Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 283/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  283/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

3° Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χριστίνα Λίμουρα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας: ……………….., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Παναγιώτη Αθανασόπουλου, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης: Της Ανωνύμου Εταιρείας με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο « …………» με έδρα τον Πειραιά, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Παναγιώτη Χριστοφοράτου, με δήλωση άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησε η εκκαλούσα την με αριθμό εκθ. καταθ. …/2023 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 2869/2024 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η εκκαλούσα με την με αριθμ. εκθ. καταθ. ……/2024 έφεση, δικάσιμος επί της οποίας ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις τους ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση της εκκαλούσας κατά της 2869/2024 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), διότι δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης. Επομένως, εφόσον φέρεται παραδεκτά προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (άρθρα 19,511 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω μέσα στα όρια που καθορίζονται με αυτήν, για το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων της (άρθρα 522, 533 σε συνδ. με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη εταιρεία στις 8.6.2016 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία μετατράπηκε σε αορίστου από 10.12.2016 και απασχολήθηκε έκτοτε στα γραφεία της εναγομένης, που δραστηριοποιείται στις επιθεωρήσεις πλοίων, στο τεχνικό τμήμα. Ότι ενώ παρείχε εργασία που απαιτούσε γνώσεις ναυπηγού μηχανικού, καθόσον ήταν πτυχιούχος της …………… του ΤΕΙ Αθήνας, προσλήφθηκε με την ιδιότητα της απλής υπαλλήλου γραφείου λαμβάνοντας μηνιαίες αποδοχές που δεν αντιστοιχούσαν στον προβλεπόμενο μηνιαίο μισθό ανάλογο με τις προσφερόμενες υπηρεσίες της. Ότι κατά τη διάρκεια της παρεχόμενης εργασίας της έλαβε νόμιμη άδεια μητρότητας, γονική άδεια και αναρρωτικές άδειες, ενώ όταν επανήλθε στην εργασία της από το Μάιο του έτους 2023 αφενός δεν της ανατέθηκαν καθήκοντα, αφετέρου ενώ συμφώνησε με την εναγομένη να απασχοληθεί παρέχοντας τηλεργασία διαπίστωσε ότι η εργοδότριά της δεν είχε προβεί σε σχετική ανάρτηση της ανωτέρω αναφερόμενης εργασίας της στο ΕΡΓΑΝΗ. Ότι η ανωτέρω συμπεριφορά της εναγομένης, η οποία από 5-7-2023 αρνείται να αποδεχθεί την προσφερόμενη εργασία της συνιστά καταγγελία εν τοις πράγμασι της συμβάσεως εργασίας της και συνεπώς της οφείλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης ποσού 6.607,48 ευρώ. Επιπλέον η εναγομένη της οφείλει το ποσό των 14.693 ευρώ ως διαφορά νομίμων και καταβαλλόμενων αποδοχών καθώς και το ποσό των 36.771 ευρώ για αμοιβή λόγω υπερεργασίας και υπερωρίας κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα. Ζητεί περαιτέρω η ενάγουσα να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει τα ανωτέρω αναφερόμενα ποσά με το νόμιμο τόκο. Η εναγομένη με τις προτάσεις της αρνείται τη συμφωνία για απασχόληση της ενάγουσας με τηλεργασία, την υπερωριακή της απασχόληση και την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας εκ μέρους της, ισχυριζόμενη ότι η ενάγουσα μετά το πέρας των αδειών που είχε λάβει δεν προσήλθε στην επιχείρηση να εργαστεί, παρά το γεγονός ότι είχε ενημερωθεί από την εναγομένη για την επικείμενη ανάληψη των καθηκόντων της.

Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεσή της, επικαλούμενη εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1,2 και 5 Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία, ρητή ή σιωπηρή, με την οποία λύεται η σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, είναι μονομερής, απευθυντέα και κατά κανόνα αναιτιώδης δικαιοπραξία, δηλαδή δεν απαιτείται να αιτιολογείται από τον καταγγέλοντα εργοδότη και το κύρος της δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας. Επίσης, έχει άμεση διαπλαστική ενέργεια, ήτοι μόλις περιέλθει η σχετική δήλωση βουλήσεως στον αντισυμβαλλόμενο εργαζόμενο, αδιακρίτως του τρόπου ανακοινώσεώς της σε αυτόν (προφορικώς, εγγράφως ή δι’ αγγέλου), λύεται για το μέλλον η έννομη σχέση είτε αμέσως (απρόθεσμη καταγγελία) είτε με την πάροδο ορισμένης προθεσμίας. Επί ακυρότητας της καταγγελίας, η διαπλαστική της ενέργεια δεν επέρχεται, η σύμβαση εργασίας εξακολουθεί να υφίσταται και η δικαστική απόφαση, που αναγνωρίζει την ακυρότητα της καταγγελίας, απλώς επιβεβαιώνει την έκτοτε ανυπαρξία του ως άνω αποτελέσματος της. Η μη καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης από τον εργοδότη, που κατήγγειλε τη σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς και η μη τήρηση του έγγραφου τύπου και με ιδιωτικό έγγραφο και με εγχείρησή του στον εργαζόμενο προς τον οποίο απευθύνεται, ώστε να λάβει γνώση του περιεχομένου του, συνεπάγεται την ακυρότητα της καταγγελίας. Η νόμιμη αποζημίωση πρέπει να καταβάλλεται άσχετα από το λόγο, που προκάλεσε την καταγγελία, εκτός από τις περιπτώσεις, που αναγράφονται περιοριστικά στον νόμο, όπως υποβολή μηνύσεως για αξιόποινη πράξη, η ανώτερη βία. (ΑΠ 123/2016, 904/2012, ΑΠ 105/2020, 671/2018, 1512/2018 ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων και από όλα τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι είτε για να ληφθούν υπόψη ως αποδεικτικά στοιχεία, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων την υπ’ αριθμ. ………/22.4.2024 ένορκη βεβαίωση, η οποία ελήφθη με επιμέλεια της εναγομένης μετά όμως την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υπόθεσης κατόπιν νομοτύπου κλητεύσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας και η οποία κατατείνει στην ανταπόδειξη ισχυρισμών που προβλήθηκαν στο ακροατήριο, κατά το άρθρο 422 ΚΠολΔ, απορριπτομένου του ισχυρισμού της ενάγουσας περί απορρίψεώς της ως απαραδέκτου διότι στις κατατεθείσες προτάσεις της δεν αναφέρονται νέοι ισχυρισμοί και του σχετικού λόγου εφέσεως ως αβάσιμου, τους εν γένει ισχυρισμούς των διαδίκων που περιέχονται στις προτάσεις τους ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και παραδεκτά επαναφέρονται ενώπιον του παρόντος, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη ανώνυμη εταιρεία, με έδρα τον Πειραιά, η οποία δραστηριοποιείται στις επιθεωρήσεις πλοίων και πλωτών ναυπηγημάτων ενώ διενεργεί επιθεωρήσεις και τεχνικούς ελέγχους και σε πλοία που φέρουν τη σημαία διαφόρων κρατών, στα πλαίσια της ανωτέρω επιχειρηματικής της δραστηριότητας προσέλαβε την ενάγουσα στις 9-6-2016 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αρχικά ορισμένου χρόνου η οποία στις 10-12-2016 μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου προκειμένου να απασχοληθεί με την ειδικότητα της υπαλλήλου γραφείου με πλήρη πενθήμερη απασχόληση λαμβάνοντας το συμβατικό μηνιαίο μισθό των 710,06 ευρώ, ο οποίος το έτος 2023 με τη λήξη της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας ανήλθε στο ποσό των 1290,08 ευρώ. Η ενάγουσα, η οποία έχει πτυχίο του τμήματος …………… του ΤΕΙ Αθήνας, ενώ προσλήφθηκε από την εναγομένη ως υπάλληλος γραφείου απασχολήθηκε στον τομέα επιθεώρησης και ελέγχου πλοίων αλλοδαπής σημαίας συντάσσοντας σχετικές εκθέσεις επιθεώρησης και γνωμοδοτήσεις αξιοπλοΐας των πλοίων, αναλαμβάνοντας καθήκοντα τα οποία προσιδιάζουν στο αντικείμενο των σπουδών της και στην ειδικότητά της ως ναυπηγού μηχανικού. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ο βασικός μηνιαίος μισθός της έπρεπε να ανέλθει στο ποσό των 1415,89 ευρώ, υπολογιζόμενου επι του βασικού μισθού και των επιδομάτων Αγγλικής και Ρωσικής Γλώσσας που ανέρχονται στο ποσό των 117,99 ευρώ έκαστο. Ο ανωτέρω όμως ισχυρισμός δεν αποδείχθηκε βάσιμος καθόσον η ενάγουσα ενώ είχε προσκομίσει στην εναγομένη εταιρεία πτυχίο Αγγλικής Γλώσσας, όπως συνομολογεί η εναγομένη, το οποίο συμπεριλήφθηκε στη μισθολογική της κατάσταση, δεν προσκόμισε αντίστοιχο πτυχίο Ρωσικής Γλώσσας, την οποία ουδέποτε χρησιμοποίησε στη θέση στην οποία προσελήφθη, απορριπτομένου του σχετικού λόγου εφέσεως ως αβάσιμου. Δεν αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η ενάγουσα καθ’ όλο το χρονικό διάστημα απασχόλησής της στην εναγομένη εργάστηκε πέραν του οκτάωρου ημερησίως, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα παρουσιολόγια προσωπικού, όπου ο κάθε εργαζόμενος σημειώνει την ώρα προσέλευσης και αποχώρησής του από την εργασία του, απορριπτομένου του αιτήματος της για πρόσθετη αμοιβή λόγω υπερεργασίας και υπερωριακής απασχόλησης. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η ενάγουσα από την πρόσληψή της από την εναγομένη απασχολήθηκε με φυσική παρουσία στα γραφεία της εναγομένης, ενώ κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας της από 24-5-2021 έλαβε νόμιμη άδεια μητρότητας, γονική άδεια και αναρρωτικές άδειες και προσήλθε στην εργασία της στις 2-5-2023, οπότε κρίθηκε αναγκαία η επανεκπαίδευσή της λόγω της προηγηθείσης απουσίας της. Από 1 -6-2023 έλαβε κανονική άδεια και επέστρεψε στην εργασία της στις 26-6-2023. Από 3-7-2023 η ενάγουσα έπαψε να προσέρχεται στην εργασία της ισχυριζόμενη ότι συμφώνησε με τη διοίκηση της εναγομένης εταιρείας ότι θα απασχολείται με τηλεργασία, ενώ στις 30- 6-2023 προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας καταγγέλλοντας την άρνηση της εναγομένης να την αποδεχθεί στην εργασία της αναθέτοντάς της τα καθήκοντα που είχε προ της λήψεως των αδειών και αφετέρου να της παράσχει τηλεργασία. Αποδείχθηκε όμως περαιτέρω ότι η εναγομένη στις 30-8-2022 με ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε στην ενάγουσα την ενημέρωσε ότι «ο Οργανισμός δεν δύναται να αποδεχτεί καθεστώς τηλεργασίας καθώς οι εργασιακές απαιτήσεις του τμήματος στο οποίο εργάζεται είναι ιδιαίτερα αυξημένες και καθιστούν αναγκαία την παροχή εργασίας με φυσική παρουσία», ενώ και στις 14-9-2022 με την αποστολή στην ενάγουσα ηλεκτρονικού μηνύματος της επισημαίνει ότι« δεδομένου ότι οι ανάγκες του Οργανισμού καθιστούν επιβεβλημένη την φυσική παρουσία σου, αναμένουμε την επιστροφή σου στο γραφείο με το πέρας των επιπλέον αδειών που σου έχουν χορηγηθεί», ενώ ακολούθως με την από 24-7-2023 κοινοποιηθείσα προς την ενάγουσα εξώδικη δήλωση, διαμαρτυρία της εναγομένης την καλεί να προσέλθει στην επιχείρηση προς παροχή εργασίας δηλώνοντας ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της θα προβεί στη διαγραφή της από το εργατικό δυναμικό της επιχείρησης. Αποδείχθηκε επομένως ότι η ενάγουσα αδικαιολόγητα δεν προσερχόταν στην εργασία της ενώ ο ισχυρισμός της ότι συμφωνήθηκε να παρέχει τηλεργασία κρίνεται αβάσιμος, απορριπτομένου του αιτήματος της για την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της από την εναγομένη.

Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ως εκ τούτου θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι της έφεσης της εκκαλούσας με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας ( άρθρο 176 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την υπό κρίση έφεση.

Δέχεται τυπικά και

Απορρίπτει ουσιαστικά την έφεση.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6.5.2025 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