ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός αποφάσεως 394/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Βασίλειο Πορτοκάλλη, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………… (…………)», με ΑΦΜ …………., που εδρεύει στην Αθήνα, νομίμως εκπροσωπουμένης από την ειδική εκκαθαρίστρια ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………….» και διακριτικό τίτλο «…………..», με ΑΦΜ ………, που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Μάριου – Άγγελου Σούρρα (Α.Μ Δ.Σ.Α ………..).
Των εφεσίβλητων: 1) ……….. και 2) ……………οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Αθανάσιου Παυλόπουλου (Α.Μ Δ.Σ.Α ………….), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, άσκησε σε βάρος των εναγομένων και ήδη εφεσίβλητων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 6/9/2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2019 αγωγή, με την οποία ζητούσε τα αναφερόμενα σε αυτήν. Το ως άνω Δικαστήριο, συζήτησε την ως άνω αγωγή στις 12/6/2020, αντιμωλία των διαδίκων και με την υπ’ αριθ. 1015/2021 οριστική απόφασή του, απέρριψε την αγωγή. Κατά της προαναφερόμενης αποφάσεως, η ενάγουσα άσκησε την από 21/7/2022 έφεση της, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου ………../2022 και β) δικογράφου ………/2022, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τις 16/3/2023, κατόπιν αναβολής για τις 15/2/2024 και κατόπιν νέας αναβολής για την ανωτέρω δικάσιμο.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 21/7/2022 έφεση της ενάγουσας, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου …………./2022 και β) δικογράφου …………/2022, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 1015/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 6/9/2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2019 αγωγής της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, κατά των εναγομένων και ήδη εφεσίβλητων, η οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), έχει, δε, ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση της στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1 εδ. β΄, 516, 517, 520 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, στις 22/7/2022, ήτοι προ πάσης επιδόσεως της απόφασης στην ενάγουσα και εντός δύο (2) ετών από της δημοσιεύσεως της, που έλαβε χώρα στις 17/5/2021 (άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), έχει, δε, κατατεθεί και το απαιτούμενο παράβολο (άρθρο 495 περ. 3A ΚΠολΔ). Επομένως πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την τακτική διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (533 ΚΠολΔ).
Στην υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα εκθέτει ότι με την υπ’ αριθ. ……./24-6-2008 έγγραφη σύμβαση καταναλωτικού τοκοχρεωλυτικού δανείου, που καταρτίσθηκε στα Κύθηρα μεταξύ αυτής και των εναγομένων, χορηγήθηκε σ’ αυτούς δάνειο ποσού 150.000 ευρώ, με τους ειδικότερα αναφερόμενους στην αγωγή όρους. Ότι, ειδικότερα, με το άρθρο 7 της σύμβασης συμφωνήθηκε ότι η καθυστέρηση εξόφλησης οποιασδήποτε δόσης ή τμήματός της επιφέρει την υπερημερία του οφειλέτη χωρίς καμία ειδοποίηση, επιταγή ή άλλη όχληση και ότι η Τράπεζα έχει δικαίωμα στις παραπάνω περιπτώσεις, μετά πάροδο τριών μηνών από την υπερημερία του οφειλέτη, να καταγγείλει τη σύμβαση και να αναζητήσει το σύνολο του ανεξόφλητου ποσού του δανείου, το οποίο καθίσταται από της καταγγελίας ληξιπρόθεσμο και απαιτητά και επιβαρύνεται με το επιτόκιο υπερημερίας. Ότι, στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής δανείου, τηρήθηκε, σε πρώτη φάση, ο αναφερόμενος στην αγωγή δανειακός λογαριασμός, που ακολούθως μετέπεσε σε έτερο λογαριασμό, η αναλυτική κίνηση των οποίων παρατίθεται στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι οι εναγόμενοι, μολονότι έκαναν την περιγραφόμενη στην αγωγή ακώλυτη χρήση της πίστωσης, κατέστησαν υπερήμεροι λόγω μη καταβολής των ελάχιστων μηνιαίων καταβολών, με συνέπεια η ενάγουσα, που είχε ήδη τεθεί σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, στις 12-7-2019 να κλείσει τους τηρούμενους για την εξυπηρέτηση του δανείου λογαριασμούς, ενώ με την από 26-7-2019 εξώδικη δήλωσή της, η οποία επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 7-8-2019, κατήγγειλε τη σύμβαση δανείου καλώντας τους να της καταβάλουν το συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο των 143.533,60 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, άνευ, όμως, αποτελέσματος. Με βάση αυτό το ιστορικό η ενάγουσα ζητά αφενός να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 80.000 ευρώ και αφετέρου να αναγνωριστεί η υποχρέωσή τους να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το υπόλοιπο ποσό των 63.533,60 ευρώ, αμφότερα δε τα ανωτέρω ποσά εντόκως από 13-7-2019 (ήτοι την επομένη της ημερομηνίας κλεισίματος των τηρηθέντων λογαριασμών) και επικουρικά από την επομένη επίδοσης της εξώδικης καταγγελίας της δανειακής σύμβασης, έως την πλήρη εξόφληση, με το συμβατικό τόκο υπερημερίας και εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων (κατ’ άρθρο 12 παρ.2 Ν.2601/1998) καθώς και να καταδικαστούν αυτοί στην καταβολή της δικαστική της δαπάνης. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την υπ’ αριθ. 1015/2021 απόφαση του, απέρριψε την αγωγή λόγω ακυρότητας της καταγγελίας. Ήδη, με την κρινόμενη έφεση της, η ενάγουσα προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση, παραπονούμενη για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή της.
Καταγγελία είναι η μονομερής δήλωση του ενός των συμβαλλομένων που απευθύνεται στου άλλον, με την οποία εκφράζεται η βούλησή του για λύση της σύμβασης στο μέλλον (άρθρο 167 ΑΚ), για ορισμένο λόγο προβλεπόμενο στη σύμβαση ή στο νόμο, ασκείται δε είτε με εξώδικη δήλωση είτε με αγωγή. Η καταγγελία ασκείται αυτοπροσώπως από κάποιον από τους συμβαλλόμενους, δεν αποκλείεται όμως να ασκηθεί και από αντιπρόσωπο – πληρεξούσιο (άρθρα 211, 216, 217 ΑΚ). Εφόσον η καταγγελία είναι άτυπη και η πληρεξουσιότητα που χορηγείται για την άσκησή της είναι επίσης άτυπη (άρθρο 217 παρ. 2 ΑΚ). Επί νομικών προσώπων την πληρεξουσιότητα δίνει εκείνος που για κάθε συγκεκριμένη δικαιοπραξία έχει το δικαίωμα εκπροσώπησής τους. Επί καταγγελίας που έγινε από αναρμόδιο ή χωρίς εξουσία πρόσωπο, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 233 και 238 ΑΚ, που αναφέρονται στην, με αναδρομική ενέργεια, μεταγενέστερη έγκριση της καταγγελίας από το αρμόδιο όργανο του νομικού προσώπου, διότι, λόγω του διαπλαστικού χαρακτήρα της καταγγελίας, για τη συντέλεση αυτής, απαιτείται δήλωση βούλησης από το ίδιο το νομικό πρόσωπα, η οποία μόνο με το όργανο που το εκπροσωπεί μπορεί να πραγματοποιηθεί (ΠΠρΠειρ 1990/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 226 ΑΚ απαιτεί για την επιχείρηση μονομερούς απευθυντέας σε άλλον δικαιοπραξίας την επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου. Οι συνέπειες από τη μη επίδειξη του πληρεξούσιου εγγράφου εξαρτώνται από το αν αποκρούεται ή όχι η καταγγελία χωρίς υπαίτια βραδύτητα. Ειδικότερα όταν η καταγγελία από τον πληρεξούσιο έγινε εγγράφως, πρέπει αυτός να επιδείξει το πληρεξούσιο έγγραφο, γιατί αλλιώς έχει το δικαίωμα αυτός προς του οποίο γίνεται να την αποκρούσει χωρίς υπαίτια βραδύτητα, οπότε επέρχεται ακυρότητα (άρθρο 226 ΑΚ) και μάλιστα ανεξάρτητα αν υπήρχε πράγματι πληρεξουσιότητα ή αν εγκρίθηκε η καταγγελία. Αντίθετα, αν δεν εναντιωθεί αυτός προς τον οποίο γίνεται, το κύρος της καταγγελίας που βαρύνεται να αποδείξει ο καταγγέλλων και έγινε από αντιπρόσωπό του, θα εξαρτηθεί από την ύπαρξη ή μη του πληρεξουσίου εγγράφου ή της έγκρισης εκ μέρους του (καταγγέλλοντος) της καταγγελίας (βλ. ΕΡΜΑΚ, άρθρο 226, αριθ. 8, σελ. 396, ΠΠρΠειρ 1990/2020, ό.π., ΠΠρΘεσσ 10214/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΠειρ 1911/2013 ΕλλΔνη 2013/1468), η οποία πρέπει να γίνει μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήρια, είτε με την προσαγωγή συμβολαιογραφικού ή άλλου εγγράφου, είτε με δήλωση του παριστάμενου διαδίκου που καταχωρίζεται στα πρακτικά, διαφορετικά η καταγγελία είναι άκυρη. Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και όταν το περί καταγγελίας εξώδικο έγγραφο υπογράφει δικηγόρος. Σημειώνεται ότι δεν ισχύει η διάταξη του άρθρου 104 ΚΠολΔ, διότι η καταγγελία που ασκείται κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πράξη προπαρασκευαστική της δίκης, αφού αντιθέτως αποτελεί ενέργεια πριν από τη δίκη και μάλιστα ενέργεια όχι δικονομική αλλά ουσιαστική, δηλαδή άσκησης του σχετικού δικαιώματος (ΕφΑΘ 5900/1995, ΕΔικΠολυκ 1996/145).
Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων, που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και έγγραφα που παραδεκτώς προσκομίσθηκαν το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 529 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ), εφόσον δεν προέκυψε ότι δεν προσκομίσθηκαν πρωτοδίκως από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς, όμως, να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004/723), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν, πλήρως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Δυνάμει της υπ’ αριθ. ……/24-6-2008 σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου, που καταρτίστηκε στα Κύθηρα μεταξύ αφενός της ενάγουσας τραπεζικής εταιρείας, που ήδη τελεί σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης αφετέρου δε των εναγομένων, ως οφειλετών, χορηγήθηκε σε αυτούς δάνειο, συνολικού ποσού 150.000 ευρώ, με αποκλειστικό σκοπό την κάλυψη καταναλωτικών τους αναγκών και την αναχρηματοδότηση οφειλών από άλλες τράπεζες. Στην προαναφερθείσα σύμβαση τα μέρη συμφώνησαν μεταξύ άλλων, ότι το δάνειο θα εξοφληθεί κατά τα σύστημα της σύνθετης τοκοχρεωλυσίας με την καταβολή 120 συνεχών μηνιαίων τοκοχρεολυτικών δόσεων, στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνεται και έντοκη περίοδος χάριτος. Οι δόσεις αυτές θα καταβάλλονταν την τελευταία ημέρα εκάστου μήνα. Η πρώτη τοκοχρεωλυτική δόση συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε ένα (1) μήνα από την πρώτη εκταμίευση του δανείου, ήτοι στις 25-7-2008. Επιπλέον, συνομολογήθηκε ρητά μεταξύ των συμβαλλομένων ότι σε περίπτωση καθυστέρησης δόσης ή τμήματος αυτής ή δεδουλευμένων τόκων και εξόδων, ο οφειλέτης καθίσταται υπερήμερος άνευ οποιοσδήποτε ειδοποίησης επιταγής ή όχλησης και μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από την υπερημερία του οφειλέτη, η Τράπεζα δικαιούται να καταγγείλει την δανειακή σύμβαση και να αναζητήσει το σύνολο του ανεξόφλητου ποσού του δανείου, το οποίο καθίσταται από της καταγγελίας ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και επιβαρύνεται με το επιτόκιο υπερημερίας κατά την προηγούμενη παράγραφο (άρθρο 7 της επίδικης σύμβασης δανείου). Η σύμβαση αυτή λειτούργησε στην αρχή κανονικά πλην, όμως, οι εναγόμενοι δεν υπήρξαν συνεπείς στην καταβολή των ανωτέρω δόσεων του επίδικου δανείου, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να προβεί σε καταγγελία της σύμβασης δυνάμει της από 26-7-2019 εξώδικης όχλησης – καταγγελίας, η οποία επιδόθηκε νομίμως στους εναγόμενους στις 7-8-2019 (βλ. τις υπ’ αριθ. ………/7-8-2019 και ……../7-8-2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, …………..), καλώντας τους παράλληλα να μεριμνήσουν άμεσα για την πλήρη εξόφληση του καταλοίπου της καταγγελθείσας σύμβασης, ύψους 143.533,60 ευρώ και δη νομιμοτόκως από την επομένη του οριστικού κλεισίματος (στις 12-7-2019) του τηρηθέντος προς εξυπηρέτηση της σύμβασης λογαριασμού, κηρύσσοντας ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το σύνολο του ανεξόφλητου ποσού του δανείου. Περαιτέρω όμως αποδείχθηκε ότι την ανωτέρω από 26-7-2019 εξώδικη δήλωση – καταγγελία, όπως σαφώς προκύπτει από το κείμενο αυτής, δεν υπέγραψαν τα αρμόδια κατά νόμο εκπροσωπευτικά όργανα της ενάγουσας, ούτε και η αναφερόμενη στην έφεση της ενάγουσας …………, διευθύντρια της ΑΤΕ στα Κύθηρα, αλλά η δικηγόρος …. ., πληρεξούσια δικηγόρος της ενάγουσας δυνάμει του υπ’ αριθ. …………./26-11-2018 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. ………, σύμφωνα με σχετική επισημείωση στην τελευταία σελίδα του προσκομιζομένου από αμφότερα τα διάδικα μέρη επικυρωμένου αντιγράφου της εξώδικης καταγγελίας. Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε ότι επιδείχθηκε στους δανειολήπτες (και δη στην πρώτη εναγόμενη η οποία παρέλαβε και την καταγγελία που επιδόθηκε και στον δεύτερο εναγόμενο) το πληρεξούσιο έγγραφο του ως άνω προσώπου ως αντιπροσώπου – πληρεξουσίου της ενάγουσας για την καταγγελία της σύμβασης δανείου. Οι εναγόμενοι δεν απέκρουσαν αμέσως την εγκυρότητα της καταγγελίας, λόγω μη επίδειξης του ως άνω πληρεξουσίου εγγράφου, καθότι κάτι τέτοιο δεν αποδείχθηκε, ούτε προκύπτει από την από την 26-7-2019 εξώδικη δήλωση – καταγγελία. Κατά τη συζήτηση δε της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και μέχρι το τέλος αυτής, αλλά και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η ενάγουσα δεν προσκόμισε κάποιο έγγραφο από το οποίο να αποδεικνύεται ότι είχε δοθεί έγκυρα η πληρεξουσιότητα στην ανωτέρω δικηγόρο για καταγγελία της σύμβασης δανείου ή ότι μεταγενέστερα η ίδια ενέκρινε, διά των αρμοδίων εκπροσωπευτικών της οργάνων, την καταγγελία, ούτε δήλωσε, παριστάμενη με το νόμιμο εκπρόσωπό της στο Δικαστήριο, την έγκριση της καταγγελίας της σύμβασης δανείου με δήλωσή της καταχωριζόμενη στα πρακτικά, σύμφωνά με τα αναλυτικά αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Σημειώνεται ότι, αναφορικά με τον νομίμως υποβληθέντα δια των εγγράφων προτάσεών τους σχετικό ισχυρισμό των εναγομένων, σύμφωνα με τον οποίο η ανωτέρω από 26-7-2019 εξώδικη καταγγελία της επίδικης σύμβασης δανείου είναι άκυρη, διότι δεν υπογράφεται από το αρμόδια όργανα της δικαιούχου και νομιμοποιούμενης σε καταγγελία ενάγουσας, αλλά υπογράφεται από τρίτο πρόσωπο – δικηγόρο χωρίς μάλιστα επίδειξη σχετικού πληρεξουσίου εγγράφου, με αποτέλεσμα η κρινόμενη αγωγή να τυγχάνει απορριπτέα διότι η επίδικη απαίτηση δεν είναι ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, ο οποίος (ισχυρισμός) είναι νόμιμος στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 226, 232, 233 ΑΚ, δεν αρκεί η δήλωση, την οποία ουδέποτε υπέβαλε με τις έγγραφες προτάσεις της η ενάγουσα, ότι η ανωτέρω καταγγελία εγκρίθηκε ήδη με την κατάθεση της υπό κρίση αγωγής, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, δεν αποδείχθηκε ότι την ανωτέρω από 26-7-2019 εξώδικη δήλωση – καταγγελία υπέγραψαν τα αρμόδια κατά νόμο εκπροσωπευτικά όργανα της ενάγουσας, και ως εκ τούτου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 233 και 238 ΑΚ, που αναφέρονται στην, με αναδρομική ενέργεια, μεταγενέστερη έγκριση της καταγγελίας από το αρμόδιο όργανο του νομικού προσώπου, διότι λόγω του διαπλαστικού χαρακτήρα της καταγγελίας, για τη συντέλεση αυτής, απαιτείται δήλωση βούλησης από το ίδιο το νομικό πρόσωπο, η οποία μόνο με το όργανο που το εκπροσωπεί μπορεί να πραγματοποιηθεί (ΑΠ 1171/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε δε περίπτωση, η ενάγουσα δεν προσκόμισε ούτε και επικαλείτο στις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το υπ’ αριθ. ……………/26-11-2018 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ……………., ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η διακρίβωση από το Δικαστήριο της ύπαρξης νόμιμης πληρεξουσιότητας από το αρμόδιο όργανο της (ενάγουσας) τραπεζικής εταιρείας στο πρόσωπο της υπογράφουσας την εξώδικη καταγγελία δικηγόρου της, να προβαίνει σε καταγγελία ή έγκριση της καταγγελίας της επίδικης σύμβασης δανείου, καθώς επίσης και σε σχετικές προσκλήσεις προς τους δανειολήπτες. Επομένως, η ανωτέρω καταγγελία της σύμβασης δανείου ήταν άκυρη και δεν παρήχθησαν αποτελέσματα από αυτή, ήτοι δεν ενεργοποιήθηκε ο σχετικός ως άνω συμβατικός όρος που παρείχε στη δανείστρια – ενάγουσα το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τους οφειλέτες – εναγόμενους ολόκληρου του οφειλόμενου κεφαλαίου και των τόκων, με αποτέλεσμα να μην έχει καταστεί το σύνολο του ανεξόφλητου δανείου ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και δη μετά των αναλογούντων σε αυτό τόκων, όπως αξιώνει με την κρινόμενη αγωγή της η ενάγουσα, γενομένου δεκτού του ως άνω νομίμως υποβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού των εναγομένων ως ουσιαστικά βάσιμου. Συνεπώς, κατόπιν των ανωτέρω παραδοχών, ορθά έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση και απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, απορριπτομένου σχετικά και του μοναδικού λόγου εφέσεως της ενάγουσας περί κακής εκτίμησης των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.
Κατόπιν αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση στην έφεση της ενάγουσας, αυτή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ως αβάσιμη στην ουσία και να καταδικασθεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατέβαλε η εκκαλούσα, στο δημόσιο ταμείο, λόγω της ήττας της (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.τελευτ. ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, τα οποία ορίζει, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, στο ποσό των πέντε χιλιάδων επτακοσίων σαράντα ευρώ (5.740) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου για την άσκηση της εφέσεως στο Δημόσιο Ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 18 Ιουνίου 2025.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Β. ΠΟΡΤΟΚΑΛΛΗΣ ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΣΚΟΥΡΤΗ