Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 372/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης  372/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(3ο ΤΜΗΜΑ)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Ελένη Μούρτζη Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Του εκκαλούντος : Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, (ΑΦΜ ……..), το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον δικαστικό πληρεξούσιο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Ηλία Φιλίππου του Γεωργίου, (ΑΜ ΝΣΚ ….), βάσει δηλώσεως.

Των εφεσίβλητων : 1) ………. 2) ……… 3) ………  και 4) ………….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους, Αναστασία Σταθοπούλου του Σπυρίδωνα (ΑΜ  ……… Δ.Σ. Αθηνών), βάσει δηλώσεως .

Οι εφεσίβλητοι με την από 6-1-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΑΚΔ …………./13-1-2022) αγωγή, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ζήτησαν να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 2668/29-8-2022 απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή και έταξε όσα αναφέρονται σε αυτή (απόφαση). Ήδη το εκκαλούν με την από 21-12-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../21-12-2022) έφεσή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/24-7-2024, προσδιορίστηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την απόφαση αυτή.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο δικαστικός πληρεξούσιος του εκκαλούντος και η πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσίβλητων, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο αλλά κατέθεσαν τις από 6-11-2024 μονομερείς δηλώσεις τους, αντίστοιχα, που έγιναν σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και προκατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 21-12-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/21-12-2022)  έφεση του εναγομένου της από 6-1-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΑΚΔ …………../13-1-2022) αγωγής – και ήδη εκκαλούντος, κατά της με αριθμό 2668/29-8-2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την παραπάνω αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και έχει ασκηθεί στις 21-12-2022, νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 19, 144 παρ. 2, 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1 και 2, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1, 591 παρ. 1 και 7, 614 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), καθόσον από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στο εκκαλούν στις 29-11-2016 και επομένως η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επομένη της επίδοσης, ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου που προβλέπεται στο άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α στοιχ. β του Κ.Πολ.Δ. από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, καθόσον σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 4 του Ν 2579/1998 το Δημόσιο απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε παραβόλου, τέλους, ενσήμου ή εισφοράς για την άσκηση, μεταξύ άλλων και ενδίκου μέσου ενώπιον όλων των Δικαστηρίων. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η κρινόμενη έφεση και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 533 παρ. 1, 591 παρ. 7 του Κ.Πολ.Δ.).

Κατά το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος 1975, η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Σε εκτέλεση της συνταγματικής αυτής διάταξης εκδόθηκε ο νόμος 1406/1983, με το άρθρο 1 παρ. 2 εδ. 1 του οποίου υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, ως διοικητικές διαφορές ουσίας και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων, δηλαδή εκείνες οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη από τη σύμβαση αυτή αξίωση. Είναι δε η σύμβαση διοικητική όταν α) ένα τουλάχιστον από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Δημόσιο (ή ΝΠΔΔ που ασκεί δημόσια εξουσία), β) το αντικείμενο της σύμβασης έχει σχέση με την άσκηση δημόσιας υπηρεσίας ή εξυπηρετεί δημόσιο σκοπό και γ) η κατάρτιση και εκτέλεση της συμβάσεως διέπονται, εν μέρει τουλάχιστον, από κανόνες διοικητικού δικαίου ή έχουν περιληφθεί σ’ αυτή όροι που καθιστούν υπερέχουσα τη θέση του Δημοσίου (ή του ΝΠΔΔ) απέναντι στο αντισυμβαλλόμενο μέρος, μη προσιδιάζουσα στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό και που δημιουργούν υπέρ αυτού εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς, εξοπλισμένο μάλιστα με τη δυνατότητα μονομερούς επέμβασης στη σύμβαση και επιβολής κυρώσεων. Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν τα παραπάνω στοιχεία είναι ιδιωτικές και οι από αυτές διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων σύμφωνα με τα άρθρα 94 παρ. 3 του Συντάγματος και 1 περ. α’ του ΚΠολΔ (ΑΕΔ 21/1997, 10, 15/1992, ΑΠ 467/2016, ΑΠ1452/2012). Από το σύνολο των διατάξεων (πδ 715/1979, πδ της 19/19-11-1932 το οποίο εξακολουθεί να ισχύει για τις μισθώσεις που είχαν συναφθεί πριν από το ν 3130/2003 που εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 29 παρ. 1 αυτού στις μισθώσεις που συνάπτονται μετά την ισχύ του και επικουρικά από τις διατάξεις του Α.Κ.), που διέπουν τις μισθωτικές συμβάσεις για τη στέγαση δημοσίων υπηρεσιών και υπηρεσιών ΝΠΔΔ, οι οποίες δεν έχουν τον χαρακτήρα διοικητικών συμβάσεων, καθόσον με αυτές δεν θεσπίζεται, όσον αφορά στη σύναψη και την εκτέλεσή τους, εξαιρετικό νομοθετικό καθεστώς, που εξασφαλίζει στο Δημόσιο ως μισθωτή, υπερέχουσα θέση (ΣτΕ 2177/2009), είναι συνήθως συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου διότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό τους ως διοικητικών συμβάσεων (ΑΕΔ3/1999, ΣτΕ 2177/2009, ΑΠ 1354/1996, Ι. Κατρά, Αστικές και Νέες Εμπορικές Μισθώσεις Δ΄έκδοση, παρ. 68. Ζ). Εξάλλου ως μίσθωμα κατά τις διατάξεις των άρθρων 574, 595, 597 Α.Κ. θεωρούνται και το τέ­λος χαρτοσήμου, οι δαπάνες κοινοχρήστων και κά­θε άλλη συναφής υποχρέωση του μισθωτή, όπως τα τέλη καταναλώσεως νερού και ηλεκτρικού ρεύματος και επομένως, όταν καθυστερείται η καταβο­λή και αυτών, ή δεν καταβάλλονται στο ύψος που έχει συμφωνηθεί, όπως άλλωστε και το μίσθωμα, ο μισθωτής καθίσταται υπερήμερος σε τρόπον ώστε να παρέχονται στον εκμισθωτή όλα τα δικαιώματα που έχει από την καθυστέρηση του μισθώματος (ΑΠ 902/1996 ΕλΔ 38. 107, ΑΠ 1133/1995 ΕλλΔνη 1996.1586, ΑΠ 1708/1991 ΕλΔ 34. 581, ΑΠ 293/89 ΕλΔ 31. 348). Περαιτέρω, ως μισθωτική διαφορά νοείται κάθε διαφορά, η οποία ως αναγκαία αιτία έχει τη σύμβαση μίσθωσης άσχετα από την ομαλή ή ανώμαλη εξέλιξή της ή τον αναγνωριστικό ή καταψηφιστικό της χαρακτήρα (πρβλ. ΑΠ 389/2022). Περαιτέρω, η αθέτηση μόνη προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία, όμως μπορεί μια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Αυτό συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς τη συμβατική σχέση που προϋπάρχει θα ήταν παράνομη ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ να μη προκαλεί κανένας σε άλλον υπαιτίως ζημία. Η ευθύνη από την αδικοπραξία θα κριθεί κατά τους γενικούς περί αδικοπραξιών όρους (Ολ.ΑΠ 967/1973). Κατά συνέπεια, όταν το πταίσμα που επέφερε τη ζημία ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο προς την παραβίαση της σύμβασης και τη δημιουργία της παρανομίας δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί αδικοπραξίας (ΑΠ 212/2000). Η υπαίτια ζημιογόνα πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, είναι δυνατόν, πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση, να επιστηρίξει και αξίωση από αδικοπραξία, εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη, ως αντικείμενη στην επιβαλλόμενη από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ γενική δικαιϊκή αρχή, κατά την οποία, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια υποχρεούται να τον αποζημιώσει, χωρίς να απαιτείται προς τούτο και η συνδρομή κάποιου άλλου στοιχείου (ΑΠ Ολομ. 967/1973). Στην περίπτωση αυτή υφίσταται συρροή δύο αξιώσεων (από τη σύμβαση και την αδικοπραξία) υπέρ του δικαιούχου (ΑΠ 836/2002). Αποτελεί δε παράνομη συμπεριφορά κάθε πρά­ξη ή παράλειψη, η οποία προσβάλλει ξένα δικαιώμα­τα ή συμφέροντα, προστατευόμενα από το νόμο, ή αντιφάσκει προς την απαγορευμένη κατάχρηση δι­καιώματος, ή αντιβαίνει στις αρχές της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών. Τέλος, στη διαδικασία των περιουσιακών -μισθωτικών διαφορών, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις τους και επιπλέον να προτείνουν συνοπτικώς αυτούς και προφορικά, με δήλωσή τους καταχωριζόμενη στα πρακτικά της συζήτησης. Απαιτείται, δηλαδή επί ποινή απαραδέκτου και προφορική πρόταση των ισχυρισμών που, ως γενόμενο κατά τη συζήτηση σημειώνεται στα πρακτικά. Από τη διάταξη του άρθρου 591 παρ.1 περ. δ Κ.Πολ.Δ. σε συνδυασμό και με αυτή του άρθρου 256 παρ.1 στοιχ. δ Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι η, κατά την πρώτη διάταξη σημείωση της προφορικής πρότασης του ισχυρισμού στα πρακτικά πρέπει να προκύπτει ευθέως από το περί των προτάσεων και δηλώσεων τμήμα των πρακτικών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της πρότασης αυτών (ισχυρισμών), είτε από το περιεχόμενων των ακολούθως καταχωρουμένων μαρτυρικών καταθέσεων, είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλομένων εγγράφων προτάσεων (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 248/2019, ΑΠ 181/2019, ΑΠ 90/2018, Ι. Κατρά, ΕρμΚΠολΔ, Δ΄έκδ., 2023, σελ. 970 αριθ.3). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι στη γένεση ή στην έκταση της ζημίας συνετέλεσε και ο ενάγων, έχει το χαρακτήρα αυτοτελούς ισχυρισμού, δηλαδή ενστάσεως (ΟλΑΠ 423/1985, ΑΠ 574/1995) και για να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο στα πλαίσια ειδικής διαδικασίας, πρέπει να προταθεί παραδεκτώς από τον εναγόμενο κατά τρόπο παραδεκτό και δη ως προς τον ειδικότερο χρόνο προβολής της ενστάσεως από την ΑΚ 300 ισχύει η ρύθμιση του ΚΠολΔ 591 παρ. 1 περ. δ, δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, ούτε θεωρείται περιλαμβανόμενη στην άρνηση της αγωγής (ΟλΑΠ 423/1985, ΑΠ 267/2013).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 6-1-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΑΚΔ …………./13-1-2022) αγωγή, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου ο καθένας του περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου, το οποίο εκμίσθωσαν στο εναγόμενο και ήδη εκκαλούν, εκπροσωπούμενο από τον Προϊστάμενο της Κτηματικής Υπηρεσίας Δυτικής Αττικής, δυνάμει των αναφερομένων στην αγωγή συμβάσεων μίσθωσης και τροποποίησης αυτής, για τις ανάγκες στέγασης του Α.Τ. και του Τμήματος Τροχαίας Κορυδαλλού, αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθώματος που ανήλθε στο ποσό των 9.682,43 ευρώ. Ότι οι ανωτέρω υπηρεσίες του εναγομένου εγκαταστάθηκαν στο μίσθιο και υδρεύονταν από τον αναφερόμενο στην αγωγή υδρομετρητή που ανέφεραν στην ΕΥΔΑΠ και επιβεβαιώθηκε σε απογραφή της τελευταίας την 30-5-2002, πλην όμως δεν εξόφλησαν τους λογαριασμούς ύδρευσης του υδρομετρητή αυτού στον οποίο εφαρμοζόταν τιμολόγιο Δημοσίου, με αποτέλεσμα τη διακοπή της υδροδότησης. Ότι από τις 19-5-2014 οι ανωτέρω υπηρεσίες του εναγομένου συνδέθηκαν με τον άλλο υδρομετρητή του ακινήτου που αφορά άλλη παροχή και στο οποίο εφαρμόζεται οικιακό τιμολόγιο και παρά τις έγγραφες οχλήσεις της ΕΥΔΑΠ για την εξόφληση βεβαιωμένων ληξιπρόθεσμων οφειλών, δεν καταβλήθηκαν και κατόπιν διαπίστωσης της αλλαγής του μετρητή από την ΕΥΔΑΠ ο τελευταίος αφαιρέθηκε από την ΕΥΔΑΠ λόγω παραβίασης της διακοπής υδροδότησης που είχε πραγματοποιηθεί για ανεξόφλητες οφειλές. Ότι το Α.Τ. Κορυδαλλού το έτος 2016 αποκατέστησε τη σύνδεσή του με ιδιώτη υδραυλικό και υδρευόταν από τον μετρητή που προοριζόταν για το ίδιο, αφήνοντας όμως ανεξόφλητες τις οφειλές από την ύδρευσή του από τον έτερο υδρομετρητή για την περίοδο από 19-5-2014 έως τον Αύγουστο του 2016. Ότι αν και το εναγόμενο διά των στεγαζομένων στο μίσθιο υπηρεσιών του, αλλά και της αρμόδιας για την καταβολή των λογαριασμών κοινής ωφέλειας υπηρεσίας, αναγνώρισε ότι η οφειλή προς την ΕΥΔΑΠ, προέρχεται από δική του χρήση, δεν έχει εξοφλήσει αυτή μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής και ανέρχεται κατά τον ίδιο χρόνο στο ποσό των 11.296,11 ευρώ, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή. Ότι η ανωτέρω συμπεριφορά του εναγομένου, εκθέτει τα συμφέροντά τους σε κίνδυνο και επιφέρει ενδοσυμβατική ευθύνη αυτού, ενώ ταυτόχρονα συνιστά και αδικοπραξία, λόγω του κινδύνου κατάσχεσης που διατρέχει η περιουσία τους, και της πολυετούς ψυχικής ταλαιπωρίας που δοκίμασαν από τις συνεχείς οχλήσεις της ΕΥΔΑΠ προς εξόφληση του χρέους που δεν τους αναλογεί, άλλως επικουρικά το εναγόμενο οφείλει να τους καταβάλει το ανωτέρω ποσό με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, από την εξοικονόμηση πόρων σε βάρος της περιουσίας τους. Ζήτησαν δε, μετά από παραδεκτή τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης σε  αναγνωριστικό με τις προτάσεις και με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου τους που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει σε ποσοστό 25% σε κάθε ενάγοντα το ποσό των 11.296,11 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι το εναγόμενο οφείλει να καταβάλει το ποσό των 500 ευρώ σε κάθε ενάγοντα ως αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί το εναγόμενο στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση, έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη κατά την κύρια βάση αυτής, ενώ απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η επικουρική βάση, θεμελιούμενη στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (κατά το κεφάλαιο αυτό δεν εκκαλείται με ειδικότερο λόγο έφεσης) και μετά από την εκτίμηση των αποδείξεων, έκανε δεκτή την αγωγή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη, υποχρεώθηκε το εναγόμενο να καταβάλει στους ενάγοντες κατά ποσοστό 25% στον καθένα, το ποσό των 11.296,11 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, αναγνώρισε ότι το εναγόμενο οφείλει να καταβάλει στους ενάγοντες το ποσό των 500 ευρώ στον καθένα και επέβαλε σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων, τα οποία όρισε μειωμένα στο ποσό των 300 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεση το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί η αγωγή ως αβάσιμη, καθώς και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.

