ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 313/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος – εναγόμενου: ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αχιλλέα Τσάμη (ΑΜ ….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Του εφεσίβλητου – ενάγοντος: ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αναστασία Μακρή (ΑΜ …. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 07.10.2022 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2022 και ειδικό …/2022 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1831/2024 οριστική απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Ο εκκαλών – εναγόμενος προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 01.07.2024 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../01.07.2024 και ειδικό …/01.07.2024, προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./04.09.2024 και ειδικό ……/04.09.2024, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 1831/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού δικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έγινε εν μέρει δεκτή η από 07.10.2022 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2022 και ειδικό …../2022 αγωγή. Η έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα – εναγόμενο την 05.06.2024 (βλ. την υπ’ αριθ. …/05.06.2024 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ….), η δε κρινόμενη από 01.07.2024 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../01.07.2024 και ειδικό ……./01.07.2024 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – εναγόμενο το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.
Ο ενάγων στην από 07.10.2022 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2022 και ειδικό …./2022 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι με τον εναγόμενο διατηρεί συγγενικές σχέσεις, αφού είναι αδελφός του πατέρα του …………. που απεβίωσε την 27.04.2013, ότι τον Δεκέμβριο του έτους 2007 ο εναγόμενος απευθύνθηκε στον ενάγοντα προκειμένου να τον διευκολύνει οικονομικά δανείζοντάς του χρήματα, ότι λόγω της συγγενικής τους σχέσης και της υφιστάμενης μεταξύ τους εμπιστοσύνης, καταρτίσθηκε ατύπως (προφορικά) σύμβαση έντοκου δανείου, δυνάμει της οποίας μεταβίβασε προς τον εναγόμενο κατά κυριότητα, το χρηματικό ποσό των 68.750,00 ευρώ, ότι ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να του αποδώσει το εν λόγω ποσό μόλις του ζητηθεί, ότι αν και ζήτησε επανειλημμένως από τον εναγόμενο την απόδοση του δανεισθέντος ως άνω ποσού, ο τελευταίος αρνήθηκε την επιστροφή του, ενώ προέβη σε μερική εξόφληση της οφειλής του με την καταβολή του ποσού των 10.000,00 ευρώ, τον Απρίλιο του έτους 2015, ότι ακολούθως κοινοποίησε στον εναγόμενο την 12.08.2020 την από 07.08.2020 εξώδικη δήλωση – καταγγελία, με την οποία κατήγγειλε την ένδικη σύμβαση δανείου και κάλεσε τον εναγόμενο να του αποδώσει το υπόλοιπο δανεισθέν ποσό των 58.750,00 ευρώ, εντός μηνός από την επίδοση σ’ αυτόν της εξώδικης δήλωσης – καταγγελίας, πλην όμως ο εναγόμενος αρνήθηκε και εξακολουθεί να του οφείλει το ως άνω ποσό. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, μετά από παραδεκτό κατ’ άρθρα 223, 295, 297 του ΚΠολΔ, μερικό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κυρίως με βάση τις διατάξεις περί σύμβασης δανείου, επικουρικώς δε με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, σε περίπτωση που κριθεί άκυρη η σύμβαση δανείου, επικαλούμενος ότι ο εναγόμενος κατέστη πλουσιότερος σε βάρος της δικής του περιουσίας κατά το δανεισθέν ως άνω ποσό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να του καταβάλει το ποσό των 58.750,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την πάροδο ενός μηνός από την επίδοση σ’ αυτόν της από 07.08.2020 εξώδικης δήλωσης – καταγγελίας, ήτοι από την 13.09.2020, άλλως από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 20.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1831/2024 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια βάση της περί σύμβασης δανείου, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 341, 345, 346, 361, 806, 807, 808 του ΑΚ και των άρθρων 70, 176 του ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής ως προς το αναγνωριστικό της αίτημα, και αφού έκρινε την αγωγή μη νόμιμη και απορριπτέα κατά την σωρευόμενη κύρια βάση της από την αδικοπραξία και το συνδεόμενο με αυτήν αίτημα καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ύψους 20.000,00 ευρώ, καθώς και κατά την επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού επικουρική βάση της, στη συνέχεια έκανε αυτή δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 58.750,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 13.09.2020 και μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών – εναγόμενος με την κρινόμενη από 01.07.2024 έφεσή του για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να απορριφθεί στο σύνολό της η εναντίον του αγωγή.
Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 361, 806-809 του ΑΚ και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης δανείου, τα οποία πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής περί απόδοσής του για το ορισμένο αυτής, είναι α) μεταβίβαση της κυριότητας χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων από τον δανειστή στον οφειλέτη, με αποκλειστικό σκοπό την χρησιμοποίησή τους και μάλιστα την ανάλωσή τους από τον δεύτερο και β) συμφωνία των ανωτέρω περί απόδοσης άλλων πραγμάτων της ιδίας ποιότητας και ποσότητας. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 807 του ΑΚ, αν δεν ορίσθηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου, ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη. Για το ορισμένο της αγωγής απόδοσης του δανείου δεν απαιτείται να αναφέρεται σε αυτήν εάν το δάνειο είναι έντοκο ή άτοκο, ορισμένου ή αορίστου χρόνου (ΑΠ 402/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 992/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 847/2009 ΝΟΜΟΣ). Τα άνω στοιχεία και μόνο είναι αναγκαία για τη στήριξη της αγωγής προς απόδοση του δανείου. Ο σκοπός χρησιμοποίησης του δανείσματος και δη με εξουσία ανάλωσής του από τον δανειζόμενο, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της έννοιας του δανείου, νοείται όμως γενικά και αφηρημένα και όχι ως ο σκοπός για τον οποίο ο δανειζόμενος στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται να χρησιμοποιήσει το δάνεισμα. Ο τελευταίος αυτός σκοπός, όχι μόνο δεν είναι ουσιώδες στοιχείο του δανείου αλλά, κατά κανόνα, δεν έχει καμία νομική σημασία (ΑΠ 1802/2007 ΝΟΜΟΣ). Δεν είναι δε αναγκαία στοιχεία της αγωγής αυτής: 1) ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης δανείου, εφόσον δεν εξαρτάται από αυτόν το αγωγικό δικαίωμα, 2) ο χρόνος απόδοσης των δανεισθέντων χρημάτων, αφού η επίδοση της αγωγής δείχνει πρόθεση να επιστραφεί το δάνειο και αποτελεί καταγγελία μετά παρέλευση μηνός από την οποία πρέπει να αποδοθεί αυτό, ο τρόπος απόδοσης, ήτοι αν η απόδοση θα γίνει με ολοσχερή ή με τμηματικές καταβολές, αφού, δεδομένου ότι ο νόμος δεν διακρίνει, η απόδοση γίνεται εφάπαξ, 3) άλλα στοιχεία που αναφέρονται σε περιστάσεις που συνοδεύουν την κατάρτιση της σύμβασης δανείου, αλλά δεν αποτελούν αναγκαία στοιχεία αυτής, όπως ο χρόνος παράδοσης, το ποσό και άλλα στοιχεία τραπεζικών επιταγών που τυχόν παραδόθηκαν στον δανειστή προς εξασφάλισή του (ΑΠ 707/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 889/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 663/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2253/2014 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 430/2016 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, απάτη, κατά την έννοια του άρθρου 147 του ΑΚ αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση, που τείνει να παράγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση, με σκοπό να οδηγηθεί κάποιος σε δήλωση βούλησης, συνίσταται δε η απατηλή συμπεριφορά, είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, κατά παράβαση του καθήκοντος αληθείας, είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ’ αυτόν, που τα αγνοούσε, επιβαλλόταν από το καθήκον διαφώτισης του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αυτού και εκείνου, προς τον οποίο απηύθυνε τη δήλωση του, η συμπεριφορά δε αυτή αποσκοπεί στην πρόκληση δήλωσης βούλησης του απατηθέντος, η οποία προκλήθηκε πράγματι από την απάτη (ΑΠ 1756/2011 ΝΟΜΟΣ). Ως λόγος η απάτη, που καθιστά ελαττωματική τη βούληση, αποκτά σημασία, μόνο στο πλαίσιο της δικαιοπραξίας, αφού αποτελεί αρνητική προϋπόθεση του κύρους της, και θεμελιώνει, ανάλογα προς το εάν ο απατηθείς επιδιώκει την ακύρωση της δικαιοπραξίας ή την αποδέχεται παρά το ελάττωμά της, παράλληλες αξιώσεις, αντίστοιχα, αποζημίωσης από αδικοπραξία, για αρνητικό διαφέρον στην πρώτη, που μπορεί να περιλαμβάνει και περαιτέρω θετική ζημία σαν αποτέλεσμα της κατάρτισης της απατηλής δικαιοπραξίας και για θετικό διαφέρον στη δεύτερη. Ως αδικοπρακτική δε συμπεριφορά δόλια και αντικείμενη στα χρηστά ήθη, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 197, 198, 147, 148, 281, 288 και 919 του ΑΚ, ιδρύει αυτοτελή και πρωτογενή υποχρέωση αποζημίωσης, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι αυτής, δηλαδή η ζημία και ο αιτιώδης σύνδεσμος της με την απατηλή (δόλια) συμπεριφορά του υπαιτίου, στοιχεία που, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 εδ. α’ και β’ του ΚΠολΔ, πρέπει να εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής (ΑΠ 745/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 247/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 631/2015 ΝΟΜΟΣ). Κατά δε το άρθρο 157 του ΑΚ, όταν περάσουν δύο χρόνια από τη δικαιοπραξία επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος για ακύρωση. Αν η πλάνη ή η απάτη ή η απειλή εξακολούθησαν και μετά τη δικαιοπραξία, η διετία αρχίζει από τότε που πέρασε η κατάσταση αυτή. Σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται ακύρωση όταν περάσουν είκοσι χρόνια από τη δικαιοπραξία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι μετά την πάροδο διετίας, και σε κάθε περίπτωση εικοσαετίας από τη δικαιοπραξία, αποκλείεται η ακύρωση αυτής λόγω πλάνης ή απάτης ή απειλής, τόσο με αγωγή όσο και με ένσταση, αφού η προθεσμία αυτή του άρθρου 157 του ΑΚ είναι αποσβεστική, με αποτέλεσμα να επέρχεται απόσβεση του διαπλαστικού δικαιώματος προς ακύρωση της δικαιοπραξίας (ΑΠ 1283/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1447/2010 ΝΟΜΟΣ). Κατά δε το άρθρο 280 του ΑΚ, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως αποσβεστική προθεσμία που τάσσει ο νόμος. Έτσι, το δικαστήριο, εφόσον από το αποδεικτικό υλικό προκύπτει η πάροδος της τασσομένης από το νόμο προθεσμίας, χωρίς αίτηση ή ένσταση του εναγόμενου, απορρίπτει την αγωγή ή ένσταση που στηρίζεται στο δικαίωμα που έχει αποσβεστεί (ΑΠ 716/2023 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 704/2023 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 745/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 410/2025 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1951/2023 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το άρθρο 520 παρ. 1 του KΠολΔ συνάγεται ότι οι λόγοι έφεσης δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά πρέπει να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητάς τους να επέρχεται ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης. Λόγος, όμως, έφεσης, ο οποίος, ακόμη και αληθής υποτιθέμενος, δεν ασκεί έννομη επιρροή και, επομένως, δεν δύναται να οδηγήσει κατά νόμο στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, είναι αλυσιτελής και κατά τούτα απορριπτέος ως απαράδεκτος (ΑΠ 122/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 6/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 425/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγαίου 37/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΔωδ 2/2025 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το άρθρο 352 παρ. 1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι δικαστική ομολογία, η οποία αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε, δεν είναι κάθε ομολογία, αλλά μόνο αυτή που έγινε με σκοπό την αποδοχή του αμφισβητούμενου και επιβλαβούς γι’ αυτόν που ομολογεί γεγονότος, απευθύνεται στο δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση και είναι σαφής και ορισμένη (ΑΠ 791/2017 ΝΟΜΟΣ). Η ως άνω ομολογία, δηλαδή, η παραδοχή με μονομερή δήλωση, απευθυνόμενη προς το δικαστήριο που δικάζει τη συγκεκριμένη δίκη, ενός κρίσιμου γεγονότος, από τον αντίδικο εκείνου που φέρει το βάρος της επίκλησης και της απόδειξής του, πρέπει να γίνει με πρόθεσή του προς αναγνώριση του επιβλαβούς αυτού γεγονότος. Απόδειξη, δηλαδή, δεν αποτελεί κάθε ομολογία, αλλά μόνο η γενόμενη με σκοπό αποδοχής του αμφισβητούμενου και επιβλαβούς για τον ομολογούντα γεγονότος. Ειδικότερα, δικαστική ομολογία υπάρχει όταν το ενώπιον του δικαστηρίου, αναγνωριζόμενο από το διάδικο επιζήμιο γι’ αυτόν γεγονός, αναφέρεται αμέσως στο αντικείμενο της δίκης (ΑΠ 1029/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 188/2017 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, που εφαρμόζεται σε όλα τα δικαιώματα του ιδιωτικού δικαίου, είτε πηγάζουν άμεσα από το νόμο, είτε από δικαιοπραξία, είτε προέρχονται από κανόνες ενδοτικού δικαίου, είτε από κανόνες δημόσιας τάξης, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, δεν καθιστούν ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου για το δίκαιο και την ηθική, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με τη δική του (υπόχρεου) συμπεριφορά, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΑΠ 1165/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 529/2017 ΝΟΜΟΣ). Από τις ίδιες διατάξεις του άρθρου 281 του ΑΚ, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το παραδεκτό της ένστασης περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος από την άποψη χρόνου προβολής της, πρέπει, κατά την πρώτη πρωτοβάθμια συζήτηση της υπόθεσης, να προβάλλονται τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος από το διάδικο κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα, συγχρόνως δε, να γίνεται επίκληση από τον ενιστάμενο του γεγονότος ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αγωγής για την αιτία αυτή, διαφορετικά η ένσταση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΑΠ 1215/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 4264/2022 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 440, 441 και 442 του ΑΚ προκύπτει ότι, ο συμψηφισμός, ο οποίος επιφέρει την διά συνυπολογισμού, απόσβεση των μεταξύ δυο προσώπων υφισταμένων αμοιβαίων, ομοειδών κατ’ αντικείμενο και ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων συντελείται με δήλωση μονομερή απευθυντέα προς τον άλλον, η οποία δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο και δεν υπόκειται σε ανάκληση. Το αποσβεστικό αποτέλεσμα του συμψηφισμού επέρχεται, είτε η σχετική δήλωση προβληθεί στο δικαστήριο, είτε εξωδίκως, είναι δε δυνατό να προβληθεί και κατά την εκτέλεση, αν η σχετική ανταπαίτηση αποδεικνύεται παραχρήμα, δηλαδή με έγγραφο ή δικαστή ομολογία. Κατά το χρόνο επίκλησης του συμψηφισμού πρέπει να υφίσταται κατά νόμο η απαίτηση, ήτοι να είναι έγκυρη και να μην υπόκειται σε κάποια ουσιαστική ένσταση, αναβλητική ή ανατρεπτική, χωρίς να εξετάζεται ο μετέπειτα διαρρέων χρόνος από την άποψη του αποτελέσματος που ήδη επήλθε (ΑΠ 1617/2009 ΝΟΜΟΣ). Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα, είτε ενώπιον δικαστηρίου, με τη μορφή ένστασης κατ’ άρθρο 442 του ΑΚ (ΑΠ 486/2016 ΝΟΜΟΣ). Η ένσταση συμψηφισμού πρέπει να περιλαμβάνει σαφή έκθεση των παραγωγικών της ανταπαίτησης γεγονότων, προσδιορισμό της απαίτησης του ενάγοντος, στην οποία αναφέρεται η δήλωση συμψηφισμού, καθορισμό του αντικειμένου και του χρόνου γέννησής τους, όπως επίσης και ορισμένο αίτημα, ήτοι την απόσβεση των συμψηφιζομένων απαιτήσεων και την απόρριψη της αγωγής (ΑΠ 697/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 695/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1057/2019, ΑΠ 793/2005 ΧρΙΔ 2005. 889, ΜονΕφΔωδ 61/2020 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το γεγονός ότι ο νόμος ρυθμίζει τον μεταξύ δύο προσώπων μονομερή ή αναγκαστικό συμψηφισμό, που επέρχεται, κατά τους όρους των άρθρων 440 έως 452 του ΑΚ, κατόπιν μονομερούς δήλωσης του ενός από αυτά, δεν αποκλείεται η δυνατότητα απόσβεσης αμοιβαίων απαιτήσεων με συμψηφισμό, κατόπιν συμφωνίας των ενδιαφερομένων μερών. Πρόκειται για το λεγόμενο συμβατικό ή εκούσιο συμψηφισμό, που συνάπτεται με βάση την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 του ΑΚ). Το περιεχόμενο μίας τέτοιας σύμβασης, που είναι έγκυρη εφόσον δεν αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη (άρθρα 174 και 178 του ΑΚ), καθορίζουν ελεύθερα τα μέρη, τα οποία μπορούν να συμφωνήσουν τον συμψηφισμό των μεταξύ τους υφισταμένων απαιτήσεων και χωρίς να συντρέχουν οι όροι του νόμου, δηλαδή χωρίς οι αμοιβαίες απαιτήσεις να είναι ληξιπρόθεσμες και ομοειδείς και χωρίς να απαιτείται πρόταση συμψηφισμού με δήλωση του ενός συμβαλλομένου προς τον άλλον (ΑΠ 769/2004 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 108/2021 ΝΟΜΟΣ). Η εν λόγω σύμβαση περί συμψηφισμού είναι δυνατό να αφορά όχι αμοιβαίες απαιτήσεις μεταξύ δύο προσώπων, αλλά αντιτιθέμενες απαιτήσεις ευρύτερου κύκλου προσώπων. Τέλος, η ίδια σύμβαση μπορεί να αφορά και μέλλουσες, ακόμη και υπό αίρεση ή υπό προθεσμία, απαιτήσεις, με αποτέλεσμα να επέρχεται η λόγω συμψηφισμού απόσβεση μόλις εκείνες γεννηθούν και συνυπάρξουν (ΑΠ 769/2004 ΝΟΜΟΣ). Αποτέλεσμα της σύμβασης αυτής είναι η απόσβεση των εκατέρωθεν απαιτήσεων, η οποία επέρχεται αυτοδικαίως από τη στιγμή που θα συνυπάρξουν, η δε επίκληση του συμβατικού συμψηφισμού αποτελεί και θεμελιώνει ένσταση εξόφλησης (ΑΠ 1314/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 411/2014 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών – εναγόμενος με τον πρώτο λόγο της έφεσής του ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του τα προσκομισθέντα εκ μέρους του έγγραφα με αριθμό σχετικού 3, ήτοι έξι παραστατικά καταβολών που εξέδωσε η Τράπεζα ……, καθόσον έγινε νόμιμη επίκληση αυτών με τις έγγραφες προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Ο λόγος αυτός της έφεσης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής και απαράδεκτος, καθόσον η επικαλούμενη με τον πρώτο λόγο έφεσης νομική πλημμέλεια του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να λάβει υπόψη του και να αξιοποιήσει αποδεικτικά για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης τα ως άνω προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τον εκκαλούντα – εναγόμενο έγγραφα, δεν οδηγεί σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης εκ του λόγου αυτού, διότι το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, στο πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της κρινόμενης έφεσης (άρθρο 522 του KΠολΔ), κατά τον έλεγχο του τρίτου και του τέταρτου λόγου της υπό κρίση έφεσης για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, θα επανεκτιμήσει από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και θα κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της (άρθρο 534 KΠολΔ), λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των προσκομιζόμενων από τους διαδίκους, νόμιμων αποδεικτικών μέσων, η δε εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης θα επέλθει μόνο εάν το Δικαστήριο τούτο, κατά τον έλεγχο των ανωτέρω λόγων περί κακής εκτίμησης των αποδείξεων, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των προσκομιζόμενων από τους διαδίκους νόμιμων αποδεικτικών μέσων, αχθεί σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της ένδικης υπόθεσης. Περαιτέρω, ο εκκαλών – εναγόμενος με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του τη σιωπηρή, αλλά σαφή ομολογία, με τη δεσμευτικότητα κατ’ άρθρο 352 του ΚΠολΔ, εκ μέρους του εφεσίβλητου – ενάγοντος, αφού αυτός με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου απέφυγε επιμελώς να αναφερθεί στο κρίσιμο γεγονός της εξόφλησης από τον εκκαλούντα – εναγόμενο, των υποχρεώσεων του πατέρα του εφεσίβλητου – ενάγοντος ………., που απέρρεαν από τη δανειακή σύμβαση που αυτός είχε συνάψει ως πρωτοφειλέτης με την Τράπεζα …….., υπέρ του οποίου είχε συμβληθεί ως εγγυητής ο εκκαλών – εναγόμενος. Ο λόγος αυτός της έφεσης τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος, αφού η επικαλούμενη ως άνω σιωπή εκ μέρους του εφεσίβλητου – ενάγοντος, με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αναφορικά με το κρίσιμο γεγονός της εξόφλησης από τον εκκαλούντα – εναγόμενο των δανειακών υποχρεώσεων του πατέρα του εφεσίβλητου – ενάγοντος, δεν αποτελεί δικαστική ομολογία, υπό την προεκτεθείσα στη νομική σκέψη έννοια, ούτε αποτελεί πλήρη απόδειξη, όπως εσφαλμένως θεωρεί ο εκκαλών – εναγόμενος. Εξάλλου, με τον πέμπτο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών – εναγόμενος επαναφέρει την υποβληθείσα και πρωτοδίκως ένστασή του περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του εφεσίβλητου – ενάγοντος επικαλούμενος ότι ενώ ο ίδιος έχει εξοφλήσει ολοσχερώς την οφειλή του από την επίδικη σύμβαση δανείου που καταρτίσθηκε τον Δεκέμβριο του έτους 2007, αφενός με την καταβολή του ποσού των 59.488,89 ευρώ προς την Τράπεζα ……., σε εξόφληση των υποχρεώσεων του πατέρα του εφεσίβλητου – ενάγοντος …………., από τη δανειακή σύμβαση που αυτός είχε συνάψει ως πρωτοφειλέτης, με εγγυητή υπέρ αυτού τον εκκαλούντα – εναγόμενο, αφετέρου με την καταβολή στον εφεσίβλητο – ενάγοντα, τον Απρίλιο του έτους 2015, του υπόλοιπου οφειλόμενου ποσού των 10.000,00 ευρώ, ο τελευταίος άσκησε την ένδικη αγωγή, ενεργώντας παράνομα και καταχρηστικά, μετά την πάροδο 15 ετών από τη σύναψη της επίδικης σύμβασης δανείου και 7 ετών από την ολοσχερή εξόφληση της οφειλής του, με σκοπό να παραπλανήσει το Δικαστήριο και να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της περιουσίας του. Ο ισχυρισμός αυτός του εκκαλούντος – εναγόμενου ορθώς απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμος με την εκκαλουμένη απόφαση, και ως εκ τούτου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, καθόσον τα περιεχόμενα σε αυτόν πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, καθόσον δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν καταχρηστική άσκηση του ενδίκου δικαιώματος, ούτε καθιστούν μη ανεκτή, κατά τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου για το δίκαιο και την ηθική, την έγερση της ένδικης αξίωσης του εφεσίβλητου – ενάγοντος, αφού ο εκκαλών – εναγόμενος δεν επικαλείται πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι η συμπεριφορά του εφεσίβλητου – ενάγοντος που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση της ένδικης αξίωσής του, διότι τείνουν στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγονται επαχθείς συνέπειες για τον ίδιο. Αντιθέτως, επικαλείται μόνο ότι η ένδικη αγωγή ασκήθηκε μετά την πάροδο χρονικού διαστήματος 15 ετών από τη σύναψη της επίδικης σύμβασης δανείου και 7 ετών από την επικαλούμενη ολοσχερή εξόφληση της οφειλής του, καθώς και τις δυσμενείς για τον ίδιο οικονομικές συνέπειες, λόγω της άσκησης της κρινόμενης αγωγής, περιστατικά, όμως, που δεν κρίνονται επαρκή ώστε να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση του ένδικου δικαιώματος του εφεσίβλητου – ενάγοντος. Κατόπιν τούτων, ο πέμπτος λόγος της έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος. Επιπλέον, ο εκκαλών – εναγόμενος με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του επαναφέρει την υποβληθείσα και πρωτοδίκως ένστασή του περί εξόφλησης δια συμβατικού συμψηφισμού της ένδικης απαίτησης του εφεσίβλητου – ενάγοντος ύψους 58.750,00 ευρώ, ισχυριζόμενος ότι σε εκτέλεση σχετικού όρου της καταρτισθείσας μεταξύ των διαδίκων από Δεκεμβρίου του έτους 2007 σύμβασης δανείου που προέβλεπε ότι οποιοδήποτε ποσό καταβάλλεται σε τρίτο από τον εκκαλούντα – εναγόμενο για λογαριασμό του εφεσίβλητου – ενάγοντος ή του πατέρα του ……….. θα αφαιρείται από το οφειλόμενο ποσό του δανείου, ο ίδιος προέβη στην εξόφληση των υποχρεώσεων του πατέρα του εφεσίβλητου – ενάγοντος, ύψους 59.488,89 ευρώ, που απέρρεαν από τη δανειακή σύμβαση που αυτός είχε συνάψει ως πρωτοφειλέτης με την Τράπεζα …….., υπέρ του οποίου είχε συμβληθεί ως εγγυητής ο εκκαλών – εναγόμενος. Ο ισχυρισμός αυτός του εκκαλούντος – εναγόμενου περί εξόφλησης δια συμβατικού συμψηφισμού της ένδικης απαίτησης του εφεσίβλητου – ενάγοντος, είναι επαρκώς ορισμένος, αφού διαλαμβάνεται σαφής έκθεση των δικαιοπαραγωγικών της ανταπαίτησης του εκκαλούντος – εναγόμενου γεγονότων, και νόμιμος, στηριζόμενος στις αναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις των άρθρων 361, 440, 441 και 442 του ΑΚ.
Από την επανεκτίμηση της υπ’ αριθ. ………/18.10.2022 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς …….. του μάρτυρος ………., η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγόμενου (βλ. την υπ’ αριθ. ……./11.10.2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ………..), της υπ’ αριθ. …./28.02.2023 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του συμβολαιογράφου Σπετσών ………. του μάρτυρος ………, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγόμενου (βλ. την υπ’ αριθ. …../22.02.2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …… .), των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων διατηρεί με τον εναγόμενο συγγενικές σχέσεις, αφού είναι αδελφός του πατέρα του ενάγοντος …………, ο οποίος απεβίωσε την 27.04.2013 (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. 20/2013 ληξιαρχική πράξη θανάτου που εξέδωσε ο Ληξίαρχος του Δημοτικού Ληξιαρχείου Σπετσών) και με τον οποίο ο εναγόμενος είχε αναπτύξει κοινή επαγγελματική δραστηριότητα διατηρώντας οικογενειακές επιχειρήσεις εστίασης και κέντρο διασκέδασης στις …….. Τον Δεκέμβριο του έτους 2007, ο ενάγων, ο οποίος διένυε το 19ο έτος της ηλικίας του, γεννηθείς την 21.10.1988 (βλ. το προσκομιζόμενο από 07.02.2023 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης που εξέδωσε ο Δήμαρχος Σπετσών), είχε αναλάβει τη διαχείριση των οικονομικών του πατέρα του, διότι ο ίδιος νοσούσε, έχοντας υποστεί σοβαρό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, εξαιτίας του οποίου επήλθε και ο θάνατός του, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …../2013 ληξιαρχική πράξη θανάτου που εξέδωσε ο Ληξίαρχος του Δημοτικού Ληξιαρχείου Σπετσών. Για τον λόγο αυτό ο εναγόμενος απευθύνθηκε στον ενάγοντα, προκειμένου να τον διευκολύνει οικονομικά δανείζοντάς του χρήματα, διότι ο ίδιος αντιμετώπιζε πρόσκαιρη οικονομική δυσχέρεια. Αντιθέτως, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι ο ίδιος, παρά το νεαρό της ηλικίας του, είχε συγκεντρώσει, το έτος 2007, αποταμιεύσεις χρηματικού ποσού 68.750,00 ευρώ, από εισοδήματα που αποκόμισε από την εποχιακή του εργασία ως υπάλληλος σε καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος στις Σπέτσες, αφού προς επίρρωση αυτού του ισχυρισμού του, ο ενάγων δεν προσκόμισε κανένα σχετικό έγγραφο, όπως αναγγελίες πρόσληψής του ως μισθωτού και μισθοδοτικές καταστάσεις, βεβαιώσεις ενσήμων αυτού από ασφαλιστικά ταμεία και φορολογικές δηλώσεις των εισοδημάτων του από μισθωτή εργασία. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης …………… στην υπ’ αριθ. …./28.02.2023 ένορκη βεβαίωση, ο οποίος κατέθεσε αορίστως ότι γνωρίζει τον ενάγοντα από την ηλικία των έξι ετών και ότι ο ενάγων υπήρξε οικονομικά ανεξάρτητος και είχε αποκτήσει εισόδημα, επειδή εργαζόταν από πολύ νέος, δηλαδή από την ηλικία των 14 ετών, σε διάφορες επιχειρήσεις, κυρίως εστίασης, στο νησί των Σπετσών τόσο τα καλοκαίρια και τις αργίες αλλά και σε εορταστικές περιόδους, και ιδίως ότι είχε εργαστεί στην επιχείρηση εστίασης που διέθετε ο πατέρας του με τον θείο του, ……., ονόματι «…………», όπως και στις επιχειρήσεις εστίασης «……..» και «…….» στις ….., συνεχόμενα μέχρι και το καλοκαίρι του έτους 2006 που ήταν σε ηλικία 17 ετών, αφού ο μάρτυρας απόδειξης δεν προσδιόρισε με σαφήνεια και επάρκεια ούτε τις επιχειρήσεις, στις οποίες φέρεται να απασχολήθηκε ο ενάγων, ούτε τα συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα απασχόλησης αυτού, ούτε το ύψος των αποδοχών που αποκόμισε από αυτή την απασχόλησή του. Αποδείχθηκε περαιτέρω από το προσκομιζόμενο από Δεκεμβρίου 2007 ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο έχει τεθεί η ιδιόχειρη υπογραφή του εναγόμενου, στη θέση του υπογράφοντος, ως εκδότη του εγγράφου, ήτοι ως το πρόσωπο που αναλαμβάνει με την υπογραφή του τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από το έγγραφο, κατ’ άρθρο 443 του ΚΠολΔ, και το οποίο, ως συνταχθέν σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, αποτελεί πλήρη απόδειξη ως προς τις περιεχόμενες δικαιοπρακτικές δηλώσεις, κατ’ άρθρο 445 του ΚΠολΔ, ότι καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, στις Σπέτσες, τον Δεκέμβριο του έτους 2007, έγγραφη σύμβαση έντοκου δανείου, δυνάμει της οποίας ο ενάγων μεταβίβασε κατά κυριότητα το συνολικό χρηματικό ποσό των 68.750,00 ευρώ, προς τον εναγόμενο, ενώ ο τελευταίος ανέλαβε την υποχρέωση να του αποδώσει το δανεισθέν ποσό, πλέον τόκων, μόλις το αιτηθεί ο ενάγων. Ειδικότερα, στο προσκομιζόμενο από Δεκεμβρίου 2007 ιδιωτικό έγγραφο ορίσθηκε ότι «Ο κάτωθι υπογράφων …………… έλαβα τα κάτωθι ποσά προς διευκόλυνση από τον ……….: Α’ Δέκα οκτώ χιλιάδες επτακόσια πενήντα ευρώ (18.750). Β’ Πενήντα χιλιάδες ευρώ (50.000). Τα ποσά αυτά θα επιστραφούν στον …………. μόλις ζητηθούν και με τον ανάλογο τόκο κατάθεσης. Οποιοδήποτε