Αριθμός 386 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «………..», η οποία εδρεύει στη ……….. Κύπρου (οδός ……………) και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Στέφανο Β. Λύρα (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) …………. 2) . ……….. και 3) ………….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Ειρήνη Κοντοσέα [Γ. ΚΟΝΤΟΣΕΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ].
Οι εφεσίβλητοι-εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 22.12.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2020) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1678/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη με την από 26.1.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………../2024 -ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………/2024) έφεσή της και οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι-εκκαλούντες με την από 26.1.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………/2024-ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2025) έφεσή τους, Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας-εφεσίβλητης, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσιβλήτων-εκκαλούντων, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 26.1.2024 και 26.1.2024 και με αριθμούς κατάθεσης ……../2024 και …………/2024 και προσδιορισμού ………/2025 και ………../2024 εφέσεις κατά της οριστικής με αριθμό 1678/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 621 του ΚΠολΔ), που συνεκφωνήθηκαν πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της προφανούς συνάφειας αυτών αφού πλήττουν την ίδια απόφαση (άρθρα 246, 524 και 591 ΚΠολΔ). Να σημειωθεί ότι η πληρεξούσια δικηγόρος των εκκαλούντων εργαζόμενων δήλωσε στο ακροατήριο κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ότι οι εντολείς της παραιτούνται από το δικόγραφο της με αριθμό κατάθεσης ………/2024 και προσδιορισμού …………./2025 εφέσεως. Επειδή όμως το άλλο διάδικο μέρος παραστάθηκε με δήλωση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την περάτωση της συζήτησης με μόνη την εκφώνηση της υπόθεσης, διότι με τη δήλωση καθιερώνεται η πλασματική παρουσία του διαδίκου μέρους στη δίκη με αποτέλεσμα να μην είναι παραδεκτές διαδικαστικές δηλώσεις που είναι αντίθετες με τη δήλωση με εξαίρεση την ανάκληση της και τη δήλωση για βιαία διακοπή της δίκης (Βαρθακοκοίλης ΕρμΚΠολΔ άρθρο 242, σελ. 130), αυτή η παραίτηση αυτή είναι απαράδεκτη.
Περαιτέρω και σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 εδ. α του άρθρου 524 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το Ν. 4335/2015: «σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται», ενώ μετά τη θέση σε ισχύ του Ν. 4842/2021 (ΦΕΚ Α’ 190/13.10.2021, με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο 120 εδ. β’ αυτού, από 1.1.2022), η ανωτέρω διάταξη συμπληρώθηκε με τη φράση «εφόσον είναι παραδεκτή». Κατά την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4842/2021, «με τη συμπλήρωση του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 524 διευκρινίζεται με τον πλέον σαφή τρόπο ότι η απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης είναι απόρριψη επί της ουσίας, άρα δογματικώς προϋποθέτει παραδεκτή άσκηση της. Επομένως, εάν η έφεση είναι για οποιονδήποτε λόγο απαράδεκτη, ιδίως εκπρόθεσμη ή λόγω μη καταβολής του παράβολου του άρθρου 495 ή λόγω έλλειψης άλλων διαδικαστικών προϋποθέσεων, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτη και όχι ως ανυποστήρικτη, δηλαδή επί της ουσίας. Εξάλλου, το άρθρο 532 ορίζει την εξέταση του παραδεκτού της έφεσης ανεξαρτήτως του εάν ο εκκαλών παρίσταται ή όχι στη δίκη. Με τη ρύθμιση αυτή τερματίζεται και ο σχετικός διχασμός της νομολογίας των εφετείων, η οποία τείνει και υπό το ισχύον καθεστώς σε απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης, χωρίς προηγουμένως να εξετάζεται, όπως δογματικώς απαιτείται, το παραδεκτό της και υιοθετείται η σχετικώς αντίθετη νέα νομολογία των δικαστηρίων της ουσίας. Η ως άνω ρύθμιση συνδέεται και με πρακτικές συνέπειες, εφόσον δεν νοείται ερήμην απόφαση επί του παραδεκτού και αυτή είναι τελεσίδικη, μη υποκείμενη σε ανακοπή ερημοδικίας και μπορεί να εκτελεστεί, ενώ μπορεί να ασκηθεί και η αναίρεση, που δεν θα μπορούσε να ασκηθεί με την αντίθετη άποψη, εφόσον αυτή εξακολουθεί να υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας». Εξάλλου, κατά το άρθρο 116 παρ. 2 β του ίδιου νόμου «…το πρώτο εδάφιο των παρ. 1 και 3 του άρθρου 524,…, όπως τροποποιούνται με τον παρόντα, εφαρμόζονται και επί των εκκρεμών ενδίκων μέσων». Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 1, 94 παρ. 1, 115 παρ. 3 ΚΠολΔ (ως ισχύουν μετά το ν. 4335/2015) προκύπτει ότι ενώπιον των Εφετείων οι διάδικοι πρέπει να παρίστανται διά ή μετά πληρεξουσίου δικηγόρου και να καταθέτουν προτάσεις ως την έναρξη της συζήτησης (524 παρ. 1β) (ΑΠ 395/2012 δημ. νόμος Χ. Απαλαγάκη (Χρ. Τριανταφυλλίδη/Ε. Μπαλογιάννη) Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ερμηνεία κατ’άρθρο τόμος πρώτος 2016 άρθρο 280, αρ. 2). Διαφορετικά, αν δηλαδή παρίστανται διά ή μετά πληρεξουσίου δικηγόρου, δεν καταθέτουν, όμως, καθόλου ή εμπροθέσμως τις προτάσεις τους (καθώς και στην αντίστροφη περίπτωση), θεωρούνται ότι δεν λαμβάνουν μέρος κανονικά στη συζήτηση και δικάζονται ερήμην (βλ. Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2009, αρ. 1009, σελ. 401).
