Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 346/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης  346/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(3ο ΤΜΗΜΑ)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Ελένη Μούρτζη Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Του εκκαλούντος : …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Αντωνία Τσίκα του Ιωάννη (ΑΜ ………… Δ.Σ. Αθηνών), βάσει δηλώσεως.

Των εφεσίβλητων : 1) ………….., 2) …………… και 3) ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «………….», (ΑΦΜ ………), που εδρεύει στον Πειραιά (συμβολή ……………..) και εκπροσωπείται νόμιμα, εκ των οποίων η μεν πρώτη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Δημήτριο Πολλάλη του Ηλία (ΑΜ ………. Δ.Σ. Πειραιώς), βάσει δηλώσεως, οι δε λοιποί εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Αναστάσιο Κουλούρη του Παναγιώτη (ΑΜ ………. Δ.Σ. Αθηνών), βάσει δηλώσεως.

Ο εκκαλών με την από 12-7-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./13-7-2022) αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ζήτησε να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 1856/9-6-2023 απόφασή του απέρριψε την αγωγή. Ήδη ο εκκαλών με την από 8-2-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../9-2-2024) έφεσή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/12-2-2024, προσδιορίστηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την απόφαση αυτή.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο αλλά κατέθεσαν τις από 9-10-2024, 9-10-2024 και 4-10-2024 μονομερείς δηλώσεις τους, αντίστοιχα, που έγιναν σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και προκατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 8-2-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./9-2-2024) έφεση του ενάγοντος της από 12-7-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./13-7-2022) αγωγής – και ήδη εκκαλούντος, κατά της με αριθμό 1856/9-6-2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την παραπάνω αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και απέρριψε την αγωγή, αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και έχει ασκηθεί στις 25-1-2024, νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 19, 144 παρ. 2, 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1 και 2, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1, 591 παρ. 1 και 7, 614 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), καθόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται και από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης από τη δημοσίευση της οποίας (9-6-2023) μέχρι την άσκηση της ενδίκου εφέσεως (25-1-2024) δεν έχει παρέλθει διετία. Επίσης, έχει κατατεθεί το απαιτούμενο παράβολο (δυνάμει του με αριθ. ………../2024 ηλεκτρονικού -e- παραβόλου ποσού 100 ευρώ), σύμφωνα με σχετική επισημείωση της Γραμματέως του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση επί του εφετηρίου, που προβλέπεται στο άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α στοιχ. β του Κ.Πολ.Δ.. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η κρινόμενη έφεση και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 533 παρ. 1, 591 παρ. 7 του Κ.Πολ.Δ.).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 480, 574 και 595 Α.Κ. προκύπτει ότι επί συμμισθώσεως ακινήτου (και) για εμπορική χρήση κάθε μισθωτής έχει υποχρέωση καταβολής του συμφωνημένου μισθώματος είτε κατ’ ισομοιρίαν, κατά τον κανόνα που στις πολυπρόσωπες ενοχές διέπει τις διαιρετές παροχές (ΑΠ 1123/2022, ΑΠ 385/2020,  ΑΠ 214/2015) και εφαρμόζεται όταν το μίσθωμα, όπως συνήθως συμβαίνει, συνίσταται σε ποσότητα χρημάτων, οπότε έχει διαιρετό αντικείμενο (ΑΠ 686/2020, ΑΠ 968/1987 Δνη 1989/549) είτε κατά την αναλογία της συμμετοχής του στο ενοχικό δικαίωμα (361 ΑΚ) που του παρέχει την εξουσία σύγχρησης του μίσθιου πράγματος (Ι. Κατράς, Αστικές και Εμπορικές Μισθώσεις, έκδ. Δ΄, παρ. 20 σελ. 311). Εξάλλου, από τα άρθρα 159 παρ. 2, 164, 361 Α.Κ. σαφώς προκύπτει ότι αν συμφωνήθηκε η τήρηση τύπου για δικαιοπραξία για την οποία δεν απαιτείται η τήρησή του από τον νόμο (όπως είναι και η σύμβαση μίσθωσης), οι τροποποιήσεις της εν λόγω δικαιοπραξίας, έστω και αν μεταβάλλουν ουσιώδη όρο της αρχικής ή αν με αυτές διευρύνονται οι υποχρεώσεις των μερών, είναι έγκυρες, έστω και αν γίνουν ατύπως. Τούτο συμβαίνει, επειδή μπορεί με νεότερη συμφωνία, έστω και σιωπηρή, να τροποποιηθεί η αρχική σύμβαση, καθόσον η νεότερη συμφωνία καταργεί αυτήν, περί εγγράφου τροποποιήσεως της αρχικής συμφωνίας (ΑΠ 694/2020, ΑΠ 95/2020, ΑΠ 776/2018, ΑΠ 1842/2013, ΑΠ 424/2011, ΑΠ 182/2009, ΑΠ 735/2008, ΑΠ 766/2003). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 601 του Α.Κ., ο μισθωτής για όσο χρόνο παρακρατεί το μίσθιο μετά τη λήξη της μίσθωσης, οφείλει ως αποζημίωση το συμφωνημένο μίσθωμα, χωρίς αυτό να αποκλείει δικαίωμα του εκμισθωτή να απαιτήσει και άλλη περαιτέρω ζημία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι προϋποθέσεις για την απαίτηση του συμφωνημένου μισθώματος, ως αποζημίωσης, είναι η λήξη της μίσθωσης και η μετά από αυτή παράνομη παρακράτηση του μισθίου από το μισθωτή, χωρίς να ερευνάται, αν ο εκμισθωτής υπέστη ζημία από την καθυστέρηση της απόδοσης του μισθίου. Αποτελεί δε παράνομη παρακράτηση, υπό την έννοια της ως άνω διάταξης, η γενόμενη χωρίς δικαίωμα από το νόμο, τη σύμβαση ή δικαστική απόφαση. Από την ως άνω διάταξη του άρθρου 601 Α.Κ. σαφώς προκύπτει, ότι καθιερώνεται με αυτή υποχρέωση σε βάρος του μισθωτή για την παράβαση της υποχρέωσής του να αποδώσει το μίσθιο στον εκμισθωτή κατά τη λήξη της μίσθωσης (ΑΚ 599 παρ. 1). Κατά συνέπεια η στηριζόμενη στο άρθρο 601 Α.Κ. αξίωση αποζημίωσης του εκμισθωτή, που γεννιέται από την επόμενη ημέρα λήξης της μίσθωσης και διαρκεί μέχρι την ημέρα αποδόσεως της κατοχής του μισθίου, αποτελεί μετενέργεια της μισθωτικής σύμβασης (ΑΠ 808/2021, ΑΠ 229/2012, ΑΠ 1470/2009, 1842/2008, ΑΠ 1815/2007). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 455 του Α.Κ., ο δανειστής μπορεί με σύμβαση να μεταβιβάσει σε άλλον την απαίτησή του χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη (εκχώρηση). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 455, 460 έως 462 του Α.Κ., σαφώς συνάγεται, ότι μετά την από τον εκδοχέα αναγγελία της εκχωρηθείσας απαιτήσεως στον οφειλέτη, αποκόπτεται κάθε δεσμός του εκχωρηθέντος οφειλέτη με τον εκχωρητή και η εκχωρηθείσα απαίτηση αποκτάται υπέρ του αναγγείλαντος εκδοχέως, ο οποίος δικαιούται έκτοτε στη δικαστική επιδίωξη και είσπραξή της, ο δε εκχωρητής αποξενώνεται από την εκχωρηθείσα απαίτηση μη δικαιούμενος να επιληφθεί αυτής. Λόγω του χαρακτήρα της εκχωρήσεως, ως εκποιητικής δικαιοπραξίας, αφού έχει σαν αποτέλεσμα την άμεση μεταβίβαση της απαιτήσεως, ο εκχωρητής πρέπει να έχει την εξουσία διαθέσεως της απαιτήσεως που θέλει να εκχωρήσει, άλλως η εκχώρηση, που γίνεται από πρόσωπο, που δεν είναι φορέας της εκχωρούμενης απαίτησης, είναι άκυρη. Εξάλλου, η εκχώρηση είναι έγκυρη, εφόσον η απαίτηση που εκχωρείται είναι ορισμένη ή τουλάχιστον οριστή, όπως μάλιστα συμβαίνει και επί μεταβιβάσεως κάθε απαιτήσεως του εκχωρητή από κατονομαζόμενη έννομη σχέση. Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 361 και 455 Α.Κ., υπό την προϋπόθεση του οριστού, αντικείμενο της εκχώρησης επιτρέπεται να είναι και μελλοντικές απαιτήσεις, δηλαδή απαιτήσεις οι οποίες θα γεννηθούν μελλοντικά από αιτία που ήδη υπάρχει (π.χ. μεταβίβαση μελλοντικών μισθωμάτων από μίσθωση που έχει ήδη καταρτισθεί) είτε θα γεννηθούν μελλοντικά από αιτία που επίσης θα γεννηθεί στο μέλλον (π.χ. μεταβίβαση μισθωμάτων που θα προκύψουν από μελλοντική εκμίσθωση ορισμένου ακινήτου (ΑΠ 311/2011). Η ενέργεια της παραπάνω εκχωρήσεως προϋποθέτει ότι στο μέλλον θα γεννηθεί η απαίτηση. Στην εκχώρηση μελλοντικής απαιτήσεως έχει ήδη συντελεστεί το πραγματικό της διατάξεως της Α.Κ. 455 και απομένει μόνο η γέννηση της απαιτήσεως, που αποτελεί αίρεση δικαίου. Τούτο σημαίνει, ότι δεν χρειάζεται να επαναληφθεί η σύμβαση εκχωρήσεως, όταν θα γεννηθεί η απαίτηση, η δε τυχόν ανικανότητα για δικαιοπραξία κάποιου από τα συμβαλλόμενα μέρη, που επήλθε μετά τη σύμβαση εκχωρήσεως, δεν επηρεάζει την τελευταία. Αντίθετα ο εκχωρητής πρέπει να έχει την εξουσία διαθέσεως της απαιτήσεως κατά το χρόνο γεννήσεως της τελευταίας, αφού στο χρόνο εκείνο ολοκληρώνεται η διάθεση της απαιτήσεως την οποία σκοπεί να προκαλέσει η εκχώρηση, που ως προς τη φύση της αποτελεί εκποιητική δικαιοπραξία. Έτσι, επί εκχωρήσεως μελλουσών απαιτήσεων η διάθεσή τους είναι έγκυρη από της εκχωρήσεως, πλην η ενέργειά της εξαρτάται από το αν πράγματι γεννηθεί η απαίτηση. Κατά το χρόνο δε της γεννήσεώς της πρέπει να υπάρχει και η προς διάθεση ικανότητα του εκχωρητή. Επομένως, εάν δεν γεννηθεί η απαίτηση ή εάν γεννηθεί αυτή και κατά το χρόνο της γεννήσεως της ο εκχωρητής δεν έχει εξουσία διαθέσεως αυτής, η εκχώρηση καθίσταται ανενεργής (ΑΠ 956/2015, ΑΠ 1216/1995). Περαιτέρω, η εκχώρηση από τον εκμισθωτή των ληξιπροθέσμων και απαιτητών μισθωμάτων ή και των μελλοντικών (Α.Κ. 455), μεταβιβάζει μόνο την αξίωση είσπραξης των εκχωρουμένων μισθωμάτων. Τα διαπλαστικά όμως δικαιώματα, όπως εκείνο της καταγγελίας της μίσθωσης, δεν περιέχουν αξίωση και συνεπώς δεν είναι δεκτικά μεταβίβασης αυτοτελώς με εκχώρηση, παρά μόνο στην περίπτωση μεταβίβασης ολόκληρης της μισθωτικής σχέσης (ΑΠ 1334/2005). Προκειμένου για ενστάσεις που απορρέουν από την άσκηση του διαπλαστικού δικαιώματος του οφειλέτη (όπως της καταγγελίας), αν η άσκηση του δικαιώματος αυτού έχει γίνει κατά του εκχωρητή πριν από την αναγγελία, εγκύρως η προς τούτο ένσταση προτείνεται κατά του εκδοχέα, εάν όμως ασκηθεί το πρώτον μετά την αναγγελία, η άσκηση του διαπλαστικού δικαιώματος και, επομένως, η προβολή της σχετικής ένστασης θα γίνει μόνον κατά του εκχωρητή, δεδομένου ότι τα δικαιώματα αυτά καλύπτουν την όλη ενοχική σχέση ως σύνολο και όχι μεμονωμένα την εκχωρηθείσα απαίτηση (ΑΠ 1431/2015, ΑΠ 1147/2011, ΑΠ 937/2005). Ο εκμισθωτής μπορεί να εκχωρήσει τις αξιώσεις του από τη σύμβαση μίσθωσης και τις αγωγές για την ενάσκησή τους, στις οποίες περιλαμβάνεται και η αγωγή απόδοσης της χρήσης του μισθίου, εφόσον όμως, συγχρόνως μεταβιβάσει και τη μισθωτική σχέση ή την κυριότητα ή νομή του μισθίου, οπότε ο εκδοχέας έχει έννομο συμφέρον, ασκώντας την αγωγή απόδοσης της χρήσης του μισθίου να αναλάβει από την κατοχή του μισθωτή το μεταβιβασθέν πράγμα (ΕΑ 9804/1992, ΕΑ 7943/1987, Ι. Κατρά, ό.π., παρ. 27 Β αριθ. 3.1, 3.2, 4). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 455, 460, 461 και 462 Α.Κ., συνάγεται ότι η σύμβαση εκχώρησης έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση της απαίτησης από τον εκχωρητή στον εκδοχέα, ο οποίος μετά την αναγγελία καθίσταται ο μόνος δικαιούχος αυτής. Επομένως, αν η απαίτηση έχει εκχωρηθεί, νομιμοποιείται πλέον να ασκήσει αγωγή κατά του οφειλέτη ο εκδοχέας και όχι ο εκχωρητής, ο οποίος έχει ήδη αποξενωθεί από την απαίτηση (ΑΠ 224/2018, ΑΠ 1093/2017). Το ίδιο ισχύει και επί εκχώρησης που γίνεται με σκοπό την εξασφάλιση του εκδοχέα (καταπιστευτική εκχώρηση), δηλαδή ο εκδοχέας καθίσταται πλέον το μόνο πρόσωπο που νομιμοποιείται να επιδιώξει δικαστικώς την αναγνώριση ή την επιδίκασή της σ` αυτόν (ΑΠ 4/2020, ΑΠ 1093/2017). Σύμφωνα δε με το άρθρο 459 Α.Κ. με την εκχώρηση κύριας απαίτησης, αν δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, μεταβιβάζεται και η απαίτηση για τους καθυστερούμενους τόκους. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 35, 36, 39, 44 και 47 του ν.δ. της 17.7/13.8.1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών” (που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. με το άρθρο 41 ΕισΝΑΚ και ακολούθως με το άρθρο 52 παρ. 3 ΕισΝΚΠολΔ) σε συνδυασμό με το άρθρο 1254 Α.Κ., προκύπτουν τα ακόλουθα : Με ειδική ρύθμιση του ως άνω νομοθετικού διατάγματος για τη σύσταση υπέρ τράπεζας (ή άλλης ανώνυμης εταιρίας) ενεχύρου σε απαίτηση, ονομαστική του ενεχυραστή κατά τρίτου ή άλλης φύσεως, χρηματική ή μη, προς εξασφάλιση είτε απαίτησης της τράπεζας από δάνειο, ή από χορήγηση δανείου (πίστωσης) με ανοικτό λογαριασμό, είτε απαίτησης οποιουδήποτε είδους του ίδιου πιστωτικού οργανισμού, προγενέστερης όμως βάσει του χρόνου γέννησής της από τη σύσταση του ενεχύρου, απαιτείται σύμβαση ενεχύρασης καταρτιζόμενη με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή με ιδιωτικό έγγραφο, ανεξάρτητα αν τούτο έχει ή δεν έχει βέβαιη χρονολογία. Με ειδικότερη δε ρύθμιση του ιδίου νομοθετικού διατάγματος αν η ενεχυραζόμενη απαίτηση είναι ονομαστική του ενεχυραστή κατά τρίτου, χρηματική ή μη, η ενεχύραση συνεπάγεται εκ του νόμου εκχώρηση της απαίτησης αυτής από τον ενεχυραστή προς την τράπεζα. Από την επίδοση αντιγράφου της σύμβασης ενεχύρασης στον τρίτο, που μπορεί να γίνει και από την ενεχυρούχο πιστώτρια Τράπεζα (Ολ.ΑΠ 38/1998, ΑΠ 1048/ 1998), η τράπεζα θεωρείται όχι οιονεί νομέας αλλά νομέας της απαίτησης αυτής, η οποία και της μεταβιβάζεται από εκείνον, η δε τράπεζα δικαιούται να εισπράξει όλη την ενεχυρασμένη απαίτηση, ενώ το μετά την εξόφλησή της τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφείλει να αποδώσει στον ενεχυραστή (ΑΠ 4/2020, ΑΠ 1616/2018), (ΑΠ 493/2023). Από την επίδοση δε του αντιγράφου στον οφειλέτη τρίτο (άρθρο 39 παρ. 2), επέρχεται εκ του νόμου εκχώρηση της ενεχυρασθείσας απαίτησης στο δανειστή, που σημαίνει ότι αποκόπτεται έκτοτε κάθε δεσμός του ενεχυραστή με την ενεχυρασθείσα απαίτηση, την οποία, στην έκταση που εκχωρήθηκε, δεν μπορεί ούτε να εισπράξει (αν καταστεί ληξιπρόθεσμη πριν από την ασφαλισμένη απαίτηση) ούτε να την μεταβιβάσει περαιτέρω (ΑΠ 956/2015, ΑΠ 512/2008, ΑΠ 1991/2007). Επομένως, μετά την, κατά τα εκτεθέντα, αναγγελία ο οφειλέτης δεν δικαιούται, πλέον, να καταβάλει την απαίτηση ούτε στον αρχικό δανειστή (εκχωρητή), ούτε σε άλλα πρόσωπα, τα οποία έλκουν δικαιώματα από έννομη σχέση με τον εν λόγω δανειστή, αλλά οφείλει να καταβάλει το ποσό της απαιτήσεως μόνον στον εκδοχέα (ΑΠ 4/2020). Όπως η σύμβαση εκχωρήσεως, έτσι και η σύμβαση ενεχυράσεως είναι δυνατόν να έχει αντικείμενο μελλοντική απαίτηση, όπως συμβαίνει όταν η νομική βάση του δικαιώματος υπάρχει κατά το χρόνο της ενεχυράσεως και μόνον οι κατ’ ιδίαν απαιτήσεις από τη σχέση αυτή δεν έχουν γεννηθεί (π.χ. απαιτήσεις για μη ληξιπρόθεσμα μισθώματα) ή όταν δεν έχει γεννηθεί η νομική βάση του δικαιώματος, υπάρχουν όμως ορισμένα στοιχεία, με την βοήθεια των οποίων μπορεί να εξατομικευτεί η απαίτηση, κατά την έκταση και το αντικείμενό της, στο χρόνο της γεννήσεώς της π.χ. μεταβίβαση μισθωμάτων που θα προκύψουν από μελλοντική εκμίσθωση ορισμένου ακινήτου (ΑΠ 311/2011), το ενέχυρο όμως, εφόσον έχουν τηρηθεί οι όροι σύναψης της σύμβασης ενεχυράσεως, θα πάρει νομική υπόσταση τη χρονική στιγμή που θα γεννηθεί η απαίτηση. Αν δεν γεννηθεί η απαίτηση, η σύμβαση ατονεί, αφού δεν έχει αντικείμενο (ενέχυρο), ενώ εξάλλου, η ικανότητα προς διάθεση της απαιτήσεως πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο γεννήσεως της τελευταίας, αφού τότε ολοκληρώνεται η σύσταση του ενεχύρου και δεν αρκεί να υπάρχει μόνο κατά το χρόνο της συνάψεως της ενεχυρικής συμβάσεως (ΑΠ 956/2015). Ακόμη, η μισθωτική σχέση είναι μεταβιβαστή με πράξη εν ζωή σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν την ανάληψη ενοχής και επίσης κληρονομητή, τόσο από την πλευρά του εκμισθωτή, όσο και από την πλευρά του μισθωτή. Ειδικότερα η μίσθωση ως ενοχική σχέση δύναται να μεταβιβασθεί κατά τα άρθρα 455 επομ. Α.Κ. και 471 επομ. Α.Κ. σε συνδυασμό προς το άρθρο 361 Α.Κ., δηλαδή με συνδυασμένη εκχώρηση και αναδοχή), κατόπιν συναινέσεως του μισθωτή (1764/2012, Α.Π 479/2001 ΝοΒ 50. 519). Ειδικότερα, η μισθωτική σχέση ως ενοχική μπορεί να μεταβιβαστεί, και η μεταβίβαση, σύμφωνα με τον Α.Κ. μπορεί να επιτευχθεί με συνδυασμό της σύμβασης εκχώρησης και της σύμβασης αναδοχής χρέους με τις οποίες μεταβιβάζονται οι αξιώσεις και τα μη προσωποπαγή δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, απαιτείται όμως συμμετοχή (συναίνεση) και των δύο μερών (εκμισθωτή και μισθωτή). Έτσι, αν μεταβιβάσει τη μισθωτική σχέση ο εκμισθωτής απαιτείται η συναίνεση του μισθωτή και αν μεταβιβάσει αυτήν ο μισθωτής η συναίνεση του εκμισθωτή. Η συναίνεση και στις δύο περιπτώσεις μπορεί να είναι σιωπηρή και να γίνει εκ των υστέρων με έγκριση, δηλαδή να λάβει γνώση της μεταβίβασης το μέρος της σύμβασης που δεν συμμετείχε στη μεταβίβαση και να μην αντιλέξει, εγκρίνοντας έτσι αυτήν σιωπηρά (ΑΠ 561/2010). Η μεταβιβαστική σύμβαση μπορεί να είναι και άτυπη. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ολόκληρη τη μισθωτική σχέση μπορεί να μεταβιβάσει ο εκμισθωτής, συμβαλλόμενος με τρίτο, οπότε απαιτείται αφενός συμφωνία μεταξύ εκμισθωτή και τρίτου για εκχώρηση και αναδοχή όλων των αντίστοιχων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και αφετέρου συναίνεση του μισθωτή, η οποία μπορεί να είναι και σιωπηρή, όπως όταν μετά την ανακοίνωσή της μεταξύ του εκμισθωτή και του τρίτου συμφωνίας μεταβίβασης, ο μισθωτής πληρώνει τα μισθώματα στο διάδοχο του εκμισθωτή (ΑΠ 33/2014, ΑΠ 561/2010, ΑΠ 1591/1994, ΑΠ 1025/1991, Ι. Κατρά, Αστικές και Νέες Εμπορικές Μισθώσεις, έκδ. Δ΄, παρ. 27 Α αριθ. 6). Ιδιαίτερη αναγγελία της μεταβίβασης (460 Α.Κ.) δεν απαιτείται, αφού η συναίνεση έχει δοθεί συγχρόνως ή διαδοχικά. Το κύριο αποτέλεσμα της μεταβίβασης της μισθωτικής σχέσης από τον εκμισθωτή είναι ότι επέρχεται ειδική διαδοχή στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτής, με την έννοια ότι αποκόβεται από τη μισθωτική σχέση εκείνος που μεταβίβασε και στη θέση του υπεισέρχεται εκείνος που αποκτά, ο οποίος παίρνει τη θέση του εκμισθωτή με όλες τις εντεύθεν συνέπειες και αυτός συνεχίζει την αρχική μίσθωση  (ΑΠ 1255/2019, ΑΠ 1175/2019, ΑΠ 455/2017, ΑΠ 640/2016, ΑΠ 1177/2015, ΑΠ 1099/2015, ΑΠ 1245/2010, ΑΠ 561/2010, ΑΠ 1957/2006). Κρίσιμος χρόνος για τη μεταβίβαση και την υπεισέλευση στη μισθωτική σχέση του τρίτου προς τον οποίο έγινε η μεταβίβαση είναι η σύναψη ή η έγκριση της μεταβιβαστικής σύμβασης, από και με την οποία επέρχεται η διαδοχή (ΜΕφΑθ 524/2021, Ι. Κατρά, ο.π., παρ. 27 Α αριθ. 6). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 68 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι ενεργητικά μεν νομιμοποιείται να ζητήσει έννομη προστασία ο ισχυριζόμενος ότι είναι δικαιούχος του επίδικου δικαιώματος παθητικά δε εκείνος ο οποίος κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση. Δηλαδή για τη νομιμοποίηση προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης αρκεί καταρχήν μόνον ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, ότι δηλαδή ο ίδιος είναι φορέας του ασκούμενου επίδικου δικαιώματος και ο εναγόμενος της αντίστοιχης υποχρέωσης, χωρίς κατ’αρχήν να ασκεί έννομη επιρροή αν ο ισχυρισμός αυτός είναι αληθής. Η έλλειψη, άλλωστε, νομιμοποίησης εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Ενόψει της ανωτέρω φύσης της νομιμοποίησης, η αμφισβήτηση από τον εναγόμενο των επικαλούμενων από τον ενάγοντα θεμελιωτικών της νομιμοποίησης περιστατικών συνιστά, όχι ένσταση ελλείψεως νομιμοποιήσεως, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής του ενάγοντος, ο οποίος φέρει προς τούτο το σχετικό βάρος αποδείξεως. Αν αποδειχθεί η αναλήθεια του ισχυρισμού αυτού, τότε η αγωγή θα απορριφθεί όχι για έλλειψη νομιμοποίησης, αλλά ως αβάσιμη για ανυπαρξία του επίδικου δικαιώματος (ΑΠ 1581/2022, ΑΠ 1679/2018, ΑΠ 1177/2015).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 12-7-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../13-7-2022) αγωγή, ο ενάγων και ήδη εκκαλών ισχυρίστηκε ότι δυνάμει της από 23-12-2004 σύμβασης μίσθωσης, εκμίσθωσε στους δύο πρώτους εναγομένους και ήδη πρώτη και δεύτερο των εφεσίβλητων και στην εταιρία με την επωνυμία «…………….», το περιγραφόμενο στην αγωγή ακίνητο (ισόγειο κατάστημα), που βρίσκεται στον ….. Αττικής, προκειμένου να το χρησιμοποιεί για τη λειτουργία επιχείρησης (καφέ μπαρ, εστιατόριο), με τους ειδικότερους όρους που αναφέρονται στη σύμβαση και στην αγωγή, η διάρκεια δε της μίσθωσης ορίστηκε για χρονικό διάστημα δεκαπέντε ετών και δέκα μηνών (ήτοι από 1-1-2005 έως την 31-10-2020), αντί μηνιαίου μισθώματος αρχικά από 1-1-2005 έως 31-3-2005 στο ποσό των 3.522 ευρώ, και για το χρονικό διάστημα από 1-4-2005 έως 31-3-2007 στο ποσό των 3.874 ευρώ, αναπροσαρμοζόμενο κατά συμβατική πρόβλεψη την 1η Απριλίου κάθε δεύτερου χρόνου κατά ποσοστό 10% και καταβλητέο εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου μηνός κατά τους όρους της σύμβασης. Ότι η τρίτη εναγόμενη και ήδη τρίτη εφεσίβλητη εταιρία υπεισήλθε, ως μισθώτρια στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ένδικης μίσθωσης, σύμφωνα με ρητό όρο αυτής με τον οποίο προβλεπόταν η εις ολόκληρον ευθύνη απάντων των εναγομένων για τις υποχρεώσεις της ένδικης μίσθωσης. Ότι η συμβατική διάρκεια της μίσθωσης έληξε την 31-10-2020 και αν και με εξώδικη δήλωση γνωστοποίησε στους εναγομένους ότι η μίσθωση δεν θα παρατεινόταν ούτε θα ανανεωνόταν και κάλεσε αυτούς να του αποδώσουν μετά τη λήξη της μίσθωσης, το μίσθιο, αυτοί εξακολουθούν να κάνουν ακώλυτη χρήση αυτού. Ζήτησε δε, μετά από παραδεκτή τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις και με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να του καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας, ως αποζημίωση χρήσης, για χρονικό διάστημα είκοσι ενός (21) μισθωτικών μηνών, ήτοι από 1-11-2020 έως και 31-7-2022, το συνολικό ποσό των 176.756,92 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου και του τέλους χαρτοσήμου, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λήξης της τρίτης ημέρας εκάστου μηνός, άλλως από την επίδοση της εξώδικης δήλωσης, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση, κατά το μέρος που έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη (απορρίφθηκαν ως μη νόμιμα τα αιτήματα περί αναγνώρισης της υποχρέωσης των εναγομένων να καταβάλουν στο αιτούμενο ποσό τέλος χαρτοσήμου και το αίτημα καταβολής τόκων της αποζημίωσης χρήσης από τη δήλη ημέρα καταβολής κάθε μισθώματος και κατά το κεφάλαιο αυτό δεν εκκαλείται με ειδικότερο λόγο έφεσης) και μετά από την εκτίμηση των αποδείξεων, απέρριψε την αγωγή ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη και επέβαλε σε βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, τα οποία όρισε στο ποσό των 1.200 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεση ο ενάγων και ήδη εκκαλών, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση,  καθώς και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.

Από την εκτίμηση, των εγγράφων (οι διάδικοι δεν πρότειναν την εξέταση μάρτυρα), που επαναπροσκομίζονται νομίμως μετ’επικλήσεως από τους διαδίκους, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1286/2003 ΧρΙΔ 2004.245, ΑΠ 1428/2000 ΕλλΔνη 2000.678) καθώς και αυτών που προσκομίζονται μετ’επικλήσεως το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και δεν συντρέχει λόγος απόκρουσης αυτών (άρθρο 529 Κ.Πολ.Δ.), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει του από 23-12-2004 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, αντίγραφο του οποίου παραλήφθηκε από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. Α΄Πειραιά στις 31-1-2005 με αριθμό καταχώρησης 12/2005, ο εκκαλών εκμίσθωσε στους δύο πρώτους των εφεσίβλητων, ένα ισόγειο κατάστημα της οικοδομής, που βρίσκεται στον ………., στη διασταύρωση των οδών ………………, με πρόσοψη επί της ……….. κατά τη νότια πλευρά του και στην παρακείμενη στοά κατά την ανατολική πλευρά του, επιφάνειας 102 τ.μ., με πατάρι 37 τ.μ. και αποθήκη στον ακάλυπτο 20 τ.μ., προκειμένου να το χρησιμοποιούν για τη λειτουργία επιχείρησης (εστιατόριο, καφενείο και για οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα), δικαιουμένων των μισθωτών να προβούν σε μετατροπή της χρήσης αυτού, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στον σχετικό όρο της σύμβασης (όρος 4). Η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε για χρονικό διάστημα δεκαπέντε ετών και δέκα μηνών, ήτοι από 1-1-2005 έως την 31-10-2020 (όρος 1), αντί μηνιαίου μισθώματος καταβλητέου εντός των τριών πρώτων ημερών εκάστου ημερολογιακού μηνός, το ύψος του οποίου κατά τα συμφωνηθέντα ανήλθε α)για το χρονικό διάστημα από 1-1-2005 έως 31-3-2005 στο ποσό των 3.522 ευρώ και β)για το χρονικό διάστημα από 1-4-2005 έως 31-3-2007 στο ποσό των 3.874 ευρώ, αναπροσαρμοζόμενο κατά συμβατική πρόβλεψη την 1η Απριλίου κάθε δεύτερου χρόνου κατά ποσοστό 10%, υπολογιζόμενο επί του καταβλητέου μισθώματος της αμέσως προηγούμενης αναπροσαρμογής (όρος 2), πλέον ολόκληρου του τέλους χαρτοσήμου (3,6%) που συμφωνήθηκε να βαρύνει ολόκληρο τους μισθωτές (όρος 3). Σύμφωνα δε με ρητό όρο της σύμβασης, οι μισθωτές δικαιούνται να συστήσουν οποιασδήποτε μορφής εταιρία είτε μεταξύ τους είτε με οποιονδήποτε τρίτο καθώς και να παραχωρήσουν τη χρήση του μισθίου σε τρίτο ή να υπεκμισθώσουν αυτό ολικά ή μερικά με αυτός με τους όρους της σύμβασης με τους οποίους θα δεσμεύεται ο νέος κάτοχος και οι μισθωτές θα ευθύνονται εις ολόκληρον με το νέο κατά παραχώρηση από αυτούς κάτοχο του μισθίου σε όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση μίσθωσης. Με την έναρξη της μίσθωσης, οι μισθωτές παράλαβαν τη χρήση του μισθίου και σύμφωνα με τον προαναφερόμενο όρο της σύμβασης (όρος 5), στη μισθωτική σχέση υπεισήλθε η τρίτη εφεσίβλητη, η οποία προήλθε από μετατροπή της εταιρίας με την επωνυμία «……………….», ευθυνόμενοι εις ολόκληρον (οι εφεσίβλητοι) έναντι του εκμισθωτή για τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ένδικη μίσθωση. Επίσης, όπως αναφέρεται στο ίδιο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, αρχικά το ως άνω ακίνητο είχε εκμισθωθεί δυνάμει του από 1-12-1973 ιδιωτικού συμφωνητικού, στον …………., μετά το θάνατο του οποίου (17-3-1978) υπεισήλθαν στην εν λόγω μίσθωση οι κληρονόμοι του, ήτοι οι δύο πρώτοι εφεσίβλητοι (τέκνα του) και η ………. (σύζυγός του), ενώ με την ένδικη σύμβαση μίσθωσης, που καταρτίστηκε μεταξύ του εκκαλούντος ως εκμισθωτή, στο όνομά του και για δικό του λογαριασμό, δυνάμει του με αριθ. ……../1992 συμβολαίου της Συμ/φου Πειραιά ………. σε συνδυασμό με το με αριθ. …./2004 πληρεξούσιο του Συμ/φου Πειραιά …………,  και των δύο πρώτων εφεσίβλητων ως μισθωτών, οι ανωτέρω συμβαλλόμενοι συμφώνησαν να παρατείνουν τη μίσθωση συνάπτοντας το ανωτέρω (από 23-12-2004)  ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, με τους όρους, τροποποιήσεις και τις συμφωνίες που προεκτέθηκαν. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι δυνάμει της από 2-2-2005 σύμβασης παροχής ενεχύρου-εκχώρησης απαιτήσεων, που επιδόθηκε στις 23-2-2005 και στους κατά τον ίδιο χρόνο μισθωτές, ήτοι τους πρώτη και δεύτερο των εφεσίβλητων, ο εκκαλών εκμισθωτής συνέστησε υπέρ της συμβαλλόμενης στην ως άνω σύμβαση ενεχύρου-εκχώρησης απαιτήσεων, «………….» (μη διαδίκου στην παρούσα δίκη), ενέχυρο επί των πάσης φύσεως απαιτήσεών του από την ένδικη μίσθωση, σε εξασφάλιση των απαιτήσεων της τελευταίας που απορρέουν από τη με αριθμό ………… από 2-2-2005 σύμβαση στεγαστικού δανείου και των πρόσθετων πράξεων αυτής που είχε καταρτιστεί μεταξύ των ιδίων συμβαλλομένων και με ρητό όρο της σύμβασης παρασχέθηκε η ανέκκλητη εντολή προς την Τράπεζα να εισπράττει χωρίς άλλη διατύπωση την κατά τα ανωτέρω απαίτησή του,  οι δε μισθωτές συμφωνήθηκε να καταβάλουν στην Τράπεζα οποιοδήποτε ποσό οφείλουν ή θα οφείλουν από τη μεταξύ τους έννομη σχέση. Με την ίδια σύμβαση ο εκκαλών συνεχυρίασε στην Τράπεζα και τα πάσης φύσεως δικαιώματά του που απορρέουν από την ως άνω απαίτηση και τις σχετικές αγωγές, μεταβίβασε δε στην Τράπεζα, σύμφωνα με το άρθρο 458 Α.Κ. και τα παρεπόμενα δικαιώματά του, που ασφαλίζουν την απαίτηση, καθώς και τα προνόμια, τα οποία στην αναγκαστική εκτέλεση ή στην πτώχευση συνδέονται με την απαίτηση ή την εγγύηση (όρος 2.3.) και επίσης με τον όρο 2.8 συμφωνήθηκε ότι όλα τα παρεχόμενα με τη σύμβαση αυτή δικαιώματα δικαιούται να ασκεί μόνη η Τράπεζα χωρίς τη σύμπραξη του ενεχυράζοντος, ανεξαρτήτως του ληξιπροθέσμου ή μη της ασφαλιζόμενης απαίτησης. Η ενεχυρίαση, βάσει των διατάξεων του ν.δ. της 17.7113.8.1923 “Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών”, της απαιτήσεως του εκμισθωτή για τα καταβαλλόμενα από τους εφεσίβλητους μισθωτές μισθώματα, με ταυτόχρονη εκχώρηση των απαιτήσεων εκ των μισθωμάτων του εκμισθωτή στη δανείστριά του (ως άνω τραπεζική εταιρεία), που αφορούσε και τις μελλοντικές απαιτήσεις από μισθώματα, συνεπάγεται, όχι απλή επιβάρυνση αυτής (απαιτήσεως), όπως η συνήθης ενεχυρίαση απαιτήσεως, αλλά την εκχώρηση της απαιτήσεως προς την ενεχυρούχο πιστώτρια τράπεζα που συντελέσθηκε από της επιδόσεως της ενεχυριάσεως στους εφεσίβλητους μισθωτές, έκτοτε, δε, αποκόπτεται, κάθε δεσμός των εφεσίβλητων ως μισθωτών με τον εκμισθωτή εκχωρητή, ο οποίος (εκμισθωτής) αποξενώνεται και δεν μπορεί να αναμιχθεί με οποιονδήποτε τρόπο στην απαίτηση, αποκλειστική δικαιούχος της οποίας είναι πλέον η ενεχυρούχος δανείστρια τράπεζα, η οποία δικαιούται να εισπράξει όλη την ενεχυρασμένη απαίτηση, το δε μετά την εξόφλησή της, τυχόν, υφιστάμενο υπόλοιπο οφείλει να αποδώσει στον ενεχυραστή, όχι όμως και για τα διαπλαστικά δικαιώματα της ένδικης μίσθωσης, τα οποία δεν μεταβιβάστηκαν σε αυτήν, όπως κρίθηκε και με τις αποφάσεις με αριθμούς α) 1299/2022 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (που κατέστη τελεσίδικη μετά την έκδοση της με αριθ. 593/2023 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς), β) 239/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς και γ) 224/2024 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία μισθωτικών διαφορών, στις οποίες ήταν διάδικος ο ήδη εκκαλών και αφορούν σε καταβολή μισθωμάτων για προγενέστερα χρονικά διαστήματα καθώς και στο δικαίωμα καταγγελίας και απόδοσης μισθίου), με τις οποίες κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι δεν είχε μεταβιβαστεί στην ανωτέρω ενεχυρούχο Τράπεζα ολόκληρη η μισθωτική σύμβαση και τα διαπλαστικά δικαιώματα τα απορρέοντα από αυτήν όπως και αυτό της καταγγελίας λόγω του ότι έλαβε χώρα μόνο εκχώρηση απαιτήσεων από τη σύμβαση μίσθωσης συμπεριλαμβανομένων και των μελλοντικών μισθωμάτων των οποίων ο εκκαλών είχε αποστερηθεί από το 2005 την εξουσία διάθεσής τους, ανεξαρτήτως του προσώπου που έφερε ή θα μπορούσε να αποκτήσει, κατά το ληξιπρόθεσμο εκάστου την ιδιότητα του εκμισθωτή, επιπλέον δε με την τελευταία ως άνω απόφαση κρίθηκε ότι η μισθωτική σχέση έχει ήδη σιωπηρά μεταβιβαστεί στην εταιρία «………….» τουλάχιστον από το έτος 2008 και ότι ο εκκαλών δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στην απόδοση του μισθίου λόγω καταγγελίας που ασκείται με την αγωγή και την καταβολή μισθωμάτων στο όνομά του. Οι εφεσίβλητοι με τις κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αμφισβήτησαν τα θεμελιωτικά της νομιμοποίησης του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος περιστατικά, ισχυριζόμενοι ότι η ένδικη μισθωτική σχέση είχε μεταβιβαστεί από τον ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα στην αναφερόμενη στις προτάσεις τους ανώνυμη εταιρία («…………..»), τους ανωτέρω δε ισχυρισμούς επαναφέρουν με τις προτάσεις τους και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι ο εκκαλών μεταβίβασε τη μισθωτική σχέση στην εκπροσωπούμενη από τον ίδιο εταιρία με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «………». Ειδικότερα αποδεικνύεται ότι ο εκκαλών στις από 22-10-2015 δύο εξώδικες δηλώσεις του ιδίου και της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «………..», απευθυνόμενη προς τους εφεσίβλητους, στους οποίους επιδόθηκαν, αναφέρει ότι «…Όπως πολύ καλά γνωρίζετε, η εν λόγω μίσθωση έχει μεταβιβαστεί στη 2α εξ υμών εταιρία, στην οποία και υποχρεούσθε όπως καταβάλλετε τα μισθώματα, όπερ και πράττετε κατά τα συμφωνηθέντα. …». Το περιεχόμενο της ως άνω εξώδικης δήλωσης, αναφορικά με τη μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης, ενισχύεται και από τις προσκομισθείσες από τους εφεσίβλητους αποδείξεις είσπραξης, από τις οποίες προκύπτει ότι οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν το μηνιαίο μίσθωμα, είτε στην εκδοχέα τράπεζα είτε στην προαναφερόμενη ανώνυμη εταιρία με την ιδιότητα αυτής ως εκμισθώτριας, η οποία και δήλωνε τα μισθώματα που λάμβανε τα έτη 2011, 2012, 2014 και 2015 στις υποβληθείσες από την ίδια δηλώσεις Ε2. Για τη μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης από τον εκκαλούντα εκμισθωτή, που ομολογείται από τον ίδιο στην ανωτέρω εξώδικη δήλωσή του προς τους εναγομένους, οι οποίοι και την επικαλούνται και ως εξώδικη ομολογία εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο (πρβλ. ΑΠ 601/2020, ΑΠ 444/2009), υφίσταται και η απαιτούμενη για τη συντέλεσή της σιωπηρή συναίνεση των μισθωτών που δεν συμμετείχαν στη μεταβίβαση, αφού έλαβαν γνώση της μεταβίβασης και δεν αντέλεξαν, εγκρίνοντας έτσι αυτήν σιωπηρά, γεγονός που συνάγεται και από την καταβολή μισθωμάτων στην ανωτέρω εταιρία. Ο εκκαλών με τον πρώτο λόγο της έφεσης ισχυρίζεται ότι αληθής δικαιούχος των βεβαρυμένων με το ενέχυρο απαιτήσεων από μισθώματα κατά των συμμισθωτών παρέμεινε ο ίδιος και σύμφωνα με το περιεχόμενο της σύμβασης ενεχύρασης, η ενεχυρούχος Τράπεζα ουδέποτε κατέστη δικαιούχος αλλά από κοινού με τον ίδιο υπό την ιδιότητά του ως εκμισθωτή, είχε δικαίωμα να ασκεί τα εν λόγω δικαιώματα, ενώ ουδέποτε έλαβε χώρα μεταβίβαση εν συνόλω της επίδικης μισθωτικής σχέσης και η εταιρία …………….., είχε κατά παραχώρηση από τον ίδιο το δικαίωμα απόληψης -είσπραξης μισθωμάτων και μόνο, τα οποία είχαν ήδη εκχωρηθεί στην Τράπεζα και επομένως φορέας του δικαιώματος για την άσκηση αγωγής απόδοσης μισθίου καθώς και μετά τη λήξη της μισθωτικής σχέσης, αγωγής για απόδοση των αποζημιώσεων χρήσης που οφείλονται, είναι ο ίδιος και ουδέποτε αποστερήθηκε τα δικαιώματά του αυτά. Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον ενόψει των προεκτεθέντων και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, αναφορικά με το επίδικο δικαίωμα, μετά την κατά τα ως άνω μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης στην ανωτέρω εταιρία, το κύριο αποτέλεσμα της μεταβίβασης της μισθωτικής σχέσης από τον εκμισθωτή είναι ότι επέρχεται ειδική διαδοχή στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτής, με την έννοια ότι αποκόβεται από τη μισθωτική σχέση εκείνος που μεταβίβασε και στη θέση του υπεισέρχεται εκείνος που αποκτά, ο οποίος παίρνει τη θέση του εκμισθωτή με όλες τις εντεύθεν συνέπειες και αυτός συνεχίζει την αρχική μίσθωση , η στηριζόμενη δε στο άρθρο 601 Α.Κ. αξίωση αποζημίωσης του εκμισθωτή, που γεννιέται από την επόμενη ημέρα λήξης της μίσθωσης και διαρκεί μέχρι την ημέρα αποδόσεως της κατοχής του μισθίου, αποτελεί μετενέργεια της μισθωτικής σύμβασης και τούτο ανεξάρτητα από το ποιος ήταν δικαιούχος είσπραξης των μισθωμάτων κατά το χρόνο που ήταν ενεργή η μίσθωση καθώς και του εάν η οφειλόμενη αποζημίωση χρήσης μετά τη λήξη του συμβατικού χρόνου διάρκειας της μίσθωσης αποτέλεσε ή όχι αντικείμενο εκχώρησης προς την Τράπεζα (μη διάδικο στην παρούσα δίκη), αφού ο εκκαλών, που φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν απέδειξε ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα είχε την ιδιότητα του εκμισθωτή και ως εκ τούτου ότι είναι φορέας του ασκούμενου επίδικου δικαιώματος που αποτελεί μετενέργεια της μισθωτικής σύμβασης. Ο ισχυρισμός δε του εκκαλούντος ότι στην προαναφερόμενη εταιρία μεταβίβασε μόνο το δικαίωμα είσπραξης των μισθωμάτων και όχι ολόκληρη τη μισθωτική σχέση δεν αποδεικνύεται βάσιμος, αναιρείται δε από το περιεχόμενο της προαναφερόμενης εξώδικης δήλωσης και τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω εφόσον ο ενάγων και ήδη εκκαλών, που έχει το βάρος απόδειξης, δεν απέδειξε ότι έχει την ιδιότητα του εκμισθωτή δεν είναι φορέας ούτε της αξίωσης καταβολής αποζημίωσης χρήσης και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη, ορθά εφάρμοσε τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη διατάξεις και τις αποδείξεις ορθά εκτίμησε, απορριπτομένων των περί αντιθέτου ισχυρισμών του εκκαλούντος ως αβάσιμων. Περαιτέρω, με το δεύτερο λόγο της έφεσης ο εκκαλών αποδίδει στην εκκαλουμένη απόφαση την πλημμέλεια των αντιφατικών αιτιολογιών κατά το μέρος που απέρριψε ως μη νόμιμο τον ισχυρισμό της πρώτης εναγομένης -ήδη πρώτης εφεσίβλητης περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος, με την αιτιολογία ότι η εκχώρηση από τον εκμισθωτή των ληξιπρόθεσμων και απαιτητών μισθωμάτων ή και των μελλοντικών μεταβιβάζει μόνο την αξίωση είσπραξης των εκχωρούμενων μισθωμάτων, όχι δε και την αξίωση απόδοσης της χρήσης του μισθίου, ενώ στη συνέχεια στο αποδεικτικό της πόρισμα αν και έκρινε ότι ο ενάγων -ήδη εκκαλών μετά τη σύμβαση της ενεχύρασης δεν αποξενώθηκε από τα διαπλαστικά δικαιώματα της ένδικης μίσθωσης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν έχει την ιδιότητα του εκμισθωτή, δεν είναι φορέας ούτε της αξίωσης απόδοσης της χρήσης του μισθίου λόγω της μεταβίβασης της μισθωτικής σχέσης στην εταιρία ……………, πλην όμως, κατά τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος, οι ισχυρισμοί των εφεσίβλητων περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης έπρεπε να απορριφθούν ως μη νόμιμοι, αφού είχε προηγηθεί η σύσταση ενεχύρου και εκχώρηση μισθωμάτων με ενεχυρούχο Τράπεζα με συνέπεια να μην δικαιούται ο ίδιος εξ αντικειμένου να προβεί σε μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης, αφού, σύμφωνα με τις παραδοχές τις εκκαλουμένης, δεν είναι δεκτικά μεταβίβασης αυτοτελώς με εκχώρηση. Επιπροσθέτως πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον σύμφωνα με όρο της ένδικης σύμβασης μίσθωσης κάθε τροποποίηση έπρεπε να γίνει μόνο εγγράφως. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος περί αντιφατικής αιτιολογίας αναφορικά με τις παραπάνω παραδοχές της εκκαλουμένης απόφασης σχετικά με την απόρριψη του ισχυρισμού της πρώτης εναγομένης περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης λόγω της εκχώρησης των απαιτήσεων εξ αυτής (σύμβασης μίσθωσης) στην Τράπεζα, και ότι η μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης προς την εταιρία ……………. καθίσταται μη νόμιμη, ελέγχεται αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή περιστατικά για τη νομιμοποίηση προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης, στα οποία περιλαμβάνεται και ο ισχυρισμός ότι η ενεχύραση αφορούσε μόνο την είσπραξη των μισθωμάτων, έκρινε την αγωγή παραδεκτή, αφού αρκεί προς τούτο ο αγωγικός ισχυρισμός ότι ο ενάγων είναι δικαιούχος του επίδικου δικαιώματος (εκμισθωτής-δικαιούχος είσπραξης της αποζημίωσης χρήσης μετά τη λήξη της σύμβασης), παθητικά δε εκείνοι οι οποίοι κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος μετέχουν στην επίδικη έννομη σχέση (συμμισθωτές που παρακρατούν το μίσθιο μετά τη λήξη της συμβατικής διάρκειας της μίσθωσης), χωρίς κατ’αρχήν να ασκεί έννομη επιρροή αν ο ισχυρισμός αυτός είναι αληθής, μετά δε την αμφισβήτηση από τους εναγομένους των επικαλούμενων από τον ενάγοντα θεμελιωτικών της νομιμοποίησης περιστατικών, ο ενάγων φέρει προς τούτο το σχετικό βάρος απόδειξης, με συνέπεια, εφόσον αποδείχθηκε η αναλήθεια του ισχυρισμού του ενάγοντος, η αγωγή απορρίπτεται ως αβάσιμη για ανυπαρξία του επίδικου δικαιώματος, δεδομένου επίσης ότι ακόμη και υπό την εκδοχή της εκχώρησης μόνο της αξίωσης είσπραξης των μισθωμάτων (ληξιπρόθεσμων ή και μελλοντικών) σε τρίτον (εν προκειμένω στην Τράπεζα), η έννομη σχέση της μίσθωσης, εφόσον δεν μεταβιβάστηκε ολόκληρη στην εκδοχέα, παραμένει και τα διαπλαστικά δικαιώματα που απορρέουν από αυτή είναι δεκτικά μεταβίβασης στην περίπτωση μεταβίβασης ολόκληρης της μισθωτικής σχέσης ως ενοχικού δεσμού και στην περίπτωση αυτή ο τρίτος αποκτά όσα δικαιώματα έχει ο εκμισθωτής έναντι των μισθωτών κατά το χρόνο της μεταβίβασης και αν ο μεταβιβάζων έχει αποστερηθεί ορισμένες εξουσίες που απορρέουν από το μισθωτικό δικαίωμά του, όπως την εξουσία είσπραξης των μισθωμάτων επειδή αυτά έχουν ήδη εκχωρηθεί σε άλλον, ο τρίτος αποκτά μόνον τις εξουσίες που εξακολουθούν να δορυφορούν το δικαίωμα του μεταβιβάζοντος εκμισθωτή κατά το χρόνο της συνολικής μεταβίβασης της μισθωτικής σχέσης. Το ίδιο εφαρμόζεται και αν η απαίτηση στα μισθώματα δεν έχει μεταβιβαστεί με εκχώρηση αλλά απλώς επιβαρυνθεί με ενέχυρο, το οποίο ο εκμισθωτής παρέχει σε δανειστή του, προκειμένου ο τελευταίος να ασφαλίσει την αποπληρωμή της δικής του απαίτησης κατά του ενεχυραστή από άλλη αιτία και στην περίπτωση αυτή η απαίτηση του εκμισθωτή στα μισθώματα μεταβιβάζεται στον αναλαμβάνοντα συνολικά τη μισθωτική σχέση βεβαρυμένη με το ενέχυρο, αφού η διάθεσή της δεν μπορεί να παραβλάψει τα δικαιώματα του ενεχουρούχου δανειστή. Επομένως, ενόψει των προεκτεθέντων, δεν υπάρχει αντίφαση στην εκκαλουμένη απόφαση κατά το μέρος που απέρριψε ως μη νόμιμο τον ισχυρισμό της πρώτης εφεσίβλητης περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης κατά το σκέλος που αυτή θεμελιώθηκε στην ενεχύραση της απαίτησης των μισθωμάτων στην Τράπεζα και νόμιμο τον ισχυρισμό των εφεσίβλητων περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης λόγω μεταβίβασης της μισθωτικής σχέσης σε τρίτον. Περαιτέρω ο ισχυρισμός του εκκαλούντος, που προβάλλεται με τον ως άνω λόγο της έφεσης, ότι ο όρος της σύμβασης μίσθωσης απαιτούσε τον έγγραφο τύπο για την τυχόν τροποποίηση των όρων της μίσθωσης, υπό την έννοια ότι δεν υφίσταται μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης λόγω μη τήρησης του έγγραφου τύπου για την κατάρτιση της εν λόγω συμφωνίας, δεν ασκεί έννομη επιρροή, καθόσον, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, σε κάθε περίπτωση, μπορούσε να καταρτιστεί και άτυπα, εφόσον οι αστικές μισθώσεις, όπως και οι εμπορικές, δεν υπόκεινται κατ` αρχήν σε υποχρεωτικό τύπο και είναι άτυπες, διότι ο νόμος στη διάταξη του άρθρου 158 Α.Κ. δεν απαιτεί τον έγγραφο τύπο, εκτός από τις νόμιμες εξαιρέσεις, όπως επί μισθώσεων του Δημοσίου κ.λπ.. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως αβάσιμος. Τα παραπάνω δεν αναιρούνται με τους όψιμους ισχυρισμούς του εκκαλούντος που διαλαμβάνονται στις προτάσεις του μετά την έκδοση της επικαλούμενης με τις προτάσεις το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με αριθ. 629/2023 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, επικαλούμενος ότι συμβλήθηκε ως μισθωτής και συνεπώς ως υπεκμισθωτής στην παρεπόμενη  μισθωτική σχέση με τους εφεσίβλητους χωρίς να απωλέσει την ιδιότητά του αυτή μέχρι τη δημοσίευση της ως άνω απόφασης, καθόσον στην ανωτέρω δίκη αφενός δεν ήταν διάδικοι οι ήδη εφεσίβλητοι, αφετέρου δε από την τυχόν υπομίσθωση δεν επηρεάζονται οι σχέσεις των προσώπων που συνδέονται με την κύρια μίσθωση (παρεπόμενη σχέση της οποίας αποτελεί η υπομίσθωση) και μόνος υπεύθυνος απέναντι του υπομισθωτή παραμένει ο μισθωτής, πλην όμως διάφορη της υπεκμίσθωσης είναι η μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης από τον μισθωτή, βασικό αποτέλεσμα της οποίας, είναι ότι επέρχεται ειδική διαδοχή στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτής και ο μισθωτής αποξενώνεται από τη μίσθωση και υποκαθίσταται από τον τρίτο προς τον οποίο η μεταβίβαση.

Κατ΄ακολουθίαν των  ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως σε σχέση με τα ανωτέρω και απέρριψε την αγωγή κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, ως ουσία αβάσιμη, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, είναι δε αβάσιμοι και απορριπτέοι οι λόγοι της έφεσης που υποστηρίζουν τα αντίθετα, καθώς και η έφεση στο σύνολό της ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, που υπέβαλαν νομότυπα με τις προτάσεις τους σχετικό αίτημα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 178, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας ενώ το υποβληθέν αίτημα του δεύτερου και τρίτης των εφεσίβλητων που περιέχεται στις προτάσεις που υποβλήθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που ενσωματώνονται στις κατατεθείσες ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις τους, περί επιβολής σε βάρος του εκκαλούντος ποινής τάξεως εκ του άρθρου 205 ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, καθόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, αφού η δίκη εκ μέρους του ενάγοντος-εκκαλούντος δεν διεξήχθη παρελκυστικά, αλλά διατύπωσε ισχυρισμούς αναγκαίους για την υπεράσπιση του δικαιώματός του για παροχή έννομης προστασίας (άρθρο 20 Συντ), η απόρριψη δε της αγωγής ή του ενδίκου μέσου ως κατ’ουσίαν αβάσιμου δεν υποδηλώνει και παράβαση της παραπάνω διάταξης (πρβλ. ΑΠ 1207/2022, ΑΠ 1211/2021, ΑΠ 1164/2019). Τέλος, λόγω της απόρριψης της έφεσης και της ήττας του εκκαλούντος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης, παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 8-2-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./9-2-2024) έφεση, κατά της με αριθμό 1856/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία).

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα κατά την άσκηση της ως άνω έφεσης και αναφερόμενου στο σκεπτικό της παρούσας, παραβόλου.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις  29 Μαΐου 2025 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