ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 347/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(3ο ΤΜΗΜΑ)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Ελένη Μούρτζη Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Α. Της εκκαλούσας : Εταιρίας με την επωνυμία «………….» (πρώην ………..), με έδρα στην Κύπρο, που ενεργεί διά του γραφείου της του Ν 27/1975, το οποίο είναι νόμιμα εγκατεστημένο στην Ελλάδα (………….), (ΑΦΜ ……….) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της, Κωνσταντίνο Εμμανουήλ του Γεωργίου (ΑΜ …. Δ.Σ. Αθηνών) και Μιχαήλ Ραψομανίκη του Γεωργίου (ΑΜ …. Δ.Σ. Αθηνών).
Των εφεσίβλητων : 1) ………… 2) …………. και 3) ………… οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Γεώργιο Βασιλόπουλο του Βασιλείου (ΑΜ ………… Δ.Σ. Κορίνθου), βάσει δηλώσεως.
Β. Του εκκαλούντος : ……….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Γεώργιο Βασιλόπουλο του Βασιλείου (ΑΜ ………. Δ.Σ. Κορίνθου), βάσει δηλώσεως.
Της εφεσίβλητης : Εταιρίας με την επωνυμία «……………» (πρώην ………), με έδρα στην Κύπρο, που ενεργεί διά του γραφείου της του Ν 27/1975, το οποίο είναι νόμιμα εγκατεστημένο στην Ελλάδα (…..), (ΑΦΜ …..) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της, Κωνσταντίνο Εμμανουήλ του Γεωργίου (ΑΜ …. Δ.Σ. Αθηνών) και Μιχαήλ Ραψομανίκη του Γεωργίου (ΑΜ …. Δ.Σ. Αθηνών).
Οι εφεσίβλητοι (στην υπό στοιχεία Α έφεση) και ο εκκαλών (στην υπό στοιχεία Β έφεση), με την από 19-3-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ /ΕΑΚ/…………./21-3-2024) αγωγή την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ζήτησαν να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 2804/23-8-2024 οριστική απόφασή του, έκανε δεκτή την αγωγή ως προς τους εφεσίβλητους της υπό στοιχεία Α έφεσης και απέρριψε την αγωγή ως προς τον εκκαλούντα της υπό στοιχεία Α έφεσης και έταξε όσα αναφέρονται σ ’ αυτήν.
Την απόφαση αυτή προσβάλλουν οι ανωτέρω εκκαλούντες α)η εκκαλούσα με την από 13-11-2024 έφεσή της (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./14-11-2024), η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ …….//14-11-2024, προσδιορίστηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο και β)ο εκκαλών με την από 16-10-2024 έφεσή του (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./21-10-2024), η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό ΓΑΚ /ΕΑΚ ………../21-11-2024, προσδιορίστηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 13-11-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../14-11-2024) και από 16-10-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./21-10-2024) εφέσεις της εναγομένης και του πρώτου των εναγόντων της από 19-3-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ /ΕΑΚ/…………./21-3-2024) αγωγής και ήδη εκκαλούντων, κατά της με αριθμό 2804/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την παραπάνω αγωγή, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 614 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ.), αρμοδίως εισάγονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, στις 14-11-2024 και 21-10-2024 αντίστοιχα, (άρθρα 19, 144 παρ. 2, 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1 και 2, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1, 591 παρ. 1 και 7, 614 αρ. 3 του Κ.Πολ.Δ.), καθόσον από τα διαδικαστικά έγγραφα που περιέχονται στη δικογραφία προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης στην εκκαλούσα της πρώτης έφεσης στις 16-10-2024 (βλ. σχετ. επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ………….. επί της εκκαλουμένης) και από την δημοσίευσή της δεν παρήλθε διετία. Επιπλέον έχουν κατατεθεί τα οριζόμενα παράβολα σύμφωνα με επισημείωση του γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί των εφετηρίων. Επομένως, οι κρινόμενες εφέσεις, αφού συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης συνάφειας μεταξύ τους (άρθρα 246, 524 παρ. 1, 591 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους κατά την ίδια ειδική διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 533 παρ. 1, 591 παρ. 7 του Κ.Πολ.Δ.).