ποσό πληρώνεται για λογαριασμό ….. ή …….. από τον ………… θα αφαιρείται από το σύνολο. Σπέτσες Δεκέμβριος 2007 Ο υπογράφων». Κατόπιν τούτων αποδείχθηκε ότι με τον συμφωνηθέντα ως άνω όρο του από Δεκεμβρίου 2007 ιδιωτικού εγγράφου, παρασχέθηκε στον εναγόμενο το δικαίωμα να συμψηφίζει με την αξίωση του ενάγοντος προς απόδοση του δανεισθέντος ως άνω ποσού, κάθε ληξιπρόθεσμη, παρούσα ή μέλλουσα, απαίτηση του εναγόμενου εναντίον του ενάγοντος ή του πατέρα αυτού …………, από οποιανδήποτε αιτία. Αυτή η συνομολογηθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση περί συμψηφισμού των ανωτέρω αντιτιθέμενων απαιτήσεων, είτε αμοιβαίων, είτε ευρύτερου κύκλου προσώπων, δεν απαγορεύεται, ούτε αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη νόμου, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι δεν συντάχθηκε, ούτε υπογράφηκε έγγραφο για την επίδικη δανειακή σύμβαση, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, και ο σχετικός ισχυρισμός του εκκαλούντος – εναγόμενου που διαλαμβάνεται στον τρίτο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι σε εκτέλεση του ανωτέρω συμφωνηθέντος όρου περί συμβατικού συμψηφισμού που προέβλεπε ότι οποιοδήποτε ποσό καταβάλλεται σε τρίτο από τον εναγόμενο, για λογαριασμό του ενάγοντος ή του πατέρα του . ….., θα αφαιρείται από το οφειλόμενο ποσό του δανείου, ο εναγόμενος προέβη στην εξόφληση των υποχρεώσεων του πατέρα του ενάγοντος, συνολικού ύψους 59.488,89 ευρώ, που απέρρεαν από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …./30.11.2005 δανειακή σύμβαση για κάλυψη καταναλωτικών αναγκών, την οποία ο τελευταίος είχε συνάψει ως πρωτοφειλέτης με την Εμπορική Τράπεζα, της οποίας καθολική διάδοχος λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση κατέστη η Τράπεζα …., υπέρ του οποίου είχαν συμβληθεί ως εγγυητές ο εναγόμενος και ο …. .. Η σύμβαση αυτή, για την εξυπηρέτηση της οποίας τηρήθηκε αρχικά ο υπ’ αριθ. …. λογαριασμός της Εμπορικής Τράπεζας, τροποποιήθηκε με το προσκομιζόμενο από 16.07.2009 σύμφωνο αναγνώρισης και συμβιβαστικής εξόφλησης υπολοίπου, με το οποίο αναγνωρίσθηκε το συνολικό οφειλόμενο ποσό του δανείου ύψους 41.135,22 ευρώ και ρυθμίστηκε η εξόφλησή του σε έξι έτη, με τοκοχρεωλυτικές μηνιαίες δόσεις της πρώτης καταβλητέας την 15.08.2009 και της τελευταίας την 15.11.2015, τροποποιούμενου του αντίστοιχου όρου διάρκειας της αρχικής σύμβασης. Ειδικότερα, από τα προσκομιζόμενα από 27.04.2015, 27.04.2015, 30.04.2015, 06.05.2015, 06.05.2015 και 22.05.2015, αντίστοιχα, έγγραφα υπό τον τίτλο «Γενική Λογιστική Εγγραφή» που εξέδωσε η Τράπεζα …., ποσού 25.000,00 ευρώ, 5.000,00 ευρώ, 19.651,00 ευρώ, 5.243,69 ευρώ, 4.154,97 ευρώ και 439,23 ευρώ, αντίστοιχα, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος κατέθεσε στους υπ’ αριθ. …. και …. τραπεζικούς λογαριασμούς που τηρούνταν στην Τράπεζα ….. στο όνομα του πατέρα του ενάγοντος ……….., το συνολικό ποσό των 59.488,89 ευρώ, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση των υποχρεώσεων του τελευταίου ως πρωτοφειλέτη που απέρρεαν από την ανωτέρω υπ’ αριθ. ………../30.11.2005 δανειακή σύμβαση (βλ. την προσκομιζόμενη από 17.03.2017 επιστολή της Τράπεζας ………… προς τον εναγόμενο, στην οποία βεβαιώνεται η εξόφληση, την 22.05.2015, της οφειλής του αποβιώσαντος …………, από τη σύμβαση δανείου, για την οποία τηρήθηκε ο ανωτέρω υπ’ αριθ. …. λογαριασμός της Εμπορικής Τράπεζας). Επιπλέον αποδείχθηκε ότι λόγω της πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης εκ μέρους του εναγόμενου της οφειλής του πατέρα του ενάγοντος …….. από την υπ’ αριθ. ……./30.11.2005 δανειακή σύμβαση, η Τράπεζα ………… συναίνεσε στην ανάκληση της υπ’ αριθ. 2042/2005 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία είχε εγγραφεί προσημείωση υποθήκης ποσού 60.000,00 ευρώ, σε ακίνητο ιδιοκτησίας του εναγόμενου και του ……….., και ακολούθως εκδόθηκε η προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. 58/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ανακλήθηκε η ανωτέρω υπ’ αριθ. 2042/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο εναγόμενος προέβη σε πλήρη εξόφληση της οφειλής του από την ένδικη σύμβαση δανείου με την καταβολή στον ενάγοντα του ποσού των 10.000,00 ευρώ, τον Απρίλιο του έτους 2015, και για τον λόγο αυτό αναγράφηκε στο προσκομιζόμενο από Δεκεμβρίου 2007 ιδιωτικό έγγραφο ότι «Έλαβα το ποσό των 10.000 ευρώ και τον λογαριασμό του δανείου. ……….. Σπέτσες 4ος 2015» και τέθηκε η ιδιόχειρη υπογραφή του ενάγοντος κάτω από το ονοματεπώνυμό του. Ο ενάγων προέβαλε με την από 28.02.2023 προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεων του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρει με τις προτάσεις του ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου τον ισχυρισμό περί ακυρωσίας, λόγω απάτης, της ανωτέρω δικαιοπρακτικής δήλωσής του, επικαλούμενος ότι ουδέποτε συνυπέγραψε το ανωτέρω μηχανογραφημένο κείμενο που φέρει ημερομηνία Δεκέμβριος 2007 και ότι ο εναγόμενος δολίως υφάρπαξε την υπογραφή του, η οποία αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τη βεβαίωση καταβολής από τον εναγόμενο του ποσού των 10.000,00 ευρώ, αφού του έδωσε να υπογράψει το έγγραφο διπλωμένο, αποκρύπτοντας το μηχανογραφημένο κείμενο που βρισκόταν περίπου στο ήμισυ επάνω μέρος του εγγράφου, και ως εκ τούτου δεν αντιλήφθηκε ότι υπέγραψε έγγραφο με το ανωτέρω περιεχόμενο περί έγγραφης δανειακής σύμβασης με τον συμφωνηθέντα όρο περί συμβατικού συμψηφισμού. Ο ισχυρισμός αυτός του ενάγοντος κρίνεται ουσιαστικά αβάσιμος, αφού αντίκειται στα διδάγματα της κοινής πείρας, ο ενάγων να μην αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο περί εγγράφου διπλωμένου και να μην προέβη στην ανάγνωση ολόκληρου του κειμένου του εγγράφου, το οποίο, άλλωστε, δεν ήταν μακροσκελές, πριν τη θέση της υπογραφής του σε αυτό. Σε κάθε δε περίπτωση ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος και για τον λόγο ότι από την κατάρτιση της ένδικης δανειακής σύμβασης τον Δεκέμβριο του έτους 2007, έως την επίκληση του ισχυρισμού αυτού, το πρώτον, με την από 28.02.2023 προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεων του ενάγοντος ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την 28.02.2023 (βλ. τη σχετική από 28.02.2023 επισημείωση της Γραμματέως επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της προσθήκης – αντίκρουσης των προτάσεων), έχει παρέλθει χρονικό διάστημα δεκαέξι ετών, χωρίς να γίνεται στην από 28.02.2023 προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεων του ενάγοντος ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, σαφής και ορισμένη επίκληση διατήρησης αυτής της κατάστασης πεπλανημένης αντίληψης του ενάγοντος και μετά την κατάρτιση της επίδικης δικαιοπραξίας, και συνεπώς το διαπλαστικό δικαίωμα περί ακύρωσης της σύμβασης, λόγω απάτης του ενάγοντος, προτείνεται απαραδέκτως, καθώς έχει υποπέσει στη διετή αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 157 του ΑΚ, την οποία το παρόν Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως, κατ’ άρθρο 280 του ΑΚ (βλ. ΑΠ 562/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 812/2019 ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν των αποδειχθέντων ως άνω πραγματικών περιστατικών προέκυψε ότι η ένδικη απαίτηση του ενάγοντος ποσού 58.750,00 ευρώ, αποσβέσθηκε δια συμβατικού συμψηφισμού της ως άνω ανταπαίτησης του εναγόμενου ποσού 59.488,89 ευρώ, δεκτής γενομένης ως και κατ’ ουσίαν βάσιμης της προβληθείσας από τον εναγόμενο ένστασης εξόφλησης δια συμβατικού συμψηφισμού. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε η προβληθείσα από τον εναγόμενο ένσταση περί ολοσχερούς εξόφλησης και απορρίπτοντας αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη, έκανε δεκτή την αγωγή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, και ο σχετικός ισχυρισμός του εκκαλούντος – εναγόμενου που διαλαμβάνεται στον τέταρτο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος.
Ενόψει αυτών και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να γίνει δεκτή και κατ’ ουσίαν η από 01.07.2024 έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 1831/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στο σύνολό της, και, αφού κρατηθεί και δικασθεί η υπόθεση, κατ’ άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ από το παρόν Δικαστήριο, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 07.10.2022 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./2022 και ειδικό …./2022 αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη. Περαιτέρω, λόγω της νίκης του εκκαλούντος – εναγόμενου πρέπει να επιστραφεί σε αυτόν το κατατεθειμένο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Ενόψει της εξαφάνισης της εκκαλουμένης απόφασης, κατά τα προαναφερθέντα, εξαφανίζεται και η περί επιβολής των δικαστικών εξόδων διάταξή της, και ακολούθως τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων που εφαρμόστηκαν, αλλά και διότι εκτιμωμένων των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ, όπως το πρώτο άρθρο τροποποιήθηκε με το άρθρο 116 παρ. 1β’ του Ν. 4842/2021 και διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4871/2021 ΦΕΚ Α’ 246/10.12.2021 και εφαρμόζεται και σε εκκρεμείς υποθέσεις ως ειδικότερο του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 01.07.2024 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1831/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν, την από 01.07.2024 έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 1831/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί και δικάζει την από 07.10.2022 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2022 και ειδικό …../2022 αγωγή.
Απορρίπτει την αγωγή.
Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου υπέρ Δημοσίου με αριθμό ……../2024 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 16.05.2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