Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 330/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης      330 /2025

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Ταμβάκη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, Βασίλειο Τζελέπη Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, την ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΛΟΥΝΤΩΝ: 1) Ναυτικής Εταιρείας με την επωνυμία <<………………>>, που εδρεύει στο ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) Ναυτική εταιρεία με την επωνυμία <<……………….>> που εδρεύει στην ….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια της δικηγόρο Ελευθερία  Τομπατζόγλου, 3) ………………., ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 4) …………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Ελευθερία Τομπατζόγλου και 5) ……………, ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία <<………………..>> που εδρεύει στην Αθήνα (ΑΦΜ …………), όπως εκπροσωπείται νόμιμα δυνάμει της υπ’ αριθ. 182/1/4.4.2016 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, από ειδικό εκκαθαριστή αυτής, την εταιρεία με την επωνυμία <<…………..>> και τον διακριτικό τίτλο <<………..>> που εδρεύει στο ……. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα (ΑΦΜ …………….), η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο της δικηγόρο Μάριο Παναγιωτόπουλο (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και 2) Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών που εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία του ΝΣΚ Καλλιόπη Στόλη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 28.1.2008 (με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……./2008) αγωγή σε βάρος των ήδη εφεσιβλήτων, επί της οποίας, συζητήσεως γενομένης, αντιμωλία των διαδίκων, εξεδόθη, κατά την τακτική διαδικασία η με αριθμό 6189/2009 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε ανωτέρω αγωγή.

Την ανωτέρω με αριθμό 6189/2009 οριστική απόφαση προσέβαλαν οι ανωτέρω  εκκαλούντες με την από 20.7/2010  (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ……/23.7.2010 ενώπιον της γραμματείας του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../20.2.2024 ενώπιον της γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου) έφεσή τους.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου η υπόθεση, η μεν πληρεξούσια δικηγόρος των παρισταμένων 2ης και 4ου των εκκαλούντων, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος της παρισταμένης  πρώτης εφεσίβλητης και η δικαστική πληρεξούσια του ΝΣΚ του δεύτερου των εφεσιβλήτων, δεν παραστάθηκαν, αλλά προκατέθεσαν τις προτάσεις του και με σχετική δήλωσή τους,  σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνούν  να συζητηθεί  η ένδικη έφεση, χωρίς να παρασταθούν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524§3 εδ.α’ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 28 Ν. 4842/2021, «σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται, εφόσον είναι παραδεκτή». Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι αν, παρά την ερημοδικία του εκκαλούντος, διαπιστώνεται ότι απουσιάζει κάποιο στοιχείο του παραδεκτού της έφεσης, λ.χ. είναι εκπρόθεσμη, αυτή απορρίπτεται για τυπικούς λόγους ως απαράδεκτη. Αν αντίθετα είναι παραδεκτή, η ερημοδικία του εκκαλούντος οδηγεί σε κατ’ ουσίαν (ως ανυποστήρικτη) και όχι κατά τους τύπους απόρριψη, γιατί, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη σχετικού αιτήματος του εφεσίβλητου, ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράστασή του, θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση (βλ. ΑΠ 60/2017, ΑΠ 268/2016, ΑΠ 355/2016, ΑΠ 361/2011 στην ΤΝΠ Νόμος). Για να επέλθει όμως το αποτέλεσμα αυτό́ ελέγχεται προηγουμένως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης και, τελικά́, αν μεσολάβησε νόμιμη κι εμπρόθεσμη κλήτευση των διαδίκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 110§2 ΚΠολΔ, από την οποία απορρέει η θεμελιώδης δικονομική αρχή της ακρόασης όλων των διαδίκων και η παροχή δυνατότητας σε καθέναν από αυτούς να ακουσθεί από το δικαστήριο και να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του. Αν επομένως επισπεύδων είναι ο απολιπόμενος διάδικος, τότε δεν απαιτείται κλήτευσή του, ενώ αντίθετα απαιτείται τέτοια κλήτευση, όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο παριστάμενος διάδικος. Και εάν μεν ο εκκαλών δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως για να παραστεί κατά τη συζήτηση της έφεσης, το Δικαστήριο κηρύσσει τη συζήτηση απαράδεκτη, αν δε αντιθέτως επισπεύδει αυτός (εκκαλών) τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως από τον εφεσίβλητο να παραστεί σε αυτήν, η έφεση, εφόσον είναι παραδεκτή, απορρίπτεται.

Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση, από   20.7.2010 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς …../24.7.0210 έφεση κατά της με αριθμό 6189/2009 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς  Πρωτοδικείου Πειραιώς τμήματος Ναυτικών Διαφορών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την  τακτική διαδικασία, έκρινε επί της από 28.1.2008 και με αριθμό καταθέσεως ……/2008 αγωγής τους.  Η ένδικη έφεση κατά της ανωτέρω απόφασης έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως αυτά ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση ασκήθηκε εντός της προισχύσασας τριετούς καταχρηστικής επικουρικής προθεσμίας από τη δημοσίευση της απόφασης, η οποία έλαβε χώρα την 24.12.2009, η δε έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 23.7.2010, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό ……/23.7.2010 με την επισήμανση ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προέκυψε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Επομένως, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), με την επισήμανση ότι κατά το προισχύσαν δίκαιο για το παραδεκτό της άσκησης αυτής δεν απαιτούνταν η καταβολή σχετικού παραβόλου.

