ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 327/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της καλούσας – εφεσίβλητης – ενάγουσας: ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιο δικηγόρο της Χριστίνα Βαθειά (ΑΜ …………. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).
Του καθ’ ου η κλήση – εκκαλούντος – εναγόμενου: του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΑΙΓΙΝΑΣ» που εδρεύει στην Αίγινα Αττικής, οδός ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξάνδρα Τσάμη (ΑΜ …….. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).
Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 02.06.2014 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2014 και ειδικό …../2014 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 4505/2018 μη οριστική απόφασή του, ανέβαλε τη συζήτηση της αγωγής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 21.07.2011 και με αριθμό κατάθεσης ……/201 ανακοπής, κατά της υπ’ αριθ. …./2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί της οποίας είχε εκδοθεί η υπ’ αριθ. 886/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που είχε κάνει δεκτή την ανακοπή και είχε ακυρώσει την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. ……/2011 διαταγή πληρωμής, ενώ με την υπ’ αριθ. 2531/2024 οριστική απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή. Ο εκκαλών – εναγόμενος προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 21.10.2024 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./21.10.2024 και ειδικό …../21.10.2024, προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./21.10.2024 και ειδικό …../21.10.2024, για τη δικάσιμο της 06.11.2025 και γράφτηκε στο πινάκιο. Ήδη την υπόθεση επαναφέρει προς συζήτηση η εφεσίβλητη – ενάγουσα με την από 30.10.2024 κλήση της που κατατέθηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../30.10.2024 και ειδικό ……/30.10.2024, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η πληρεξούσια δικηγόρος της καλούσας – εφεσίβλητης – ενάγουσας αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος του καθ’ ου η κλήση – εκκαλούντος – εναγόμενου δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 30.10.2024 κλήση της εφεσίβλητης – ενάγουσας, νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση η από 21.10.2024 έφεση του εκκαλούντος – εναγόμενου, δεκτής γενομένης της σχετικής από 30.10.2024 αίτησής της περί επίσπευσης εκδίκασης της έφεσης σε συντομότερη δικάσιμο, αντί της ορισθείσας δικασίμου εκδίκασης της έφεσης την 06.11.2025. Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2531/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αναγκαίως δε κατ’ άρθρο 513 παρ. 2 του ΚΠολΔ, και κατά της συμπροσβαλλόμενης υπ’ αριθ. 4505/2018 μη οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε δεκτή η από 02.06.2014 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2014 και ειδικό ……/2014 αγωγή της εφεσίβλητης – ενάγουσας, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα – εναγόμενο την 20.09.2024 (βλ. τη σχετική από 20.09.2024 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ………. επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της υπ’ αριθ. 2531/2024 απόφασης), η δε κρινόμενη από 21.10.2024 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ήτοι την 21.10.2024, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../21.10.2024 και ειδικό ……/21.10.2024 του γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, λαμβανομένου υπόψη ότι η τελευταία ημέρα της τριακονθήμερης προθεσμίας (20.10.2024) ήταν κατά νόμο εξαιρετέα (Κυριακή), και ως εκ τούτου η προθεσμία αυτή έληξε την επόμενη μη εξαιρετέα ημέρα (Δευτέρα 21.10.2024), κατ’ άρθρο 144 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Επομένως, εφόσον προσκομίζεται η υπ’ αριθ. 290/08.10.2024 απόφαση της Δημοτικής Επιτροπής του εκκαλούντος – εναγόμενου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΑΙΓΙΝΑΣ», εγκριτική της άσκησης ενδίκου μέσου και της παράστασης της πληρεξούσιας δικηγόρου του κατ’ άρθρο 72 παρ. 1 περ. ι’ και ιδ’ του Ν. 3852/2010 (βλ. ΜονΕφΠατρ 139/2024 ΝΟΜΟΣ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης δεν απαιτείται η καταβολή του προβλεπόμενου στο άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ παραβόλου, αφού το εκκαλούν νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ενδίκου μέσου, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 του Καν.Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 “Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου”, του οποίου η εφαρμογή έχει επεκταθεί και επί νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως το εκκαλούν, και σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 4 του Ν. 2579/1998 και το άρθρο 19 παρ. 1 του Ν. 1846/1951 (βλ. ΑΠ 713/2018 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠατρ 344/2022 ΝΟΜΟΣ).
Η ενάγουσα στην από 02.06.2014 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./2014 και ειδικό …/2014 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πώλησης, οι οποίες καταρτίσθηκαν προφορικώς με τον εναγόμενο οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΑΙΓΙΝΑΣ», νομίμως εκπροσωπούμενο από τον Δήμαρχο αυτού, λόγω κατεπείγουσας ανάγκης επισκευής του Δημοτικού Σταδίου Αίγινας, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές της Ε.Π.Ο. και να μπορέσει η τοπική ομάδα ποδοσφαίρου να συμμετάσχει στους αγώνες ποδοσφαίρου Γ’ Εθνικής Κατηγορίας, ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει και να μεταβιβάσει προς τον τελευταίο, κατά το χρονικό διάστημα από την 22.07.2009 έως την 03.08.2009, τα αναλυτικά αναφερόμενα στο δικόγραφο κατ’ είδος, ποσότητα και τιμή μονάδας εμπορεύματα (οικοδομικά υλικά, πλακίδια και είδη υγιεινής), αντί συνολικού τιμήματος ποσού 54.051,12 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. ποσοστού 19%, ποσού 8.630,00 ευρώ, ότι μολονότι η ίδια παρέδωσε τα πωληθέντα εμπορεύματα στον αρμόδιο υπάλληλο του εναγόμενου Δήμου, ο οποίος τα παρέλαβε ανεπιφύλακτα υπογράφοντας τα αντίστοιχα δελτία αποστολής, και ακολούθως η ίδια εξέδωσε το υπ’ αριθ. ……./30.11.2009 τιμολόγιο πώλησης αγαθών, συνολικού ποσού 54.051,12 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. ποσοστού 19%, ποσού 8.630,00 ευρώ, το οποίο υπέβαλε στον αρμόδιο υπάλληλο του εναγόμενου Δήμου, ο οποίος έθεσε την υπογραφή του κάτω από την ένδειξη «Ο ΠΑΡΑΛΑΒΩΝ», ο εναγόμενος δεν της κατέβαλε το συμφωνηθέν ως άνω συνολικό τίμημα ποσού 54.051,12 ευρώ, μετά του Φ.Π.Α. ποσοστού 19%, ποσού 8.630,00 ευρώ, ότι για τον λόγο αυτό εξέδωσε σε βάρος του εναγόμενου την υπ’ αριθ. ……./2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία επιτάχθηκε αυτός να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 54.051,12 ευρώ και κατά της οποίας ο εναγόμενος άσκησε την από 21.07.2011 και με αριθμό κατάθεσης ……/201 ανακοπή του ισχυριζόμενος ότι δεν οφείλει το συμφωνηθέν συνολικό τίμημα, διότι δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για τη σύναψη των ενδίκων συμβάσεων πώλησης. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, μετά από παραδεκτό κατ’ άρθρα 223, 295, 297 του ΚΠολΔ, περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κυρίως με βάση τις διατάξεις περί σύμβασης πώλησης, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, επικαλούμενη απατηλή πρόκληση βλάβης εκ μέρους του εναγόμενου, ο οποίος της παρέστησε ψευδώς ότι ήταν νόμιμη η διαδικασία προμήθειας των πωληθέντων εμπορευμάτων, λόγω της κατεπείγουσας ανάγκης επισκευής του Δημοτικού Σταδίου Αίγινας, και ότι είχε τη δυνατότητα να την εξοφλήσει άμεσα μετά την παράδοση των εμπορευμάτων, με σκοπό να την εξαπατήσει, γεγονός που επέτυχε, με συνέπεια να ωφεληθεί ο εναγόμενος κατά το ανωτέρω ποσό των 54.051,12 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία της ίδιας, και επικουρικώς, για την περίπτωση που κριθούν άκυρες οι εν λόγω συμβάσεις πώλησης, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, επικαλούμενη ότι ο εναγόμενος κατέστη πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας της, χωρίς νόμιμη αιτία, ο δε πλουτισμός του σώζεται μέχρι σήμερα, αφού παραδόθηκαν σ’ αυτόν τα πωληθέντα εμπορεύματα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την επισκευή του Δημοτικού Σταδίου Αίγινας, όπου και υφίστανται ενσωματωμένα, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 54.051,12 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την έκδοση του υπ’ αριθ. …./30.11.2009 τιμολόγιου πώλησης αγαθών, άλλως από την επίδοση της υπ’ αριθ. ……/2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 4505/2018 μη οριστική απόφασή του, αφού έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία να δικάσει την κρινόμενη αγωγή, εφόσον δεν πρόκειται για διοικητική διαφορά ουσίας, αλλά για ιδιωτική διαφορά, στη συνέχεια, αφού έκρινε την αγωγή απαράδεκτη λόγω αοριστίας ως προς την επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί αδικοπραξιών βάση της, ανέβαλε τη συζήτηση της αγωγής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 21.07.2011 και με αριθμό κατάθεσης …./201 ανακοπής, κατά της υπ’ αριθ. …../2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί της οποίας είχε εκδοθεί η υπ’ αριθ. 886/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που είχε κάνει δεκτή την ανακοπή και είχε ακυρώσει την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. …./2011 διαταγή πληρωμής. Η υπ’ αριθ. 886/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατέστη τελεσίδικη, μετά τη νομότυπη, κατ’ άρθρα 294 και 299 του ΚΠολΔ, παραίτηση της ενάγουσας από το δικόγραφο της από 12.05.2014 έφεσής της που προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2014 και ειδικό ……/2014, με την από 27.09.2023 δήλωση παραίτησης από δικόγραφο που κατατέθηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό 874/2023 και ειδικό 14/2023 και επιδόθηκε στον εναγόμενο την 02.10.2013 (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …./02.10.2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς …………..) και ακολούθως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2531/2024 οριστική απόφασή του, αφού απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη κατά την κύρια βάση της, λόγω της ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων πώλησης, διότι, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, καταρτίσθηκαν χωρίς να τηρηθεί ο απαιτούμενος έγγραφος τύπος κατά τις διατάξεις του άρθρου 41 του Ν.Δ. 496/1974 “περί Κώδικος Λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.”, στη συνέχεια έκρινε αυτή ορισμένη και νόμιμη ως προς την επικουρική βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 904 επ. του ΑΚ, του άρθρου 70 του ΚΠολΔ, εκτός από το παρεπόμενο αίτημα τοκοφορίας που κρίθηκε νόμιμο μόνο από την επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο, κατ’ άρθρο 346 του ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 276 παρ. 1 και 3 του Ν. 3463/2006, το άρθρο 21 του Ν.Δ. της 26.06/10.07.1944 και το άρθρο 3 του Ν.Δ. 31/1968, καθώς και το παρεπόμενο αίτημα για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής που κρίθηκε μη νόμιμο, στη συνέχεια έκανε δεκτή την επικουρική βάση της αγωγής ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 54.051,12 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών – εναγόμενος με την κρινόμενη από 21.10.2024 έφεσή του για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1, 2 και 3 του Συντάγματος, όπως αυτές ισχύουν μετά την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικράτειας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1), ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παρ. 2), και ότι σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια (παρ. 3). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1406/1983, που εκδόθηκε σε εκτέλεση της διάταξης του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτή ίσχυε πριν τη συνταγματική αναθεώρηση, και επέβαλε την εντός πενταετούς προθεσμίας, δυναμένης να παραταθεί με νόμο, υποβολή της εκδίκασης στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια εκείνων των διοικητικών διαφορών ουσίας που δεν είχαν ακόμη υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ δε των ενδεικτικά προβλεπομένων στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου 1 περιπτώσεων περιλήφθηκαν και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδάφιο ι), δηλαδή οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της σύμβασης αξίωση. Η σύμβαση δε είναι διοικητική εάν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη σύναψη της σύμβασης επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, οι οποίες προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση, αποκλίνουν δε από το κοινό δίκαιο, ευρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (ΑΕΔ 12,11/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΕΔ 3/2012 ΝΟΜΟΣ). Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν σωρευτικά τα γνωρίσματα αυτά είναι ιδιωτικές και οι διαφορές αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 1/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΕΔ 3/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΕΔ 29/2011 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 624 παρ. 1, 626, 628 παρ.1 εδ.α, 632 παρ. 1 και 633 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματική απαίτηση, εφόσον η απαίτηση αυτή δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και αποδεικνύεται (η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό) με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, ή με συνδυασμό τέτοιων εγγράφων που επισυνάπτονται στην αίτηση. Εάν η απαίτηση ή το ποσό δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο Δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 του ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής. Εάν δε παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται, ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 του ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής στην περίπτωση αυτή απαγγέλλεται, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης της απαίτησης και της δυνατότητας να αποδειχθεί με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 10/1997 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 682/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 933/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1480/2007 ΝΟΜΟΣ). Κύριο αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής είναι το κύρος της διαταγής πληρωμής, ενώ η ισχύς και το μέγεθος της απαίτησης, της οποίας έχει διαταχθεί η πληρωμή, όταν αμφισβητείται με την ανακοπή, είναι απλώς προδικαστικό ζήτημα του κυρίου τούτου ζητήματος (ΑΠ 1329/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1831/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 396/2023 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 443 του ΚΠολΔ για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη, δηλαδή εκείνου που αναλαμβάνει υποχρεώσεις από το έγγραφο. Ειδικώς τα τιμολόγια που εκδίδονται στην αγορά για φορολογικούς, κυρίως, λόγους, δεν μπορούν να έχουν αποδεικτική ισχύ για εκείνον στο όνομα του οποίου εκδόθηκαν από τον πωλητή, αν δεν φέρουν την υπογραφή του φερομένου ως αγοραστή για το νόμιμο της έκδοσής τους ή για την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης ή για την παραλαβή των εμπορευμάτων που αναφέρονται σ’ αυτά. Με μόνα τα τιμολόγια του πωλητή δεν είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής, διότι δεν αποδεικνύεται απ’ αυτά η κατάρτιση της σύμβασης πώλησης, που αποτελεί την αιτία της χρηματικής απαίτησης, ούτε η παραλαβή των εμπορευμάτων που αναγράφονται σ’ αυτά, από τον φερόμενο αγοραστή. Αν, όμως, τα στοιχεία των τιμολογίων και κυρίως η κατάρτιση της σύμβασης και εφόσον πρόκειται για σύμβαση πώλησης, η παραλαβή από τον αγοραστή των πωληθέντων πραγμάτων αποδεικνύονται από άλλα έγγραφα συνοδευτικά αυτών, όπως είναι τα δελτία αποστολής, τότε με βάση τα έγγραφα αυτά και τα τιμολόγια, μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής, εφόσον από το συνδυασμό των περισσοτέρων αυτών εγγράφων, που, πάντως, θα πρέπει να έχουν αποδεικτική δύναμη, αποδεικνύεται εγγράφως η ύπαρξη της απαίτησης (ΕφΘες 788/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3927/2003 ΕλλΔνη 45. 201). Για να έχουν αποδεικτική δύναμη όλα τα ανωτέρω έγγραφα, θα πρέπει να έχουν την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη τους. Υπογραφή είναι η σημείωση του ονόματος του προσώπου με αλφαβητικά στοιχεία, που γίνεται ιδιοχείρως, δεν αρκεί, όμως, απλή μονογραφή, δηλαδή σημείωση των αρχικών γραμμάτων του ονοματεπωνύμου, καθώς από αυτήν δεν προκύπτει ανενδοίαστα η ταυτότητα του προσώπου (ΕφΘες 788/2006 Αρμ 2008. 1389 ). Ως εκδότης δε, κατά την έννοια του άρθρου 443 του ΚΠολΔ, θεωρείται εκείνος ο οποίος αναλαμβάνει υποχρεώσεις από το έγγραφο και όχι ο απλός συντάκτης του (ΕφΠειρ 486/1997 ΕλλΔνη 1998. 619). Εάν τα έγγραφα αυτά έχουν εκδοθεί στο όνομα νομικού προσώπου, πρέπει να φέρουν την υπογραφή του νόμιμου αντιπροσώπου του. Στην περίπτωση δε κατά την οποία έχει υπογράψει επί των εγγράφων αυτών, κάτω από την δήλωση παραλαβής τους, τρίτο πρόσωπο, ως αντιπρόσωπος του υπόχρεου αγοραστή, κατόπιν εντολής και εξουσιοδότησης αυτού, απαιτείται για την έκδοση διαταγής πληρωμής η εντολή και πληρεξουσιότητα αυτή να αποδεικνύεται από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Η προϋπόθεση αυτή επιβάλλεται και από την αρχή της ασφάλειας των συναλλαγών, διότι διαφορετικά ο φερόμενος ως αντιπροσωπευόμενος αγοραστής δεσμεύεται υπέρμετρα, χωρίς να υπάρχει προηγούμενη καθαρή δήλωση της βούλησής του για αντιπροσωπευτική διάθεση (ΑΠ 1342/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 682/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1608/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1480/2007 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 2053/2021 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 209 παρ. 1 του Ν. 3463/2006, όπως αυτή ίσχυε κατά τον χρόνο που καταρτίστηκαν οι επίδικες συμβάσεις πώλησης και πριν από την κατάργηση της με το άρθρο 377 παρ. 1 περ. 38 του Ν. 4412/2016, «Οι προμήθειες των Δήμων, των Κοινοτήτων, των πάσης φύσεως Συνδέσμων τους, των νομικών τους προσώπων δημοσίου δικαίου και των ιδρυμάτων τους διενεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ενιαίου Κανονισμού Προμηθειών των Ο.Τ.Α, (Ε.Κ.Π.Ο.Τ.Α), όπως ισχύει, με την επιφύλαξη των ειδικών ρυθμίσεων του Π.Δ. 370/1995, όπως αυτές έχουν τροποποιηθεί από το Π.Δ. 105/2000 και των αντίστοιχων του Π.Δ. 57/2000. Έτσι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 3 παρ. 3 περ. γ’ του ΕΚΠΟΤΑ (ΥΑ 11389/06.03.1993, ΦΕΚ Β’ 185), εφαρμοζόμενων στις προμήθειες κάθε φύσης υλικών, αναλώσιμων ή μη, οι αναθέτουσες δημοτικές αρχές μπορούν να συνάπτουν τις συμβάσεις προμηθειών προσφεύγοντας στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων, με απευθείας δηλαδή ανάθεση, χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού, σε περιοριστικά αναφερόμενες έξι περιπτώσεις, και δη όταν δεν έχει υποβληθεί προσφορά μετά από πρόσκληση σε ανοιχτό ή κλειστό διαγωνισμό, όταν πρόκειται για είδη προοριζόμενα για ερευνητικούς και συναφείς σκοπούς, όταν για συγκεκριμένους λόγους τα προμηθευόμενα είδη μπορούν να κατασκευαστούν μόνο από ορισμένο προμηθευτή και όταν είναι απόλυτα αναγκαίο, για κατεπείγοντες λόγους οφειλόμενους σε γεγονότα που δεν είναι δυνατό να προβλεφθούν από τις αναθέτουσες αρχές, δεν είναι δυνατό να τηρηθούν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται στους ανοικτούς ή κλειστούς διαγωνισμούς. Πάντως, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 3 περ. δ, παρ. 5 εδ. β’ και 23 παρ. 2 του ΕΚΠΟΤΑ (ΥΑ 11389/06.03.1993, ΦΕΚ Β’ 185), προκειμένου να διενεργηθεί προμήθεια με διαδικασία μέσω διαπραγμάτευσης ή με απευθείας ανάθεση απαιτείται προηγούμενη αιτιολογημένη απόφαση του δημοτικού ή του κοινοτικού συμβουλίου το οποίο επιλέγει και τον προμηθευτή (ήδη, σύμφωνα με το άρθρο 203 παρ. 2 του Ν. 4555/2018 που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ A’ 133/19.07.2018 και ισχύει έκτοτε, όπου σε διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας ορίζεται το δημοτικό συμβούλιο ως όργανο αρμόδιο για την έγκριση της δαπάνης και τη διάθεση της πίστωσης, νοείται εφεξής ο δήμαρχος). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 158 ΑΚ, η τήρηση τύπου για τη δικαιοπραξία απαιτείται μόνο όπου ο νόμος το ορίζει, κατά δε το άρθρο 159 παρ. 1 του ΑΚ, δικαιοπραξία για την οποία δεν τηρήθηκε ο από το νόμο απαιτούμενος τύπος, ενόσω δεν ορίζεται διαφορετικά, είναι άκυρη. Στο δε άρθρο 41 του Ν.Δ. 496/1974 “περί Κώδικος Λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.” ορίζεται ότι “πάσα σύμβασις διά λογαριασμόν του ν.π. έχουσα αντικείμενον άνω των 10.000 δρχ. ή δημιουργούσα υποχρεώσεις διάρκειας, εφόσον δεν ορίζεται άλλως, υποβάλλεται εις τον τύπον του ιδιωτικού εγγράφου. Το ποσόν τούτο δύναται να αυξομειούται δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευομένων εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η πρότασις καταρτίσεως συμβάσεως και η αποδοχή αυτής, δύναται να γίνουν και δι` ιδιαιτέρων εγγράφων. Η εκ της μη τηρήσεως του τύπου της εγγράφου αποδοχής ακυρότης αίρεται εν περιπτώσει εκπληρώσεως της συμβάσεως”. Το παραπάνω ποσό των 10.000 δρχ. αυξήθηκε από 09.07.1992 σε 150.000 δρχ. με την υπ’ αριθ. 2054839/452/0026/3/09.07.1992 Υπουργική απόφαση (ΦΕΚ Β’ 447) και σε 2.500 ευρώ από 07.08.2002 με την υπ’ αριθ. 2/42053/0094/07.08.2002 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, που είναι αντίστοιχες με τις διατάξεις του άρθρου 80 του Ν. 2362/1995 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού», σαφώς προκύπτει ότι κάθε σύμβαση που καταρτίζεται από Ν.Π.Δ.