ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός αποφάσεως 393/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Βασίλειο Πορτοκάλλη, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των εκκαλούντων: 1) …………και 2) …………., οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Γεώργιου Καλτσά (Α.Μ Δ.Σ Πειραιώς ……….), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Της εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..» και τον διακριτικό τίτλο «…………», που εδρεύει στη …………., νομίμως εκπροσωπουμένης, με ΑΦΜ ………, ως μη δικαιούχος διάδικος, δυνάμει του άρθρου 2 παρ.4 του Ν.4354/2015 και της υπ’ αριθ. 118/2017 πράξης της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως τροποποιήθηκε από την υπ’ αριθ. 153/2019 πράξη, και διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………..», με έδρα το …….. Ιρλανδίας, δυνάμει της από 18/6/2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξουσίας δικηγόρου της Μυρσίνης Τσαχαλίδου (Α.Μ Δ.Σ.Α …….).
Οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν σε βάρος της καθ’ ής η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 11/11/2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……………/2022 ανακοπή τους καθώς και τους από 30/8/2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2023 πρόσθετους λόγους αυτής, με την οποία ζητούσαν την ακύρωση: α) της υπ’ αριθ. ……/2022 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και β) της από 2/11/2022 επιταγής προς πληρωμή, κάτωθι αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, συζήτησε την ως άνω ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής στις 29/9/2023, αντιμωλία των διαδίκων και με την υπ’ αριθ. 3976/2023 οριστική απόφασή του, απέρριψε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής. Κατά της προαναφερόμενης αποφάσεως οι ανακόπτοντες άσκησαν την από 31/1/2024 έφεση τους, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου …………/2024 και β) δικογράφου ………./2024, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για την ανωτέρω δικάσιμο.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 31/1/2024 έφεση, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου ………../2024 και β) δικογράφου ………/2024, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 3976/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, επί της από 11/11/2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2022 ανακοπής των ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων κατά της καθ’ ής η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης, καθώς και επί των από 30/8/2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2023 πρόσθετων λόγων αυτής, η οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), έχει, δε, ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση της στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1 εδ. β΄, 516, 517, 520, 591 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, την 1/2/2024, ήτοι προ πάσης επιδόσεως της απόφασης στους ανακόπτοντες και εντός δύο (2) ετών από της δημοσιεύσεως της, που έλαβε χώρα στις 6/12/2023 (άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), έχει, δε, κατατεθεί και το απαιτούμενο παράβολο (άρθρο 495 περ. 3A ΚΠολΔ). Επομένως πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κατά την οποία δικάστηκε η πρωτόδικη υπόθεση (άρθρο 533, 591 παρ.7 ΚΠολΔ).
Α. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 4354/2015 σχετικά με τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων: «1. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα πλην της περίπτωσης δ’ της παρ. 5 του άρθρου 2 τον Ν. 4261/2014, υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και αντικείμενά της μπορεί να είναι μεμονωμένες απαιτήσεις ή ομάδες απαιτήσεων κατά οποιουδήποτε δανειολήπτη, μη εφαρμοζομένου στην περίπτωση αυτή του άρθρου 479 ΑΚ. Άλλα δικαιώματα, ακόμα κι αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 513 επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου. … 3. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίζεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000. …… Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των πωλούμενων απαιτήσεων του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος. 4. Αναγγελία της καταχώρισης γίνεται ατύπως προς τους οφειλέτες και τους εγγυητές με κάθε πρόσφορο μέσα, συμπεριλαμβανομένων και των μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Πριν από την καταχώριση δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση απαιτήσεων της παραγράφου 1…..». Κατά δε το άρθρο 1 παρ. 1 γ και δ του ίδιου Ν. 4354/2015 «γ. Η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η προϋπόθεση αυτή οφείλει να πληρούται και σε κάθε περαιτέρω μεταβίβαση. Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου… δ. Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3156/2003… ». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.1 και 2 του Ν. 3156/2003, η τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ «μεταβιβάζοντος» και «αποκτώντος» σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται με τους προβλεπόμενους στον ανωτέρω νόμο τρόπους. «Μεταβιβάζων» είναι μόνο έμπορος με κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, εφόσον έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα (άρα και τραπεζικές ανώνυμες εταιρίες) και «αποκτών» είναι το νομικό πρόσωπο ή νομικά πρόσωπα, που έχουν ως αποκλειστικά σκοπό την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίηση τους σύμφωνα με το νόμο αυτόν («εταιρεία ειδικού σκοπού»), προς τα οποία μεταβιβάζονται λόγω πώλησης αι επιχειρηματικές απαιτήσεις, εκδότης δε των ομολογιών είναι ο ίδιος ο αποκτών. Οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοποίηση μπορεί να είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου ακόμη και των καταναλωτών, υφιστάμενες ή μελλοντικές, εφόσον αυτές προσδιορίζονται ή είναι δυνατόν να προσδιοριστούν με οποιονδήποτε τρόπο (άρθρο 10 παρ. 6 Ν. 3156/2003). Περαιτέρω, η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων καταχωρίζεται σε δημόσια βιβλία σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 Ν. 2844/2000 (άρθρο 10 παρ. 8 Ν. 3156/2003). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η δε μεταβίβαση (εκχώρηση) αναγγέλλεται εγγράφως από του μεταβιβάζοντα ή την Εταιρία Ειδικού Σκοπού στον οφειλέτη (άρθρο 10 παρ. 9 Ν. 3156/2003). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 Ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παραγράφου 1 (άρθρο 10 παρ. 10 Ν. 3156/2003). Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161/337/2003 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης-ΦΕΚ Β’ 1688/2003 και ήδη με την ΥΑ 207/2020) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία, δε, έως την ίδρυσή τους με Π.Δ ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων των Ν. 4354/2015 και 3156/2003 προκύπτει ότι η μεταβίβαση απαιτήσεων, κατά τους ορισμούς τους, γίνεται με έγγραφο τύπο και συντελείται με την καταχώριση της σύμβασης πώλησης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000, από την οποία (καταχώριση) αποκτώνται τα δικαιώματα του αναδόχου έναντι του τρίτου οφειλέτη και πριν την αναγγελία της εκχώρησης στον τελευταίο, αφού ως τέτοια ισχύει πλασματικά εκ του νόμου η καταχώριση της σύμβασης στο βιβλίο αυτό κατά τους ορισμούς του άρθρου 10 παρ. 10 του Ν. 3156/2003, εφόσον πρόκειται για τιτλοποίηση απαιτήσεων, η δε διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων ανατίθεται υποχρεωτικά σε εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά το Ν. 4354/2015 από την Τράπεζα της Ελλάδος. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 924 παρ. 1 ΚΠολΔ, η επιταγή ως πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης και συνάμα της προδικασίας της, πρέπει απαραίτητα να επιδίδεται στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου (δανειστή), ο οποίος δεν αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και δικαιούται κατ’ άρθρα 919 παρ. 1 ΚΠολΔ ή άλλη ειδική διάταξη να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση, υποχρεούται για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης που ενεργείται απ’ αυτόν, να κοινοποιήσει στον καθ’ ου η εκτέλεση νέα επιταγή, ακόμη και αν έχει κοινοποιηθεί προηγουμένως επιταγή από τον αναφερόμενο στον εκτελεστό τίτλο αρχικό δικαιούχο, καθώς και τα νομιμοποιητικά της διαδοχής του έγγραφα, είτε αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά, τόσο για την έναρξη όσο και για τη συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η υποχρέωση αυτή είναι ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθ’ ου η εκτέλεση γνωρίζει για την επελθούσα διαδοχή. Απαιτείται δε η επίδοση ολοκλήρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα επίσημα έγγραφα, μη αρκούσης, της απλής μνείας τούτων στην επιταγή. Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας. Τυχόν ακυρότητα της επιταγής που επέδωσε ο αρχικός δικαιούχος δεν επιδρά στο κύρος της νέας επιταγής, η οποία έχει αυτοτέλεια έναντι της προηγούμενης. Παρά τα ανωτέρω, στην περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων τραπεζικών απαιτήσεων κατά τους ορισμούς των Ν. 4354/2015 και 3156/2003, με δεδομένη τη συνθετότητα και την έκταση των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων και εν συνεχεία η ανάθεση της διαχείρισης αυτών, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσια της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, στείρα τυπολατρική και παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια στην εκτελεστική διαδικασία, παρεμποδίζοντας αδικαιολογήτως την πρόσβαση σε αυτήν των δανειστών. Η αναγκαστική εκτέλεση θέτει μεν συνήθως τον τύπο πριν από την ουσία, όχι, όμως, σε βαθμό που να εγγίζει τα όρια της κατάχρησης. Κατ’ ανάγκη λοιπόν, θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνα τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της μεταβίβασης και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντος (ΑΠ 345/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Καθώς δε τα αποτελέσματα της μεταβίβασης επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι τρίτων από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 Ν. 2844/2000, είναι προφανές ότι και η νομιμοποίηση της εταιρίας που αναλαμβάνει τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων αρχίζει ακριβώς από τότε. Άρα, τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα και πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή. Όλα τα υπόλοιπα, όση σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβίβασης καθ’ εαυτήν, δεν παύουν να αποτελούν στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των εταιρειών. Τα έγγραφα που νομιμοποιούν, συνεπώς, την εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το άρθρο 3 Ν. 2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την υπ’ αριθ. 161/337/2003 (ήδη ΥΑ 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων απ’ όπου φαίνεται η καταχώριση της μεταβίβασης της απαίτησης του καθ’ ου η εκτέλεση. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΕφΘεσ 177/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 574/2020, Π. Γιαννόπουλος, Η Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, Αρμ 2019/233 επ., Ν.Κατηφόρης σχόλιο κάτωθι ΜΠρΝαξ 57/2020, ΕΠολΔ 2020 σελ. 432 επ, αντίθετα Κ. Παπαχρήστου – Δημητράς, Η νομιμοποίηση των διαδίκων στην πολιτική δίκη εκδ. 2021 σελ. 137-140, Γ. Αποστολάκης, Ζητήματα από την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των εταιρειών διαχειρίσεως απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια ΕπΑΚ 2021, σελ. 703-704).
Με τον πρώτο λόγο εφέσεως τους οι ανακόπτοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε τον πρώτο πρόσθετο λόγο ανακοπής τους, με τον οποίο αυτοί εκθέτουν ότι η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής και η κάτωθι αυτής επιταγή τυγχάνουν άκυρες, διότι η καθ’ ης για την απόδειξη της ενεργητικής της νομιμοποίησης κατά την υποβολή της αίτησης έκδοσης της διαταγής πληρωμής, παρέλειψε να προσκομίσει πλήρη σειρά νομιμοποιητικών εγγράφων, εκ των οποίων να αποδεικνύεται η υπεισέλευση της αλλοδαπής εταιρείας την οποία η καθ’ ης εκπροσωπεί, στα δικαιώματα της αρχικής πιστώτριας «……………» λόγω ειδικής διαδοχής, δεδομένου ότι μετά την μεταβίβαση – εκχώρηση των απαιτήσεων της αρχικής πιστώτριας προς την άνω αλλοδαπή εταιρεία με την από 30-4-2020 σύμβαση πώλησης: α) την 16-4-2021 έλαβε χώρα απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας της αρχικής πιστώτριας με σύσταση νέας εταιρείας (επωφελούμενης) και υποκατάσταση της νέας εταιρείας λόγω καθολικής διαδοχής στα δικαιώματα της αρχικής διασπώμενης εταιρείας, β) μέρος των απαιτήσεων που εκχωρήθηκαν με την από 30-4-2020 σύμβαση εκχώρησης, επανεκχωρήθηκαν στην αρχική δικαιούχο με την από 26-11-2020 σύμβαση επανεκχώρησης, όπως αυτή διορθώθηκε με την από 1-12-2020 πράξη ορθής επανάληψης, την από 2-2-2021 σύμβαση επανεκχώρησης, την από 16-3-2021 σύμβαση επανεκχώρησης, την από 20-4-2021 σύμβαση επανεκχώρησης, τα οποία έγγραφα δεν αναφέρονται‚ ούτε προσκομίζονται στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Με το περιεχόμενο αυτό ο ανωτέρω λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι όπως εκτίθεται στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, για την έκδοση της διαταγής πληρωμής και την επίσπευση της εκτέλεσης πρέπει να προσκομίζονται μόνον όλα τα αναγκαία για τη νομιμοποίησή της δικαιούχου, ως ειδικής διαδόχου στα δικαιώματα της αρχικής πιστώτριας‚ ήτοι αυτά που πιστοποιούν τις πράξεις της μεταβίβασης και της ανάθεσης της διαχείρισης, ως τα μόνα κρίσιμα, τα δε επιγενόμενα της πώλησης γεγονότα της διάσπασης ή επανεκχώρησης μέρους των απαιτήσεων δεν έχουν έννομη επιρροή στην ειδική διαδοχή της αρχικής πιστώτριας που έλαβε χώρα προγενεστέρως, ούτε εξάλλου οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η επίδικη απαίτηση ανήκει στις επανεκχωρηθείσες απαιτήσεις. Περαιτέρω, από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, που προσκομίσθηκαν από την καθ’ ης με την αίτησή της προς έκδοση της διαταγής πληρωμής, σαφείς προκύπτει ότι η καθ’ ης επισύναψε στην αίτηση της για την έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής, όλα τα αναγκαία για τη νομιμοποίηση της ως δικαιούχου της εν λόγω απαιτήσεως έγγραφα, μεταξύ των οποίων και επικυρωμένο αντίγραφο της υπ’ αριθ. ……/30-4-2020 περίληψης της από 30-4-2020 σύμβασης πώλησης, της υπ’ αριθ. ……/22-6-2021 περίληψης της από 22-6-2021 σύμβασης διαχείρισης και του υπ’ αριθ. ……… αντιγράφου – αποσπάσματος εκ του παραρτήματος της περίληψης της σύμβασης πώλησης, που μνημονεύονται στην διαταγή πληρωμής. Επομένως ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον πρώτο πρόσθετο λόγο ανακοπής, απορριπτομένου ομοίως και του πρώτου λόγου εφέσεως.
