Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 272/2025

 ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  272/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από το  Δικαστή Βασίλειο Τζελέπη, Εφέτη, τον οποίο όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:  Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<………….>> που εδρεύει στον Πειραιά (ΑΦΜ …………), η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια της δικηγόρο Νικολίτσα Τσαφούλια.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία <<………>>, η οποία εδρεύει στο Πειραιά (ΑΦΜ ………….), η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Κυριάκο Σαραβελάκη.

Η εκκαλούσα  άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της εφεσίβλητης την από 19.10.2017 με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2017 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’ αριθμ. 5013/2018, η οριστική απόφαση του άνω Δικαστηρίου με την οποία διετάχθη η εναγόμενη εντός προθεσμίας 90 ημερών από τη δημοσίευσή της να συμπληρώσει την ελλείπουσα πληρεξουσιότητά της στο πρόσωπο του εκπροσωπούντος αυτή δικηγόρου κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό αυτής αναφερόμενα. Ακολούθως με κλήση της εναγόμενης επισπεύσθηκε η συζήτηση της αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η 3403/2019 οριστική απόφαση του άνω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή ως κα’ ουσίαν αβάσιμη ως εκ της πλασματικής ερημοδικίας της ενάγουσας συνεπεία της μη καταβολής του απαιτούμενου τέλους δικαστικού ενσήμου. Την ως άνω απόφαση προσέβαλε, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα με την από 24.1.2022 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2.2.2022 Πρωτ και ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/5.4.2022 Εφετ., έφεση, η οποία προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 16.3.2023 και, μετά από αναβολή,  για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο, αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά το άρθρο 495 § 1 ΚΠολΔ το ένδικο μέσο της έφεσης ασκείται με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ κατά το άρθρο 532 του ιδίου Κώδικα αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης και ιδίως αν αυτή ασκήθηκε εκπροθέσμως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως. Το απαράδεκτο αποτελεί συνέπεια της έκπτωσης του διαδίκου από το δικαίωμα ασκήσεως της έφεσης (άρθρο 151 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 144 § 1 και 145 ΚΠολΔ προς εκείνη του άρθρου 518 § 2 του ιδίου Κώδικα, η οποία, μετά τη μεταρρύθμιση του ΚΠολΔ από το Ν. 4335/2015, προκύπτει ότι η προθεσμία της έφεσης κατ’ αποφάσεως που δεν επιδόθηκε είναι διετής, αρχίζει από την επομένη της δημοσιεύσεώς της και λήγει την αντίστοιχη ημέρα του δεύτερου έτους. Πρόκειται για καταχρηστική κατά τη νομική της φύση προθεσμία, η οποία κινείται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πρωτοβουλία των διαδίκων και δεν επηρεάζεται από τις προσωπικές συνθήκες τους (ΑΠ 1161/2021, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ). Επειδή μάλιστα αποβλέπει στη δημιουργία διαδικαστικής βεβαιότητας και σε παγίωση της ασφάλειας των συναλλαγών (ΑΠ 1030/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), είναι ανελαστική και ανεπίδεκτη αναστολής ή επαναφοράς στην πρότερη κατάσταση κατά το άρθρο 152 ΚΠολΔ, το οποίο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση παραμέλησης καταχρηστικής προθεσμίας (ΑΠ 264/2013, ΧρΙΔ 2014/374, ΑΠ 2064/2009, ΕφΑΔΠολΔ 2010/831, ΑΠ 1471/2007, ΝοΒ 2008/113), ακόμα και αν η απώλειά της οφείλεται σε ανώτερη βία, με την εξαίρεση, βέβαια, διαφορετικής ρύθμισης του νόμου. Τέτοια περίπτωση, ομοιάζουσα προς δικαιοστάσιο κατά την έννοια του άρθρου 255 ΑΚ (περί της οποίας βλ. Δ. Παπαδοπούλου – Κλαμαρή, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ιβ, Γενικές Αρχές, άρθρο 255, αρ. 12, σελ. 1384), το οποίο πάντως αφορά την αναστολή της παραγραφής των ουσιαστικών αξιώσεων και όχι των δικονομικών προθεσμιών ενέργειας, εισήχθη με τις νεαρές και εξαιρετικές νομοθετικές διατάξεις που απέβλεψαν στη ρύθμιση των ζητημάτων που ανέκυψαν λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της Χώρας για την προστασία του πληθυσμού από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID – 19, που προκάλεσε την πρόσφατη πανδημία. Ειδικότερα, με το άρθρο 74 § 1 του Ν. 4690/2020 ορίστηκε ότι «Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020 – 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, … Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Ειδικότερα οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ένδικων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους» και στην § 1 του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021 ορίστηκε ότι «Το χρονικό διάστημα από τις 7.11.2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας, δυνάμει της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 11 της από 11.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α` 55), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4682/2020 (Α 76), δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, … Μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου, οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Οι προθεσμίες που ανεστάλησαν κατά τα προηγούμενα εδάφια, δεν συμπληρώνονται, εάν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα (10) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους», ενώ στην ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 4792/2021 ορίστηκε ότι «Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 83 του ν. 4790/2021, ως ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων της χώρας για τον υπολογισμό των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών, λογίζεται η ημερομηνία άρσης της αναστολής των προθεσμιών, η οποία επήλθε με τη λήξη ισχύος της υπό στοιχεία Δ Ια/Γ.Π.οικ. 18877/26.3.2021 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Μετανάστευσης και Ασύλου, Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Υποδομών και Μεταφορών, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό “Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού C0VID-19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από τη Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00 έως και τη Δευτέρα, 5 Απριλίου 2021 και ώρα 6:00” (Β’ 1194), ήτοι η 6.4.2021». Τέλος, στη γνήσια ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 49 του Ν. 4963/2022, υπό τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής της αναστολής των προθεσμιών που εισήχθησαν με το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 και την παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021», η οποία θεσπίστηκε μετά τη διχογνωμία που ανέκυψε στη νομολογία σχετικά με το αν η αναστολή καταλαμβάνει ή όχι και τις καταχρηστικές προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων (βλ. τις αντίθετες ΑΠ 460/2022 και 762/2022, σε ΝοΒ 2022/1304 και 1307 αντίστοιχα), ορίστηκε ότι: « 1. Κατά την αληθή έννοια του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 (Α΄ 104) και του πρώτου εδάφιου της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 (Α΄ 48) ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που ανεστάλησαν κατά το διάστημα από 13.3.2020 ως 31.5.2020 και από 7.11.2020 έως 5.4.2021, νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [π.δ. 503/1985 (Α΄ 182), ΚΠολΔ). 2. Κατά την αληθή έννοια του τρίτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 και του τρίτου εδαφίου της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων των οποίων παρατείνεται η λήξη νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 ΚΠολΔ». Με κριτήριο δε την εξαιρετική φύση και την ειδικότητα των εν λόγω ρυθμίσεων η νομολογία δέχεται ότι σε περίπτωση κατά την οποία η καταχρηστική προθεσμία του άρθρου 518 § 2 ΚΠολΔ εκκίνησε πριν την έναρξη της πρώτης αναστολής λόγω COVID και δεν έληξε κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, δηλαδή το εκτός των δύο αναστολών (1.6.2020 – 29.10.2020), εφαρμοστέα τυγχάνει αποκλειστικά η διάταξη του άρθρου 83 § 1 εδαφ. γ΄ του Ν. 4790/2021, με αποτέλεσμα, επί προθεσμίας άσκησης έφεσης που λήγει μετά τον τερματισμό της δεύτερης αναστολής (6.4.2021), για τη συμπλήρωσή της να υπολογίζεται μόνον η παράταση των δέκα [10] ημερών, που χορηγήθηκε με την παραπάνω διάταξη και να μην αθροίζεται και το τριακονθήμερο της παράτασης που χορηγήθηκε με το άρθρο 74 § 1 εδαφ. γ΄ του Ν. 4690/2020 (ΜονΕφΘεσ. 2289/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, έτσι κατ’ αποτέλεσμα και η ΑΠ 1130/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, κατά την οποία το συνολικό χρονικό διάστημα των λόγω COVID αναστολών της καταχρηστικής προθεσμίας ασκήσεως ενδίκων μέσων ανέρχεται σε επτά [7] μήνες και δεκαοκτώ [18] ημέρες [από 13.3.2020 έως 31.5.2020 και από 7.11.2020 έως 6.4.2021], χωρίς συνυπολογισμό της δεκαήμερης ως άνω παράτασης).

ΙΙ. Η κρινόμενη από 24.1.2022 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ………./2.2.2022 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……………/5.4.2022) έφεση της ηττηθείσας πρωτοδίκως ενάγουσας κατά της υπ’ αριθμ. 3403/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς Τμήματος Ναυτικών Διαφορών, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 περ. α΄ ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομοτύπως μεν (άρθρα 495 § 1, 511, 513 § 1 εδαφ. α΄, 516 § 1 και 517 ΚΠολΔ) με κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με την προσκόμιση του παραβόλου του άρθρου 495 § 3 του ιδίου Κώδικα με αριθμό ……………/2022. Η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε με επιμέλεια της εκκαλούσας – ενάγουσας την 11.7.2022, ως τούτο προκύπτει από την προσαγόμενη με επίκληση με αριθμό ……../11.7.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στη περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς  . ….., ήτοι, κατ’ αρχήν, μετά την πάροδο της προβλεπόμενης στο νόμο τριακονθήμερης προθεσμίας, προβάλλοντας προς τούτο η εφεσίβλητη – εναγόμενη με τις προτάσεις της  σχετικό ισχυρισμό απαραδέκτου ως εκ του εκπροθέσμου της άσκησης αυτής. Ωστόσο ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος για τους ακόλουθους λόγους: Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας μολονότι οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης την 11.7.2022 εντούτοις προκύπτει ότι η έφεση είχε  ήδη ασκηθεί προ πάσης επιδόσεως της απόφασης ήτοι εντός του χρόνου της προβλεπόμενης στο νόμο διετούς καταχρηστικής προθεσμίας άσκησης του παρόντος ένδικου μέσου με τις εξής επισημάνσεις: Από την επομένη της δημοσιεύσεώς της (7.10.2019) άρχισε να διαδράμει η διετής καταχρηστική προθεσμία του άρθρου 518 § 2 ΚΠολΔ, της οποίας η συμπλήρωση επέκειτο κανονικά στις 8.10.2021. Πλην όμως εξαιτίας των προαναφερόμενων δύο χρονικών διαστημάτων αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της Χώρας λόγω COVID, στις 13.3.2020 και 1η.6.2020, η οποία συνολικά διήρκεσε για χρονικό διάστημα επτά [7] μηνών και δεκαοκτώ [18] ημερών, η αληθής ημερομηνία λήξης της υπό κρίση διετούς προθεσμίας  λαμβανομένου υπόψη του άνω συνολικού χρόνου αναστολής επήλθε την 26.5.2022. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με στοιχεία ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2022 αυτή κατατέθηκε την 2.2.2022, ήτοι σε χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών και εικοσιτεσσάρων (24) ημερών πριν τη λήξη αυτής την 26.5.2022. Επομένως, ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης – εναγομένης περί εκπροθέσμου ασκήσεως της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ακολούθως να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).

Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 και 8 του ν. ΓπΟΗ/1912 “Περί δικαστικών ενσήμων”, όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν.δ/τος 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 του ν.δ. 4189/1961, η παράλειψη προκαταβολής από τον ενάγοντα του οφειλομένου κατά τα άρθρα 2 και 3 του ν. ΓπΟΗ/1912 τέλους δικαστικού ενσήμου, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, δεν επάγεται απαράδεκτο της αγωγής ή της συζητήσεώς της, αλλά ο παραλείπων την καταβολή ενάγων, λογίζεται, κατά νόμιμο πλάσμα, ως μη εμφανιζόμενος και δικάζεται ερήμην, με επακόλουθο να απορρίπτεται η αγωγή του, λόγω πλασματικής ερημοδικίας, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 272 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως αυτή ισχύει με το άρθρο 2 άρ. δεύτερο παρ. 2 του ν. 4335/2015 (ΑΠ 538/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1293/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1485/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2031/2017, ΤΝΠ ΑΠ, ΑΠ 1572/2013 ΤΝΠ ΑΠ). Η απόρριψη, όμως, αυτή έχει την έννοια ότι αναφέρεται σε κήρυξη ακυρότητας λόγω μη προσήκουσας παράστασης του ενάγοντος, όπως αυτή επιβάλλεται από την ανωτέρω δικονομικού δικαίου διάταξη του άρθρου 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, επί αγωγής υποκείμενης σε τέλος δικαστικού ενσήμου. Η ακυρότητα δε αυτή, που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως, συνεπάγεται ακολούθως και την πλασματική ερημοδικία αυτού και την απόρριψη της αγωγής για ουσιαστικό και όχι για τυπικό λόγο. Ως εκ τούτου, η απόρριψη της αγωγής για τον παραπάνω λόγο συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής, όταν η σχετική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 1572/2013, Α.Π. 1337/2011 ΤΝΠ ΑΠ), ανεξαρτήτως μάλιστα εάν ο ενάγων θεωρήθηκε ως κατ’ αντιμωλία δικαζόμενος, αφού τελικώς η αγωγή απορρίπτεται λόγω μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου (ΑΠ 65/2022). Κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την αγωγή λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου ο ενάγων δικαιούται να ασκήσει έφεση, μοναδικός λόγος της οποίας δύναται να είναι η άρση της ειρημένης παραλείψεως, δηλαδή η εκ των υστέρων καταβολή του άνω τέλους. Αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται, μετά δε την εξαφάνισή της, χωρεί ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, νέα συζήτηση της υποθέσεως, κατά την οποία ο ενάγων, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 528 ΚΠολΔ, δύναται να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως ηδύνατο να προτείνει, χωρίς να δεσμεύεται από τους περιορισμούς του άρθρου 527 του ΚΠολΔ (ΑΠ 538/2019, ΑΠ 668/2015, ΑΠ 1572/2013, ΑΠ 1095/2006). Επίσης, ο ενάγων σε περίπτωση που δικάστηκε πρωτοδίκως ερήμην και απορρίφθηκε η αγωγή του λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου, καίτοι δεν είχε υποχρέωση καταβολής αυτού, μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, προβάλλοντας ως λόγο την έλλειψη υποχρέωσής του να καταβάλει δικαστικό ένσημο, οπότε το Εφετείο, αν κρίνει βάσιμο το λόγο αυτό, θα κάνει δεκτή την έφεση και θα εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα (ΑΠ 65/2022 ΤΝΠ ΑΠ). Στη προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό, δεν προσκόμισε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου, ούτε κατά την προθεσμία προκατάθεσης των προτάσεών της, ούτε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ότι δεν έλαβε κανονικά μέρος στη συζήτηση της αγωγής της, λόγω της πλασματικής ερημοδικίας της, και ακολούθως να δικαστεί ερήμην, η δε αγωγή της, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η ηττηθείσα ενάγουσα, με την παρούσα έφεσή της, η οποία διατείνεται ότι με την άσκηση της έφεσής της κατέβαλε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου και ζητεί αφού αυτή (έφεση) γίνει δεκτή, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή της. Από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει πράγματι ότι η εκκαλούσα κατέβαλε και προσκομίζει με επίκληση προς τούτο στο παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο το αναλογούν για το αντικείμενο της αγωγής της τέλος δικαστικού ενσήμου  και δη το με αριθμό ………….. e – παράβολο σε συνδυασμό με την από 24.1.2022 απόδειξη ηλεκτρονικής συναλλαγής της τράπεζας Eurobank. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτός ο μοναδικός λόγος της έφεσης ως βάσιμος, να γίνει δεκτή η έφεση ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να χωρήσει νέα συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία η εκκαλούσα, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 528 ΚΠολΔ, θα μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως  μπορούσε να προτείνει.

III) Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται για κάθε δικόγραφο (αρθ. 117,118 ΚΠολΔ.), πρέπει να περιέχει επί πλέον: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής αρκεί για το ορισμένο και κατά συνέπεια το παραδεκτό της αγωγής να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής ορισμένης νομικής διατάξεως, στα οποία και θεμελιώνεται το ασκούμενο με την αγωγή δικαίωμα. Εξάλλου, η νομική αοριστία της αγωγής που ελέγχεται αυτεπάγγελτα, δηλαδή η συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται αναιρετικά, ως παραβίαση από τον αριθ. 1 του άρθ. 559 του ΚΠολΔ, αντίθετα η ποσοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολΔ. Εξάλλου, ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν εκτίθενται σε αυτή ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 513 ΑΚ, ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης πώλησης είναι το πράγμα (κινητό ή ακίνητο), το τίμημα και η συμφωνία των συμβαλλομένων περί μετάθεσης της κυριότητας και πληρωμής του τιμήματος (ΑΠ 16/2009 ΕλλΔνη 2009. 521). Έτσι, η αγωγή του πωλητή κατά του αγοραστή με την οποία επιδιώκεται η καταβολή του τιμήματος πωληθέντων εμπορευμάτων, για να είναι ορισμένη πρέπει να περιέχει: α) την κατάρτιση της οικείας σύμβασης β) τα πωληθέντα και παραδοθέντα πράγματα και γ) την τιμή των πωληθέντων πραγμάτων (ΑΠ 577/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Στην προκειμένη περίπτωση η εφεσίβλητη – εναγόμενη με το δικόγραφο των προτάσεων της ενώπιον  του παρόντος Δικαστηρίου διατείνεται ότι το δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής είναι παντελώς αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

IV) Εν προκειμένω η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, η οποία τυγχάνει εταιρία με αντικείμενο την εμπορία ναυτιλιακών καυσίμων σε πλοία, με την από 19.10.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/2017) αγωγή της, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήματος  Ναυτικών Διαφορών διατείνεται ότι  στο πλαίσιο της εμπορικής της αυτής δραστηριότητας με διαδοχικές συμβάσεις πώλησης που κατήρτισε προφορικώς με την εναγομένη μετά από παραγγελία της εναγομένης δια του νομίμου εκπροσώπου της και δια του προστηθέντος της πλοιάρχου οι οποίες έλαβαν χώρα στις 9 -6-2017 και στις 14-6-2017 στον Πειραιά, πώλησε και παρέδωσε στο  (μη κατονομαζόμενο στην αγωγή) πλοίο πλοιοκτησίας της εναγομένης στο λιμάνι του Αγίου Κωνσταντίνου Φθιώτιδας τις κάτωθι αναφερόμενες ποσότητες καυσίμων αντί του συμφωνηθέντος άλλως του εθισμένου στον τόπο και χρόνο αγοραπωλησίας τιμήματος και εξέδωσε προς τούτο τα αναφερόμενα δελτία αποστολής και τιμολόγια και δη : α) στις 9-6-2017 πώλησε και παρέδωσε στην εναγόμενη στο λιμάνι του Αγίου Κωνσταντίνου 33, 397 τόνους πετρέλαιο (RME  180 LS) αξίας 368 ευρώ ανά μετρικό τόνο, έναντι συμφωνηθέντος τιμήματος  12.290,19 ευρώ πληρωτέου στις 9-7-2017 και εκδοθέντων προς τούτο των υπ’αριθμ. …/2017 και …../ 2017 δελτίων αποστολής και του υπ’αριθμ. …../16.6.2017 τιμολογίου και β) στις 14-6-2017 πώλησε και παρέδωσε στην εναγόμενη στο λιμάνι του Αγίου Κωνσταντίνου 49,424 τόνους πετρέλαιο (RME  180 LS) αξίας 368 ευρώ ανά μετρικό τόνο, έναντι συμφωνηθέντος  τιμήματος 18.188,01 ευρώ πληρωτέου στις 14-7-2017 και εκδοθέντων προς τούτο των υπ’ αριθμ. …./2017 και …/ 2017 δελτίων αποστολής και του υπ’αριθμ. …../19-6-2017 τιμολογίου. Περαιτέρω ότι η εναγομένη παρότι παρέλαβε ανεπιφύλακτα τις ως άνω ποσότητες ναυτιλιακών καυσίμων και υπέγραψε δια του εξουσιοδοτημένου προς τούτο προσώπου (πλοιάρχου/α μηχανικού) υπό την σφραγίδα της εναγομένης τα σχετικά τιμολόγια,  παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της αρνείται να της καταβάλει το συνολικό ποσό των ως άνω τιμολογίων ύψους 30.478,20 ευρώ, το οποίο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, πλέον τον τόκο  υπερημερίας ύφους 2%, ως είχαν συμφωνήσει, ήτοι ποσό 1.902,43 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, κι ύστερα από παραδεκτό εν μέρει (καθ’ύψος) περιορισμό του αγωγικού αιτήματος με τις προτάσεις (άρθρα 223, 224, 295 παρ.1,297 ΚΠολΔ) η ενάγουσα ζητεί κατά τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης με βάση την σύμβαση πώλησης, κι επικουρικώς κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού : 1) να υποχρεωθεί  («να διαταχθεί» ως επί λέξει αιτείται) η εναγομένη πλοιοκτήτρια να της  καταβάλει : α) το εναπομείναν συνολικά ποσό των τριάντα χιλιάδων ευρώ (30.000€) για την κύρια απαίτηση με το νόμιμο τόκο  από την επομένη της ημερομηνίας που εκάστη απαίτηση κατέστη απαιτητή άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση  και β) ποσό 1.902,43 ευρώ για τους τόκους υπερημερίας σύμφωνα με την ειδικότερη συμφωνία τους, 2) να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η εκδοθησομένη απόφαση και 3) να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης και αμοιβής του πληρεξουσίου δικηγόρου της. Με το πιο πάνω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, αφού για τη νομική επάρκεια και πληρότητά της για την θεμελίωση της νομικής βασιμότητά αυτής στη διάταξη του άρθρου 513 ΑΚ περιλαμβάνει όσα στοιχεία απαιτούνται από τη διάταξη αυτή και τα οποία αναφέρονται και προσδιορίζονται με σαφήνεια η κατάρτιση των διαδοχικών συμβάσεων πωλήσεως εντός του προαναφερόμενου χρονικού διαστήματος, τα πωληθέντα και παραδοθέντα εμπορεύματα κατ’ είδος, ποσότητα και τιμή μονάδας για κάθε συγκεκριμένη πώληση και ο χρόνος πίστωσης για την καταβολή του τιμήματος εκάστης πώλησης, καθώς και το συνολικό τίμημα των ποσοτήτων αυτών. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός της εναγομένης – εφεσίβλητης περί αοριστίας της αγωγής που προβάλλεται με τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (ζήτημα που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο) λόγω του ότι στο δικόγραφό της η ενάγουσα δεν εξειδικεύει από ποια συμφωνία προκύπτει το αιτούμενο ποσό επί της αγωγής για την καταβολή τόκων υπερημερίας, πότε αυτή η συμφωνία καταρτίστηκε, μεταξύ ποιων προσώπων, εάν είναι έγγραφη ή προφορική, καθόσον όλα τα ανωτέρω δεν αποτελούν στοιχεία της αγωγής κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αλλά αντικείμενο απόδειξης των πραγματικών περιστατικών της αγωγής. Ακολούθως, η αγωγή είναι νόμιμη ως προς την κύρια βάση της  ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 513 επ και ως προς τα παρεπόμενα αιτήματα στις διατάξεις των άρθρων 345 και 346 του ΑΚ και 176 ΚΠολΔ, πλην α) του αιτήματος περί επιδίκασης στην ενάγουσα τόκων υπερημερίας επί του κεφαλαίου της απαίτησής της με μηνιαίο επιτόκιο 2% (ήτοι 24% ετησίως), το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο κατά το μέρος, κατά το οποίο αυτό υπερβαίνει το ανώτατο ποσοστό τόκου υπερημερίας, ο οποίο προσδιορίζεται με σχετικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (άρθρο 3 παρ.2 του ν.2842/2000). Εξάλλου κατά το άρθρο 294 του ΑΚ κάθε δικαιοπραξία για τόκο που υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό όριο είναι άκυρη ως προς το επί πλέον. Σημειωτέον ότι η περί ανώτατου θεμιτού ορίου τόκου ως άνω διάταξη είναι δημόσιας τάξης και κάθε αντικείμενη προς αυτή συμφωνία είναι άκυρη και δεν μπορεί να καλυφθεί με αναγνώριση του υπόχρεου ή έμπρακτη καταβολή (ΕφΘεσ 1762/2012 Αρμ.2013.1841, ΕφΘεσ 2262/2010 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 6029/1999 ΕλλΔνη 1999.1625). Κατά συνέπεια το αιτούμενο κονδύλιο τόκων τυγχάνει νόμω αβάσιμο κατά το μέρος, που υπερβαίνει το ανώτατο νόμιμο ποσοστό επιτοκίου, λαμβανομένου υπόψη ότι, και αληθών υποτιθεμένων των αναφερομένων στο δικόγραφο της αγωγής περί κατάρτισης συμφωνίας των διαδίκων για υπολογισμό των τόκων επί του κεφαλαίου τυχόν ληξιπρόθεσμης και απαιτητής απαίτησης της ενάγουσας από την πώληση στην εναγόμενη ποσότητας ναυτιλιακού καυσίμου με το ως άνω αυξημένο επιτόκιο, η εν λόγω συμφωνία είναι σε κάθε περίπτωση άκυρη ως προς το επιπλέον του τότε ισχύσαντος νομίμου επιτοκίου, αφού, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, το ανώτατο επιτόκιο του τόκου υπερημερίας, όπως αυτό καθορίσθηκε με τις σχετικές αποφάσεις του Δ.Σ. της Ε.Κ.Τ., ανερχόταν για το έτος 2016 σε 7,25% ετησίως, β) της επικουρικής βάσης της αγωγής που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, η οποία πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη, διότι η ενάγουσα δεν επικαλείται περιστατικά πρόσθετα ή διαφορετικά από εκείνα στα οποία στηρίζεται η κύρια βάση της αγωγής (βλ. σχ. Ολ. ΑΠ 22/2003, Δ/νη 44. 1261, ΑΠ 16/2008, Δ/νη 49. 498, ΑΠ 922/2007, Δ/νη 50. 1738, ΑΠ 585/2006, ΔΕΝ 63. 1495), με την οποία ισχυρίζεται ότι η εναγόμενη του οφείλει το ίδιο ποσό από τις μεταξύ τους συμβάσεις πώλησης, χωρίς επίκληση της ακυρότητάς τους για οποιοδήποτε λόγο. Κατόπιν των ανωτέρω, η ένδικη αγωγή, ως προς την κύρια βάση της πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ΄ουσίαν.

