Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 359/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 359/2025

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη και Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, την ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α) Της εκκαλούσας : Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….» (………), που εδρεύει στο …. Κρήτης, οδός ……., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ΑΦΜ : …….., Γ.Ε.ΜΗ.: ………, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευφροσύνη Εικοσιπεντίδη (ΑΜΔΣΑ : ……).

Των εφεσίβλητων : 1) Της εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στον Πειραιά, οδός ………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα (Αρ. Γ.Ε.ΜΗ. : ………, ΑΦΜ : ……..), 2) Του ……….. και 3) Της …………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αχιλλέα Χριστοδούλου (ΑΜΔΣΑ : ……….).

Β) Της εκκαλούσας – ασκούσας πρόσθετους λόγους έφεσης : Της εταιρίας με την επωνυμία «………», που εδρεύει στον Πειραιά, οδός ………., με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. : …….. και ΑΦΜ : ………., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αχιλλέα Χριστοδούλου (ΑΜΔΣΑ : …………..).

Της εφεσίβλητης – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης : Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στο ……….. Κρήτης, οδός …………,  ΑΦΜ : …….., Γ.Ε.ΜΗ.: ………, νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευφροσύνη Εικοσιπεντίδη (ΑΜΔΣΑ : ……….).

Η ενάγουσα εταιρία με την επωνυμία «………» ζήτησε να γίνει δεκτή η από 25-6-2020 με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2020 και ειδικό …./2020 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με τη με αριθμό 1297/2021 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή (απόφαση).

Την απόφαση αυτή προσβάλλουν : Α) η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εταιρία με την επωνυμία «………..», με την από 7-9-2021 έφεσή της, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2021 και ειδικό …/2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2021 και ειδικό …./2021 για τη δικάσιμο της 16ης Μαρτίου 2023, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, και Β) η πρώτη των εναγόμενων και ήδη εκκαλούσα εταιρία με την επωνυμία «……….», με την από 6-9-2021 έφεσή της, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2021 και ειδικό …./2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2021 και ειδικό ……/2021 για τη δικάσιμο της 16ης Μαρτίου 2023, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο.

Στη συνέχεια, η εκκαλούσα εταιρία με την επωνυμία «. …» άσκησε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς α) τους από 18-3-2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ του παρόντος Δικαστηρίου ……./2022 πρόσθετους λόγους έφεσης, όπως και β) τους από 3-2-2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ του παρόντος Δικαστηρίου ………/2023 πρόσθετους λόγους έφεσης, οι οποίοι προσδιορίστηκαν να συζητηθούν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 16ης Μαρτίου 2023, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο.

Στην τελευταία αυτή δικάσιμο η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν στο ακροατήριο και, αφού έλαβαν το λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, αντίστοιχα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Επειδή ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εισάγονται προς συζήτηση Α) η από 7-9-2021 έφεση, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2021 και ειδικό …./2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2021 και ειδικό …./2021, Β) η από 6-9-2021 έφεση, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2021 και ειδικό …./2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2021 και ειδικό …./2021, Γ) οι από 18-3-2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ του παρόντος Δικαστηρίου …./2022 πρόσθετοι λόγοι έφεσης και Δ) οι από 3-2-2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ του παρόντος Δικαστηρίου …………/2023 πρόσθετοι λόγοι έφεσης, πρέπει να διαταχθεί η συνεκδίκασή τους, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, αφού αφενός οι υπό στοιχεία Α και Β είναι αντίθετες εφέσεις και αφετέρου οι υπό στοιχεία Γ και Δ πρόσθετοι λόγοι έφεσης τελούν, ως προς την υπό στοιχεία Β έφεση, σε σχέση κυρίου και παρεπομένου, ενώ ταυτόχρονα όλα τα δικόγραφα αφορούν τους ίδιους διαδίκους, υπάγονται στην ίδια τακτική διαδικασία και στρέφονται κατά της ίδιας εκκαλουμένης απόφασης (1297/2021) και γιατί έτσι, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 παρ. 1, 246, 520 παρ. 2, 524 παρ. 1 ΚΠολΔ).

II. Η υπό στοιχεία Α έφεση της εν μέρει ηττηθείσας ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατά των εναγόμενων και ήδη εφεσίβλητων, όπως και η υπό στοιχεία Β έφεση της εν μέρει ηττηθείσας πρώτης των εναγόμενων και ήδη εκκαλούσας κατά της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης και κατά της με αριθμό 1297/2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγονται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδώσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρα 19, 495, 498 ΚΠολΔ), ασκήθηκαν δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 8-9-2021 και την 7-9-2021 αντίστοιχα, ήτοι εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στην πρώτη εναγόμενη, που έλαβε χώρα με παραγγελία της ενάγουσας την 9-7-2021, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……….. στο κοινοποιηθέν στην πρώτη των εναγόμενων ακριβές αντίγραφο της εκκαλουμένης απόφασης, που η τελευταία προσκομίζει μετ’ επικλήσεως, ενόψει του ότι α) η ως άνω προθεσμία προς άσκηση της έφεσης τρέχει εναντίον και της ενάγουσας με παραγγελία της οποίας έγινε η επίδοση (άρθρο 144 παρ. 2 ΚΠολΔ) και β) το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται για την προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ (άρθρα 147 παρ. 2, 495 παρ. 1, 498, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Επίσης, έχει κατατεθεί από την κάθε εκκαλούσα, για το παραδεκτό της κάθε εφέσεως, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α (γ) ΚΠολΔ παράβολο, ποσού 150,00 ευρώ, αντίστοιχα (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./8-9-2021 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αναφορά στο με αριθμό …./2021 e-παράβολο ποσού 150,00 ευρώ και τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/7-9-2021 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αναφορά στο με αριθμό …../2021 e-παράβολο ποσού 150,00 ευρώ, αντίστοιχα). Περαιτέρω, η εκκαλούσα της υπό στοιχεία Β έφεσης, α) με το από 18-3-2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ του παρόντος Δικαστηρίου ………./2022 ιδιαίτερο δικόγραφο και β) με το από 3-2-2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ του παρόντος Δικαστηρίου ………../2023 ιδιαίτερο δικόγραφο, άσκησε παραδεκτά πρόσθετους λόγους έφεσης που αφορούν κεφάλαια της εκκαλουμένης απόφασης που έχουν ήδη προσβληθεί με την ένδικη υπό στοιχεία Β έφεσή της και τα οποία (δικόγραφα) κοινοποιήθηκαν εμπροθέσμως στην εφεσίβλητη – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν από την προκείμενη συζήτηση της ένδικης έφεσης (άρθρο 520 παρ. 2 ΚΠολΔ), και συγκεκριμένα την 30-3-2022 και την 10-2-2023 αντίστοιχα, όπως προκύπτει από τη με αριθμό …………./30-3-2022  έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……. και τη με αριθμό ……. Β/10-2-2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……….. και δη προς την …………., δικηγόρο Αθηνών (ΑΜΔΣΑ : ….), ως πληρεξούσια δικηγόρο και αντίκλητο της εφεσίβλητης – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης (άρθρο 143 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρα 126 παρ. 1 στοιχ. α, 127 παρ. 1, 129 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρο 532 ΚΠολΔ) η υπό στοιχεία Α έφεση, όπως και η υπό στοιχεία Β έφεση μετά των πρόσθετων αυτής υπό στοιχεία Γ και Δ λόγων, και να ερευνηθούν περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων τους, μέσα στα όρια που καθορίζονται από τις υπό κρίση εφέσεις και τους πρόσθετους λόγους έφεσης (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενες, κατά τα προεκτεθέντα.

ΙΙΙ. Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την από 25-6-2020 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2020 αγωγή της η ενάγουσα εξέθετε ότι δραστηριοποιείται πανελλαδικά στο χώρο της παροχής τηλεπικοινωνιακών προϊόντων και υπηρεσιών χονδρικής και λιανικής από το έτος 1999 α) με την επωνυμία «….», β) με τον ανάλογο διακριτικό τίτλο στα αγγλικά «….» και γ) το κατοχυρωμένο σήμα «….» με γαλάζια γράμματα, καθώς και ότι έχει λάβει νόμιμη άδεια από την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών (ΕΕΤΤ) για την παροχή υπηρεσιών και συσκευών τηλεπικοινωνίας στην Ελλάδα και ότι αυτή είναι η κύρια δραστηριότητά της, πάνω στην οποία έχει δημιουργήσει φήμη και πελατεία, εγκαθιστώντας τους δικούς της κόμβους σε άλλους παρόχους ή αναβαθμίζοντας το δίκτυό της, ώστε να παρέχει καλύτερες και οικονομικότερες λύσεις τηλεπικοινωνίας στους πελάτες της, ενώ επιπλέον έχει εκδώσει κάρτες SΙΜ κινητής τηλεφωνίας με την επωνυμία της, τις οποίες διαφημίζει σε Ελλάδα και Ευρώπη, προσφέροντας οικονομικά πακέτα κινητής τηλεφωνίας κυρίως σε ταξιδιώτες (……………). Στη συνέχεια, ιστορούσε ότι περί τα μέσα του έτους 2018 διαπίστωσε ότι την 7-2-2018 ο δεύτερος και η τρίτη των εναγόμενων σύστησαν την ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία με την επωνυμία «. …….» και χρησιμοποιούσαν την επωνυμία της ίδιας (ενάγουσας) με διαφορετικό τρόπο γραμμένη, στο ηλεκτρονικό τους κατάστημα και σε ταμπέλες για την εμπορία ειδών τηλεπικοινωνίας, χρησιμοποιώντας ως διακριτικό της επιχείρησής τους την επωνυμία «……..» και τα αρχικά «….» με γαλάζια γράμματα, καθώς και την ιστοσελίδα ……………, για τους ίδιους εμπορικούς σκοπούς με εκείνους της ενάγουσας, όπως αναλυτικά εκτίθεται στην αγωγή, με συνέπεια να δημιουργείται κίνδυνος σύγχυσης ως προς την ταυτότητα των επιχειρήσεών τους και την προέλευση των παρεχόμενων από αυτές υπηρεσιών. Επίσης, ανέφερε ότι ο δεύτερος των εναγόμενων, ο οποίος είναι κύριος μέτοχος της πρώτης των εναγόμενων κατά ποσοστό 95%, διατηρούσε πριν τη σύσταση της τελευταίας, ατομική επιχείρηση με το διακριτικό τίτλο «….» και πιθανόν προέβη στην προπεριγραφείσα πράξη, με σκοπό να δημιουργηθεί σύγχυση μεταξύ των προϊόντων της πρώτης των εναγόμενων και των όμοιων προϊόντων της ενάγουσας, ώστε να αυξήσει τις πωλήσεις του, όχι βάσει της ποιότητας και της τιμής τους, αλλά με την αθέμιτη απόσπαση πελατείας από την ενάγουσα. Τέλος, κατά τη δέουσα εκτίμηση, ισχυριζόταν ότι η εκ μέρους των εναγόμενων χρησιμοποίηση του ονόματος «……………..», των διακριτικών γνωρισμάτων (λεκτικών και απεικονιστικών), του σήματος και της ιστοσελίδας με όνομα παρόμοιο με το δικό της στην επιχείρηση που διατηρούν οι τελευταίοι (εναγόμενοι) στον Πειραιά, με αντικείμενο συναλλαγών ταυτόσημο με το δικό της, προσβάλλει αφενός μεν το δικαίωμα της ενάγουσας στο προαναφερθέν σήμα της, αφετέρου δε στην επωνυμία και το διακριτικό τίτλο της επιχείρησής της, καθώς και στο διακριτικό γνώρισμα των προϊόντων που εμπορεύεται και των προσφερόμενων υπηρεσιών της και στο όνομα χώρου (domain name) που έχει κατοχυρώσει, επιπλέον δε, προκαλεί προφανώς σύγχυση στο ευρύ καταναλωτικό κοινό και κίνδυνο συσχέτισης των δύο επιχειρήσεων, συνιστώντας ταυτόχρονα αθέμιτη, αντικείμενη στα χρηστά ήθη, πράξη εκμετάλλευσης ξένου σήματος και διακριτικού γνωρίσματος, καθόσον παρακωλύει, χωρίς νόμιμο δικαίωμα και με σκοπό ανταγωνισμού, τη διεύρυνση της δικής της επιχειρηματικής δραστηριότητας, ενώ προσπορίζει στους εναγόμενους, χωρίς εύλογη αιτία, αθέμιτο ανταγωνιστικό όφελος. Με βάση δε το ανωτέρω ιστορικό ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι: α) να άρουν την προσβολή του ως άνω σήματος, το οποίο αποτελεί και διακριτικό γνώρισμα ως και διακριτικό τίτλο της εταιρίας της και συγκεκριμένα, να υποχρεωθούν να παύσουν οριστικά και να παραλείπουν στο μέλλον τη χρήση της επωνυμίας «…..» με όποιο τρόπο κι αν γράφεται, να απαγορευτεί στους εναγόμενους να χρησιμοποιούν ως διακριτικό τίτλο και ως ιστοσελίδα την ένδειξη «…..» και να διαφημίζουν στην αγορά και διαδικτυακά, προϊόντα που φέρουν την ως άνω ένδειξη, κατά τρόπο που συνιστά παραποίηση και παράνομη χρήση του κατοχυρωθέντος από την ίδια σήματος, β) να υποχρεωθούν οριστικά να αποσύρουν τις ιστοσελίδες, τις πινακίδες, τα έντυπα, τις κάρτες, τις σφραγίδες, τα τιμολόγια και οποιοδήποτε έτερο έντυπο, τα οποία αναγράφουν την παραπάνω λεκτική ένδειξη, εντός δέκα (10) ημερών από την επίδοση της απόφασης, γ) να απειληθεί σε βάρος των εναγόμενων χρηματική ποινή ύψους τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ για κάθε παράβαση της ως άνω υποχρέωσης προς παράλειψη, δ) να διαταχθεί, ως μέσο άρσης της προσβολής, η δημοσίευση περίληψης του διατακτικού της εκδοθησομένης απόφασης σε δύο (2) ημερήσιες εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας, εντός δύο (2) μηνών από την έκδοση της απόφασης, ε) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ως διαχειριστές των ονομάτων χώρου με κατάληξη gr και έχοντας αρμοδιότητα για τη διαγραφή αυτών, να προβούν, εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έκδοση της απόφασης και με την απειλή χρηματικής ποινής ύψους τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, σε διαγραφή των ονομάτων χώρου ……………., καθώς και να καταδικαστούν οι τελευταίοι (εναγόμενοι) στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία η προσβαλλόμενη με αριθμό 1297/2021 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, μετά τη μερική απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας και δη κατά το μέρος που στρέφεται κατά του δεύτερου και της τρίτης των εναγόμενων και κατά τη στηριζόμενη στην προστασία του επικαλούμενου σήματος φήμης βάση της και αφού κρίθηκε νόμιμη, α) ως προς τη νομική βάση της που αφορά στην προσβολή του ημεδαπού σήματος της ενάγουσας, β) ως προς τη νομική βάση της που αφορά στην προσβολή της επωνυμίας της ενάγουσας και γ) ως προς τη νομική βάση της που αφορά στην προστασία από πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού, έγινε εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν. Ειδικότερα, δυνάμει της προσβαλλόμενης απόφασης (1297/2021) i) υποχρεώθηκε η πρώτη εναγόμενη α) να άρει την προσβολή του σήματος της ενάγουσας με την αφαίρεση του προσβάλλοντος διακριτικού γνωρίσματος-σημείου, που χρησιμοποιεί εν είδει σήματος, από τα έντυπα, τα διαφημιστικά φυλλάδια, τα σημεία εξωτερικά (επιγραφές) και εσωτερικά του κείμενου επί της οδού …………… στον Πειραιά καταστήματος, όπου έχει τεθεί, από το «domain name» της επιχείρησης, με την απόσυρση από την αγορά κάθε προϊόντος, ηλεκτρονικής καταχώρισης και διαφημιστικού υλικού που φέρει το ως άνω διακριτικό γνώρισμα-σημείο, και β) να παραλείπει την προσβολή του σήματος της ενάγουσας στο μέλλον με την προμήθεια, κατοχή, πώληση, διαφήμιση, προώθηση, διάθεση καθ’ οιονδήποτε τρόπο και προσφορά προς πώληση προϊόντων της επιχείρησής της με διακριτικό γνώρισμα τη λέξη «….», «….» ή «…», με απειλή σε βάρος της ίδιας εναγόμενης χρηματικής ποινής ύψους 3.000 ευρώ για κάθε παράβαση της ως άνω διάταξης περί παράλειψης της προσβολής στο μέλλον, ii) κηρύχθηκε η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή κατά την καταψηφιστική της διάταξη περί άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, iii) διατάχθηκε η με επιμέλεια της ενάγουσας και με δαπάνες της πρώτης εναγόμενης δημοσίευση περίληψης της απόφασης σε δύο ημερήσιες πανελλήνιας κυκλοφορίας εφημερίδες και iv) συμψηφίστηκαν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Κατά της παραπάνω απόφασης (1297/2021) παραπονείται 1) η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την υπό στοιχεία Α έφεσή της, ζητώντας τη μεταρρύθμισή της, για τους αναφερόμενους στην εν λόγω έφεση λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, προκειμένου να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή της, και 2) η πρώτη των εναγόμενων και ήδη εκκαλούσα, με την υπό στοιχεία Β έφεσή της μετά των υπό στοιχεία Γ και Δ πρόσθετων αυτής λόγων, ζητώντας την εξαφάνισή της, για τους αναφερόμενους στα εν λόγω (υπό στοιχεία Β, Γ και Δ) δικόγραφα λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, προκειμένου να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η εναντίον της ασκηθείσα αγωγή.

