Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 350/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης 350/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(3ο ΤΜΗΜΑ)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή. Ελένη Μούρτζη Εφέτη. που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του. στις ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Του καλούντος -εκκαλούντος : ……………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του. Σωτήριο Λίβα του Σταύρου (ΑΜ  …. Δ.Σ. Αθηνών), βάσει δηλώσεως.

Του καθού η κλήση- εφεσίβλητου : ……………… ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως (ΑΜ …. Δ.Σ. Πειραιώς). βάσει δηλώσεως.

Ο καλών -εκκαλών με την από 12-10-2018 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../15-10-2018) αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ζήτησε να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 908/3-3-2020 οριστική απόφασή του απέρριψε την αγωγή. Ο εκκαλών με την από 10-3-2020 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/17-6-2020) έφεσή του. η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/17-6-2020. προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 10-12-2020 και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την απόφαση αυτή. Επί της ως άνω έφεσης που συζητήθηκε την 10-12-2020, εκδόθηκε η με αριθμό 303/7-6-2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς,  με την οποία έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε η έφεση στην ουσία της. Κατά της ως άνω απόφασης ο εκκαλών άσκησε την από 15-6-2021 αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 22/2024 απόφαση του Αρείου Πάγου (Α2 Πολιτικό Τμήμα) με την οποία αναιρέθηκε στο σύνολό της η ως άνω απόφαση του Εφετείου Πειραιώς και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο συγκροτούμενο από άλλον Δικαστή εκτός εκείνου που δίκασε. Ήδη με την από 23-10-2024 κλήση του εκκαλούντος. η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/23-10-2024. προσδιορίστηκε για την αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο. επαναφέρεται προς συζήτηση η ως άνω έφεση.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο αλλά κατέθεσαν τις από 5-2-2025 μονομερείς δηλώσεις τους. αντίστοιχα. που έγιναν σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και προκατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 579 παρ.1 α. 581 παρ. 2 και 580 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 738/2012. ΑΠ 1308/2004. ΑΠ 975/2000 ΕλλΔνη 42.81). Ειδικότερα. η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο της παραδοχής της αναίρεσης. δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας). τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναίρεσης καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της αποβάλλει την ισχύ της. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή προς μερικούς από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/2007 ΕλλΔνη 48.1012, ΑΠ 845/2010 ΔΕΕ 2010.1198. ΑΠ 780/2009. ΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 46.1402). Με την αναίρεση της απόφασης. κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, κατά το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων. οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα. δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (αγωγή ή έφεση αναλόγως αν η αναιρεθείσα απόφαση εκδόθηκε στον πρώτο ή στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας). της οποίας επιλαμβάνεται το Δικαστήριο της παραπομπής με κλήση (ΑΠ 845/2010. ΑΠ 129/2004 Δ 2004.804). Έτσι. αν αναιρεθεί ολικώς η απόφαση του Εφετείου. και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ.1 και 2 Κ.Πολ.Δ.. δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων. των σχετικών με την αρμοδιότητα. αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση. που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο. Οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και το Εφετείο. στο οποίο παραπέμφθηκε εξ ολοκλήρου η υπόθεση προς περαιτέρω έρευνα. ερευνά αυτή εξ υπαρχής δεσμευόμενο μόνο από τα όρια που διαγράφονται στην αναιρετική απόφαση (άρθρα 580 παρ. 4. 581 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και δεσμεύεται μόνο ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα. δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις –εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση- από ότι η αναιρεθείσα, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 251/2016, ΑΠ 129/2004), ενώ στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 524 ΚΠολΔ (ΑΠ 845/2010, Α.Π.43/2005, ΑΠ 137/2004. ΑΠ129/2004). Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι Εφετείου, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ακόμα και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα και τούτο διότι με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 963/1999 ΕλλΔνη 41.51). ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής. το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση. είτε θα απορρίψει αυτή. επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1421/2002 ΧρΙΔ Γ.145). Περαιτέρω. επί αναίρεσης εφετειακής απόφασης στο σύνολο της καταργείται κατά την αυτή έκταση και η συζήτηση κατά την οποία είχε εκδοθεί η αναιρεθείσα απόφαση και ως εκ τούτου οι προτάσεις που υποβλήθηκαν κατά τη συζήτηση αυτής (αναιρεθείσας απόφασης). δεν λαμβάνονται υπόψη από το εφετείο (ΑΠ 1145/2015. ΑΠ 434/2009. ΑΠ 1070/2008. ΑΠ 778/2004. ΑΠ 352/2004). Το Εφετείο ως δικαστήριο της παραπομπής. εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της έφεσης ως προϋπόθεσης του παραδεκτού της. θα (επαν)εξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕφΛαρ 322/2015. ΕφΑθ 4924/2012. ΕφΝαυπ 66/2008).

Στην προκείμενη περίπτωση ο καλών -εκκαλών με την από 12-10-2018 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../15-10-2018) αγωγή. την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. ζήτησε να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 908/2020 οριστική απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Ο εκκαλών με την από 10-3-2020 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../17-6-2020) έφεσή του. η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./17-6-2020, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 10-12-2020 και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την απόφαση αυτή. Επί της ως άνω έφεσης που συζητήθηκε την 10-12-2020. εκδόθηκε η με αριθμό 303/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. με την οποία έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε η έφεση στην ουσία της. Κατά της ως άνω απόφασης ο εκκαλών άσκησε την από 15-6-2021 αίτηση αναίρεσης. επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 22/2024 απόφαση του Αρείου Πάγου (Α2 Πολιτικό Τμήμα) με την οποία αναιρέθηκε στο σύνολό της η ως άνω απόφαση του Εφετείου Πειραιώς και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο συντιθέμενο από άλλον Δικαστή εκτός εκείνου που δίκασε. Κατόπιν των ανωτέρω. με την από 23-10-2024 (αριθ. εκθ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/23-10-2024) κλήση του εκκαλούντος. νόμιμα εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, συντιθέμενο από άλλον Δικαστή εκτός εκείνου που δίκασε (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.)  η προκείμενη υπόθεση. μετά την παραπομπή της σε αυτό δυνάμει της με αριθμό 22/2024 απόφασης του Αρείου Πάγου (Α2 Πολιτικό Τμήμα). με την οποία αναιρέθηκε στο σύνολό της η με αριθμό 303/2021 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 και 14 του Κ.Πολ.Δ.. Με την τελευταία αυτή απόφαση (303/2021) που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων. είχε γίνει τυπικά δεκτή και είχε απορριφθεί κατ΄ουσίαν η έφεση του εκκαλούντος-ενάγοντος. η οποία στρεφόταν κατά της με αριθμό 908/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (που είχε εκδοθεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών -εργατικών διαφορών) και με την οποία απόφαση είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας η από 12-10-2018 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/15-10-2018) αγωγή του εκκαλούντος -ενάγοντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Συνεπώς και εφόσον. σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη. μετά την αναίρεση οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε (Κ.Πολ.Δ. 579 παρ. 1), η δε υπόθεση στο δικαστήριο της παραπομπής συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση (Κ.Πολ.Δ. 581 παρ. 2), ερευνώνται εκ νέου η από 4-10-2011 (αριθ. έκθ. κατάθ. ……/2011) έφεση που άσκησε η καθής η ανακοπή και ως προς το παραδεκτό της. καθόσον η ανωτέρω αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό αυτό ζήτημα.