V) Σύμφωνα με τη προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 289 αριθ. 3 ΚΙΝΔ «Εις ετησίαν παραγραφήν υπόκεινται αι αξιώσεις : … 3. Εκ της χορηγήσεως υλικών ή τροφίμων, εκ της εκτελέσεως εργασιών δια την ναυπήγησιν, επισκευήν, εξοπλισμόν ή εφοδιασμόν του πλοίου ως και εκ των κατά τα άρθρα 45 και 46 ενεργειών του πλοιάρχου», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 291 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα «Η παραγραφή των εις τα προηγούμενα άρθρα (δηλαδή και στο άρθρο 289) αξιώσεων αρχίζει άμα τη λήξει του έτους καθ’ ο συμπίπτει η αφετηρία αυτής». Η εν λόγω διάταξη του εδαφίου 3 της πρώτης των ως άνω διατάξεων περιλαμβάνει τρεις κατηγορίες δανειστών και ειδικώς εκείνες των προμηθευτών του πλοίου, των ναυπηγών, των επισκευαστών και κυρίων του φορτίου. Ειδικότερα : «Υλικά» υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως θεωρούνται όλα τα χρήσιμα για το πλοίο αντικείμενα, αναλώσιμα και μη, περιλαμβανομένων και των προοριζομένων να χρησιμεύσουν ως συστατικά ή παραρτήματα αυτού ή ανταλλακτικά. Περαιτέρω, στην προαναφερομένη βραχεία παραγραφή υπάγονται και : α) οι αξιώσεις από την εκτέλεση εργασιών για τη ναυπήγηση του πλοίου (αξιώσεις του ναυπηγού), β) οι εργασίες επισκευής (οι μη αποτελούσες ναυπήγηση) και οι εξ αυτών απορρέουσες αξιώσεις του επισκευαστή (είτε ναυπηγού είτε άλλου τεχνικού) και γ) οι αξιώσεις, οι οποίες απορρέουν εκ των κατά τα άρθρα 45 και 46 ενεργειών του πλοιάρχου (πιστωτικές συμβάσεις, τις οποίες συνομολογεί ο πλοίαρχος, αξιώσεις του πλοιοκτήτη κατά του πλοιάρχου για αποζημίωσή του, λόγω της φορτώσεως εκ μέρους του πλοιάρχου εμπορευμάτων στο πλοίο για ίδιο λογαριασμό χωρίς προηγουμένη άδεια του πλοιοκτήτη). Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να επισημανθεί ότι η διάταξη του άρθρου 289 αριθ. 3 ΚΙΝΔ, ως εισάγουσα ειδική ρύθμιση βραχείας παραγραφής συγκεκριμένων κατηγοριών αξιώσεων, πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Εξάλλου, η παραγραφή των ανωτέρω αξιώσεων αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής που ορίζεται στα δύο προηγούμενα άρθρα, δηλαδή στα άρθρα 251, 252 (άρθρο 253 ΑΚ). Το άρθρο 253 εισάγει εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 251 ΑΚ με την έννοια ότι στις περιπτώσεις του άρθρου 250 ΑΚ, η παραγραφή της γεγενημένης και δικαστικά επιδιώξιμης απαιτήσεως μετατίθεται χρονικά στη λήξη του έτους κατά το οποίο γεννήθηκε. Ο δικαιολογητικός λόγος έγκειται στην εξυπηρέτηση γενικά των επαγγελματιών, των οποίων οι αξιώσεις εκκαθαρίζονται συνήθως στο τέλος του έτους και στην άρση των αμφιβολιών ως προς τον καθορισμό του χρόνου δημιουργίας καθεμιάς από τις αξιώσεις αυτές. Τέλος σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 261, όπως αυτό αντικαταστάθηκε και ισχύει από 20.3.2013 με το άρθρο 101 παρ.1 ν 4139/2013, την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτόν αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ` άλλον τρόπο περάτωση της δίκης ενώ με την παράγραφο  2 του ίδιου άρθρου στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης. Κατά συνέπεια, όπως προκύπτει από τη συνδυαστική ερμηνεία των διατάξεων του (νέου) άρθρου 261 ΑΚ, η αναστολή της παραγραφής, η οποία ξεκινά από τη χρονική στιγμή της διακοπής της παραγραφής με την άσκηση της αγωγής, διαρκεί για έξι μήνες, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου, συνεχίζει δε για όσο χρόνο δεν επιχειρούνται από τους διαδίκους διαδικαστικές πράξεις, ώστε κατ` αποτέλεσμα, η παραγραφή να συμπληρώνεται όταν παρέλθει χρόνος ίσος με την παραγραφή προσαυξανόμενος κατά έξι μήνες, υπό την προϋπόθεσή ωστόσο, της αδράνειας των διαδίκων (ΑΠ 361/2019, ΕΑ 683/2020, ΕφΠατρ 17/2020, ΕφΠατρ 60/2020, ΕφΠατρ 247/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) [βλ. 24/2023 ΕΦ ΛΑΜ, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η εναγόμενη με τις νομότυπα κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, αρνήθηκε την αγωγή ως νόμω και ουσία αβάσιμη και προέβαλε παραδεκτά: Α) την ένσταση της ενιαύσιας παραγραφής της απαίτησης εν επιδικία κατ΄ άρθρα 289 αρ.3 ΚΙΝΔ και 261 παρ.2 ΑΚ ο  η οποία θα διερευνηθεί περαιτέρω στην ουσία της, επικουρικά δε την ένσταση της πενταετούς παραγραφής του άρθρου 250 ΑΚ. Ειδικότερα η εφεσίβλητη – εναγόμενη