Με τον δεύτερο λόγο εφέσεως τους οι ανακόπτοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε τον δεύτερο πρόσθετο λόγο ανακοπής τους, με τον οποίο αυτοί εκθέτουν ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και η κάτωθι αυτής επιταγή είναι άκυρες, διότι το κείμενο της περίληψης της σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης που δημοσιεύθηκε στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών είναι ελλιπές και δεν πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις του άρθρου 2 παρ.2 Ν. 4354/2015, που εφαρμόζεται και στις τιτλοποιήσεις του Ν. 3156/2003 ιδίως διότι δεν περιέχει ειδική αναφορά στην σύμβαση δανείου της ένδικης απαίτησης και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης αυτής, ελλείψει δε της τήρησης του έγγραφου συστατικού τύπου που προβλέπει το άνω άρθρο και την αδυναμία εξέλεγξης της διαχειριστικής εξουσίας της καθ’ ης δεν νομιμοποιείται ενεργητικά η άνω αλλοδαπή εταιρεία να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση με διαχειρίστρια την καθ’ ης. Ο ως άνω λόγος πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος αφού δεν απαιτείτο στις συμβάσεις ανάθεσης πώλησης και διαχείρισης να υπάρχει ειδική μνεία στο ύψος και τα λοιπά στοιχεία της εκχωρηθείσας υπό διαχείριση απαίτησης, εφόσον στην καθ’ ης ανατέθηκαν όπως ρητά μνημονεύεται «όλες οι υπηρεσίες είσπραξης και εν γένει διαχείρισης τιτλοποιούμενων απαιτήσεων», καθώς και επειδή σύμφωνα και με τα προεκτιθέμενα στην μείζονα σκέψη οι εταιρείες διαχείρισης που αναλαμβάνουν την είσπραξη απαιτήσεων που τιτλοποιήθηκαν με βάση το άρθρο 10 Ν. 3156/2003 δικαιούνται κατ’ εξαίρεση ως τρίτοι μη δικαιούχοι διάδικοι να προβούν σε κάθε δικαστική ενέργεια προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων. Σε κάθε περίπτωση τα προσκομισθέντα από την καθ’ ης έγγραφα είναι ικανά να αποδείξουν την ενεργητική της νομιμοποίηση καθόσον στην περίπτωση μεταβίβασης απαίτησης τραπεζικού ιδρύματος λόγω τιτλοποίησης και ανάθεσης της διαχείρισης αυτής κατά τους ορισμούς του Ν. 4354/2015 και του Ν. 3156/2003 αρκεί η επίκληση και προσκόμιση και η κοινοποίηση στον καθ’ ού η εκτέλεση της δημοσίευσης των συμβάσεων του άρθρου 10 παρ. 8 Ν. 3156/2003, ήτοι η καταχώριση στο αρμόδιο εν προκειμένω Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, της περίληψης που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000 και την υπ’ αριθ. 161337/2003 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μαζί με το απόσπασμα της καταχωρηθείσας ένδικης απαίτησης στις μεταβιβασθείσες, από την οποία καταχώριση επέρχονται αυτοδικαίως τα εκ του νόμου αποτελέσματα (μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων και ανάθεση της διαχείρισης αυτών), χωρίς να απαιτείται η προσκόμιση και η κοινοποίηση στον καθ’ ου η εκτέλεση, του συνόλου των σχετικών συμβάσεων με όλους τους ειδικότερους όρους αυτών. Συνεπώς συγκοινοποιήθηκαν στους εκκαλούντες κατ’ άρθρο 925 παρ.1 ΚΠολΔ ακριβή αντίγραφα όλων των δημοσιευμένων στη Ενεχυροφυλακείο Αθηνών περιλήψεων των προειρημένων συμβάσεων μεταβίβασης λόγω πώλησης και ανάθεσης της διαχείρισης της ένδικης δανειακής απαίτησης. Ειδικότερα, από τα παραπάνω έγγραφα αποδεικνύεται ότι έχουν καταχωριστεί στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών περιλήψεις των προαναφερόμενων συμβάσεων περιέχουσες τους ουσιώδεις όρους αυτών, δεδομένου ότι από και με την καταχώριση εκάστης περίληψης έχουν νομίμως συντελεστεί οι διαδοχικές μεταβιβάσεις της ένδικης απαίτησης και η εν συνεχεία ανάθεση της διαχείρισής της στην καθ’ ης, σύμφωνα με τα άρθρα 2 του Ν. 4354/2015 και 10 παρ. 8,9,10,16 Ν. 3156/2003, τα οποία συγκοινοποιήθηκαν στους εκκαλούντες για την κατ’ άρθρο 925 παρ.1 ΚΠολΔ νομιμοποίηση της καθ’ ης, αφού σύμφωνα και με τα ανωτέρω εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, δεν απαιτείται η συγκοινοποίηση στους ανακόπτοντες και ολόκληρων των παραρτημάτων των προειρημένων συμβάσεων, έκαστο των οποίων αριθμεί τεράστιο αριθμό σελίδων που αφορούν δάνεια άλλων οφειλετών, αλλά αρκεί η κοινοποίηση αποσπάσματος που να περιέχει το μέρος κάθε παραρτήματος που αφορά τον εκκαλούντα και έχει συνάφεια με την εναντίον του αναγκαστική εκτέλεση. Επομένως ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον δεύτερο πρόσθετο λόγο ανακοπής, απορριπτομένου ομοίως και του δεύτερου λόγου εφέσεως.
Με τον τρίτο λόγο εφέσεως τους οι ανακόπτοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε τον τρίτο λόγο ανακοπής τους, με τον οποίο αυτοί εκθέτουν ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και η στηριζόμενη σ’ αυτήν επιταγή προς εκτέλεση είναι άκυρες, διότι κατά την κατάθεση της άνω αίτησης έκδοσης διαταγής πληρωμής για την απόδειξη της ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ’ ης ως διαχειρίστριας, πού εκπροσωπεί την ειδική διάδοχο της αρχικής πιστώτριας «……………..» δεν προσκομίσθηκαν: α) αποσπάσματα της κίνησης λογαριασμού από τα οποία να αποδεικνύονται τα στοιχεία της σύμβασης δανείου και οι ιδιότητες των συμβαλλομένων που δικαιολογούν την έκδοση κατ’ αυτών της διαταγής πληρωμής και επίσπευση εκτέλεσης, β) τα έγγραφα της ανάθεσης της διαχείρισης στην καθ’ ης, για λογαριασμό της ειδικής διαδόχου, αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, της ένδικης απαίτησης πού επιδικάσθηκε με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής με συνέπεια να υφίσταται αδυναμία εξέλεγξης της ειδικής διαδοχής της νέας δικαιούχου στην σύμβαση δανείου διότι: 1) από την υπ’ αριθ. ………/22-6-2021 σύμβαση ανάθεσης της διαχείρισης στην καθ’ ης δεν αποδεικνύεται η ανάθεση είσπραξης της ένδικης απαίτησης, δεδομένου ότι δεν επισυνάπτεται απόσπασμα, ούτε περιέχει το ελάχιστο περιεχόμενο για την εγκυρότητα της σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης (ύψος απαίτησης, στοιχεία σύμβασης και συμβαλλομένων). Με το περιεχόμενο αυτό ο λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος δεδομένου ότι από την επισκόπηση της άνω διαταγής πληρωμής και των στοιχείων της υπ’ αριθ. ……./30-4-2020 περίληψης της από 30-4-2020 σύμβασης πώλησης, της υπ’ αριθ. ……../22-6-2021 περίληψης της από 22-6-2021 σύμβασης διαχείρισης και του υπ’ αριθ. …….. αντιγράφου – αποσπάσματος εκ του παραρτήματος της περίληψης της σύμβασης πώλησης που μνημονεύονται στην διαταγή πληρωμής, προκύπτει ότι η μεταβιβασθείσα απαίτηση ταυτοποιείται πλήρως και στο παραπάνω απόσπασμα, με βάση τον ηλεκτρονικό κωδικό καταχώρισης της σύμβασης, τον αριθμό λογαριασμού ……………… και τα στοιχεία, ονοματεπώνυμο, ΑΦΜ, διεύθυνση των ενεχομένων, με αυτήν της άνω διαταγής πληρωμής, ανεξαρτήτως της αλλαγής του λογαριασμού που τηρείται εν συνεχεία για την παρακολούθηση της οφειλής λόγω μετάπτωσης. Σημειωτέον ότι: 1) στα αποσπάσματα που προσκομίσθηκαν για την έκδοση της διαταγής πληρωμής εμφαίνεται ο αρχικός λογαριασμός ………………. και το χρεωστικό κατάλοιπο που επιδικάσθηκε, 2) ούτε αποδείχθηκε, ούτε άλλωστε και οι ίδιοι οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι υπάρχει και άλλη σύμβαση μεταξύ αυτών και της αρχικής πιστώτριας εταιρείας με τις ίδιες ιδιότητες, ώστε να προκύπτει σύγχυση για την ταυτότητα της οφειλής και των ενεχομένων, 3) δεν απαιτείτο στις συμβάσεις ανάθεσης πώλησης και διαχείρισης να υπάρχει ειδική μνεία στο ύψος της εκχωρηθείσας απαίτησης, εφόσον στην καθ’ ης ανατέθηκαν όπως ρητά μνημονεύεται «όλες οι υπηρεσίες είσπραξης και εν γένει διαχείρισης τιτλοποιούμενων απαιτήσεων». Επομένως ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον τρίτο λόγο ανακοπής, απορριπτομένου ομοίως και του τρίτου λόγου εφέσεως.
Β. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 96 παρ. 1, 97 παρ. 1, 2 και 98 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η δικαστική πληρεξουσιότητα, που χορηγείται είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρμόδια Αρχή ή δικηγόρο, παρέχει στον πληρεξούσιο δικηγόρο το δικαίωμα να εκπροσωπεί στο Δικαστήριο εκείνον που έδωσε την πληρεξουσιότητα και να ενεργεί όλες τις κύριες ή παρεπόμενες πράξεις, που αφορούν στη διεξαγωγή της δίκης, εκτός από εκείνες, που ρητά εξαιρέθηκαν κατά τη χορήγηση αυτής, καθώς και εκείνες για τις οποίες απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα (ΑΠ 835/2010 ΕλλΔνη 2011/790 , ΕφΘεσ 1650/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τα συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 96, 104, 143 παρ. 1, 159 αρ. 1 ΚΠολΔ και 211, 219 και 238 AK, προκύπτει ότι ο διάδικος, για λογαριασμό του οποίου παραστάθηκε ως δικηγόρος πρόσωπο, που δεν είχε δικαστική πληρεξουσιότητα, δικαιούται να εγκρίνει μεταγενέστερα τις πράξεις του εν λόγω δικηγόρου, οι οποίες προηγήθηκαν. Η έγκριση μπορεί να γίνει είτε ρητά, είτε σιωπηρά, με πράξεις εμφαίνουσες πρόθεση ισχυροποίησής τους, εξετάζεται δε η ύπαρξη της έγκρισης, που έχει αναδρομική ενέργεια, και αυτεπαγγέλτως, εφόσον ανάγεται στην υπόσταση της πληρεξουσιότητας (ΑΠ 835/2010 ΕλλΔνη 2011/790). Τέτοια έγκριση συνάγεται ιδίως από τη νόμιμη παράσταση του διαδίκου σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας και την παραδοχή των μέχρι τότε διαδικαστικών πράξεων ως ισχυρών, είναι δε αδιάφορο, αν ο διάδικος παρίσταται στο ακροατήριο και διορίζει άλλον πληρεξούσιο δικηγόρο, καθόσον η έγκριση λειτουργεί in rem και όχι ίn persοnam (ΕφΘεσ 1650/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ενόψει των ανωτέρω, σε περίπτωση υποβολής αίτησης προς έκδοση διαταγής πληρωμής, ναι μεν η χωρίς πληρεξουσιότητα υποβολή της έχει ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη τον άρθρου 104 ΚΠολΔ, την ακυρότητα της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής, πλην όμως, ο διάδικος μπορεί να εγκρίνει, σύμφωνα με τα ανωτέρω την πράξη της υποβολής της αίτησης για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, με την πληρεξουσιότητα, που νομότυπα χορηγεί στον δικηγόρο, που παρίσταται για λογαριασμό του στη δίκη της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής (Πανταζόπουλος Στ., Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, γ’ έκδ., σελ. 50-51).
Με τον τέταρτο λόγο εφέσεως τους οι ανακόπτοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε τον τρίτο πρόσθετο λόγο ανακοπής τους, με τον οποίο αυτοί ζητούν την ακύρωση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής, επειδή ουδέν έγγραφο προσκομίσθηκε κατά την υποβολή της αίτησης προς έκδοση της, από το οποίο να αποδεικνύεται η χορήγηση πληρεξουσιότητας από την αρχική πιστώτρια ανώνυμη τραπεζική εταιρία προς τον υπογράφοντα την αίτηση δικηγόρο και επίσης επειδή στο προσκομιζόμενο για την έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής υπ’ αριθ. ……/17-6-2021 ειδικό πληρεξούσιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών …………., δεν αναφέρεται ο υπογράφων την αίτηση δικηγόρος. Ο λόγος της ανακοπής είναι νόμω βάσιμος, ερειδόμενος στις αναφερόμενες στην μείζονα πρόταση διατάξεις, πρέπει, ωστόσο, να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, δεδομένου ότι από την παραδεκτή επισκόπηση τον υπ’ αριθ. ……/17-6-2021 ειδικού πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……………, προκύπτει ότι πράγματι ο υπογράφων δικηγόρος δεν είχε την σχετική πληρεξουσιότητα κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης έκδοσης διαταγής πληρωμής, πλην όμως από την παράσταση ενώπιον του ακροατηρίου του παρόντος Δικαστηρίου του πληρεξούσιου δικηγόρου ……………, καθώς και από το σύνολο των νομίμως προσκομισθέντων από τους διαδίκους εγγράφων, αποδεικνύεται ότι η σχετική ενέργεια προς υποβολή της ένδικης αίτησης εγκρίθηκε από τον νομοτύπως παραστάντα στη δίκη πληρεξούσιο δικηγόρο της καθ’ ης η ανακοπή, η οποία παρείχε σε αυτόν νομίμως τη σχετική πληρεξουσιότητα με το υπ’ αριθ. ………./2021 ειδικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών, …………… Σημειώνεται πως ζήτημα διαδικαστικού απαραδέκτου λόγω μη προσκόμισης της έγγραφης πληρεξουσιότητας ήδη κατά την υποβολή της αιτήσεως προς έκδοση της διαταγής πληρωμής δεν τίθεται, αφού εν προκειμένω δεν πρόκειται για αποδεικτικό της ένδικης απαίτησης έγγραφο, που στηρίζει την έκδοση της διαταγής πληρωμής, αλλά για έγγραφο δικαστικής πληρεξουσιότητας, λόγος, για τον οποίο αρκεί, άλλωστε, και η εκ των υστέρων νομότυπη έγκριση των ενεργειών του δικηγόρου, που υπέβαλε τη σχετική αίτηση προς έκδοση της οικείας διαταγής. Επομένως ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον τρίτο πρόσθετο λόγο ανακοπής, απορριπτομένου ομοίως και του τέταρτου λόγου εφέσεως.