Επομένως θα ερευνηθεί σύμφωνα με τη σκέψη του προηγήθηκε το εμπρόθεσμο αμφοτέρων των εφέσεων, αφού όπως προαναφέρθηκε λόγω της κατάθεσης προτάσεων με δήλωση της εφεσίβλητης της με αριθμό ……………/2024 εφέσεως, δεν είναι παραδεκτή παραίτηση από το δικόγραφο αυτής. Αυτή ασκήθηκε με κατάθεση στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 26.1.2024 δηλαδή εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης την 24.5.2022 δεδομένου ότι τα διάδικα μέρη δεν επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επομένως η έφεση που ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αρμοδίως (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) είναι εμπρόθεσμη και παραδεκτή, αφού σε αυτές τις διαφορές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012. Συνεπώς οι εκκαλούντες που θεωρείται ότι παραστάθηκαν ενώπιον του εφετείου χωρίς να καταθέσουν νομότυπα και εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους θεωρούνται δικονομικά απόντες και η παραδεκτώς ασκηθείσα με αριθμό κατάθεσης …./2024 και προσδιορισμού …………./2025 έφεση τους θα συζητηθεί ερήμην τους και ακολούθως κατά τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη αυτή πρέπει ν’απορριφθεί και να οριστεί παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους τους (άρθρα 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), και επιπλέον πρέπει, να καταδικαστούν οι εκκαλούντες ως ηττηθέντες, στα τυπικά έξοδα της εφεσίβλητης της οποίας ο πληρεξούσιος δικηγόρος παραστάθηκε, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ) καταθέτοντας προτάσεις με δήλωση (άρθρο 242 του ΚΠολΔ). Επίσης, η από 26.1.2024 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 882/57/2024 και προσδιορισμού …………/2024 έφεση της Κυπριακής εταιρίας με εγκατάσταση στον Πειραιά ασκήθηκε εμπροθέσμως, διότι κατατέθηκε επίσης στις 29.1.2024 εντός της καταχρηστικής προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης στις 24.5.2022 και παραδεκτώς, αφού δεν υπόκειται, κατά τα προαναφερόμενα, σε παράβολο εφέσεως, και αφού αυτή γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος, θα ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από 22.12.2020 με αριθμό κατάθεσης …………./2020 αγωγή οι ενάγοντες εξέθεταν ότι η εναγομένη ναυτιλιακή αλλοδαπή εταιρία με έδρα την Κύπρο και υποκατάστημα στον Πειραιά, συμμετείχε σε όμιλο εταιριών που έχουν ταχύπλοα επιβατηγά οχηματαγωγά πλοία που εκτελούν πλόες εσωτερικού και τα οποία έχουν ως κοινό ότι δεν έχουν χώρους κατάλληλους για την ενδιαίτηση του πληρώματος. Ότι αυτά εμπίπτουν στη ρύθμιση του άρθρου 1 του πδ 381/2001 από το οποίο ορίζεται, μεταξύ άλλων, χρόνος απασχόλησης του πληρώματος 8 ώρες ημερησίως, οι οποίες δεν δύναται να παραταθούν πέραν των 10 ωρών ημερησίως και όλως εξαιρετικώς στις 11 ώρες ημερησίως, υπό την προϋπόθεση ότι η απασχόληση αυτή δεν θα υπερβαίνει τις 70 ώρες τη βδομάδα. Ότι επειδή λόγω της έκτασης των δρομολογίων απαιτείται η απασχόληση πληρωμάτων επί περισσότερες ώρες θα έπρεπε η κάθε πλοιοκτήτρια να ναυτολογεί δύο πληρώματα, δηλαδή να απασχολεί διπλάσιο αριθμό ναυτικών. Ότι για να μην προσλαμβάνουν διπλάσιο αριθμό ναυτικών κάθε μία από αυτές τις πλοιοκτήτριες προσλάμβαναν και απασχολούσαν ένα βασικό (πρώτο) πλήρωμα και στη συνέχεια για να απασχολούν πέραν του νομίμου ωραρίου προσλάμβαναν τους ίδιους ναυτικούς ως δεύτερο πλήρωμα με αυτοτελείς συμβάσεις ναυτικής εργασίας προκειμένου αυτοί να απασχολούνται στα τμήματα των δρομολογίων που υπερέβαιναν τις επιτρεπόμενες ώρες απασχόλησης του “πρώτου” πληρώματος του πλοίο, με αποτέλεσμα όπως αναγράφεται χαρακτηριστικά στην αγωγή “ακόμα και τις ώρες που στα πλοία εργάζεται το πιο πάνω “δεύτερο” πλήρωμα, το κύριο πλήρωμα δεν αποβιβάζεται ούτε απαλλάσσεται από τα καθήκοντα του”. Ότι ακολούθως στα πλαίσια της παραπάνω πρακτικής ναυτολογηθήκαν και υπηρετήσαν σε αυτό δυνάμει διαδοχικών συµβάσεων εξαρτηµένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατήρτισαν κατά τους αναφερόµενους στην αγωγή χρόνους, µε την εναγόµενη εταιρία, πλοιοκτήτρια του υπό σηµαία Κύπρου και υπ’ αριθ. νηολογίου Λεµεσού …… και αριθ. ΙΜΟ …., ε/γ – ο/γ ταχύπλοου πλοίου «WCJ», ολικής χωρητικότητας 6.402 κόρων, µε Διεθνές Διακριτικό Σήµα ….., µε την ειδικότητα του πλοιάρχου ο πρώτος, του ηλεκτρολόγου και του προϊσταµένου ηλεκτρολόγου ο δεύτερος και του ναυκλήρου ο τρίτος, ως µέλη του «δεύτερου» πληρώµατος του πλοίου. Ότι η εναγόµενη τους κατέβαλλε τις δεδουλευµένες αποδοχές που αναλογούσαν στις ηµέρες που απασχολούνταν στο ανωτέρω πλοίο, ενώ, σύµφωνα µε το άρθρο 60 του ΚΙΝΔ και με δεδομένο ότι κάθε φορά η σύµβαση ναυτολόγησής τους λυόταν άνευ δικής τους υπαιτιότητας, όφειλε να τους καταβάλει πλήρεις τους µηνιαίους µισθούς τους, καθώς και τα αναλογούντα δώρα εορτών. Ακολούθως αιτήθηκαν να υποχρεωθεί η εναγοµένη να καταβάλει το συνολικό ποσό των 33.130,07 ευρώ στον πρώτο, το συνολικό ποσό των 26.928,55 ευρώ στο δεύτερο και το συνολικό ποσό των 7.946,49 ευρώ στον τρίτο, νοµιµότοκα από την εποµένη της τελευταίας απόλυσής τους από το ένδικο πλοίο, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθμ.3 και 621 του ΚΠολΔ και 82 του τότε ισχύοντος ΚΙΝΔ), η εκκαλουμένη με αριθμό 1678/2022 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε ότι αυτό είχε λειτουργική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τα άρθρα 16 αριθ. 2 και 25 ΚΠολΔ, σε συνδυασµό µε τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 3Α Ν. 2172/1993, η αγωγή κρίθηκε νόμιμη, επειδή κρίθηκε ότι στηριζόταν στις ειδικότερα αναφερόμενες σ’αυτήν (εκκαλουμένη) διατάξεις του ΑΚ, του τότε ισχύσαντος Κ.Ι.Ν.Δ. και του ΚΠολΔ, καθώς και σε αυτές της από 24.7.2019 Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας για τα πληρώματα των Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του έτους 2019, η οποία κυρώθηκε με την με αριθμό 2242.5-1.5/56040/2019 Απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 12.8.2019 (Φ.Ε.Κ. Β΄3170/12.8.2019) και υα 70109/8008 (εμπορικής ναυτιλίας) της 14.12.1981/7.1.1982 περί “προϋποθέσεων χορηγήσεων επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιούμενους ναυτικούς (φεκ β 1/1982). Στη συνέχεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού βεβαίωσε ότι καταβλήθηκε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου από τον πρώτο ενάγοντα, του οποίου το αίτημα υπερέβαινε την αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, διερεύνησε την υπόθεση και απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς το κύριο αίτημα περί καταβολής μηνιαίου μισθού όλο το επίδικο διάστημα των μηνών απασχόλησης κρίνοντας ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της επικαλούμενης διάταξης του άρθρου 60 του τότε ισχύοντος ΚΙΝΔ, ενώ δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή κατ’ουσίαν ως προς τα αιτήματα περί καταβολής δεδουλευμένων και επιδομάτων εορτών επιδικάζοντας ποσό ύψους 6703,03 ευρώ στον πρώτο από αυτούς εντόκως από την επομένη της λήξεως της εργασιακής σχέσης την 26.8.2019, στο δεύτερο το ποσό των 5.246,38 ευρώ εντόκως από την επομένη της λήξεως της εργασιακής σχέσης την 16.10.2019 και στον τρίτο από αυτούς 153,37 ευρώ εντόκως από την από την επομένη της λήξεως της εργασιακής σχέσης την 25.10.2019. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εν μέρει ηττηθείσα εργοδότρια αφενός διότι με εσφαλμένη εφαρμογή νόμου κρίθηκε ότι στο αίτημα περί καταβολής των μηνιαίων αποδοχών με βάση το άρθρο 60 του ΚΙΝΔ που κρίθηκε νομικά αβάσιμο εμπεριεχόταν αίτημα περί καταβολής δεδουλευμένων βασικών αποδοχών και για κακή εκτίμηση αποδείξεων διότι απορρίφθηκε εν μέρει ισχυρισμός της περί εξόφλησης και ακολούθως αιτείται την εξαφάνιση της εκκαλουμένης προκειμένου να απορριφθεί στο σύνολο της η αγωγή.