Από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από την επισπεύδουσα τη συζήτηση της υπό κρίση έφεσης πρώτης εφεσίβλητης με αριθμούς ……./20.12.2-024, ……../29.2.2024 και ………/28.2.2024 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………………. προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 20.7.2010 έφεσης με πράξη ορισμού συζήτησης για την δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ήτοι, την 20.2.2025 επιδόθηκε νόμιμα δια θυροκολλήσεως το μεν ως προς την πρώτη εκκαλούσα στο νόμιμο εκπρόσωπο αυτής, ήτοι  τον απολιπόμενο τρίτο από αυτούς ………………, το δε ως προς τα απολιπόμενα φυσικά πρόσωπα των τρίτου και πέμπτου των εκκαλούντων …… και …………. αντιστοίχως, όπως δε προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του δικαστηρίου τούτου, όταν, κατά την ως άνω δικάσιμο, η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, αυτοί δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Επομένως, εφόσον τη συζήτηση της έφεσης επισπεύδει η πρώτη εφεσίβλητη και οι πρώτη, τρίτος και πέμπτος των εκκαλούντων ερημοδικούν, πρέπει, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, η έφεσή τους, εφόσον κρίθηκε τυπικά δεκτή, να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη ως προς αυτούς, χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα των λόγων της ενώ τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού τους αιτήματος, σε βάρος των ηττηθέντων εκκαλούντων 1ης, 3ου και 5ου   (άρθρ. 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από τους ερημοδικασθέντες εκκαλούντες πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρ. 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα επίσης οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, εφόσον  η έφεση κρίθηκε ως τυπικά δεκτή, πρέπει, στη συνέχεια να εξεταστεί, κατά τα λοιπά,  το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).

Με την υπό κρίση αγωγή τους οι ενάγοντες εξέθεσαν ότι οι τρίτος και τέταρτος εναγόντων και ήδη εκκαλούντων το έτος 1984 υπέβαλαν αιτήσεις στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας προκειμένου να υπαχθούν οι πρώτη και δεύτερη των εναγουσών και ήδη εκκαλουσών στον αναπτυξιακό νόμο με σκοπό τη ναυπήγηση δύο αλιευτικών σκαφών. Ότι οι εν λόγω αιτήσεις εγκρίθηκαν με τις αναφερόμενες στην αγωγή Υπουργικές Αποφάσεις και εγκρίθηκε το κόστος των επενδύσεων και τα συγκεκριμένα ποσοστά κάλυψης αυτού από ίδια κεφάλαια των επενδυτών και του Ελληνικού δημοσίου από τραπεζικό δανεισμό. Ότι οι ενάγοντες απευθυνθήκαν στη πρώτη ενάγουσα …. Τράπεζα και ήδη πρώτη εφεσίβλητη προκειμένου να συνάψουν σχετικές δανειακές συμβάσεις. Ότι μετά την υποβολή των σχετικών αιτήσεων ακολούθησε ένα ιστορικό ατέρμονων γραφειοκρατικών εμπλοκών και καταχρηστικών συμπεριφορών των εναγομένων – εφεσιβλήτων που είχε ως συνέπεια την αδυναμία ολοκλήρωσης των επενδύσεων και λόγω της καταχρηστικής συμπεριφοράς της πρώτης εναγόμενης να υλοποιήσει τις δανειακές συμβάσεις τις οποίες είχε συνάψει αλλά και της εκ των υστέρων καταχρηστικής άρνησης του δευτέρου εναγομένου να παρατείνει την υλοποίηση της επένδυσης, οδήγησαν στον πλειστηριασμό των πλοίων και στην ολοσχερή οικονομική τους καταστροφή. Με βάση το πιο πάνω ιστορικό οι ένάγοντες μετά το νομότυπο περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου τους δικηγόρου που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ζητούν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να τους καταβάλλουν: Α Προς αποκατάσταση των θετικών τους ζημιών 1) Το ποσό των 14.673,51 ευρώ, το οποίο δαπάνησαν έκαστος των τρίτου και τέταρτου των εναγομένων κατά το χρονικό διάστημα από το 1982 μέχρι και το Νοέμβριο του 1985 σε ταξίδια για την προετοιμασία της επένδυσης τους, 2) Το ποσό των 17.564,19 το οποίο δαπάνησε κάθε εταιρεία για τα έξοδα λειτουργίας γραφείου που διατηρούσε κατά το χρονικό διάστημα από το 1984 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 1999 3) Το ποσό των 8.451,94 το οποίο δαπάνησε η κάθε εταιρεία κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1986 έως το έτος 1992 για αμοιβές των προσώπων που ασκούσαν τη γραμματειακή τους υποστήριξη και το ποσό των 16.639,76 ευρώ, το οποίο κατέβαλε κάθε εταιρεία ως αμοιβή των ναυπηγών που απασχόλησε. 4) Το ποσό των 22.010,28 το οποίο δαπάνησε κάθε εταιρεία τα έτη 1983 έως 1984, για την εκπόνηση προκαταρκτικών μελετών και σχεδίων για την κατασκευή των πλοίων και το ποσό των 14.673,51 ευρώ, που δαπάνησε κάθε εταιρεία κατά τα έτη 1985-1986, για την εκπόνηση μελέτης και ναυπηγικών σχεδίων των πλοίων και το ποσό των 5.869,41 ευρώ το οποίο κατέβαλε κάθε εταιρεία για την εκπόνηση ειδικών κατασκευαστικών σχεδίων, 5) Το ποσό των 600.000 ευρώ, που κατέβαλε κάθε εταιρεία για έγκριση των σχεδίων και επίβλεψη της κατασκευής από τον Αμερικάνικο Νηογνώμονα. 6) Το ποσό των 4.402 ευρώ το οποίο αναγκάστηκε να καταβάλλει καθένας των τρίτου και τέταρτου των εναγόντων, προκειμένου να ασφαλιστούν στο ΤΕΒΕ, 7) Για συνολικές δαπάνες κατασκευής του πλοίου η πρώτη ενάγουσα κατέβαλε το ποσό των 294.981,70 ευρώ στην κατασκευάστρια εταιρεία και η δεύτερη των εναγόντων το ποσό των 292.736,61 ευρώ. 8) Το ποσό των 3.668,38 ευρώ, το οποίο δαπάνησαν για την αγορά μιας ηλεκτρογεννήτριας. 