ισχυρίζεται ότι οι αξιώσεις από τα ένδικα δύο τιμολόγια πώλησης υγρών καυσίμων της ενάγουσας που αφορούν το έτος 2017 έχουν υποκύψει στην ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 289 αριθ. 3 ΚΙΝΔ, εν επιδικία, καθώς από την έναρξη της παραγραφής εκάστης των επιμέρους αξιώσεων,  την άσκηση (κατάθεση και επίδοση) της κρινομένης αγωγής εντός του έτους 2007 και την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης, έχει παρέλθει χρόνος πλέον του έτους, οπότε επικαλούμενη την παράγραφο 2 του άρθρου 261 ΑΚ από την 7.10.2019, ημερομηνία κατά την οποία δημοσιεύθηκε η εκκαλουμένη έως την επόμενη διαδικαστική πράξη, η οποία έλαβε χώρα την 2.2.2022 με την κατάθεση της υπό κρίση έφεσης, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους και ως εκ τούτου συμπληρώθηκε ο χρόνος της ετήσιας παραγραφής. Ο ισχυρισμός αυτός των εναγόμενων συνιστά παραδεκτώς προτεινομένη (262 παρ. 1 ΚΠολΔ) ένσταση παραγραφής, η οποία, όμως, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, διότι η επίκληση της παραγράφου 2 του άρθρου 261 ΑΚ για τη θεμελίωση του ισχυρισμού αυτού προβάλλεται αλυσιτελώς καθώς εφαρμοστέα στην υπό κρίση περίπτωση τυγχάνει η παράγραφος 1 του ίδιου άρθρου δυνάμει της οποίας η παραγραφή που είχε διακοπεί με την άσκηση της υπό κρίση αγωγής εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επ’ αυτής. Πλέον συγκεκριμένα από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης  που έλαβε χώρα την 7.10.2019, η επόμενη διαδικαστική πράξη που ακολούθησε τη δικονομική ροή των πραγμάτων ήταν η  άσκηση της υπό κρίση εφέσεως που έλαβε χώρα την 2.2.2022 που ήταν η μοναδική διαδικαστική πράξη που προβλεπόταν κατά νόμο (518 παρ.2 ΚΠολΔ) μετά τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης. Ωστόσο σύμφωνα με τα όσα αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας με στοιχείο <<Ι>> στη προκειμένη περίπτωση  εξαιτίας των προαναφερόμενων δύο χρονικών διαστημάτων αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της Χώρας λόγω COVID, στις 13.3.2020 και 1η.6.2020, η οποία συνολικά διήρκεσε για χρονικό διάστημα επτά [7] μηνών και δεκαοκτώ [18] ημερών, η αληθής ημερομηνία λήξης της υπό κρίση διετούς προθεσμίας για την άσκηση του παρόντος ενδίκου μέσουαραγραφής λαμβανομένου υπόψη του άνω συνολικού χρόνου αναστολής ορίζεται την 26.5.2022. Κατά συνέπεια ο προαναφερθείς χρόνος λειτουργίας των Δικαστηρίων δεν μπορεί να συνυπολογισθεί στο χρόνο παραγραφής της παραγράφου 2 του άρθρου 261 ΑΚ, οπότε και δεν μπορεί να συμπληρωθεί αυτός  καθώς η πάροδος του χρόνου αυτού δεν οφείλεται σε ολιγωρία της ενάγουσας αλλά σε γεγονός που συνιστά ανωτέρα βία, οπότε και δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση η παράγραφος του 2 του άρθρου 260 ΑΚ. Β) τον ερειδόμενο στη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ νόμιμο ισχυρισμό, ο οποίος φέρει το χαρακτήρα ενστάσεως περί απόσβεσης της ένδικης αξίωσης λόγω καταβολής υπό τον τρόπο και με τις καταβολές που αναφέρονται ειδικότερα στο δικόγραφο των προτάσεων της, η οποία (ένσταση) πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της. Γ) Τέλος η εναγομένη το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου παραδεκτά κατ’ άρθρο 527 ΚΠολΔ προβάλλει  την νόμιμη ένσταση του συμψηφισμού που ερείδεται στις διατάξεις των άρθρων 440 και 441 ΑΚ στυνιστάμενος στο ότι η διαφορά των 30.000 ευρώ που διατείνεται ότι η ενάγουσα ότι αποτελεί το οφειλόμενο υπόλοιπο από τη μεταξύ τους συνεργασίας που απορρέει από το σύνολο των μεταξύ τους καταρτισθεισών συμβάσεων πώλησης καυσίμων αποσβέσθηκε κατόπιν ρητής συμφωνίας δια συμψηφισμού μεταξύ της τρίτης εταιρείας …….. , η οποία ενεργούσε ως άμεσος αντιπρόσωπος της ενάγουσας και της εναγομένης η οποία διατηρούσε καρά της αντιδίκου της ανταπαίτηση που συνίσταται στην ανόρθωση μέρους της  της προκληθείσης συνολικής ζημίας της (θετικής και αποθετικής) από την κακή ποιότητα (υψηλή σε περιεκτικότητα ύδωρ) του πωληθέντος καυσίμου από την ενάγουσα, παραδοθέντος στο άνω πλοίο της  στις 12.1.2017 στο λιμάνι του Αγίου Κωνσταντίνου οπότε και εκδόθηκαν τα με αριθμό ……/12.1.2017  δελτίο αποστολής και το με αριθμό ……./20.1.2017 τιμολόγιο πώλησης. Πρέπει επομένως να εξεταστεί περαιτέρω  ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της.