Δ. και έχει αντικείμενο πάνω από 10.000 δρχ. αρχικά, από 150.000 δρχ. στη συνέχεια, και ήδη 2.500 ευρώ κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, υποβάλλεται σε έγγραφο τύπο, απαιτούμενο από το νόμο, χωρίς την τήρηση του οποίου η δικαιοπραξία είναι άκυρη. Η ακυρότητα της σύμβασης από την έλλειψη του απαιτούμενου τύπου, ο οποίος είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, τόσο για την αρχική σύμβαση όσο και για την τυχόν τροποποίησή της, είναι απόλυτη και λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, εφόσον προκύπτει από τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά. Εξάλλου, η με την τελευταία παράγραφο του άρθρου 41 του Ν.Δ. 496/1974 διαλαμβανόμενη περίπτωση άρσης της ακυρότητας από την μη τήρηση του τύπου της έγγραφης αποδοχής, με την εκπλήρωση της σύμβασης, αναφέρεται στην τρίτη παράγραφο του άρθρου αυτού, κατά την οποία “Η πρότασις καταρτίσεως συμβάσεως και η αποδοχή αυτής δύναται να γίνουν και δι` ιδιαιτέρων εγγράφων”. Δηλαδή, η παραπάνω ακυρότητα από τη μη τήρηση του τύπου, καλύπτεται, σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης, εφόσον όμως είχε προηγηθεί έγγραφη πρόταση για την κατάρτισή της, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου τύπος για την πρόταση, η οποία επειδή είναι μονομερής και απευθυντέα σε τρίτον δήλωση βούλησης και αποτελεί ουσιώδες κατά το άρθρο 192 ΑΚ στοιχείο της σύμβασης, πρέπει να είναι πλήρης κατά περιεχόμενο και ορισμένη, οπότε δεν καταρτίζεται σύμβαση, αφού δεν νοείται αποδοχή χωρίς πρόταση. Στις ανωτέρω περιπτώσεις ακυρότητας της σύμβασης, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να προβάλουν αξιώσεις στηριζόμενες στη σύμβαση, αλλά μόνο στηριζόμενες στις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού και ειδικότερα στο άρθρο 904 του ΑΚ. Την ακυρότητα δε από την έλλειψη του τύπου μπορεί να προτείνει και αυτός που ενώ γνώριζε ότι απαιτείται τύπος, προέβη στη σύναψη παράτυπης σύμβασης, αλλά και το Δικαστήριο λαμβάνει αυτήν υπόψη αυτεπάγγελτα κατά τα άνω, διότι οι διατάξεις περί τύπου είναι δημόσιας τάξης (ΑΠ 1376/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 91/2016 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 904 παρ. 1 του ΑΚ “όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεωστήτως ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη”. Από τον κανόνα του άρθρου αυτού, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας και έχει εφαρμογή και για το Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ., αφού γι’ αυτά δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη (ΟλΑΠ 218/1977 ΝΟΜΟΣ), προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, αν δηλαδή η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία. Τέτοια έλλειψη υπάρχει και όταν η παροχή είναι παράνομη, εξαιτίας απαγορευτικής διάταξης νόμου. Εξάλλου, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγόμενου, εξαιτίας ακυρότητας της σύμβασης, για να είναι ορισμένη η αγωγή πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 106, 216 παρ. 1, 335, 338 του ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης και συνιστούν τον λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εναγόμενου δεν είναι νόμιμη, αλλά παρίσταται αδικαιολόγητη, ενώ απλή επίκληση της ακυρότητας, χωρίς δηλαδή αναφορά και των λόγων στους οποίους οφείλεται αυτή, απαιτείται και αρκεί όταν η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική, δηλαδή, αίρεση της απόρριψης της κύριας από τη σύμβαση βάσης αυτής, αφού στην τελευταία αυτή περίπτωση η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνο αν η στηριζόμενη στη σύμβαση κύρια αγωγική βάση απορριφθεί εξαιτίας της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, οπότε, όμως, ο λόγος αυτός, είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, είτε κατ’ ένσταση του εναγόμενου, θα έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο της δίκης (ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 2003. 1261, ΑΠ 369/2023 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 43/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 170/2016 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία για την εκδίκαση της ένδικης αγωγής, η οποία αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, αφού, υπό τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο, εισάγεται διαφορά ιδιωτικού δικαίου, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, καθόσον οι επίδικες συμβάσεις πώλησης, που καταρτίστηκαν προφορικώς μεταξύ της ενάγουσας και του εναγόμενου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΑΙΓΙΝΑΣ», δεν διέπονται από συμβατικές ρήτρες που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, ούτε εξασφαλίζουν στον εναγόμενο άσκηση δημόσιας εξουσίας και υπερέχουσα θέση έναντι της ενάγουσας, όπως απαιτείται για τον χαρακτηρισμό της σύμβασης ως διοικητικής και την συνακόλουθη στοιχειοθέτηση της δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην μείζονα σκέψη. Εξάλλου, ο εκκαλών – εναγόμενος με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσής του επαναφέρει τον παραδεκτώς προταθέντα και πρωτοδίκως ισχυρισμό του περί απαραδέκτου της κρινόμενης αγωγής λόγω ύπαρξης δεσμευτικού δεδικασμένου που απορρέει από την τελεσίδικη υπ’ αριθ. 886/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που έκανε δεκτή την από 21.07.2011 και με αριθμό κατάθεσης …./201 ανακοπή του εναγόμενου και ακύρωσε την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. ……/2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία επιτάχθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 54.051,12 ευρώ, για απαίτησή της από συμφωνηθέν τίμημα, που απορρέει από το υπ’ αριθ. ……/30.11.2009 τιμολόγιο πώλησης αγαθών. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι με την τελεσίδικη υπ’ αριθ. 886/2014 απόφαση παρήχθη δεδικασμένο που εκτείνεται όχι μόνο στο κύρος της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αλλά και στην ανυπαρξία της απαίτησης της ενάγουσας, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, αφού έγιναν δεκτοί ως και ουσιαστικά βάσιμοι ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος της ανακοπής του, με τους οποίους επικαλέσθηκε την έλλειψη της διαδικαστικής προϋπόθεσης της έγγραφης απόδειξης της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, διότι από το προσκομισθέν υπ’ αριθ. ……/30.11.2009 τιμολόγιο δεν αποδεικνυόταν η απαίτηση της ενάγουσας, αφού το τιμολόγιο αυτό, αν και δεν έφερε την υπογραφή του νόμιμου εκπροσώπου του εναγόμενου Δήμου, αλλά τρίτου προσώπου, το οποίο φερόταν, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, να έχει εξουσιοδοτηθεί από τον εναγόμενο για την παραλαβή των εμπορευμάτων, εντούτοις δεν προσκομίσθηκε μαζί με την αίτηση για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, και το έγγραφο που αποδείκνυε την εντολή και την πληρεξουσιότητα του τρίτου προσώπου, φερόμενου ως αντιπροσώπου του εναγόμενου υπόχρεου αγοραστή. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγόμενου τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι κύριο αντικείμενο της δίκης επί της από 21.07.2011 και με αριθμό κατάθεσης ……./201 ανακοπής του εναγόμενου, κατ’ άρθρο 632 του ΚΠολΔ, κατά της υπ’ αριθ. …./2011 διαταγής πληρωμής, ήταν το κύρος της διαταγής πληρωμής, ενώ η ισχύς και το μέγεθος της απαίτησης, της οποίας είχε διαταχθεί η πληρωμή, ήταν απλώς προδικαστικό ζήτημα του κυρίου τούτου ζητήματος, και συνεπώς η ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, με την τελεσίδικη υπ’ αριθ. 886/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έκανε δεκτή την ανωτέρω ανακοπή, επήλθε λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, και συγκεκριμένα λόγω μη συνδρομής της διαδικαστικής προϋπόθεσης της έγγραφης απόδειξης της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, ήτοι ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή μη της απαίτησης της ενάγουσας και της δυνατότητας να αποδειχθεί αυτή με άλλα αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη. Αντιθέτως, αντικείμενο της παρούσας δίκης, που ανοίχθηκε με την ένδικη αγωγή, είναι η αξίωση της ενάγουσας για επιδίκαση του συμφωνηθέντος συνολικού τιμήματος από τις καταρτισθείσες μεταξύ των διαδίκων διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, κυρίως κατά τις διατάξεις περί σύμβασης πώλησης, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, λόγω της απατηλής πρόκλησης βλάβης εκ μέρους του εναγόμενου, και επικουρικώς κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, λόγω της ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων πώλησης, διότι καταρτίσθηκαν χωρίς να τηρηθεί ο απαιτούμενος έγγραφος τύπος, και συνεπώς δεν ταυτίζεται ούτε κατά τη νομική, ούτε κατά την ιστορική του αιτία με το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής κατά της υπ’ αριθ. 1399/2011 διαταγής πληρωμής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του εκκαλούντος – εναγόμενου που διαλαμβάνεται στον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης ο εκκαλών – εναγόμενος επαναφέρει τον παραδεκτώς προταθέντα και πρωτοδίκως ισχυρισμό του περί αοριστίας της επικουρικής βάσης της αγωγής, επικαλούμενος ότι η ενάγουσα δεν επικαλείται την ακυρότητα των ενδίκων συμβάσεων πώλησης, αντιθέτως δε στο δικόγραφο της αγωγής της αναφέρει στην 7η σελίδα ότι «η σύμβαση πώλησης καταρτίστηκε νόμιμα μεταξύ εμού και του εναγόμενου» και στην 9η σελίδα ότι «Προσθέτως, οι διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού εφαρμόζονται και στην περίπτωση δημόσιου έργου, λόγω ακυρότητας της σύμβασης». Ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον η επικουρική βάση της ένδικης αγωγής είναι επαρκώς ορισμένη, αφού τα περιστατικά, που συνεπάγονται την ακυρότητα των ένδικων συμβάσεων πώλησης και συνιστούν τον λόγο για τον οποίο δεν είναι νόμιμη η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εναγόμενου αγοραστή, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην αγωγή, κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη. Ειδικότερα, η αγωγή κατά την επικουρική βάση της, περιέχει όλα τα απαιτούμενα από τα άρθρα 106, 216 παρ. 1, 335, 338 του ΚΠολΔ και το άρθρο 904 του ΑΚ στοιχεία για τη νομική της θεμελίωση και την πληρότητα της ιστορικής της βάσης, δοθέντος ότι αφενός γίνεται επίκληση στο αγωγικό δικόγραφο της ακυρότητας των ενδίκων συμβάσεων πώλησης, αφετέρου εκτίθενται σ’ αυτό αναλυτικά τα πωληθέντα εμπορεύματα (οικοδομικά υλικά, πλακίδια και είδη υγιεινής), κατ’ είδος, ποσότητα και τιμή μονάδας, και ενσωματώνεται στην αγωγή το υπ’ αριθ. 46/30.11.2009 τιμολόγιο, με τα επιμέρους ποσά (τιμήματα) για κάθε πωληθέν υλικό, και το συνολικό ποσό του τιμήματος αυτών, ύψους 54.051,12 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. ποσοστού 19%, ποσού 8.630,00 ευρώ, και ως εκ τούτου προκύπτει το αιτούμενο ποσό για το σύνολο των ένδικων συμβάσεων πώλησης, το οποίο αποτελεί και την αιτία του πλουτισμού του εναγόμενου, επιπλέον δε αναφέρεται στην αγωγή ότι ο εναγόμενος κατέστη πλουσιότερος, χωρίς νόμιμη αιτία, σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας, επειδή παρέλαβε τα πωληθέντα εμπορεύματα, χωρίς να καταβάλει το οφειλόμενο τίμημα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ορισμένη, τη στηριζόμενη στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, επικουρική βάση της ένδικης αγωγής, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται από την παρούσα, κατ’ άρθρο 534 του ΚΠολΔ, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του εκκαλούντος – εναγόμενου που διαλαμβάνεται στον δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης ……….., που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την συμπροσβαλλόμενη απόφαση υπ’ αριθ. 4505/2018 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης ………. που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση υπ’ αριθ. 2531/2024 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα διατηρούσε στην Αίγινα, επί της ………….., ατομική επιχείρηση εμπορίας οικοδομικών υλικών, πλακιδίων, ειδών υγιεινής και ειδών εξοχής. Κατά το χρονικό διάστημα από την 22.07.2009 έως την 03.08.2009, ενόψει των εργασιών επισκευής του Δημοτικού Σταδίου Αίγινας, καταρτίσθηκαν προφορικώς διαδοχικές συμβάσεις πώλησης μεταξύ της ενάγουσας και του εναγόμενου, οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΑΙΓΙΝΑΣ», νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Δήμαρχο αυτού, δυνάμει των οποίων η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει και να μεταβιβάσει προς τον εναγόμενο, τα εμπορεύματα που αναγράφονται στα προσκομιζόμενα υπηρεσιακά σημειώματα του Γραφείου Προμηθειών του εναγόμενου Δήμου προς την ενάγουσα. Σε εκτέλεση αυτών των συμβάσεων, η ενάγουσα παρέδωσε στον εναγόμενο Δήμο, στον χώρο του Δημοτικού Σταδίου Αίγινας, τα εμπορεύματα που αναγράφονται κατ’ είδος και ποσότητα στα προσκομιζόμενα υπ’ αριθ. …./…./22.07.2009, …/22.07.2009, 48/22.07.2009, …./23.07.2009, …./24.07.2009, …/27.07.2009, …/28.07.2009, …./28.07.2009, …./29.07.2009, …/30.07.2009, …../01.08.2009 και …/03.08.2009 δελτία αποστολής, τα οποία φέρουν υπογραφή στη θέση του παραλήπτη. Σύμφωνα δε με την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης ………….., φύλακα του Δημοτικού Σταδίου Αίγινας και υπαλλήλου του εναγόμενου Δήμου, αρμόδιοι υπάλληλοι για την παραλαβή των επίδικων εμπορευμάτων ήταν ο ίδιος και ο πρόεδρος του Αθλητικού Οργανισμού του εναγόμενου Δήμου, οι οποίοι υπέγραψαν τα ανωτέρω δελτία αποστολής κατά την παραλαβή των εμπορευμάτων. Στη συνέχεια η ενάγουσα εξέδωσε για το σύνολο των πωληθέντων εμπορευμάτων, το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. ……/30.11.2009 τιμολόγιο πώλησης αγαθών, συνολικού ποσού 45.4211,12 ευρώ, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α. ποσοστού 19%, ποσού 8.630,00 ευρώ, ήτοι συνολικού ποσού 54.051,12 ευρώ, στο οποίο αναγράφονται τα εμπορεύματα κατ’ είδος, ποσότητα, τιμή μονάδας και συνολική αξία, και συγκεκριμένα 40 κ.μ. αμμοχάλικο με τιμή μονάδας 36 ευρώ ανά κ.μ., συνολικής αξίας 1.440,00 ευρώ, 300 τεμάχια τσιμέντο με τιμή μονάδας 8,33 ευρώ ανά τεμάχιο, συνολικής αξίας 2.499,00 ευρώ, 937,34 τ.μ. πλακίδια δαπέδου με τιμή μονάδας 14 ευρώ ανά τ.μ., συνολικής αξίας 13.122,76 ευρώ, 466,89 τ.μ. πλακίδια τοίχου με τιμή μονάδας 14 ευρώ ανά τ.