ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 348/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(3ο ΤΜΗΜΑ)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Ελένη Μούρτζη Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Κ.Σ .
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Του εκκαλούντος : ………… , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του , Ευστάθιο Γραμμένο του Ευθυμίου (ΑΜ …….. Δ.Σ. Αθηνών) , βάσει δηλώσεως .
Της εφεσίβλητης : Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………..» με το διακριτικό τίτλο «………», (ΑΦΜ …………) , που εδρεύει στον ………….Αττικής (οδός ……….) και εκπροσωπείται νόμιμα , η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της , Αθανάσιο Μπούρλο του Δημητρίου (ΑΜ ……… Δ.Σ. Αθηνών) , βάσει δηλώσεως .
Ο εκκαλών με την από 10-1-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΑΚΔ ………../11-1-2024) αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ζήτησε να γίνει δεκτή Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 4259/27-12-2024 απόφασή του απέρριψε την αγωγή . Ήδη ο εκκαλών με την από 6-2-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΑΚΕΜ ……../11-2-2025) έφεσή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/13-2-2025, προσδιορίστηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο , προσβάλλει την απόφαση αυτή .
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο αλλά κατέθεσαν τις από 2-4-2025 μονομερείς δηλώσεις τους, αντίστοιχα, που έγιναν σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 6-2-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΑΚΕΜ ……/11-2-2025) έφεση του ενάγοντος της από 10-1-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΑΚΔ ………/11-1-2024) αγωγής και ήδη εκκαλούντος, κατά της με αριθμό 4259/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την παραπάνω αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών -εργατικών διαφορών (άρθρο 614 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ.), αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και έχει ασκηθεί στις 11-2-2025 νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 19 , 144 παρ. 2 , 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1 και 2 , 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1, 591 παρ. 1 και 7, 614 αρ. 3 του Κ.Πολ.Δ.), καθόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 22-1-2025 (βλ. τη με αριθμ. 7726Ε΄/22-1-2025 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Αριστείδη Μεράντζη) (άρθρα 495 παρ. 1 και 2 , 511 , 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1 , 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η κρινόμενη έφεση και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 533 παρ. 1, 591 παρ. 7 του Κ.Πολ.Δ.) .
Με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος 1975 , όπως τούτο ισχύει μετά την αναθεώρηση με το από 6/17 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής (Α 85) , ορίζεται ότι “τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Η εν λόγω αρχή της αναλογικότητας, η οποία κατατείνει στην εκλογίκευση των επαχθών παρεμβάσεων της κρατικής εξουσίας στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα του ανθρώπου και πολίτη, παραβιάζεται όταν η συγκεκριμένη κρατική παρέμβαση δεν είναι : α) πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με αυτήν, β) αναγκαία για την επίτευξη τούτου, με την έννοια ότι το αυτό αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί με ένα ανώδυνο ή ηπιότερο μέσο και γ) αναλογική “εν στενή εννοία”, δηλαδή να τελεί σε εσωτερική αλληλουχία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην είναι ποιοτικά και ποσοτικά κατώτερη από τη βλάβη που προκαλείται (ΟλΑΠ 6/2018, ΟλΑΠ 27/2008). Από το συνδυασμό, δε, της ως άνω διάταξης και των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 5, 25 παρ. 4, 79 παρ. 1 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος, συνάγεται ότι σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημόσιων δαπανών