Γ. Καταγγελία είναι η μονομερής δήλωση του ενός των συμβαλλομένων που απευθύνεται στου άλλον, με την οποία εκφράζεται η βούλησή του για λύση της σύμβασης στο μέλλον (άρθρο 167 ΑΚ), για ορισμένο λόγο προβλεπόμενο στη σύμβαση ή στο νόμο, ασκείται δε είτε με εξώδικη δήλωση είτε με αγωγή. Η καταγγελία ασκείται αυτοπροσώπως από κάποιον από τους συμβαλλόμενους, δεν αποκλείεται όμως να ασκηθεί και από αντιπρόσωπο – πληρεξούσιο (άρθρα 211, 216, 217 ΑΚ). Εφόσον η καταγγελία είναι άτυπη και η πληρεξουσιότητα που χορηγείται για την άσκησή της είναι επίσης άτυπη (άρθρο 217 παρ. 2 ΑΚ). Επί νομικών προσώπων την πληρεξουσιότητα δίνει εκείνος που για κάθε συγκεκριμένη δικαιοπραξία έχει το δικαίωμα εκπροσώπησής τους. Επί καταγγελίας που έγινε από αναρμόδιο ή χωρίς εξουσία πρόσωπο, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 233 και 238 ΑΚ, που αναφέρονται στην, με αναδρομική ενέργεια, μεταγενέστερη έγκριση της καταγγελίας από το αρμόδιο όργανο του νομικού προσώπου, διότι, λόγω του διαπλαστικού χαρακτήρα της καταγγελίας, για τη συντέλεση αυτής, απαιτείται δήλωση βούλησης από το ίδιο το νομικό πρόσωπα, η οποία μόνο με το όργανο που το εκπροσωπεί μπορεί να πραγματοποιηθεί (ΠΠρΠειρ 1990/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 226 ΑΚ απαιτεί για την επιχείρηση μονομερούς απευθυντέας σε άλλον δικαιοπραξίας την επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου. Οι συνέπειες από τη μη επίδειξη του πληρεξούσιου εγγράφου εξαρτώνται από το αν αποκρούεται ή όχι η καταγγελία χωρίς υπαίτια βραδύτητα. Ειδικότερα όταν η καταγγελία από τον πληρεξούσιο έγινε εγγράφως, πρέπει αυτός να επιδείξει το πληρεξούσιο έγγραφο, γιατί αλλιώς έχει το δικαίωμα αυτός προς του οποίο γίνεται να την αποκρούσει χωρίς υπαίτια βραδύτητα, οπότε επέρχεται ακυρότητα (άρθρο 226 ΑΚ) και μάλιστα ανεξάρτητα αν υπήρχε πράγματι πληρεξουσιότητα ή αν εγκρίθηκε η καταγγελία. Αντίθετα, αν δεν εναντιωθεί αυτός προς τον οποίο γίνεται, το κύρος της καταγγελίας που βαρύνεται να αποδείξει ο καταγγέλλων και έγινε από αντιπρόσωπό του, θα εξαρτηθεί από την ύπαρξη ή μη του πληρεξουσίου εγγράφου ή της έγκρισης εκ μέρους του (καταγγέλλοντος) της καταγγελίας (βλ. ΕΡΜΑΚ, άρθρο 226, αριθ. 8, σελ. 396, ΠΠρΠειρ 1990/2020, ό.π., ΠΠρΘεσσ 10214/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΠειρ 1911/2013 ΕλλΔνη 2013/1468), η οποία πρέπει να γίνει μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, είτε με την προσαγωγή συμβολαιογραφικού ή άλλου εγγράφου, είτε με δήλωση του παριστάμενου διαδίκου που καταχωρίζεται στα πρακτικά, διαφορετικά η καταγγελία είναι άκυρη. Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και όταν το περί καταγγελίας εξώδικο έγγραφο υπογράφει δικηγόρος. Σημειώνεται ότι δεν ισχύει η διάταξη του άρθρου 104 ΚΠολΔ, διότι η καταγγελία που ασκείται κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πράξη προπαρασκευαστική της δίκης, αφού αντιθέτως αποτελεί ενέργεια πριν από τη δίκη και μάλιστα ενέργεια όχι δικονομική αλλά ουσιαστική, δηλαδή άσκησης του σχετικού δικαιώματος (ΕφΑΘ 5900/1995, ΕΔικΠολυκ 1996/145).
Με τον πέμπτο λόγο εφέσεως τους οι ανακόπτοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε τον δεύτερο λόγο ανακοπής τους, με τον οποίο αυτοί ισχυρίζονται ότι η από 15-9-2022 καταγγελία της συνομολογηθείσας μεταξύ αυτών και της αρχικής πιστώτριας «……………..» σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου από την καθ’ ης, είναι άκυρη, διότι δεν υπογράφηκε από το νόμιμο εκπρόσωπο αυτής, αλλά από δικηγόρο, ως πληρεξούσιο αυτής, χωρίς, ωστόσο, την επίδειξη του σχετικού πληρεξουσίου εγγράφου, δυνάμει του οποίον εξουσιοδοτήθηκε αυτός να προβεί για λογαριασμό της στην επίδικη καταγγελία. Ότι συνεπεία της ακυρότητας της καταγγελίας αυτής, η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής δεν ήταν ληξιπρόθεσμη και απαιτητή και ως εκ τούτου πρέπει να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, αλλά και η συμπροσβαλλόμενη επιταγή. Με αυτό το περιεχόμενο, ο λόγος αυτός της ανακοπής, στο μέτρο που βάλλει κατά της εγκυρότητας της καταγγελίας ως διαδικαστικής προϋπόθεσης για την έκδοση της διαταγής πληρωμής ελλείψει επίδειξης του πληρεξουσίου του προσώπου που κατήγγειλε τη σύμβαση για λογαριασμό της τράπεζας, είναι νόμιμος στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 226, 232, 233 ΑΚ, 623, 624 παρ. 1, 626 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η από 15-9-2022 εξώδικη καταγγελία – πρόσκληση πράγματι δεν υπογράφηκε από τα αρμόδια κατά νόμο εκπροσωπευτικά όργανα της καθ’ ης, αλλά από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, …………….. ως προς τη νομιμοποίηση του οποίου, κατά το χρόνο αυτής, δεν επιδείχθηκε στους ανακόπτοντες το πληρεξούσιο έγγραφο, βάσει του οποίου εξουσιοδοτούνταν αυτός να προβεί, για λογαριασμό της καθ’ ης, στην ως άνω ενέργεια. Οι ανακόπτοντες εναντιώθηκαν μεν στην προδιαληφθείσα καταγγελία, με εξώδικη καταγγελία τους που επιδόθηκε στην καθ’ ης στις 23-9-2022, εντούτοις όπως αποδεικνύεται από τις υπ’ αριθ. ……./1-9-2022 και ……./21-9-2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή ………….., που επέδωσε την καταγγελία, προκύπτει ότι ο σύνοικος υιός των ανακοπτόντων, που υπέγραψε ως παραλαβών δεν πρόβαλε καμία επιφύλαξη ,ενόψει τυχόν ασκήσεως οποιουδήποτε δικαιώματος τους και δη από το άρθρο 226 ΑΚ. Πλην όμως, η καθ’ ης, η οποία εν προκειμένω φέρει το βάρος απόδειξης ότι η καταγγελία έγινε από αντιπρόσωπό της, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, προσκομίζει το υπ’ αριθ. ……./17-6-2021 σχετικό πληρεξούσιο έγγραφο, συνταχθέν ενώπιον τον Συμβολαιογράφου Αθηνών ……………… προ της καταγγελίας, από το οποίο προκύπτει ότι ο υπογράφων την καταγγελία δικηγόρος …………….. είχε την πληρεξουσιότητα να προβεί στην άνω καταγγελία για λογαριασμό της καθ’ ης, σε κάθε περίπτωση ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καθ’ ης προέβη σε σχετική δήλωση εγκρίσεως των ενεργειών του άνω δικηγόρου στο ακροατήριο, αλλά και με τις προτάσεις της καθ’ ης στην παρούσα δίκη. Κατόπιν των ανωτέρω, δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 226 ΑΚ και ο λόγος της κρινόμενης ανακοπής πρέπει να γίνει απορριφθεί ως κατ` ουσίαν βάσιμος. Επομένως ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον δεύτερο λόγο ανακοπής, απορριπτομένου ομοίως και του πέμπτου λόγου εφέσεως.
Δ. Έκδοση διαταγής πληρωμής μπορεί να ζητηθεί για το οφειλόμενο κατάλοιπο του λογαριασμού που εξυπηρετεί σύμβαση δανείου, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση ανοίγματος του λογαριασμού, η κίνησή του, το κλείσιμό του και το χρεωστικό υπόλοιπο, το οποίο αποτελεί την απαίτηση της τράπεζας, η οποία χορήγησε το δάνειο (ΑΠ 368/2019, ΜονΕφΠειρ 189/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Είναι δε επιτρεπτή η συμφωνία με την οποία η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας (ΑΠ 370/2012, ΑΠ 925/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με την εν λόγω συμφωνία προσδίδεται στα ανωτέρω αποσπάσματα πλήρης αποδεικτική ισχύς, την οποία διαφορετικά θα είχαν μόνον υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 448 ΚΠολΔ, ελλείψει των οποίων θα περιέπιπταν σε απλά δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 925/2002, ΜονΕφΘεσ 2613/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι με βάση τη συμφωνία αυτή, το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχουν θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, βάσει του οποίου μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, εφόσον η ακρίβεια τούτου βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρα 449 παρ. 1 ΚΠολΔ, 36 Ν. 4194/2013, 14 Ν. 1599/1986), δεν μπορεί, δε, να προσδώσει την αποδεικτική αυτή δύναμη η βεβαίωση της ακρίβειας του αντιγράφου από τον αρμόδιο υπάλληλο της πιστώτριας τράπεζας, εκτός εάν αφορά εκτύπωση αποσπάσματος των μηχανογραφικώς τηρούμενων εμπορικών βιβλίων, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, οπότε δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται για αντίγραφο (ΑΠ 1268/2022, ΑΠ 387/2020, ΑΠ 999/2019, ΑΠ 84/2014, ΑΠ 35/2011, ΑΠ 27/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξ άλλου αν ο οφειλέτης, κατά τη διάρκεια που η δανειακή σύμβαση ήταν ενεργή, αναγνώρισε κατά το περιοδικό ή ενδιάμεσο κλείσιμο του τηρούμενου λογαριασμού το προσωρινό υπόλοιπο, που προέκυπτε απ` αυτό, το υπόλοιπο αυτό, εάν δεν ορίσθηκε διαφορετικά, αποτελεί το πρώτο κονδύλιο του λογαριασμού για το μεταγενέστερο χρόνο με συνέπεια, κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού της νέας περιόδου, να μην απαιτείται εκκαθάριση αυτού και παράθεση στο λογαριασμό των επί μέρους κονδυλίων κίνησης για την περίοδο που αφορά η δήλωση αναγνώρισης (ΑΠ 925/2002, ΕλλΔνη 2003. 1298, ΕφΑθ 3326/2022). Το δικαίωμα περί απόδειξης της οφειλής από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων, κατ’ εφαρμογή της συνομολογηθείσας κατά την υπογραφή της αρχικής σύμβασης παροχής πίστωσης ή χορήγησης δανείου μεταξύ τράπεζας και δανειολήπτη δικονομικής συμφωνίας συνεκχωρείται αυτοδίκαια και ex lege, κατ’ άρθρα 3 § 1 Ν. 4354/2015, 10 § 6 Ν. 3156/2003 και 458 ΑΚ, στη νέα δικαιούχο της απαίτησης (Α.Ε.Α.Α.Δ.Π. εφ’ όσον η μεταβίβαση γίνεται βάσει του Ν. 4354/2015 και εταιρία ειδικού σκοπού, εφ’ όσον η μεταβίβαση γίνεται στο πλαίσιο τιτλοποίησης του Ν. 3156/2003), ως παρεπόμενο δικαίωμα απορρέον από τη μεταβιβασθείσα απαίτηση, προς την οποία τελεί σε σχέση εξάρτησης, δεδομένου ότι εξυπηρετεί το σκοπό της σύμβασης και διευκολύνει την πραγμάτωσή της. Επομένως η Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π. που ανέλαβε τη διαχείριση της εκχωρηθείσας απαίτησης έχει τη δικονομική ευχέρεια να αξιοποιήσει τη συμφωνία περί πλήρους απόδειξης της οφειλής από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, προς το σκοπό της είσπραξης της απαίτησης και ιδίως προς το σκοπό έκδοσης διαταγής πληρωμής. Συνακόλουθα η Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π. νομίμως εκδίδει από το δικό της ηλεκτρονικό αρχείο τις κινήσεις λογαριασμών των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων και δη τόσο τις προγενέστερες της ημερομηνίας μεταβίβασης που έχουν ληφθεί ηλεκτρονικά από την τράπεζα, όσο και τις μεταγενέστερες, αντλώντας τη σχετική εξουσία από τη σύμβαση διαχείρισης, η οποία συμπεριλαμβάνει και τη λογιστική και νομική παρακολούθηση της απαίτησης (άρθρο 2 παρ. 2 περ. β’ ν. 4354/2015), αφού διευκολύνει την είσπραξή της.
