που περιλαμβάνει προμήθειες από τις εισπράξεις και bonus με ένα νέο σύστημα bonus, το οποίο θα βασιζόταν στον πίνακα που τους επέδειξε, σύμφωνα με τον οποίο σε περίπτωση επίτευξης όλων των ατομικών και ομαδικών στόχων η αμοιβή για bonus θα ανερχόταν μέχρι του ποσού των 1.300 ευρώ μηνιαίως. Στη συνέχεια αποδεικνύεται ότι ο εκκαλών, καθώς και άλλοι εννέα εργαζόμενοι, απέστειλαν στην εφεσίβλητη την από 13-3-2023 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία – πρόσκλησή τους, με την οποία διαμαρτυρήθηκαν για τη μονομερή ενέργειά της να προβεί σε διαφοροποίηση του συστήματος υπολογισμού των κυμαινόμενων αποδοχών τους, το οποίο θα είχε ως αποτέλεσμα τη δραστική μείωση των μηνιαίων και ετήσιων αποδοχών τους σε ποσοστό 30-45%, σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους και επιπλέον δήλωσαν ότι εμμένουν στην τήρηση των όρων των συμβάσεων εργασίας τους και ότι δεν αποδέχονται οποιαδήποτε σχετική τροποποίηση. Σε απάντηση του ανωτέρω εξώδικου, η εφεσίβλητη απέστειλε στους εργαζόμενους που διαμαρτυρήθηκαν την από 24-3-2023 εξώδικη απάντηση και πρόσκλησή της, με την οποία ισχυριζόταν ότι δεν μείωνε το συμφωνημένο μισθό κανενός τους και ότι δεν μπορούσαν οι πωλητές να εισπράττουν προμήθειες επί εισπράξεων, στη διενέργεια των οποίων δεν συμβάλλουν, ενώ το νέο σύστημα πραγματικής επιβράβευσης (bonus) παρέχει ίδιες ευκαιρίες και κίνητρα σε όλους. Επίσης τους ανέφερε, ότι το σύστημα αυτό θα το παρακολουθεί ανά τρίμηνο και αν χρειαστεί θα παρέμβει για να το διορθώσει, ενώ στην περίπτωση κατά την οποία στο τέλος του έτους διαπιστωνόταν ότι το ετήσιο σύνολο αποδοχών οποιουδήποτε υπολείπεται του αντίστοιχου του έτους 2022 και υπό την προϋπόθεση ότι θα έχει επιτύχει τουλάχιστον το 98% του στόχου των πωλήσεων και το 100% των εισπράξεων θα του καταβάλει τη διαφορά . Κατόπιν των παραπάνω ο εκκαλών με άλλους συναδέλφους του απέστειλαν ηλεκτρονικό μήνυμα στην εφεσίβλητη στις 24-4-2023, με το οποίο δήλωναν ότι το νέο προτεινόμενο σύστημα οδηγεί σε δραστική μείωση των μηνιαίων αποδοχών τους και δήλωσαν ότι δεν μπορούν να αποδεχθούν το σύστημα αποζημίωσης των απωλειών που τους πρότεινε σε ετήσια βάση σε σχέση με τις αποδοχές του προηγούμενου έτους. Στη συνέχεια, η εφεσίβλητη, με το από 2-5-2023 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο των εργαζόμενων που διαμαρτυρήθηκαν, δήλωσε ότι το σύστημα δήθεν επιβράβευσης ήταν ελευθέρως ανακλητή οικειοθελής παροχή, ότι στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης του τμήματος των πωλήσεων, αλλά και δεδομένου ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχουν αλλάξει ουσιωδώς τα πράγματα, κατάργησε το παραπάνω σύστημα αντικαθιστώντας το με νέο, που ανταμείβει την προσπάθεια , καλή απόδοση και επίτευξη των στόχων, το οποίο αποδέχθηκε η συντριπτική πλειονότητα των συναδέλφων τους, και ότι δεδομένης της μη καλόπιστης επιμονής των διαμαρτυρόμενων πωλητών στη διατήρηση ενός παρωχημένου συστήματος, που βλάπτει την εταιρεία, δεν ανταποκρίνεται στις συνθήκες και δεν ανταμείβει την προσπάθεια και την απόδοση, θα υποχρεωθεί να τους δηλώσει ότι αν δεν αποδεχθούν το νέο σύστημα εγγράφως μέχρι την 5-5-2023, θα εξετάσει τις νομικές της δυνατότητες και τη λήψη μέτρων που θα ήθελε να αποφύγει. Ο εκκαλών γνωστοποίησε στην εφεσίβλητη ότι εμμένει στην τήρηση της αρχικής σύμβασης και στις 4-5-2023 προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας, ενώ η εφεσίβλητη στις 12-5-2023 του επέδωσε τροποποιητική καταγγελία ζητώντας να αποδεχθεί εγγράφως το νέο σύστημα υπολογισμού των αμοιβών του μέχρι την 17-5-2023, άλλως θα κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας. Μετά την πάροδο της παραπάνω προθεσμίας η εφεσίβλητη κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση εργασίας, στις 22-5-2023 και ταυτόχρονα του καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση ποσού 51.932 ευρώ. Από τα παραπάνω αποδειχθέντα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, η αμοιβή του εκκαλούντος πέραν του νομίμου μισθού του, αποτελούσε οικειοθελή παροχή της εφεσίβλητης (βλ. άρθρο 3 της ατομικής σύμβασης εργασίας του εκκαλούντος), η οποία, ανεξάρτητα από τη μακροχρόνια χορήγησή