Σύμφωνα με το άρθρου 60 του ισχύοντος κατά το χρόνο έκδοσης της εκκαλουμένης απόφασης ΚΙΝΔ “Εάν ο μισθός συνωμολογήθη κατά μήνα ο ναυτικός δικαιούται εις τον μισθόν των μηνών και ημερών, καθ` ας διήρκεσεν η ναυτολόγησις. Εάν όμως αύτη διήρκεσεν έλασσον του μηνός ο ναυτικός δικαιούται εις πλήρη μηνιαίον μισθόν. Ως πλήρης ημέρα θεωρείται και η απλώς αρξαμένη.” (βλ. ήδη άρθρο 183 παρ. 2 του ν. 5020/2023 και την παρ. 4 κατά την οποία πλήρεις μέρες θεωρούνται πλέον τόσο η πρώτη μέρα ναυτολόγησης και αυτή της αποναυτολόγησης). Προϋποθέτει σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου και καταγγελία από τον Πλοίαρχο (ΕφΠειρ 161/1997 Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1996-1997 σελ. 573, Κοροτζή Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο 1990, 120). Επίσης προϋπόθεση αξίωσης και λήψη ολόκληρου του μηνός είναι η σύμβαση να μη λύθηκε με υπαιτιότητα ή αποκλειστική βούληση του ναυτικού, ο ισχυρισμός δε αυτός αποτελεί ένσταση του εργοδότη (Εφ 1270/1997 σε Νομολογία Ναυτικού Τμήματος 1996-1997 41επ). Η απόλυση του ναυτικού αμοιβαία συναινέσει δεν συνιστά παράπτωμα ή υπαιτιότητα του (Καμβύση Ναυτεργατικό Δίκαιο β’ έκδοση 1994, 192 σημ. 9). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 53 και 54 του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι, η σύμβαση ναυτολόγησης, που συνομολογείται μεταξύ του πλοιάρχου και του ναυτολογουμένου και συντελείται με την εγγραφή της στο ναυτολόγιο του πλοίου, καταρτίζεται για την ανάληψη υπηρεσιών σε ορισμένο πλοίο. Ο πλοίαρχος ή ο πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, κατά τη διάρκεια της σύμβασης ναυτολόγησης, δεν έχουν το δικαίωμα να μεταθέσουν τον ναυτικό σε άλλο πλοίο έστω και του ίδιου πλοιοκτήτη. Όμως κατ’ εφαρμογήν της από το άρθρο 361 ΑΚ αναγνωριζόμενης αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης, μπορεί να περιληφθεί εγκύρως στην συναπτόμενη μεταξύ του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή και του ναυτικού προκαταρκτική σύμβαση ναυτικής εργασίας, η οποία περιέχει τους όρους της ναυτολόγησης, που επακολουθεί, ή και στην ίδια τη σύμβαση ναυτολόγησης σε ορισμένο πλοίο, πρόσθετη συμφωνία, με την οποία παρέχεται στον πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή ή και στον πλοίαρχο το δικαίωμα να μεταθέτει το ναυτικό, κατά τη διάρκεια της σύμβασης ναυτολόγησης, σε άλλο, κατονομαζόμενο ή μη, πλοίο του ίδιου πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή. Η τυχόν επακολουθούσα δήλωση του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή ή του πλοιάρχου για τη μετάθεση του ναυτικού στο άλλο πλοίο, πρέπει να είναι ορισμένη, να αφορά δηλαδή συγκεκριμένο πλοίο, να μνημονεύει τον τόπο και το χρόνο της νέας ναυτολόγησης και να γίνεται όπως απαιτεί η καλή πίστη, δεν είναι δε νόμιμη αν επιφέρει ουσιώδη μεταβολή των όρων της αρχικής ναυτεργασιακής σχέσης. Με την περιέλευση στο ναυτικό της περί μεταθέσεως του, ορισμένης και έγκυρης δήλωσης, με την οποία ενασκείται το ως άνω διαπλαστικό δικαίωμα του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή ή του πλοιάρχου, επέρχεται λύση της αρχικής σύμβασης ναυτολόγησης με αμοιβαία συναίνεση, διότι η συναίνεση του ναυτικού εμπεριέχεται στην πρόσθετη ως άνω συμφωνία. Συγχρόνως, με την ίδια δήλωση του πλοιάρχου ή του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή και με την περιέλευση της στο ναυτικό επέρχεται κατάρτιση νέας σύμβασης ναυτολόγησης, εφόσον βεβαίως τηρηθεί και ο από το άρθρο 53 ΚΙΝΔ προβλεπόμενος πρόσθετος όρος (ΕφΠειρ 724/2014 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1115/2009 ΑΡΜ 2009, 1217, ΕφΠειρ 482/2007 ΕΝΔ 2007, 398). Εξάλλου από το συνδυασμό της διάταξης του άρθρου 14 της σσνε πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι το επίδομα εορτών Χριστουγέννων καταβάλλεται ακέραιο εφόσον η σχέση εργασίας διήρκεσε από 1.5 έως 31.12 και σε διαφορετική περίπτωση καταβάλλονται τα 2/25 του μισθού ή δύο ημερομίσθια για κάθε 19ημερο εργασίας ενώ αναφορικά με το επίδομα εορτών Πάσχα οι ναυτικοί δικαιούνται μισθό 15 μερών, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου αντιστοίχως, ή 1/15 ημίσεος μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου. Επιπλέον να λεχθεί ότι λαμβάνεται υπόψη ο μισθός που καταβαλλόταν την 15η ημέρα προ του Πάσχα και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβαλλόταν ή έπρεπε να καταβληθεί από την εργοδότρια ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, δηλαδή το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές μεταξύ των οποίων είναι και η τροφοδοσία είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση : α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά ανά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά, γ) οι λοιπές, τακτικά και πάγια, καταβαλλόμενες παροχές στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜΕφΠειρ. 647/2014, 412/2014, τνπ ΝΟΜΟΣ), η τροφοδοσία, είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτούσια και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜΕφΠειρ. 18/2016, 19/2016, 371/2016, 73/2016, 160/2014, 36/2014, 71/2014, όλες σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της σσνε (ΜΕφΠ 442/2023 δημ. σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Τέλος για την εφαρμογή, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά τη συσχέτιση Σ.Σ.Ε. ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντος της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών, αφού έχει κριθεί επανειλημμένα στη χερσαία εργασία ότι κατά τη συσχέτιση, όμως, περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει την σχέση νόμου και Σ.Σ.Ε.), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιοτέρων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς την ρύθμιση των παλαιοτέρων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 ΑΚ) (Ολ.ΑΠ 26/2007 ΕλλΔνη 2007.1010, ΑΠ 378/2012 ΔΕΕ 2013.399).