που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο, λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλόμενων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό του δημόσιου ελλείμματος. Η δυνατότητα, όμως, αυτή δεν μπορεί να είναι απεριόριστη, αλλά έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημόσιων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής να κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, όπως, επίσης, και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, δεδομένου, μάλιστα, ότι η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών είναι προς όφελος όλων. Συνεπώς, ο νομοθέτης, εκτιμώντας τις εκάστοτε επικρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη τη δημοσιονομική κατάσταση της Χώρας, δύναται, καταρχήν, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, η συνταγματικότητα των οποίων υπόκειται σε οριακό μόνο έλεγχο εκ μέρους του δικαστή (ΟλΑΠ 1/2021, ΟλΣτΕ 1307/2019, ΟλΣτΕ 481/2018) . Με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ, ορίζεται ότι “Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων”. Στην έννοια της περιουσίας που προστατεύεται από την ως άνω διάταξη εμπίπτουν οι δεδουλευμένες αποδοχές του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου και η προσδοκία για τη μελλοντική καταβολή τους, εφόσον υφίσταται επαρκής νομική βάση στο εθνικό δίκαιο για την ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων, πλην, όμως, με τη διάταξη αυτή δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε διαρκή απόληψη αποδοχών και συντάξεων συγκεκριμένου ύψους (ΕΔΔΑ, απόφαση της 19.4.2007 …. κατά Φινλανδίας, απόφαση της 20.3.2012 ….. κατά Ρουμανίας, απόφαση της 7.5.2013, ….. και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος) εκτός αν συντρέχει περίπτωση διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης του ενδιαφερομένου (ΟλΣτΕ 1307/2019, ΟλΣτΕ 481/2018), ούτε θίγεται το δικαίωμα του κράτους να νομοθετεί με τον τρόπο που κρίνει αναγκαίο, στα πλαίσια του γενικού δημοσίου συμφέροντος, δεδομένου ότι ο νομοθέτης χαίρει ευρείας διακριτικής ευχέρειας σχετικά με τον καθορισμό της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και των προτεραιοτήτων ως προς την κατανομή των περιορισμένων πόρων του κράτους (ΕΔΔΑ, απόφαση της 7.5.2013 , Κ. και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος). Περαιτέρω, με το ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων” (Α 176), και με το Κεφάλαιο Β με τίτλο “Μισθολογικές ρυθμίσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), καθώς και των Δ.Ε.Κ.Ο. του Κεφαλαίου A του ν. 3429/2005 (Α 314) και άλλες μισθολογικές διατάξεις” με έναρξη ισχύος των διατάξεων των άρθρων 7 έως 34 του ως άνω Κεφαλαίου Β από 1.1.2016 (άρθρο 35) επαναρρυθμίσθηκαν από 1.1.2016 οι διατάξεις που αφορούν το μισθολόγιο του προσωπικού του Δημοσίου, ΝΠΔΔ, ΟΤΑ και των φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα . Με το άρθρο 34 του ως άνω νόμου καταργήθηκαν από 1.1.2016, μεταξύ των άλλων , οι διατάξεις των άρθρων 12 έως 25, 28, 29, 30 του ν. 4024/2011 και η περίπτωση 12 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ` του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012 . Εξάλλου, με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 του ν. 3429/2005 “Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί (Δ.Ε.Κ.Ο.)” (Α 314) ορίζονται, αντίστοιχα , τα εξής: “1. Για τους σκοπούς του νόμου αυτού, ως “δημόσια επιχείρηση” νοείται κάθε ανώνυμη εταιρεία, στην οποία το ελληνικό δημόσιο δύναται να ασκεί άμεσα ή έμμεσα αποφασιστική επιρροή , λόγω της συμμετοχής του στο μετοχικό της κεφάλαιο ή της χρηματοοικονομικής συμμετοχής του ή των κανόνων που τη διέπουν. 2. Η άσκηση αποφασιστικής επιρροής από το ελληνικό δημόσιο τεκμαίρεται όταν το ελληνικό δημόσιο ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου χρηματοδοτούμενα από το ελληνικό δημόσιο ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου σε ποσοστό άνω του πενήντα τοις εκατό ή άλλες δημόσιες επιχειρήσεις υπό την έννοια του παρόντος νόμου : α) είναι κύριοι μετοχών που εκπροσωπούν την απόλυτη πλειοψηφία του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου της ή β) ελέγχουν την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου στη γενική της συνέλευση ή γ) δύνανται να διορίζουν το ήμισυ πλέον ενός των μελών του διοικητικού της συμβουλίου ή δ) χρηματοδοτούν την ετήσια δραστηριότητά της σε ποσοστό άνω του πενήντα τοις εκατό”. Με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου του ν. 2175/1993 “Οργάνωση ενιαίου φορέα αστικών συγκοινωνιών στην περιοχή Αθηνών-Πειραιώς και Περιχώρων και άλλες διατάξεις” (Α 211) ορίζονται, αντίστοιχα, ότι “1. Ιδρύεται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που είναι δημόσια επιχείρηση κοινωφελούς χαρακτήρα, με τη μορφή της ανώνυμης εταιρίας και την επωνυμία “Οργανισμός Αστικών Συγκοινωνιών Αθηνών (Ο.Α.Σ.Α.)” με έδρα την Αθήνα. Ο Ο.Α.Σ.Α. διέπεται από τις διατάξεις της νομοθεσίας για τις ανώνυμες εταιρίες, εκτός αν διαφορετικά ορίζεται στο νόμο αυτόν, τα προεδρικά διατάγματα και λοιπές κανονιστικές πράξεις, που εκδίδονται σε εκτέλεσή του και εποπτεύεται από τον Υπουργό Μεταφορών και Επικοινωνιών. 2. Σκοπός του Ο.Α.Σ.Α. είναι η διεξαγωγή του συγκοινωνιακού έργου με όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς στην περιοχή Αθηνών – Πειραιώς και Περιχώρων, με ιδιαίτερη μέριμνα για την εξυπηρέτηση του επιβατικού κοινού και την ποιότητα ζωής στην περιοχή της αρμοδιότητάς του”. Με τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 2 του ιδίου νόμου ορίζονται, αντίστοιχα, ότι “1. Το μετοχικό κεφάλαιο του Ο.Α.Σ.Α. αποτελείται από τα περιουσιακά στοιχεία του καταργούμενου Οργανισμού Αστικών Συγκοινωνιών (Ο.Α.Σ.), όπως αυτά διαμορφώθηκαν μετά τη μεταβίβαση στον Ο.Α.Σ., με το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 2078/1992 (ΦΕΚ 139 Α’), της κινητής και ακίνητης περιουσίας της Επιχείρησης Αστικών Συγκοινωνιών (Ε.Α.Σ.)…. 2. Το μετοχικό κεφάλαιο του Ο.Α.Σ.Α. διαιρείται σε ονομαστικές μετοχές ίσης αξίας, που αντιστοιχούν σε ισάριθμες ψήφους . Οι μετοχές αυτές ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο. 3. Το Ελληνικό Δημόσιο μπορεί να μεταβιβάζει έως το 40% των μετοχών της προηγούμενης παραγράφου σε Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού της περιοχής αρμοδιότητας του Ο.Α.Σ.Α. Οι μετοχές του Ο.Α.Σ.Α. ή των εταιριών που ιδρύει κατά το άρθρο 1 παρ. 4 δεν μεταβιβάζονται εκτός Δημοσίου και Ο.Τ.Α.”. Με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν. 3920/2011 “Εξυγίανση, αναδιάρθρωση και ανάπτυξη των αστικών συγκοινωνιών Περιφέρειας Αττικής και άλλες διατάξεις” (Α 33), ορίζεται ότι : “Οι δημόσιες συγκοινωνίες, που εκτελούνται μέσα στα όρια της Περιφέρειας Αττικής, όπως αυτή ορίζεται στο ν. 3852/2010 (ΦΕΚ Α 87), εκτός από τις νήσους, οι οποίες εξυπηρετούν το γενικότερο δημόσιο συμφέρον, αναδιαρθρώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Όπου στον παρόντα νόμο γίνεται μνεία στον “Όμιλο ΟΑΣΑ” ή στις “Εταιρίες του Ομίλου ΟΑΣΑ” νοούνται ο ΟΑΣΑ και οι εταιρίες της παραγράφου 1 του άρθρου 7″ και με την παράγραφο 1 του άρθρου 7 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι “Ο ΟΑΣΑ , οι ΟΣΥ και ΣΤΑΣΥ υπάγονται στο ν. 3429/2005 (Α 314)”. Από το συνδυασμό των προαναφερθεισών διατάξεων συνάγεται ότι η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία (ΟΑΣΑ ΑΕ), υπάγεται, ως δημόσια επιχείρηση, στις διατάξεις του ν. 3429/2005 “Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί (ΔΕΚΟ)” και ότι υπόκειται, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, στις ρυθμίσεις των προαναφερθεισών διατάξεων του ν. 4354/2015 (ΟΛΑΠ 2/2023). Ακόμη, από καμία συνταγματική διάταξη ή αρχή δεν κωλύεται, καταρχήν, ο νομοθέτης, εκτιμώντας τις εκάστοτε συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη τη δημοσιονομική κατάσταση της Χώρας, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, οι οποίες υπόκεινται σε οριακό, μόνο, δικαστικό έλεγχο. Δύναται, επομένως, ο νομοθέτης, για λόγους που αυτός εκτιμά και η κατ’ ουσίαν αξιολόγηση των οποίων δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημόσιων δαπανών που συνεπάγονται οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων λαμβάνουν μισθό, σύνταξη ή άλλες παροχές από το δημόσιο ταμείο, λόγω της ανάγκης άμεσης απόδοσης και αποτελεσματικότητας των επιβαλλόμενων μέτρων για τον περιορισμό του δημόσιου ελλείμματος. Στις περιπτώσεις δε αυτές, το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης δεν προσδιορίζεται με βάση τις προηγούμενες αποδοχές των προσώπων αυτών, αλλά με βάση τις γενικότερα επικρατούσες συνθήκες και σε συνάρτηση με το επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού της Χώρας εν γένει (ΑΠ 476/2022). Ακόμη, το άρθρο 11 ν 4354/2015 ορίζει ότι :1. Για τη μισθολογική εξέλιξη των υπαλλήλων όλων των κατηγοριών, από κατώτερο σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο, απαιτείται υπηρεσία ως εξής : α. Για τους υπαλλήλους των κατηγοριών Υ.Ε. και Δ.Ε. υπηρεσία τριών (3) ετών σε κάθε μισθολογικό κλιμάκιο.β. Για τους υπαλλήλους των κατηγοριών Т.Е. και Π.Ε. υπηρεσία δύο (2) ετών σε κάθε μισθολογικό κλιμάκιο . 2. Για τη μισθολογική εξέλιξη των υπαλλήλων από το κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο στο αμέσως ανώτερο, απαιτείται να έχει συμπληρωθεί ο καθορισμένος χρόνος υπηρεσίας στο κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο . 3. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο εξέλιξη του υπαλλήλου γίνεται με πράξη του αρμόδιου για το διορισμό οργάνου, που δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως . 4.«α. Ως προϋπηρεσία, που αναγνωρίζεται για την εξέλιξη των υπαλλήλων, που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος, στα μισθολογικά κλιμάκια του άρθρου 9, λαμβάνεται η υπηρεσία που προσφέρεται σε φορείς της παραγράφου 1 του άρθρου 7 των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στους επίσημους θεσμούς και όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με σχέση εξαρτημένης εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου . Για υπηρεσίες που παρέχονται με μειωμένο ωράριο εργασίας, αναγνωρίζεται για μισθολογική εξέλιξη τόσος χρόνος , όσος προκύπτει από το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των ωρών εργασίας δια του αριθμού των ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησης που ισχύει για τον αντίστοιχο κλάδο υπαλλήλων. Για τον υπολογισμό της αναγνωριζόμενης κατά τα προαναφερθέντα υπηρεσίας το έτος λογίζεται για τριακόσιες (300) ημέρες, ο μήνας για είκοσι πέντε (25) ημέρες και η εβδομάδα για έξι (6) ημέρες εργασίας.». – «Επιπλέον, ως προς τη μισθολογική εξέλιξη των εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης λαμβάνεται υπόψη η συνολική εκπαιδευτική τους υπηρεσία σε σχολεία της Ιδιωτικής Εκπαίδευσης.» – β. Απαραίτητη προϋπόθεση για την αναγνώριση των ανωτέρω προϋπηρεσιών, είναι να μην έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί για τη χορήγηση καμίας άλλης οικονομικής παροχής ή αναγνώρισης συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Η αναγνώριση των ανωτέρω προϋπηρεσιών πραγματοποιείται με απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου ή άλλου αρμοδίου οργάνου και τα οικονομικά αποτελέσματα ισχύουν από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης και όλων των απαραίτητων δικαιολογητικών. Τέλος η διάταξη του άρθρου 7 ν. 1876/1990 ορίζει ότι : 1. Οι κανονιστικοί όροι της συλλογικής σύμβασης εργασίας έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ. 2. Οι όροι ατομικών συμβάσεων εργασίας, που αποκλίνουν από τους κανονιστικούς όρους συλλογικών συμβάσεων εργασίας, είναι επικρατέστεροι εφ’όσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζομένους. 3. Όροι εργασίας συλλογικών συμβάσεων εργασίας, που είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους, υπερισχύουν των νόμων εκτός αν πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια.
Στην προκείμενη περίπτωση με την από 10-1-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΑΚΔ ………../11-1-2024) αγωγή ο ενάγων και ήδη εκκαλών, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει της από 4-3-2021 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας που συνήψε με το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, προσλήφθηκε από την τελευταία για να παρέχει την εργασία του με την ειδικότητα του οδηγού έναντι του βασικού μηνιαίου μισθού εκ ποσού 918 ευρώ. Ότι κατά το χρόνο πρόσληψής του ήταν σε ισχύ η από 11-6-2019 Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, η οποία στο άρθρο 2 προέβλεπε τις προϋποθέσεις αναγνώρισης της προϋπηρεσίας του προσωπικού της εναγομένης δυνάμει των οποίων έπρεπε να καταταγεί σε ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο και όχι στο μισθολογικό κλιμάκιο που είχε καταταγεί με βάση τη διάταξη του άρθρου 11 ν 4354/2015 καθόσον οι διατάξεις της παραπάνω Επιχειρησιακής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας υπερισχύουν των διατάξεων του παραπάνω νόμου έχοντας ευνοϊκότερες διατάξεις ως προς τον χρόνο προϋπηρεσίας. Ότι γνωστοποίησε από το χρόνο πρόσληψής του στην εναγόμενη τα πλήρη δικαιολογητικά για την αναγνώριση της προϋπηρεσίας του και η τελευταία αρνήθηκε να την αναγνωρίσει και να τον κατατάξει στο αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο. Ζητούσε δε με την αγωγή του :α) να αναγνωριστεί από την εναγόμενη η προϋπηρεσία του κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλλει το ποσό των 5.700 ευρώ, που αφορά την διαφορά των αποδοχών, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, γ) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλλει το ποσό των 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παραπάνω παράνομη πράξη της και δ) να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη και συμψήφισε στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων . Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινομένη έφεσή του ο ενάγων και ήδη εκκαλών για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να γίνει δεκτή η αγωγή του ως βάσιμη κατ΄ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος της εφεσίβλητης τα δικαστικά του έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, η εφεσίβλητη υπάγεται, ως δημόσια επιχείρηση, στις διατάξεις του ν. 3429/2005 “Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί (ΔΕΚΟ)” και υπόκειται, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, στις ρυθμίσεις των προαναφερθεισών διατάξεων του ν. 4354/2015. Έτσι, με τον ανωτέρω νόμο και συγκεκριμένα με το προαναφερόμενο στη μείζονα σκέψη άρθρο 11, ο νομοθέτης, εκτιμώντας τις εκάστοτε συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη τη δημοσιονομική κατάσταση της Χώρας, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, οι οποίες υπόκεινται σε οριακό, μόνο, δικαστικό έλεγχο. Συνεπώς, για λόγους που αυτός εκτιμά και η κατ’ ουσίαν αξιολόγηση των οποίων δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, θέσπισε μέτρα περιστολής των δημόσιων δαπανών που συνεπάγονται οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων λαμβάνουν μισθό, σύνταξη ή άλλες παροχές από το δημόσιο ταμείο , λόγω της ανάγκης άμεσης απόδοσης και αποτελεσματικότητας των επιβαλλόμενων μέτρων για τον περιορισμό του δημόσιου ελλείμματος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω σε συνδυασμό με το άρθρο 7 παρ. 3 ν. 1876/1990, στην προκείμενη περίπτωση οι Επιχειρησιακές Συλλογικές Συμβάσεις που αφορούν Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμούς και προβλέπουν ευνοϊκότερες μισθολογικές ρυθμίσεις από τις νόμιμες ρυθμίσεις, δεν κατισχύουν των τελευταίων καθόσον αυτές (διατάξεις νόμων) αποσκοπούν στην προστασία του γενικότερου δημοσίου συμφέροντος και συνιστούν διατάξεις αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου. Έτσι η κρινόμενη αγωγή είναι μη νόμιμη. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, είναι δε αβάσιμοι και απορριπτέοι οι λόγοι της έφεσης, καθώς και η έφεση στο σύνολό της προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως κατ΄ουσιαν αβάσιμη και να συμψηφιστούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 και 183 του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 6-2-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΑΚΕΜ …………../11-2-2025) έφεση, κατά της με αριθμό 4259/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία) .
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση .
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 29 Μαΐου 2025 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους .
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