της, δεν δημιούργησε επιχειρησιακή συνήθεια και ήταν ανακλητή, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, ήδη κατά την τελευταία δεκαετία είχε μεταβληθεί ο τρόπος πώλησης των προϊόντων και η είσπραξη του τιμήματός τους με αντίστοιχη μείωση της εργασίας του εκκαλούντος. Άλλωστε, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, η εφεσίβλητη κάνοντας χρήση του διευθυντικού της δικαιώματος, προσάρμοσε στη λειτουργία της επιχείρησής της τις οικειοθελείς παροχές της. Επίσης, σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας έγινε εξαιτίας της άρνησης του εκκαλούντος να δεχθεί τη μεταβολή του υπολογισμού της αμοιβής του πέραν της νόμιμης και η ανωτέρω πρόταση της εφεσίβλητης για τροποποίηση της σύμβασης εργασίας του εκκαλούντος με δυσμενέστερους όρους καλύπτεται από το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη (άρθρο 652 ΑΚ) να προτείνει αυτή στον μισθωτό ως ηπιότερο της καταγγελίας μέτρο, υλοποιείται δε με την αποδοχή της πρότασης από τον μισθωτό και κατά τούτο δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας κατά την έννοια του άρθρου 7 του Ν. 2112/1920, αφού για την υλοποίησή της προϋποθέτει την προηγούμενη αποδοχή της πρότασης του εργοδότη από τον μισθωτό. Η καταγγελία όμως αυτή, που ακολουθεί την άρνηση του μισθωτού να δεχθεί τη μεταβολή, δεν είναι καταχρηστική από μόνο το γεγονός ότι αιτία της ήταν η άρνηση του μισθωτού να συναινέσει στη μεταβολή, και στην προκειμένη περίπτωση δικαιολογείται από τις συνθήκες και τις ανάγκες της επιχείρησης και εκμετάλλευσης κατά τα παραπάνω αποδειχθέντα. Δηλαδή, η ανωτέρω πρόταση του εργοδότη για τροποποίηση της σύμβασης εργασίας του μισθωτού με δυσμενέστερους όρους καλύπτεται από το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη (άρθρο 652 ΑΚ) να προτείνει αυτή στον μισθωτό ως ηπιότερο της καταγγελίας μέτρο, υλοποιείται δε με την αποδοχή της πρότασης από τον μισθωτό (ΑΠ 759/2023, ΑΠ 1387/2022, ΑΠ 1199/2002) και κατά τούτο δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας κατά την έννοια του άρθρου 7 του Ν. 2112/1920, αφού για την υλοποίησή της προϋποθέτει την προηγούμενη αποδοχή της πρότασης του εργοδότη από τον μισθωτό, εφόσον διαπιστωθεί η συνδρομή των οικονομοτεχνικών λόγων και η απουσία καταχρηστικότητας στα κίνητρα του εργοδότη, η επιλογή του ηπιότερου μέτρου ανήκει αποκλειστικά σε αυτόν, αφού αυτός φέρει τον επιχειρηματικό κίνδυνο, και το δικαστήριο, που ελέγχει την καταγγελία, δεν μπορεί να του υποδείξει το μέτρο που προτιμά ο εργαζόμενος ούτε να αναγνωρίσει την καταγγελία της σύμβασης εργασίας ως καταχρηστική, επειδή ο εργοδότης δεν επέλεξε το συγκεκριμένο μέτρο. Συνεπώς είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο σχετικό δεύτερος λόγος έφεσης. Επίσης δεν αποδείχθηκε ότι η επίδικη καταγγελία της σύμβασης εργασίας έγινε εξαιτίας της προσφυγής του εκκαλούντος στην Επιθεώρηση Εργασίας καθόσον ήδη ο τελευταίος, πριν την προσφυγή του είχε δηλώσει τη μη αποδοχή των νέων όρων ως προς τις πρόσθετες αμοιβές του απορριπτομένου του πρώτου λόγου έφεσης ως αβασίμου. Ενόψει των παραπάνω παρέλκει η εξέταση του τρίτου λόγου έφεσης για την απόρριψη του κονδυλίου που αφορά την χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την καταγγελία της σύμβασης. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, είναι δε αβάσιμοι και απορριπτέοι οι λόγοι της έφεσης καθώς και η έφεση στο σύνολό της προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, που υπέβαλε νομότυπα με τις προτάσεις της σχετικό αίτημα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 178, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας .
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 4-11-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΑΚΕΜ …………/5-11-2024) έφεση, κατά της με αριθμό 2046/2024 οριστικής απόφασης του του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία).
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση.
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ .
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 29 Μαΐου 2025 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους .
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