Με τους πρώτο, τρίτο και πέμπτο λόγους εφέσεως η εργοδότρια εταιρία παραπονείται διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού έκρινε ότι οι ενάγοντες δεν δικαιούνται τις πλασματικές αποδοχές του άρθρου 60 του ΚΙΝΔ, σύμφωνα με το αγωγικό αίτημα και για τις υπόλοιπες ημέρες του μήνα, κατά τις οποίες δεν απασχολήθηκαν πραγματικά στο συγκεκριμένο πλοίο καθόσον, η ναυτολόγηση εκάστου εξ αυτών λυόταν λόγω μετάθεσης σε άλλο πλοίο του ιδίου ομίλου, σε εκτέλεση ρητού όρου των εργασιακών τους συμβάσεων και ουσιαστικά συνεχιζόταν χωρίς διακοπή και κατά το υπόλοιπο χρονικό διάστημα του μήνα, με τους ίδιους ακριβώς εργασιακούς όρους και συνθήκες, σε άλλα πλοία του ίδιου επιχειρηματικού ομίλου οικονομικών συμφερόντων, ήτοι στην πραγματικότητα στον ίδιο εργοδότη, χωρίς ουσιαστική αλλαγή ή δυσμενή μεταβολή στην εργασιακή τους κατάσταση, ακολούθως έκρινε ότι αυτοί έπρεπε να λάβουν για την εργασία τους στο συγκεκριμένο πλοίο στο σύνολό τους τις αναλογούσες στο διάστημα της εργασίας τους σ’αυτό νόμιμες αποδοχές. Με το δεύτερο σκέλος των συγκεκριμένων λόγων εφέσεως παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου αφού για τον υπολογισμό των κατά τα προαναφερόμενα αναλογουσών αποδοχών αυτές υπολογίστηκαν εσφαλμένα διότι συνυπολογίστηκε κατ’αποκοπή αμοιβή 8ωρης εργασίας τα Σάββατα και τις αργίες χωρίς όμως να επικαλεστούν οι ενάγοντες και να αποδείξουν υπερωριακή απασχόληση. Το πρώτο σκέλος των λόγων εφέσεως κρίνεται απορριπτέο διότι η επιδίκαση των πραγματικών αποδοχών, όταν το αίτημα της αγωγής αφορά πλασματικές αποδοχές, συνιστά επιδίκαση ελάσσονος αγωγικού αιτήματος που νομίμως επιδικάζεται (βλ. ανάλογα ΑΠ 209/2024, 497/2021, ΑΠ 885/2019 και 537/2016 δημ. νόμος ως προς το θέμα του αλλοδαπού νομίσματος, ΑΠ 1324/1996 δημ. νόμος που έκρινε ότι το αντίθετο αφήνει αδίκαστη μερικώς αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας γεγονός που δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα, ΑΠ 846/1998 δημ. νόμος που έκρινε ότι το αίτημα περί σύμμετρης καταδίκης εμπεριέχεται ως έλασσον στο αίτημα περί καταδίκης εις ολόκληρον, ΤρΕφΠειρ 96/2024, ΜΕφΠειρ 267/2025 και ΜΕφΠειρ 704/2023 δημοσιευμένες σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς περί επιδίκασης εκτιμώμενου ως έλασσον αιτήματος τοκοδοσίας, ΕφΘες 1847/2010 ΕπισκΕμπΔ 187, 2011). Το δεύτερο σκέλος του πρώτου, τρίτου και πέμπτου λόγου εφέσεως πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν.
Ο οφειλέτης, εναγόμενος για την πληρωμή ορισμένου χρέους, εάν ισχυρισθεί ότι αυτό έχει αποσβεσθεί με καταβολή, αρκεί να αποδείξει αυτήν την καταβολή, χωρίς να είναι ανάγκη να αποδείξει και ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, γιατί τούτο εξυπακούεται, αφού σ’ αυτό αναφέρεται η δίκη. Μόνο δε αν ο δανειστής – αποδεχόμενος την καταβολή – αντιλέγει με αντένσταση ισχυριζόμενος ότι η προβαλλόμενη από τον οφειλέτη καταβολή αφορά όχι το επίδικο, αλλά το χρέος του οφειλέτη προς αυτόν από άλλη αιτία, τότε ο δανειστής επί τη αρνήσει του οφειλέτη υποχρεούται ν` αποδείξει την ύπαρξη του άλλου χρέους, αναφέροντας και τα παραγωγικά τούτου γεγονότα. Αυτό δεν ισχύει για τον εργοδότη. Ειδικότερα : Η αγωγή του μισθωτού σε βάρος του εργοδότη για δεδουλευμένους μισθούς ή άλλες παροχές από την έγκυρη σύμβαση εργασίας έχει νομικό έρεισμα τα άρθρα 648 και 649 ΑΚ και τις ισχύουσες εκάστοτε κανονιστικές διατάξεις των συλλογικών συμβάσεων ή διαιτητικών αποφάσεων ή άλλων διατάξεων, που εξομοιώνονται προς αυτές, οι όροι των οποίων γίνονται και όροι της ατομικής σύμβασης. Διχοστασία παρατηρείται στη νομολογία, αναφορικά με το ζήτημα της ένταξης στο αναγκαίο περιεχόμενο της αγωγής, των ποσών, που ο εναγόμενος – εργοδότης κατέβαλε στον ενάγοντα – εργαζόμενο για κάθε αγωγικό κονδύλιο. Το πρόβλημα αυτό ανακύπτει, όταν ο εργαζόμενος επιδιώκει δικαστικά την καταβολή του υπολοίπου διάφορων μισθολογικών παροχών, δια λαμβάνοντας στην αγωγή του τις καταβολές συγκεντρωτικά και όχι χωριστά για κάθε κεφάλαιο. Κατά μία γνώμη, η αγωγή πάσχει από αοριστία. Στην άποψη αυτή υποκρύπτεται αντιμετώπιση ανάλογη με εκείνη, που θεωρεί απαράδεκτη λόγω αοριστίας την αγωγή, η οποία περιορίστηκε κατά το συνολικό της αίτημα και όχι κατά ειδικότερα κονδύλια (ΑΠ 180/1988 ΕλλΔνη 1988 σ. 1659, Α.Π. 639/1988 ΔΕΝ 45 σελ. 470, ΕφΑθ 3156/2002 δημ. νόμος, Εφ.Αθ. 7640/1986 ΕλλΔνη 1987 σελ. 1262). Σύμφωνα ωστόσο με την αντίθετη, ορθότερη – και υιοθετούμενη από το παρόν δικαστήριο ως τέτοια – άποψη, οι καταβολές αυτές θεμελιώνουν ένσταση εξόφλησης του εναγομένου, ώστε οποιαδήποτε καταβολή να αποτελεί γεγονός θεμελιωτικό του αμυντικού, κατ’ άρθρο 416 ισχυρισμού (ΑΠ 965/1998 ΕλλΔνη 1999 σελ. 315, Α.Π. 1291/94 ΔΕΝ 95 σ. 544, ΕΕΔ 96 σ. 32, Α.Π. 1545/1997, Δ. 29 σ. 409, ΕφΠειρ. 546/2010 ΕΝαυτΔ 2010 σ. 397, 994/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΕφΚρήτης 514/2007 ΕλλΔνη 2008 σ. 1511, ΕφΑθ 10554/1997 ΕλλΔνη 1998 σ. 1967). Κατά το άρθρο 262 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. η ένσταση, όπως άλλωστε και η αγωγή (άρθρο 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένο αίτημα και σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν, διαφορετικά απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας αυτής. Ειδικά, η κατά το άρθρο 416 Α.Κ. ένσταση εξοφλήσεως ποσών, που γίνεται για την απόσβεση των αξιώσεων, οι οποίες αντιστοιχούν σε αποδοχές, προκειμένου να είναι ορισμένη, πρέπει να διαλαμβάνει αναλυτικά τα επιμέρους χρηματικά ποσά, τα οποία απαρτίζουν το συνολικό ποσό, που καταβλήθηκε και την αιτία καταβολής τους. Διαφορετικά η ένσταση αυτή έστω και αν αναφέρεται το συνολικά καταβληθέν ποσό τυγχάνει αόριστη (Α.Π. 1320/2008 Ελλ.Δνη 49.1426, Α.Π. 1086/2006 ΕΕργ.Δ 55.306, Εφ.Αθ. 7344/2003ΔΕΝ 2006, 473, Εφ.Θεσ. 307/1994 Αρμ. 49.923). Η νομική αοριστία αγωγής ή ενστάσεως, η συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, εάν το Δικαστήριο για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής ή της ενστάσεως κρίσεώς του, αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος, προς θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκέσθηκε σε λιγότερα, ενώ, αντίθετα, η ποσοτική (ή ποιοτική) αοριστία της αγωγής ή της ενστάσεως, η οποία υπάρχει όταν δεν αναφέρονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά το νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής ή της ενστάσεως, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αριθ. 8 ή 14 ΚΠολΔ. Έτσι, αν το Δικαστήριο έλαβε υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα μη διαλαμβανόμενα στην αγωγή ή στην ένσταση ή δεν έλαβε υπόψη του τέτοια γεγονότα, μολονότι διαλαμβάνονταν, ιδρύεται ο λόγος από το εδάφιο 8, ενώ, αν κατά παράβαση του νόμου θεώρησε ή δεν θεώρησε επαρκή τα εκτιθέμενα για την περαιτέρω εξειδίκευση του κανόνα πραγματικά γεγονότα, ιδρύεται ο λόγος από το εδάφιο 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 922/2019, 19/2022). Εάν η ένσταση δεν περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν απορρίπτεται, και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Η έλλειψη των παραπάνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 416 του ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ενστάσεως εξοφλήσεως είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως, για να είναι σαφής και ορισμένη η υποβαλλόμενη από τον εναγόμενο εργοδότη ένσταση εξοφλήσεως των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από την σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικών έγγραφων στοιχείων (αποδείξεων πληρωμής, μισθοδοτικών καταστάσεων) σχετικά με πληρωμή του συνόλου των απαιτήσεών του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό, που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την εργασία του, εκτός αν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά πρέπει να αναφέρονται αναλυτικά και τα επί μέρους ποσά που καταβλήθηκαν για την κάθε μία αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, γιατί μόνο με αυτές τις διευκρινίσεις είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος και η προστασία του εργαζομένου από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων, που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελαχίστων ορίων αποδοχών (άρθρα 3, 174, 679 ΑΚ, 8 του ν. 2112/1920, 8 παρ. 4 του ν. 4020/1959). Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, με τα άρθρα 18 του ν. 1082/1980 και 20 παρ. 2 του ν. 1469/1984 (με την οποία παρ. 2 προστέθηκε εδάφιο ε’ στο τέλος της παρ. 9 του άρθρου 26 του α.ν. 1846/1951) επιβάλλεται στους εργοδότες η υποχρέωση να χορηγούν, εφόσον πρόκειται για φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού τους, εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση μισθοδοσίας. Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να απεικονίζονται αναλυτικά οι πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού, καθώς και οι κρατήσεις που έγιναν σ’ αυτές (Α.Π. 701/2023, ΑΠ 123/2020, 1069/2014). Με τους δεύτερο, τέταρτο και έκτο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα εργοδότρια παραπονείται για κακή εκτίμηση αποδείξεων διότι απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ο ισχυρισμός της ότι αυτή εξόφλησε τους εφεσίβλητους ενάγοντες για τα οφειλόμενα επιδόματα εορτών και τις δεδουλευμένες αποδοχές λόγω της πραγματικής υπηρεσίας τους με την καταβολή των αναφερόμενων ποσών στους λογαριασμούς μισθοδοσίας που προσκομίζονται οι οποίοι λογαριασμοί αφορούν μεν ενδεχομένως το διάστημα υπηρεσίας στα άλλα πλοία της κοινοπραξίας και ανέρχονται σε 743,09 ευρώ ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο και όχι σε 255,26 ευρώ, όπως κρίθηκε πρωτοδίκως με εσφαλμένο συνυπολογισμό των τακτικών αποδοχών όπως αναφέρεται στο δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης, σε 1121,71 ευρώ και όχι σε 551,97 ευρώ όπως έγινε δεκτό για τον δεύτερο και σε 67,66 και όχι 80,41 ευρώ που έγινε δεκτό ως προς τον τρίτο με εσφαλμένο προσδιορισμό των αποδοχών του. Και ο λόγος αυτός εφέσεως με τον οποίο επαναφέρεται η προτεινόμενη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ένσταση εξόφλησης θα ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα του.
Όπως έγινε δεκτό από την εκκαλουμένη και δεν προσβάλλεται με λόγο εφέσεως “δυνάµει διαδοχικών συµβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίζονταν στον Πειραιά, µεταξύ ενός εκάστου των εναγόντων και της εναγοµένης, πλοιοκτήτριας του υπό σηµαία Κύπρου και υπ’ αριθ. νηολογίου … … και αριθ. ΙΜΟ …, ε/γ – ο/γ ταχύπλοου πλοίου «WCJ», ολικής χωρητικότητας 6.402 κόρων, οι ενάγοντες, Έλληνες απογεγραµµένοι ναυτικοί, ναυτολογούνταν στο ως άνω πλοίο, αντί των προβλεπόµενων από την – εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ Πληρωµάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγώ Πλοίων µηνιαίων αποδοχών, µε την ειδικότητα του πλοιάρχου ο πρώτος του ηλεκτρολόγου και του προϊσταµένου ηλεκτρολόγου ο δεύτερος και του ναυκλήρου ο τρίτος. Ο χρόνος εργασίας των εναγόντων στο ως άνω ταχύπλοο πλοίο διεπόταν από τις διατάξεις του π.δ. 381/2001 (Κανονισµός περί µεγίστου χρόνου απασχόλησης πληρωµάτων Ε/Γ-Ο/Γ ταχύπλοων πλοίων) και οριζόταν σε οκτώ ώρες ηµερησίως µη δυνάµενος να παραταθεί πέραν των δύο ωρών ανά εικοσιτετράωρο και σε εξαιρετικές περιπτώσεις µία επιπλέον ώρα ηµερησίως, υπό τον όρο ο συνολικός χρόνος εργασίας σε διάστηµα επτά ηµερών να µην υπερβαίνει τις εβδοµήντα ώρες. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά µέσα αποδεικνύεται ότι η εναγοµένη εντάσσετο στον όµιλο ……………, υπό τον οποίο δραστηριοποιούνται οι κοινοπραξίες «……….» µε διακριτικό τίτλο «……….» µε αριθµό ΓΕΜΗ ………. και «……….» µε διακριτικό τίτλο «…………..» µε αριθµό ΓΕΜΗ …………., και στις οποίες κοινοπρακτούν µεταξύ άλλων η εταιρία «……………..» µε το υπό κυπριακή σηµαία πλοίο «TJ», η εταιρία «………..», µε το υπό ελληνική σηµαία πλοίο «AΒ», η εταιρία «………….», µε το υπό κυπριακή σηµαία πλοίο «CJ1», η εταιρία «…………», µε το υπό κυπριακή σηµαία πλοίο «PJ», η εταιρία «…….. » µε το υπό κυπριακή σηµαία πλοίο «CJ2», η εταιρία «…………..», µε το υπό κυπριακή σηµαία πλοίο «CV», η εταιρία «………», µε το υπό κυπριακή σηµαία πλοίο «AJ», η εταιρία «………», µε το υπό κυπριακή σηµαία πλοίο «SJ», η εταιρία «………», µε το υπό κυπριακή σηµαία πλοίο «PJ» και η εναγοµένη.” Επίσης κατά το κεφάλαιο της εκκαλουμένης που δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης ότι ο πρώτος ενάγων ναυτολογήθηκε µε την ειδικότητα του πλοιάρχου στο πλοίο «WCJ» από 8.5.2019 έως 9.5.2019, από 15.5.2019 έως 17.5.2019., την 24.5.2019, από 30.5.2019 έως 31.5.2019, από 5.6.2019 έως 6.6.2019, από 12.6.2019 έως 13.6.2019, από 17.6.2019 έως 18.6.2019, την 23.6.20Ι;9, εκ νέου από 23.6.2019 έως 24.6.2019, από 28.6.2019 έως 29.6.2019, από 2.7.2019 έως 3.7.2019, από 12.7.2019 έως 13.7.2019, από 18.7.2019 έως 19.7.2019, την 20.7.2019, από 25.7.2019 έως 26.7.2019, από 28.7.2019 έως 29.7.2019, από 1.8.2019 έως 2.8.2019, την 10.8.2019, από 17.8.2019 έως 18.8.2019 και από 24.8.2019 έως 25.8.2019, ήτοι για 35 ηµέρες, ενώ όλες οι απολύσεις του γίνονταν λόγω µετάθεσης. Ο δεύτερος ενάγων ναυτολογήθηκε µε την ειδικότητα του ηλεκτρολόγου στο πλοίο «WCJ» από 2.5.2019 έως 7.5.2019, από 8.5.2019 έως 9.5.2019, από 15.5.2019 έως 17.5.2019 και την 24.5.2019, ήτοι για 12 ηµέρες, ενώ όλες οι απολύσεις του γίνονταν λόγω µετάθεσης. Επιπλέον, ναυτολογήθηκε µε την ειδικότητα του προϊστάµενου ηλεκτρολόγου στο ως άνω πλοίο από 30.5.2019 έως 31.5.2019, από 5.6.2019 έως 6.6.2019, από 12.6.2019 έως 13.6.2019, από 17.6.2019 έως 18.6.2019, από 28.6.2019 έως 29.6.2019, από 2.7.2019 έως 3.7.2019, από 12.7.2019 έως 13.7.2019, από 18.7.2019 έως 19.7.2019, την 20.7.2019, από 25.7.2019 έως26.7.2019, από 28.7.2019 έως29.7.2019, από 1.8.2019 έως 2.8.2019, από 31.8.2019 έως 1.9.2019, την 6.9.2019, από 8.9.2019 έως 9.9.2019, από 15.9.2019 έως 16.9.2019, από 22.9.2019 έως 23.9.2019, από 28.9.2019 έως 29.9.2019, την 1.10.2019, από 2.10.2019 έως 4.10.2019, από 6.10.2019 έως 8.10.2019, από 9.10.2019 έως 12.10.2019 και από 3.10.2019 έως 15.10.2019, ήτοι για 49 ηµέρες, ενώ όλες οι απολύσεις του γίνονταν λόγω µετάθεσης. Ο τρίτος ενάγων ναυτολογήθηκε µε την ειδικότητα του ναυκλήρου στο πλοίο «WCJ» από 15.7.2019 έως 6.7.2019, από 10.7.2019 έως 11.7.2019 και από 3.10. 019 έως 24.1 0.2019, ήτοι για 6 ηµέρες, ενώ όλες οι απολύσεις του γίνονταν λόγω µετάθεσης.”