9) Το ποσό των 17.233, 98 ευρώ το οποίο δαπάνησαν για την αγορά λαμαρίνας. 10) Το ποσό των 92.933 ευρώ το οποίο κατέβαλε κάθε εταιρεία για την αγορά των κύριων μηχανών και των συστημάτων πρόωσης κάθε πλοίου. 11) Το ποσό των 57.654 ευρώ, το οποίο κατέβαλε κάθε εταιρεία για την αγορά του συστήματος βιτζίων αλιείας, 12) Το ποσό των 6.603,08 ευρώ το οποίο κατέβαλε κάθε εταιρεία για οφειλόμενα μισθώματα ναυπηγικών κλινών 13) Το ποσό των 3.961,85 ευρώ, το οποίο κατέβαλε κάθε εταιρεία κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.1994 έως 31/7/1995 για την ασφάλιση κάθε πλοίου. 14) Το ποσό των 2.934,70 ευρώ το οποίο δαπανήθηκε για τη σύσταση καθεμίας από τις ενάγουσες εταιρείες. 15) Το ποσό των 136.651,13 ευρώ το οποίο υποχρεώθηκε ο τέταρτος ενάγων να καταβάλλει για να άρει υποθήκη την οποία παράνομα είχε εγγράψει η πρώτη εναγομένη σε ακίνητο του. Β) Για την αποκατάσταση της αποθετικής τους ζημίας, : 1) Το ποσό των 255.906,08 ευρώ που συνιστά την επιχορήγηση που απώλεσε κάθε εταιρεία, την οποία με βεβαιότητα θα εισέπραττε. 2) Το ποσό των 62.028,28 ευρώ σε κάθε ενάγουσα το οποίο συνιστά την απωλεσθείσα επιδότηση επιτοκίου, για χρονικό . διάστημα τριών ετών. 3) Το ποσό των 4.862.100 ευρώ που συνιστά την αξία κάθε πλοίου 4) Το ποσό των 183.859,13 ευρώ στην πρώτη ενάγουσα και το ποσό των 172.413,79 ευρώ στη δεύτερη ενάγουσα, το οποίο αναγκάστηκαν να καταβάλλουν η πρώτη και η δεύτερη ενάγουσα αντίστοιχα, δυνάμει δικαστικών αποφάσεων στην κατασκευάστρια εταιρεία του πλοίου. 5) Το ποσό των 258.420.000 ευρώ,που συνιστά το κέρδος που θα αποκόμιζε κάθε εταιρεία από την εκμετάλλευση κάθε πλοίου, σε διάστημα δώδεκα ετών, κατά το οποίο θα εξακολουθούσαν να έχουν την υποχρέωση αποπληρωμής του δανείου και το ποσό των 2.236.595,70 ευρώ που συνιστά το κέρδος κάθε εταιρείας από την εκμετάλλευση του πλοίου, κατά το διάστημα των επόμενων18 ετών. 6) Το ποσό των 1.933.969, 10 ευρώ το οποίο συνιστά την κοινοτική συνδρομή που θα εισέπραττε κάθε εταιρεία, εάν θα προέβαινε στη σύσταση μικτής εταιρείας. Γ) Οι τρίτος, τέταρτος και πέμπτος των εναγόντων, ζητούν να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να τους καταβάλλουν το ποσό των 1.500.000 ευρώ σε καθέναν των τρίτου και τέταρτου των εναγόντων και το ποσό των 500.000 ευρώ στον πέμπτο των εναγόντων, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων. Τέλος, οι ενάγοντες ζητούν να αναγνωριστεί ότι είναι άκυρες οι υποθήκες που ενεγράφησαν από την πρώτη εναγόμενη σε ακίνητα του πέμπτου ενάγοντα και σε ακίνητα της μητέρας του τρίτου ενάγοντα, καθώς η δυνατότητα μονομερούς εγγραφής υποθήκης υπέρ της ΑΤΕ που προβλέπεται από το νόμο 4332/1929 έχει καταργηθεί με το άρθρο 26 ν. 2076/1992. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 6189/2009 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή αφενός ως προς το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο ελλείψει δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων καθώς αρμόδια για την εκδίκαση της σχετικής διαφοράς είναι τα διοικητικά δικαστήρια, αφετέρου ως προς την πρώτη εναγόμενη ….. Τράπεζα, αφού έκρινε ότι:[ α) παραδεκτά εισήχθη ενώπιον του η αγωγή κατά την τακτική διαδικασία ιαφορών που είναι καθ’ ύλην κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς (αρ. 7, 9, 10,  25 παρ.2,  ΚΠολΔ και51 Ν. 2172/1993), β) η αγωγή είναι μη νόμιμη κατά το σκέλος που επιχειρείται να θεμελιωθεί η αδικοπρακτική ευθύνη της αντιδίκου τους στην καθυστέρηση κατάρτισης των επίδικων συμβάσεων, γ) η αγωγή είναι νόμιμη κατά το σκέλος της αγωγής που εδράζεται στην αδικοπρακτική ευθύνη της αντιδίκου τους που εδράζεται στην αδικαιολόγητη και καταχρηστική εκ μέρους της τελευταίας άρνησης της εκταμίευσης των δανείων ως ερειδόμενη επί των διατάξεων των άρθρων 281, 914 ΑΚ , 70 και 176 ΚΠολΔ, δ) η αγωγή είναι μη νόμιμη κατά το μέρος που αφορά την αναγνώριση της ακυρότητας της μονομερούς εγγραφής υποθήκης σε ακίνητα του πέμπτου των εναγόντων και της μητέρας του τρίτου από αυτούς, ε) μη νόμιμα κρίθηκαν τα κονδύλια που αφορούν την αποζημίωση των εναγόντων για τη θετική τους ζημία με αριθμούς 1,2, 3, 4, 6 και 13 όπως αυτά περιγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, στ) μη νόμιμα ομοίως κρίθηκαν τα κονδύλια της αποθετικής ζημίας με τα οποία οι ενάγοντες ζητούν αποζημίωση για την απώλεια κερδών που θα εισέπρατταν από την εκμετάλλευση των πλοίων ως και την απώλεια της κοινοτικής συνδρομής που θα τους χροηγούνταν εάν είχα συστήσει μικτή εταιρεία,] απέρριψε κατά τα λοιπά την αγωγή ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη και συμψήφισε μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη.  Κατά της ως άνω απόφασης οι ενάγοντες, έχοντες προφανές έννομο συμφέρον, ως εν όλω ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό διάδικοι, άσκησαν, εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, όπως προεκτέθηκε, την ένδικη έφεσή τους για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου, αιτούμενοι την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης με σκοπό την παραδοχή της αγωγής στο σύνολό της ως βάσιμης κατ’ ουσίαν.