Η κρινόμενη από 10-3-2020 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../17-6-2020) έφεση του ενάγοντος της από 12-10-2018 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……….15-10-2018) αγωγής – και ήδη εκκαλούντος, κατά της με αριθμό 908/3-3-2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την παραπάνω αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών -εργατικών διαφορών και απέρριψε την αγωγή. αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και έχει ασκηθεί στις 17-6-2020. νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 19. 144 παρ. 2. 495 παρ. 1 και 2. 511. 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1 και 2. 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2. 520 παρ. 1. 591 παρ. 1 και 7. 614 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). καθόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται και από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης από τη δημοσίευση της οποίας (3-3-2020) μέχρι την άσκηση της ενδίκου εφέσεως (17-6-2020) δεν έχει παρέλθει διετία. Επίσης. έχει κατατεθεί το με αριθ. ,,,,,,,,,,,,,,/2020 παράβολο ποσού 100 ευρώ, σύμφωνα με σχετική επισημείωση της Γραμματέως του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση επί του εφετηρίου. Επομένως. πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η κρινόμενη έφεση και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της. κατά την ίδια διαδικασία. κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 533 παρ. 1. 591 παρ. 7 του Κ.Πολ.Δ.).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 9 Α’ του Συντάγματος. “Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση. ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί, όπως νόμος ορίζει”. Σε συμμόρφωση προς την Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα της 28ης Ιανουαρίου 1981. που κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον ν. 2068/1992. και προς την Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24ης/10/1995. “Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” εκδόθηκε ο νόμος 2472/1997, ο οποίος τροποποιήθηκε με τον ν. 3471/2006 και ακολούθως με τον ν. 4624/2019, ο οποίος ισχύει από 29.8.2019 (ΦΕΚ 137/29.8.2019). Αντικείμενο του νόμου αυτού είναι (άρθρο 1 αυτού) η θέσπιση προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στη διάταξη του άρθρου 2 του ανωτέρω νόμου, και με τον παράτιτλο “Ορισμοί”. δίδεται η έννοια των κρίσιμων ορισμών που έχουν σχέση με τις ειδικές ρυθμίσεις για τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ειδικότερα ορίζεται ότι : “Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, νοούνται ως “δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων”, η οποία για να εμπίπτει στην έννοια του προσωπικού δεδομένου, θα πρέπει να συνδέεται άμεσα με το υποκείμενο και τις προσωπικού χαρακτήρα ιδιότητες ή εκδηλώσεις αυτού, οι οποίες δεν είναι επιδεκτικές δημοσιοποίησης (διάδοσης). εκτός αν το ίδιο το υποκείμενο συγκατατεθεί σ’αυτό (ΑΠ 171/2019. ΑΠ 1740/2013. ΑΠ 637/2013. ΑΠ 1107/2011). “επεξεργασία” (κατά την ενδεικτική απαρίθμηση των περιπτώσεων στο νόμο) κάθε γνωστική πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα του ατόμου, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση. η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση. η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή των δεδομένων, “αρχείο” κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια. ώστε “αρχείο” μπορεί να είναι απλό χάρτινο ή ψηφιακό έγγραφο (doc). συγκροτουμένης στη δεύτερη περίπτωση. της έννοιας της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας [είτε ενσωματωμένο σε σταθερό απόθεμα/ υλικό φορέα (δισκέτα, cd, απλό έγγραφο) είτε όχι. όπως πχ. ιστοσελίδα που αποκλείει το “κατέβασμα” (downloading)]. “υπεύθυνος επεξεργασίας” οποιοσδήποτε (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) που καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας. αυτός δηλαδή που εξουσιάζει το αρχείο. υπό την έννοια του ελέγχου της επεξεργασίας. και συνεπώς, ο κύριος. ο νομέας ή ο απλός κάτοχος αυτού, στη τελευταία δε περίπτωση, περιεχόμενο της κατοχής συνιστά η φυσική εξουσία γνωστικής πρόσβασης επί του αρχείου. ανεξαρτήτως του νομίμου ή μη χαρακτήρα αυτής. “αποδέκτης”. το φυσικό ή νομικό πρόσωπο. η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, και “συγκατάθεση” του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει του, και με την οποία, το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Περαιτέρω. στο άρθρο 4 παρ. 1. όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 και 2 του ν. 3471/2006 ορίζεται. ότι “Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει : α) να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους. σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών β) να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας. γ) να είναι ακριβή και. εφόσον χρειάζεται. να υποβάλλονται σε ενημέρωση. δ)… (παρ1). Η τήρηση των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας… (παρ.2)”. Στο άρθρο 5 παρ. 1 και 2 όπως το εδ. γ’ της παρ. 2 τροποποιήθηκε με το άρθρο 34 παρ.1 του ν. 2915/2001, ορίζεται ότι : “Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνο όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεση του (παρ. 1). Κατ’εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν :…..ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο. ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών (παρ.2)”. Τέτοια περίπτωση συνδρομής υπέρτερου εννόμου συμφέροντος συνιστά. ιδίως. η περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία που ζητούνται είναι αναγκαία για την αναγνώριση. άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Το παραπάνω επιχείρημα αντλείται από το άρθρο 7 παρ. 2 γ’του Ν 2472/1997 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 2915/2001). που αφορά την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, αλλά εφαρμόζεται αναλογικά κατά μείζονα λόγο και στην επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων, με το επιχείρημα “από του μείζονος εις το έλασσον” [ΑΠ 79/2020. ΑΠΔΠΧ (Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα) 155/2012]. Περαιτέρω. κατά το άρθρο 22 παρ.4 του ίδιου νόμου προβλέπονται ποινικές κυρώσεις. για “όποιον χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται. μεταδίδει. ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο”. Τέλος. κατά το άρθρο 23 του εν λόγω νόμου με τίτλο “αστική ευθύνη”, προβλέπονται και αστικές κυρώσεις ειδικότερα δε, η παράγραφος 1 αυτού ορίζει, ότι “φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη. υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον”. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του νόμου 2472/1997, σαφώς προκύπτει, ότι οι ποινικές κυρώσεις. προβλέπονται όχι γενικώς και αορίστως για κάθε παράβαση των διατάξεων του, αλλά μόνο για συγκεκριμένες ειδικά περιγραφόμενες σοβαρές παραβάσεις. Στα πλαίσια αυτά. γίνεται δεκτό ότι α) δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά το προβλεπόμενο από το άρθρο 23 του νόμου αυτού έγκλημα. όταν ο φερόμενος ως δράστης δεν ερεύνησε ο ίδιος κάποιο αρχείο ή δεν του μετέδωσε τις αποτελούσες προσωπικό δεδομένο πληροφορίες. τρίτος που επενέβη σε αρχείο, αλλά τις γνωρίζει από μόνος του (ΑΠ 1520/2017, ΑΠ 474/2016, ΑΠ 1372/2015) και β) αντίθετα, οι προβλεπόμενες με τις διατάξεις αυτές αστικές κυρώσεις, μεταξύ των οποίων και η χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης. είναι ευρύτατες, με την έννοια. ότι επιβάλλονται για κάθε μορφής παράβαση των επιταγών και απαγορεύσεων που θεσπίζονται με αυτόν. Οι ως άνω διατάξεις ερμηνεύονται με βάση : α) τον σκοπό του ν. 2472/1997. συνιστάμενο στη διασφάλιση του φιλελεύθερου και δικαιοκρατικού χαρακτήρα της τεχνολογικής αναπτύξεως και στην προστασία του ατόμου από την πληροφορική και ψηφιακή τεχνολογία. η οποία παρέχει θεωρητικώς και πρακτικώς απεριόριστες δυνατότητες συσσωρεύσεως και συσχετισμού πληροφοριών για όλες τις εκφάνσεις της ιδιωτικής και δημοσίας ζωής του ανθρώπου, και επιτρέπει την παραγωγή, με βάση τις ιδιότητές του ως πολίτη, εργαζομένου, ασφαλισμένου. καταναλωτή κλπ. μιας ανάγλυφης εικόνας της προσωπικότητάς του. η οποία τον καθιστά διαφανή και κατά τούτο ελέγξιμο αν όχι και χειραγωγήσιμο και β) υπό το φως των διδαγμάτων της κοινής πείρας, ως κανόνων της λογικής και της ανθρώπινης εμπειρίας, συναγομένων επαγωγικώς εκ των επί μέρους εκδηλώσεων της ζωής, της επιστήμης και της τέχνης και χρησιμοποιουμένων προς εξειδίκευση της αορίστου νομικής έννοιας “επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”. Σε περίπτωση δε. παραβίασής τους εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του άρθρου 23 του ν. 2472/1997 και του ταυτάριθμου άρθρου της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ. από τις οποίες, σε συνδυασμό με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 57. 