Περαιτέρω από την επανεκτίμηση των εγγράφων που τα διάδικα μέρη προσκομίζουν, τα οποία λαµβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά µέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκµηρίων (όπως λχ ένορκες βεβαιώσεις στα πλαίσια άλλων δικών σχετικά 4α, 4β, 4γ), λαµβανοµένων υπόψη των διδαγµάτων της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), από τις με αριθμούς …. και ……./2022 ένορκες βεβαιώσεις της ιδιωτικής υπαλλήλου και κατοίκου Αμαρουσίου ………. και του ναυτικού και κατοίκου Νίκαιας …….. ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421επ. του ΚΠολΔ και μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους σύμφωνα με τη με αριθμό ………/2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς ……….., αποδεικνύεται ότι ο πρώτος εφεσίβλητος προσδιόριζε τις αποδοχές του ως εξής (µισθό ενεργείας ευρώ 2.972,46, ως επίδοµα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του µισθού ενεργείας ευρώ 653,94, ως επίδοµα αδείας, µετά της τροφοδοσίας ευρώ 924,08 {= [(µισθός ενεργείας ευρώ 2.972,46 + επίδοµα Κυριακών ευρώ 653,94) /22 + τροφοδοσία ευρώ 19,98] Χ 5 ηµέρες}, ως ειδικό επίδοµα πλοιάρχου α’ ευρώ 54,06, ως επίδοµα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας ευρώ 36,64, ως επίδοµα διακυβέρνησης ευρώ 431,53, ως επίδοµα παραλαβής, ελέγχου στοιβασίας και επίβλεψης φορτοεκφόρτωσης οχηµάτων ευρώ 178,39, ως αµοιβή για την εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρο 8 παρ. 1 της ΣΣΝΕ), ποσό ίσο µε το 1/22 του µισθού ενεργείας, προσαυξηµένο κατά 50%, από ευρώ 202,67 ηµερησίως και (Χ 5,66 ηµέρες) ευρώ 1.147,10 το µήνα, ως αντίτιµο τροφής ευρώ 19,98 ηµερησίως και (Χ 30 ηµέρες) ευρώ 599,40 µηνιαίως, και συνολικά ευρώ 6.997,60 µηνιαίως και για το διάστημα απασχόλησης των 35 ημερών 6.997,60:30 χ35 = 8163,86 ευρώ. Ο 2ος για την υπηρεσία του µε την ειδικότητα του ηλεκτρολόγου προσδιόριζε ως εξής τις αποδοχές του: ως µισθό ενεργείας ευρώ 1.756,66, ως επίδοµα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του µισθού ενεργείας ευρώ 386,69, ως επίδοµα αδείας, µετά της τροφοδοσίας, από 5 ηµεροµίσθια το µήνα ευρώ 587,02, {= [(µισθός ενεργείας € 1.756,66 + επίδοµα Κυριακών ευρώ 386,69) / 22 + τροφοδοσία ευρώ 19,98 Χ 5 ηµέρες}, ως επίδοµα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας ευρώ 36,64, για επίδοµα εργασιών µηχανοστασίου και επίβλεψης κλιµατιστικών µηχανηµάτων ευρώ 133,23, ως κατ’ αποκοπή αµοιβή για την εργασία 8 ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες ευρώ 690,07 (= 5,66 ηµέρες Χ 8 ώρες Χ € 15,24 την ώρα), ως αντίτιµο τροφής € 19,98 ηµερησίως και (Χ 30 ηµέρες) ευρώ 599,40 µηνιαίως, και συνολικά ευρώ 4.189,71 µηνιαίως. Για την υπηρεσία µε την ειδικότητα του προϊστάµενου ηλεκτρολόγου: ως µισθό ενεργείας ευρώ 1.883,23, ως επίδοµα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του µισθού ενεργείας ευρώ 414,31, ως επίδοµα αδείας, µετά της τροφοδοσίας, από 5 ηµεροµίσθια το µήνα ευρώ 622,07 {= [(µισθός ενεργείας ευρώ 1.883,23 + επίδοµα Κυριακών ευρώ 414,31)/22 + τροφοδοσία ευρώ 19,98 Χ 5 ηµέρες}, ως επίδοµα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας ευρώ 36,64, ως επίδοµα εργασιών µηχανοστασίου και επίβλεψης κλιµατιστικών µηχανηµάτων ευρώ 133,23, ως κατ’ αποκοπή αµοιβή για την εργασία 8 ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες ευρώ 739,87(= 5,66 ηµέρες Χ 8 ώρες Χ ευρώ 16,34 την ώρα), ως αντίτιµο τροφής ευρώ 19,98 ηµερησίως και (Χ 30 ηµέρες) ευρώ 599,40 µηνιαίως, και συνολικά ευρώ 4.428,75 µηνιαίως. Τέλος ο τρίτος προσδιόριζε τις αποδοχές του : ως µισθό ενεργείας ευρώ 1.313,13, ως επίδοµα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του µισθού ενεργείας ευρώ 288,89, ως επίδοµα αδείας, µετά της τροφοδοσίας, από 5 ηµεροµίσθια το µήνα ευρώ 463,99 {= [(µισθός ενεργείας ευρώ 1.313,13 + επίδοµα Κυριακών ευρώ 288,89) 122 + τροφοδοσία ευρώ 19,98 Χ 5 ηµέρες}, ως επίδοµα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας ευρώ 36,64, ως ειδικό επίδοµα ναυκλήρου ευρώ 24,93, ως επίδοµα ιµατισµού που δεν µου παρείχετο σε είδος ευρώ 58,78, ως κατ’ αποκοπή αµοιβή για την εργασία 8 ωρών τα Σάββατα και τις αργίες ευρώ 515,74 (= 5,66 ηµέρες Χ 8 ώρες X ευρώ 11,39 την ώρα), και ως αντίτιµο τροφής ευρώ 19,98 την ηµέρα και Χ 30) ευρώ 599,40 το µήνα, και συνολικά ευρώ 3.301,50 µηνιαίως. Όμως ενώ για τον πλοίαρχο η πάγια αμοιβή Σαββάτου και αργιών προβλεπόταν στο άρθρο 8 της ΣΣΝΕ για τους δεύτερο και τρίτο των εναγόντων ηλεκτρολόγο και ναύκληρο αντίστοιχα δεν προβλεπόταν κατ’αποκοπή αμοιβή για εργασία 8 ωρών τα Σάββατα και τις αργίες. Ειδικότερα στην οικεία συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας ορίζεται στο άρθρο 13 παρ. 5 ότι : για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παράγραφο 1, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών, αλλά στην ατομική σύμβαση εργασίας (βλ. σελ. 4 της αγωγής). Έτσι όμως οι 2ος και 3ος των εναγόντων περιλάμβαναν στις αποδοχές τους μη νόμιμο αίτημα με την επιλεκτική εφαρμογή συλλογική και ατομικής σύμβασης εργασίας ενώ όπως προαναφέρθηκε στη νομική δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, για την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ του εργαζόμενου. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που συμπεριέλαβε το προαναφερόμενο ποσό ως κατ’αποκοπή αμοιβή τόσο για τον υπολογισμό των οφειλόμενων δεδουλευμένων αποδοχών όσο και για το υπολογισμό των επιδομάτων εορτών εσφαλμένα ερμήνευσε το νόμο και συνεπώς κατά παραδοχή του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου εφέσεως θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το κεφάλαιο της αυτό δηλαδή ως προς του δεύτερο και τρίτο των εφεσιβλήτων και να επαναπροσδιοριστεί παρακάτω το ύψος των δεδουλευμένων αποδοχών των εναγόντων και των οφειλόμενων επιδομάτων εορτών.
Εξάλλου σύµφωνα µε το άρθρο 14 της ως άνω εφαρµοζόµενης εν προκειµένω ΣΣΝΕ και την υπ’ αριθ. 70109/8008 της 14.12.1981/7.1.1982 απόφαση του ΥΕΝ, οι ενάγοντες δικαιούνται για την απασχόλησή τους στο ως άνω πλοίο αντίστοιχη αναλογία επιδοµάτων εορτών. Όπως ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ο πρώτος ενάγων δικαιούται για αναλογία επιδόµατος Χριστουγέννων έτους 2019, δεδοµένου ότι εργάστηκε εντός του κρίσιµου χρονικού διαστήµατος 35 ηµέρες ποσό ίσο µε τα 2/25 του µηνιαίου µισθού του ανά 19 ηµέρες απασχόλησης, ήτοι το ποσό των (συνολικός µηνιαίος µισθός 6.997,60 ευρώ Χ 2/25 Χ 1,84 δεκαεννιαήµερα) 1030,04 ευρώ. Με το δεύτερο λόγο έφεσης η εκκαλούσα επαναφέρει την παραδεκτώς προβληθείσα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ένσταση εξόφλησης αναφορικά με τον πρώτο ενάγοντα εφεσίβλητο παραπονούμενη ότι αυτή έγινε δεκτή κατά ένα μέρος δηλαδή κατά το ποσό των 6.703,03 ευρώ (5959,94 + 743,09) ευρώ, καθόσον κρίθηκε ότι καταβλήθηκε επιπλέον στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 2.303,92 ευρώ για δεδουλευμένα και 286,95 ευρώ για επιδόματα εορτών και ο εργαζόμενος δεν προσέβαλε με λόγο έφεσης την παραδοχή αυτή της εκκαλουμένης. Όμως από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις που αφορούν το συγκεκριμένο πλοίου (προσκομιζόμενα σχετικά 25.6 και 25.10 που προσκομίζεται ως σχετικό 6α από τον εργαζόμενο δεν αποδεικνύονται οι προαναφερόμενες καταβολές), ενώ επιπλέον καταβολές για τη συγκεκριμένη οφειλή δεν αποδεικνύονται από τις λοιπές προσκομιζόμενες δέκα αποδείξεις διότι αυτές αφορούν καταβολές για την υπηρεσία σε άλλα πλοία και όχι στο επίδικο. Συνεπώς ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος και συνεπώς ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο ενάγοντα η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί κατ’ουσίαν και να επιβληθούν στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα του πρώτου εφεσιβλήτου ενάγοντος λόγω της ήττας της κατά τα ειδικότερα οριζόμενα το διατακτικό (άρθρα 183, 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι αυτός άσκησε από κοινού με άλλα δύο πρόσωπα αγωγή με κοινό αντικείμενο δίκης δηλαδή είχε ενιαία παράσταση (άρθρο 180 παρ. 1 του ΚΠολΔ και 58 κα 63 του ν. 4194/2013).
Αναφορικά με το δεύτερο ενάγοντα εφεσίβλητο: Ο δεύτερος ενάγων για υπηρεσία στο ως άνω πλοίο επί δώδεκα ημέρες ως ηλεκτρολόγος δικαιούται, δεδοµένου ότι οι συνολικές µηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των (µισθός ενεργείας 1.756,66 ευρώ, επίδοµα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του µισθού ενεργείας 366,69 ευρώ, επίδοµα αδείας µετά της τροφοδοσίας από 5 ηµεροµίσθια το µήνα 587,02 ευρώ, επίδοµα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ, επίδοµα εργασιών µηχανοστασίου και επίβλεψης κλιµατιστικών µηχανηµάτων 133,23 ευρώ, αντίτιµο τροφής 19,98 ευρώ ηµερησίως και για 30 ηµέρες 599,40 ευρώ) 3.479,64 ευρώ, το ποσό των (3479,64/30Χ12) 1.391,86 ευρώ και για την υπηρεσία στο ως άνω πλοίο 49 ηµερών ως προϊστάµενος ηλεκτρολόγος δικαιούται, δεδοµένου ότι οι συνολικές µηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των (µισθός ενεργείας 1.883,23 ευρώ, επίδοµα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του µισθού ενεργείας 414,31 ευρώ, επίδοµα αδείας µετά της τροφοδοσίας, από 5 ηµεροµίσθια το µήνα 622,07 ευρώ, επίδοµα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ, επίδοµα εργασιών µηχανοστασίου και επίβλεψης κλιµατιστικών µηχανηµάτων 133,23 ευρώ, αντίτιµο τροφής 19,98 ηµερησίως και Χ 30 ηµέρες 599,40 ευρώ) 3.688,88 ευρώ, το ποσό των (3.688,88/30Χ49) 6.025,17 ευρώ και συνολικά δικαιούται το ποσό των 7.417,03 ευρώ. β) ο δεύτερος ενάγων δικαιούται για αναλογία επιδόµατος Χριστουγέννων έτους 2019, δεδοµένου ότι εργάστηκε εντός του κρίσιµου χρονικού διαστήµατος 12 ηµέρες ως ηλεκτρολόγος ποσό ίσο µε τα 2/25 του µηνιαίου µισθού του ανά 19 ηµέρες απασχόλησης, ήτοι το ποσό των (συνολικός µηνιαίος µισθός 3479,64 ευρώ Χ 2/25 Χ 0,63 δεκαεννιαήµερα) 175,37 ευρώ και δεδοµένου ότι εργάστηκε εντός του κρίσιµου χρονικού διαστήµατος 49 ηµέρες ως προϊστάµενος ηλεκτρολόγος ποσό ίσο µε τα 2/25 του µηνιαίου µισθού του ανά 19 ηµέρες απασχόλησης, ήτοι το ποσό των (συνολικός µηνιαίος µισθός 3.688,88 ευρώ Χ 2/25 Χ 2,57 δεκαεννιαήµερα) 758,43 ευρώ και συνολικά το ποσό των 933,80 ευρώ. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα επαναφέρει την παραδεκτώς προβληθείσα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ένσταση εξόφλησης (άρθρο 416 του ΑΚ) παραπονούμενη ότι αυτή έγινε δεκτή κατά ένα μέρος δηλαδή κατά το ποσό των 4.232,86 ευρώ (4.232,86 + 551,97) ευρώ, καθόσον κρίθηκε ότι καταβλήθηκε επιπλέον στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 4.232,86 ευρώ για δεδουλευμένα και 551,97 ευρώ για επιδόματα εορτών και ο εργαζόμενος δεν προσέβαλε με λόγο έφεσης την παραδοχή αυτή της εκκαλουμένης. Ότι ο δεύτερος εφεσίβλητος έλαβε για τις 61 μέρες υπηρεσίας του στο προαναφερόμενο πλοίο το ποσό των 7.943,77 ευρώ καθώς αυτός είχε συνολική υπηρεσία 110 ημερών στα πλοία του ομίλου και μέρος των αποδοχών καταβλήθηκε με τις αποδοχές των πλοίων CJ2 και CV τους μήνες Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 2019 και ότι με τον ίδιο τρόπο του κατέβαλε το οφειλόμενο επίδομα εορτών Χριστουγέννων ύψους 1002,85 ευρώ. Όμως στις προσκομιζόμενες 13 αποδείξεις που αφορούν τα υπόλοιπα πλοία του ομίλου (προσκομιζόμενα σχετικά 26.3 έως 26.15) δεν αναγράφονται συγκεκριμένα ποσά τα οποία δόθηκαν για τις παραπάνω αιτίες και συνεπώς ο τέταρτος λόγος έφεσης κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος. Επομένως ως προς το δεύτερο εφεσίβλητο η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος μόνο λόγω της εν μέρει παραδοχή του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου εφέσεως και να εξαφανιστεί κατά το κεφάλαιο της αυτό η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατήσει το παρόν δικαστήριο και να αναδικάσει ως προς αυτό την υπόθεση επί της από 22.12.2020 με αριθμό κατάθεσης ……………/2020 αγωγής και να υποχρεωθεί την εναγομένη να καταβάλει στο δεύτερο εφεσίβλητο το ποσό των (7417,03 – 4232,86 =) 3.184,17 + (933,80 – 551,97=) 381,83 = 3.566 ευρώ με το νόμιμο τόκο όπως πρωτοδίκως αφού το κεφάλαιο αυτό δεν προσβλήθηκε με λόγο έφεσης. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων μερών αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας θα συμψηφιστούν λόγω εύλογης αμφιβολίας των μερών ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).
Περαιτέρω και αναφορικά με τον τρίτο ενάγοντα εφεσίβλητο αυτός για την εξαήμερη υπηρεσία του στο προαναφερόμενο πλοίο δικαιούται, δεδοµένου ότι οι συνολικές µηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των (µισθός ενέργειας 1.313,13 ευρώ, επίδοµα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του µισθού ενεργείας 288,89 ευρώ, επίδοµα αδείας µετά της τροφοδοσίας από 5 ηµεροµίσθια το µήνα 463,99 ευρώ, επίδοµα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ, ειδικό επίδοµα ναυκλήρου 24,93 ευρώ, επίδοµα ιµατισµού που δεν του παρείχετο σε είδος 58,79 ευρώ, αντίτιµο τροφής 599,40 ευρώ) 2.785,77 ευρώ, το ποσό των (2.785,77:30Χ6) 557,15 ευρώ. Επίσης ως επίδομα εορτών Χριστουγέννων έτους 2019 ο τρίτος ενάγων δικαιούται για αναλογία, δεδοµένου ότι εργάστηκε εντός του κρίσιµου χρονικού διαστήµατος 6 ηµέρες ποσό ίσο µε τα 2/25 του µηνιαίου µισθού του ανά 19 ηµέρες απασχόλησης, ήτοι το ποσό των (συνολικός µηνιαίος µισθός 2.785,77 ευρώ Χ 2/25 Χ 0,31 δεκαεννιαήµερα) 69,09 ευρώ. Με τον έκτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα επαναφέρει την παραδεκτώς προβληθείσα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ένσταση εξόφλησης (άρθρο 416 του ΑΚ) παραπονούμενη ότι αυτή έγινε δεκτή κατά ένα μέρος δηλαδή κατά το ποσό των 587,34 ευρώ (519,68+ 67,66) ευρώ, καθόσον κρίθηκε ότι καταβλήθηκε επιπλέον στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 519,68 ευρώ για δεδουλευμένα και 67,66 ευρώ για επιδόματα εορτών και ο εργαζόμενος δεν προσέβαλε με λόγο έφεσης την παραδοχή αυτή της εκκαλουμένης. Ότι ο τρίτος εφεσίβλητος έλαβε για τις 6 μέρες υπηρεσίας του στο προαναφερόμενο πλοίο το ποσό των 589,69 ευρώ και ότι του κατέβαλε το οφειλόμενο επίδομα εορτών Χριστουγέννων ύψους 67,63 ευρώ. Όμως στις προσκομιζόμενες 13 αποδείξεις που αφορούν τα υπόλοιπα πλοία του ομίλου (προσκομιζόμενα σχετικά 27.1 έως 27.14) δεν αναγράφονται συγκεκριμένα ποσά τα οποία δόθηκαν για τις παραπάνω αιτίες ενώ η απόδειξη 6 ημερών του Ιουλίου 2019 που προσκομίζεται από αμφότερα τα διάδικα μέρη ως σχετικό 27.6 και 6γ ελήφθη υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Συνεπώς ο έκτος λόγος έφεσης κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος. Επομένως ως προς τον τρίτο εφεσίβλητο η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος μόνο λόγω της εν μέρει παραδοχή του δευτέρου σκέλους του πέμπτου λόγου εφέσεως και να εξαφανιστεί κατά το κεφάλαιο της αυτό η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατήσει το παρόν δικαστήριο και να αναδικάσει ως προς αυτό την υπόθεση επί της από 22.12.2020 με αριθμό κατάθεσης …………../2020 αγωγής και να υποχρεώσει την εναγομένη να καταβάλει στο δεύτερο εφεσίβλητο το ποσό των (557,15–519,68=) 37,47 + (69,09–67,66=) 1,43= 38,90 ευρώ με το νόμιμο τόκο όπως πρωτοδίκως, αφού το κεφάλαιο αυτό δεν προσβλήθηκε με λόγο έφεσης. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων μερών αμφοτέρων των βαθμών θα συμψηφιστούν λόγω εύλογης αμφιβολίας των μερών ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει ερήμην των εκκαλούντων της με αριθμό κατάθεσης ………/2024 και προσδιορισμού ……./2025 έφεσης και κατ’αντιμωλία των λοιπών διαδίκων τις από 26.1.2024 και 26.1.2024 και με αριθμούς κατάθεσης ………./2024 και ……./2024 και προσδιορισμού ………./2025 και ………./2024 εφέσεις κατά της με αριθμό 1678/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων
Απορρίπτει τη με αριθμό κατάθεσης ……./2024 και προσδιορισμού …………/2025 έφεση
Ορίζει το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων εβδομήντα (270) ευρώ για κάθε εκκαλούντα
Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης δηλαδή το ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ
Δέχεται τυπικά τη με αριθμό κατάθεσης ………../2024 και προσδιορισμού ……../2024 έφεση και την απορρίπτει κατ’ουσία ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο
Επιβάλλει στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα του πρώτου εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, δηλαδή το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ
Δέχεται κατά ένα μέρος κατ’ουσία τη με αριθμό κατάθεσης ……../2024 και προσδιορισμού ……./2024 έφεση ως προς τους δεύτερο και τρίτο των εφεσιβλήτων
Εξαφανίζει ως προς αυτούς τη αριθμό 1678/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
Κρατεί την υπόθεση και αναδικάζει επί της από 22.12.2020 με αριθμό κατάθεσης …………./2020 αγωγής
Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα έξι ευρώ (3.566) εντόκως από τις 16.10.2019 και στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των τριάντα οκτώ ευρώ και ενενήντα λεπτών (38,90) εντόκως από τις 25.10.2019
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων μερών
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 16 Ιουνίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