μ., συνολικής αξίας 6.536,46 ευρώ, 9.100 κιλά κόλλα πλακιδίων με τιμή μονάδας 0,714 ευρώ ανά κιλό, συνολικής αξίας 6.497,40 ευρώ, 1.225 κιλά στόκος πλακιδίων με τιμή μονάδας 1,9 ευρώ ανά κιλό, συνολικής αξίας 2.327,50 ευρώ, 850 κιλά ρητίνη με τιμή μονάδας 4,56 ευρώ ανά κιλό, συνολικής αξίας 3.876,00 ευρώ, ένα (1) ντουλάπι από βακελίτη με τιμή μονάδας 1.230,00 ευρώ, συνολικής αξίας 1230,00 ευρώ, δέκα πέντε (15) λεκάνες WC με τιμή μονάδας 140,00 ευρώ, συνολικής αξίας 2.100,00 ευρώ, δέκα (10) κολώνες νιπτήρα με τιμή μονάδας 110,00 ευρώ, συνολικής αξίας 1.100,00 ευρώ, οκτώ (8) μπαταρίες με τιμή μονάδας 75,00 ευρώ, συνολικής αξίας 600,00 ευρώ, δέκα (10) ουρητήρες-φλουσόμετρα με τιμή μονάδας 200,00 ευρώ, συνολικής αξίας 2.000,00 ευρώ, τέσσερις (4) θερμοσίφωνες με τιμή μονάδας 190,00 ευρώ, συνολικής αξίας 760,00 ευρώ, τρεις μπαταρίες ντους με τιμή μονάδας 80,00 ευρώ, συνολικής αξίας 240,00 ευρώ, ένας (1) νεροχύτης με τιμή μονάδας 360,00 ευρώ, συνολικής αξίας 360,00 ευρώ, εκατό μέτρα γάζα με τιμή μονάδας 3,57 ευρώ, συνολικής αξίας 357,00 ευρώ και δέκα πέντε (15) σταυροί πλακιδίων με τιμή μονάδας 25,00 ευρώ, συνολικής αξίας 375,00 ευρώ. Την 30.11.2009, η ενάγουσα υπέβαλε το ανωτέρω υπ’ αριθ. ……./30.11.2009 τιμολόγιο πώλησης αγαθών στην Οικονομική Υπηρεσία του εναγόμενου Δήμου, η οποία το καταχώρισε στα ηλεκτρονικά τηρούμενα βιβλία της (βλ. το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. ……./05.07.2011 υπηρεσιακό σημείωμα της Οικονομικής Υπηρεσίας του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΑΙΓΙΝΑΣ»). Όπως δε προκύπτει από το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. ……/13.06.2016 έγγραφο του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΑΙΓΙΝΑΣ» με θέμα «Επιμέτρηση υλικών που χρησιμοποιήθηκαν για την επισκευή του Δημοτικού Σταδίου Αίγινας το έτος 2009», την 24.12.2015, διενεργήθηκε από την ……….. αρχιτέκτονα – μηχανικό και υπάλληλο του εναγόμενου Δήμου, παρουσία του ……… προέδρου του Δημοτικού Αθλητικού Οργανισμού του εναγόμενου Δήμου και του ……………. συζύγου και εκπροσώπου της ενάγουσας, επιμέτρηση των υλικών που προμηθεύτηκε ο εναγόμενος Δήμος από την ατομική επιχείρηση της ενάγουσας και διαπιστώθηκε ότι τα ανωτέρω πωληθέντα εμπορεύματα χρησιμοποιήθηκαν για την εκτέλεση των εργασιών επισκευής του Δημοτικού Σταδίου Αίγινας και εντοπίζονται ακόμη στους χώρους του. Κατόπιν τούτων αποδείχθηκε ότι οι ένδικες συμβάσεις πώλησης μεταξύ της ενάγουσας και του εναγόμενου Δήμου που καταρτίστηκαν προφορικώς, είναι άκυρες στο σύνολό τους, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, διότι καταρτίστηκαν με άμεση ανάθεση στην ενάγουσα προφορικώς από τον εναγόμενο Δήμο, εκπροσωπούμενο από τον Δήμαρχο αυτού, χωρίς να τηρηθεί η προβλεπόμενη από τις ανωτέρω ειδικές διατάξεις διαδικασία της απευθείας ανάθεσης της προμήθειας, χωρίς διαγωνισμό, λόγω κατεπείγοντος, χωρίς οι συμβάσεις αυτές να αποφασισθούν και να συνομολογηθούν από το αρμόδιο όργανο του εναγόμενου Δήμου ή από το ειδικά εξουσιοδοτημένο απ’ αυτό δημοτικό όργανο, επιπλέον δε, ενώ ορισμένες από τις ένδικες συμβάσεις πώλησης είχαν αντικείμενο αξίας μεγαλύτερης των 2.500 ευρώ, δεν τηρήθηκε ο απαιτούμενος για τη σύναψη τους συστατικός έγγραφος τύπος. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο εναγόμενος Δήμος παρέλαβε όλα τα πωληθέντα εμπορεύματα και τα ανάλωσε, οπότε με τον τρόπο αυτό άντλησε την ωφέλεια τους, εξοικονομώντας τη δαπάνη, στην οποία θα προέβαινε προκειμένου να τα αποκτήσει, εάν αγόραζε τα ίδια εμπορεύματα από άλλο προμηθευτή με έγκυρη σύμβαση. Η δαπάνη δε αυτή που εξοικονομήθηκε από τον εναγόμενο Δήμο σε βάρος της ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των 54.051,12 ευρώ, στο οποίο ανέρχεται η αξία των ακύρως πωληθέντων εμπορευμάτων και κατά το οποίο ο εναγόμενος Δήμος κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος, με αντίστοιχη ζημία της ενάγουσας, χωρίς να υφίσταται νόμιμη αιτία διατήρησης του πλουτισμού αυτού, δεδομένου ότι οι ένδικες συμβάσεις πώλησης ήταν άκυρες, κατά προαναφερθέντα, και το ποσό αυτό ο εναγόμενος Δήμος έχει υποχρέωση να αποδώσει στην ενάγουσα κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατέληξε στην ίδια κρίση, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις κρίνοντας ως νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή ως προς την επικουρική βάση της και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 54.051,12 ευρώ. Συνακόλουθα κρίνονται αβάσιμοι και απορριπτέοι οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος – εναγόμενου περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, που προβάλλονται με τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο της υπό κρίση έφεσης.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974, που είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (βλ. ΟλΑΠ 3/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1228/2012 ΝΟΜΟΣ), ορίζεται ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή Ν.Π.Δ.Δ. είναι 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο, αρχίζει δε από την επίδοση της σχετικής αγωγής. Με ειδικό νόμο και συγκεκριμένα με το Π.Δ. 166/2003, με το οποίο ενσωματώθηκε από την 05.06.2003 στην ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2000/35 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29.06.2000, ορίζονταν διαφορετικά ο τόκος για οφειλές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή, δηλαδή συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, που συνεπάγεται την παράδοση αγαθών, ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής (άρθρα 1-3 του Π.Δ. 166/2003). Έτσι, κατά το άρθρο 4 παρ. 2 του ως άνω Π.Δ., που ήδη καταργήθηκε με την υποπαράγραφο Ζ.14 της παραγράφου Ζ του άρθρου πρώτου του Ν. 4152/2013, αλλά οι διατάξεις του είχαν παραμείνει σε ισχύ για τις συμβάσεις που υπογράφηκαν κατά τη διάρκεια της ισχύος του, ορίζονταν, μεταξύ άλλων, ότι αν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος χωρίς να απαιτείται όχληση και οφείλει τόκους, στην περίπτωση ειδικότερα, που παρέλαβε το τιμολόγιο μέχρι το χρόνο της παραλαβής των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών ή μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου των παραλαμβανόμενων αγαθών ή υπηρεσιών, εφόσον βέβαια προβλέπεται τέτοια διαδικασία, μόλις περάσουν τριάντα (30) ημέρες από την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών ή από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου των παραλαμβανόμενων αγαθών ή υπηρεσιών, ενώ αν πρόκειται για συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, η προθεσμία των τριάντα (30) ημερών αυξάνεται σε εξήντα (60) ημέρες. Με το άρθρο 4 του Π.Δ. 166/2003 ορίζονταν, περαιτέρω, ότι ο δανειστής δικαιούται τόκους, εφόσον (α) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του, και (β) δεν έχει εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, εκτός εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη για την καθυστέρηση (παρ. 3) και ότι το ύψος του τόκου υπερημερίας, που είναι υποχρεωμένος να καταβάλει ο οφειλέτης, υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου (επιτόκιο αναφοράς), προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες (7%) μονάδες (περιθώριο), εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση, το δε επιτόκιο αναφοράς, που ισχύει στην πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι (6) μήνες (παρ. 4). Πλην όμως η εφαρμογή του ως άνω προεδρικού διατάγματος προϋποθέτει αξίωση αμοιβής στηριζόμενη σε έγκυρη συμβατική σχέση, και ως εκ τούτου δεν υφίσταται πεδίο εφαρμογής της όταν η αξίωση κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου συνίσταται σε απόδοση πλουτισμού, λόγω ακυρότητας της μεταξύ του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και του ιδιώτη προμηθευτή συναφθείσας σύμβασης, διότι αυτή λογίζεται, κατ’ άρθρο 180 του ΑΚ, ως μη γενόμενη (ΑΠ 639/2024 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 624/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1213/2015 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345 και 346 του ΑΚ, προκύπτει ότι για την έναρξη της τοκογονίας των οφειλών του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ., (όταν δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του Π.