59. 299 και 914. 932 Α.Κ.. συνάγεται ότι φορέας της σχετικής αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση είναι αυτός που υπέστη άμεσα την ηθική βλάβη. δηλαδή. το κατά τις διατάξεις του Ν. 2472/1997 υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων (ΑΠ 79/2020) και ότι σε περίπτωση που ο υπεύθυνος επεξεργασίας προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων. η ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει : α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του ν. 2472/1997 ή (και) των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων της Αρχής. β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια αφενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφετέρου της πιθανότητας να επέλθει ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται. και ως εκ τούτου ο υπεύθυνος επεξεργασίας. προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματός του πραγματικά γεγονότα (ΑΠ 58/2025. ΑΠ 1264/2020. ΑΠ 79/2020. ΑΠ 171/2019. ΑΠ 1740/2013. ΑΠ 637/2013. ΑΠ 174/2011. ΑΠ 476/2009). Επίσης. από τις ίδιες ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι. η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων για να είναι νόμιμη πρέπει να τηρεί συγκεκριμένους κανόνες. που προβλέπονται στο νόμο και ανάγονται σε αρχές επεξεργασίας. μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και η αρχή της νομιμότητας του σκοπού και του τρόπου επεξεργασίας. καθώς και η αρχή της αναλογικότητας. Ειδικότερα. η επεξεργασία των δεδομένων πρέπει να εξυπηρετεί συγκεκριμένο νόμιμο σκοπό και επιπλέον τα προς επεξεργασία δεδομένα. πρέπει να είναι συναφή. πρόσφορα και όχι περισσότερα απ` όσα κάθε φορά απαιτούνται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας. Περαιτέρω. για να είναι κατά το νόμο επιτρεπτή η επεξεργασία πληροφοριών για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, οι οποίες περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο από τον υπεύθυνο επεξεργασίας. απαιτείται. με την επιφύλαξη συνδρομής κάποιας εκ των προβλεπομένων στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του ως άνω νόμου εξαιρέσεων, η προηγούμενη παροχή έγγραφης συγκατάθεσης του υποκειμένου της επεξεργασίας, με ελεύθερη, ρητή, ειδική και σε πλήρη επίγνωση σχετική δήλωση βούλησης αυτού προς τον υπεύθυνο της επεξεργασίας. Εξάλλου. οι ποινικές κυρώσεις του νόμου αυτού δεν ευρίσκουν έδαφος εφαρμογής. όταν κάποιος κάνει χρήση των πληροφοριών που περιήλθαν σε γνώση του. χωρίς να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να του τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο. διότι εκλείπει η κατά το άρθρο 3 του ως άνω νόμου προϋπόθεση του αρχείου (ΑΠ 474/2016. ΑΠ 1372/2015. ΑΠ 2053/2010. ΑΠ 2079/2007. επί ποινικών υποθέσεων). Όμως τα παραπάνω δεν ισχύουν, όταν οι πληροφορίες. οι οποίες περιήλθαν νομίμως σε γνώση του υπευθύνου επεξεργασίας και περιελήφθησαν ή πρόκειται να περιληφθούν σε τηρούμενο από τον υπεύθυνο επεξεργασίας αρχείο και για συγκεκριμένο σκοπό. έτυχαν περαιτέρω επεξεργασίας και ειδικότερα χρησιμοποιήθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο ή διαβιβάσθηκαν σε τρίτο. χωρίς να συντρέχουν οι από το νόμο κατά τα ήδη προεκτεθέντα προϋποθέσεις για την κατά τα ως άνω περαιτέρω επεξεργασία αυτών. οπότε ο υπεύθυνος της επεξεργασίας αυτής ενέχεται κατά το άρθρο 23 παρ. 2 του ν. 2472/1997 σε καταβολή χρηματικής ικανοποίησης του παθόντος. υποκειμένου των δεδομένων. εφόσον ο τελευταίος από την παράνομη επεξεργασία αυτών υπέστη ηθική βλάβη (ΑΠ 1162/2024. ΑΠ 860/2022. ΑΠ 186/2020. ΑΠ 1079/2018. ΑΠ 637/2013). Περαιτέρω. από τη συγκριτική επισκόπηση των διατάξεων του άρθρου 22 του Ν. 2472/1997. (ως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής) προς εκείνες του άρθρου 38 του Ν. 4624/2019. που ισχύει. κατ` άρθρο 87 αυτού. από 29.8.2019. σαφώς συνάγεται ότι με την εφαρμογή του νέου νόμου (ο οποίος είναι μεν ευμενέστερος ως προς την απειλούμενη ποινή και κατά τούτο εφαρμοστέος). δεν έχει αλλάξει η νομοτυπική μορφή του αδικήματος και δεν αφίσταται εκείνης του προϊσχύοντος νόμου. Και τούτο διότι υπό αμφότερες τις ως άνω διατάξεις για την αντικειμενική θεμελίωση του αδικήματος απαιτείται κατά πρώτον α) η ύπαρξη δεδομένων που περιλαμβάνονται σε “αρχείο”, υπό την έννοια του προμνημονευθέντος άρθρου 2 περ. ε` του Ν. 2472/1997, ήτοι συνόλου δεδομένων (πληροφοριών) προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελούν αντικείμενο “επεξεργασίας” και τηρούνται κατά τα οριζόμενα στην πιο πάνω διάταξη. (και σε “σύστημα αρχειοθέτησης” υπό την έννοια του άρθρου 44 του Ν. 4624/2019). β) υποκείμενο των δεδομένων, δηλαδή το φυσικό πρόσωπο. στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί. γ) να πρόκειται για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτά ορίζονται με τις πιο πάνω αναφερθείσες διατάξεις, δ) η επέμβαση τρίτου χωρίς δικαίωμα στο συγκεκριμένο αρχείο με οποιονδήποτε τρόπο και η περιέλευση σε γνώση του (ως αυτόθροη συνέπεια της παράνομης επέμβασης κατά το νέο νόμο) των δεδομένων του αρχείου. Η ειδοποιός διαφορά στη νέα διάταξη. που δεν μεταβάλλει όμως τη βασική νομοτυπική μορφή του αδικήματος. είναι η λεπτομερέστερη περιγραφή των επί μέρους μορφών υπό τις οποίες εκδηλώνεται η τέλεση της συγκεκριμένης πράξης αφού πρόκειται για υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα, δηλαδή για έγκλημα, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση μπορεί να πραγματωθεί με περισσότερους εναλλακτικούς τρόπους συμπεριφοράς. Τέλος. με την παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου θεσπίζεται ως αυτοτελές αδίκημα η χρησιμοποίηση από τρίτον αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. με την προσθήκη και άλλων μορφών χρήσης, ήτοι της διάδοσης, κοινολόγησης με διαβίβαση, διάθεσης, (πλην εκείνων του παλαιού άρθρου 22, της μετάδοσης, ανακοίνωσης κλπ σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν κατά την ως άνω παράθεσή του), τα οποία απέκτησε σύμφωνα με την περίπτωση α’ της παρ. 1, δηλαδή την απόκτηση με την επέμβαση με οποιονδήποτε τρόπο σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τον ίδιο τον υπαίτιο. Για την πλήρωση δε της αντικειμενικής υπόστασης του βασικού αδικήματος της ως άνω παρ. 1α’ του άρθρου 38 Ν.4624/2019 απαιτείται η χωρίς δικαίωμα επέμβαση επί συστήματος αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και η μέσω της επέμβασης αυτής λήψη γνώσης του περιεχομένου των δεδομένων. Ειδικότερα, η τέλεση του αδικήματος προϋποθέτει: α)την ύπαρξη “συστήματος αρχειοθέτησης” που να περιέχει προσωπικά δεδομένα, κατ’ αναλογία του “αρχείου” που προέβλεπε η νομοτυπική μορφή του προϊσχύοντος Ν.2472/1997, β) την επέμβαση σε αυτό, γ) την ανυπαρξία δικαιώματος και δ) την με την επέμβαση αυτή γνώση από τον δράστη του περιεχομένου των δεδομένων. Η επέμβαση προϋποθέτει θετική ενέργεια, η οποία να έχει ως συνέπεια την λήψη γνώσης του περιεχομένου των δεδομένων, με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμα δηλαδή και με τους αναφερόμενους στο εδάφιο β’ τρόπους επεξεργασίας. ήτοι με την αντιγραφή, αφαίρεση, αλλοίωση, Βλάβη, συλλογή, καταχώρηση, οργάνωση, διάρθρωση, Αποθήκευση, προσαρμογή. Μεταβολή, ανάκτηση, αναζήτηση πληροφοριών, συσχέτιση. Συνδυασμό, περιορισμό, διαγραφή ή καταστροφή. Τέτοια ενέργεια αποτελεί, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση του Ν.4624/2019. η χωρίς δικαίωμα “εισβολή-εισχώρηση” απ’ έξω σε συστήματα αρχειοθέτησης. Είναι αυτονόητο όμως, ότι για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος απαιτείται η αυθαίρετη εισβολή σε σύστημα αρχειοθέτησης, καθώς μόνο η περαιτέρω χρησιμοποίηση του προϊόντος αυτής της εισβολής – επέμβασης δύναται να στοιχειοθετήσει αντικειμενικά την κατά νόμο έννοιά της, οπότε, αν δεν λάβει χώρα τέτοια “εισβολή” ή “είσοδος” και ο δράστης τυχόν γνώριζε τα δεδομένα αυτά από μόνος του ή χωρίς αυθαίρετη έρευνα, παρέμβαση ή διείσδυση, τότε δεν πληρούται η νομοτυπική μορφή του αδικήματος [ΑΠ (Ποιν) 426/2022,ΑΠ 96/2020]. Αρκεί δε, η επέμβαση αυτή να έχει ως υλικό αντικείμενό της ένα σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και ο υπαίτιος να μην έχει δικαίωμα επεξεργασίας των δεδομένων αυτών, ήτοι τα δεδομένα να αφορούν σε τρίτο φυσικό πρόσωπο και να μην εμπίπτει ο δράστης σε μία από τις εξαιρέσεις των άρθρων 21-36 του Ν.4624/2019 και του Κανονισμού 2016/679 Ε.Ε.. ώστε να μην έχει εκ του νόμου δικαίωμα επεξεργασίας και λήψης γνώσης των δεδομένων. Ο όρος επομένως. “χωρίς δικαίωμα” πληρούται σε κάθε περίπτωση. όταν η περιγραφόμενη πράξη τελείται με παραβίαση των προϋποθέσεων που τίθενται στον νόμο. Στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν.4624/2019 αναφέρεται ότι “χωρίς δικαίωμα ενεργεί ο δράστης των αδικημάτων των παραγράφων 1, 2, 3 όταν τελεί τις παραπάνω πράξεις χωρίς να υφίσταται σχετική διάταξη νόμου που να του το επιτρέπει ή ενεργεί καθ’ υπέρβαση άλλης νομικής πράξης (λχ. εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας, σύμβασης κ.ο.κ.). Κατά τον τρόπο αυτόν, καλύπτονται νομοθετικά και οι περιπτώσεις παράνομης επεξεργασίας δεδομένων, τα οποία νομίμως έχει στην κατοχή του ο δράστης -αυτουργός του αδικήματος (λχ. λόγω συγκατάθεσης του υποκειμένου τους ή λόγω επεξεργασίας αυτών για άλλον σκοπό), αλλά τα επεξεργάζεται για διαφορετικό σκοπό από αυτόν που συναίνεσε το υποκείμενό τους ή εν αγνοία του τελευταίου. Ως επιπλέον στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης της βασικής μορφής της παρ.1α’ του άρθρου 38 Ν.4624/2019. τίθεται σωρευτικά η λήψη γνώσης του περιεχομένου του αρχείου από τον δράστη. προϋπόθεση που τίθεται ως αποτέλεσμα της προγενέστερης από αυτόν επέμβασης στο σύστημα αρχειοθέτησης. Δεδομένου δε ότι η λήψη γνώσης κατά κανόνα επέρχεται μέσω προηγηθείσας “επέμβασης” στο σύστημα αρχειοθέτησης των δεδομένων, καθίσταται εύκολα αντιληπτός ο λόγος για τον οποίο ο νομοθέτης πρόβλεψε σωρευτικά με την “επέμβαση” και τη λήψη γνώσης στη νέα νομοτυπική μορφή του αδικήματος του άρθρου 38 παρ.1α’, ώστε να πληρούνται όλοι οι όροι του (και όχι διαζευκτικά όπως στην περίπτωση του προϊσχύοντος άρθρου 22 παρ.4 Ν.2472/97, διατύπωση που δημιουργούσε ερμηνευτικές δυσκολίες). Σύμφωνα με τους ορισμούς του Ν.4624/ 2019, είναι απαραίτητο, για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης τόσο της βασικής μορφής του αδικήματος της παρ.1α’, όσο και των υπόλοιπων, των παρ. 1β’, 2, 3, 4 και 5, τα προσωπικά δεδομένα επί των οποίων έγινε η επέμβαση να βρίσκονται σε “σύστημα αρχειοθέτησης”, τα οποίο αποτελεί και το αντικείμενο της προσβολής της εγκληματικής πράξης, όπως αναφέρεται και στην Αιτιολογική Έκθεση του νόμου (ΑΠ 505/2020, ΑΠ 96/2020). Περαιτέρω, για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης της δεύτερης μορφής του αδικήματος, της παρ. 1β’. απαιτείται : α) η ύπαρξη “συστήματος αρχειοθέτησης” που να περιέχει προσωπικά δεδομένα. β) η ανυπαρξία δικαιώματος επεξεργασίας αυτών και γ) μία από τις αναφερόμενες σε αυτό συνέπειες (τρόπους επεξεργασίας), αντιγραφής, αφαίρεσης. αλλοίωσης. βλάβης, συλλογής, καταχώρησης, οργάνωσης, διάρθρωσης. αποθήκευσης. προσαρμογής, μεταβολής, ανάκτησης, αναζήτησης πληροφοριών. συσχέτισης, συνδυασμού, περιορισμού, διαγραφής ή καταστροφής των δεδομένων αυτών. Οι τελευταίοι δε αυτοί τρόποι, δεν συνιστούν απαραίτητα επέμβαση. ήτοι δεν προϋποθέτουν απαραίτητα, για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος, θετική χωρίς δικαίωμα ενέργεια έξωθεν εισβολής-εισχώρησης. που να επιφέρει με οποιονδήποτε τρόπο υλική επενέργεια σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων. Αυτό συμβαίνει γιατί είναι δυνατή και η μετά από νόμιμη κατοχή των δεδομένων, χρήση και επεξεργασία τους, χωρίς δικαίωμα, με έναν από τους αναφερόμενους στο άρθρο 38 παρ. 1β’ του Ν. 4624/2019 τρόπους. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος της παραβίασης προσωπικών δεδομένων των εδαφίων α’ και β’ της παρ. 1 του άρθρου 38 του ως άνω νόμου απαιτείται δόλος, αρκούντος και του ενδεχόμενου. Η προβλεπόμενη στην παράγραφο 2 του άρθρου 38 Ν.4624/2019 πράξη συνιστά “έγκλημα χρήσης” (βλ. Αιτιολ. Έκθεση), αποτελεί δε ήπια διακεκριμένη μορφή τέλεσης του αδικήματος, απειλούμενη με ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε (5) ετών. Για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος της εν λόγω μορφής απαιτείται: α) η ύπαρξη “συστήματος αρχειοθέτησης” που περιέχει προσωπικά δεδομένα, β) η μη ύπαρξη δικαιώματος επεξεργασίας τους, γ) η αναφερόμενη στο α’ εδάφιο της πρώτης παραγράφου μορφή επενέργειας σε αυτά και δ) η επιπρόσθετη συμπεριφορά του δράστη, που τίθεται διαζευκτικά, συνισταμένη στη χρησιμοποίηση, μετάδοση, διάδοση, κοινολόγηση με διαβίβαση, διάθεση, ανακοίνωση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή όταν ο δράστης καθιστά προσιτά ή επιτρέπει σε μη δικαιούμενα πρόσωπα να λάβουν γνώση των δεδομένων αυτών (ΑΠ 1162/2024).

Περαιτέρω. ο νόμος γνωρίζει την έννοια της ηθικής βλάβης. την οποία ρυθμίζει στο άρθρο 932 εδ. α’, β’ Α.Κ.. όπου ως ηθική βλάβη νοείται κάθε μη αποτιμητή σε χρήμα δυσμενής επίδραση στην σωματική. πνευματική. ηθική ή ψυχική υπόσταση του προσώπου συνεπεία προσβολής. ήτοι επέμβασης με την έννοια της βλάβης ή διατάραξης, οποιουδήποτε μη περιουσιακού δικαιώματος ή εννόμου αγαθού ή συμφέροντος. Η ηθική βλάβη συνιστά, καθεαυτή εν ευρεία εννοία, μορφή ζημίας (ΑΠ 1284/2017). Ο σκοπός της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης είναι η (οιονεί αποζημιωτικώς) παροχή στον παθόντα της δυνατότητας να αποκαταστήσει, εν ευρεία εννοία, δηλαδή να εξισορροπήσει ή να υπερνικήσει, τις μη περιουσιακές συνέπειες της προσβολής, με τα απαραίτητα εκείνα οικονομικά μέσα, που θα του επιτρέψουν στα πλαίσια του εφικτού, να διασκεδάσει τις συναισθηματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις που του προκάλεσε η ηθική βλάβη, είτε αυτή αφορούσε σε μη περιουσιακό έννομο αγαθό (όπως το σώμα, η υγεία, η τιμή, το όνομα), είτε αφορούσε σε περιουσιακό έννομο αγαθό. Συνεπώς, η ηθική βλάβη είναι το λογικώς προηγούμενο της χρηματικής ικανοποίησης και ο νομοθέτης ρυθμίζοντας τα περί χρηματικής ικανοποίησης επελθούσας ηθικής βλάβης, δεν προβλέπει επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης χωρίς την επίκληση και απόδειξη. κατά τους δικονομικούς κανόνες. ότι όντως επήλθε ηθική βλάβη. Τούτο εν προκειμένω συνάγεται και εκ του ότι ο νομοθέτης στην περίπτωση του προπαρατεθέντος άρθρου 23 παρ. 1 του ν.2472/1997 όπου ορίζεται “…αν προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση…” ως προϋπόθεση της υποχρεώσεως σε χρηματική ικανοποίηση θέτει το να προκάλεσε ο υπόχρεος ηθική βλάβη (ΑΠ 58/2025). Εξάλλου, κατά το άρθρο 36 § 1 του ν. 4194/2013 “Κώδικας Δικηγόρων”, “αποκλειστικό έργο του δικηγόρου είναι η αντιπροσώπευση και η υπεράσπιση του εντολέα του σε κάθε δικαστήριο ή αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας ή οποιασδήποτε άλλης χώρας, στα δικαστήρια, τις υπηρεσίες και τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα διεθνή δικαστήρια, στα πειθαρχικά και υπηρεσιακά συμβούλια, η κατάθεση σημάτων και διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. η παροχή νομικών συμβουλών προς οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο. καθώς και η σύνταξη γνωμοδοτήσεων προς οποιοδήποτε νομικό ή φυσικό πρόσωπο και αρχή. Στο έργο του δικηγόρου περιλαμβάνεται η διαμεσολάβηση για την αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης. στο πλαίσιο νόμου ή κοινά αποδεκτής διαδικασίας, για την επίτευξη δε της λύσης αυτής. ο δικηγόρος επικοινωνεί και με τον οφειλέτη του εντολέα ή τον δικηγόρο αυτού στο μέτρο των εκάστοτε αναγκών και πάντα σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Επαγγέλματος. Η παράσταση ενώπιον των δικαστηρίων με ή διά δικηγόρου είναι υποχρεωτική για όλες τις υποθέσεις και σε όλες τις διαδικασίες, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από τον νόμο.” Περίπτωση επιτρεπόμενης, κατ’ εξαίρεση, επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου κατ’ άρθρο 5 § 2 περ. ε’ ν. 2472/1997 αποτελεί και η διαβίβαση από τον υπεύθυνο επεξεργασίας σε δικηγόρο των δεδομένων του οφειλέτη του και η εν συνεχεία χρήση των δεδομένων από το δικηγόρο, προκειμένου αυτός να ασκήσει τα νόμιμα καθήκοντά του, δηλαδή την αντιπροσώπευση και υπεράσπιση του εντολέα του σε δικαστήριο ή δημόσια αρχή, αλλά και τη διαμεσολάβηση για την αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης, στο πλαίσιο της οποίας ο δικηγόρος έχει την εξουσία να επικοινωνεί με τον οφειλέτη στο μέτρο των εκάστοτε αναγκών. Τα δεδομένα, που γίνονται αντικείμενο διαβίβασης και χρήσης κατά τα ανωτέρω, πρέπει να είναι τα απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για τις ως άνω ενέργειες, και να μην είναι περισσότερα από τα απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος του εντολέα (Α.Π. 252/2018). Εφόσον, όμως, στην περίπτωση αυτή, για τη διαβίβαση από τον εντολέα – υπεύθυνο επεξεργασίας των νομίμως από αυτόν συλλεγέντων και αποθηκευμένων προσωπικών δεδομένων του οφειλέτη προς το δικηγόρο, προκειμένου αυτός να ασκήσει τα νόμιμα καθήκοντά του, δεν απαιτείται κατά το νόμο η συγκατάθεσή του (οφειλέτη), παρέπεται ότι δεν απαιτείται ούτε η προηγούμενη ενημέρωση αυτού, η οποία παρέχεται, άλλωστε, ακριβώς για να εξασφαλιστεί η συγκατάθεσή του, όταν αυτή απαιτείται, ενόψει αφενός μεν της ιδιαίτερης σχέσης απόλυτης προσωπικής εμπιστοσύνης μεταξύ εντολέα και δικηγόρου, που επιβάλλει την ελεύθερη και ακώλυτη παροχή από τον πρώτο στο δεύτερο όλων των στοιχείων που απαιτούνται για την υπεράσπιση της υπόθεσης, αφετέρου δε του ασυμβίβαστου μεταξύ του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος της προσφυγής στη δικαιοσύνη και της άσκησης εκ μέρους του οφειλέτη κάποιου από τα δικαιώματα των άρθρων 12 και 13 του ν. 2472/1999, που πηγάζουν από το άρθρο 9Α του Συντάγματος, και συγκεκριμένα της υποβολής αίτησης στον υπεύθυνο επεξεργασίας των δεδομένων, δηλαδή τον εντολέα του δικηγόρου, για πρόσβαση στα δεδομένα που πρόκειται να διαβιβαστούν και, σε περίπτωση μη απάντησης, της προσφυγής στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, ή της προβολής εγγράφων αντιρρήσεων στον υπεύθυνο επεξεργασίας, με συνέπεια το δικαίωμα ενημέρωσης του υποκειμένου της επεξεργασίας να υποχωρεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, έναντι του από το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος δικαιώματος δικαστικής προστασίας του υπεύθυνου επεξεργασίας, δεδομένου ότι το εν λόγω δικαίωμα του τελευταίου δεν μπορεί να νοηθεί ως εξαρτώμενο τόσο από την προηγούμενη ενημέρωση, όσο και τη συγκατάθεση του πρώτου (υποκειμένου της επεξεργασίας). (ΑΠ 486/2024). Τέλος. από τις διατάξεις των άρθρων 57. 58. 59 και 914 Α.Κ. προκύπτει. ότι στην αγωγή με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. την οποία ο ενάγων υπέστη από τη μείωση της προσωπικότητάς του. αρκεί να αναφέρεται το είδος της προσβολής. η παράνομη πράξη που την προκάλεσε. ο αιτιώδης συνδυασμός της με αυτή,  καθώς και ότι ο προσβαλών τελούσε σε υπαιτιότητα. Όμως. οι ειδικότεροι προσδιοριστικοί παράγοντες της ηθικής βλάβης. όπως είναι η έκταση της βλάβης του παθόντος. η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου. καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες. δηλαδή η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση καθώς και οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων. ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως του υπαιτίου κλπ. αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης. βαρύτητα πταίσματος). είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθορισθεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος (συμπαρομαρτούσες συνθήκες). Δηλαδή δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία. ώστε η παράθεσή τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής. ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη. αλλά το δικαστήριο αποφαίνεται γι’ αυτά κατά κρίση ελεύθερη (ΑΠ 1212/2014. ΑΠ 220/2010. ΑΠ 1189/2009. ΑΠ 543/2009). Περαιτέρω. από το άρθρο 932 Α.Κ. προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη. λόγω της αδικοπραξίας. ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά. χωρίς. από το άλλο μέρος. να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημίωσης για ηθική βλάβη. που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτό αντλούνται, στη συνέχεια. ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία. που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως : το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής. η περιουσιακή. κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος. η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης). η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον Δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 Α.Κ. εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις. αλλά) κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης. αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και. μέσω αυτού. από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του Α.Κ.. Η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα). με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία, που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση. να τηρείται. κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού. η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος). με την έννοια ότι η σχετική κρίση του Δικαστηρίου. δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια. όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο. που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των Δικαστηρίων. Και τούτο. διότι μια απόφαση. με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του Δικαστηρίου. προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης. ευτελίζει. στην πρώτη περίπτωση. (όσον αφορά τον παθόντα). το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου. και στην δεύτερη. (όσον αφορά τον υπόχρεο). το δικαίωμα της περιουσίας του. αφού το Δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει. όπως προαναφέρθηκε. να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα. με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι. η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή. υπό την προεκτεθείσα έννοια. εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. υπό. την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο. το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του (ΑΠ 1264/2020, ΑΠ 609/2020). (ΑΠ 1162/2024).

Στην προκείμενη περίπτωση. με την από 12-10-2018 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../15-10-2018) αγωγή ο ενάγων και ήδη εκκαλών. ισχυρίσθηκε ότι ο εναγόμενος και ήδη εφεσίβλητος. ως διάδικος και δικηγόρος ταυτόχρονα. άσκησε εναντίον του τη με αριθμ. έκθ. κατάθ. …………/2018 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (νέα τακτική διαδικασία). Ότι στις κατατεθείσες από 17-9-2018 προτάσεις του. ο εναγόμενος επικαλέστηκε έγγραφο εξηγήσεών του προς την Πταισματοδίκη Πειραιώς. με ημερομηνία 5-2-2015. στο κείμενο του οποίου επικαλέστηκε και προσκόμισε. μεταξύ άλλων. επί λέξει  α) «Αντίγραφο εγγράφου του επιθεωρητή του ΑΠ (πράξη αρχειοθέτησης) από την οποία αποδεικνύεται πόσες αναφορές έχει καταθέσει στον ΑΠ κατά δικαστικών λειτουργών, ήτοι έχει καταθέσει 4 αναφορές και 3 υπομνήματα (σχετ. 7)». β) «Δήλωση αποχής της Αντεισαγγελέως Πειραιά …………. από επεξεργασία μηνύσεως του σε βάρος του . …………. ……. (σχετ. 8)» (σελ.9 των εξηγήσεων του εναγομένου) και γ) «Αντίγραφο αγωγής της θείας του …….. η οποία μεταξύ των άλλων. ομολογεί  σχετικά με τις διαφορές του με τον … …………. (σελ. 4). ότι έπεισε όλους τους θείους του να καταθέσουν ψέματα εναντίον του …………. (εντολέα συναδέλφου). προκειμένου να μην του καταβάλλει τις δικηγορικές αμοιβές (σχετ. 11)». στην τελευταία σελίδα του κειμένου εκείνου. Ότι τα ανωτέρω έγγραφα έχουν καταχωρηθεί σε αρχείο που συγκρότησε ο εναγόμενος για το πρόσωπο του ενάγοντος εντασσόμενα σε ευρύτερο σύνολο στοιχείων, που ο εναγόμενος έχει συγκεντρώσει καθώς ο τελευταίος στο δικόγραφο των από 23-4-2018 προτάσεών του και την από 8-5-2018 προσθήκη-αντίκρουση, περιλαμβάνει επίκληση και άλλων εγγράφων-προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος. που προσκομίστηκαν από εκείνον με τις εν λόγω προτάσεις του, μεταξύ των οποίων : 1. (υπό αύξοντα αριθμό 20) «Μήνυσή του στον δικηγόρο ……….. …. (σχετ. 23)». με προσκόμιση της πρώτης μόνον σελίδας. 2. (υπό αύξοντα αριθμό 22) « Έγκλησή του σε βάρος 3 θείων του (σχετ. 25)», με προσκόμιση της πρώτης μόνον σελίδας. 3. (υπό αύξοντα αριθμό 26) «Τέλος αναφορά του προς τον ΔΣΑ σε βάρος δικηγόρου του. ήτοι του …………… (σχετ. 29)» και 4. (υπό αύξοντα αριθμό 27) «Απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου ΔΣΑ σχετικά με το παραπάνω αναφερόμενο δικηγόρο του..(σχετ. 30)». Ότι τα ανωτέρω συνιστούν προσωπικά δεδομένα. τα οποία ο εναγόμενος έχει καταχωρήσει σε αρχείο που συγκρότησε. οργάνωσε και διατηρεί. με προσωπική αξιολόγηση και επιλογή. τα οποία αφορούν το πρόσωπο του ενάγοντος και τα οποία έχει ενσωματώσει σε υλικό φορέα –χαρτί -και μπορούν να αναζητηθούν από τον ίδιο όποτε το επιθυμεί. Ότι ο εναγόμενος προέβη σε επεξεργασία των αναφερομένων στην αγωγή προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος, από ευρύτερο σύνολο στοιχείων του αρχείου του. με την εξαγωγή, χρήση και διάδοση αυτών, προσκομίζοντάς τα ενώπιον δικαστικών αρχών. κατά τον περιγραφόμενο στην αγωγή τρόπο. Ότι  η επίκληση των προαναφερομένων τριών προσωπικών δεδομένων του πραγματοποιήθηκε από τον εναγόμενο παράνομα και υπαίτια αποκλειστικά με στόχευση την αμαύρωση του προσώπου του, ώστε να κακοχαρακτηριστεί ενώπιον τρίτων και μάλιστα εισαγγελέων, δικαστών, γραμματέων, δικηγόρων κ.λ.π.. χωρίς να έχει οποιοδήποτε έννομο συμφέρον να τα επικαλεστεί και χωρίς να υπάρχει η παραμικρή σχέση των εν λόγω εγγράφων με το αντικείμενο της ένδικης διαφοράς. στο πλαίσιο της οποίας τα επικαλέστηκε και προσκόμισε. ούτε ήταν τα μοναδικά αποδεικτικά μέσα που διέθετε. Ότι. δεν ήταν αναγκαία για την υποστήριξη των ισχυρισμών του στη μεταξύ τους διαφορά. διότι δεν συνέτρεχε οποιοσδήποτε κίνδυνος για την αξία του ως ανθρώπου από τη μη επίκλησή τους. ούτε ήταν τα μοναδικά αποδεικτικά μέσα που διέθετε και επικαλέστηκε. ούτε συνέτρεχε οποιαδήποτε αναλογικότητα στην επεξεργασία των ανωτέρω προσωπικών του δεδομένων και στην επίκλησή τους σε βάρος του από τον εναγόμενο. Ότι. εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγομένου υπέστη ψυχική ταλαιπωρία και θλίψη και ηθική βλάβη. για την αποκατάσταση της οποίας απαιτείται η επιδίκαση σ΄ αυτόν εύλογης χρηματικής ικανοποίησης ποσού σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό. ζήτησε. κατόπιν παραδεκτής τροπής του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό. να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη το ανωτέρω ποσό. με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να παραλείπει στο μέλλον κάθε επεξεργασία των επίδικων προσωπικών δεδομένων του υπό στοιχεία (α) και (γ). υπό την απειλή χρηματικής ποινής δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ και προσωπικής κράτησης τριών (3) μηνών για κάθε παράβαση του διατακτικού της εκδοθησομένης απόφασης. καθώς και να καταδικαστεί στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. δικάζοντας την αγωγή. αντιμωλία των  διαδίκων. κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρ. 614 παρ. 3 και 621 επ. ΚΠολΔ). με την εκκαλούμενη απόφασή του. έκρινε ότι αυτή είναι αόριστη και για το λόγο αυτό την απέρριψε ως απαράδεκτη. συμψήφισε δε τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων. Ήδη κατά της παραπάνω απόφασης. παραπονείται ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την υπό κρίση έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν λόγους. που  ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της. ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή του. καθώς και να καταδικαστεί ο εφεσίβλητος στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Η κρινόμενη αγωγή με το ως άνω περιεχόμενο είναι αρκούντος ορισμένη, καθόσον διαλαμβάνονται σε αυτή όλα τα από τις διατάξεις των άρθρων 1. 3 παρ. 1. 5 παρ. 2 ε΄, 7 παρ. 2 γ΄, 22 παρ. 2 και 4. 23 παρ. 1 του ν 2472/1997 και του ταυτάριθμου άρθρου της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ. 57. 59. 299 και 932 του Α.Κ.. 118 αρ. 4. 216 παρ. 1 και 70 του ΚΠολΔ. απαιτούμενα για την πληρότητά της στοιχεία, αφού τα εκτιθέμενα προς θεμελίωσή της περιστατικά. ήτοι α) ότι ο εναγόμενος συγκρότησε. οργάνωσε και διατηρεί με προσωπική αξιολόγηση και επιλογή, αρχείο με δεδομένα. τα οποία αφορούν το πρόσωπο του ενάγοντος, είναι ενσωματωμένα σε υλικό φορέα (χαρτί) και προσιτά στον εναγόμενο με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια και μπορούν να αναζητηθούν από τον ίδιο όποτε το επιθυμεί. β) ότι ο εναγόμενος προέβη σε επεξεργασία των αναφερομένων αναλυτικώς ως άνω προσωπικών δεδομένων του. από ευρύτερο σύνολο στοιχείων του αρχείου του. με την εξαγωγή. χρήση και διάδοση αυτών, προβαίνοντας σε επίκληση και προσκόμισή τους ενώπιον δικαστικών αρχών, κατά τον περιγραφόμενο στην αγωγή τρόπο. γ) ότι η επίκληση των ανωτέρω προσωπικών δεδομένων έγινε από τον εναγόμενο παράνομα και υπαίτια, αποκλειστικά με εξειδικευμένη στόχευση την αμαύρωση του προσώπου του ενάγοντος, ώστε να κακοχαρακτηριστεί ενώπιον τρίτων και δ) ότι εξαιτίας των ενεργειών αυτών του εναγομένου προκλήθηκε στον ενάγοντα αιτιωδώς έντονη θλίψη και ψυχικό πόνο. ενώ δεν ήταν αναγκαίο για το ορισμένο της αγωγής η παράθεση άλλων στοιχείων και δη ποια συγκεκριμένη επεξεργασία υποβλήθηκαν τα προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος. ποιο ήταν το αντικείμενο της εκκρεμούς ποινικής δίκης και αν τα προσωπικά δεδομένα είχαν σχέση με την ουσιαστική διερεύνηση της υποθέσεως από το ποινικό δικαστήριο ή αν αυτά (προσωπικά δεδομένα) εξυπηρετούσαν συμφέροντα του εναγομένου ως ποινικά ελεγχόμενου. καθώς επίσης και ποια ήταν η ιστορική και νομική αιτία καθώς και αίτημα της αγωγής στο πλαίσιο της οποίας προσκομίστηκαν. αφού τα εν λόγω στοιχεία αποτελούν περιεχόμενο αυτοτελούς ισχυρισμού του εναγομένου. όπως τα παραπάνω έχουν γίνει δεκτά και από τη με αριθμό 22/2024 απόφαση του Αρείου Πάγου. η οποία είναι δεσμευτική για το Δικαστήριο αυτό. ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσε και συγκεκριμένα για το ζήτημα του ορισμένου της ως άνω αγωγής και το παρόν Δικαστήριο δεσμεύεται ως προς το νομικό αυτό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση. Επομένως. η ως άνω αγωγή περιείχε όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για να είναι ορισμένη. το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. που με την εκκαλουμένη απόφαση. απέρριψε αυτή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. για το λόγο ότι δεν αναφέρεται σε αυτή το αντικείμενο. ήτοι η ιστορική και νομική αιτία και το αίτημα της αγωγής στο πλαίσιο της οποίας προσκομίστηκαν τα επίμαχα στοιχεία. έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων. Συνεπώς. το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ως άνω διατάξεις και τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ. 4. 216 παρ. 1 και 70 του ΚΠολΔ και. εσφαλμένα απέρριψε την αγωγή ως αόριστη και οι σχετικοί (πρώτος. δεύτερος και τρίτος) λόγοι της έφεσης τυγχάνουν ουσιαστικά βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Κατόπιν τούτου και η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και κατά την περί δικαστικής δαπάνης διάταξη αυτής και το Δικαστήριο αυτό, αφού κρατήσει την υπόθεση να δικάσει περαιτέρω την αγωγή. Περαιτέρω, με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρα 33 παρ. 2. 45 Ν 4446/2016). αρμοδίως είχε εισαχθεί προς εκδίκαση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 14. 22 του Κ.Πολ.Δ.) κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3 και 621 επ. Κ.Πολ.Δ.. 23 Ν 2472/1997). Είναι δε νόμιμη η αγωγή. σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1. 3 παρ. 1. 5 παρ. 2 ε΄, 7 παρ. 2 γ΄, 22 παρ. 2 και 4. 23 παρ. 1 του ν 2472/1997. 23 της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ. 57. 59. 299. 340. 345. 346 (βλ. ΑΠ 1114/2018. ΑΠ 1207/2017) και 932 του Α.Κ.. 946. 947. 176. 68 και 70 του Κ.Πολ.Δ. και επομένως. πρέπει η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν.

Από την εκτίμηση των εγγράφων (οι διάδικοι δεν πρότειναν την εξέταση μάρτυρα), που προσκομίζονται νομίμως μετ’επικλήσεως από τους διαδίκους και εκτιμώνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1286/2003 ΧρΙΔ 2004.245. ΑΠ 1428/2000 ΕλλΔνη 2000.678). συμπεριλαμβανομένων και των ενόρκων βεβαιώσεων που προσκομίζονται από τον ενάγοντα και λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης δίκης, οι οποίες εκτιμώνται προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθόσον κρίνεται ότι δεν λήφθηκαν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν στην παρούσα δίκη, οπότε θα ήταν ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 1301/2023), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο εναγόμενος. ο οποίος είναι δικηγόρος μέλος του Δ.Σ. Πειραιώς, εκπροσωπούσε με την ιδιότητά του αυτή επί σειρά τουλάχιστον δέκα ετών σε διάφορες δίκες εντολέα του, με τον οποίο ο ενάγων είχε αντιδικία ενώπιον των αρμοδίων δικαστικών και εισαγγελικών αρχών. Ο ενάγων κατέθεσε σε βάρος του εναγομένου την από 18-8-2014 αναφορά του καταγγέλλοντας διάφορες πράξεις εκ μέρους του εναγομένου. με βάση την οποία σχηματίστηκε η με ΑΒΜ ……….. ποινική δικογραφία και διενεργήθηκε προκαταρτική εξέταση στα πλαίσια της οποίας ο εναγόμενος κλήθηκε για εξέταση από τον Πταισματοδίκη του 4ου Τμήματος Πειραιά και κατέθεσε τις από 5-2-2015 έγγραφες εξηγήσεις. Ακολούθως ο εναγόμενος άσκησε κατά του ενάγοντος την από 7-5-2018 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ /ΕΑΚ/……../2018) αγωγή. που απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. με αίτημα την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. με αφορμή τα καταγγελθέντα σε βάρος του περιστατικά που διαλαμβάνονται στην ως άνω και αναφερόμενη στην ως άνω αγωγή από 18-8-2014 αναφορά επέχουσα θέση εγκλήσεως. που υπέβαλε σε βάρος του ο ήδη ενάγων. Συγκεκριμένα. η διαφορά τους. σύμφωνα με το περιεχόμενο της ως άνω αγωγής. αφορούσε στις αναφορές. μηνύσεις και καταγγελίες στις οποίες προέβη ο ενάγων σε βάρος του εναγομένου και συγκεκριμένα στην κατατεθείσα στις 15-9-2014 αναφορά επέχουσα θέση εγκλήσεως. στην οποία μεταξύ άλλων αναφερόταν ότι ο ήδη εναγόμενος είχε προβεί σε πολλαπλές παραβάσεις καθήκοντος. άλλως ψευδείς βεβαιώσεις. ειδικότερα δε σε πλημμελή εκτέλεση των δικηγορικών του καθηκόντων σχετιζόμενες με την αναλήθεια σε μετάφραση ξενόγλωσσου κειμένου. στην πλημμελή βεβαίωση γνησίου υπογραφής και στην εκτέλεση των δικηγορικών του καθηκόντων παράτυπα ως μάρτυρα προκειμένου να αποφύγει την καταβολή των νομίμων εισφορών. ενσωματώνοντας στην αγωγή αποσπάσματα της αναφοράς, επικαλούμενος περαιτέρω ότι τα όσα ο ήδη ενάγων ισχυρίστηκε σε αυτή (αναφορά) ήταν εν γνώσει του ψευδή γεγονότα και προσβάλλουν την προσωπικότητά του και ως επαγγελματία δικηγόρου. με αποτέλεσμα την άσκηση από τον ήδη εναγόμενο. της παραπάνω αγωγής του. με την οποία ζητούσε την επιδίκαση συνολικού ποσού 300.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Επίσης στην ως άνω αγωγή ενσωματώνεται αυτούσια και η εκδοθείσα επί της ως άνω εγκλήσεως με αριθ. ……/2015 διάταξη του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιά. με την οποία κατά το μέρος που αφορά τον ήδη εναγόμενο και κατά τα σκέλη της εγκλήσεως που αποτελούν και το περιεχόμενο της αγωγής. απορρίφθηκε η ως άνω αναφορά -έγκληση. Στα πλαίσια αυτής της διαφοράς και ενόψει της συζήτησης της ως άνω αγωγής. ο εναγόμενος κατέθεσε τις από 17-9-2018 προτάσεις του με τις οποίες. για την απόδειξη των ισχυρισμών του. επικαλέστηκε και προσκόμισε. μεταξύ άλλων. τις έγγραφες εξηγήσεις του που δόθηκαν στα πλαίσια προκαταρτικής εξέτασης της παραπάνω εγκλήσεως ενώπιον του 4ου Πταισματοδίκη Πειραιώς (επικαλούμενο στις προτάσεις ως σχετ.4). Στο περιεχόμενο των ως άνω από 5-2-2015 έγγραφων εξηγήσεων ο ήδη εναγόμενος επικαλέστηκε μεταξύ άλλων εγγράφων και τα εξής : «…7) Αντίγραφο του επιθεωρητή του ΑΠ (πράξη αρχειοθετήσεως) από την οποία αποδεικνύεται πόσες αναφορές έχει καταθέσει στον ΑΠ κατά δικαστικών λειτουργών ήτοι έχει καταθέσει 4 αναφορές και 3 υπομνήματα (σχετ.7). 8) Δήλωση αποχής της Αντιεισαγγελέως Πειραιά ………. από επεξεργασία μηνύσεως του σε βάρος του …….. με το αιτιολογικό ότι ο ……….. έχει καταθέσει αναφορά σε βάρος της στον ΑΠ (ότι δηλ. κάνει αυτός τα αποδίδει σε άλλους) (σχετ. 8). 9) …… 10) …. 11) Αντίγραφο αγωγής της θείας του …………. η οποία μεταξύ των άλλων ομολογεί σχετικά με τις διαφορές του με τον …………. (σελ. 4) ότι έπεισε όλους τους θείους του να καταθέσουν ψέματα εναντίον του …………. (εντολέα συναδέλφου) προκειμένου να μην του καταβάλλει τις δικηγορικές αμοιβές (σχετ. 11)…». Από τα παραπάνω έγγραφα όπως ενσωματώνονται στις έγγραφες εξηγήσεις. το πρώτο αναφέρεται σε πράξη αρχειοθέτησης αναφορών-υπομνημάτω που υπέβαλε ο ήδη ενάγων. το δεύτερο σε δήλωση αποχής κατονομαζόμενης εισαγγελικής λειτουργού από εκκρεμή ποινική υπόθεση με εγκαλούντα τον ενάγοντα και το τρίτο αφορά σε δικόγραφο αγωγής σε βάρος του ενάγοντος από το κατανομαζόμενο συγγενικό του πρόσωπο. στο οποίο κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου περιέχεται η ανωτέρω ομολογία. αναφέροντας τη σελ. 4 προφανώς της αγωγής. Στα παραπάνω τρία έγγραφα του εναγομένου. στα οποία δεν αναφέρεται ο εναγόμενος ως διάδικος ή πληρεξούσιος δικηγόρος. περιλαμβάνονταν. μεταξύ άλλων, και προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος. και ειδικότερα το ονοματεπώνυμό του. η διεύθυνση κατοικίας του. οι αριθμοί τα στοιχεία των αναφορών που υπέβαλε ενώπιον αρμοδίων αρχών. τα στοιχεία εγκλήσεως. αναφοράς και ποινικών δικογραφιών που σχηματίστηκαν επ’αυτών (με αριθμούς και χρονολογίες). σε διαφορές του με τον εντολέα του εναγομένου. καθώς και στοιχεία. πληροφορίες και το αντικείμενο διαφοράς επί κατατεθείσας αγωγής φερομένου συγγενικού του προσώπου κατά του ενάγοντος και ειδικότερα περιλαμβάνουν πληροφορίες που συνδέονται άμεσα με τον ενάγοντα και τις προσωπικού χαρακτήρα ιδιότητες ή εκδηλώσεις αυτού με υποθέσεις που έχει άμεση σχέση. οι οποίες δεν είναι επιδεκτικές δημοσιοποίησης (διάδοσης), και χωρίς ο ίδιος να έχει συγκατατεθεί σ’αυτό. Τα έγγραφα δε αυτά, που αναφέρονται στις έγγραφες εξηγήσεις οι οποίες εν συνεχεία προσκομίστηκαν μετ’επικλήσεως με τις προτάσεις σε ανοιγείσα αστικής φύσεως δίκη, με τον τρόπο που αναφέρονται. περιέχουν δεδομένα που αφορούν το πρόσωπο του ενάγοντος και είναι αποτυπωμένα σε υλικό φορέα (χαρτί). παρέμειναν στο αρχείο του εναγομένου. με αποτέλεσμα να είναι ευχερής η πρόσβαση στα δεδομένα αυτά με συγκεκριμένα κριτήρια όπως είναι ο φορέας. το είδος. το θέμα. το αντικείμενο. η ημερομηνία, αριθμός δικογράφου κλπ, και ως εκ τούτου αποτελούσε μέρος αρχείου. κατά την έννοια του ν. 2471/1997, ως περιλαμβανόμενο σε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων που είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια. Ο δε εναγόμενος συγκρότησε. οργάνωσε και διατηρεί με προσωπική αξιολόγηση σε αρχείο τα ως άνω έγγραφα με δεδομένα. που αφορούν το πρόσωπο του ενάγοντος και είναι ενσωματωμένα σε υλικό φορέα (χαρτί) και προσιτά σε αυτόν με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια και μπορούν να αναζητηθούν από τον ίδιο όποτε τα επιθυμεί όπως έπραξε στα πλαίσια και της αστικής δίκης. απορριπτομένου του περί αντιθέτου ισχυρισμού του εναγομένου ως αβάσιμου. Περαιτέρω δε, η χρήση των επίμαχων εγγράφων από τον εναγόμενο. με την επίκληση αυτών δια των εγγράφων εξηγήσεων που δόθηκαν στα πλαίσια προκαταρτικής εξέτασης. στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς κατά την επικείμενη εκδίκαση της από 7-5-2018 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ /ΕΑΚ/……/2018) αγωγής του εναγομένου κατά του ενάγοντος διά του περιεχομένου των εγγράφων εξηγήσεων στις οποίες μνημονεύονται τα επίμαχα έγγραφα. χωρίς να γίνεται επίκληση και προσκόμιση των επιμέρους εγγράφων. αλλά με τον τρόπο που προεκτέθηκε και ταυτοποιεί τον ενάγοντα. συνιστά επεξεργασία των περιεχομένων σ’αυτό δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα της ενάγοντος. Ωστόσο δεν αποδείχθηκε αυθαίρετη ή παράνομη επέμβαση του εναγομένου σε σύστημα αρχειοθέτησης (ποινικό. πολιτικό και πειθαρχικό αρχείο) των αντίστοιχων υπηρεσιών που αναφέρονται παραπάνω χωρίς δικαίωμα. ούτε ότι περιήλθαν στην κατοχή του από τρίτο πρόσωπο το οποίο να είχε επέμβει χωρίς δικαίωμα σε αρχείο. όπως τα παραπάνω κρίθηκαν και με τη με αριθ. 1349,1623α,1623/2022 απόφαση του Β΄Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. που προσκομίζει μετ’επικλήσεως ο εναγόμενος. με την οποία αθωώθηκε για την πράξη της παράνομης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Όμως αποδεικνύεται η κατοχή και η επεξεργασία των ανωτέρω δεδομένων του ενάγοντα. που έγινε χωρίς την απαιτούμενη με βάση το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 2472/1997 συγκατάθεση του ενάγοντος και είναι ανεπίτρεπτη, γιατί δεν εμπίπτει σε κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 2472/1997. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος χρησιμοποίησε διά των προτάσεών του ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου. τις έγγραφες εξηγήσεις που δόθηκαν στα πλαίσια της προκαταρτικής εξέτασης στην οποία μνημονεύονται τα επίμαχα έγγραφα. κρίνοντας ότι αυτά σχετίζονται με το αποδεικτέο θέμα και την υπεράσπιση της αγωγής του. Τα προαναφερόμενα έγγραφα αφορούν τον ενάγοντα. είτε διότι πρόκειται για δικά του έγγραφα, είτε διότι αναφέρονται σε ενέργειές του σχετικά με υποθέσεις που έχει άμεση σχέση, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι αυτά είχαν προσκομιστεί από τον ενάγοντα σε οποιαδήποτε δίκη με τον εναγόμενο ή εντολέα αυτού. Επομένως ο εναγόμενος δεν είχε δικαίωμα να τα εντάσσει σε προσωπικό του αρχείο. το οποίο είχε συγκροτήσει με δεδομένα που αφορούν το πρόσωπο του ενάγοντος. προκειμένου να τα χρησιμοποιεί σε προσωπική του υπόθεση (αγωγή αδικοπραξίας). χωρίς να αποδεικνύεται ότι τα δεδομένα αυτά ήταν πρόσφορα σχετικά με το αντικείμενο της αγωγής. και δεν είχαν καμία έννομη επιρροή στη δίκη περί αδικοπραξίας οι ενέργειες του ενάγοντος σε άλλες υποθέσεις του. στις οποίες δεν προκύπτει συμμετοχή του εναγομένου. ούτε σχετίζονταν με τα καταγγελλόμενα σε βάρος του ενάγοντος. Επίσης δεν αποδείχτηκε ότι  η υπεράσπιση του δικαιώματος του εναγομένου δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Επιπλέον ο ενάγων δεν αποδείχτηκε ότι είχε δώσει έστω και σιωπηρώς τη συγκατάθεσή του για την επεξεργασία των ανωτέρω δεδομένων. Ειδικότερα, η ανωτέρω επεξεργασία των προαναφερθέντων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του ενάγοντος από τον εναγόμενο. έγινε χωρίς την απαιτούμενη με βάση το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 2472/1997 συγκατάθεση του ενάγοντος και είναι ανεπίτρεπτη, γιατί δεν εμπίπτει σε κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 2472/1997. Η ως άνω επεξεργασία δεν ήταν αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδίωκε ο εναγόμενος που έκανε την επεξεργασία και το έννομο συμφέρον αυτού για την ευδοκίμηση της αγωγής της δεν υπερείχε προφανώς των δικαιωμάτων και των συμφερόντων του ενάγοντος. του οποίου θίχτηκαν οι θεμελιώδεις ελευθερίες. Επομένως, η επεξεργασία από τον εναγόμενο των ανωτέρω στοιχείων που αφορούν στον ενάγοντα υπήρξε παράνομη. Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του εναγομένου περί συνδρομής υπέρτερου εννόμου συμφέροντος για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ενώπιον δικαστηρίου [ΑΠ 58/2025, ΑΠ 79/2020, ΑΠΔΠΧ (Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα) 155/2012], πέραν του απαραδέκτου αυτών, καθόσον δεν προβλήθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραδεκτά με δήλωσή του στα πρακτικά και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της πρότασης αυτών από το περιεχόμενο των υποβαλλομένων εγγράφων προτάσεων (ΟλΑΠ 2/2005. ΑΠ 181/2019. ΑΠ 248/2019. ΑΠ 90/2018. ΑΠ 376/2018. ΑΠ 981/2018. ΑΠ 1279/2018. ΑΠ 1389/2018). καθόσον στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους προφορικώς κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και επιπλέον οι ισχυρισμοί αυτοί να καταχωρίζονται στα πρακτικά με σαφή έστω και συνοπτική έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν (άρθρο 591 παρ. 1 περ. δ Κ.Πολ.Δ.), είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Επίσης, ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι οι έγγραφες εξηγήσεις του με τα περιεχόμενα σε αυτές επίμαχα έγγραφα αποτελούν προανακριτικό υλικό, δεν αναιρεί την ευθύνη του εναγομένου για την ανωτέρω επεξεργασία αυτών. αφού αυτή έγινε για διαφορετικό σκοπό, ήτοι για τη χρήση σε άλλη δίκη και εν αγνοία και χωρίς την συγκατάθεση του ενάγοντος. Περαιτέρω, η ως άνω παράνομη και υπαίτια (με δόλο) συμπεριφορά του εναγομένου, δηλαδή η επεξεργασία των ανωτέρω προσωπικών στοιχείων του ενάγοντος, προσέβαλε την προσωπικότητα του τελευταίου. ως προς την έκφανση της πληροφοριακής αυτοδιάθεσής του και του απορρήτου της επαγγελματικής και ιδιωτικής του ζωής. ήτοι κατ’ επέκταση την ιδιωτικότητά του. Περαιτέρω, ο ενάγων ενήργησε υπαιτίως και κατά παράβαση του ν. 2472/1997. προκειμένου να βλάψει τον ενάγοντα. Η ευθύνη δε του εναγομένου είναι νόθος αντικειμενική. ήτοι η υπαιτιότητά της τεκμαίρεται. και ως εκ τούτου για να απαλλαγεί όφειλε να αποδείξει. ο οποίος όμως δεν απέδειξε, ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματός του πραγματικά γεγονότα. κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη. Ενόψει αυτών. ο ενάγων από την παράνομη και υπαίτια προσβολή των ανωτέρω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ.1, 9Α και 19 του Συντάγματος, των διατάξεων του ν. 2472/1997 και του άρθρου 914 ΑΚ υπέστη ηθική βλάβη. για την οποία δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση από τον εναγομένο. υφίσταται δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των πράξεων του εναγομένου και της προκληθείσας ηθικής βλάβης. καθώς οι πράξεις αυτές, κατά το χρόνο και τις συνθήκες που έλαβαν χώρα. ήταν ικανές. κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού. να επιφέρουν την ηθική βλάβη. την οποία και πράγματι επέφεραν. Το αίτημα δε του ενάγοντος που υποβάλλεται με τις προτάσεις του για την εξέταση επ’ακροατηρίω του εναγομένου σχετικά με τον τρόπο και το λόγο που απέκτησε τα επίμαχα έγγραφα και τον τρόπο που έδωσε την επικαλούμενη συναίνεσή του προς χρήση αυτών. δεν κρίνεται αναγκαίο ενόψει του υπολοίπου αποδεικτικού υλικού και τους εν γένει ισχυρισμούς των διαδίκων και πρέπει να απορριφθεί. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά. προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου. απαιτείται εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Ενόψει των ανωτέρω. το Δικαστήριο. λαμβάνοντας υπόψη το νομικό κανόνα του άρθρου 25 Συντ. της “αρχής της αναλογικότητας”, που επιβάλλει και στα δικαιοδοτικά όργανα. κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. να λαμβάνουν υπόψη την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του εκάστοτε επιδιωκόμενου σκοπού και σταθμίζοντας όλα τα ως άνω περιστατικά και τις προαναφερόμενες συνθήκες. κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου. του βαθμού υπαιτιότητάς του και της έντασης του δόλου, του είδους του θιγόμενου αγαθού του ενάγοντος. και δη τις εκφάνσεις της προσωπικότητάς τους. κατά της οποίας στράφηκε η προσβολή. του μεγέθους της προσβολής της προσωπικότητάς του. και της έκτασης αυτής. της έλλειψης οιουδήποτε πταίσματος του τελευταίου σε συνδυασμό και με την οικονομική και κοινωνική κατάσταση του ενάγοντος και την περιουσιακή κατάσταση του εναγομένου. κρίνει ότι πρέπει ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα. προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, ως χρηματική ικανοποίηση στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. το οποίο. μετά στάθμιση των ως άνω κατά νόμο στοιχείων, σύμφωνα και με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής κρίνεται εύλογο (άρθρο 932 ΑΚ) και ανάλογο με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης και είναι σύμφωνο με το σκοπό στο οποίον απέβλεψαν οι αναφερόμενες στη μείζονα πρόταση διατάξεις, χωρίς να καταλήγει σε οικονομική εξουθένωση του εναγομένου και να επιφέρει αδικαιολόγητο πλουτισμό στον ενάγοντα. Επομένως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ουσίαν η αγωγή και να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω. ως προς το αίτημα για παράλειψη της προσβολής στο μέλλον ως προς τα επίμαχα έγγραφα α)του επιθεωρητή του ΑΠ (πράξη αρχειοθέτησης) σχετικά με τις αναφορές και τα υπομνήματα του ενάγοντος και β)της από 24-8-2010 αγωγής της …… ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (αριθ. έκθ. κατάθ. …………./2010). ενόψει της επανειλημμένης χρήσης των επίμαχων εγγράφων με προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος. κρίνεται ότι συντρέχει κίνδυνος επανάληψης της προσβολής και στο μέλλον και επομένως πρέπει να διαταχθεί ο εναγόμενος να παραλείπει στο μέλλον κάθε επεξεργασία των ως άνω δεδομένων που ειδικότερα αναφέρονται παραπάνω και να απειληθεί κατά του εναγομένου χρηματική ποινή πεντακοσίων (500) ευρώ και προσωπική κράτηση ενός (1) μηνός για κάθε παράβαση της παρούσας αναφορικά με τα ανωτέρω. Τέλος. πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα-ενάγοντα. του κατατεθέντος από τον τελευταίο κατά την κατάθεση της έφεσης. παραβόλου (άρθρο 495 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. την οποία. λαμβανομένου υπόψη και του καταλόγου που έχει υποβάλει ο ενάγων με τις προτάσεις του. ορίζει στο ποσό που αναφέρεται ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 179 παρ. 1. 183. 189, 190. 191 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 10-3-2020 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../17-6-2020) έφεση. κατά της με αριθμό 908/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία).

Δέχεται τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει τη με αριθμό 908/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία).

Κρατεί την  υπόθεση και δικάζει επί της από 12-10-2018 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/15-10-2018) αγωγής.

Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να παραλείπει στο μέλλον. κάθε επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος που αναφέρονται στα αναφερόμενα στο σκεπτικό έγγραφα α)του επιθεωρητή του ΑΠ (πράξη αρχειοθέτησης) σχετικά με τις αναφορές και τα υπομνήματα του ενάγοντος και β)της από 24-8-2010 αγωγής της ………. ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (αριθ. έκθ. κατάθ. …………/2010).

Απειλεί κατά του εναγομένου χρηματική ποινή πεντακοσίων (500) ευρώ και προσωπική κράτηση ενός (1) μηνός για κάθε παραβίαση της παρούσας αναφορικά με την ανωτέρω διάταξη.

Επιβάλλει σε βάρος του εναγομένου μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό (1.100) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα-ενάγοντα. του κατατεθέντος από τον τελευταίο κατά την κατάθεση της έφεσης, παραβόλου.

Κρίθηκε. αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά. στις 29 Μαΐου 2025 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