V) Σύμφωνα με τη προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 289 αριθ. 3 ΚΙΝΔ «Εις ετησίαν παραγραφήν υπόκεινται αι αξιώσεις : … 3. Εκ της χορηγήσεως υλικών ή τροφίμων, εκ της εκτελέσεως εργασιών δια την ναυπήγησιν, επισκευήν, εξοπλισμόν ή εφοδιασμόν του πλοίου ως και εκ των κατά τα άρθρα 45 και 46 ενεργειών του πλοιάρχου», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 291 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα «Η παραγραφή των εις τα προηγούμενα άρθρα (δηλαδή και στο άρθρο 289) αξιώσεων αρχίζει άμα τη λήξει του έτους καθ’ ο συμπίπτει η αφετηρία αυτής». Η εν λόγω διάταξη του εδαφίου 3 της πρώτης των ως άνω διατάξεων περιλαμβάνει τρεις κατηγορίες δανειστών και ειδικώς εκείνες των προμηθευτών του πλοίου, των ναυπηγών, των επισκευαστών και κυρίων του φορτίου. Ειδικότερα : «Υλικά» υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως θεωρούνται όλα τα χρήσιμα για το πλοίο αντικείμενα, αναλώσιμα και μη, περιλαμβανομένων και των προοριζομένων να χρησιμεύσουν ως συστατικά ή παραρτήματα αυτού ή ανταλλακτικά. Περαιτέρω, στην προαναφερομένη βραχεία παραγραφή υπάγονται και : α) οι αξιώσεις από την εκτέλεση εργασιών για τη ναυπήγηση του πλοίου (αξιώσεις του ναυπηγού), β) οι εργασίες επισκευής (οι μη αποτελούσες ναυπήγηση) και οι εξ αυτών απορρέουσες αξιώσεις του επισκευαστή (είτε ναυπηγού είτε άλλου τεχνικού) και γ) οι αξιώσεις, οι οποίες απορρέουν εκ των κατά τα άρθρα 45 και 46 ενεργειών του πλοιάρχου (πιστωτικές συμβάσεις, τις οποίες συνομολογεί ο πλοίαρχος, αξιώσεις του πλοιοκτήτη κατά του πλοιάρχου για αποζημίωσή του, λόγω της φορτώσεως εκ μέρους του πλοιάρχου εμπορευμάτων στο πλοίο για ίδιο λογαριασμό χωρίς προηγουμένη άδεια του πλοιοκτήτη). Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να επισημανθεί ότι η διάταξη του άρθρου 289 αριθ. 3 ΚΙΝΔ, ως εισάγουσα ειδική ρύθμιση βραχείας παραγραφής συγκεκριμένων κατηγοριών αξιώσεων, πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Εξάλλου, η παραγραφή των ανωτέρω αξιώσεων αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής που ορίζεται στα δύο προηγούμενα άρθρα, δηλαδή στα άρθρα 251, 252 (άρθρο 253 ΑΚ). Το άρθρο 253 εισάγει εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 251 ΑΚ με την έννοια ότι στις περιπτώσεις του άρθρου 250 ΑΚ, η παραγραφή της γεγενημένης και δικαστικά επιδιώξιμης απαιτήσεως μετατίθεται χρονικά στη λήξη του έτους κατά το οποίο γεννήθηκε. Ο δικαιολογητικός λόγος έγκειται στην εξυπηρέτηση γενικά των επαγγελματιών, των οποίων οι αξιώσεις εκκαθαρίζονται συνήθως στο τέλος του έτους και στην άρση των αμφιβολιών ως προς τον καθορισμό του χρόνου δημιουργίας καθεμιάς από τις αξιώσεις αυτές. Τέλος σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 261, όπως αυτό αντικαταστάθηκε και ισχύει από 20.3.2013 με το άρθρο 101 παρ.1 ν 4139/2013, την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτόν αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ` άλλον τρόπο περάτωση της δίκης ενώ με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης. Κατά συνέπεια, όπως προκύπτει από τη συνδυαστική ερμηνεία των διατάξεων του (νέου) άρθρου 261 ΑΚ, η αναστολή της παραγραφής, η οποία ξεκινά από τη χρονική στιγμή της διακοπής της παραγραφής με την άσκηση της αγωγής, διαρκεί για έξι μήνες, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου, συνεχίζει δε για όσο χρόνο δεν επιχειρούνται από τους διαδίκους διαδικαστικές πράξεις, ώστε κατ` αποτέλεσμα, η παραγραφή να συμπληρώνεται όταν παρέλθει χρόνος ίσος με την παραγραφή προσαυξανόμενος κατά έξι μήνες, υπό την προϋπόθεσή ωστόσο, της αδράνειας των διαδίκων (ΑΠ 361/2019, ΕΑ 683/2020, ΕφΠατρ 17/2020, ΕφΠατρ 60/2020, ΕφΠατρ 247/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) [βλ. 24/2023 ΕΦ ΛΑΜ, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η εναγόμενη με τις νομότυπα κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, αρνήθηκε την αγωγή ως νόμω και ουσία αβάσιμη και προέβαλε παραδεκτά: Α) την ένσταση της ενιαύσιας παραγραφής της απαίτησης εν επιδικία κατ΄ άρθρα 289 αρ.3 ΚΙΝΔ και 261 παρ.2 ΑΚ ο η οποία θα διερευνηθεί περαιτέρω στην ουσία της, επικουρικά δε την ένσταση της πενταετούς παραγραφής του άρθρου 250 ΑΚ. Ειδικότερα η εφεσίβλητη – εναγόμενη ισχυρίζεται ότι οι αξιώσεις από τα ένδικα δύο τιμολόγια πώλησης υγρών καυσίμων της ενάγουσας που αφορούν το έτος 2017 έχουν υποκύψει στην ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 289 αριθ. 3 ΚΙΝΔ, εν επιδικία, καθώς από την έναρξη της παραγραφής εκάστης των επιμέρους αξιώσεων,  την άσκηση (κατάθεση και επίδοση) της κρινομένης αγωγής εντός του έτους 2007 και την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης, έχει παρέλθει χρόνος πλέον του έτους, οπότε επικαλούμενη την παράγραφο 2 του άρθρου 261 ΑΚ από την 7.10.2019, ημερομηνία κατά την οποία δημοσιεύθηκε η εκκαλουμένη έως την επόμενη διαδικαστική πράξη, η οποία έλαβε χώρα την 2.2.2022 με την κατάθεση της υπό κρίση έφεσης, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους και ως εκ τούτου συμπληρώθηκε ο χρόνος της ετήσιας παραγραφής. Ο ισχυρισμός αυτός των εναγόμενων συνιστά παραδεκτώς προτεινομένη (262 παρ. 1 ΚΠολΔ) ένσταση παραγραφής, η οποία, όμως, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, διότι η επίκληση της παραγράφου 2 του άρθρου 261 ΑΚ για τη θεμελίωση του ισχυρισμού αυτού προβάλλεται αλυσιτελώς καθώς εφαρμοστέα στην υπό κρίση περίπτωση τυγχάνει η παράγραφος 1 του ίδιου άρθρου δυνάμει της οποίας η παραγραφή που είχε διακοπεί με την άσκηση της υπό κρίση αγωγής εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επ’ αυτής. Πλέον συγκεκριμένα από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης  που έλαβε χώρα την 7.10.2019, η επόμενη διαδικαστική πράξη που ακολούθησε τη δικονομική ροή των πραγμάτων ήταν η  άσκηση της υπό κρίση εφέσεως που έλαβε χώρα την 2.2.2022 που ήταν η μοναδική διαδικαστική πράξη που προβλεπόταν κατά νόμο (518 παρ.2 ΚΠολΔ) μετά τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης. Ωστόσο σύμφωνα με τα όσα αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας με στοιχείο <<Ι>> στη προκειμένη περίπτωση  εξαιτίας των προαναφερόμενων δύο χρονικών διαστημάτων αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της Χώρας λόγω COVID, στις 13.3.2020 και 1η.6.2020, η οποία συνολικά διήρκεσε για χρονικό διάστημα επτά [7] μηνών και δεκαοκτώ [18] ημερών, η αληθής ημερομηνία λήξης της υπό κρίση διετούς προθεσμίας για την άσκηση του παρόντος ενδίκου μέσου,  λαμβανομένου υπόψη του άνω συνολικού χρόνου αναστολής, ορίζεται την 26.5.2022. Κατά συνέπεια ο προαναφερθείς χρόνος λειτουργίας των Δικαστηρίων δεν μπορεί να συνυπολογισθεί στο χρόνο παραγραφής της παραγράφου 2 του άρθρου 261 ΑΚ, οπότε και δεν μπορεί να συμπληρωθεί αυτός  καθώς η πάροδος του χρόνου αυτού δεν οφείλεται σε ολιγωρία της ενάγουσας αλλά σε γεγονός που συνιστά ανωτέρα βία, οπότε και δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση η παράγραφος του 2 του άρθρου 260 ΑΚ. Β) τον ερειδόμενο στη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ νόμιμο ισχυρισμό, ο οποίος φέρει το χαρακτήρα ενστάσεως περί απόσβεσης της ένδικης αξίωσης λόγω καταβολής υπό τον τρόπο και με τις καταβολές που αναφέρονται ειδικότερα στο δικόγραφο των προτάσεων της, η οποία (ένσταση) πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της. Γ) Τέλος η εναγομένη το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου παραδεκτά κατ’ άρθρο 527 ΚΠολΔ προβάλλει  την νόμιμη ένσταση του συμψηφισμού που ερείδεται στις διατάξεις των άρθρων 440 και 441 ΑΚ συνιστάμενος στο ότι η διαφορά των 30.000 ευρώ που διατείνεται ότι η ενάγουσα αποτελεί το οφειλόμενο υπόλοιπο από τη μεταξύ τους συνεργασίας που απορρέει από το σύνολο των μεταξύ τους καταρτισθεισών συμβάσεων πώλησης καυσίμων αποσβέσθηκε κατόπιν ρητής συμφωνίας δια συμψηφισμού μεταξύ της τρίτης εταιρείας ….. , η οποία ενεργούσε ως άμεσος αντιπρόσωπος της ενάγουσας και της εναγομένης η οποία διατηρούσε κατά της αντιδίκου της ανταπαίτηση που συνίσταται στην ανόρθωση μέρους της  της προκληθείσης συνολικής ζημίας της (θετικής και αποθετικής) από την κακή ποιότητα (υψηλή σε περιεκτικότητα ύδωρ) του πωληθέντος καυσίμου από την ενάγουσα, παραδοθέντος στο άνω πλοίο της  στις 12.1.2017 στο λιμάνι του Αγίου Κωνσταντίνου οπότε και εκδόθηκαν τα με αριθμό …./12.1.2017  δελτίο αποστολής και το με αριθμό …../20.1.2017 τιμολόγιο πώλησης. Πρέπει επομένως να εξεταστεί περαιτέρω  ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της.

VI) Απ΄ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν έστω και για πρώτη φορά κατ΄άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ όπως η ………../29.1.2018 ένορκη βεβαίωση του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., [η οποία λήφθηκε με επιμέλεια της εναγομένης πλην όμως είχε προσκομιστεί απαραδέκτως μετά την ορισθείσα καταληκτική ημερομηνία κατάθεσης των προτάσεων των διαδίκων στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 25.1.2018 (ΑΠ 484/2019)], τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα μη πληρούντα το νόμο αποδεικτικά μέσα (άρθρο 340 ΚΠολΔ), τις υπ’ αριθ. …/- & …../2018 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά που ελήφθησαν νομότυπα με επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν προηγούμενης νόμιμης κλήτευσης της αντιδίκου της (βλ. υπ’ αριθ. …./17.1.2018 έκθεση επίδοσης κλήσης προς εξέταση μαρτύρων της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς ………..), τις υπ’ αριθ. …/- & …/8.12.2017 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς …………… που ελήφθησαν νομότυπα με επιμέλεια της εναγόμενης  κατόπιν προηγούμενης νόμιμης κλήτευσης της αντιδίκου της (βλ. υπ’ αριθ. …. Η/5.12.2017 έκθεση επίδοσης κλήσης προς εξέταση μαρτύρων του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς …….. .) καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά,  τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης:  Η  ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα τυγχάνει  ανώνυμη εταιρεία εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων, με την επιχειρηματική της δραστηριότητα να συνίσταται μεταξύ των άλλων στην εμπορία (αγορά, πώληση και παράδοση) ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες λειτουργίας παντός είδους πλοίων και πλοιαρίων. Η εναγομένη τυγχάνει μονοβάπορη  ναυτική εταιρεία στη πλοιοκτησία της της οποίας ανήκει το πλοίο με το όνομα <<Μ>> (ΙΜΟ …….). Κατόπιν παραγγελιών της εναγομένης που κατταρτίστηκαν στον Πειραιά δια του νομίμου εκπροσώπου της και δια του προστηθέντος της πλοιάρχου την 9.6.2017 και 4.6.2017 αντιστοίχως, η ενάγουσα πώλησε  και παρέδωσε στο ως άνω πλοίο της εναγομένης που ήταν ελλιμενισμένο στο στο λιμάνι του Άγιου Κωνσταντίνου Φθιώτιδας, τις ακόλουθες ποσότητες καυσίμων αντί του κατωτέρω αναφερομένου συμφωνηθέντος τιμήματος, για τις οποίες εκδόθηκε και το αντίστοιχο τιμολόγιο πώλησης καθώς και το αντίστοιχο – δελτίο αποστολής καυσίμων. Ειδικότερα: Α) με το με αριθμό …/16.6.2017 τιμολόγιο εκδόσεως της ενάγουσας σε συνδυασμό με τα με αριθμό …./-& …../2017 δελτία αποστολής,  η ενάγουσα πώλησε και η εναγομένη, όπως προκύπτει από τα άνω δελτία αποστολής, παρέλαβε στο ανωτέρω πλοίο της, την 16.6.2017,  ποσότητα 33,397 τόνων πετρελαίου (RME 180 LS), αξίας 368 ευρώ ανά μετρικό τόνο και συνολικά αξίας 12.290, 19 ευρώ. Το τίμημα από τη πώληση αυτή με συμφωνία των συμβαλλομένων διαδίκων μερών πιστώθηκε με συμφωνηθείσα δήλη ημέρα εξόφλησης του τιμολογίου αυτού την 9.7.2017. Β) με το με αριθμό  …/19.6.2017 τιμολόγιο σε συνδυασμό με τα με αριθμό …../- & …/2017 δελτία αποστολής εκδόσεως της ενάγουσας, η οποία πώλησε και παρέδωσε την 19.6.2017 ποσότητα 49,424 μετρικών τόνων πετρελαίου (RME 180LS)  στην εναγομένη, την οποία παρέλαβε στο πλοίο της που ήταν ελλιμενισμένο στο λιμένα Αγίου Κωνσταντίνου αντί τιμήματος 368 ευρώ ανά μετρικό τόνο, συνολικής αξίας 18.188,01 ευρώ, το οποίο πιστώθηκε κατόπιν συμφωνίας των μερών, με δήλη ημέρα εξόφλησης του τιμολογίου,  την 14.7.2017. Όλα τα ανωτέρω, ήτοι η πώληση, η παράδοση – παραλαβή του πετρελαίου, το συμφωνηθέν τίμημα και η πίστωση αυτού δεν αμφισβητούνται ειδικότερα από την εναγομένη γεγονός το οποίο επιτρέπει στο παρόν Δικαστήριο να συνάγει ομολογία της τελευταίας σε σχέση με τα ανωτέρω αποδεικτέα θέματα  κατ’ άρθρο 261 ΚΠολΔ.  Ακολούθως μετά την συμφωνηθείσα δήλη ημέρα εξόφλησης εκάστου τιμολογίου, ήτοι η 9.7.2017 και η 14.7.2017. η εναγόμενη δεν κατέβαλε τα ανωτέρω συμφωνηθέντα χρηματικά ποσά. Η εναγομένη με τις προτάσεις της, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, αρνήθηκε την ύπαρξη οποιαδήποτε οφειλής της προβάλλοντας σχετικό περί εξοφλήσεως της αγωγικής απαιτήσεως ισχυρισμό. Ειδικότερα προς απόδειξη του ισχυρισμού της αναφορικά με το με αριθμό …… τιμολόγιο  ποσού 12.290,00 ευρώ η εναγομένη  προσκομίζει την απόδειξη καταβολής ποσού 18.503,90 ευρώ με ημερομηνία έκδοσης την  8.2017 με την οποία ισχυρίζεται ότι εξόφλησε περισσότερα οφειλόμενα  τιμολόγια με αριθμούς 568 ποσού 14.019,39 ευρώ, 661 ποσού 10.856,05 ευρώ, 671 ποσού 11.338,27 ευρώ και 752 ποσού 12.290 ευρώ. Να σημειωθεί ότι η εν λόγω απόδειξη εκδόθηκε ηλεκτρονικά μέσω ηλεκτρονικής τραπεζικής της Τράπεζας Πειραιώς με μεταφορά χρηματικού ποσού 76.739,99 ευρώ στην ενάγουσα με αιτιολογία εξόφληση τιμολογίων δύο προμηθευτών, ήτοι της ενάγουσας και της εταιρείας ……. με αναφορά ως προς την ενάγουσα τα με αριθμούς …………… τιμολόγια. Από την απόδειξη αυτή μεταφοράς χρημάτων ωστόσο δεν προκύπτει με σαφήνεια ότι εξοφλήθηκε το οφειλόμενο ένδικο τιμολόγιο με αριθμό ….. ποσού 12,290 ευρώ καθώς δεν αφορά εξειδικευμένη και εξατομικευμένη απόδειξη είσπραξης συγκεκριμένου ποσού για συγκεκριμένη αίτια. Επιπλέον η μη αναφορά στην αιτιολογία καταβολής του συγκεκριμένου τιμολογίου με αριθμό ….. στα εκεί αναφερόμενα τιμολόγια δεν μπορεί να αποτελέσει  τεκμήριο για την έστω και έμμεση απόδειξη του ισχυρισμού της, αφού από τις ίδιες ως άνω αποδείξεις προέκυψε ότι η εναγομένη