Από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 του ΑΚ, 3 παρ. 2 του ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 του ν. 3198/1955 και 1 της υπ’ αριθμ. 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας “περί προστασίας του ημερομισθίου”, που κυρώθηκε με τον ν. 3248/1955, συνάγεται ότι ως μισθός στη σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία με βάση το νόμο ή τη συμφωνία καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Επομένως, δεν έχουν τον χαρακτήρα μισθού οι πρόσθετες παροχές, που δίδονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση, εκδηλούμενη και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία και ως εκ τούτου δεν ιδρύονται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα αναφορικά με τις παροχές αυτές, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγησή τους. Οι οικειοθελείς αυτές παροχές δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε συμβατικές υποχρεώσεις του εργοδότη, ανεξαρτήτως του μακροχρονίου, του αδιάλειπτου ή του γενικευμένου της καταβολής τους, ιδίως αν αυτός (εργοδότης) κατά την έναρξη της χορηγήσεώς τους ή, έστω, πριν δημιουργηθούν οι συνθήκες της δεσμευτικότητάς τους επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα να τις διακόψει ελευθέρως και μονομερώς οποτεδήποτε (ΑΠ 395/2020, ΑΠ 13/2015, ΑΠ 1681/2010, ΑΠ 1082/2010). Εξ άλλου η επιχειρησιακή συνήθεια, δηλαδή η πρακτική που έχει διαμορφωθεί από μακροχρόνιο, ομοιόμορφο χειρισμό ζητημάτων που ανάγονται στις σχέσεις εργοδότη και μισθωτού μέσα στο χώρο μιας επιχείρησης δεν αποτελεί από μόνη της πηγή γένεσης αξιώσεων, αλλά μπορεί, να αποτελέσει βάση σιωπηρής συμφωνίας. Αυτό συμβαίνει όταν ο εργοδότης, είτε ρητώς με ανακοίνωσή του υπόσχεται στους εργαζομένους τη χορήγηση μελλοντικών παροχών υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είτε χωρίς θετική υπόσχεση, χορηγεί συνεχώς τέτοιες, οπότε η αποδοχή των παροχών αυτών από τους εργαζομένους παρέχει τη βάση συμβατικής δέσμευσης και αφαιρεί από την πράξη το χαρακτήρα της μονομερούς και, συνεπώς, ελευθέρως ανακλητής παροχής. Προϋπόθεση και κύριο αντικείμενο της επιχειρησιακής συνήθειας είναι οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη, δηλαδή οι πέραν του μισθού παροχές, στις οποίες αυτός προβαίνει προς τους εργαζομένους χωρίς να έχει νομική δέσμευση (ΑΠ 973/2019, ΑΠ 48/2015, ΑΠ 1277/2010, ΑΠ 91/2008). Περαιτέρω, είναι ενδεχόμενο μία παροχή, η χορήγηση της οποίας άρχισε ως “οικειοθελής”, να εξελιχθεί κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας σε “επιχειρησιακή συνήθεια” και να καταστεί υποχρεωτική. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν η χορήγηση της παροχής επαναλαμβάνεται σταθερά και ομοιόμορφα για μεγάλο χρονικό διάστημα, με τρόπο που από τις δημιουργούμενες συνθήκες να συνάγεται σιωπηρώς η βούληση αφ’ ενός του εργοδότη να τη διατηρήσει στο διηνεκές και αφ’ ετέρου του εργαζόμενου να την αποδέχεται, προσβλέποντας σ’ αυτήν σαν σε μισθολογική παροχή. Οπότε, παράγεται σιωπηρή συμφωνία, από την οποία η μεν παροχή αποκτά μισθολογικό χαρακτήρα, ο δε εργοδότης δεν μπορεί να αποστεί μονομερώς από τη χορήγησή της. Η ως άνω εξέλιξη, όμως, αποκλείεται να επέλθει, όταν εξ αρχής ο εργοδότης κατέστησε γνωστό στον εργαζόμενο ότι η παροχή χορηγείται με την “επιφύλαξη ελευθεριότητας”. Η επιφύλαξη έχει την έννοια ότι ο εργοδότης χορηγεί μεν την παροχή με τη θέλησή του, αλλά επιφυλάσσει στον εαυτό του το δικαίωμα να τη διακόψει, οποτεδήποτε, μονομερώς και αναιτιολόγητα, όταν και πάλι ο ίδιος το θελήσει. Στην περίπτωση αυτή, ο εργαζόμενος δεν δικαιολογείται να προσβλέπει στη διηνεκή διατήρηση της παροχής. Οπότε, η χορήγησή της, ανεξάρτητα προς το αν παρατείνεται για μακρό χρονικό διάστημα, ούτε επιχειρησιακή συνήθεια ούτε σιωπηρή συμβατική δέσμευση του εργοδότη και αντίστοιχη αξίωση του εργαζόμενου δημιουργεί. Ο εργοδότης, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να προβεί σε κάποια πανηγυρική, διαπλαστική δήλωση, μπορεί κατά πάντα χρόνο να παύσει την καταβολή της παροχής. Διαφορετική έννοια και λειτουργία ως προς την “επιφύλαξη ελευθεριότητας” έχει η διατύπωση της “ρήτρας ανακλήσεως” κατά την έναρξη χορήγησης της οικειοθελούς παροχής (ΑΚ 185, 186). Στην περίπτωση αυτή, το δικαίωμα ανάκλησης δεν εμποδίζει τη δημιουργία επιχειρησιακής συνήθειας και, κατ’ επέκταση, σιωπηρής συμβατικής δέσμευσης του εργοδότη και αντίστοιχης αξίωσης του εργαζόμενου για την καταβολή της παροχής, όταν αυτή χορηγείται σταθερά και ομοιόμορφα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο εργοδότης, όμως, έχει την ευχέρεια να ανατρέψει την κατάσταση αυτή, ασκώντας με μονομερή, απευθυντέα δήλωσή του το δικαίωμα ανακλήσεως. Η διαφορά μεταξύ των δύο περιπτώσεων έγκειται στο ότι στην πρώτη (“επιφύλαξη ελευθεριότητας”) δεν γεννιέται αξίωση του εργαζόμενου για να λάβει την παροχή, ενώ στη δεύτερη (“ρήτρα ανακλήσεως”) γεννιέται τέτοια αξίωση, η οποία απόλλυται για το μέλλον, μετά την άσκηση του δικαιώματος ανακλήσεως (ΑΠ 1158/2018, ΑΠ 1174/2017). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 158, 159 και 164 ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 361 ΑΚ προκύπτει ότι αν η μη υποκειμένη, κατά το νόμο, σε έγγραφο τύπο σύμβαση έγινε εγγράφως και συμφωνήθηκε ότι κάθε τροποποίηση αυτής θα γίνεται εγγράφως, μπορεί παρά τη συμφωνία αυτή με νεότερη συμφωνία, έστω και σιωπηρή, να τροποποιηθεί η αρχική σύμβαση, διότι η νεότερη συμφωνία καταργεί αυτήν περί εγγράφου τροποποιήσεως της αρχικής συμφωνίας (ΑΠ 1834/2023, ΑΠ 1255/2021, ΑΠ 1842/2013, ΑΠ 424/2011, ΑΠ 766/2003).