Από την εκτίμηση, των εγγράφων (οι διάδικοι δεν πρότειναν την εξέταση μάρτυρα), που επαναπροσκομίζονται νομίμως μετ’επικλήσεως από τους διαδίκους, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1286/2003 ΧρΙΔ 2004.245, ΑΠ 1428/2000 ΕλλΔνη 2000.678), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει του με αριθ. …………/2-10-2001 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, αντίγραφο του οποίου παραλήφθηκε από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. Νίκαιας, οι εφεσίβλητοι εκμίσθωσαν στο εκκαλούν διά του Προϊσταμένου της Κτηματικής Υπηρεσίας Δυτικής Αττικής, ……….., συμβαλλόμενου για λογαριασμό του εκκαλούντος , ένα κτίριο αποτελούμενο από υπόγειο, ισόγειο, πατάρι (πλην ενός χώρου 50 τ.μ. στο ισόγειο και στο πατάρι), Α΄όροφο, Β΄όροφο και Γ΄όροφο, συνολικής ωφέλιμης επιφάνειας 800 τ.μ., που βρίσκεται στην οδό ……………… στον Κορυδαλλό, για τη στέγαση του Αστυνομικού Τμήματος Κορυδαλλού και του Τμήματος Τροχαίας Κορυδαλλού. Η μίσθωση συμφωνήθηκε κατόπιν δημοπρασίας και σύμφωνα με το από 15-2-2001 πρακτικό καταλληλόλητας της Επιτροπής Στεγάσεων Δημοσίων Υπηρεσιών και της με αριθ. 1165/00ΤΥ/27-3-2001 εγκριτικής απόφασης και συμφωνήθηκε να παραδοθεί το μίσθιο εντός προθεσμίας 105 ημερών από την κατάρτιση της σύμβασης. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε για χρονικό διάστημα δώδεκα ετών αρχόμενη από την ημέρα παραδόσεως του οικήματος στον Προϊστάμενο της στεγαζόμενης Υπηρεσίας με πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής. Το μηνιαίο μίσθωμα από 1-7-2010 μέχρι 30-6-2013 ανήλθε σύμφωνα με τη με αριθ. …/17-11-2010 τροποποιητική σύμβαση μίσθωσης και τη με αριθ. ……/17-9-2012 διορθωτική πράξη αυτής (που παρελήφθησαν από την αρμόδια Δ.Ο.Υ στις 23-11-2010 και 1-10-2012 αντίστοιχα), στο ποσό των 9.682,43 ευρώ καταβλητέου κατά τον όρο 4 της αρχικής σύμβασης. Στα πλαίσια της ως άνω συμφωνίας, οι ανωτέρω οριζόντιες ιδιοκτησίες χρησιμοποιήθηκαν για την εγκατάσταση των υπηρεσιών του Α.Τ. Κορυδαλλού και του Τμήματος Τροχαίας Κορυδαλλού. Οι εφεσίβλητοι συμβλήθηκαν στη σύμβαση μίσθωσης ως συγκύριοι του ακινήτου κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου ο καθένας επί του γεωτεμαχίου και επί του συνόλου των οριζοντίων ιδιοκτησιών, που συστήθηκαν με την αναφερόμενη στο με αριθ. ……/8-9-1986 συμβόλαιο γονικής παροχής του Συμ/φου Νίκαιας ……………. ως αναπληρούντος τον Συμ/φο …………., που έχει μεταγραφεί νόμιμα (τόμος …… και αριθ. ….), με αριθμό …/1986 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας. Σύμφωνα με όρο του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, η δαπάνη, μεταξύ άλλων, κατανάλωσης νερού βαρύνει το Δημόσιο υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρχουν ιδιαίτεροι μετρητές. Επομένως, με τη μισθωτική σύμβαση το εκκαλούν -μισθωτής ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει τις δαπάνες κατανάλωσης ύδατος. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι το εν λόγω μίσθιο διαθέτει δύο υδρομετρητές με στοιχεία α)…. που αντιστοιχεί στην παροχή του ακινήτου με αριθμό … και για την οποία είχε εγκριθεί εφαρμογή τιμολογίου Δημοσίου (Δ1) και εξυπηρετούσε τις ανάγκες ύδρευσης του εν λόγω μισθίου και β) …. και με αριθμό ΑΜ ….. στον οποίο εφαρμόζεται τιμολόγιο οικιακό το οποίο εκδιδόταν στο όνομα της μητέρας των εφεσίβλητων ………. και εξυπηρετούσε την κατανάλωση νερού ενός καταστήματος που βρίσκεται στην ίδια οικοδομή, το οποίο δεν εκμισθώθηκε και δεν χρησιμοποιείτο από το εκκαλούν, ούτε και από τους εφεσίβλητους και παρέμενε κλειστό (βλ. σχετ. το με αριθ. ……/9-7-2017 έγγραφο του Τμήματος Προϋπολογισμού και Δαπανών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας προς την Αστυνομική διεύθυνση Πειραιώς). Μετά την εγκατάσταση των ανωτέρω υπηρεσιών του εκκαλούντος στο μίσθιο, γνωστοποιήθηκε από τις εν λόγω στεγαζόμενες στο μίσθιο υπηρεσίες προς την ΕΥΔΑΠ, ότι η ύδρευση των υπηρεσιών αυτών πραγματοποιείται από τον υδρομετρητή (υπό στοιχεία α προαναφερόμενο) ….. που αντιστοιχεί στην παροχή του ακινήτου με αριθμό ….., όπως τούτο επιβεβαιώθηκε την 30-5-2002 και από την ΕΥΔΑΠ κατά την απογραφή που πραγματοποίησε. Στη συνέχεια η ΕΥΔΑΠ προέβη σε διακοπή υδροδότησης του (υπό στοιχεία α) ….. υδρομετρητή, λόγω ανεξόφλητων οφειλών και κατά τον ίδιο χρόνο διαπιστώθηκε ότι οι εν λόγω υπηρεσίες υδρεύονταν από την άλλη παροχή αντί της πρώτης και ακολούθως η ΕΥΔΑΠ προέβη σε αφαίρεση του (υπό στοιχεία β) με αριθ. …. υδρομετρητή της έτερης παροχής του ακινήτου λόγω παραβίασης της διακοπής υδροδότησης που είχε προηγηθεί, καθόσον διαπιστώθηκε ότι οι εν λόγω υπηρεσίες (Α.Τ. Κορυδαλλού και Τ.Τροχαίας Κορυδαλλού) υδρεύονταν από άγνωστη στην ΕΥΔΑΠ αιτία από την τελευταία παροχή αντί της πρώτης για την οποία είχε εγκριθεί εφαρμογή τιμολογίου Δημοσίου (βλ. τα με αριθ. πρωτ. …../19-6-2015 και …/23-112-2008 έγγραφα της ΕΥΔΑΠ προς το Α.Τ. Κορυδαλλού), ενώ παράλληλα γνωστοποίησε στις υπηρεσίες του εκκαλούντος ότι η αποκατάσταση της υδροδοτήσεως στην προηγούμενη αρχική κατάσταση αφορά αποκλειστικά την υδρευόμενη από την παροχή υπηρεσία  (βλ. το με αριθ. πρωτ. 31-12-2015 έγγραφο της ΕΥΔΑΠ προς το Α.Τ. Κορυδαλλού). Στις 31-3-2015 αντικαταστάθηκε ο υδρομετρητής (υπό στοιχείο β) ……… από τον υδρομετρητή …… χωρίς τεχνική παρέμβαση της ΕΥΔΑΠ και η τελευταία γνωστοποίησε στο Α.Τ. Κορυδαλλού τη διαπίστωση της σχετικής αντικατάστασης καθώς και τις εκκρεμείς οφειλές της παροχής 924808 που ανέρχονταν στις 15-3-2016 στο ποσό των 6.691,59 ευρώ (βλ. το με αριθ. πρωτ. …../15-3-2016 έγγραφο της ΕΥΔΑΠ προς το Α.Τ. Κορυδαλλού). Στις 8-9-2016 το Α.Τ. Κορυδαλλού ενημέρωσε την ΕΥΔΑΠ ότι κατά το μήνα Ιούλιο από ιδιώτη υδραυλικό αποκαταστάθηκε η ύδρευση του ακινήτου και η ύδρευσή του γίνεται από τον ……….. υδρομετρητή, όπως αρχικά είχε οριστεί. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι η υδροδότηση των υπηρεσιών αποκαταστάθηκε από ιδιώτη υδραυλικό τον Ιούλιο του 2016 και υδρεύονταν πλέον από τον υδρομετρητή που είχε αρχικά οριστεί με αριθ. …….. (βλ. το με αριθ. ………../8-9-2016 έγγραφο του Α.Τ. Κορυδαλλού προς την Α.Δ. Πειραιά). Περαιτέρω, το Α.Τ. Κορυδαλλού στις 10-2-2017 με σχετικό έγγραφό του προς την ΕΥΔΑΠ ανέφερε ότι τα εκδοθέντα τιμολόγια του μετρητή ….. οικιακού τιμολογίου συνολικού ποσού 5.657,77 ευρώ και οι επιβαρύνσεις αυτών ποσού 1.333,45 ευρώ επιβαρύνουν το λογαριασμό της ΕΛ.ΑΣ με μετρητή ……. (βλ. το με αριθ. πρωτ. ………../13-Α από 10-2-2017 έγγραφο του Τμήματος Διαχείρισης Υλικού της Γεν. Αστ. Δ/νσης Αττικής προς την ΕΥΔΑΠ μετά των συνημμένων τιμολογίων εκδοθέντων στο όνομα της ………..) και αφορά λογαριασμούς υδροδότησης από 19-5-2014 έως 16-8-2016 πλέον τελών, προσαυξήσεων και εξόδων διακοπής υδροδότησης που στις 20-7-2017 ανέρχονταν σε 7.254,18 ευρώ (βλ. το με αριθ. πρωτ. …./20-7-2017 έγγραφο της ΕΥΔΑΠ). Τα τιμολόγια που εκδόθηκαν για την κατανάλωση νερού από τον μετρητή (υπό στοιχείο β) …. φέρεται ως ιδιοκτήτης η «……….» (μητέρα των εφεσίβλητων) διότι δεν είχαν δηλωθεί τα στοιχεία των εφεσίβλητων ως χρηστών της εν λόγω παροχής, η δε φερόμενη ως ιδιοκτήτρια -δικαιούχος της παροχής αποβίωσε στις 15-4-2018 (βλ. το με αριθ. πρωτ. ………./13-δ/12-1-2018 έγγραφο του Τμήματος Διαχείρισης Υλικού της Γεν. Αστ. Δ/νσης Αττικής προς την ΕΥΔΑΠ και το με αριθ. πρωτ. …./16-4-2018 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου της Ληξιάρχου Δήμου Νίκαιας). Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι οι ανεξόφλητες οφειλές προς την ΕΥΔΑΠ, προέρχονταν από κατανάλωση νερού και χρήση του υδρομετρητή της ………….. από τις στεγαζόμενες στο μίσθιο υπηρεσίες του εκκαλούντος, που έλαβε χώρα σε άγνωστο χρόνο, πάντως όχι αργότερα από το μήνα Μάιο του 2014 (όπως τούτο προκύπτει από τους λογαριασμούς κατανάλωσης ύδατος), χωρίς καμία επέμβαση της ΕΥΔΑΠ, χωρίς νόμιμο δικαίωμα και χωρίς υπαιτιότητα των εφεσίβλητων. Για το λόγο αυτό το εκκαλούν διά των οργάνων του αναγνώρισε ανεπιφύλακτα ότι η οφειλή από τους εκδοθέντες στο όνομα της …… . οκτώ επιμέρους λογαριασμούς για διαδοχικές περιόδους κατανάλωσης από 19-5-2014 μέχρι και 16-8-2016, συνολικού ποσού 5.971 ευρώ το βαρύνουν εξ ολοκλήρου και ζήτησε από την ΕΥΔΑΠ το εν λόγω ποσό να επιβαρύνει στο εξής το λογαριασμό της ΕΛ.ΑΣ και συγκεκριμένα τον μετρητή με στοιχεία  ………, ώστε να μπορέσει να εξοφληθεί από το ίδιο (βλ. το με αριθ. πρωτ. ………../13-Α/10-2-2017 έγγραφο του Τμήματος Διαχείρισης Υλικού της Γεν. Αστ. Δ/νσης Αττικής προς την ΕΥΔΑΠ). Το ανωτέρω αίτημα δεν κατέστη δυνατό να ικανοποιηθεί από την ΕΥΔΑΠ, για λόγο ότι συμβαλλόμενος χρήστης της παροχής αυτής φερόταν η ……….. και δεν ήταν δυνατό να βεβαιώσει τη χρήση από το εκκαλούν άλλου μετρητή από εκείνο για τον οποίο είχε συμβληθεί (βλ. το με αριθ. πρωτ. ……/23-12-2018 έγγραφο της ΕΥΔΑΠ προς τη Δ/νση Αστυνομίας Πειραιά Τμήμα Διαχείρισης Υλικού-Χρηματικού), με αποτέλεσμα να μην μπορεί να πραγματοποιηθεί η εξόφληση του λογαριασμού από τον πολλαπλό λογαριασμό της ΕΛ.ΑΣ από τον οποίο εξοφλούνται οι λογαριασμοί κοινής ωφέλειας που αφορούν και στις ανωτέρω στεγαζόμενες στο μίσθιο υπηρεσίες (βλ. το με αριθ. …………/13-ε/29-3-2018 έγγραφο του Τμήματος Διαχείρισης Υλικού της Γεν. Αστ. Δ/νσης Αττικής προς το Α.Τ. Κορυδαλλού και το από 12-2-2022 ενημερωτικό σημείωμα της ίδιας υπηρεσίας), η αδυναμία δε διεκπεραίωσης της ανωτέρω δαπάνης γνωστοποιήθηκε την 7-3-2018 με την από …………… διαταγή της Διεύθυνσης Οικονομικών του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας (βλ. ενημερωτικό σημείωμα). Σημειώνεται ότι οι παραπάνω διαπιστώσεις θα μπορούσαν να προβλεφθούν αντικειμενικά και δεν αίρουν των αιτιώδη σύνδεσμο του ζημιογόνου αποτελέσματος σε βάρος των εφεσίβλητων με το νόμιμο λόγο ευθύνης του εκκαλούντος διά των υπηρεσιών του. Κατόπιν αυτών η ΕΥΔΑΠ για τις ανεξόφλητες οφειλές του μετρητή ……… διά των από 21-9-2015, 27-12-2016 και 28-4-2017 εξώδικών οχλήσεων -προσκλήσεων κατά της …………, ζήτησε την εξόφληση της βεβαιωμένης και ληξιπρόθεσμης οφειλής ύψους 5.971 ευρώ πλέον προσαυξήσεων και τόκων, εντός προθεσμίας τριάντα ημερών, διαφορετικά θα επακολουθούσε η νόμιμη διαδικασία είσπραξης δημοσίων εσόδων και με αναγκαστική κατάσχεση ακινήτου. Η ανωτέρω δικαιούχος (……….) με την από 19-5-2017 εξώδικη απάντηση-διαμαρτυρία, που κοινοποιήθηκε στο εκκαλούν και στην ΕΥΔΑΠ, αρνήθηκε την οφειλή, αφού αν και συμβεβλημένη χρήστης της παροχής, δεν έκανε χρήση ούτε η ίδια ούτε οι εφεσίβλητοι κύριοι του ακινήτου και υπέδειξε το εκκαλούν ως τον πραγματικό χρήστη της παροχής αυτής, ζητώντας να τηρηθούν οι συμβατικές υποχρεώσεις εκ μέρους του εκκαλούντος. Περαιτέρω από τις προσκομιζόμενες από τους εφεσίβλητους από 2-3-2022 καρτέλλες πελάτη, αποδεικνύεται ότι για την παροχή με αριθμό ………, υπάρχει ανεξόφλητο υπόλοιπο ποσού 11.480,29 ευρώ, από το οποίο οι εφεσίβλητοι ζήτησαν με την αγωγή τους το ποσό των 11.296,11 ευρώ, το οποίο το εκκαλούν οφείλει να καταβάλει στους εφεσίβλητους κατά την αναλογία του ποσοστού συγκυριότητας του καθενός, λόγω της χρήσης της εν λόγω παροχής ύδρευσης από τις στεγαζόμενες στο μίσθιο  υπηρεσίες του κατά παράβαση από τις τελευταίες των συμφωνηθέντων με την ως άνω σύμβαση μίσθωσης και μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής δεν έχει καταβάλει. Επίσης το εκκαλούν με ενέργειες των οργάνων του συνδέθηκε και υδροδοτείτο από έτερη παροχή που δεν ήταν προορισμένη για χρήση από το ίδιο και χωρίς να τηρήσει τη νόμιμη διαδικασία μεταβολής της παροχής υδροδότησης, ως είχε υποχρέωση ως υδρευόμενο, άφησε δε ανεξόφλητες τις δαπάνες κατανάλωσης ύδατος στην ΕΥΔΑΠ από την εν λόγω παροχή, με αποτέλεσμα αυτές να επιβαρύνουν τους εφεσίβλητους και με την απειλή κατάσχεσης σε βάρος της περιουσίας τους, ως συγκυρίων και κληρονόμων της αρχικής δικαιούχου της ως άνω παροχής υδροδότησης που χωρίς δικαίωμα έκανε χρήση το εκκαλούν διά των υπηρεσιών του που στεγάζονταν στο μίσθιο. Το εκκαλούν με τον πρώτο λόγο της έφεσης κατά το οικείο σκέλος αυτού αρνείται ότι η επίμαχη σύνδεση πραγματοποιήθηκε από τις υπηρεσίες του, αφού δεν αποδείχθηκε η τέλεση της σύνδεσης από συγκεκριμένο πρόσωπο, ισχυρίζεται δε περαιτέρω ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου έκρινε ότι συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ και συγκεκριμένα ότι η σύνδεση της υπηρεσίας σε παροχή μη προορισμένη για δική της χρήση είναι εν γένει αντίθετη προς το γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 του ΑΚ να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλον υπαίτια, ενώ ουδόλως εξειδικεύεται στην εκκαλουμένη ούτε ο χρόνος, ούτε συγκεκριμένο πρόσωπο του Δημοσίου που ενήργησε τη σύνδεση. Οι παραπάνω ισχυρισμοί του εκκαλούντος είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη και ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, η ως άνω ενέργεια της παράνομης σύνδεσης με τον έτερο υδρομετρητή που δεν αντιστοιχούσε στο μίσθιο, έγινε από το εκκαλούν διά των υπηρεσιών του που χρησιμοποιούσαν το μίσθιο και ωφελούντο από την υδροδότηση, η ενέργεια δε αυτή και χωρίς τη συμβατική σχέση που προϋπάρχει θα ήταν παράνομη ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ να μη προκαλεί κανένας σε άλλον υπαιτίως ζημία, χωρίς να απαιτείται προς τούτο και η συνδρομή κάποιου άλλου στοιχείου, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εκκαλούν. Περαιτέρω, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχτηκε ότι τα παραπάνω έλαβαν χώρα κατ’εντολή των εφεσίβλητων, οι οποίοι παρείχαν τον σχετικό υδρομετρητή κατά τα συμφωνηθέντα που αρχικά είχε εγκριθεί από την ΕΥΔΑΠ, ή εκ σφάλματος προστηθέντος, δεδομένου επίσης ότι η αρχική παροχή που αντιστοιχούσε στο μίσθιο είχε διακοπεί λόγω ανεξόφλητων οφειλών η καταβολή των οποίων κατά τη συμφωνηθέντα βαρύνει το εκκαλούν, επιπλέον δε η έτερη παροχή αποδείχτηκε ότι εξυπηρέτησε αποκλειστικά τις ανάγκες υδροδότησης των στεγαζομένων στο μίσθιο υπηρεσιών του εκκαλούντος και σε χρόνο κατά τον οποίο είχε διακοπεί η παροχή από την αρχική δηλωθείσα από το ίδιο παροχή λόγω επίσης ανεξόφλητων οφειλών προς την ΕΥΔΑΠ. Άλλωστε, ως προεκτέθηκε, η στεγαζόμενη στο μίσθιο υπηρεσία του εκκαλούντος, αναγνώρισε την οφειλή από την παραπάνω αιτία, ενώ από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχτηκε επέμβαση ή ευθύνη των εφεσίβλητων για τη συγκεκριμένη μεταβολή, ούτε το εκκαλούν, παρά την μακροχρόνια αλληλογραφία που μεσολάβησε μεταξύ των αρμοδίων υπηρεσιών, εξέφρασε επιφύλαξη ή αμφισβήτηση των ανωτέρω. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος που προβάλλεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης κατά το οικείο σκέλος αυτού, ότι δεν αποδεικνύεται πραγματική ζημία των εφεσίβλητων, ούτε πραγματική καταβολή από αυτούς του οφειλομένου ποσού προς την ΕΥΔΑΠ, το οποίο μπορεί να μεταβληθεί αναλόγως με τον τρόπο εξόφλησης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον το δικαίωμα αποζημίωσης των ζημιωθέντων εφεσίβλητων προς καταβολή του ως άνω ποσού από το εκκαλούν, υφίσταται ανεξάρτητα από το αν πραγματοποιήθηκε ή πρόκειται να πραγματοποιηθεί η καταβολή στην ΕΥΔΑΠ, αφού η ζημία έχει ήδη συντελεστεί με τη βεβαίωση του ληξιπρόθεσμου χρέους σε βάρος τους, το ύψος του οποίου αποδεικνύεται από τα ανωτέρω έγγραφα και ο νόμος δεν απαιτεί προγενέστερη αποκατάσταση ζημίας από τους ζημιωθέντες, για να γεννηθεί η αξίωση αποζημίωσης και επιπλέον είναι νόμιμη η αξίωση για την καταβολή του ως άνω ποσού στο οποίο περιλαμβάνονται και προσαυξήσεις, εφόσον έχουν εκδοθεί για αυτά οι σχετικοί λογαριασμοί και έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμοι μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής και βαρύνουν τους εφεσίβλητους ως συγκυρίους του μισθίου και κληρονόμους της αρχικής δικαιούχου της επίμαχης παροχής. Περαιτέρω το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι οι εφεσίβλητοι δεν επέδειξαν τη δέουσα επιμέλεια, ως όφειλαν ως ιδιοκτήτες του εν λόγω κτιρίου, ούτε φρόντισαν να αποτρέψουν ή να περιορίσουν τη ζημία, ενώ γνώριζαν την αλλαγή του υδρομετρητή δεν προέβησαν σε συγκεκριμένες ενέργειες. Ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός, απαραδέκτως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, προβάλλεται το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, καθόσον, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και τις προτάσεις του εναγομένου που κατατέθηκαν ενώπιόν του, δεν προβλήθηκε νομότυπα (άρθρο 591 παρ. 1 περ. δ Κ.Πολ.Δ.) ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επομένως απαραδέκτως προβάλλεται το πρώτον ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου. Επομένως, η αγωγή κατά το πιο πάνω κεφάλαιο για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν οι εφεσίβλητοι από την αντισυμβατική και παράνομη σύνδεση του έτερου μετρητή της δικαιοπαρόχου τους, είναι νόμιμη, διότι οι ως άνω ενέργειες του εκκαλούντος δεν συνιστούν αθέτηση μόνον της σύμβασης μισθώσεως, αλλά και αδικοπραξία η οποία θα είχε τελεστεί και χωρίς την ύπαρξη της επίδικης συμβατικής σχέσης και κατά συνέπεια δημιουργείται η παραπάνω ένδικη απαίτηση των εφεσίβλητων. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι εφεσίβλητοι εξαιτίας της παραπάνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εκκαλούντος διά των οργάνων του, με τη χωρίς νόμιμο δικαίωμα σύνδεση και υδροδότηση επί μακρόν από έτερη παροχή που δεν ήταν προορισμένη για χρήση από το ίδιο αφήνοντας ανεξόφλητες οφειλές προς την ΕΥΔΑΠ από κατανάλωση ύδατος της παροχής αυτής από τις στεγαζόμενες στο μίσθιο υπηρεσίες του, υπέστησαν ηθική βλάβη, λόγω της ψυχικής αναταραχής και της εν γένει στενοχώριας και ταλαιπωρίας που δοκίμασαν, αφού φέρονται ως οφειλέτες μεγάλου ποσού χωρίς οι ίδιοι να έχουν υπαιτιότητα και ιδίως λόγω των συνεπειών αυτής εξαιτίας του επικείμενου κινδύνου είσπραξης των οφειλών και με αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος της περιουσίας τους, την οποία το Δικαστήριο καθορίζει στο εύλογο, κατά την κρίση του και βάσει της αρχής της αναλογικότητας, ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ για τον καθένα  ως χρηματική της ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν, γενομένου τοιουτοτρόπως δεκτού ως ουσιαστικώς βάσιμου του σχετικού αγωγικού κονδυλίου. Επομένως, οι εφεσίβλητοι υπέστησαν ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να τους επιδικαστούν τα ανωτέρω ποσά στον καθένα αντίστοιχα, ως χρηματική τους ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, τα οποία κρίνονται δίκαια και εύλογα μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων (άρθρο 932 Α.Κ.). Κατά συνέπεια, έτσι, που έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε στους εφεσίβλητους τα πιο πάνω ποσά για την ανωτέρω αιτία, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 932 Α.Κ., δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και κατά συνέπεια δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, αφού, όπως προκύπτει από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία και τις προαναφερόμενες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόρισε τα ποσά αυτά, αφού στάθμισε όλες τις κρίσιμες κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 932 Α.Κ. περιστάσεις που αφορούν την ένδικη περίπτωση, όπως αυτές δέχτηκε ότι προέκυψαν από τις αποδείξεις που προσκομίστηκαν και αναφέρονται παραπάνω, δηλαδή όλα τα στοιχεία που αποτελούν, τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του σκοπού της διάταξης του άρθρου 932 Α.Κ.. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση κατ’εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, έκανε δεκτό το αγωγικό αίτημα περί επιδίκασης αποζημίωσης ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εκ ποσού 500 ευρώ για κάθε ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο, αντίστοιχα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Κατ΄ακολουθίαν των  ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως σε σχέση με τα ανωτέρω και έκανε δεκτή την αγωγή, ως ουσία βάσιμη, δεν έσφαλε, ε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις είναι δε αβάσιμοι και απορριπτέοι οι λόγοι της έφεσης που υποστηρίζουν τα αντίθετα, καθώς και η έφεση στο σύνολό της ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του νομίμως υποβληθέντος με τις προτάσεις τους αιτήματος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρα 106, 191 παρ. 2, 183, 176 του Κ.Πολ.Δ.), μειωμένα όμως σύμφωνα με τα άρθρα 22 παρ. 1 και 3 ν. 3693/1957 που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του Εισ.Ν. Κ.Πολ.Δ., 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 5 άρθρου 28 του Ν 2579/1998, σε συνδ. με την Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης 134423/28-12-1992 εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση του άρθ. 5§12 ν. 1738/1987, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 21-12-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/21-12-2022)  έφεση, κατά της με αριθμό 2668/2022  απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία).

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 6 Ιουνίου 2025 χωρίς την παρουσία των διαδίκων του δικαστικού πληρεξουσίου του εκκαλούντος και της πληρεξουσίας δικηγόρου των εφεσίβλητων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