χρωστούσε στην ενάγουσα το τίμημα από περισσότερες πωλήσεις καυσίμων, οπότε και το Δικαστήριο δεν μπορεί να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση ότι η γενόμενη καταβολή αφορούσε μεταξύ άλλων και την εξόφληση του με αριθμό …. ένδικου τιμολογίου. Στη συνέχεια όσον αφορά το ένδικο με αριθμό … τιμολόγιο η εναγομένη ισχυρίζεται ότι τούτο εξοφλήθηκε με τον ίδιο ως άνω περιγραφόμενο τρόπο με την καταβολή μέσω ηλεκτρονικής τραπεζικής προς την ενάγουσα του ποσού των 18.503,90 ευρώ όπου στην αιτιολογία αναφέρονται τα τιμολόγια με αριθμούς …………… Πλην όμως ούτε και από την απόδειξη αυτή προκύπτει η ουσιαστική βασιμότητα του προβαλλομένου ισχυρισμού της δεδομένου ότι πρόκειται αφενός για μια καταβολή (18.503,90 ευρώ) υπέρτερη της οφειλόμενης (18.188, 01 ευρώ), χωρίς όμως από την αναγραφόμενη στη σχετική απόδειξη αιτιολογία αναφέρει τον αριθμό του ένδικου τιμολογίου (…..), οπότε και δεν προκύπτει με σαφήνεια η εξόφληση του εν λόγω τιμολογίου. Κατά συνέπεια το Δικαστήριο δεν μπορεί να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση περί της ουσιαστικής βασιμότητας του περί εξοφλήσεως ισχυρισμού της και ως προς τα δύο ένδικα τιμολόγια και πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος . Πρέπει να σημειωθεί ότι, μολονότι στις προσκομιζόμενες δύο αποδείξεις αναφέρονται στις αιτιολογίες καταβολής οι αριθμοί των ένδικων τιμολογίων έχουν καταχωρηθεί αντίστροφα, εντούτοις το Δικαστήριο δεν μπορεί να συναγάγει αποδεικτικό τεκμήριο υπέρ της βασιμότητας του ισχυρισμούτης  δεδομένου ότι οι καταβολές αυτές έγιναν στο πλαίσιο μια ευρύτερης εμπορικής συνεργασίας όπου στο πλαίσιο των μεταξύ των μερών τηρούμενου δοσοληπττικού λογαριασμού η ενάγουσα με την ιδιότητα της δανείστριας της οφειλής είναι αυτή που καταλογίσει το χρέος από το παλαιότερο προς το νεότερο, οπότε και οι μονομερείς εγγραφές της εναγομένης στις αποδείξεις μεταφοράς χρημάτων στην ενάγουσα δεν μπορούν να τεκμηριώσουν τον ισχυρισμό της αφού τον καταλογισμό των χρεών με βάση την αρχή της χρονικής προτεραιότητας αυτών διαμορφώνει η ενάγουσα κατ’ άρθρο 422 ΑΚ.  Σε συνέχεια των ανωτέρω, ήτοι αναφορικά με το πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει από τον προαναφερθέντα δοσοληπτικό λογαριασμό των διαδίκων το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 30.000 ευρώ και η ενάγουσα καταλογίζει στο οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο των δύο ένδικων τιμολογίων, η εναγόμενη, η οποία δεν αμφισβητεί το ποσό αυτό, προς απόσβεση της εκκρεμούς αυτής απαίτησης προβάλλει τη δια συμψηφισμού ανταπαίτησή της  που απορρέει από τη πώληση ελλαττωματικού καυσίμου από την ενάγουσα δια της αντιπροσώπου αυτής τρίτης εταιρείας ……., η οποία ενεργούσε κατ’ εντολή και δια λογαριασμό της ενάγουσας και με την οποία συμφώνησε τη δια συμψηφισμού απόσβεση  της προκύπτουσας διαφοράς των 30.000 ευρώ. Ωστόσο ο εν λόγω ισχυρισμός με βάση τις ίδιες ως άνω αποδείξεις δεν αποδείχθηκε βάσιμος κατ’ ουσίαν δεδομένου ότι η προαναφερόμενη τρίτη εταιρεία …….. στο πλαίσιο της μεταξύ των διαδίκων μερών συνεργασίας ουδέποτε ενήργησε με την ιδιότητα της άμεσου αντιπροσώπου της ενάγουσας, ως αναληθώς διατείνεται η εναγόμενη, αλλά ως μεσίτρια στη πώληση πετρελαίου, οπότε και αυτή σε καμία περίπτωση δε νομιμοποιούνταν να προβεί στη κατάρτιση οποιασδήποτε συμφωνίας απόσβεσης του οφειλομένου υπολοίπου καθώς ουδέποτε της είχε απονεμηθεί από την ενάγουσα εξουσία αντιπροσωπεύσεως της  για την κατάρτιση οιασδήποτε δεσμευτικής συμφωνίας στο όνομα και για λογαριασμό αυτής, όπως η επικαλούμενη συμφωνία απόσβεσης χρέους. Ενόψει των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση ως βάσιμη κατ’ ουσίαν εν μέρει η αγωγή και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα για το μεν τιμολόγιο με αριθμό …../16.6.2017 το ποσό των 11.811,99 ευρώ, για το δε τιμολόγιο με αριθμό …/19.6.2017 το ποσό των 18.188, 01 ευρώ αμφότερα με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, ήτοι από την επομένη της συμφωνηθείσας δήλη ημέρας 9.7.2017 και 14.7.2017 αντιστοίχως και μέχρι εξοφλήσεως. Τέλος, μετά την  εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης και ως προς την περί δικαστικής δαπάνης διάταξη της, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επανακαθορισθούν και να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης λόγω της ήττας της (άρθρα 183, 176, 191.2 Κ.Πολ.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και  ουσιαστικά την από 24.1.2022 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……../2.2.2022 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ………/5.4.2022) έφεση.

Εξαφανίζει τη με αριθμό 3403/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς Τμήματος Ναυτικών Διαφορών.

Διατάσσει την απόδοση στην εκκαλούσα του παραβόλου άσκησης της έφεσης που μνημονεύεται στο σκεπτικό.

Κρατεί και δικάζει την από 19.10.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2017) αγωγή.

Δέχεται  εν μέρει αυτή.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, όσον αφορά το ποσό των  11.811,99 ευρώ από 10.7.2017 και όσον αφορά το ποσό των  18.188, 01 ευρώ από 15.7.2017  και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.

Επιβάλλει στην εναγομένη τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας  και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.

Κρίθηκε αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την   2 Μαΐου  2025 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