Με τον έκτο λόγο εφέσεως τους οι ανακόπτοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε τον τέταρτο λόγο ανακοπής τους, με τον οποίο αυτοί εκθέτουν ότι οι ανακοπτόμενες διαταγή πληρωμής και επιταγή είναι άκυρες , διότι τα αποσπάσματα κίνησης των λογαριασμών που προσκομίσθηκαν για την έκδοση της άνω διαταγής και προς απόδειξη της ένδικης απαίτησης δεν ήταν πρωτότυπα ενιαία έγγραφα υπογεγραμμένα από υπαλλήλους βεβαιούντες την γνησιότητα τους, αλλά απλές φωτοτυπίες χωρίς βεβαίωση γνησιότητας από υπαλλήλους της τράπεζας, μη αρκούσης της επικύρωσης δικηγόρου για την βεβαίωση της γνησιότητας τους στο τέλος του κειμένου. Με το περιεχόμενο αυτό ο λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος αφού είναι έγκυρη η δικονομική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πιστώσεως, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας και όπως προκύπτει από την επισκόπηση των αποσπασμάτων που προσκομίζουν οι ίδιοι οι ανακόπτοντες, οι εκτυπώσεις της ηλεκτρονικής κίνησης των λογαριασμών αποτελούν ένα ενιαίο όλο, δηλαδή ένα έγγραφο με χρονική και λογιστική συνοχή και όχι συρραφή μηνιαίων λογαριασμών χρέωσης, στο δε τέλος του ενιαίου εγγράφου υφίσταται βεβαίωση περί του γνησίου από τους υπαλλήλους της τράπεζας, ενώ ο επικυρών δικηγόρος βεβαιώνει ότι πρόκειται περί φωτοτυπιών εκ των πρωτοτύπων τα οποία επικυρώνει νομίμως. Επομένως ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον τέταρτο λόγο ανακοπής, απορριπτομένου ομοίως και του έκτου λόγου εφέσεως.
Με τον έβδομο λόγο εφέσεως τους οι ανακόπτοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε τον πέμπτο λόγο ανακοπής τους, με τον οποίο αυτοί εκθέτουν ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και η συμπροσβαλλόμενη επιταγή είναι ακυρωτέες διότι η επιδικασθείσα απαίτηση εμπεριέχει χρεώσεις κονδυλίων τόκων, που υπολογίσθηκαν με βάση έτους υπολογισμού 360 και όχι 365 ημερών και χρεώθηκαν παρανόμως, κατ’ εφαρμογή κεκαλυμμένου υπολογισμού με χρονική βάση υπολογισμού τόκων 360 ημερών. Ότι ομοίως η ιδία βάση υπολογισμού προβλέπεται στον όρο 15 της πρόσθετης πράξης της σύμβασης, που αποτελεί ΓΟΣ που είναι άκυρος και καταχρηστικός και παραβιάζει την αρχή της διαφάνειας τον άρθρου 2 περ. ια Ν. 2251/1994, του άρθρου 5 της Οδηγίας 93/13 ΕΟΚ, την ΠΔΤΕ 2501/2002 περί προσυμβατικής ενημέρωσης και αντιβαίνει στις προσδοκίες του μέσου καταναλωτή σχετικά με τις δεσμεύσεις που πρόκειται να αναλάβει με την σύναψη της σύμβασης και εξ αυτού του λόγου η επιδικασθείσα και επιτασσόμενη απαίτηση είναι αόριστη αβέβαιη και ανεκκαθάριστη. Με το περιεχόμενο αυτό ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος διότι: α) τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου δεν συνεπάγεται ακυρότητα του συνόλου της απαίτησης, όπως αυτή αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής (ΑΠ 2210/2013 ΕΕΔ 2014/701, ΕφΘεσ 2277/2017 ΤΝΠ Nόμος, ΕφΘεσ 144/2016 Αρμ 2016/1138, ΕφΔωδ 1/2016, ΕφΠειρ 635/2015 ΤΝΠ Nόμος, ΕφΘεσ 1271/2015 Αρμ 2016/ 1352, ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΑθ 1778/2010 ΤΝΠ Nόμος), β) η Σύσταση 97/489/ΕΚ της Επιτροπής Ε.Ε της 30/7/1999, που ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με την ΚΥΑ Ζ1-178/13-2-2001 και με βάση την οποία το επιτόκιο υπολογίζεται με βάση έτος 365 ημερών, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον αφορά μόνο στις συναλλαγές, που γίνονται με μέσα ηλεκτρονικής πληρωμής και ιδίως στις σχέσεις μεταξύ του εκδότη και κατόχου πιστωτικής κάρτας και όχι στη σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού. Στην τελευταία εξακολουθεί να εφαρμόζεται το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 2842/2000, περί αντικατάστασης της δραχμής με το ευρώ, σύμφωνα με το οποίο οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (Αthibor) που προβλέπεται σε υφιστάμενες νομικές πράξεις, κατά την έννοια του άρθρου 1 του κανονισμού 1103/1997, αντικαθίσταται αυτοδικαίως, από αναφορά στο επιτόκιο Euribor, στο οποίο λαμβάνονται υπόψη, ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος 360 ημερών, προσαρμοζόμενο κατά το λόγο 365 προς 360 (ΕφΘεσ 2613/2017, ΕφΘεσ 2277/2017, ΕφΠατρ 364/2017, ΕφΠειρ 638/2015, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΔυτΜακ 73/2015 Αρμ 2016/98, ΕφΘεσ 1034/2013 Αρμ 2014/623, ΕφΑθ 1159/2012 ΔΕΕ 2012/676, ΕφΑθ 1778/2010 Αρμ 2011/251). Περαιτέρω, η διευκρίνιση του τρόπου σχηματισμού της οφειλής (πχ ειδική μνεία του τρόπον υπολογισμού και τον είδους τόκων) δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της αίτησης ή του ελάχιστου περιεχομένου της διαταγής πληρωμής, ενώ ούτε ιδιαίτερη αναγραφή των επιμέρους κονδυλίων (π.χ. επιτοκίου, κεφαλαίου, τόκων και εισφοράς του Ν.128/75) δεν χρειαζόταν, ούτε επιβάλλεται από τον νόμο, στον οποίο δεν προβλέπεται ότι πρέπει να εμπεριέχει η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και η ίδια η διαταγή πληρωμής. Εξάλλου, το συμβατικό τραπεζικά επιτόκιο υπερημερίας και ο τρόπος υπολογισμού του, οι χρεώσεις των εξόδων και προμηθειών, είναι γνωστά στους ανακόπτοντες από την στιγμή της σύναψης της σύμβασης και δεν απαιτείται ειδική καταχώρηση στα αποσπάσματα της κίνησης των λογαριασμών, όπως και δεν είναι υποχρεωτική ειδική αναφορά τους στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αόριστος, διότι δεν υφίσταται αναφορά στα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού που περιέχουν παράνομούς τόκους, ανατοκισμούς ή χρεώσεις από την εφαρμογή τον παράνομου όρου, που οι ανακόπτοντες θεωρούν ότι υπολογίσθηκαν εσφαλμένως και χρεώθηκαν παρανόμως, στον επίδικο λογαριασμό, ούτε το ακριβές ποσό το οποίο αυτοί οφείλουν. Πέραν τούτων όμως οι ανακόπτοντες δεν εκθέτουν καθόλου προσδιοριστικά στοιχεία του παραπάνω λόγου ανακοπής, αλλά αρκούνται σε μία γενική αναφορά περί αντίθεσης στον Ν. 2251/1994 και περί ύπαρξης