Δ. 166/2003), απαιτείται και αρκεί η δημιουργία της επιδικίας, από την οποία λαμβάνει επίσημο χαρακτήρα η αμφισβήτηση ως προς την ύπαρξη ή μη της απαίτησης για χρηματική παροχή έναντι του Ελληνικού Δημοσίου ή των Ν.Π.Δ.Δ. Η επιδικία αυτή αρχίζει με την επίδοση της αγωγής και, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει, ως αγωγή νοείται όχι μόνο η καταψηφιστική, αλλά και η αναγνωριστική (ΑΕΔ 7/2011 ΝοΒ 2011. 460). Δεν είναι, όμως, δυνατή η έναρξη της τοκογονίας από προγενέστερο χρονικό σημείο, διότι, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, αυτό ρητώς έχει αποκλεισθεί, χωρίς ο αποκλεισμός να εισάγει δυσμενή διάκριση, αφού προστατεύει τη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας προς όφελος των πολιτών, ως τοιούτων νοουμένων, όχι μόνο αυτών που επιδιώκουν ικανοποίηση από συγκεκριμένη επιδικία, αλλά και όσων προσδοκούν την απόλαυση κοινωνικών αγαθών από την κρατική οικονομική ευρωστία. Για την ίδια αιτία ή εν λόγω υπέρ του Δημοσίου εξαίρεση δεν βρίσκεται σε αντίθεση ούτε με τις διατάξεις του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που αποβλέπουν στην προστασία της περιουσίας παντός φυσικού ή νομικού προσώπου, όταν αυτή δεν είναι αντίθετη προς το γενικότερο κοινωνικό ή δημόσιό συμφέρον (ΟλΑΠ 3/2006 ΝΟΜΟΣ), κατά μείζονα δε λόγο, ούτε στις διατάξεις των άρθρων 341, 345 και 346 του ΑΚ (ΑΠ 471/2014 ΝοΒ 2014. 1670, ΑΠ 163/2013 ΝοΒ 2013. 1901, ΑΠ 241/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 986/2013 ΕΠΟΛΔ 2013. 844). Περαιτέρω, κατ’ άρθρο 45 του Ν. 4607/2019, που ισχύει και εφαρμόζεται στην ένδικη υπόθεση, κατ’ άρθρο 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ, καθόσον δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ την 24.04.2019, πριν από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 25.07.2024, για την τοκοφορία οφειλών του Δημοσίου ορίζεται ότι: «1. Το ύψος του νόμιμου επιτοκίου και του επιτοκίου υπερημερίας κάθε οφειλής του Δημοσίου ισούται προς το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), που ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ένδικου βοηθήματος, πλέον τριών (3,00) εκατοστιαίων μονάδων ετησίως. Το επιτόκιο του προηγούμενου εδαφίου δεν μεταβάλλεται, κατά το μέρος που αφορά το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), πριν από την εκάστοτε σωρευτική μεταβολή αυτού κατά μία (1,00) εκατοστιαία μονάδα, με σχετική βάση υπολογισμού του το επιτόκιο που ισχύει κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Τα ανωτέρω δεν ισχύουν για: α) τις απαιτήσεις των φορολογουμένων της παρ. 2 του άρθρου 53 του Ν. 4174/2013, β) τις περιπτώσεις όπου σε σύμβαση, στην οποία συμβάλλεται νόμιμα το Δημόσιο, έχει περιληφθεί ειδική πρόβλεψη σχετικά με το εφαρμοζόμενο επιτόκιο, γ) τις αξιώσεις ιδιωτών που στηρίζονται σε ειδικές και ευθέως εφαρμοζόμενες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, με τις οποίες έχει καθοριστεί, ρητά και ειδικά, ύψος επιτοκίου. Με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων αυτών, όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά ή παραπομπή στο ύψος του οφειλόμενου από το Δημόσιο νόμιμου επιτοκίου ή και του επιτοκίου υπερημερίας, νοείται το επιτόκιο του παρόντος. 2. Στην περίπτωση των ένδικων βοηθημάτων κατά του Δημοσίου, τόκος οφείλεται, σε κάθε περίπτωση, μόνο από την επίδοση των σχετικών δικογράφων από τον διάδικο στον Υπουργό Οικονομικών ή στο αρμόδιο όργανο του Δημοσίου ή της Αρχής που προβλέπεται από τον νόμο σε ειδικές κατηγορίες υποθέσεων. Ειδικές διατάξεις νόμου, οι οποίες προβλέπουν ρητά διαφορετικό χρόνο έναρξης της τοκοφορίας, εξακολουθούν να ισχύουν. 3. Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται και σε όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις, σε οποιοδήποτε βαθμό και στάδιο, για το μέρος κατά το οποίο οι αξιώσεις για τόκο ανάγονται και υπολογίζονται σε χρόνο μετά την πρώτη του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος». Σύμφωνα δε, με την αιτιολογική έκθεση της εν λόγω διάταξης, το ισχύον σήμερα νόμιμο επιτόκιο για τις οφειλές του Δημοσίου, ύψους 6% ετησίως, εκτός του ότι κρίνεται ιδιαίτερα υψηλό για τις σημερινές δημοσιονομικές συνθήκες, λόγω του αμετάβλητου χαρακτήρα του, δεν προσαρμόζεται στο εκάστοτε χρηματοοικονομικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα τη σοβαρή επιβάρυνση του Κρατικού Προϋπολογισμού, λαμβανομένου υπόψη και του ρυθμού απονομής δικαιοσύνης. Με την προτεινόμενη διάταξη ενοποιείται η έως τώρα υφιστάμενη νομοθεσία και καθιερώνεται ενιαίος τρόπος υπολογισμού, του οφειλόμενου από το Δημόσιο τόκου (νόμιμου και υπερημερίας), για τις οφειλές του, ανεξάρτητα από την αιτία τους, με αναφορά στο επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), το οποίο ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ενδίκου βοηθήματος (γένεση επιδικίας), πλέον των προτεινόμενων εκατοστιαίων μονάδων ετησίως. Το προτεινόμενο επιτόκιο, με τις προβλεπόμενες εξαιρέσεις, κατά το μέρος που αφορά στο επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRΟ), δεν μεταβάλλεται, πριν την εκάστοτε σωρευτική μεταβολή του κατά μία εκατοστιαία μονάδα, με σχετική βάση υπολογισμού του, το επιτόκιο που ισχύει κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Το ύψος του προτεινόμενου επιτοκίου, εκτός από την ομοιόμορφη αντιμετώπιση των οφειλών, τίθεται με αναφορά στο εκάστοτε χρηματοοικονομικό περιβάλλον, διασφαλίζει τη σχετική δημοσιονομική ισορροπία και, πάντως, εξακολουθεί να είναι κατά πολύ υψηλότερο από το τρέχον επιτόκιο των προθεσμιακών τραπεζικών καταθέσεων, αλλά και από το αντίστοιχο των τελευταίων ετών. Σημειώνεται, ότι έχει κριθεί, ότι η όποια διαφοροποίηση όσον αφορά στους τόκους οφειλών του Δημοσίου, σε σχέση με τα αντίστοιχα για τις οφειλές των ιδιωτών, είναι συμβατή προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδάφιο δ’ του Συντάγματος, ενώ δεν τίθεται ζήτημα αντίθεσης προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης αυτής. Περαιτέρω, όπως και υπό το ισχύον νομικό πλαίσιο, η τοκοφορία αξιώσεων κατά του Δημοσίου αρχίζει, μόνο από την επίδοση του εκάστοτε δικογράφου από τον διάδικο στον Υπουργό Οικονομικών ή στο όργανο του Δημοσίου ή της Αρχής που προβλέπεται από το νόμο να γίνεται η επίδοση σε ειδικές κατηγορίες υποθέσεων. Ειδικές διατάξεις νόμου, οι οποίες προβλέπουν διαφορετικό χρόνο έναρξης τοκοφορίας, εξακολουθούν να ισχύουν, ενώ οι προτεινόμενες διατάξεις καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς, σε οποιοδήποτε στάδιο και βαθμό (διοικητικό ή δικαστικό, συμπεριλαμβανομένου και του αναιρετικού σταδίου) κάθε φύσης υποθέσεις, για το μέρος κατά το οποίο οι αξιώσεις των ιδιωτών για τόκο αναφέρονται, ανάγονται και υπολογίζονται σε χρόνο μετά την έναρξη του επόμενου μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος άρθρου. Επομένως, το ετήσιο επιτόκιο υπερημερίας των οφειλών του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ, διαμορφώνεται, κατ’ άρθρα 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974 και 21 του Κ.