Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 399/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

4ο ΤΜΗΜΑ

Αριθμός αποφάσεως 399/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Ε.Δ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την ……………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, οδός ………………., το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον δικαστικό πληρεξουσίου του Ν.Σ.Κ. Δημήτριο Βολτή, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης: ………………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φοίβο Βουδούρη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 15-7-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2013 αγωγή της, ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε, κατόπιν εκδόσεως της υπ’ αριθμ. 3934/2017 μη οριστικής απόφασής του, την υπ’ αριθμ. 1740/2023 οριστική απόφασή του, με την οποία δέχτηκε την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε το εναγόμενο (συμπροσβαλλόμενη και η προαναφερόμενη μη οριστική), με την από 6-3-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά …………./2024 έφεσή του (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, ………./2024), δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, ο δικαστικός πληρεξούσιος του εκκαλούντος και  ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις, με τις οποίες ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση του ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό εναγομένου κατά της υπ’ αριθμ. 1740/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, συμπροσβαλλόμενης και της υπ΄αριθμ. 3934/2017 μη οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία, επί της από 15-7-2013 (αριθμ. κατάθ. ……/2013) αγωγής, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου, στις 11-3-2024 και εντός προθεσμίας 30 ημερών από την επίδοση στο εκκαλούν της προσβαλλόμενης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 26-2-2024 (βλ. υπ’ αριθμ. ……./26-2-2024 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά ……………), κατ’ άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1 περ. β, 514, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1, και 524 παρ. 2 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, χωρίς για το παραδεκτό της έφεσης να απαιτείται η κατάθεση παραβόλου από το εκκαλούν Δημόσιο, αφού αυτό απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ένδικου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 του ως άνω Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 «Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου». Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την κρινόμενη αγωγή κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της, η ενάγουσα εκθέτει ότι κατέστη αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος ενός αγροτεμαχίου με την επ’ αυτού ισόγεια οικία, κείμενου στη χερσόνησο «………» ή «………» της πρώην κοινότητας Αμπελακίων στη Σαλαμίνα, έκτασης 280 τ.μ. όπως ειδικότερα περιγράφεται και αποτυπώνεται στο από Οκτώβριο του 1994 τοπογραφικό διάγραμμα της πολιτικού μηχανικού ………………, το οποίο απέκτησε με παράγωγο τρόπο, κατά τα ειδικότερα αναγραφόμενα στο δικόγραφο. Ότι η απώτερη δικαιοπάροχος της, είχε με τη σειρά της αποκτήσει με τον αναφερόμενο στην αγωγή τρόπο, μια ευρύτερη έκταση 95.987 τ.μ., στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο. Ότι κατά την κτηματογράφηση της περιοχής και την έναρξη του κτηματολογίου στην περιοχή Σεληνίων του Δήμου Αμπελακίων  Σαλαμίνας στις 13-1-2006, το ακίνητο έλαβε ΚΑΕΚ ………….. και καταχωρήθηκε με δικαιούχο κυριότητας το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, πρώτη εγγραφή που είναι ανακριβής και προσβάλλει το εμπράγματο δικαίωμά της, διότι το επίδικο ουδέποτε αποτέλεσε δημόσιο κτήμα με δασικό ή μη χαρακτήρα, πριν ή μετά την απελευθέρωση του Ελληνικού κράτους και ουδέποτε κατοικήθηκε από Οθωμανό. Ότι αντίθετα αποτέλεσε τμήμα ευρύτερης έκτασης διανεμηθείσας στους γηγενείς κατοίκους των Αμπελακίων προς καλλιέργεια, την οποία νέμονταν καλόπιστα με διανοία συγκυρίων πριν το 1850 οι  απώτεροι δικαιοπάροχοί της. Ότι πέρα από τη σειρά των συμβολαίων, η ενάγουσα θεμελιώνει κυριότητα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας προσμετρώντας στη δική της και τη νομή των δικαιοπαρόχων της τα τελευταία 150 χρόνια. Με βάση αυτό το ιστορικό και διορθώνοντας την αγωγή παραδεκτά και νομότυπα με ρηματική αναφορά στις προτάσεις, προσδιορίζοντας την αξία του επιδίκου στις 10.000 ευρώ, η ενάγουσα επικαλούμενη την προσβολή του απόλυτου εμπράγματου δικαιώματος της κυριότητας της από την ανακριβή πρώτη εγγραφή του ακινήτου της στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ζητά: α) να αναγνωρισθεί η αποκλειστική κυριότητά της στο ακίνητο με ΚΑΕΚ …………………, β) να διορθωθεί η ανακριβής πρώτη εγγραφή στο αντίστοιχο κτηματολογικό βιβλίο ώστε να καταχωρηθεί η ίδια δικαιούχος κυριότητας του επιδίκου, γ) να υποχρεωθεί ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας να προβεί στις απαιτούμενες διορθώσεις, δ) να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και ε) να καταδικασθεί το αντίδικο στη δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε αρχικά την υπ’ αριθμ. 3934/2017 μη οριστική απόφαση, με την οποία, αφού απορρίφθηκε ως αόριστη h επικουρική βάση της αγωγής περί κτήσης κυριότητας του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία και ως μη νόμιμα τα υπό στοιχεία γ’ και δ’ αιτήματα, διατάχτηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η επίδικη εδαφική έκταση με ΚΑΕΚ ……………. περιλαμβάνεται στον τίτλο ιδιοκτησίας της ενάγουσας καθώς και στους τίτλους των άμεσης, απώτερων και απώτατων δικαιοπαρόχων της, εάν εμπίπτει εντός των ορίων του καταγεγραμμένου δημοσίου κτήματος ………….., εντός οικισμού υπό την έννοια του άρθρου 4 Ν. 3127/2003 και εντός της, με την Ν. 349/175/16-2-1972 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ναυτιλίας- Μεταφορών και Επικοινωνιών (ΦΕΚ Δ΄ 45/25-2-1972), απαλλοτριωθείσας εδαφικής έκτασης, καθώς και ποια η μορφολογία του εδάφους της σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της απόφασης. Εν συνεχεία, και μετά τη διεξαγωγή της δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1740/2023 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή, αναγνωρίστηκε η ενάγουσα κυρία της επίδικης έκτασης και διατάχτηκε η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, στα Κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη το εναγόμενο και ζητεί με τους λόγους της υπό κρίση έφεσης, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε, εν τέλει,  να απορριφθεί η ένδικη αγωγή.

Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ  προκύπτει, ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωση της αγωγής, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Προκειμένου περί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής αγωγής της κυριότητας ακινήτου και για την ταυτότητα του λόγου και για την αγωγή αναγνώρισης της κυριότητας και διόρθωσης ανακριβούς κτηματολογικής εγγραφής του άρθρου 6 παρ. 2 ν. 2664/1998, απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, από άποψης περιγραφής του αντικειμένου της διαφοράς, ο προσδιορισμός του ακινήτου κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του, αν δε αυτό φέρεται ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, απαιτείται ο προσδιορισμός της θέσης του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο και των ορίων του. Δεν απαιτείται, όμως, για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο οι πλευρικές διαστάσεις του ακινήτου, ούτε και να επισυνάπτεται τοπογραφικό διάγραμμα στο οποίο αυτό να εμφαίνεται (βλ. ενδεικτικά Α.Π. 2073/2014, Α.Π. 1116/2014, Α.Π. 944/2013, Α.Π. 1182/2012, Α.Π. 2002/2006 Τ.Ν.Π. Νόμος).

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, το εκκαλούν διαμαρτύρεται, ότι εσφαλμένα δεν απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως αόριστη η υπό κρίση αγωγή, καθόσον δεν περιγράφεται επαρκώς, κατά θέση και όρια το επίδικο ακίνητο, το οποίο σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς περιήλθε στη δικαιοπάροχο της ενάγουσας,   ………, ως τμήμα μείζονος έκτασης. Ειδικότερα το εκκαλούν διαμαρτύρεται ότι δεν αναφέρεται σε ποιο σημείο της μείζονος έκτασης βρίσκεται το επίδικο. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι είναι επίσης αοριστία, διότι δεν προσδιορίζεται ο χρόνος έναρξης της νομής των δικαιοπαρόχων της εφεσίβλητης, ούτε συγκεκριμένες υλικές πράξεις, ούτε ο δικαιοπάροχος στο πρόσωπο του οποίου συμπληρώθηκε η έκτακτη χρησικτησία προ της 11-9-1915. Όσον αφορά στο πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου έφεσης, αυτό τυγχάνει απορριπτέο, καθώς το ακίνητο προσδιορίζεται πλήρως και επαρκώς στο αγωγικό δικόγραφο κατά θέση, πλευρικές διαστάσεις, εμβαδόν και όρια, ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για τον ταυτότητά του. Πέραν τούτου, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ενάγουσας – εφεσίβλητης, το επίδικο μεταβιβάστηκε σε εκείνη, ως αυτοτελές – διακριτό ακίνητο  από τον άμεσο δικαιοπάροχό της και όχι ως τμήμα μείζονος ακινήτου, ώστε να υποχρεούται για την πληρότητα της αγωγής να προσδιορίζει την ακριβή θέση του, εντός του μείζονος ακινήτου. Σχετικά δε με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης, κρίνεται, επίσης, απορριπτέο καθώς στην αγωγή περιγράφεται επαρκώς η άσκηση συγκεκριμένων διακατοχικών πράξεων, είτε υλικών, είτε διάνοια κυρίου επί του επίδικου ακινήτου, από τους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας – εφεσίβλητης (όπως καλλιέργεια αμπέλων, βοσκή ζώων, καταμέτρηση, κατάτμηση και πώληση του μείζονος ακινήτου σε τρίτους). Επιπλέον, προσδιορίζονται οι απώτεροι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας – εφεσίβλητης, οι οποίοι ασκούσαν, καλόπιστα, πράξεις νομής από το 1860. Επομένως, ο πρώτος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο της 21-1/3-2-1830 «περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος» (ιδίως στο άρθρο 5 αυτού) και στα ερμηνευτικά αυτού Πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19.6/1-7-1830 σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και τις διατάξεις του άρθρου 16 του νόμου της 26.6/10-7-1837 «περί διακρίσεως κτημάτων» προκύπτει, ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Δημοσίου, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους (αναχωρήσαντες) Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους, έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου, περί διακρίσεως κτημάτων, όχι όμως και τα όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και ακολούθως κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό τίτλο. Ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31-3-1833, με βάση την από 27.6/9-7-1832 Συνθήκη της Κων/λεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών αρχών, ενώ, εξάλλου, κατά, τη διάρκεια της τρίτης Τούρκικης κυριαρχίας στην Αττική (δηλαδή από 25-5-1827 έως 31-3-1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο κυρίαρχος Σουλτάνος είχε εκδώσει θέσπισμα με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους (Οθωμανούς και Ελληνες) την κυριότητα των ήδη κατεχομένων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα αναγνωρίστηκαν ακολούθως με το από 21.1/3-2-1830 Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας της Ελλάδος και με την πιο πάνω Συνθήκη της Κων/λεως (ΑΠ 1354/2013). Εξ ετέρου κατά τα άρθρα 1,2 και 3 του ΒΔ της 17/29-11-1836 «περί ιδιωτικών δασών» αναγνωρίζεται η κυριότητα του Δημοσίου επί κάθε έκτασης που αποτελεί, πριν την έναρξη της ισχύος του, δάσος, εξαιρέσει μόνον εκείνων των δασικών εκτάσεων για τις οποίες υφίσταται έγγραφη απόδειξη Τουρκικής Αρχής, ότι πριν την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες, όπως και εκείνων οι οποίες ανήκαν σε ιδιωτικά χωρία και, υπό την προϋπόθεση, ότι σε αμφότερες τις περιπτώσεις, υποβλήθηκαν στην επί των Οικονομικών Γραμματεία προς αναγνώριση οι σχετικοί περί ιδιοκτησίας τίτλοι, εντός της από το άρθρο 3 οριζόμενης ανατρεπτικής προθεσμίας ενός έτους από τη δημοσίευσή του (29-11-1836). Με τις διατάξεις αυτές, θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, τεκμήριο κυριότητας, σε όλα τα δάση, που υπήρχαν πριν την ισχύ του ως άνω διατάγματος, στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίστηκε νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες. Προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικουμένου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παραπάνω διατάγματος. Οι από τις παραπάνω διατάξεις ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, που προβάλλονται από αυτό προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αναγνωριστικής (ή διεκδικητικής) αγωγής κυριότητας ακινήτου, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος και όχι αιτιολογημένη άρνηση μιας τέτοιας αγωγής. Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση των ισχυρισμών (ενστάσεων) αυτών, πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο και για το λόγο αυτό τις συνέπειες της αμφιβολίας του δικαστηρίου περί της βασιμότητας των ισχυρισμών αυτών τις φέρει το ενιστάμενο Δημόσιο και όχι ο ενάγων. Κατά συνέπεια εάν δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη κυριότητας ή άλλου δικαιώματος του Δημοσίου η αγωγή δεν θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη (ΑΠ 847/2013). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν.8 παρ. 1 κωδ. (7.32), ν.9 παρ.1 πανδ. (50.14) ν.76 παρ. 1 πανδ. (18.1) και ν.7 παρ. 3 πανδ. (23.3) του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, που ίσχυε από τον Αστικό Κώδικα (δηλαδή πριν τις 23-2-1946), μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ` αυτού, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, σε χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει, να συνυπολογίσει στο δικό του χρόνο νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21.6/3-7-1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», συνάγεται ότι έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα, όπως είναι και τα δάση, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11-9-1915, όπως τούτο προκύπτει, αφενός από τις διατάξεις του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων «περί δικαιοστασίου», που εκδόθηκαν με βάση αυτόν και αφετέρου του άρθρου 21 του ΝΔ της 22.4/16-5-1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης». Πλην όμως προϋπόθεση της συμπληρώσεως της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του, μέχρι τις 11-9-1915, για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα. Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11-9-1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις (ΑΠ 148/2016, ΤΝΠ Νόμος).

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης το εκκαλούν διαμαρτύρεται για την απόρριψη του ισχυρισμού του περί ιδίας κυριότητας του επίδικου ακινήτου, μολονότι αυτό εμπίπτει στο καταγεγραμμένο ως δημόσιο κτήμα …………, όπως ειδικότερα αναπτύσσεται ο λόγος αυτός στο δικόγραφο και βάσει των διατάξεων  του βδ της 17/29-11-1836, σε συνδυασμό  με τις διατάξεις του ισχύοντος ΔασΚωδ καθώς και τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 13 ν. 3208/2003, ως δημόσια δασική έκταση, άλλως ως δημόσιο κτήμα. Επιπλέον, με τον τρίτο λόγο έφεσης διαμαρτύρεται για την απόρριψη των ενστάσεων περί ιδίας κυριότητας: Δυνάμει της από 9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης «περί οριστικού διακανονισμού ορίων της Ελλάδος» και των από 3-2-1830, 4/16-6-1830 και 19-6/1-7-1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, ως έκταση που άνηκε προ της Επανάστασης του 1821 σε οθωμανούς υπηκόους, οι οποίοι κατά το χρόνο υπογραφής των πρωτοκόλλων,  είχαν εγκαταλείψει την εν λόγω εδαφική έκταση και αναχώρησαν από την εν λόγω περιοχή, χωρίς το επίδικο να καταληφθεί από οποιονδήποτε τρίτο πέραν του ιδίου, άλλως σαν δημόσια κατά το οθωμανικό σύστημα έκταση, ως διάδοχος του τουρκικού δημοσίου, άλλως βάσει των διατάξεων του β.δ. της 17-11-1836 «περί ιδιωτικών δασών», άλλως με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, με την άσκηση διακατοχικών πράξεων, άλλως ως αδέσποτη έκταση, ουδέποτε εξουσιαζόμενη  από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, όπως ο λόγος αυτός αναπτύσσεται ειδικότερα στο δικόγραφο.

Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα υπ’ αριθμ. ……/2017 πρακτικά, από τις ελεύθερα εκτιμώμενες (άρθρο 387 ΚΠολΔ): α) κατατεθείσα στη Γραμματεία πρωτοβάθμιου  Δικαστηρίου στις 2-5-2019, από Απρίλιο του 2019 έκθεση τεχνικής πραγματογνωμοσύνης, της διορισθείσας πραγματογνώμονα …………., αγρονόμου, τοπογράφου- μηχανικού, δυνάμει της υπ’ αριθ. 3934/2017 μη οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, β) από την κατατεθείσα στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 7-10-2022, από Φεβρουάριο του 2022, έκθεση τεχνικής πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος πραγματογνώμονα, ………………, ο οποίος διορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 1431/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (σε αντικατάσταση προγενέστερου διορισθέντος πραγματογνώμονα) και από όλα τα έγγραφα τα οποία νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, μερικά από τα οποία αναφέρονται κατωτέρω δίχως να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, αποδείχθηκαν τα εξής: Η ενάγουσα και τα αδέλφια της, ήτοι η …………….. και ο ……………… δυνάμει της υπ’ αριθμ. ………./5-12-1994 πράξης αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …………, νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, στον τόμο …. και με αριθμό …., αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομία δυνάμει ιδιόγραφης διαθήκης (η οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα στο Πρωτοδικείο Αθηνών με το υπ’ αριθμ. …./15-12-1989 πρακτικό του), λόγω θανάτου του πατρός τους ……………., ο οποίος απεβίωσε το έτος 1989.  Με την ανωτέρω διαθήκη ο αποβιώσας κατέλιπε σε έκαστο εξ αυτών ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ενός αγροτεμαχίου, εκτός σχεδίου, μη άρτιου και οικοδομήσιμου, μετά μίας πεπαλαιωμένης οικίας 63,90 τ.μ, εκτάσεως 280 τμ, κείμενο στη θέση ……… ή …….. ή …………… της Κτηματικής Περιφέρειας Αμπελακίων Σαλαμίνας. Το ακίνητο αυτό φαίνεται με τον αριθμό 2 του Ο οικοδομικού τετραγώνου και σύμφωνα με το από Ιουλίου 1961 διάγραμμα του μηχανικού …………., συνορεύει βόρεια με πλευρά 20μ με ιδιωτική οδό, νότια με πλευρά 20μ με το υπ’ αριθμ. ….. αγροτεμάχιο του ιδίου οικοδομικού τετραγώνου, ανατολικά με πρόσωπο 14 μ με ιδιωτική οδό και δυτικά με πλευρά 14μ  με οδό πλάτους 8μ με το υπ’ αριθμ. 1 οικοδομικό τετράγωνο. Περαιτέρω, η ενάγουσα δυνάμει του υπ’ αριθμ. …………/9-12-1994 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……………., νομίμως μεταγεγραμμένου στον τόμο ….. με α/α ……. των βιβλίων του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, απέκτησε από ανωτέρω αδέλφια της,  το ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου της κυριότητας που κατείχαν οι τελευταίοι επί του ανωτέρω ακινήτου, ως εκ διαθήκης κληρονόμοι του πατρός τους. Στον δικαιοπάροχο και πατέρα της ενάγουσας, …………., περιήλθε το ανωτέρω ακίνητο, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………../24-3-1969 πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιά, …………, νομίμως μεταγεγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, στον τόμο ….. με α/α …., από την  … ………, σύζυγο ….., το γένος …… Η τελευταία είχε αποκτήσει κατά κυριότητα ένα ακίνητο ευρύτερης έκτασης,  εμβαδού 95.987 τμ, στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………./15-6-1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών  . ………, νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο ….. με αριθμό ……, από τους κληρονόμους του . ……………….., ο οποίος απεβίωσε την 22-5-1932 αδιάθετος και το οποίο, σύμφωνα με το προσαρτόμενο από Μαΐου 1961 διάγραμμα του μηχανικού ….., φέρεται συνορευόμενο ανατολικά με κτήμα κληρονόμων ………, δυτικά με κληρονόμους …, …. και αγνώστους, μεσημβρινώς με θάλασσα Σεληνίων και αρκτικώς με θάλασσα κόλπου Αμπελακίων. Ο Παντελής ……… του……… ή………, είχε κληρονομήσει το ½ εξ αδιαιρέτου του κτήματος από τον πατέρα του, ο οποίος απεβίωσε το 1899, με βάση τις διατάξεις της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, καθόσον αποτελούσε τον μοναδικό ενήλικο κληρονόμο του που αναμίχθηκε στην κληρονομία, ασκώντας τη νομή επ’ αυτού, κατά τον ίδιο τρόπο, όπως ο κληρονομούμενος πατέρας του  και μάλιστα με καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλλει δικαίωμα τρίτου. Το έτος 1908, ο …… ……… αγόρασε από τα εξαδέλφια του ….. και ….. ………,  υιούς του ….. ……… (αδελφού του ……… ή………), δυνάμει του υπ’ αριθμ. …../17-3-1908 πωλητηρίου συμβολαίου του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας, εκτελούντος χρέη συμβολαιογράφου, ……………, νομίμως μεταγεγραμμένο  στο τόμο …., με αριθμό ….., το έτερο ποσοστό ½  εξ αδιαιρέτου  του ακινήτου αυτού, στο οποίο είχαν υπεισέλθει οι τελευταίοι, λόγω κληρονομικής διαδοχής του πατρός τους με βάση  τις διατάξεις της εξ αδιαθέτου διαδοχής του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Έκτοτε, νεμόταν όλο το ακίνητο με καλή πίστη, με την ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλλει δικαίωμα τρίτου. Τη νομή αυτή συνέχισε μέχρι την 22-5-1932, οπότε απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλείποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη σύζυγό του …… ……… και τα δέκα τέκνα του, οι οποίοι αναμίχθηκαν στην κληρονομία, ασκώντας τη νομή του κληρονομιαίου ακινήτου, καθιστάμενοι συγκύριοι αυτού κατά ποσοστό 450/1800 εξ αδιαιρέτου η πρώτη εξ αυτών και κατά ποσοστό 135/1800 εξ αδιαιρέτου έκαστο εκ των τέκνων. Ακολούθως, κατά το έτος 1937 απεβίωσε η ….. ………, χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλείποντας μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους της τα τέκνα της, που αναμίχθηκαν στην κληρονομία ασκώντας τη συννομή του ακινήτου κατά ποσοστό 45/1800 εξ αδιαιρέτου έκαστος και έτσι κατέστησαν συγκύριοι αυτού κατά το ποσοστό των 180/1800 καθένας εξ αυτών, με παράγωγο τρόπο και συγκεκριμένα λόγω κληρονομικής διαδοχής, με βάση της διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Ακολούθως το έτος 1951 απεβίωσε ο εκ των συγκυρίων ………….., χωρίς να αφήσει διαθήκη καταλείποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του  και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τη σύζυγό του ………. και τα πέντε τέκνα του ήτοι: ……………… ………, οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομία, αποτελούμενη από το 180/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό  του . ……… επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ……../1961 δήλωσης αποδοχής κληρονομίας, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών …. ………, νομίμως μεταγεγεγραμμένη και έτσι κατέστησαν συγκύριοι κατά ποσοστό 45/1800 εξ αδιαιρέτου  η πρώτη και από 27/1800 εξ αδιαιρέτου  έκαστο εκ  των τέκνων αντίστοιχα. Κατά το έτος 1952 απεβίωσε ο εκ των συγκυρίων …………., αδιάθετος, καταλείποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του  τη σύζυγό του …….. ……… και τα  έξι τέκνα του ήτοι: …………….. ………, ενώ κατά το έτος 1954 απεβίωσε  και ο υιός του………, καταλείποντας ως μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς του τη μητέρα του και τα πέντε αδέλφια του, οι οποίοι αποδέχθηκαν κατ’ αρχάς την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομία του συζύγου και πατέρα τους   ……… για λογαριασμό τους, αλλά και για λογαριασμό του μεταποβιώσαντος υιού και αδελφού τους αντίστοιχα, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού, αποτελούμενη από το ποσοστό 180/1800 εξ αδιαιρέτου  του κληρονομούμενου   ……… επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ………/1961 δήλωση αποδοχής κληρονομίας, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών………, νόμιμα μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, κι έτσι κατέστησαν συγκύριοι αυτού κατά ποσοστό 45/1800  εξ αδιαιρέτου η πρώτη και κατά ποσοστό 22,50/1800 εξ αδιαιρέτου έκαστο των τέκνων αντίστοιχα. Ακολούθως, αποδέχθηκαν  την επαχθείσα κληρονομία του υιού και αδελφού τους………, αποτελούμενη από το 22,50/1800 εξ αδιαιρέτου ποσοστό, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ……../1967 δήλωσης αποδοχής κληρονομίας, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών………, νομίμα μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας και έτσι το ποσοστό συγκυριότητάς τους ανήλθε σε 48,75/1800 εξ αδιαιρέτου για την πρώτη εξ αυτών και σε ποσοστό 26,25% εξ αδιαιρέτου για έκαστο των λοιπών, ενώ επιπλέον κατά το θάνατο των κληρονομουμένων συννέμονταν το ακίνητο ασκώντας τις πράξεις νομείς που προσιδιάζουν στη φύση του. Κατά το έτος 1958 απεβίωσε ο εκ των συγκυρίων …………., αδιάθετος, καταλείποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του και ως εκ τούτου εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη σύζυγό του ………, το γένος ……., τα επτά εν ζωή αδέλφια του, τα πέντε τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του ………… και τα πέντε τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του ……………., οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομία, αποτελούμενη από το ποσοστό 180/1800 εξ αδιαιρέτου του   ……… επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ……../1961 δήλωση αποδοχής κληρονομίας ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, νόμιμα μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας και έτσι κατέστησαν συγκύριοι αυτού κατά ποσοστό 90/1800 εξ αδιαιρέτου η σύζυγός του, κατά ποσοστό 190/1800 εξ αδιαιρέτου έκαστο από τα αδέλφια του, κατά ποσοστό 29/1800 εξ αδιαιρέτου έκαστο από τα τέκνα  του   ……… και κατά ποσοστό 28,25/1800 εξ αδιαιρέτου έκαστο από τα τέκνα του   ………, οι οποίοι  από το θάνατο του κληρονομούμενου το έτος 1958, το νέμονταν κατά τα ανωτέρω ποσοστά,  ασκώντας ειδικότερα όλες τις πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση του. Κατά το έτος 1960 απεβίωσε η εκ των συγκυρίων ……, σύζυγος ……….., χωρίς να αφήσει διαθήκη καταλείποντας πλησιεστέρους συγγενείς της και μοναδικούς κληρονόμους της, το σύζυγό της …………. και τα πέντε τέκνα της, οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομία, αποτελούμενη από το ποσοστό 190/1800 εξ αδιαιρέτου της κληρονομούμενης επί του ανωτέρω ακινήτου, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ……./1961 δήλωσης αποδοχής κληρονομίας  ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών   ………, νομίμα μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας και έτσι κατέστησαν συγκύριοι αυτού κατά ποσοστό 47,50 εξ αδιαιρέτου ο πρώτος εξ αυτών και κατά ποσοστό 28,50 εξ αδιαιρέτου έκαστο από τα τέκνα αντίστοιχα. Στη συνέχεια δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………/1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών   ………, νομίμα μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. με αριθμό ……, οι ανωτέρω συγκύριοι, ήτοι: 1) ……..(190/1800), 2) ο ………… (190/1800), 3) ο ………. (190/1800), 4) …………(190/1800), 5) η …………  (190/1800), 6) η ……………. (190/1800), 7) η ………….. (45/1800), 8) ο ………….. (29/18000, 9) η …………. (29/1800), 10) η …………. (29/1800), 11) η …………… (29/1800), 12) ο ………….. (29/1800), 13) η ….. ……… (48,75/1800), 14) η …………….. (28,25/1800), 15) ο ………… (28,25/1800), 16) ο ……….. 28,25/1800, 17) …………….. 28,25/1800, 18) ο …………..28,25/1800, 19) η …………………(90/1800), 20) ο …………… (47,50/1800), 21) ο ………….. 28,50/1800, 22) η ……………. 28,50/1800, 23) ο …………….. (28,50/1800), 24) ο ………………. 28,50/1800 και 25) ο …………….. 928,50/1800), μεταβίβασαν λόγω πώλησης το ανωτέρω ακίνητο των 95.987 τμ στην ……………. και της παρέδωσαν τη νομή αυτού. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι η τότε Κοινότητα Αμπελακίων άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά την από 30-12-1964 και με αριθμό κατάθεσης ………/1964 αγωγή κατά της ανωτέρω δικαιοπάροχου της ενάγουσας, ………, με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί κυρία του περιγραφόμενου στο δικόγραφο τμήματος, εμβαδού 90 στρεμμάτων περίπου, το οποίο με βάση τα εκτιθέμενα, είχε καταλάβει  χωρίς νόμιμο δικαίωμα η εναγόμενη (  ………), καθώς και να υποχρεωθεί η τελευταία να αποδώσει τη νομή αυτού. Η δίκη επί της αγωγής αυτής, που είχε προσδιοριστεί για τη δικάσιμο της 17-12-1965, καταργήθηκε με εξώδικο συμβιβασμό, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 2/1969 απόφασης του Κοινοτικού Συμβουλίου της Κοινότητας Αμπελακίων που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ. ………./1969 απόφαση του Νομάρχη Πειραιά. Στην αιτιολογία της απόφασης αυτής αναφέρεται μεταξύ άλλων, ότι από το υπ’ αριθμ. ……../10-4-1969 έγγραφο της ενάγουσας – κοινότητας προκύπτει ότι αυτή στερείται αποδεικτικού υλικού προς απόδειξη της αγωγής της. Δυνάμει του πιο πάνω συμβιβασμού, η κοινότητα Αμπελακίων παραιτήθηκε από το δικαίωμα  της προαναφερόμενης αγωγής και συναίνεσε στη διαγραφή από τα οικεία βιβλία διεκδικήσεων, η δε   ……… ανέλαβε την υποχρέωση να της καταβάλει τμηματικά το ποσό των 200.000 δραχμών, με το σκεπτικό της απώλειας εσόδων λόγω της διάθεσης της έκτασης αυτής σε κατοίκους της κοινότητας για βοσκή ζώων. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι από το έτος 1845 τη νομή στο τμήμα εμβαδού 95.987 τμ, τμήμα του οποίου είναι και το επίδικο, ασκούσαν οι απώτεροι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας και ότι αυτοί ουδέποτε την είχαν απωλέσει. Η νομή τους αμφισβητήθηκε αλυσιτελώς το έτος 1964 από την Κοινότητα Αμπελακίων, σύμφωνα με τα αναφερόμενα ανωτέρω, αλλά και το έτος 1940 από το Ελληνικό Δημόσιο με την έκδοση των από 7-3-1940 πρωτοκόλλων αποζημίωσης, της κατ’ άρθρο 5 του ν. 5895/1933 επιτροπής σε βάρος του …………….., για χρήση δημοσίου κτήματος κατ’ έκταση τριών μόλις στρεμμάτων στη θέση «……………», για τα έτη 1928-1939. Κατά του πρωτοκόλλου αυτού ο……… άσκησε ανακοπή  ενώπιον του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας, ο οποίος εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 27/23-7-1940 απόφαση, με την οποία ακύρωσε το πρωτόκολλο με το σκεπτικό ότι ο  ……… ……… από 50ετίας και μέχρι το θάνατό του  και εν συνεχεία ο υιός του, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……./1908 συμβολαίου είναι κύριος και νομέας της περιοχής. Επομένως κατά την κρίσιμη ημερομηνία της 11-9-1915, οι απώτεροι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας και δη ο ……………… είχε καταστεί κύριος του ακινήτου με παράγωγο τρόπο, ήτοι λόγω κληρονομικής διαδοχής και πώλησης βάσει των διατάξεων του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Οι καθολικοί δε διάδοχοί του, απέκτησαν παράγωγα τη μείζονα έκταση των 95.987 τ.μ, από τον κύριο αυτής   ……… και ακολούθως μεταβίβασαν, κατά τα ανωτέρω, στην   ………. Επιπλέον, ουδόλως αποδείχτηκε ότι οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας απώλεσαν σε οποιονδήποτε χρόνο, μετά την 11-9-1915 τη νομή του επιδίκου. Τα ως άνω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι το επίδικο ακίνητο έχει καταχωριστεί ως τμήμα του δημοσίου κτήματος …………, τμήμα της δασικής έκτασης που φέρει κωδικό ………., αφού η πράξη καταχώρισης αυτού στα δημόσια κτήματα ή τις δασικές εκτάσεις, δεν μπορεί να αναιρέσει τη νομή των δικαιοπαρόχων της ενάγουσας επ’ αυτού καθώς και  το γεγονός ότι το επίδικο αυτό αποτέλεσε όλα αυτά τα έτη αντικείμενο ιδιωτικής συναλλαγής. Ακόμη, η οικονομική εφορία της Σαλαμίνας με το υπ’ αριθμ. πρωτ. ……../3-8-1974 έγγραφό της προς το Υπουργείο Οικονομικών  και την Γενική Διεύθυνση Φορολογίας, κοινοποιούμενο και στην Επιθεώρηση Δημοσίων Κτημάτων, πιστοποιεί ότι: «εις το βιβλίον καταχώρισης δημοσίων κτημάτων, δεν φαίνεται καταχωρημένος ο τίτλος κτίσεως  των κτημάτων αυτών παρά του Δημοσίου, εκ δε της επισταμένης ερεύνης εις τα βιβλία  του Φύλακος  Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας δεν φέρονται εις την μερίδα του δημοσίου τα κτήματα (…… έως …….) εκ δεν των από του  έτους 1927 και εντεύθεν υφιστάμενων εγγράφων  των οικείων και παρ’ υμίν τηρουμένων φακέλων, δεν προκύπτει ο τίτλος  επί τη βάσει του οποίου  το Δημόσιο απέκτησε κυριότητα επί των αγρών αυτών». Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι οι λοιπές διακατοχικές πράξεις που υποστηρίζει το εναγόμενο, ότι ασκούσε από το έτος 1927 επί του επιδίκου με την έκδοση εγγράφων που τηρήθηκαν σε υπηρεσιακούς φακέλους, όπως προκηρύξεις ετών 1932 και 1934 και πρακτικά επαναληπτικών δημοπρασιών έτους 1934, διαταγές του Οικονομικού Εφόρου Σαλαμίνας ετών 1928, 1934 προς τον Αστυνομικό Σταθμάρχη με τις οποίες του αναθέτει τη φύλαξή της, στη θέση …………, εκτάσεως του Δημοσίου 288.189 τ.μ., από καταπατητές, αλληλογραφία της Αεροπορικής Άμυνας προς τον Οικονομικό Έφορο Μεγαρίδος, προκειμένου να προβεί στις δέουσες ενέργειες για σύνταξη πρωτοκόλλων καταμετρήσεως, πρωτόκολλα γνωμοδοτήσεως Οικονομικού Εφόρου για τα έτη 1928 έως 1939, κλπ, αποτυπώνουν ενέργειες των παραπάνω οργάνων του Δημοσίου, προκειμένου να οικειοποιηθούν την παραπάνω έκταση, πλην όμως δεν τελεσφόρησαν. Άλλωστε, δεν προέκυψε ότι εκδόθηκε πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής σε βάρος των δικαιοπαρόχων της ενάγουσας. Επιπλέον, σύμφωνα με την πραγματογνωμοσύνη της αγρονόμου – τοπογράφου μηχανικού  Εμμανουέλας Βαφειάδη: «1. Η επίδικη έκταση με ΚΑΕΚ …………… περιλαμβάνεται στον τίτλο της ανάγουσας καθώς και στους τίτλους ιδιοκτησίας των απωτέρων και απωτάτων δικαιοπαρόχων της συμπεριλαμβανομένου του τίτλου 136/1908, και προσδιορίζεται επαρκέστατα ως προς την θέση, έκταση και όρια της, εμπίπτουσα εντός των ορίων του ………….. δημοσίου κτήματος. 