καταχρηστικότητας, χωρίς να εξειδικεύουν τον ισχυρισμό τους, αλλά αρκούνται σε απλή μνεία της ύπαρξης παρανόμων ή υπερβολικών κονδυλίων τόκων, που δήθεν προέκυψαν κατ’ εφαρμογή των ειδικώς αναφερθέντων απ’ αυτούς καταχρηστικών άρθρων της σύμβασης, τις αντίστοιχες χρονικές περιόδους, λείπει δε αναφορά στα επιμέρους κονδύλια κεφαλαίου επί των οποίων έγιναν οι εσφαλμένοι υπολογισμοί των τόκων, τα ποσά που εμπεριέχουν τις παράνομες επιβαρύνσεις και τον τρόπο υπολογισμού που επικαλούνται προκειμένου βάσει αυτών το δικαστήριο να εκτιμήσει την καταχρηστική δικονομική συμπεριφορά της καθ’ ής. Σε κάθε περίπτωση ουδόλως αναφέρεται η ζημία που υπέστησαν από την εφαρμογή συγκεκριμένων όρων της συμβάσεως εξαιτίας της αδιαφάνειας ή διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας, ούτε ποιες ήταν οι προσδοκίες τούς κατά τη σύναψη της σύμβασης. Συγκεκριμένα, για να χαρακτηρισθεί άκυρος, ως καταχρηστικός, γενικός όρος των συναλλαγών, δηλαδή τέτοιος που έχει διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, πρέπει να οδηγεί σε σημαντική διατάραξη ουσιωδών συμφερόντων του καταναλωτή, τα περιστατικά δε τα οποία διαταράσσουν την ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων και καθιστούν τον όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να προβάλλονται με σαφήνεια ενώπιον τον δικαστηρίου της ουσίας, για να έχει αυτό τη δυνατότητα να κρίνει, στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών, για την ακυρότητα ή μη ως καταχρηστικού του σχετικού όρου. Επομένως ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον πέμπτο λόγο ανακοπής, απορριπτομένου ομοίως και του έβδομου λόγου εφέσεως.
Με τον όγδοο λόγο εφέσεως τους οι ανακόπτοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε τον έκτο λόγο ανακοπής τους, με τον οποίο αυτοί εκθέτουν ότι η ανακοπτόμενη επιταγή προς πληρωμή είναι αόριστη και εξ αυτού του λόγου η επιδικασθείσα και επιτασσόμενη απαίτηση ανεκκαθάριστη, ως προς το ποσό των τόκων, διότι δεν υπάρχει σε αυτές σαφής, ρητή αναφορά και διαχωρισμός των κεφαλαιοποιημένων και ανατοκιζόμενων τόκων και του τρόπου υπολογισμού τους. Ο ανωτέρω λόγος κρίνεται μη νόμιμος καθότι επί διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε βάσει σύμβασης δανείου, που καταρτίσθηκε με τράπεζα, αρκεί να αναφέρεται συνοπτικά ότι το διατασσόμενο χρηματικό ποσό τυγχάνει το χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του οφειλέτη. Αντιστοίχως, στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής αρκεί να αναφέρεται η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, η συμφωνία περί αναγωγής του αποσπάσματος των βιβλίων της τράπεζας σε έγγραφο αποδείξεως της απαιτήσεως και του ύψους αυτής, το οριστικό κλείσιμο ή η καταγγελία της συμβάσεως, το ύψος του οριστικού καταλοίπου, καθώς και το απόσπασμα κινήσεως του λογαριασμού, δίχως να είναι ανάγκη να εμπεριέχονται στο περιεχόμενο της αιτήσεως τα επιμέρους κονδύλια χρεωπιστώσεων του λογαριασμού κινήσεως, εφόσον αυτά εκτίθενται στο συνημμένο στην αίτηση αντίγραφο ή απόσπασμα του λογαριασμού (ΑΠ 370/2012 ΧΡΙΔ 2012.609, ΑΠ 1234/2012, ΑΠ 1850/2011, ΑΠ 35/2011, ΑΠ 1512/2006, ΕφΠειρ 638/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε για το ορισμένο της διαταγής απαιτείται, ειδικότερα, να προσδιορίζεται το είδος της δικαιοπραξίας, από την οποία γεννήθηκε η απαίτηση, έστω και συνοπτικά, ώστε να μην δημιουργείται καμία αμφιβολία από ολόκληρο το περιεχόμενό της διαταγής ως προς την αιτία της πληρωμής, χωρίς να είναι αναγκαίο να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν την αιτία αυτή (ΑΠ 1106/1994 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5253/2012 ΔΕΕ 2013.69, ΕφΛαρ 278/2007 Δικογρ. 2008.105, ΜονΕφΛαρ 307/2015 ΔΕΕ 2016.386), ενώ δεν απαιτείται να αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής το επιτόκιο που εφαρμόσθηκε κατά καιρούς από την καθ’ ής τράπεζα για τον υπολογισμό των τόκων (ΕφΛαρ 452/2014 ΤΝΠ Ισοκράτης). Περαιτέρω δε, όσον αφορά στο ποσοστό επιτοκίου, τόσο το συμβατικό όσο και το υπερημερίας, αυτό αναφέρεται σαφώς στην επίδικη σύμβαση και στις πρόσθετες πράξεις. Τέλος, από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων αντιγράφων των με αριθμό ……………. και ……………… λογαριασμών, που αναφέρονται και στη διαταγή πληρωμής, προκύπτουν ως στοιχεία τόσο το ποσό κίνησης και το κεφάλαιο, όσο και το ποσό του τόκου και των λοιπών χρεώσεων για έξοδα και προμήθειες, ενώ αναγράφεται ρητά το ποσό που αντιστοιχεί στο επιτόκιο, στοιχεία τα οποία σε συνδυασμό με τον χρόνο (ημερομηνία κίνησης), που αποτελεί ομοίως σταθερό στοιχείο επιτρέπουν να γίνει ο υπολογισμός του επιτοκίου βάσει απλών αριθμητικών πράξεων. Συνεπώς, δεν προκύπτει ασάφεια ως προς την διαμόρφωση του επιτοκίου και για το λόγο αυτό ο ως άνω κρινόμενος λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί. Επομένως ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον έκτο λόγο ανακοπής, απορριπτομένου ομοίως και του όγδοου λόγου εφέσεως.
Κατόπιν τούτων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση στην έφεση των εκκαλούντων, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της, ως αβάσιμη στην ουσία και να καταδικασθούν οι εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 182 παρ.1, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατέβαλαν οι εκκαλούντες, στο Δημόσιο Ταμείο, λόγω της ήττας τους (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.τελευτ ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, τα οποία ορίζει, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, στο ποσό των επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου για την άσκηση της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 18 Ιουνίου 2025.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Β. ΠΟΡΤΟΚΑΛΛΗΣ ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΣΚΟΥΡΤΗ