ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 349/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(3ο ΤΜΗΜΑ)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή , Ελένη Μούρτζη Εφέτη , που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Κ.Σ .
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του , στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Της εκκαλούσας : Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………..» , με το διακριτικό τίτλο «…………..» , (ΑΦΜ …………..) , που εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων Αττικής (επί της διασταύρωσης της οδού ………. με τη ……..) και εκπροσωπείται νόμιμα , η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της , Αθανάσιο Σασσάνη του Χρήστου (ΑΜ …….. Δ.Σ. Αθηνών) , βάσει δηλώσεως .
Του εφεσίβλητου : ……….. , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του , Απόστολο Τσαλαπάτη του Γεωργίου (ΑΜ …….. Δ.Σ. Αθηνών) , βάσει δηλώσεως .
Η εκκαλούσα με την από 13-12-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../22-12-2022) αγωγή , την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά , ζήτησε να γίνει δεκτή . Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 790/8-3-2024 απόφασή του απέρριψε την αγωγή. Ήδη η εκκαλούσα με την από 24-2-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/25-2-2025) έφεσή της , η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/25-2-2025 , προσδιορίστηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο , προσβάλλει την απόφαση αυτή .
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο αλλά κατέθεσαν τις από 2-4-2025 μονομερείς δηλώσεις τους , αντίστοιχα , που έγιναν σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 24-2-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../25-2-2025) έφεση της ενάγουσας της από 13-12-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../22-12-2022) αγωγής και ήδη εκκαλούσας , κατά της με αριθμό 790/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς , που δίκασε ερήμην του εναγομένου και ήδη εφεσίβλητου την παραπάνω αγωγή , κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών -εργατικών διαφορών (άρθρο 614 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ.) , αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και έχει ασκηθεί στις 11-2-2025 νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 19 , 144 παρ. 2 , 495 παρ. 1 και 2 , 511 , 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1 και 2 , 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 , 520 παρ. 1 , 591 παρ. 1 και 7 , 614 αρ. 3 του Κ.Πολ.Δ.), καθόσον από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης , από τη δημοσίευση της οποίας (8-3-2024) μέχρι την άσκηση της ενδίκου εφέσεως , δεν παρήλθε διετία . Επομένως , πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η κρινόμενη έφεση και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της , κατά την ίδια διαδικασία , κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 533 παρ. 1 , 591 παρ. 7 του Κ.Πολ.Δ.) .
Κατά τη διάταξη του άρθρου 904 παρ.1 ΑΚ. όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια , η υποχρέωση δε αυτή γεννάται ιδίως σε περιπτώσεις παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία η αιτία δεν επακολούθησε ή έληξε ή είναι παράνομη ή ανήθικη . Παροχή για αιτία που έληξε είναι και η καταβολή σε εκτέλεση αποφάσεως πολιτικού ή ποινικού δικαστηρίου , αν η απόφαση αυτή εξαφανισθεί εν όλω ή εν μέρει με νέα απόφαση (συνήθως ανώτερου) δικαστηρίου συνεπεία ασκήσεως ενδίκου μέσου . Περαιτέρω , κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ , που συμπορεύεται με τις διατάξεις των άρθρων 550, 579§2 και 581§3 αυτού, «αν το δικαστήριο δεχθεί την ανακοπή ή την έφεση οριστικά και κατ’ ουσίαν και απορρίψει, ολικά ή εν μέρει , την αγωγή, την ανταγωγή ή την κύρια παρέμβαση, εφόσον αποδειχθεί ότι η απόφαση που προσβάλλεται εκτελέσθηκε, διατάζει, αν το ζητήσει εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρισκόταν, πριν εκτελεσθεί η απόφαση που εξαφανίσθηκε ή μεταρρυθμίστηκε. Η αίτηση υποβάλλεται είτε με τα δικόγραφα της ανακοπής ή της έφεσης και των πρόσθετων λόγων είτε με τις προτάσεις είτε με χωριστό δικόγραφο που κοινοποιείται στον αντίδικο. Η εκτέλεση της απόφασης πρέπει να προαποδεικνύεται». Η ως άνω διάταξη, από τους περιοριστικά απαριθμούμενους στο άρθρο 904 εκτελεστούς τίτλους, αναφέρεται μόνο στη δικαστική απόφαση, που έχει κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, όχι δε και στους με τις δικαστικές αποφάσεις λειτουργικά εξομοιούμενους εκτελεστούς τίτλους. Επομένως, στην περίπτωση της διαταγής πληρωμής, με την παραδοχή της ανακοπής (άρθρο 632 , 633 ΚΠολΔ) κατ΄ αυτής, που έχει εκτελεσθεί, δεν είναι δυνατή η επαναφορά βάσει του άρθρου 914 , γιατί ναι μεν αυτή αποτελεί δικαστική επιταγή , πλην όμως δεν εκδίδεται μετά από διαγνωστική δίκη , της οποίας το σφάλμα διορθώνει άλλο δικαστήριο . Επίσης κατά τη διάταξη του άρθρου 904 παρ.1 Α.Κ. όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, η υποχρέωση δε αυτή γεννάται ιδίως σε περιπτώσεις παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία η αιτία δεν επακολούθησε ή έληξε ή είναι παράνομη ή ανήθικη. Παροχή για αιτία που έληξε είναι και η καταβολή σε εκτέλεση αποφάσεως πολιτικού ή ποινικού δικαστηρίου, αν η απόφαση αυτή εξαφανισθεί εν όλω ή εν μέρει με νέα απόφαση (συνήθως ανώτερου) δικαστηρίου συνεπεία ασκήσεως ενδίκου μέσου (ΑΠ 286/2005 , ΑΠ 764/2001, ΑΠ 677/1996, ΑΠ 41/1992) .
Στην προκείμενη περίπτωση με την από 13-12-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../22-12-2022) αγωγή η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ισχυρίστηκε ότι δυνάμει της με αριθμ. 189/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αφενός αναγνωρίστηκε η υποχρέωσή της να καταβάλει νομιμοτόκως στον εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο, το ποσό των 49.451,42 ευρώ για μέρος της αποζημίωσης λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του και για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης και αφετέρου υποχρεώθηκε να καταβάλει στον τελευταίο, για υπόλοιπο της ανωτέρω αποζημίωσης απόλυσης, το ποσό των 20.000 ευρώ, κατά το οποίο η απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή. Ότι η ως άνω απόφαση κατέστη τελεσίδικη μετά την έκδοση της με αριθμ. 5378/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών (Τμήμα Εργατικών Διαφορών), που έκανε δεκτή τυπικά την ασκηθείσα έφεση της ενάγουσας και την απέρριψε στην ουσία της. Ότι μετά την επίδοση από τον εναγόμενο σ’ αυτήν πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω τελεσίδικης, πλέον απόφασης, κατέβαλε στον αντίδικό της το συνολικό χρηματικό ποσό των 31.063 ευρώ, εκ του οποίου ποσό 20.000 ευρώ αφορούσε το ποσό κατά το οποίο η απόφαση εκείνη κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, το υπόλοιπο δε ποσό αφορούσε τόκους και λοιπά έξοδα . Ότι , ακολούθως εκδόθηκε σε βάρος της και βάσει της αναγνωριστικής διάταξης της ανωτέρω τελεσίδικης απόφασης η με αριθμ. ……./2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ότι ο εναγόμενος της επέδωσε πρώτο απόγραφο εκτελεστό της εν λόγω διαταγής πληρωμής με επιταγή προς εκτέλεση , με την οποία την επέτασσε να του καταβάλει το χρηματικό ποσό των 76.295,82 ευρώ, που αφορούσε το κεφάλαιο της αναγνωριστικής διάταξης της τελεσίδικης απόφασης πλέον τόκων και εξόδων, το οποίο και του κατέβαλε στις 9-1-2020, συμμορφούμενη εκουσίως. Ότι, στη συνέχεια, η προαναφερόμενη με αριθμό 5378/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών αναιρέθηκε με τη με αριθμό 418/2021 απόφαση του Αρείου Πάγου και η υπόθεση παραπέμφθηκε για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο , οπότε και εκδόθηκε η με αριθμό 4726/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας έγινε δεκτή η ασκηθείσα έφεσή της και απορρίφθηκε στο σύνολό της η αγωγή του ήδη εναγομένου. Ότι την τελευταία αυτή απόφαση επέδωσε στον εναγόμενο στις 21-11-2022 . Ότι επειδή εκδόθηκε απόφαση που απέρριψε τελεσίδικα την σε βάρος της αγωγή του αντιδίκου της, δικαιούται να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν εκτελεστεί, δυνάμει της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής, η απόφαση που εξαφανίστηκε και αφορούσε το ποσό της αναγνωριστικής της διάταξης. Ζητούσε δε με την αγωγή της με βάση τη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ και επικουρικά κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει το χρηματικό ποσό των 76.295,82 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της εκ μέρους της καταβολής του ποσού, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, άλλως από την επίδοση της παρούσας απόφασης και μέχρι την πλήρη εξόφληση καθώς και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση, δικάζοντας ερήμην του εναγομένου , απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, τόσο κατά την κύρια, όσο και κατά την επικουρική της βάση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεση για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη , να γίνει δεκτή η αγωγή της ως βάσιμη κατ΄ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος του εφεσίβλητου τα δικαστικά τη έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Από τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη σε συνδυασμό με τα αναγραφόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, προκύπτει ότι ο εκτελεστός τίτλος δυνάμει του οποίου η εκκαλούσα κατέβαλε στον εφεσίβλητο το αιτούμενο με την αγωγή ποσό είναι η με αριθμό 11340/2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία στη συνέχεια δεν ακυρώθηκε. Συνεπώς, από τους περιοριστικά απαριθμούμενους στο άρθρο 904 του Κ.Πολ.Δ. εκτελεστούς τίτλους, σε συνδυασμό με το άρθρο 914 του ίδιου Κώδικα όπου αναφέρεται μόνο στη δικαστική απόφαση, που έχει κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, όχι δε και στους με τις δικαστικές αποφάσεις λειτουργικά εξομοιούμενους εκτελεστούς τίτλους, προκύπτει ότι σε περίπτωση που ο εκτελεστός τίτλος είναι διαταγή πληρωμής δεν είναι δυνατή η επαναφορά βάσει του άρθρου 914 Κ.Πολ.Δ., γιατί ναι μεν αυτή αποτελεί δικαστική επιταγή , πλην όμως δεν εκδίδεται μετά από διαγνωστική δίκη, της οποίας το σφάλμα διορθώνει άλλο δικαστήριο. Έτσι στην προκείμενη περίπτωση η κρινόμενη αγωγή κατά την κύρια βάση της, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη , αφού ο εκτελεστός τίτλος είναι διαταγή πληρωμής. Επίσης, όσον αφορά την επικουρική βάση της αγωγής ώστε να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος να της καταβάλει το αιτούμενο ποσό με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ο επικαλούμενος εκτελεστός τίτλος (διαταγή πληρωμής) δεν έχει ακυρωθεί με την άσκηση ανακοπής και συνεπώς το αιτούμενο ποσό δεν συνιστά παροχή για αιτία που έληξε. Έτσι η κρινόμενη αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη τόσο κατά την κύρια όσο και κατά την επικουρική της βάση. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, είναι δε αβάσιμοι και απορριπτέοι οι λόγοι της έφεσης, καθώς και η έφεση στο σύνολό της προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως κατ΄ουσιαν αβάσιμη και να συμψηφιστούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 και 183 του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό .
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 24-2-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………./25-2-2025) έφεση, κατά της με αριθμό 790/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία) .
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 29 Μαΐου 2025 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