2. Το επίδικο ακίνητο εμπίπτει στην χωρική αρμοδιότητα της τέως Κοινότητας Αμπελακίων, ως οικισμός ………, ο οποίος παρά το γεγονός ότι δεν έχει οριοθετηθεί με απόφαση Νομάρχη, έχει αναγνωριστεί από την 14η Μαρτίου του 1971 απογραφόμενη πληθυσμιακά, και σήμερα ανήκει διοικητικά στον Δήμο Σαλαμίνας. Ως μη οριοθετημένος οικισμός, τα ακίνητά του δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1, 2 ν. 3127/2003. Επιπροσθέτως, το επίδικο ακίνητο περιλαμβάνεται εντός των ορίων της απαλλοτριωθείσης εδαφικής έκτασης με τη ν. 349/175/16-2-1975 ΚΥΑ (ΦΕΚ 45/Δ/25-2-1972) ήδη ανακληθείσα (ΦΕΚ 114/Δ/24-5-1975)». Επισημαίνεται, ότι η παραπάνω αναγκαστική απαλλοτρίωση της ευρύτερης περιοχής για την επέκταση της χερσαίας ζώνης του λιμένος Πειραιά, η οποία αφορούσε μεταξύ άλλων και στο επίδικο, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 93/1974 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ως φερόμενος δικαιούχος και τότε ιδιοκτήτης του ακινήτου, ο πατέρας της ενάγουσας …………….), αποτελεί ενισχυτικό στοιχείο του γεγονότος ότι το επίδικο δεν ήταν δημόσιο κτήμα. Τούτο, διότι μία περιοχή δύναται να κηρυχθεί απαλλοτριωτέα μόνον εάν ανήκει σε τρίτο ιδιοκτήτη και όχι στην περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου. Περαιτέρω, το επίδικο βρίσκεται εντός της περιοχής με το τοπωνύμιο «………..», η οποία στις 14-3-1971 αναγνωρίστηκε ως οικισμός και προσαρτήθηκε στην κοινότητα Αμπελακίων, αποτελούμενος από τους αγοραστές  των τεμαχίων που προήλθαν από την κατάτμηση του έτους 1961, οι οποίοι προέβησαν στην περίφραξη των ιδιοκτησιών τους και στην ανέγερση  κτισμάτων, τα οποία υδροδοτήθηκαν και ηλεκτροδοτήθηκαν, οι δε πέριξ αυτού οδοί ασφαλτοστρώθηκαν, δημιουργώντας εν τοις πράγμασι αυτοτελή οικισμό. Η ευρύτερη περιοχή «………» διαθέτει ήδη παραθεριστικό χαρακτήρα, με εκτενές οδικό δίκτυο και πληθώρα κτισμάτων. Από το έτος 1945 διαπιστώθηκε ότι η ευρύτερη περιοχή καλύπτεται από αγρωστώδη βλάστηση και μεμονωμένους αραιούς θάμνους, πυκνότητας κάτω του 2%, που δεν συγκροτούν δασοβιοκοινότητα ούτε οργανική ενότητα ή φυσικό οικοσύστημα καθώς και ότι δεν παρατηρούνται ανθρωπογενείς παρεμβάσεις, ώστε τόσο η ευρύτερη περιοχή όσο και η επιφάνεια της  μείζονος του επιδίκου έκτασης δεν παρουσιάζουν μεταβολή στο χαρακτήρα τους. Το έτος 1967 στην ευρύτερη περιοχή διαπιστώνεται ανέγερση κτισμάτων και διάνοιξη οδικού δικτύου και στην επιφάνεια του επιδίκου παρατηρείται η ανέγερση κτίσματος, πιθανόν παραθεριστικής κατοικίας. Η ως άνω έκταση  από τα έτη 1945, 1960 και 1967, τουλάχιστον, καλύπτεται από πενιχρή αγρωστώδη βλάστηση χωρίς την ύπαρξη δασικής βλάστησης (δασικών δένδρων και θάμνων), ενώ το έτος 2015 αποτελείται από γυμνό έδαφος στο οποίο φύεται φρυγανική βλάστηση χαμηλού ύψους και εντός της επίδικης έκτασης παρατηρούνται μεμονωμένα καλλωπιστικά δένδρα. Σε επαφή με το βόρειο όριο της έκτασης παρατηρείται για πρώτη φορά  το έτος 1967 δρόμος, ο οποίος συνδέει αυτή με το λοιπό οδικό δίκτυο. Ο δρόμος αυτός είναι πλέον ασφαλτοστρωμένος, είναι η ……………, στην οποία είναι εγκατεστημένες εναέριες γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος υψηλής τάσης της ΔΕΔΔΗΕ, η περιοχή δε εξυπηρετείται από ευρύ δίκτυο ΟΚΩ, και το οδικό δίκτυό της συντηρείται από την τεχνική υπηρεσία του Δήμου Σαλαμίνας. Συνεπώς, το επίδικο ακίνητο αποτελεί αντικείμενο ιδιωτικής συναλλαγής ήδη από το έτος 1845, χωρίς να αποτελεί δασική έκταση. Οι προβαλλόμενες από το εκκαλούν ενστάσεις, με τις οποίες επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί το δικαίωμα ιδίας κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, τυγχάνουν απορριπτέες, καθόσον δεν αποδείχτηκε η ύπαρξη κυριότητας ή άλλου δικαιώματος του Δημοσίου επί του επιδίκου, ενώ, αντίθετα, η ενάγουσα απέδειξε πλήρως την ιστορική βάση της αγωγής της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε όμοια, δηλαδή απέρριψε τις ενστάσεις του εναγόμενου, και δέχθηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και όλοι οι λόγοι της έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, κατά τα ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατ’ ακολουθίαν των ως άνω, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη, και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του και στην έκκλητη δίκη (άρθρα 183, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), πλην όμως μειωμένα, κατά την αμφιμερούς εφαρμογής διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 ν. 3693/1957, σε συνδυασμό με την παρ. 2 της 134423/8-12-1992 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (βλ. ενδεικτικά Α.Π. 40/2013, Α.Π. 1258/2005, Εφ.Αθ. 2281/2016 Τ.Ν.Π. Νόμος, Εφ.Αθ. 4142/2005 Ελ.Δ. 2005.1537, Εφ.Αθ. 10676/1998 Αρμ. 2000.200), όπως καθορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 6-3-2024 (αρ. καταθ. (…………/2024) έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στο εκκαλούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά, στις  18.6.2025.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                             H ΓPAMMATEAΣ