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 68 Κ.Πολ.Δ., το οποίο ορίζει ότι “δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, συνάγεται ότι ένδικη προστασία παρέχεται υπέρ ή κατ’ εκείνων μόνον των προσώπων, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος αποτελούν τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης ή μετέχουν κατά το ουσιαστικό δίκαιο στη διαχείριση αυτής της σχέσης (ΑΠ 1091/2020). Η νομιμοποίηση του διαδίκου, όπως και το έννομο συμφέρον, αποτελούν ουσιαστικές προϋποθέσεις για την παροχή δικαστικής προστασίας, ειδικότερα δε, η νομιμοποίηση του διαδίκου απορρέει κατά κανόνα αμέσως από το νόμο και κυρίως από διατάξεις του ουσιαστικού ή κάποτε και του δικονομικού δικαίου. Εκείνος, ο οποίος εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο δικαιούχος ή υπόχρεος νομιμοποιείται κατ’ αρχήν ως ενάγων ή εναγόμενος, αντίστοιχα. Δηλαδή για τη νομιμοποίηση αρκεί μόνον ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, χωρίς κατ’ αρχήν, να ασκεί έννομη επιρροή αν ο ισχυρισμός αυτός είναι αληθής. Η έλλειψη νομιμοποίησης εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής, ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης. Ενόψει της ανωτέρω φύσεως της νομιμοποίησης, η αμφισβήτηση από τον εναγόμενο των επικαλούμενων από τον ενάγοντα θεμελιωτικών της νομιμοποίησης περιστατικών συνιστά, όχι ένσταση ελλείψεως νομιμοποιήσεως, αλλά άρνηση της βάσεως της αγωγής του ενάγοντος, ο οποίος φέρει προς τούτο το σχετικό βάρος αποδείξεως, με συνέπεια, και σε περίπτωση που δεν αποδείξει τον περί νομιμοποιήσεως του ισχυρισμό, την απόρριψη της αγωγής για έλλειψη (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποιήσεως (ΑΠ 915/2021, ΑΠ 46/2020, ΑΠ 59/2017). Η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου ότι συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις αυτές ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αρ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (Ολ. ΑΠ 25/2008, ΑΠ 1742/2024, ΑΠ 55/2022, ΑΠ 915/2021, ΑΠ 46/2020, ΑΠ 1979/2017, ΑΠ 1006/2017, ΑΠ 649/2017, ΑΠ 59/2017). Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 471, 477 και 474 ΑΚ, με σύμβαση που συνάπτει με τον δανειστή μπορεί κάποιος (αναδοχέας) να αναδεχθεί ξένο χρέος, έτσι ώστε να υπεισέλθει αυτός στη θέση του οφειλέτη και ο τελευταίος να απαλλαγεί (στερητική αναδοχή), ή να υποσχεθεί την εκπλήρωση ξένου χρέους, χωρίς να απαλλαγεί ο οφειλέτης, έτσι ώστε να δημιουργηθεί πρόσθετη δική του ενοχή για την καταβολή του (σωρευτική αναδοχή), ο αναδοχέας δε δεν έχει ενστάσεις από τη σχέση του με τον παλαιό οφειλέτη. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι η στερητική κατ’ άρθρο 471 ΑΚ και η σωρευτική κατ’ άρθρο 477 ΑΚ αναδοχή χρέους γίνεται με σύμβαση μεταξύ του δανειστή και του αναδοχέα, χωρίς να είναι αναγκαία η καθ’ οιονδήποτε τρόπο σύμπραξη του αρχικού οφειλέτη, γι’ αυτόν δε το λόγο και αποκλείεται η προβολή εκ μέρους του αναδοχέα κατά του δανειστή, με τον οποίο ο ίδιος συνεβλήθη, ενστάσεων από τη σχέση του αναδοχέα με τον αρχικό οφειλέτη (ΑΠ 300/2023). Για να είναι δε ορισμένη, κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή του δανειστή εναντίον εκείνου που αναδέχθηκε σωρευτικώς το χρέος του παλαιού οφειλέτη, απαιτείται να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, εκτός από τα περιστατικά σύναψης της περί σωρευτικής αναδοχής του χρέους σύμβασης, και τα περιστατικά τα θεμελιωτικά κατά νόμο του προς αυτόν χρέους του παλαιού οφειλέτη και της έκτασης του χρέους αυτό (ΑΠ 1154/1998 ΕλλΔνη 1998. 1572, ΕφΑθ 485/2020).