ΙV. Aπό τις διατάξεις των άρθρων 121, 122, 124 παρ. 1 περ. γ, 125 παρ. 1 και 3 και 150 του Ν. 4072/2012 [οι οποίες εφαρμόζονται στην προκείμενη υπόθεση κατά τα άρθρα 2 ΑΚ και 24 ΕισΝΑΚ λόγω του επικαλούμενου χρόνου της προσβολής του σήματος της ενάγουσας], ο οποίος (Ν. 4072/2012), μεταξύ άλλων, τροποποιηθείς με το Ν. 4155/2013, περιέχει ρυθμίσεις για την προστασία των σημάτων, με γενική έναρξη εφαρμογής από τη δημοσίευσή του στο ΦΕΚ 86 την 11-4-2012 (βλ. τα άρθρα 183 και 330 παρ. 2), προκύπτει ότι αυτός που κατέθεσε νόμιμα σήμα, κατά τα άρθρα 122 και 134 επ. τούτου (του Ν. 4072/2012), δηλαδή σημείο επιδεκτικό γραφικής παράστασης, ικανό να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης, από εκείνα άλλων επιχειρήσεων, έχει το αποκλειστικό δικαίωμα της χρήσης αυτού, η οποία δεν έγκειται σε υποχρέωση, ήτοι να επιθέτει αυτό στα προϊόντα ή εμπορεύματα, τα οποία προορίζεται να διακρίνει, καθώς και στα περικαλύμματα και στις συσκευασίες των εμπορευμάτων, στο χαρτί αλληλογραφίας, στα τιμολόγια, στους τιμοκαταλόγους, στις αγγελίες, στις κάθε είδους διαφημίσεις, καθώς και σε κάθε άλλο έντυπο υλικό και να το χρησιμοποιεί σε ηλεκτρονικά ή οπτικοακουστικά μέσα. Ο δικαιούχος του σήματος δικαιούται να απαγορεύσει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές σημεία, τα οποία αποτελούν παραποίηση ή απομίμηση του σήματός του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 124 παρ. 1 και 125 παρ. 3 του ως άνω νόμου. Ειδικότερα, ο δικαιούχος του σήματος δικαιούται (άρθρο 125 παρ. 3 του Ν. 4072/2012) να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, χωρίς την άδειά του: α) σημείο ταυτόσημο με το σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες, που ταυτίζονται με εκείνες, για τις οποίες το σήμα έχει καταχωρηθεί (υπό την έννοια της συγκεκριμένης ρύθμισης, ένα σημείο είναι πανομοιότυπο με σήμα όταν αναπαράγει, χωρίς τροποποίηση ή προσθήκη όλα τα στοιχεία που συνθέτουν το σήμα ή όταν, θεωρούμενο στο σύνολό του, παρουσιάζει διαφορές τόσο αμελητέες, ώστε να περνούν απαρατήρητες από έναν μέσο καταναλωτή – βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 20-3-2003 και της Υπόθεσης υπ’ αριθμ. C-291/00 ……… SA, ΤΝΠ ………….), β) σημείο για το οποίο, λόγω της ταυτότητας ή ομοιότητάς του με το σήμα και της ταυτότητας ή ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών, που καλύπτονται από το σήμα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης, περιλαμβανομένου και του κινδύνου συσχέτισης και γ) σημείο ταυτόσημο ή παρόμοιο με το σήμα που έχει αποκτήσει φήμη και η χρησιμοποίησή του θα προσπόριζε σε αυτό, χωρίς εύλογη αιτία, αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος ή θα έβλαπτε το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη αυτού, ανεξάρτητα αν το σημείο προορίζεται να διακρίνει προϊόντα ή υπηρεσίες, που ομοιάζουν με τα προϊόντα ή υπηρεσίες του προγενέστερου σήματος. Εκ των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι ο κίνδυνος σύγχυσης, ως πραγματολογική παράμετρος προσβολής σήματος, από τη χρήση άλλου διακριτικού σημείου, δεν απαιτείται στην πρώτη περίπτωση της διπλής ταυτότητας διακριτικών γνωρισμάτων και προϊόντων υπηρεσιών και στην τρίτη περίπτωση της προστασίας σήματος φήμης. Περαιτέρω, αποτελεί παραποίηση του σήματος η πιστή αντιγραφή ή αναπαράσταση αυτού, κατά τα κύρια σημεία του ή στο σύνολό του και έτσι η δημιουργία άλλου, απομίμηση δε του σήματος η ιδιαίτερη προσέγγιση αυτού προς άλλο σήμα, η οποία παραποίηση ή απομίμηση αφενός εξαρτάται από την οπτική και ηχητική εντύπωση των δύο σημάτων, επί δε λεκτικών σημάτων και από την εννοιολογική τέτοια, κατά πάσα δε περίπτωση από τη συνολική εντύπωση των δύο σημάτων, ασχέτως βέβαια από τις επιμέρους ιδιότητες και διαφορές των δύο σημάτων και αφετέρου, μπορεί να προκαλέσει σύγχυση στους (ενημερωμένους και ευλόγως προσεκτικούς) μέσους καταναλωτές, σχετικά με την προέλευση των προϊόντων ή αντικειμένων εμπορίας από την επιχείρηση του δικαιούχου του σήματος ή από την επιχείρηση του χρήστη του σήματος, διά του σχηματισμού στους εν λόγω καταναλωτές της αντίληψης ότι εκείνα προέρχονται από αυτή την επιχείρηση ή αυτά προέρχονται από την άλλη επιχείρηση (πρβλ. ΑΠ 1604/2003 ΕλλΔνη 45. 807, ΔΕΚ C- 425/1998 ΕλλΔνη 42. 1462, ΔΕΚ C-81/2001 ΕλλΔνη 45. 288, ΕφΑθ 840/2012 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, Λιακόπουλος, Βιομηχανική Ιδιοκτησία, Αθήνα 2000, σελ. 349-352). Οι πιο πάνω διατάξεις αποσκοπούν στην προστασία του καταναλωτικού κοινού από τον κίνδυνο σύγχυσης, αλλά συγχρόνως και του δικαιούχου του σήματος από τον κίνδυνο της εκμετάλλευσης της φήμης του και υπονόμευσης της διακριτικής και διαφημιστικής δύναμης του ονόματος, με το οποίο κυκλοφορεί το προϊόν στην αγορά. Κίνδυνος σύγχυσης εξάλλου, υπό στενή έννοια, συντρέχει όταν το συναλλακτικό κοινό, λόγω της ομοιότητας των σημάτων και των προϊόντων, υπολαμβάνει ταυτότητα της επιχείρησης, από την οποία προέρχονται τα προϊόντα. Και αν μεν η εντύπωση αυτή (ταυτότητα επιχείρησης) δημιουργείται από την ομοιότητα των σημάτων, γίνεται λόγος για άμεσο κίνδυνο σύγχυσης, ενώ για έμμεσο, όταν η ανωτέρω εντύπωση οφείλεται όχι στην ομοιότητα των σημάτων, αλλά στη διαπίστωση ότι το ένα σήμα αποτελεί μεταβολή ή εξέλιξη του άλλου. Κίνδυνος σύγχυσης δε υπό ευρεία έννοια γίνεται δεκτό ότι συντρέχει και όταν, λόγω της ομοιότητας των σημάτων δύο διαφορετικών επιχειρήσεων, δημιουργείται η εσφαλμένη εντύπωση ότι ανάμεσα στις επιχειρήσεις αυτές υπάρχει οικονομικός ή άλλος δεσμός (βλ. σχετ. ΑΠ 1604/2003, ΕφΑθ 840/2012, ο.π.). Καθοριστική σημασία στην προαναφερόμενη εκτίμηση του κινδύνου σύγχυσης έχει ο τρόπος, με τον οποίο ο μέσος καταναλωτής της κατηγορίας των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών αντιλαμβάνεται τα σήματα (βλ. απόφαση ΔΕΚ της 12ης Ιανουαρίου 2006 C-361/04 .. ……. ΕΕμπΔ 2006. 1049). Ως τέτοιος θεωρείται εκείνος που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Ειδικά σε περίπτωση που παρεμβάλλονται ενδιάμεσοι στη διανομή προς τον καταναλωτή ή προς τον τελικό χρήστη ενός προϊόντος καλυπτομένου από καταχωρισμένο σήμα, οι κύκλοι των ενδιαφερομένων, των οποίων η γνώμη πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για να εκτιμηθεί η ύπαρξη κινδύνου σύγχυσης, περιλαμβάνουν όχι μόνον τους καταναλωτές ή τους τελικούς χρήστες, αλλά και, αναλόγως των χαρακτηριστικών της αγοράς του οικείου προϊόντος, όλους τους επαγγελματίες που παρεμβάλλονται στην εμπορία του προϊόντος αυτού  (απόφαση ΔΕΚ C-371/02 της 29-04-2004, ……….., ΧρΙΔ 2004. 558). Εξάλλου, από το ότι το οικείο ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται από επαγγελματίες ειδικευμένους στον τομέα των σχετικών προϊόντων ή υπηρεσιών και είναι ικανό να εκδηλώσει υψηλό βαθμό προσοχής κατά την επιλογή των προϊόντων ή υπηρεσιών αυτών, δεν αρκεί για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να πιστέψει το εν λόγω κοινό ότι τα επίδικα προϊόντα προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή, ενδεχομένως, από οικονομικά συνδεόμενες επιχειρήσεις (απόφαση ΠΕΚ της 14ης Ιουλίου 2005, Τ- 126/03, ….., Nomos). Η εκτίμηση περί του αν υφίσταται ένας τέτοιος κίνδυνος εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, και ιδίως από το κατά πόσον είναι γνωστό το σήμα στην αγορά, από το βαθμό ομοιότητας μεταξύ του σήματος και του χρησιμοποιούμενου ή καταχωρισμένου σημείου, από το βαθμό ομοιότητας μεταξύ των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, καθώς και από τη διάρκεια χρήσης του σήματος και χρησιμοποιούμενου ή καταχωρισμένου σημείου. Ειδικότερα, η εκτίμηση του κινδύνου σύγχυσης πρέπει, όσον αφορά την οπτική, ακουστική (ηχητική) ή εννοιολογική ομοιότητα των συγκρουόμενων σημάτων, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που προκαλούν αυτά (βλ. απόφαση ΔΕΚ της 12ης Ιουνίου 2007, C-334/05 Π. Limonchelo Nomos, ΑΠ 1409/1980 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 7369/1996 ΔΕΕ 1996. 1153), το οποίο ισχύει και στην περίπτωση σύνθετου σήματος (ΑΠ 1131/1995 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1127/1994 ΕΕμπΔ 1995. 310, ΑΠ 310/1990 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Τούτο δεν αποκλείει την ύπαρξη δεσπόζοντος στοιχείου σε ένα σύνθετο σήμα, ήτοι στοιχείου που παρουσιάζει μεγαλύτερη σημασία στην ανάλυση του συνόλου του σημείου, εφόσον ο καταναλωτής, καθώς παρατηρεί το σήμα, λαμβάνει υπόψη και συγκρατεί το δεσπόζον στοιχείο του σημείου που του επιτρέπει, στο πλαίσιο μεταγενέστερης αγοράς, να επαναλάβει την εμπειρία (βλ. την ανωτέρω απόφαση ΔΕΚ C-334/05). Έτσι, υπό ορισμένες συνθήκες, το λεκτικό στοιχείο ενός σύνθετου σήματος δύναται να έχει εντονότερο διακριτικό χαρακτήρα από το εικαστικό, διότι ο μέσος καταναλωτής αναφέρεται πολύ ευκολότερα στο προϊόν χρησιμοποιώντας την ονομασία του παρά περιγράφοντας την απεικόνιση που αυτό φέρει (ΑΠ 1030/2008 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, Μ.-Θ. Μαρίνος, Δίκαιο Σημάτων 2007, σελ. 188), Εξάλλου, η μακρά αδιατάραχτη συνύπαρξη των εκατέρωθεν διακριτικών γνωρισμάτων αποκλείει τον κίνδυνο σύγχυσης, επειδή κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας τεκμαίρεται ότι οι συναλλαγές έχουν συνηθίσει σε αυτήν και προσέχουν τις μικρές διαφοροποιητικές λεπτομέρειες (ΕφΑθ 7936/2001 ΔΕΕ 2002. 706, Μ.-Θ. Μαρίνος, ο.π., σελ. 186-187). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι δεν υφίσταται κίνδυνος σύγχυσης μεταξύ του προσβαλλόμενου σήματος και του δικού του διακριτικού γνωρίσματος λόγω διαφορετικών επιμέρους στοιχείων του σήματος ή επειδή το προσβάλλον διακριτικό γνώρισμα χρησιμοποιείται από μακρού αδιατάρακτα στις ίδιες συναλλαγές αποτελεί άρνηση (Μ.-Θ. Μαρίνος, ο.π., σελ. 336 – 337). Επιπρόσθετα, ως παράμετροι κρισιολόγησης του, κατά τα ανωτέρω, κινδύνου σύγχυσης, γίνονται δεκτές οι εξής, τρεις: α) Η ομοιότητα των σημείων. Αυτή αναλύεται σε οπτική, ακουστική ή εννοιολογική και αρκεί η αποδοχή μίας εκ των τριών αυτών κατευθύνσεων, για την κατάφαση του κινδύνου σύγχυσης, κατόπιν συνολικής εκτίμησης όμως, όλων των σχετικών παραγόντων της οικείας υπόθεσης, με καθοριστική σημασία να προσλαμβάνει, όπως προαναφέρθηκε, η γενική εντύπωση που δημιουργείται στον αποδέκτη των προϊόντων ή υπηρεσιών (βλ. ΔΕΚ, Απόφαση της 6-10-2005 στην υπόθεση C-120/04, …. ΧρΙΔ 2006. 741 επ., σκέψη 26, ΔΕΚ Απόφαση της 22-06-2000 στην υπόθεση C425/98, . ….., ΤΝΠ ……., σκέψη 40, Μ.-Θ. Μαρίνος, Δίκαιο Σημάτων, Αθήνα 2007, σελ. 178 έως 181, παρ. 381, 382, 384 και 387), β) Η ομοιότητα των προϊόντων ή υπηρεσιών, η οποία και προσδιορίζει την κανονιστική εμβέλεια του σήματος στις συναλλαγές. Για τη σχετική αξιολογική εκτίμηση, βαρύνουσα σημασία προσλαμβάνει η φύση και ο προορισμός των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών, χαρακτηριστικά στα οποία οι καταναλωτές αποδίδουν τη μεγαλύτερη σημασία. Υπό το πρίσμα αυτό, παρόμοια είναι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες, όταν προορίζονται για σκοπούς ή χρήσεις παρεμφερείς, απευθύνονται στον ίδιο κύκλο καταναλωτών και διανέμονται στα ίδια κανάλια διανομής (βλ. ΣτΕ 914/2001, ΔΕφΑθ 3407/2002 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Εντούτοις, η ένταξη ενός προϊόντος ή μίας υπηρεσίας στην ίδια κλάση, δεν έχει αποφασιστική σημασία για την κατάφαση της ομοιότητας των συγκρινόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, όπως και αντίστροφα, η υπαγωγή δύο εμπορευμάτων ή υπηρεσιών σε διαφορετικές κλάσεις, δεν οδηγεί αναγκαστικά στην άρνηση της ομοιότητας (και τούτο επειδή η ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με τον Διακανονισμό της Νίκαιας εξυπηρετεί αποκλειστικώς διοικητικούς σκοπούς, βλ. σχετ. ΔΕΚ Απόφαση της 13-12-2004 στην υπόθεση Τ-8/03, ……, ΤΝΠ …….., σκέψη 40, Μ.-Θ. Μαρίνος, ο.π., σελ. 190, παρ. 403 και 404), γ) Η διακριτική δύναμη του σήματος που προσβάλλεται, η οποία εκτιμάται υπό μία σφαιρική προσέγγιση, σε σχέση με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες, για τις οποίες ζητήθηκε η καταχώρισή του και με την αντίληψη των καταναλωτών των συγκεκριμένων προϊόντων και υπηρεσιών. Έτσι, όσο σημαντικότερη είναι η διακριτική ισχύς του προσβαλλομένου σήματος, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος σύγχυσης από τη χρήση του παραποιητικού ή απομιμητικού αυτού προϊόντος στις συναλλαγές (βλ. ΔΕΚ Απόφαση της 22-06-2000 στην υπόθεση C-425/98, ……….., ο.π., σκέψεις 38 και 39, Μ.-Θ. Μαρίνος, ο.π., σελ. 191, παρ. 405 και 406). Σε κάθε περίπτωση, για την κρίση αν υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης λαμβάνεται υπόψη η δημιουργούμενη εντύπωση, σε σημαντικό τμήμα των σχετικών συναλλακτικών κύκλων, με συνεπακόλουθο η παραπλάνηση ενός μικρού τμήματος των καταναλωτών, να μην αρκεί για την κατάφαση αυτού (βλ. Ρόκας, Σήματα Ερμηνεία του Ν. 4072/2012, Αθήνα 2013, σελ. 53, παρ. 16). Ο κίνδυνος σύγχυσης εξάλλου, περικλείει και τον κίνδυνο συσχέτισης (νοητικής σύνδεσης) μεταξύ δύο σημείων, ο οποίος αφορά την περίπτωση, κατά την οποία μολονότι τα δύο σημεία, συγκρινόμενα αυτοτελώς μεταξύ τους, δεν επιφέρουν κίνδυνο σύγχυσης, δημιουργείται πάντως από αυτά η εντύπωση είτε ότι τα εμπορεύματα ή οι υπηρεσίες, που φέρουν το σήμα, προέρχονται από την ίδια επιχείρηση, είτε από διαφορετικές μεν, που έχουν όμως σχέση συνεργασίας (βλ. Ρόκα, ο.π., σελ. 55, παρ. 27). Κατά πάγια κοινοτική νομολογία, η έννοια του μέσου καταναλωτή της αντίστοιχης κατηγορίας προϊόντων, η αντίληψη του οποίου αναδεικνύεται σε κύρια παράμετρο της στάθμισης περί συνδρομής κινδύνου σύγχυσης ή μη, από την παραποίηση ή απομίμηση προϊόντων, συγκεκριμενοποιείται στον καταναλωτή, που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (βλ. ΔΕΚ Απόφαση της 20-3-2003 στην υπόθεση C291/00 ……, ΤΝΠ ………, σκέψη 52, ΔΕΚ, Απόφαση της 08-04-2004 στην υπόθεση C-53/01 …., ΤΝΠ …….., σκέψη 41, ΔΕΚ, Απόφαση της 09-03-2012 στην υπόθεση Τ-32/10 ………, ΤΝΠ ……, σκέψη 25, Μ.-Θ. Μαρίνος, Δίκαιο Σημάτων, ο.π., σελ. 185, παρ. 395). Έτσι, είναι δυνατόν, παρά την ομοιότητα των σημάτων, να μη δημιουργείται κίνδυνος σύγχυσης, όταν τα προϊόντα απευθύνονται σε εξειδικευμένους χρήστες (ΑΠ 1790/1999 ΕΕμπΔ 2000. 804), οι οποίοι κατά κανόνα είναι σε θέση να διακρίνουν μεταξύ γνωρισμάτων που εμφανίζουν μικρές διαφορές (βλ. ΔΕΚ Απόφαση της 12-01-2006 στην υπόθεση C-361/04 ………Nomos, σκέψεις 38 επ., ΔΕΚ Απόφαση της 09-3-2012 στην υπόθεση Τ-32/10 ……….., ο.π., σκέψη 45, Μ.-Θ. Μαρίνος, ο.π., σελ. 186) [AΠ 1092/2020, ΑΠ 966/2019, ΑΠ 1404/2018, ΤριμΕφΑθ 696/2023, ΤριμΕφΘεσσαλ 2213/2019 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ]. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 146/1914 «περί αθεμίτου ανταγωνισμού» προκύπτει αφενός μεν ότι απαγορεύεται στις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές κάθε πράξη, που γίνεται, με σκοπό ανταγωνισμού και αντίκειται στα χρηστά ήθη, αφετέρου δε ότι ο παραβάτης μπορεί να εναχθεί για παράλειψη και για ανόρθωση της προκληθείσας ζημίας. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 13 παρ. 1 και 14 του ίδιου νόμου προκύπτει ότι εκείνος, ο οποίος κάνει κατά τις συναλλαγές χρήση ονόματος εμπορικής επωνυμίας ή ιδιαιτέρου διακριτικού γνωρίσματος βιομηχανικής ή εμπορικής επιχείρησης, κατά τρόπο, που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση με το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα, το οποίο άλλος νόμιμα μεταχειρίζεται, μπορεί να υποχρεωθεί από τον τελευταίο σε παράλειψη της χρήσης, ακόμη και αν αυτή γίνεται με μερικές παραλλαγές, εφόσον όμως, αυτές δεν αποκλείουν τον εν λόγω κίνδυνο (της σύγχυσης). Τα διακριτικά γνωρίσματα, που αποτελούν μέσα εξατομίκευσης της επιχείρησης, προστατεύονται από τις διατάξεις του παραπάνω νόμου, με σκοπό την παρεμπόδιση της εκμετάλλευσης της ξένης καλής φήμης και, συγχρόνως, την προφύλαξη του καταναλωτικού κοινού από τον κίνδυνο της σύγχυσης, ο οποίος υπάρχει όταν, λόγω ομοιότητας δύο διακριτικών γνωρισμάτων, είναι πιθανόν να δημιουργηθεί παραπλάνηση στους συναλλακτικούς κύκλους και συγκεκριμένα σ’ ένα, όχι εντελώς ασήμαντο, μέρος των πελατών, αναφορικά είτε με την προέλευση των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών από ορισμένη επιχείρηση είτε με την ταυτότητα της επιχείρησης είτε με την ύπαρξη σχέσεως συνεργασίας μεταξύ δύο επιχειρήσεων. Αν τα διακριτικά γνωρίσματα της επιχείρησης προσβληθούν με τη χρησιμοποίησή τους από τρίτον, παρέχεται η από το άρθρο 13 του Ν. 146/1914 προστασία, ενώ αν προσβληθεί διακριτικό γνώρισμα, που έγινε δεκτό ως σήμα και καταχωρίστηκε ως τέτοιο, κατά τις διατάξεις του Ν. 4679/2020, χωρίς να διαγραφεί, δεν προστατεύεται από τις διατάξεις του Ν. 146/1914, αλλά παρέχεται η προστασία από τις διατάξεις του ανωτέρω Ν. 4679/2020. Μόνο αν τέτοιο διακριτικό γνώρισμα δεν έχει γίνει δεκτό ως σήμα, ή, γενόμενο δεκτό, έχει διαγραφεί και χρησιμοποιείται αθεμίτως από άλλον, ο φορέας της επιχείρησης έχει την προαναφερόμενη προστασία των άρθρων 13 και 14 του Ν. 146/1914. Αν όμως, το σήμα έχει επικρατήσει και ως διακριτικό γνώρισμα, τότε είναι δυνατή η προστασία του σήματος και με βάση το Ν. 146/1914 (ΑΠ 249/2021, ΑΠ 15/2021, ΑΠ 1423/2013, ΑΠ 1477/2011 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, από τις διατάξεις αυτές προκύπτει: 1) ότι για την εφαρμογή του άρθρου 1 απαιτείται η πράξη αφενός να έγινε προς το σκοπό του ανταγωνισμού και αφετέρου να αντίκειται στα χρηστά ήθη, ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, που, κατά τη γενική αντίληψη, σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση (Ολ ΑΠ 2/2008 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ) και 2) ότι για την ύπαρξη αθέμιτου ανταγωνισμού με τη χρήση ξένου διακριτικού γνωρίσματος, απαιτείται δυνατότητα να προκληθεί σύγχυση, χωρίς την οποία αθέμιτος ανταγωνισμός δεν υπάρχει (ΑΠ 2026/2007, ΑΠ 1123/2002 ΕλλΔνη 45. 95, ΑΠ 1780/1999 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Διακριτικό γνώρισμα είναι το μέσο, με το οποίο εξατομικεύεται είτε το πρόσωπο (λ.χ. το όνομα του), είτε η επιχείρηση (λ.χ. διακριτικός τίτλος της), είτε το εμπόρευμα ή οι υπηρεσίες (λ.χ. το σήμα και ο διασχηματισμός). Σε αντίθεση με τη γενική απαγορευτική ρήτρα του άρθρου 1 του Ν. 146/1914, που απαιτεί ανταγωνιστικό σκοπό κατά την έννοια της πρόθεσης των άρθρων 914 και 919 ΑΚ, στην περίπτωση του άρθρου 13 του ίδιου Νόμου αρκεί η χρήση να γίνεται κατά τρόπο, που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση, έστω και αν αυτή δεν γίνεται με ανταγωνιστικό σκοπό. Χρήση, που μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση, είναι η αυτούσια μίμηση και η παραποίηση, δηλαδή η χρησιμοποίηση με μικρές μεταβολές, που δεν αρκούν για να αποτραπεί η σύγχυση. Έτσι, η παραποίηση μπορεί να είναι οπτική, ηχητική, εννοιολογική ή και συνειρμική, τον δε κίνδυνο σύγχυσης μπορεί να δημιουργήσει η ομοιότητα λέξεων ή και αριθμών, που αποτελούν το γνώρισμα, εικόνων, ήχων, σχημάτων, χρωμάτων, σχεδίων, συσκευασιών, διαφημίσεων. Σημασία έχει η γενική εντύπωση, που δημιουργείται, ενώ ο κίνδυνος σύγχυσης δεν αποκλείεται, όταν η χρησιμοποίηση γίνεται με μικρές παραλλαγές (ΑΠ 1409/1980 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Κίνδυνος σύγχυσης υπάρχει, όταν, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, λόγω ομοιότητας δύο διακριτικών γνωρισμάτων, μπορεί να δημιουργηθεί παραπλάνηση στους συναλλακτικούς κύκλους και συγκεκριμένα σε ένα όχι εντελώς ασήμαντο μέρος των πελατών, όσον αφορά στην προέλευση των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών από ορισμένη επιχείρηση, είτε στην ταυτότητα της επιχείρησης, είτε στην ύπαρξη σχέσης συνεργασίας μεταξύ των δύο επιχειρήσεων. Τέτοια σύγχυση πρέπει να αποφεύγεται, διότι ο σαφής σκοπός του Νομοθέτη είναι, να αποτρέπονται πεπλανημένες εντυπώσεις ως προς τη δραστηριότητα μιας επιχείρησης και εκμετάλλευση της καλής της φήμης από άλλη επιχείρηση. Προϋπόθεση για να δημιουργηθεί σύγχυση από τη χρήση των διακριτικών γνωρισμάτων είναι να έχουν διακριτική δύναμη, χωρίς την οποία δεν μπορούν να επιτελέσουν τον προορισμό τους. Ο βαθμός της διακριτικής δύναμης προσδιορίζει και την έκταση προστασίας. Η ύπαρξη κινδύνου σύγχυσης αποτελεί προϋπόθεση για την προστασία όλων των διακριτικών γνωρισμάτων (ΤριμΕφΑθ 987/2023, ΤριμΕφΑθ 4911/2022, ΤριμΕφΑθ 2801/2022 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Ο παραβάτης των ανωτέρω διατάξεων μπορεί να υποχρεωθεί σε παράλειψη χρήσης του διακριτικού γνωρίσματος, από το οποίο μπορεί να προκληθεί η σύγχυση που προαναφέρθηκε ή και σε αποζημίωση εκείνου που ζημιώθηκε, αν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, ότι με τη χρήση αυτή μπορούσε να προκληθεί σύγχυση, ως και σε άρση της προσβολής, η οποία μπορεί να συνίσταται και στην κατάσχεση και καταστροφή. Ειδικότερα, αξίωση αποζημίωσης αναγνωρίζεται στον ζημιωθέντα τόσο στην περίπτωση του άρθρου 1 του Ν. 146/1914 γενικά, όσο και στην περίπτωση του άρθρου 13 του ίδιου Νόμου, στη δεύτερη όμως, περίπτωση μόνο, αν ο παραβάτης «γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει» (δηλαδή από αμέλεια δεν γνώριζε), ότι με τη χρήση του ξένου διακριτικού γνωρίσματος μπορούσε να προκληθεί σύγχυση. Σε περίπτωση αθέμιτου ανταγωνισμού δεν αποκλείεται και επιπλέον αξίωση για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης εκείνου, σε βάρος του οποίου έγινε  η προσβολή,  κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρα 914, 932 ΑΚ), εφόσον συντρέχουν  οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, ήτοι όταν ο προσβάλλων ενεργεί με υπαιτιότητα. Η προαναφερόμενη γενική ρήτρα του άρθρου 1 του Ν. 146/1914 εφαρμόζεται, συμπληρωματικά- επικουρικά και επί Εμπορικού ή Βιομηχανικού Σήματος, εφόσον η προστασία, που παρέχουν οι ειδικές περί σημάτων διατάξεις, δεν επαρκεί. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 13 του Ν. 146/1914 προκύπτει ότι, για να παρασχεθεί στο δικαιούχο σήματος η προβλεπόμενη από το νόμο για τον αθέμιτο ανταγωνισμό προστασία, απαιτείται, αφενός μεν πράξη να έγινε με σκοπό ανταγωνισμού, αφετέρου δε με τη χρήση του ξένου σήματος, να υπάρχει δυνατότητα πρόκλησης σύγχυσης στον κοινό καταναλωτή, σχετικά με την προέλευση όμοιων προϊόντων, χωρίς την οποία (σύγχυση) δεν νοείται, όπως αναφέρθηκε, αθέμιτος ανταγωνισμός (ΑΠ 1131/1995, ΑΠ 310/1990  Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Εάν όμως, το σήμα έχει επικρατήσει και ως διακριτικό γνώρισμα της επιχείρησης και λόγω της χρησιμοποίησής του από άλλον υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης, τότε το σήμα προστατεύεται και βάσει του άρθρου 13 του Ν. 146/1914 «περί αθεμίτου ανταγωνισμού» (ΤριμΕφΔυτΜακεδ 30/2020, ΤριμΕφΛαρ 154/2018 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Προς διάκριση της προέλευσης εμπορεύματος από συγκεκριμένο φορέα, δύναται είτε α) να κατατεθεί και καταχωρισθεί σήμα, είτε β) να χρησιμοποιηθεί στις συναλλαγές ένδειξη, η οποία δεν καταχωρίσθηκε ως σήμα. Στη δεύτερη περίπτωση, η ένδειξη προστατεύεται ως διασχηματισμός υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 13 του Ν. 146/1914. Σε περίπτωση, κατά την οποία υφίσταται σύγκρουση μεταξύ σήματος αφενός και διακριτικού γνωρίσματος αφετέρου, τότε ισχύει ο κανόνας prior in tempore potior in iure. Ισχύει δηλαδή, η αρχή της προτεραιότητας, υπό την προφανή έννοια ότι το παλαιότερο κτηθέν διακριτικό γνώρισμα υπερισχύει του νεοτέρου (ΑΠ 1155/2019, ΑΠ 606/2005 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Επομένως, σε περίπτωση, κατά την οποία προηγήθηκε η χρησιμοποίηση στις συναλλαγές διακριτικού γνωρίσματος, που έχει τα στοιχεία της ονοματικής λειτουργίας και της διακριτικής δύναμης και στη συνέχεια ακολούθησε κατάθεση και αμετάκλητη παραδοχή σήματος, τότε – σύμφωνα με την προεκτεθείσα αρχή – υπερισχύει το διακριτικό γνώρισμα, οπότε ο δικαιούχος του τελευταίου, επικαλούμενος κατ’ ένσταση την προτεραιότητά του, δικαιούται να αποκρούσει την επί παραλείψει αγωγή του δικαιούχου του σήματος, ως κάτοχος υπέρτερου δικαιώματος (ΑΠ 371/2012 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Τα πολιτικά δικαστήρια δεν έχουν αρμοδιότητα να ελέγξουν ούτε παρεμπιπτόντως τη συνδρομή των προϋποθέσεων περί διαγραφής του σήματος (άρθρα 32 του Ν. 2239/1994 και 158 του Ν. 4072/2012) και δεν έχουν το δικαίωμα να αρνηθούν τη νόμιμη προστασία του σήματος έστω και αν υποπέσει στην αντίληψή τους ύπαρξη λόγου μη έγκρισης ή διαγραφής του (ΑΠ 344/2013 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Προς προστασία όμως, των συναλλαγών και του καταναλωτικού κοινού από τον κίνδυνο σύγχυσης περί της προέλευσης προϊόντων ή υπηρεσιών ερευνάται από τα πολιτικά δικαστήρια (που έχουν δικαιοδοσία να κρίνουν για την αστική προστασία του σήματος του δικαιούχου από παράνομες προσβολές τρίτων) ο κίνδυνος σύγχυσης που μπορεί να προκληθεί από τη χρήση δύο σημάτων στο μέσο καταναλωτή του σχετικού συναλλακτικού κύκλου είτε ως προς την ταυτότητα της επιχείρησης που προσφέρει τα προϊόντα (κίνδυνος σύγχυσης υπό στενή έννοια) είτε σε σχέση με τις σχέσεις της με άλλη επιχείρηση (κίνδυνος σύγχυσης υπό ευρεία έννοια) [ΑΠ 1609/2014, ΑΠ 1751/2011, ΤριμΕφΘεσσαλ 2213/2019 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ]. Άλλωστε, διακριτικός τίτλος είναι λέξη πραγματική ή φανταστική, ή ονομασία που μπορεί να αναφέρεται στην επωνυμία, στην τοποθεσία του καταστήματος, σε ορισμένο κύκλο πελατών, σε τοπική προέλευση κ.λ.π., αποσκοπεί δε στην εξατομίκευση και διάκριση της επιχείρησης ή του καταστήματος. Αναγκαία προϋπόθεση για την προστασία του διακριτικού τίτλου είναι να έχει αυτός διακριτική δύναμη. Το χαρακτήρα αυτό δεν έχουν συνηθισμένα ονόματα, λέξεις της καθομιλουμένης, γενικές περιγραφικές ή γεωγραφικές δηλώσεις που διακρίνουν ολόκληρους κλάδους εμπορίου ή κατηγορία επιχειρήσεων ή καταστημάτων, απλές χωρίς ιδιορρυθμία απεικονίσεις των πωλουμένων προϊόντων ή άλλες ενδείξεις που χρησιμοποιούνται για τη δήλωση της προέλευσης ή της ποιότητας του εμπορεύματος (ΕφΘεσσαλ 1300/2013, ΕφΑθ 6270/2000, ΕφΑθ 799/1988 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, επωνυμία είναι το όνομα, με το οποίο εμφανίζεται φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητάς του στις συναλλαγές, υπογράφει με αυτό και ενάγει ή ενάγεται, ενώ διακριτικός τίτλος ή σύμφωνα με τη διατύπωση του άρθρου 13 παρ. 1 του Ν. 146/1914 – ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα καταστήματος ή βιομηχανικής επιχείρησης, είναι η ένδειξη, με την οποία εξατομικεύεται και διακρίνεται ονομαστικά η επιχείρηση, κλάδος ή κατάστημά της στις συναλλαγές και είναι μη υποχρεωτικό λεκτικό γνώρισμα, που επιλέγεται ελεύθερα (Μ.-Θ. Μαρίνος, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, σελ. 292 επ., 300 επ.). Εξάλλου, το αποκλειστικό δικαίωμα επί της επωνυμίας ή του διακριτικού τίτλου, κτάται σύμφωνα με το ουσιαστικό σύστημα, ήτοι με τη χρησιμοποίηση στις συναλλαγές, η δε καταχώριση σε οποιοδήποτε δημόσιο βιβλίο – μητρώο, έχει δηλωτικό και όχι συστατικό χαρακτήρα (ΕφΑθ 512/2006 ΕλλΔνη 48. 522, Μ.-Θ. Μαρίνο, ο.π., σελ. 255-256, 302). Σε περίπτωση προσβολής διακριτικών γνωρισμάτων, που επιτελούν ονοματική λειτουργία, εφαρμόζονται τόσο οι διατάξεις των άρθρων 13, 14 του Ν. 146/1914, όσο και των άρθρων 58, 59 του ΑΚ (Μ.-Θ. Μαρίνο, ο.π., σελ. 293, 298). Προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται η προστασία αυτή είναι η χρήση της επωνυμίας ή του διακριτικού τίτλου στις συναλλαγές στην ημεδαπή και η χρήση από τρίτον να μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο σύγχυσης (ΕφΑθ 6193/2006 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Η σύγκρουση της ως άνω επωνυμίας ή του ως άνω διακριτικού τίτλου, με μεταγενέστερο σημείο, που χρησιμοποιείται εν είδει διακριτικού γνωρίσματος επιχείρησης, αντιμετωπίζεται ως σύγκρουση διακριτικών γνωρισμάτων, χωρίς αναγωγή στο δίκαιο των σημάτων. Έτσι, παρέχεται προστασία στον δικαιούχο, που πρώτος έκανε χρήση του διακριτικού γνωρίσματος, εφόσον από τη χρήση του μεταγενεστέρου σημείου μπορεί να προκληθεί σύγχυση, διότι ο μέσος καταναλωτής, βάσει του ενδιαφέροντος, της προσοχής του και της εν γένει εντύπωσης από το πρώτο διακριτικό γνώρισμα, διαπλάσσει μία εικόνα, η οποία συνδέεται με την, από άλλον, μεταγενέστερη χρησιμοποίηση του διακριτικού γνωρίσματος. Αντίθετα, η δυνατότητα σύγχυσης αποκλείεται εάν το μεταγενέστερο διακριτικό γνώρισμα από μακρού αδιατάρακτα χρησιμοποιείται ή δεν είναι ικανό να προκαλέσει σύγχυση στις συναλλαγές (ΑΠ 1780/1999 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 197/1989 ΕλλΔνη 31. 1426, ΕφΛαρ 814/2005 Δ 2006. 1084). Ακολούθως, η αναγγελία του τυχόν διακριτικού τίτλου της επιχειρήσεως στο Επιμελητήριο (άρθρο 4 παρ. 2β του Ν. 1089/1980) και η καταχώρισή του στο πρωτόκολλο επωνυμιών (άρθρο 5 παρ. 2 του Ν. 1089/1980) δεν έχει δημιουργικό, αλλά απλώς δηλωτικό χαρακτήρα. Ο διακριτικός τίτλος, που έχει τα στοιχεία της ονοματικής λειτουργίας, της διακριτικής δυνάμεως και της χρησιμοποιήσεως στις συναλλαγές, προστατεύεται κατά το άρθρο 13 παρ. 1 του Ν. 146/1914, εφόσον συντρέχει το στοιχείο της συγχύσεως στις συναλλαγές (ΤριμΕφΘεσσαλ 2213/2019 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6270/2000 ΔΕΕ 2001. 490, Αντωνόπουλος, Βιομηχανική Ιδιοκτησία, εκδ. 2002, παρ. 383, Μαρίνος, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, εκδ. 2002, παρ. 519) [ΤριμΕφΠατρ 183/2021 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ]. Εξάλλου, βασική προϋπόθεση για την άσκηση ηλεκτρονικού εμπορίου, αποτελεί η δημιουργία ενός χώρου στο διαδίκτυο (internet), όπου θα καθίσταται δυνατή η πρόσβαση πελατών και η κατάρτιση των συναλλαγών. Μέσο (εισιτήριο) για την είσοδο στο διαδίκτυο αποτελεί το «domain name» (όνομα περιοχής), το οποίο κατ’ ουσία επιτελεί ρόλο ηλεκτρονικής διεύθυνσης, επιτρέποντας την επικοινωνία του χρήστη του διαδικτύου με τον κάτοχο της ηλεκτρονικής διεύθυνσης. Έτσι ο χρήστης, συνδεόμενος με ένα συγκεκριμένο όνομα διαδικτύου, επιθυμεί να έρθει σε επαφή με τα δημοσιευμένα στην ιστοσελίδα δεδομένα και κατ’ επέκταση με το πρόσωπο στο οποίο ανήκει η ιστοσελίδα, με τον τρόπο δε αυτό καθίσταται δυνατή η πρόσβαση πελατών ακόμη και η κατάρτιση συναλλαγών. Το «domain name» αποτελείται από σειρά αλφαριθμητικών χαρακτήρων (τουλάχιστον τριών και όχι περισσότερων των είκοσι τεσσάρων), χωρίς ή με λογικό ειρμό, σε μια ή περισσότερες λέξεις που χωρίζονται από διάφορα σημεία. Η τελευταία από τις λέξεις (κατά κανόνα συγκεκριμένη), αποτελεί και το σημείο αναφοράς, συνήθως της χώρας αρχειακής καταχώρισης του «domain name» του χρήστη (π.χ. gr = Greece κ.λ.π.) ή της βασικής ιδιότητάς του (org = Organization). Το «domain name» δεν μπορεί κατ’ αρχήν να ταυτισθεί με την εμπορική επωνυμία, το διακριτικό τίτλο και το εμπορικό σήμα. Πρέπει ωστόσο, να αποδίδεται σε αυτό λειτουργία τόσο διακριτικού τίτλου όσο και σήματος, κατά έμμεσο τρόπο, όταν αυτό χρησιμοποιείται ως διακριτικό στοιχείο για το πρόσωπο ή την επιχείρηση στο διαδίκτυο, διότι, όπως και τα προηγούμενα, έχει πρωταρχικά εξατομικευτική και αναγνωριστική λειτουργία. Η ευχέρεια ελεύθερης χρήσης οποιασδήποτε ονομασίας, όσο γνωστή και φημισμένη και αν είναι, από τον πρώτο τυχόντα θα προκαλούσε τεράστιες ή ανεπανόρθωτες ζημίες στην επιχείρηση που καθιερώθηκε στις συναλλαγές με την επίμαχη ονομασία. Για τη διαφύλαξη έτσι των νομίμων συμφερόντων των παραπάνω επιχειρήσεων, θα πρέπει να αποδοθεί στο «domain name» μια οιονεί λειτουργία διακριτικού τίτλου και σήματος. Τούτο ενισχύεται και από το ότι οι κάτοχοι «domain name» στην πράξη εμφανίζονται στο διαδίκτυο με τα διακριτικά γνωρίσματα που τους κατέστησαν γνωστούς στον υλικό κόσμο, δηλαδή χρησιμοποιούν το όνομα, την επωνυμία ή το σήμα τους, δεδομένων μάλιστα των περιορισμένων ορίων παροχής «domain name» για κάθε χρήση αλλά και της επιβαλλόμενης συντομίας για του είδους αυτού την επικοινωνία. Υπό τις ανωτέρω παραδοχές, η σύγκρουση μεταξύ διακριτικού γνωρίσματος επιχείρησης, επωνυμίας, σήματος κ.λ.π. και «domain name» θα αρθεί κατ’ αρχάς, με βάση την αρχή της χρονικής προτεραιότητας κατά τα εν γένει ισχύοντα (ΑΠ 371/2012, ΤριμΕφΑθ 2801/2022, ΕφΑθ 1711/2013, ΕφΘεσσαλ 498/2010, ΕφΠειρ 608/2009 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, Β. Αντωνόπουλο, Βιομηχανική Ιδιοκτησία, σελ. 385, παρ. 395 – 402). Έτσι, το ομοειδές του «domain name» αλλά και της δραστηριότητας του κατόχου του με αντίστοιχο προγενέστερο διακριτικό γνώρισμα κ.λ.π., σαφώς συνηγορεί υπέρ της κατάφασης της προσβολής του προγενέστερου γνωρίσματος. Ο κίνδυνος σύγχυσης ωστόσο, πρέπει να νοηθεί ευρέως, ώστε να μην αποκλείεται ακόμα και όταν η μεταγενέστερη επιχείρηση παράγει ή εμπορεύεται ανόμοια προϊόντα ή προσφέρει ανόμοιες υπηρεσίες, αφού και στην περίπτωση αυτή ο καταναλωτής μπορεί να σχηματίσει την εντύπωση ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή ότι ανάμεσα στις δύο επιχειρήσεις υπάρχει σχέση συνεργασίας. Απαιτείται όμως, στην περίπτωση αυτή, να υπάρχει τουλάχιστον κάποια εγγύτητα ή συγγένεια των οικονομικών κλάδων, στους οποίους ανήκουν οι αντιμαχόμενες επιχειρήσεις, και τούτο διότι η έλλειψη κάθε σχέσης των οικονομικών κλάδων δραστηριότητας θα έχει κατά κανόνα ως αποτέλεσμα τη δυνατότητα παραπλάνησης ενός αμελητέου τμήματος των σχετικών συναλλακτικών κύκλων, το οποίο δεν θα επαρκούσε για την αποδοχή του κινδύνου σύγχυσης (ΑΠ 371/2012, ΤριμΕφΠατρ 183/2021, ΤριμΕφΑθ 2288/2016, ΕφΑθ 6762/2007, ΕφΑθ 8247/2005 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).

V. Από τις με αριθμό …./9-11-2020 και …../9-11-2020 ένορκες βεβαιώσεις του …………… και του …………… ενώπιον του Ειρηνοδίκη Ηρακλείου Κρήτης, αντίστοιχα, οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας μετά τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της πρώτης των εναγόμενων (ως προς την οποία λαμβάνονται υπόψη, σε αντίθεση με τους λοιπούς εναγόμενους), όπως προκύπτει από τη με αριθμό …. Β/4-11-2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……, με συνημμένη την από 2-11-2020 εξώδικη γνωστοποίηση – κλήση (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ), που επιδόθηκε στην πρώτη εναγόμενη (άρθρα 126 παρ. 1 στοιχ. γ, 129 παρ. 1 ΚΠολΔ), την οποία επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, με την επισήμανση ότι η παράλειψη αναφοράς στην ως άνω κλήση του επαγγέλματος του γνωστοποιηθέντος και κατόπιν ενόρκως εξετασθέντος μάρτυρα …….., κατά παράβαση του άρθρου 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεν επιδρά στο κύρος της σχετικής ληφθείσας ένορκης βεβαίωσης (1214/9-11-2020), καθότι α) η παράλειψη αυτή δεν συμπεριλαμβάνεται σε εκείνες που με ποινή απαραδέκτου της ληφθείσας ένορκης βεβαίωσης προβλέπονται στο άρθρο 424 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 του Ν. 4842/2021, το οποίο εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, όπως στην προκείμενη, κατά τη διάταξη της παρ. 1 β του άρθρου 116 του αυτού νόμου, όπως διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4871/2021, και β) από την προαναφερθείσα παράλειψη δεν συντρέχει, ούτε άλλωστε γίνεται επίκληση από την πρώτη εναγόμενη δικονομικής βλάβης της, κατά το βάσιμο σχετικό ισχυρισμό της εκκαλούσας της υπό στοιχεία Α έφεσης, από τις με αριθμό …./24-11-2020 και ……/24-11-2020 ένορκες βεβαιώσεις του ……….. και του ……….. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., αντίστοιχα, οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια των εναγόμενων μετά τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου τους, όπως προκύπτει από τη με αριθμό …………./19-11-2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……….., με συνημμένη την από 18-11-2020 εξώδικη γνωστοποίηση – κλήση (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ), που επιδόθηκε στην ……….., δικηγόρο Αθηνών (ΑΜΔΣΑ : ……), ως πληρεξούσια δικηγόρο και αντίκλητο της ενάγουσας (άρθρο 143 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρα 126 παρ. 1 στοιχ. α, 127 παρ. 1, 128 παρ. 4, 129 παρ. 2 ΚΠολΔ), την οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι εναγόμενοι, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται νόμιμα και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικά παρακάτω, χωρίς πάντως, να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 277/2020, ΑΠ 386/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), από τις με αριθμό …../21-12-2018, …./21-12-2018 και …/21-12-2018 ένορκες βεβαιώσεις της ………….., του ……….. και της ………… ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, αντίστοιχα, τη με αριθμό ………../20-12-2021 ένορκη βεβαίωση του ………….. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια των εναγόμενων και τη με αριθμό ……/21-3-2022 ένορκη βεβαίωση του …………. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια της πρώτης των εναγόμενων, άπασες στα πλαίσια άλλων μεταξύ τους δικών και οι οποίες παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1028/2013, ΑΠ 343/2000 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), καθώς και από τις πολιτικές αποφάσεις, που έχουν εκδοθεί μεταξύ των ίδιων διαδίκων στα πλαίσια άλλων μεταξύ τους δικών (ενδεικτικά η με αριθμό 3506/2022 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς / Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων και η με αριθμό 676/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς / Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) και οι οποίες ομοίως παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 440/2024, ΑΠ 1286/2003 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα αποτελεί ανώνυμη εταιρία, που συστάθηκε αρχικά υπό την επωνυμία «…………», την οποία τροποποίησε με την από 20-3-2000 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της σε «………………….» (ΦΕΚ τ. ΑΕ και ΕΠΕ με αριθμό 3274/15-5-2000). Για τις σχέσεις της με τις χώρες της αλλοδαπής ορίστηκε ότι η επωνυμία της θα αποδίδεται με λατινικά ψηφία και σε πιστή αυτής μετάφραση. Έδρα της ορίστηκε ο Δήμος ………….. Κρήτης (στη συμβολή των οδών ……………). Ιδρυτής της είναι ο ……, Πρόεδρος του ΔΣ και Διευθύνων Σύμβουλος, ο οποίος μετά την ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας στο εξωτερικό, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Σκοπός της ενάγουσας εταιρίας, σύμφωνα με το καταστατικό της, είναι : α) η αγορά και η πώληση, εισαγωγή, εξαγωγή, διάθεση, εμπορία, συναρμολόγηση και εν γένει εκμετάλλευση πάσης φύσεως ηλεκτρονικών ειδών και computers και παντός είδους εξαρτημάτων, παρακολουθημάτων και ανταλλακτικών αυτών καινούργιων και μεταχειρισμένων, β) η παροχή πάσης φύσεως υπηρεσιών (service), συντηρήσεως και επισκευής των ανωτέρω ειδών, γ) η αγορά, μίσθωση, εκμίσθωση, χρονομεριστική μίσθωση ακινήτων, μηχανημάτων, αυτοκινήτων, πλωτών μέσων και γενικά υλικών και εγκαταστάσεων που εξυπηρετούν τους σκοπούς της εταιρίας, δ) η έρευνα και επιστημονική ενασχόληση προς παραγωγή σύγχρονης τεχνολογίας και τεχνικής στήριξης των σκοπών της εταιρίας, ε) η συμμετοχή, συνεργασία, εξαγορά και αντιπροσώπευση άλλων επιχειρήσεων στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό οποιασδήποτε νομικής μορφής ως και κοινοπραξιών που έχουν ή επιδιώκουν τους ίδιους ή παραπλήσιους σκοπούς, στ) η παροχή πάσης φύσεως υπηρεσιών τηλεπικοινωνίας, ηλεκτρονικών δικτύων τηλεματικών εφαρμογών, καθώς και ψηφιακής τεχνολογίας (τηλεοπτικών δικτύων), ζ) Επίσης η πώληση, συντήρηση, επισκευή των ανωτέρω και η) Γενικά η άσκηση και παροχή πάσης φύσεως συναφών προς τους παραπάνω σκοπούς εργασιών και υπηρεσιών (βλ. και τη δημοσίευση της ενάγουσας στο Γ.Ε.ΜΗ. με κύρια κατά δήλωσή της δραστηριότητα τις υπηρεσίες σταθερής τηλεφωνίας και δευτερεύουσα, μεταξύ άλλων, το χονδρικό εμπόριο ηλεκτρικών μηχανών και συσκευών). Η ενάγουσα είναι πάροχος σταθερής τηλεφωνίας και ευρυζωνικών υπηρεσιών, προσφέροντας ένα ευρύ φάσμα προϊόντων και υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, η κύρια δραστηριότητα της ενάγουσας είναι η παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και ολοκληρωμένων τηλεπικοινωνιακών λύσεων, με συνδυασμό υπηρεσιών σταθερής τηλεφωνίας με την ευελιξία της κινητής, ήτοι η προσφορά δωρεάν εφαρμογών για κινητά, οι υπηρεσίες Cloud ΡBX, 360Travelsim, 360CF (προώθηση κλήσεων), οι χαμηλές χρεώσεις Inmarsat απευθείας από το κινητό τηλέφωνο των πελατών της, οι επικοινωνίες shore to ship, η παροχή ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο, καθώς και υπηρεσιών τηλεφωνικών κέντρων και ηλεκτρονικού επιχειρείν. Η δε επιχειρηματική δραστηριότητά της αναπτύχθηκε με γρήγορο ρυθμό, εισάγοντας, μεταξύ άλλων, και νέες καινοτόμες τεχνολογίες στον τομέα αυτό, όπως την υπηρεσία «………….», καθώς η Ελλάδα ήταν η τρίτη χώρα μετά τις ΗΠΑ και τον Καναδά, στην οποία προσφέρθηκε η υπηρεσία αυτή από την ενάγουσα, με αποτέλεσμα αυτή (ενάγουσα) να έχει αποκτήσει μεγάλο αριθμό πελατών, μεταξύ των οποίων πολυεθνικοί όμιλοι, δήμοι και συνεταιρισμοί, καθώς και οικιακοί καταναλωτές, όχι μόνο από την περιοχή της Κρήτης, αλλά και σε πανελλαδικό επίπεδο. Παράλληλα, η ίδια (ενάγουσα), εγγεγραμμένη στο μητρώο της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) και εφοδιασμένη με σχετικές άδειες της ΕΕΤΤ, χρησιμοποιεί ενεργά από το έτος 1999, ως επωνυμία της τη σύνθετη λέξη «…..», με την οποία εμφανίζεται ως νομικό πρόσωπο και δη «………….» κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητάς της στις συναλλαγές και το διακριτικό τίτλο με λατινικούς χαρακτήρες «………..», όπως άλλωστε έχει εγγραφεί στο Επιμελητήριο Ηρακλείου Κρήτης την 18-5-2001, επιπλέον δε, έχει θέσει τον ίδιο ως άνω διακριτικό τίτλο «…» σε επιγραφή στο φυσικό της κατάστημα στο ….. Κρήτης, αλλά και στα διαφημιστικά της φυλλάδια και στις συσκευασίες της. Συνεπώς, αποδείχθηκε ότι η λεκτική ένδειξη «…..» και με λατινικούς χαρακτήρες «…» αποτελεί από το έτος 1999 διακριτικό τίτλο της ενάγουσας, που επιτελεί ονοματική λειτουργία, καθότι με τον τρόπο αυτό εξατομικεύεται και διακρίνεται ονομαστικά η επιχείρησή της, αλλά και διακριτικό γνώρισμα των προϊόντων της και των υπηρεσιών της στην αγορά. Ωστόσο, η ενάγουσα δεν προσκομίζει σχετικά έγγραφα, από τα οποία να προκύπτει ο χρόνος έναρξης της εκ μέρους της χρήσης ονόματος διαδικτυακού χώρου (domain name), με την ίδια ως άνω λεκτική ένδειξη, όπως και ο διακριτικός της τίτλος. Περαιτέρω, η ενάγουσα κατέθεσε σχετική αίτηση την 11-5-1999 στο Υπουργείο Εμπορίου και κατοχύρωσε το εμπορικό σήμα «….», αποτελούμενο από τη λεκτική αυτή ένδειξη, για τους αριθμούς κλάσης (με βάση την ταξινόμηση της Νίκαιας) 9 (προϊόντα τηλεπικοινωνίας) και 38 (τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες), με αριθμό καταχώρισης στο μητρώο ….. Η προστασία όμως, του ως άνω κατοχυρωμένου εμπορικού σήματος έληξε μετά την πάροδο δεκαετίας από την επομένη της κατάθεσης  (άρθρο 21 του Ν. 2239/1994) και δη την 11-5-2009, χωρίς να προκύπτει ότι η ενάγουσα προέβη σε κάποια ενέργεια για την ανανέωση της προστασίας αυτού (σήματος). Στη συνέχεια, η ενάγουσα κατέθεσε τη με αριθμό …. από 16-7-2018 αίτησή της προς την αρμόδια Υπηρεσία Σημάτων του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης, κατ’ εφαρμογή του Ν. 4072/2012, για την κατοχύρωση του απεικονιστικού και λεκτικού εμπορικού σήματος «…», αποτελούμενου κατά το λεκτικό μέρος του από τα ανωτέρω αυτά λατινικά γράμματα και κατά το εικαστικό μέρος του από τα γράμματα αυτά σε ενωμένη διάταξη, ώστε η δεξιά γραμμή του λατινικού γράμματος «…» να αποτελεί ταυτόχρονα την αρχή του λατινικού γράμματος «….» και το όλο περίγραμμα με ορισμένη έγχρωμη σύνθεση (σε γαλάζιο χρώμα), για τον αριθμό κλάσης (της Νίκαιας) 38 (τηλεπικοινωνίες). Ωστόσο, δυνάμει της με αριθμό ΕΞ 1108/12-2-2019 απόφασης της πιο πάνω Υπηρεσίας Σημάτων η ως άνω αίτηση της ενάγουσας απορρίφθηκε, λόγω συνδρομής περίπτωσης σχετικού απαραδέκτου κατά το άρθρο 124 παρ. 1 στοιχ. β του τότε ισχύοντος Ν. 4072/2012 (το οποίο καταργήθηκε με το άρθρο 89 του νέου Ν. 4679/2020 και ήδη αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5 του νέου Ν. 4679/2020). Ειδικότερα, ο έλεγχος της Υπηρεσίας Σημάτων κατέδειξε ότι το σημείο, του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, προσκρούει στο προγενέστερο κοινοτικό σήμα με στοιχεία …………./22-5-2007 […………….] της εταιρίας «………», Societe anonyme και λόγω της ταυτότητας των προϊόντων και υπηρεσιών της κλάσης 38 των προς σύγκριση σημείων και της μεταξύ τους οπτικής και ηχητικής ταυτότητας, που οδηγεί σε μία συνολική ομοιότητά τους, κρίθηκε ότι δημιουργείται στον καταναλωτή η εντύπωση ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες, που το δεύτερο προς καταχώριση σήμα διακρίνει, προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή επιχειρήσεις που συνδέονται οικονομικά μεταξύ τους και ως εκ τούτου, λόγω του προκαλούμενου κινδύνου συγχύσεως, η αίτηση της ενάγουσας προς καταχώριση του ανωτέρω σήματος δεν έγινε δεκτή (βλ. την απόφαση με την αιτιολογία της). Κατά της ανωτέρω απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Σημάτων η ενάγουσα δεν άσκησε προσφυγή ενώπιον της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων σύμφωνα με το άρθρο 144 του τότε ισχύοντος Ν. 4072/2012 (το οποίο καταργήθηκε με το άρθρο 89 του νέου Ν. 4679/2020 και ήδη αντικαταστάθηκε από το άρθρο 29 του νέου Ν. 4679/2020). Από την άλλη πλευρά, η πρώτη των εναγόμενων συστάθηκε την 7-2-2018 και αποτελεί ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία με την επωνυμία «…………………» και το διακριτικό τίτλο «………………….», που εδρεύει στον Πειραιά (……..). Σκοπός της, σύμφωνα με το καταστατικό της, είναι, μεταξύ άλλων, το χονδρικό και λιανικό εμπόριο πληροφορικής, το χονδρικό και λιανικό εμπόριο κινητής τηλεφωνίας, εξαρτημάτων και ανταλλακτικών τους, μεταχειρισμένων κινητών τηλεφώνων, ηλεκτρικών οικιακών και λευκών συσκευών και εξοπλισμού ακόμη και εξ αποστάσεως δι’ αλληλογραφίας ή και μέσω διαδικτύου, το χονδρικό και λιανικό εμπόριο ηλεκτρονικών υπολογιστών, περιφερειακού εξοπλισμού υπολογιστών και λογισμικού εξοπλισμού, το λιανικό εμπόριο πάσης φύσεως τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού, η πώληση διαφημιστικού χώρου ή χρόνου στο διαδίκτυο επ’ αμοιβή είτε βάσει σύμβασης, οι υπηρεσίες λογισμικού (software), κινητής τηλεφωνίας και ηλεκτρονικού εμπορίου, οι υπηρεσίες αντιπροσώπου κινητής τηλεφωνίας που αμείβεται με προμήθεια επί των λογαριασμών συνδρομητών, σύνδεσης, φερεγγυότητας πελατών, εταιρικών συνδέσεων, κοινής διαφήμισης, επίτευξης στόχων, καθώς και επί επιδότησης συσκευών, οι υπηρεσίες εγκατάστασης, επισκευής και συντήρησης συσκευών εκπομπής τηλεόρασης, ραδιοφώνου και συσκευών με ενσύρματη τηλεφωνία ή ενσύρματη τηλεγραφία, οι υπηρεσίες εγκατάστασης καλωδιώσεων και εξοπλισμού τηλεπικοινωνιών και δικτύων ως επίσης και οι υπηρεσίες εγκατάστασης ηλεκτρονικού και οπτικού εξοπλισμού, οι υπηρεσίες τηλεφωνικού κέντρου, δημιουργίας ιστοσελίδων στο διαδίκτυο και υπηρεσίες ανάπτυξης βάσεων δεδομένων (βλ. την από 19-8-2020 ανακοίνωση καταχώρισης του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς / Υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ.). Η εμπορική της δραστηριότητα επικεντρώνεται στην παροχή υπηρεσιών για software ηλεκτρονικών υπολογιστών και CRM, που είναι λογισμικά διαχείρισης προσωπικού εταιριών και μηχανοργάνωσης. Η πρώτη εναγόμενη με την εταιρική μορφή της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας αποτελεί συνέχεια της ατομικής επιχείρησης, που διατηρούσε ο δεύτερος εναγόμενος, ……….., ο οποίος προέβη σε δήλωση έναρξης της ατομικής επιχείρησης του την 7-2-2007 στη Δ.Ο.Υ. Δ΄ Πειραιά, με κύρια δραστηριότητα τις υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας και ως δευτερεύουσες δραστηριότητες, μεταξύ άλλων, το λιανικό εμπόριο συσκευών κινητής τηλεφωνίας, το χονδρικό εμπόριο συσκευών κινητής τηλεφωνίας, το χονδρικό εμπόριο εξαρτημάτων και ανταλλακτικών κινητής τηλεφωνίας, το χονδρικό εμπόριο ηλεκτρονικών υπολογιστών και περιφερειακού εξοπλισμού και το λιανικό εμπόριο ηλεκτρονικών υπολογιστών και λογισμικού γενικών εφαρμογών (βλ. την από 7-2-2007 βεβαίωση έναρξης εργασιών φυσικού προσώπου επιτηδευματία από την ως άνω Δ.Ο.Υ.). Επίσης, για τα οικονομικά έτη 2013 έως και 2017 η πιο επικερδής δραστηριότητα της ανωτέρω ατομικής επιχείρησης ήταν «οι υπηρεσίες αντιπροσώπου κινητής τηλεφωνίας που αμείβεται με προμήθεια επί των λογαριασμών των συνδρομητών, σύνδεσης» [βλ. σχετ. τα προσκομισθέντα μετ’ επικλήσεως αντίγραφα των υποβληθέντων ηλεκτρονικά μηχανογραφικών δελτίων οικονομικών στοιχείων επιχειρήσεων και επιτηδευματιών (Ε3)]. Ακόμα, στην από 21-12-2015 έκθεση επιθεώρησης του Επιθεωρητή ……………., στα πλαίσια χορήγησης του πιστοποιητικού ISO …. (το οποίο έλαβε), ρητά αναγράφεται ότι «Η εταιρία «………» δημιουργήθηκε με κύριο στόχο τις συμβουλευτικές υπηρεσίες σε μεγάλους Εταιρικούς πελάτες στους τομείς Τηλεπικοινωνιών – Πληροφορικής. Βασικός μέτοχος της ………………..είναι ο κ. ………., Μηχανικός Αυτοματισμού – Τηλεματικής…». Με βάση τις προδιαληφθείσες παραδοχές προκύπτει σαφώς ότι αντικείμενο της ως άνω αρχικής ατομικής επιχείρησης και μετέπειτα της πρώτης εναγόμενης ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας, κύριος μέτοχος της οποίας είναι ο δεύτερος εναγόμενος με ποσοστό συμμετοχής 95% (και μέτοχος κατά 5% η τρίτη εναγόμενη), δεν είναι μόνο το χονδρικό και λιανικό εμπόριο συσκευών κινητής τηλεφωνίας, των εξαρτημάτων και των ανταλλακτικών τους, αλλά και οι υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας, απορριπτόμενου του προβαλλόμενου ισχυρισμού των εναγόμενων περί εντελώς διαφορετικών προϊόντων και υπηρεσιών σε σχέση με εκείνων της ενάγουσας ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν. Επιπλέον, ο δεύτερος εναγόμενος την 15-7-2019 κατέθεσε ατομικά στο Ευρωπαϊκό Γραφείο Σημάτων [EUIPO – EUROPEAN UNION INTELLECTUAL PROPERTY OFFICE – Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης] σχετική αίτηση (βλ. αυτή προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως), για να κατοχυρώσει το εμπορικό σήμα «…….», αποτελούμενο από το εν λόγω λεκτικό μέρος και ταυτόχρονα από εικαστικό μέρος, που ταυτίζεται με το περίγραμμα του λεκτικού μέρους σε γαλαζοπράσινη έγχρωμη σύνθεση, για τον αριθμό κλάσης 9 (τεχνολογία της πληροφορίας και συσκευές οπτικοακουστικές, πολυμέσων και φωτογραφικές, κινητά τηλέφωνα) και τον αριθμό κλάσης 11 (συσκευές κλιματισμού). Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η διαδικασία ήδη ολοκληρώθηκε και από 7-11-2020 κατέχουν το εν λόγω εμπορικό σήμα, με βάση και το σχετικό πιστοποιητικό κατοχύρωσής του εκδοθέν από το ως άνω Ευρωπαϊκό Γραφείο Σημάτων, που αφορά και τις 28 χώρες του πρωτοκόλλου της Μαδρίτης, μεταξύ αυτών και την Ελλάδα (το οποίο – πιστοποιητικό – δεν προσκομίζεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου). Από δε το προσκομιζόμενο από την εκκαλούσα – πρώτη εναγόμενη, παραδεκτά, κατ’ άρθρο 529 ΚΠολΔ, το πρώτον στην κατ’ έφεση δίκη, ενημερωτικό, κατά τη δέουσα εκτίμηση, έγγραφο του ίδιου ως άνω Οργανισμού (από 29-9-2022) προκύπτει ότι α) ημερομηνία κατάθεσης του εμπορικού σήματος είναι η 15-7-2019, β) ημερομηνία καταχώρισης η 2-11-2019 και γ) ημερομηνία λήξης η 15-7-2029, με δικαιούχο το δεύτερο εναγόμενο ατομικά. Το προαναφερθέν περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου δεν αμφισβητεί ειδικά η πλευρά της εκκαλούσας – ενάγουσας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τόσο ο δεύτερος εναγόμενος κατά τη διάρκεια της εμπορικής δραστηριότητας της ατομικής του επιχείρησης κατά τα έτη 2007-2018 χρησιμοποιούσε ως διακριτικό τίτλο αυτής τη λεκτική ένδειξη «……….» (βλ. το από 10-2-2012 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της εταιρίας «……………..» και του δεύτερου εναγόμενου, ο οποίος υπογράφει κάτωθι της σφραγίδας της επιχείρησής του «…………………» και το από 8-12-2011 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών εκδοθέν από προμηθευτή του, ομοίως με αναφορά του ως πελάτη «………………… .»), όσο και η πρώτη εναγόμενη εταιρία, ήδη από τη σύστασή της (7-2-2018) συνέχισε τη χρήση αυτής της λεκτικής ένδειξης ως δικό της διακριτικό τίτλο και διακριτικό γνώρισμα των προϊόντων και των υπηρεσιών της. Επίσης, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος είναι δικαιούχος του ονόματος διαδικτυακού χώρου «……………….», το οποίο καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ονομάτων Χώρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων την 14-3-2010 για λογαριασμό της ατομικής του τότε επιχείρησης (βλ. το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως σχετικό παραστατικό συναλλαγής έτους 2010), με ημερομηνία λήξης την 13-3-2036 (βλ. την από 8-10-2018 σχετική βεβαίωση της ΕΕΤΤ), ενώ πλέον μετά τη σύστασή της (2018) το εν λόγω όνομα χώρου (domain name) χρησιμοποιεί η πρώτη εναγόμενη για την άσκηση της εμπορικής της δραστηριότητας, επιβαρυνόμενη με το σχετικό ετήσιο κόστος. Κατόπιν, περί τα μέσα του έτους 2018 ο ……….., Πρόεδρος του ΔΣ και Διευθύνων Σύμβουλος της ενάγουσας, διαπίστωσε ότι η πρώτη εναγόμενη εταιρία χρησιμοποιούσε ως επωνυμία της τη λεκτική ένδειξη «……» στο ηλεκτρονικό της κατάστημα και σε ταμπέλες για την εμπορία ειδών τηλεπικοινωνίας, όπως και τη λεκτική ένδειξη «…..» με γαλαζοπράσινο χρώμα και το όνομα χώρου «……», για τους ίδιους εμπορικούς σκοπούς με την ενάγουσα. Τότε, η ενάγουσα, επικαλούμενη αφενός ότι έχει κατοχυρώσει το δικαίωμά της στην εμπορική της επωνυμία, στο διακριτικό τίτλο και στο σήμα της ήδη από το έτος 1999 και έχοντας χρονική προτεραιότητα στην πραγματική χρήση του, αφετέρου ότι οι αντίδικοί της προβαίνουν σε παράνομη χρήση της επωνυμίας της και του διακριτικού της γνωρίσματος με ασήμαντες παραλλαγές κατά τρόπο που αντικειμενικώς μπορεί να προκαλέσει σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό, κάλεσε αρχικά το δεύτερο εναγόμενο και μετά την πρώτη εναγόμενη, με την από 31-8-2018 και από 7-9-2018 εξώδικη δήλωση και πρόσκλησή της, που επιδόθηκε στους ως άνω αποδέκτες της την 3-9-2018 και την 10-9-2018 αντίστοιχα (σχετ. οι με αριθμό … Β/3-9-2018 και …… Β/10-9-2018 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……..), να άρουν την προσβολή της επωνυμίας της σε ορισμένο χρονικό διάστημα από την επίδοσή της. Οι εναγόμενοι όμως, ουδεμία διάθεση συμμόρφωσης επέδειξαν, αντίθετα μάλιστα, ο δεύτερος εναγόμενος, όπως προεκτέθηκε ανωτέρω, κατέθεσε κατά το έτος 2019 στο Ευρωπαϊκό Γραφείο Σημάτων αίτηση για την κατοχύρωση του εμπορικού σήματος «…….». Ως προς την αιτούμενη με την αγωγή δικαστική προστασία αναφορικά με το σήμα της ενάγουσας, το διακριτικό τίτλο, την εμπορική επωνυμία της και το όνομα χώρου στο διαδίκτυο, με χρόνο προσβολής τα μέσα του έτους 2018, οπότε έλαβε για πρώτη φορά γνώση η ενάγουσα της επικαλούμενης παράνομης χρήσης των διακριτικών σημείων της, λεκτέα τα ακόλουθα : Κατά το έτος 2018 η ενάγουσα δεν διαθέτει πλέον ενεργό και κατοχυρωμένο κατά το τυπικό σύστημα σήμα, διότι η κατοχύρωση του εθνικού λεκτικού σήματός της, «…..», έληξε, μετά την πάροδο δεκαετίας από την επομένη της κατάθεσης και δη την 11-5-2009 (άρθρο 21 του Ν. 2239/1994). Συνεπώς, κατά το χρόνο της επικαλούμενης προσβολής (2018), αλλά και κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής (30-6-2020) δεν κατείχε καταχωρημένο εμπορικό σήμα δεκτικό δικαστικής προστασίας με βάση τις διατάξεις του Ν. 4072/2012, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη. Σημειωτέον ότι η από 16-7-2018 αίτησή της για κατοχύρωση του εμπορικού σήματος «…..» απορρίφθηκε με την προαναφερόμενη με αριθμό ΕΞ 1108/12-2-2019 απόφαση της Υπηρεσίας Σημάτων του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης, η οποία περιήλθε σε γνώση της πρώτης των εναγόμενων και ήδη εκκαλούσας της υπό στοιχεία Β έφεσης, οψιγενώς και δη μετά την παρέλευση των νόμιμων προθεσμιών για την κατάθεση των προτάσεών της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που αποτελεί το απώτατο χρονικό σημείο προβολής των ισχυρισμών της κατά την τακτική διαδικασία (άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή του με το Ν. 4335/2015 και πριν την εκ νέου τροποποίησή του με το Ν. 4842/2021). Για το λόγο αυτό, ο συναφής ισχυρισμός της εν λόγω εκκαλούσας παραδεκτά προβάλλεται το πρώτον στην κατ’ έφεση δίκη από δικαιολογημένη αιτία, κατά το βάσιμο σχετικό αίτημά της (άρθρο 527 περ. 4 ΚΠολΔ). Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρθηκαν στην παραπάνω οικεία μείζονα σκέψη, κατά το μέρος με το οποίο φέρεται να προσβάλλεται κατά το έτος 2018 εμπορικό σήμα με δικαιούχο την ενάγουσα, να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Περαιτέρω, πρέπει να εξεταστεί η συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων για την προστασία της λεκτικής ένδειξης «….  », ως διακριτικού γνωρίσματος, ως επωνυμίας και ως ονόματος διαδικτυακού χώρου, που κάνει χρήση η ενάγουσα. Ειδικότερα, αναγκαία προϋπόθεση για την προστασία του διακριτικού τίτλου είναι να έχει αυτός διακριτική δύναμη, πλην όμως, το χαρακτήρα αυτό δεν έχουν συνηθισμένα ονόματα, λέξεις της καθομιλουμένης, γενικές περιγραφικές ή γεωγραφικές δηλώσεις που διακρίνουν ολόκληρους κλάδους εμπορίου ή κατηγορία επιχειρήσεων ή άλλες ενδείξεις που χρησιμοποιούνται για τη δήλωση της προέλευσης ή της ποιότητας του εμπορεύματος, όπως άλλωστε εκτέθηκε στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη. Στην προκειμένη περίπτωση, η λεκτική ένδειξη «…» είναι σύνθετη λέξη, αποτελούμενη από την πρώτη λέξη «….» και τη δεύτερη λέξη «….», η οποία όμως, δεν παρουσιάζει καμία πρωτοτυπία ούτε διαθέτει το προσόν της ιδιαιτερότητας, δεδομένου ότι αφενός η λεκτική ένδειξη «….» συνιστά απλή και συνηθισμένη γεωγραφική ένδειξη, που καταδεικνύει τη χώρα προέλευσης των παρεχόμενων από την ενάγουσα υπηρεσιών, όπως και τη χώρα άσκησης της εμπορικής της δραστηριότητας, και την οποία άλλωστε χρησιμοποιεί πλήθος επιχειρήσεων διαφόρων συναλλακτικών κλάδων στον ελλαδικό χώρο (ενδεικτικά «………», «………….»), αφετέρου δε η λεκτική ένδειξη «…..» αποτελεί συνηθισμένη και ευρέως γνωστή παραλλαγή της αγγλικής λέξης «…..» (ενδεικτικά «…..», «…..») και κοινότυπη έκφραση, η οποία συνιστά περιγραφική ένδειξη με γνωρίσματα γένους, καθώς δηλώνει το είδος των παρεχόμενων από την ενάγουσα προϊόντων και υπηρεσιών και τον αντίστοιχο κλάδο του εμπορίου, όπου δραστηριοποιείται και ως εκ τούτου στερείται διακριτικής δύναμης, ενόψει μάλιστα και του ότι η ανωτέρω λεκτική ένδειξη δεν συνοδεύεται από άλλα στοιχεία, τα οποία θα ήταν ικανά να της προσδώσουν διακριτική δύναμη, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην προπαρατεθείσα σχετική μείζονα σκέψη (πρβλ. ΕφΘεσσαλ 1300/2013 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ για την ένδειξη «φρέσκο», ΠΠΘεσσαλ 116/2021 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ για την ένδειξη «……..»). Εξάλλου, ούτε ο συνδυασμός της ανωτέρω γεωγραφικής και περιγραφικής ένδειξης με τη δημιουργία της ένδικης σύνθετης λέξης  «…………», δεν αναιρεί την έλλειψη ιδιαίτερης διακριτικής δύναμης, χωρίς την οποία δεν μπορεί να επιτελέσει τον προορισμό της. Έτι περαιτέρω, επισημαίνεται ότι οι παραπάνω διαπιστώσεις περί έλλειψης διακριτικής δύναμης ισχύουν και για την ως άνω λεκτική ένδειξη, που χρησιμοποιεί η πρώτη εναγόμενη στις συναλλαγές της ως διακριτικό τίτλο των προϊόντων και των υπηρεσιών, που εμπορεύεται («……»). Επομένως, πρόκειται για σύγκρουση δύο (2) διακριτικών γνωρισμάτων, ήτοι των λεκτικών ενδείξεων «……» και «…..», τα οποία κατά το έτος 2018 χρησιμοποιούν αφενός η ενάγουσα και αφετέρου η πρώτη εναγόμενη, αντίστοιχα, προς εκπλήρωση σκοπού ονοματικής λειτουργίας και διακριτικής ικανότητας, αν και, όπως αποδείχθηκε, η τελευταία ελλείπει από τα βασικά στοιχεία της σύνθεσής τους. Επιπλέον, είναι προφανής η οπτική, ηχητική (ακουστική) και εννοιολογική ομοιότητα μεταξύ τους, παρά τις μικρές παραλλαγές ως προς ορισμένους λατινικούς χαρακτήρες της δεύτερης συνθετικής λέξης των εν λόγω λεκτικών ενδείξεων (…. / …..), η οποία (ομοιότητα) επιτείνεται ακόμα περισσότερο, ενόψει του ότι το πρώτο συνθετικό είναι ταυτόσημο («…….») και το δεύτερο συνθετικό της πρώτης λεκτικής ένδειξης (…..) είναι κοινότυπη παραλλαγή του δεύτερου συνθετικού της δεύτερης ένδειξης (….), όπως προεκτέθηκε, χωρίς να υποτιμάται και η συνολική εντύπωση ομοιότητας, που αντικειμενικά προκαλούν. Εφόσον όμως, αμφότερα τα υπό σύγκριση σύνθετα και συνολικά διακριτικά γνωρίσματα στερούνται ισχυρής διακριτικής δύναμης, δεν συντρέχει εν προκειμένω κατά λογική ακολουθία και το στοιχείο του κινδύνου σύγχυσης στις συναλλαγές, που μπορεί να προκληθεί από τη χρήση του χρονικά μεταγενέστερου διακριτικού σημείου στο μέσο καταναλωτή του σχετικού συναλλακτικού κύκλου είτε ως προς την ταυτότητα της επιχείρησης, που προσφέρει τα προϊόντα (κίνδυνος σύγχυσης υπό στενή έννοια) είτε σε σχέση με την ύπαρξη οικονομικού ή άλλου δεσμού ανάμεσα στις επιχειρήσεις αυτές (κίνδυνος σύγχυσης υπό ευρεία έννοια), λαμβανομένου υπόψη του ότι, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην παραπάνω σχετική νομική σκέψη, προϋπόθεση για την πρόκληση σύγχυσης από τη χρήση τους είναι να διαθέτουν τα χρησιμοποιούμενα διακριτικά γνωρίσματα διακριτική ικανότητα, στοιχείο ωστόσο, που ελλείπει στην προκειμένη περίπτωση, όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω. Άλλωστε, ο κίνδυνος σύγχυσης αποκλείεται για τον πρόσθετο λόγο ότι υπό τις προπαρατεθείσες συνθήκες και περιστάσεις, που συνίστανται στη μακρά και αδιατάρακτη συνύπαρξη των εκατέρωθεν διακριτικών γνωρισμάτων, μέχρι τον ως άνω χρόνο όχλησης των εναγόμενων, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας τεκμαίρεται ότι το συναλλακτικό κοινό, προς το οποίο απευθύνονται οι εν λόγω εν μέρει ανταγωνιστικές και συναφείς εμπορικές επιχειρήσεις, έχει συνηθίσει σε αυτήν την παράλληλη λειτουργία τους και προσέχει τις μικρές διαφοροποιητικές λεπτομέρειες, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στην οικεία μείζονα σκέψη. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα δραστηριοποιείται εμπορικά στον τομέα των υπηρεσιών της κινητής τηλεφωνίας και των εν γένει τηλεπικοινωνιών με το διακριτικό τίτλο «……….» από το έτος 1999, ενώ ο δεύτερος εναγόμενος, διατηρώντας ατομική επιχείρηση, ξεκίνησε να δραστηριοποιείται στον ίδιο ευρύτερο τομέα της κινητής τηλεφωνίας και των ηλεκτρονικών υπολογιστών από το έτος 2007 με το διακριτικό τίτλο «…………» και επιπλέον από το έτος 2010 είναι ανελλιπώς κατοχυρωμένος χρήστης του ονόματος διαδικτυακού χώρου «…………………», τα οποία αμφότερα συνεχίζει να χρησιμοποιεί πλέον στις συναλλαγές της από το έτος 2018 η πρώτη εναγόμενη με την εταιρική μορφή της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας ως μετατροπή της προϋφιστάμενης ατομικής επιχείρησης του κύριου μετόχου της. Άρα, για χρονικό διάστημα 11 ετών περίπου (2007 έως 2018), αμφότερες οι ανωτέρω επιχειρήσεις ασκούσαν εμπορική δραστηριότητα παράλληλα, η μία χρησιμοποιώντας την ένδειξη «……..» και η άλλη την ένδειξη «…………….», με την αδιασάλευτη και αρμονική συνύπαρξη των διακριτικών αυτών γνωρισμάτων, μέχρι το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2018 (χρόνος επίδοσης), οπότε για πρώτη φορά οχλήθηκαν με την από 31-8-2018 και από 7-9-2018 εξώδικη δήλωσή της οι εναγόμενοι από την ενάγουσα για την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της επωνυμίας της. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η έναρξη της χρησιμοποίησης της λεκτικής ένδειξης «………..» από το δικαιοπάροχο της πρώτης εναγόμενης κατά το έτος 2007 έγινε με σκοπό την εκμετάλλευση της φήμης και της διακριτικής και διαφημιστικής δύναμης του παρεμφερούς διακριτικού γνωρίσματος της ενάγουσας (που τότε ακόμα  – μέχρι το έτος 2009 – ήταν κατοχυρωμένο και ως εθνικό εμπορικό σήμα) και την απόσπαση πελατείας και την αύξηση του κύκλου εργασιών του σε βάρος της ενάγουσας, λαμβανομένης υπόψη και της γεωγραφικής απόστασης της έδρας τους (Πειραιάς – Κρήτη), περίσταση η οποία οπωσδήποτε θα συνέτρεχε, εάν επρόκειτο για μία νεοσύστατη και εδρεύουσα στην ίδια περιοχή επιχείρηση, που επιδίωκε να αντλήσει όφελος από τη μακροχρόνια εμπορική προσπάθεια της ενάγουσας, η οποία ήδη είχε διαγράψει επί 8 χρόνια περίπου (1999-2007) επιτυχημένη αναπτυξιακή πορεία, όπως προαναφέρθηκε, σε συνδυασμό και με το ότι δεν προέκυψε σαφώς αν κατά το έτος 2007 η ενάγουσα ήταν κατοχυρωμένος χρήστης ονόματος διαδικτυακού χώρου. Σε κάθε περίπτωση, ουδόλως αποδείχθηκε ότι ως αποτέλεσμα της επικαλούμενης από την ενάγουσα προκληθείσας σύγχυσης της αγοράς ως προς την προέλευση των προϊόντων και των υπηρεσιών των διαδίκων ή ως προς τη σχέση μεταξύ των επιχειρήσεών τους, απώλεσε πιθανούς πελάτες, που προτίμησαν, λόγω πεπλανημένης εντύπωσης, να συμβληθούν με την πρώτη εναγόμενη, αφού δεν προσκομίζεται κανένα σχετικό αποδεικτικό στοιχείο. Πιο συγκεκριμένα, δεν αποδείχθηκε ότι συνεπεία της συμπεριφοράς της πρώτης  εναγόμενης προκλήθηκε μείωση των πωλήσεων των προϊόντων της ενάγουσας, με  αποτέλεσμα η τελευταία να υποστεί περιουσιακή ζημία λόγω της μείωσης των εσόδων της. Χαρακτηριστικά δε οι μάρτυρες της ενάγουσας, …….. και ……., συγγενείς του …….., στις ένορκες βεβαιώσεις τους, κάνουν μνεία στην επιτυχημένη εμπορική πορεία της ενάγουσας και στην ομοιότητα των προς σύγκριση διακριτικών γνωρισμάτων και στον εξ αυτής κίνδυνο σύγχυσης, χωρίς όμως, αναφορά σε συγκεκριμένα οικονομικά δεδομένα της εταιρίας, ενώ ο ……………… καταθέτει γενικά για μείωση του κύκλου εργασιών της ενάγουσας κατά το έτος 2011, πλην όμως, δεν την συνδέει με τους εναγόμενους. Επομένως, οι διάδικοι χρησιμοποιούσαν ανενόχλητα κατά τα έτη 2007 έως 2018 τα ανωτέρω διακριτικά τους γνωρίσματα καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που προηγήθηκε της αποστολής των από 31-8-2018 και από 7-9-2018 εξώδικων δηλώσεων της ενάγουσας προς το δεύτερο και την πρώτη των εναγόμενων, παρά το γεγονός ότι α) προέκυψε μερική ταυτότητα των οικονομικών κλάδων, στους οποίους ανήκουν οι επιχειρήσεις τους, και παρά το ότι β) το ευρύ εμπορικό τους αντικείμενο καταλαμβάνει μεγάλο κατ’ είδος φάσμα της αγοράς του οικείου χώρου με αντίστοιχο ευρύ καταναλωτικό κοινό, στο οποίο συστηματικά απευθύνονται με ανελλιπή διαφήμιση και ότι γ) διαπιστώνεται μεγάλη ομοιότητα των διακριτικών γνωρισμάτων τους, με μικρές μεταξύ τους διαφοροποιήσεις, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Αυτή όμως, η ταυτόχρονη, διαρκής και αδιατάρακτη παρουσία και λειτουργία των υπό σύγκριση διακριτικών γνωρισμάτων στον οικείο συναλλακτικό χώρο συνηγορεί υπέρ της κρίσης του παρόντος Δικαστηρίου ότι δεν προκλήθηκε από αυτήν κατά τον επίδικο χρόνο (2018) κίνδυνος σύγχυσης του μέσου καταναλωτή της κατηγορίας των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών, ο οποίος, ως δέκτης της συνήθους πληροφόρησης, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, λαμβανομένης υπόψη και της μακράς διάρκειας της χρήσης τους, έχει εξοικειωθεί με την παράλληλη συνύπαρξή τους και εκδηλώνει ικανοποιητικό βαθμό προσοχής κατά την επιλογή των προϊόντων της μίας και της άλλης επιχείρησης. Ακόμα, οι προδιαληφθείσες παραδοχές ισχύουν και για την επωνυμία και το όνομα διαδικτυακού χώρου της ενάγουσας, με την επισήμανση ότι, αφού η ενάγουσα δεν είχε την αποκλειστική χρήση της ανωτέρω γεωγραφικής και περιγραφικής ένδειξης, αλλά κατά τα προμνημονευόμενα αυτές χρησιμοποιούνται ευρέως από πολλές επιχειρήσεις ως συνθετικό των διακριτικών τίτλων τους, η ανωτέρω σύνθετη λεκτική ένδειξη, που χρησιμοποιεί η ενάγουσα ως επωνυμία, δεν είναι άξια προστασίας από τις διατάξεις του άρθρου 58 ΑΚ, δοθέντος και του ότι δεν πληρούται η προϋπόθεση της παράνομης χρήσης από τρίτον. Κατόπιν αυτών, παρέλκει η εξέταση του ισχυρισμού των εναγόμενων περί καταχρηστικής άσκησης του ένδικου δικαιώματος, στην έρευνα της οποίας θα προέβαινε το Δικαστήριο σε περίπτωση κατάφασης του κινδύνου σύγχυσης. Συνεπώς, η ενάγουσα, η οποία έχει το βάρος απόδειξης της ύπαρξης του κινδύνου σύγχυσης του καταναλωτικού κοινού, ενόψει και της αιτιολογημένης άρνησης των εναγόμενων ως προς τη συνδρομή του στοιχείου αυτού, δεν αποδεικνύει τα πραγματικά γεγονότα της παράνομης, κατά τον ισχυρισμό της, προσβολής των δικαιωμάτων της. Κατ’ ακολουθίαν, κατά το μέρος που αφορά στις λοιπές σωρευόμενες βάσεις της αγωγής και στο μέτρο που συνέχονται με την αιτούμενη δικαστική προστασία του προαναφερόμενου διακριτικού τίτλου, της επωνυμίας και του ονόματος διαδικτυακού χώρου, των οποίων κάνει χρήση η ενάγουσα, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων, που αναφέρθηκαν στην παραπάνω οικεία μείζονα σκέψη, να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, εφόσον δεν προκύπτει ότι η χρησιμοποιούμενη από την ενάγουσα λεκτική ένδειξη «……….» έχει τα χαρακτηριστικά διακριτικού τίτλου και ιδίως την προεκτεθείσα αναγκαία κατά νόμο διακριτική δύναμη, ούτε αποδείχθηκε ότι προκαλείται από τη μακρόχρονη, αρμονική και απερίσπαστη χρήση του παρόμοιου διακριτικού σημείου από τους εναγόμενους κίνδυνος σύγχυσης του καταναλωτικού κοινού, ώστε να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 του Ν. 146/1914 «περί αθεμίτου ανταγωνισμού».

VI. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του (1297/2021) έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και υποχρέωσε την πρώτη εναγόμενη α) να άρει την προσβολή του σήματος της ενάγουσας με την αφαίρεση του προσβάλλοντος διακριτικού γνωρίσματος-σημείου, που χρησιμοποιεί εν είδει σήματος, από τα έντυπα, τα διαφημιστικά φυλλάδια, τα σημεία εξωτερικά (επιγραφές) και εσωτερικά του κείμενου επί της οδού …….. στον Πειραιά καταστήματος, όπου έχει τεθεί, από το «domain name» της επιχείρησης, με την απόσυρση από την αγορά κάθε προϊόντος, ηλεκτρονικής καταχώρισης και διαφημιστικού υλικού που φέρει το ως άνω διακριτικό γνώρισμα-σημείο, και β) να παραλείπει την προσβολή του σήματος της ενάγουσας στο μέλλον με την προμήθεια, κατοχή, πώληση, διαφήμιση, προώθηση, διάθεση καθ’ οιονδήποτε τρόπο και προσφορά προς πώληση προϊόντων της επιχείρησής της με διακριτικό γνώρισμα τη λέξη «….», «…» ή «…..», έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα ισχυρίζεται με τους σχετικούς λόγους της ένδικης έφεσής της και τους πρόσθετους αυτής λόγους η εκκαλούσα – πρώτη εναγόμενη. Ακολούθως, αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν η υπό στοιχεία Α έφεση της εκκαλούσας – ενάγουσας και να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν η υπό στοιχεία Β έφεση μετά των πρόσθετων αυτής υπό στοιχεία Γ και Δ λόγων της εκκαλούσας – πρώτης εναγόμενης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη οριστική απόφαση (1297/2021) εν όλω, και αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και δικαστεί κατ’ ουσίαν (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να απορριφθεί η ένδικη αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων στο σύνολό τους, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 εδ. α, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, ενώ πρέπει και να διαταχθεί η εισαγωγή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε από την εκκαλούσα – ενάγουσα για την άσκηση της έφεσης (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/8-9-2021 έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς), στο Δημόσιο Ταμείο, καθότι η υπό στοιχεία Α έφεσή της απορρίφθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας και να διαταχθεί η επιστροφή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε από την εκκαλούσα – πρώτη εναγόμενη για την άσκηση της έφεσης (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../7-9-2021 έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς), στην τελευταία, καθότι η υπό στοιχεία Β έφεσή της έγινε δεκτή, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ Α) την από 7-9-2021 έφεση, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2021 και ειδικό …./2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2021 και ειδικό …/2021, Β) την από 6-9-2021 έφεση, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2021 και ειδικό …./2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2021 και ειδικό …./2021, Γ) τους από 18-3-2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ του παρόντος Δικαστηρίου ……../2022 πρόσθετους λόγους έφεσης και Δ) τους από 3-2-2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ του παρόντος Δικαστηρίου ……./2023 πρόσθετους λόγους έφεσης, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την από 7-9-2021 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2021 έφεση κατά της με αριθμό 1297/2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία).

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του με αριθμό …………./2021 e- παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 6-9-2021 με ΓΑΚ/ΕΑΚ 819/481/2021 έφεση, τους από 18-3-2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2022 πρόσθετους λόγους έφεσης και τους από 3-2-2023 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2023 πρόσθετους λόγους έφεσης κατά της με αριθμό 1297/2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία).

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμό 1297/2021 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία).

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 25-6-2020 με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2020 και ειδικό …/2020 αγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του με αριθμό …………/2021 e-παραβόλου στην εκκαλούσα.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά την 20 Φεβρουαρίου 2025 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, την 4η Ιουνίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Ο  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