Κατά το άρθρο 1 ΚΠολΔ στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται: α) οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια, β) οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας που ο νόμος έχει υπαγάγει σε αυτά, γ)οι υποθέσεις δημοσίου δικαίου που ο νόμος έχει υπαγάγει σε αυτά και δ)οι διοικητικές διαφορές που δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία διοικητικών δικαστηρίων, κατά δε το άρθρο 2 ιδίου κώδικα, τα πολιτικά δικαστήρια απαγορεύεται να επεμβαίνουν σε διοικητικές διαφορές ή υποθέσεις που υπάγονται στα διοικητικά δικαστήρια ή αρχές, όπως επίσης απαγορεύεται τα διοικητικά δικαστήρια ή αρχές να επεμβαίνουν σε διαφορές ή υποθέσεις ιδιωτικού δικαίου και επιτρέπεται μόνο η εξέταση των ζητημάτων που ανακύπτουν παρεμπιπτόντως. Σύμφωνα με την παρ.1 περ.γ του άρθρου 9 του ίδιου ως άνω νόμου η εκδίκαση της κατηγορίας αυτών των διαφορών από τα διοικητικά Δικαστήρια αρχίζει από 11.6.1985 ενώ κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος, κατά τον οποίο εκδόθηκε η διοικητική πράξη ή συντελέστηκε η παράλειψη ή κατά τον οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Περαιτέρω, με τα άρθρα 94 παρ. 1,3 του Συντάγματος και 1 παρ. 1 και 2 στοιχ. η’ του ν. 1406/1983 ορίζεται αντιστοίχως ότι: “Η εκδίκαση των ιδιωτικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές …”. “Υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν έχουν μέχρι σήμερα υπαχθεί σ’ αυτή. Στις διαφορές περιλαμβάνονται ιδίως αυτές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά την ευθύνη του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ”. Επίσης με τα άρθρα 104, 105 εδ.α’ ΕισΝΑΚ, 914 ΑΚ ορίζεται αντιστοίχως ότι: “Για πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου που ανάγονται στις έννομες σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου ή σχετικές με την ιδιωτική του περιουσία, το Δημόσιο ευθύνεται κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τα νομικά πρόσωπα”. “Για παράνομες πράξεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που του έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση εκτός εάν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος”. “Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει”. Από το περιεχόμενο των διατάξεων αυτών, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ προκύπτει ότι μπορεί μεν να δημιουργηθεί ευθύνη του δημοσίου προς αποζημίωση κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ και από υλική πράξη οργάνου του, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, και συνεπώς να δημιουργηθεί εντεύθεν διοικητική διαφορά υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, μόνον όμως όταν η πράξη αυτή ενέχει άσκηση δημόσιας εξουσίας είτε γιατί εντάσσεται σε έννομη σχέση του δημοσίου δικαίου μεταξύ κράτους και πολίτη, την οποία πραγματώνει ή επ’ ευκαιρία της οποίας τελείται, είτε γιατί συνιστά καθεαυτή δραστηριότητα που αναπτύσσεται υπό καθεστώς νομοθετικής υπεροχής έναντι των πολιτών που αρμόζει αποκλειστικά στο κράτος ή στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ως φορείς δημόσιας εξουσίας. Συνεπώς, κάθε αγωγή αποζημιώσεως κατά του Δημοσίου, των δήμων, των κοινοτήτων και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων τους, που συνδέονται μαζί τους είτε με σχέση δημοσίου δικαίου είτε με σχέση ιδιωτικού δικαίου, όπως είναι και οι υλικές ενέργειες οι οποίες τελέσθηκαν σε συνάρτηση προς την οργάνωση και τη λειτουργία της δημόσιας ή δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας, αντίστοιχα, ή εξαιτίας τους και δεν συνδέονται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας του Δημοσίου, των δήμων κλπ., ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου, που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών καθηκόντων του, υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ως αφορώσα διοικητική διαφορά ουσίας (ΑΕΔ 5/1995, ΑΠ 1992/2017, 1395/2009, ΑΠ 503/2009, ΑΠ 932/2005, ΑΠ 1781/2005). Με τον πέμπτο λόγο της υπό κρίση έφεσης οι εκκαλούντες- ενάγοντες διατείνονται ότι η εκκαλουμένη κατά πλημμελή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου απέρριψε την αγωγή τους ως προς το δεύτερο εναγόμενο – εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων διότι, όπως ισχυρίζονται, η υπαγωγή τους στον αναπτυξιακό νόμο με τις με αριθμούς ΙΕ 18536/27/7.5.1985 για την πρώτη ενάγουσα και ΙΕ 19948/503/7.5.1985 για τη δεύτερη από αυτές υπουργικές αποφάσεις έγινε προ της 11ης Ιουνίου 1985, οπότε σύμφωνα με το ν. 1406/1983 αρμόδια για την επίλυση των