Στην προκείμενη περίπτωση με την από 19-3-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ /ΕΑΚ/………../21-3-2024) αγωγή, ο πρώτος των εναγόντων και ήδη εκκαλών της από 16-10-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/21-10-2024) έφεσης, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας που συνήψε με την εταιρεία με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην …….. της Ελβετίας στις 10-11-2015, προσλήφθηκε από την τελευταία για να παρέχει την εργασία του ως ναυλομεσίτης, αμοιβόμενος πλέον της μηνιαίας αμοιβής του με επιμίσθιο (bonus). Ότι παρείχε την εργασία του στην παραπάνω εταιρεία μέχρι την 31-12-2022 και στις 2-1-2023 συνήψε σύμβαση εργασίας με την ίδια ιδιότητα με την εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη της παραπάνω έφεσης, ενώ εργάστηκε στην τελευταία μέχρι την 19-4-2023, οπότε αποχώρησε οικειοθελώς. Ότι η εναγόμενη δεν του κατέβαλε τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά που αφορούν τα επιμίσθια του έτους 2022, τα οποία η τελευταία είχε αναγνωρίσει και είχε συμπεριλάβει στα οικονομικά της αποτελέσματα, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή. Περαιτέρω με την ανωτέρω αγωγή οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος των εναγόντων της προαναφερόμενης αγωγής και ήδη πρώτος, δεύτερος και τρίτος των εφεσίβλητων της από 13-11-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………./14-11-2024) έφεσης της εναγομένης της ως άνω αγωγής και ήδη εκκαλούσας, ισχυρίστηκαν ότι δυνάμει των αναφερομένων στην αγωγή συμβάσεων εργασίας που συνήψαν με την εναγόμενη, προσλήφθηκαν από την τελευταία για να παρέχουν την εργασία τους ως ναυλομεσίτες, αμοιβόμενοι, πέραν του μηνιαίου μισθού τους, με επιμίσθιο, το οποίο θα υπολογιζόταν σε ποσοστό 25% επί του συνόλου των τιμολογηθεισών προμηθειών που εισέπραττε η εναγόμενη εταιρεία, οι οποίες αφορούσαν επιτυχείς συμφωνίες ναυλώσεων για τις οποίες είχαν ήδη μεσολαβήσει και διεκπεραιώσει, τα οποία καταβάλλονταν σε ποσοστό 65% και 35% τους μήνες Μάρτιο και Σεπτέμβριο του επόμενου έτους. Ότι το μήνα Μάιο του έτους 2023 η εναγόμενη κατήγγειλε τις ως άνω συμβάσεις εργασίας έχοντας ήδη καταβάλει το μήνα Μάρτιο του έτους 2023 σε ποσοστό 65% το αναλογούν επιμίσθιο του έτους 2022, ενώ κατά το μήνα Σεπτέμβριο του ιδίου έτους δεν τους κατέβαλε το υπολειπόμενο ποσοστό 35% για το έτος 2022. Ζητούσαν δε με την αγωγή, να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρεία να τους καταβάλει με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 32.000 ευρώ, στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 42.350 ευρώ, στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 22.400 ευρώ και στον πρώτο ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα το ποσό των 326.961,65 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση καθώς και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε ως απαράδεκτη την αγωγή ως προς τον πρώτο ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα και αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη ως προς τους λοιπούς ενάγοντες, μετά από την εκτίμηση των αποδείξεων έκανε δεκτή την αγωγή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη, υποχρέωσε την εναγόμενη εταιρεία να καταβάλει στους δεύτερο, τρίτο και τέταρτο των εναγόντων τα ως άνω αιτηθέντα ποσά, ήτοι στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 32.000 ευρώ, στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 42.350 ευρώ και στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 22.400 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, επέβαλε σε βάρος του πρώτου ενάγοντα τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, τα οποία όρισε στο ποσό των 4.900 ευρώ και επέβαλε σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά έξοδα των λοιπών εναγόντων, τα οποία όρισε στα ποσά των 1.000 ευρώ, 1.400 ευρώ και 700 ευρώ αντίστοιχα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ο πρώτος ενάγων και ήδη εκκαλών της από 16-10-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/21-10-2024) έφεσης και η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα της από 13-11-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../14-11-2024) έφεσης για τους λόγους που αναφέρονται σε κάθε έφεση αντίστοιχα και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν ο μεν πρώτος ενάγων -εκκαλών να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή ως προς αυτόν ως κατ΄ουσίαν βάσιμη, η δε εναγόμενη -εκκαλούσα να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η αγωγή ως προς τους εφεσίβλητους ενάγοντες ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη, καθώς και να καταδικαστούν έκαστος των εφεσίβλητων αμφοτέρων των εφέσεων στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εκκαλούντων αμφοτέρων των εφέσεων αντίστοιχα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Με τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο των λόγων της από 16-10-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../21-10-2024) έφεσης, ο εκκαλών επικαλείται εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον, κατά τους ισχυρισμούς του, η εφεσίβλητη είχε αναγνωρίσει το επίδικο χρέος. Όμως, σύμφωνα με τα αναγραφόμενα την αγωγή, σε συνδυασμό με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ο εκκαλών δεν επικαλέστηκε στην αγωγή του αναδοχή χρέους, ώστε να γεννάται υποχρέωση της εφεσίβλητης για την καταβολή του, δεδομένου ότι το αιτούμενο ποσό ανάγεται κατά το χρόνο εργασίας του στην εταιρεία με την επωνυμία «……..», που εδρεύει στην ………….. της Ελβετίας και αφορά τη σύμβαση εργασίας που είχε συνάψει με την παραπάνω εταιρεία και όχι με την εφεσίβλητη, με την οποία κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, συνήψε νέα σύμβαση εργασίας χωρίς η τελευταία να αναγνωρίζει τις υπάρχουσες οφειλές της προηγούμενης εργοδότριας. Συνεπώς η εφεσίβλητη, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, δεν νομιμοποιούνταν παθητικά για την εκπλήρωση της οφειλής άλλης εργοδότριας, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε ως απαράδεκτη την αγωγή κατά το μέρος που ασκείται από τον πρώτο ενάγοντα ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης της εναγομένης, ορθά εφάρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις, απορριπτομένων ως αβασίμων των σχετικών λόγων έφεσης. Επιπλέον με τον τέταρτο λόγο έφεσης ο εκκαλών προσβάλλει τη διάταξη της εκκαλουμένης απόφασης με την οποία καταδικάστηκε στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης εκ ποσού 4.900 ευρώ, ισχυριζόμενος ότι παρόλο που συνέτρεχε νόμιμος λόγος συμψηφισμού αυτών εξαιτίας του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν και της εύλογης αμφιβολίας για την έκβαση της δίκης, εν τούτοις η εκκαλουμένη παρά το νόμο τον υποχρέωσε στην εν όλω καταβολή τους. Ο λόγος αυτός της έφεσης που προβάλλεται παραδεκτά, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης (άρθρο 193 ΚΠολΔ), είναι νόμιμος, κατ’ αρθ. 179 ΚΠολΔ, πλην όμως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον δεν υπήρχε δυσχερής ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ούτε εύλογη αμφιβολία για την έκβαση της δίκης, δεδομένου ότι σε κάθε περίπτωση ο επικαλούμενος συμψηφισμός (εν όλω ή εν μέρει) ή μη των δικαστικών εξόδων είναι δυνητικός για το Δικαστήριο (ΑΠ 844/2013 ΑΠ 773/2009, ΑΠ 1533/2008, ΑΠ 433/2007), απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού λόγου έφεσης. Περαιτέρω με τον πρώτο λόγο της από 13-11-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./14-11-2024) έφεσης, η εκκαλούσα επικαλείται αοριστία της αγωγής ως προς τα αιτούμενα ποσά καθόσον δεν αναγράφεται στο δικόγραφο ο τρόπος υπολογισμού τους. Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον αναγράφεται στο δικόγραφο της αγωγής ο τρόπος υπολογισμού των επιμισθίων σε ποσοστό 25% επί του συνόλου των τιμολογηθεισών προμηθειών που εισέπραττε η εκκαλούσα εταιρεία, οι οποίες αφορούσαν επιτυχείς συμφωνίες ναυλώσεων για τις οποίες είχαν ήδη μεσολαβήσει και διεκπεραιώσει και ο χρόνος καταβολής τους, που δεν αμφισβητούνται ειδικότερα από την εκκαλούσα, τα οποία καταβάλλονταν σε ποσοστό 65% και 35% τους μήνες Μάρτιο και Σεπτέμβριο του επόμενου έτους δεδομένου ότι με την καταβολή του αρχικού ποσοστού 65% το μήνα Μάρτιο του έτους 2023 και την αναγραφή της υποχρέωσης καταβολής στα οικονομικά αποτελέσματα της εταιρείας, η τελευταία αναγνώρισε το χρέος της, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Συνεπώς είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος της ως άνω έφεσης. Περαιτέρω, με τους δεύτερο, τρίτο και τέταρτο των λόγων έφεσης, η εκκαλούσα, χωρίς να αμφισβητεί τη συμβατική της δέσμευση ως προς τη παροχή των ενδίκων επιμισθίων κατά τα ανωτέρω ποσοστά και χρόνους στους εφεσίβλητους, επικαλείται το δικαίωμα που επιφύλαξε για την ανάκληση των παροχών αυτών το οποίο εκδηλώθηκε με την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των εφεσίβλητων. Όμως οι παραπάνω λόγοι έφεσης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, καθόσον τα ένδικα επιμίσθια αφορούσαν το έτος 2022 για το οποίο η εκκαλούσα δεν είχε προβεί στην ανάκλησή τους, δεδομένου ότι η ανάκληση αφορά το χρόνο μετά την άσκησή της και όχι τα ήδη οφειλόμενα και απαιτητά επιμίσθια. Επομένως, ενόψει των προεκτεθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια εν σχέσει με τα ανωτέρω, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, είναι δε αβάσιμοι και απορριπτέοι οι λόγοι των εφέσεων καθώς και οι εφέσεις στο σύνολό τους ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Συνεπώς πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες εφέσεις ως κατ΄ουσιαν αβάσιμες. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε κάθε έφεση, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων κάθε έφεσης αντίστοιχα, λόγω της ήττας τους (άρθρα 191 παρ. 2, 183, 176 του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Επίσης, λόγω της απόρριψης των εφέσεων, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή των κατατεθέντων από έκαστο των εκκαλούντων κατά την κατάθεση της έφεσής τους αντίστοιχα παραβόλων, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις α) από 13-11-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../14-11-2024) και β)από 16-10-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./21-10-2024), εφέσεις, κατά της με αριθμό 2804/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία).
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν τις εφέσεις.
Επιβάλλει τη δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας ως ακολούθως 1) στην από 13-11-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/14-11-2024) έφεση, υπέρ των εφεσίβλητων και σε βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ και 2) στην από 16-10-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/21-10-2024) έφεση, υπέρ της εφεσίβλητης και σε βάρος του εκκαλούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό πεντακοσίων (500) ευρώ .
Διατάσσει την εισαγωγή των κατατεθέντων από έκαστο των εκκαλούντων, κατά την κατάθεση της έφεσής τους, αντίστοιχα, παραβόλων στο Δημόσιο Ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 29 Μαΐου 2025 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