σχετικών διαφορών ήταν ακόμη τα πολιτικά δικαστήρια. Πλην όμως ο λόγος αυτός της έφεσης υπό την ανωτέρω νομική θεμελίωση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος καθώς κρίσιμος χρόνος για τη διακρίβωση της δικαιοδοσίας των πολιτικών Δικαστηρίων αποτελεί, σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στην άνω μείζονα σκέψη,  ο χρόνος κατά τον οποίο εκδόθηκε η διοικητική πράξη ή  γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της και δη κατά το χρονικό σημείο έκδοση των υπουργικών αποφάσεων τις οποίες οι ενάγουσες εταιρείες προσέβαλαν ως μη νόμιμες και αντισυνταγματικές προκειμένου να θεμελιώσουν τον ισχυρισμό τους περί αδικοπρακτικής συμπεριφοράς αυτών, οι οποίες  εκδόθηκαν το έτος 1991 και όχι οι αρχικές υπουργικές αποφάσεις υπαγωγής στον αναπτυξιακό νόμο, ως αβασίμως διατείνονται οι εκκαλούντες. Κατά συνέπεια η προκείμενη διοικητικού δικαίου διαφορά που απορρέει διοικητική σύμβαση, η οποία δεν αμφισβητείται ως προς το χαρακτήρα αυτής με συγκεκριμένο λόγο έφεσης, εξ απόψεως μεταβατικού δικαίου μετά την ολοκλήρωση της δικαιοδοσίας των Διοικητικών Δικαστηρίων με το ν. 1406/1983 υπάγεται στη δικαιοδοσία των τελευταίων, οπότε η εκκαλουμένη απόφαση η οποία δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή ως προς το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, τα όσα δε αντίθετα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με τον πέμπτο λόγο της έφεσης τους πρέπει να απορριφθούν ως  αβάσιμα και στη συνέχεια, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης που να αφορά το εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη ως προς αυτό και να καταδικασθούν οι παριστάμενοι εφεσίβλητοι στη δικαστική δαπάνη αυτού για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας λόγω της ήττας τους  (αρ.176, 183 ΚΠολΔ).

Σύμφωνα, με τη με αριθμό 46/1/27-07-2012 Απόφαση της Ε.Π.Α.Θ της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία δημοσιεύτηκε στο με αριθμό 2208/27-07-2012 ΦΕΚ τεύχος Β`, ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της πρώτης εναγομένης ……. Τράπεζας της Ελλάδος  και τέθηκε αυτή σε ειδική εκκαθάριση των άρθρων 63Β, 63 Δ και 68 του Ν. 3601/2007, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 4021/2011, ενώ ταυτόχρονα ορίστηκε και ειδικός εκκαθαριστής. Ακολούθως, στη συνεδρίαση 4/27.7.2012 της Τράπεζας της Ελλάδος (βλ. το με αριθμό 2209/27-07-2012 ΦΕΚ τεύχος Β`), η αρμόδια επιτροπή Μέτρων Εξυγίανσης αποφάσισε να υποχρεώσει τον ειδικό εκκαθαριστή της εναγομένης στην παραχρήμα μεταβίβαση των αναφερόμενων στο Παράρτημα της απόφασης περιουσιακών στοιχείων του στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «………». Όμως, δεν μεταβιβάστηκαν στην τράπεζα αυτή τα περιουσιακά στοιχεία (ενεργητικό, παθητικό και έννομες σχέσεις από συμβάσεις) που περιγράφονται αμέσως παρακάτω υπό τα στοιχεία α` έως και ιστ` (μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία). Τα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία διατηρούνται υπό τη δικαιοκτησία (ενεργητικό) της «……..» ή συνεχίζουν να βαρύνουν (παθητικό) αυτήν. Εφόσον στα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία περιλαμβάνονται συμβατικές σχέσεις, σ` αυτές συμβαλλόμενη παραμένει η «………». Μεταξύ των μη μεταβιβαζόμενων στοιχείων είναι και: «….. ζ) όλες οι αξιώσεις και υποχρεώσεις της <<…>> έναντι τρίτων, περιλαμβανομένων των υπαλλήλων της <<……>> για καταβολή αποζημίωσης από οποιαδήποτε (συμβατική η εξωσυμβατική ) αιτία, για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, καθώς και για απόδοση αδικαιολόγητου πλουτισμού εφόσον συνδέονται με τα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία, …. ι) οι υποχρεώσεις που κατά το νόμο ικανοποιούνται από το προϊόν της εκκαθάρισης της <<………….>>. Με το δικόγραφο των προτάσεων που κατέθεσαν οι παριστάμενοι δεύτερη και τέταρτος των εκκαλούντων και στο ειδικότερο κεφάλαιο της προσθήκης – αντίκρουσης αυτών που κατατέθηκαν νομότυπα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προβάλλουν το πρώτον ισχυρισμό περί αοριστίας των στοιχείων που συνθέτουν την ενεργητική νομιμοποίηση της πρώτης εφεσίβλητης καθώς δεν περιγράφονται τα προσδιοριστικά στοιχεία αυτής σε σχέση με την ένδικη αξίωση δεδομένου ότι δεν διευκρινίζεται αν πρόκειται για αξίωση που παραμένει στο παθητικό του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος ή έχει μεταβιβαστεί στη δικαιοδόχο Τράπεζα …….. Ο ισχυρισμός αυτός, μολονότι εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο εφόσον η κατ΄άρθρο 68 ΚΠολΔ εξέταση των στοιχείων που συνθέτουν την ενεργητική ή παθητική νομιμοποίηση ενός διαδίκου άπτεται του παραδεκτού της άσκησης και της συζήτησης του ενδίκου μέσου εντούτοις η προβολή του ισχυρισμού αυτού κατά το παρόν στάδιο της συζήτησης αυτού επιτρεπτώς κατ’ άρθρο 527 ΚΠολΔ προβάλλεται από τους παριστάμενους εκκαλούντες εφόσον τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν τη παθητική νομιμοποίηση της πρώτης εφεσίβλητης μετά τη θέση αυτής σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης και μεταβίβασης μέρους της περιουσίας της σε έτερο πιστωτικό ίδρυμα αποτελούν οψιγενείς ισχυρισμούς που γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση της αγωγή στο πρωτοβάθμιο  Δικαστήριο. Πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος δεδομένου ότι όλα τα στοιχεία της παθητικής νομιμοποίησης της υπό εκκαθάριση τελούσας ενάγουσας ….. Τράπεζας προκύπτουν από την προμνησθείσα με αριθμό 46/1/27-07-2012 Απόφαση της Ε.Π.Α.Θ της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία προσδιορίζει αναλυτικά τα μεταβιβαζόμενα προς τη δικαιοδόχο τράπεζα …. περιουσιακά στοιχεία και τα μη μεταβιβαζόμενα και παραμένοντα στην …… τράπεζα αντίστοιχα στοιχεία μεταξύ των οποίων υπάγεται και η ένδική αξίωση των εναγόντων για την ικανοποίηση της θετικής και αποθετικής ζημίας που υπέστησαν από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγόμενης τράπεζας και της χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης που  υπέστησαν από την αντίστοιχη συμπεριφορά της τελευταίας, οι οποίες (αξιώσεις) υπάγονται σύμφωνα με τις ανωτέρω αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας διατάξεις στο παθητικό που παραμένει στην ίδια τράπεζα και δεν μεταβιβάζεται στη τράπεζα ……. Κατά συνέπεια ουδεμία αμφιβολία υφίσταται περί της παθητικής νομιμοποίησης της πρώτης εφεσίβλητης, η οποία προκύπτει από την ερμηνεία και εφαρμογή της προαναφερομένης 46/1/27-07-2012 Απόφαση της Ε.Π.Α.Θ της Τράπεζας της Ελλάδος και πρέπει επομένως ο ισχυρισμός αυτός να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 68 του ν. 3601/2007, (ήδη 145 ν.4261/2014) “1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 3458/2006 (Α’ 94) και του άρθρου 63Ε:  α) Πιστωτικό ίδρυμα δεν δύναται να κηρυχθεί σε πτώχευση ούτε είναι δυνατόν να ανοίξει επ’ αυτού προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης.  β) Στην περίπτωση που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 8, αυτό τίθεται υποχρεωτικώς υπό ειδική εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. …  δ) Ο ειδικός εκκαθαριστής υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία δύναται να τον αντικαθιστά κατά πάντα χρόνο. Ο έλεγχος και η εποπτεία αποσκοπούν ενδεικτικά: α) Στην αποτελεσματική διαχείριση και ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων της εκκαθάρισης στο πλαίσιο της στρατηγικής που έχει καταρτισθεί από τον ειδικό εκκαθαριστή και έχει εγκριθεί από την Τράπεζα τη Ελλάδος, …  2. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύονται οι όροι εφαρμoγής του παρόντος άρθρου. Στην ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος εφαρμόζονται συμπληρωματικώς και στο μέτρο που δεν αντίκεινται στο παρόν άρθρο, όπως αυτό εξειδικεύεται με την ανωτέρω απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα …”. Εξάλλου, στην εκδοθείσα, δυνάμει της ως άνω ρητής εξουσιοδοτήσεως, απόφαση (Κανονισμό) της Τράπεζας της Ελλάδος, που λήφθηκε στην Συνεδρίαση 21/2/4.11.2011. και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β 2498/4-11-2011, ορίζεται ότι: “Με την παρούσα ασκείται η κανονιστική αρμοδιότητα της Τράπεζας της Ελλάδος εκ του άρ. 68 παρ. 2 ν. 3601/2007. Δεν καταστρώνεται αυτοδύναμη ρύθμιση για την ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος, που θα κάλυπτε τα οικεία ζητήματα χωρίς ανάγκη προσφυγής στον Πτωχευτικό Κώδικα. Αντίθετα, εισάγονται ειδικότεροι κανόνες εκεί όπου απαιτείται, ενώ κατά τα λοιπά ισχύει βεβαίως η συμπληρωματική εφαρμογή του Πτωχευτικού Κώδικα.  Η ειδική εκκαθάριση γίνεται αντιληπτή, διαφορετικά από ό,τι η πτώχευση, αποκλειστικά ως διαδικασία ρευστοποίησης της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος. Σχέδιο αναδιοργάνωσης με την έννοια των άρ. 107 επ. ΠτΚ δεν χωρεί, όπως δεν χωρεί άλλωστε ήδη κατά το άρ. 68 παρ. 1 στοιχ. α ν. 3601/2007 και η διαδικασία εξυγίανσης των άρ. 99 επ. ΠτΚ. …  Τα όργανα της ειδικής εκκαθάρισης καθορίζονται σύμφωνα με το άρ. 68 παρ. 1 στοιχ. γ-δ ν. 3601/2007 και σύμφωνα με την αντίληψη στο αρ. 68 παρ. 1 για την ειδική εκκαθάριση ως συλλογική διαδικασία διοικητικής φύσεως, κινούμενη από την εποπτική αρχή και όχι με πρωτοβουλία των πιστωτών και οδηγούσα οπωσδήποτε, και χωρίς δυνατότητα λήψης διαφορετικής απόφασης εντός της προβλεπομένης στην παρούσα πράξη διαδικασίας στην ρευστοποίηση της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος”. Τέλος, κατά τη διάταξη 25 του Πτωχευτικού Κώδικος (ΠτΚ) “1. Με επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26, από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως, ή η εκτέλεσή τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. 2. Πράξεις κατά παράβαση της κατά την παράγραφο 1 αναστολής είναι απολύτως άκυρες”. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι, τα πιστωτικά ιδρύματα δεν κηρύσσονται σε πτώχευση αλλά μπορεί να τεθούν σε κατάσταση ειδικής εκκαθάρισης η οποία, αντιθέτως με ότι συμβαίνει στην πτώχευση, γίνεται αντιληπτή αποκλειστικά ως συλλογική διαδικασία διοικητικής φύσεως, που κινείται από την εποπτεύουσα αρχή και όχι με πρωτοβουλία των πιστωτών και οδηγεί στη ρευστοποίηση της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος. Λόγω δε του διαφορετικού σκοπού ο οποίος επιδιώκεται με καθένα από τους παραπάνω θεσμούς της ειδικής εκκαθαρίσεως και της πτωχεύσεως συνισταμένου, επί μεν της πρώτης στην, με επίσπευση της εποπτεύουσας αρχής, ικανοποίηση, αποκλειστικώς δια της ρευστοποίησης της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος, των πιστωτών ανάλογα με το ύψος των κατά του τελευταίου υφισταμένων απαιτήσεών τους, επί δε της δεύτερης στην, με πρωτοβουλία των πιστωτών, ικανοποίηση, όχι μόνο με τη ρευστοποίηση της περιουσίας του πτωχού αλλά και με άλλα μέσα (σχέδιο αναδιοργάνωσης, σχέδιο εξυγίανσης αρ. 107 και 99 ΠτΚ) ικανοποίηση αυτών, είναι δυνατή η συμπληρωματική, ευθεία και όχι αναλογική εφαρμογή επί της ειδικής εκκαθαρίσεως του άρθρου 68 ν. 3601/07 μόνο των διατάξεων εκείνων του πτωχευτικού κώδικα οι οποίες δεν αντίκειται στον επιδιωκόμενο με αυτή (ειδική εκκαθάριση) σκοπό, όπως αυτός, διαγραφόμενος από το άρθρο 68 ν.3601/07, εξειδικεύεται με τον, κατά τη σχετική εξουσιοδότηση της τελευταίας, εγκριθέντα κανονισμό της Τράπεζας της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η διάταξη του άρθρου 25 ΠτΚ, η οποία προβλέπει την αυτοδίκαιη αναστολή, από την κήρυξη της πτωχεύσεως, όλων των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς εκπλήρωση ή ικανοποίηση των πτωχευτικών απαιτήσεών τους (έναρξη, συνέχιση αναγκαστικής εκτέλεσης, άσκηση εκδίκαση ενδίκων μέσων κλπ), απαγγελλομένης της απολύτου ακυρότητας των κατά παράβαση της παραπάνω αναστολής επιχειρηθεισών πράξεων. Κατ’ ακολουθίαν αυτών θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στο πλαίσιο της εκκαθάρισης της τραπεζικής εταιρείας, επέρχονται ειδικότερα οι ακόλουθες έννομες συνέπειες. Η συζήτηση κάθε είδους ασκηθεισών, αναγνωριστικού ή καταψηφιστικού περιεχομένου, αγωγών των πιστωτών της εκκαθάρισης κηρύσσεται ως απαράδεκτη. Η συνέχιση εκκρεμών δικών επί αγωγών αντίστοιχου χαρακτήρα αναστέλλεται αυτοδικαίως. Η έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης με την επίδοση επιταγής προς πληρωμή θεωρείται ως άκυρη. Η διενέργεια πράξεων συντηρητικής ή αναγκαστικής εκτέλεσης και η συνέχιση αντίστοιχων διαδικασιών κατά της περιουσίας του ιδρύματος, ακόμη κι αν έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση, αναστέλλονται. Η άσκηση και η εκδίκαση, ενδίκων μέσων εκ μέρους των πιστωτών της εκκαθάρισης επί ενδίκως εγερθεισών αξιώσεών τους απαγορεύεται. Η έναρξη ή συνέχιση διαδικασιών εκτέλεσης εκ μέρους του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. σε βάρος της τραπεζικής εταιρείας αναστέλλονται ομοίως. 3. Σε περίπτωση που, παρά την απαγόρευση, ασκηθούν αγωγές, ένδικα μέσα ή άλλου είδους έννομα βοηθήματα, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται αυτών οφείλει να εκδώσει σχετική οριστική απόφαση και να κηρύξει απαράδεκτη την συνέχιση της ανοιγείσας με την κρινόμενη αγωγή διαδικασίας. Αντιστοίχως άκυρες κρίνονται και όλες οι διενεργούμενες, παρά τη θέση του ιδρύματος σε εκκαθάριση, διαδικαστικές πράξεις. Κατά την ορθότερη άποψη το δικαστήριο οφείλει να ενεργήσει αυτεπαγγέλτως, εφαρμόζοντας το αρθρ. 25 ΠτΚ και κηρύσσοντας απαράδεκτη είτε την συνέχιση της διαδικασίας είτε την συζήτηση των εισαγωγικών δικογράφων και ενδίκων μέσων (ΑΠ 822/2015).  Η επισπεύδουσα τη συζήτηση της έφεσης πρώτη εφεσίβλητη – εναγόμενη με το δικόγραφο των προτάσεων της που κατέθεσε νομότυπα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προβάλλει παραδεκτώς  κατ’ άρθρο 527 ΚΠολΔ τον οψιγενή ισχυρισμό που γεννήθηκε μετά τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο περί απαραδέκτου του ασκηθέντος ενδίκου μέσου κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25 ΠτΚ, που επάγεται την αναστολή των ατομικών διώξεων των πτωχευτικών πιστωτών κατά του πτωχού, στην αρξάμενη διαδικασία εκκαθάρισης του πρώτου εναγομένου – εφεσίβλητου πιστωτικού ιδρύματος. Επί του ισχυρισμού αυτού, ο οποίος λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο καθώς αφορά το παραδεκτό της συζήτησης του υπό κρίση ενδίκου μέσου πρέπει να λεχθούν τα εξής: Από το περιεχόμενο του αγωγικού δικογράφου προκύπτει ότι αυτό ασκήθηκε την 28.1.20008, η δε εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύθηκε την 24.12.2009. Ακολούθως το δικόγραφο της υπό κρίση έφεσης κατατέθηκε από τους εκκαλούντες τη γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 23.7.2010, ήτοι όλες οι ανωτέρω διαδικαστικές πράξεις έλαβαν χώρα σε χρόνο προγενέστερο της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της πρώτης εφεσίβλητης – εναγομένης και της θέσης της σε ειδική εκκαθάριση (27-07-2012), ο δε προσδιορισμός της συζήτησης της έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έλαβε  χώρα την 20.2.2024 με επιμέλεια της πρώτης έφεσίβλητης, όπου κατά το χρόνο της συζήτησης της (20.2.2025) το εναγόμενο πιστωτικό ίδρυμα είχε ήδη τεθεί σε ειδική εκκαθάριση. Σύμφωνα και με τις παραπάνω νομικές σκέψεις, από την ημέρα ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της εναγομένης και τη θέση της σε ειδική εκκαθάριση, κατά την οποία εφαρμόζεται συμπληρωματικά η πτωχευτική διαδικασία και η αρχή της αναστολής των ατομικών διώξεων, δεν συνεχίζονται οι ατομικές διώξεις κατά αυτής, ο, δε, ειδικός εκκαθαριστής νομιμοποιείται ενεργητικά και παθητικά ως μη δικαιούχος διάδικος μόνον για τις δίκες που δεν εμποδίζονται από την αναστολή των ατομικών διώξεων, δηλαδή για τις δίκες με (ενέγγυους) πιστωτές που έχουν υποθήκη, ενέχυρο ή ειδικό προνόμιο. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση, δεν συντρέχει τέτοια προϋπόθεση, αφού η απαίτηση των εναγόντων  πηγάζει από αξιώσεις αποζημίωσης που τηρούν οι τελευταίοι από την αδικοκπρακτική συμπεριφορά των της πρώτης εναγόμενης – εφεσίβλητης, οι οποίες έχουν συμπεριληφθεί στις μη μεταβιβαζόμενες στην «Τράπεζα ……» υποχρεώσεις, οπότε οι ενάγοντες ως πιστωτές ικανοποιούνται από την περιουσία της τεθείσας σε ειδική εκκαθάριση πρώτης εναγομένης κατά το στάδιο της διανομής και της κατάταξης. Συνεπώς, το υπό κρίση ένδικο μέσο ασκήθηκε παραδεκτά, εφόσον ασκήθηκε πριν τη θέση της πρώτης εφεσίβλητης – εναγομένης σε ειδική εκκαθάριση, όμως, η συζήτηση της έφεσης είναι απαράδεκτη, καθώς έλαβε χώρα μετά από το ανωτέρω γεγονός. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα με τα όσαν αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας,  να κηρυχθεί η συζήτηση της έφεσης απαράδεκτη και όχι το ένδικο μέσο της  έφεσης ως αβασίμως διατείνεται η πρώτη εφεσίβλητη. Τέλος δεν επιβάλλονται δικαστικά έξοδα, διότι η απόφαση δεν είναι οριστική.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της πρώτης, τρίτου και πέμπτου των εκκαλούντων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Ορίζει παράβολο διακοσίων πενήντα (250,00€) ευρώ, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας.

Απορρίπτει ως προς αυτούς την έφεση κατά της με αριθμό 6189/2009 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς Τμήματος Ναυτικών Διαφορών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Επιβάλλει σε βάρος των απολειπομένων εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε επτακόσια ευρώ (700,00€) ευρώ.

Δέχεται τυπικά την από 20.7.2010 και με αριθ. εκθ. Κατ. Ενδ. Μέσου ……/2010.

Απορρίπτει την έφεση των παρισταμένων εκκαλούντων κατά της με αριθμό 6189/2009 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς Τμήματος Ναυτικών Διαφορών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία ως προς το δεύτερο εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο.

Επιβάλλει σε βάρος των δεύτερης και τέταρτου των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα του δεύτερου εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια ευρώ (500,00€) ευρώ.

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της έφεσης των παρισταμένων εκκαλούντων ως προς την πρώτη εφεσίβλητη.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 24η Απριλίου 2025 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι  πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων την    22  Μαϊου 2025.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