Δ. της 26.06/10.07.1944 «περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου», μέχρι την 30.04.2019, σε ποσοστό 6%, ενώ από την 01.05.2019 και εφεξής, κατ’ άρθρο 45 του Ν. 4607/2019, ισούται προς το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), που ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ένδικου βοηθήματος, πλέον τριών (3,00) εκατοστιαίων μονάδων ετησίως (ΑΠ 234/2024 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 407/2023 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, δεν εφαρμόζεται το Π.Δ. 166/2003, αφού η ένδικη αξίωση της ενάγουσας κατά του εναγόμενου Δήμου (Ν.Π.Δ.Δ.), συνίστανται σε απόδοση του πλουτισμού, λόγω της ακυρότητας των καταρτισθέντων μεταξύ τους συμβάσεων πώλησης, αλλά είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 7 του Ν.Δ. 496/1974 που προβλέπει επιδίκαση τόκων 6% από την επίδοση της αγωγής μέχρι την 30.04.2019, καθώς και η διάταξη του άρθρου 45 παρ. 1 του Ν. 4607/2019 με το επιτόκιο που ορίζεται σ’ αυτή από την 01.05.2019 έως την εξόφληση, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Εντούτοις, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 2531/2024 οριστική απόφασή του δέχθηκε ως και ουσιαστικά βάσιμη την επικουρική βάση της αγωγής και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 54.051,12 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και όχι με τόκο 6% ετησίως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την 30.04.2019 και με το επιτόκιο που ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 45 παρ. 1 του Ν. 4607/2019 από την 01.05.2019 έως την εξόφληση, και συνεπώς εσφαλμένα δεν εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 7 του Ν.Δ. 496/1974 που προβλέπει επιδίκαση τόκων 6% από την επίδοση της αγωγής μέχρι την 30.04.2019, καθώς και του άρθρου 45 παρ. 1 του Ν. 4607/2019, με το επιτόκιο που ορίζεται στη διάταξη αυτή από την 01.05.2019 έως την εξόφληση, αν και συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, αφού ο εναγόμενος Δήμος απολαμβάνει όλων των ουσιαστικών και δικονομικών προνομίων του Δημοσίου. Άλλωστε, η νέα ως άνω ρύθμιση του άρθρου 45 του Ν. 4607/2019, έχοντας ημερομηνία έναρξης ισχύος την 24.04.2019, ίσχυε κατά τον χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης, την 25.07.2024 και κατελάμβανε, κατ’ άρθρο 45 παρ. 3 του Ν. 4607/2019, και την εκκρεμή κατά τον χρόνο που άρχισε να ισχύει, ήτοι την 24.04.2019, ένδικη αξίωση της ενάγουσας για τόκο, και δη κατά το μέρος που η αξίωση αυτή ανάγεται και υπολογίζεται σε χρόνο μετά την πρώτη του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου και εφεξής. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 54.051,12 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, αφού ο οφειλόμενος τόκος υπολογίζεται με το νόμιμο τόκο ποσοστού 6% για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο μέχρι την 30.04.2019, κατ’ άρθρα 7 παρ. 2 του Ν. Δ. 496/1974 και 21 του Κ.Δ. της 26.06/10.07.1944 «περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου», έκτοτε δε, δηλαδή από την 01.05.2019 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, το κεφάλαιο της οφειλής επιβαρύνεται με το μειωμένο επιτόκιο του Δημοσίου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 45 παρ.1 του Ν. 4607/2019, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, δεδομένου ότι, αφού ο εκκαλών – εναγόμενος ζητεί την απόρριψη της εναντίον του αγωγής, έστω και για άλλους λόγους, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο σύνολό της στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και τούτο έχει την εξουσία, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, να εξετάσει αυτεπάγγελτα και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, το παραδεκτό και τη νομιμότητα του αγωγικού αιτήματος περί τόκων (βλ. ΑΠ 1138/1993 ΕλλΔνη 1995. 1052).
Κατ’ ακολουθία όσων αναφέρθηκαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε την επικουρική βάση της αγωγής, όπως αυτή θεμελιώνεται στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμη, ορθά μεν έκρινε ως προς το κύριο αίτημα, όχι όμως και ως προς το παρεπόμενο αίτημα περί των οφειλόμενων τόκων επί του αιτούμενου κεφαλαίου, και συνεπώς, αφού γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, πρέπει να εξαφανισθεί εν μέρει η εκκαλουμένη απόφαση μόνο ως προς το κεφάλαιό της που αφορά στους τόκους (βλ. ΕφΑθ 5053/2011 ΕλλΔνη 54. 463, ΜονΕφΑθ 4940/2024 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 6537/2022 ΝΟΜΟΣ), ακολούθως δε, αφού κρατηθεί και δικασθεί από το Δικαστήριο τούτο η υπόθεση (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) ως προς το κεφάλαιο αυτό και μόνο, πρέπει να γίνει δεκτό ως νόμιμο και ουσία βάσιμο το αίτημα περί καταβολής τόκων, επί του ανωτέρω επιδικασθέντος κεφαλαίου των 54.051,12 ευρώ, και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στην ενάγουσα το επιδικασθέν με την εκκαλουμένη απόφαση κεφάλαιο ποσού 54.051,12 ευρώ, με το νόμιμο τόκο ποσοστού 6% για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο μέχρι την 30.04.2019, έκτοτε δε, δηλαδή από την 01.05.2019 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, να ορισθεί ότι το κεφάλαιο της οφειλής θα επιβαρύνεται με το μειωμένο επιτόκιο του Δημοσίου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 45 παρ.1 του Ν. 4607/2019.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 535 παρ. 1 και 191 του ΚΠολΔ, σαφώς συνάγεται ότι το Εφετείο που εξαφανίζει είτε ολικά, είτε μερικά την πρωτόδικη απόφαση και αποφασίζει οριστικά επί της υπόθεσης, εξαφανίζει και την περί δικαστικής δαπάνης διάταξη της τελευταίας και προσδιορίζει την καταβλητέα δικαστική δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εφόσον προβάλλεται σχετικό αίτημα διαδίκου (ΑΠ 192/1998 ΕλλΔνη 1998. 825, ΕφΠειρ 327/2022 ΝΟΜΟΣ). Κατά δε το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957 “Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί Νομικού Συμβουλίου του Κράτους διατάξεων”, η αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου που περιλαμβάνεται στις δαπάνες, οι οποίες θα αποδοθούν στο διάδικο που νίκησε μειώνεται μέχρι το μισό του ελάχιστου ορίου της διατίμησης και δεν μπορεί να υπερβεί κάποιο χρηματικό ποσό αναπροσαρμοζόμενο κάθε φορά με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (άρθρο 5 παρ. 12 του Ν. 1737/1987), ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και στις δίκες στις οποίες διάδικος είναι υπουργός ή νομάρχης ή πρόσωπο του οποίου η νομική υπηρεσία διεξάγεται δια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Από τη διατύπωση της τρίτης παραγράφου προκύπτει ότι μόνο στα νομικά πρόσωπα η νομική υπηρεσία των οποίων διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 περί μείωσης της αμοιβής του πληρεξουσίου δικηγόρου (ΑΠ 589/2015 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 281 παρ. 2 του Ν. 3463/2006, τα δικαστήρια μπορούν να καθορίζουν το ποσό της δικαστικής δαπάνης, που επιδικάζεται σε βάρος ή υπέρ Δήμων και Κοινοτήτων, σε ποσό που φθάνει έως το πενήντα τοις εκατό (50%) των κατώτατων ορίων, που ορίζονται από τον Κώδικα περί Δικηγόρων. Η ειδική αυτή ρύθμιση είναι δυνητική για το δικαστήριο, σε σχέση όχι μόνο με την αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου, αλλά για την όλη δικαστική δαπάνη. Έτσι, παρέχεται η δυνατότητα στο Δικαστήριο, η οποία είναι αμφιμερής, επιδίκασης υπέρ και κατά των Δήμων μειωμένης έως το μισό της δικαστικής δαπάνης, βάσει των διατάξεων του Κώδικα περί Δικηγόρων. Για τους Δήμους δεν ισχύει η ρύθμιση που αφορά το Δημόσιο κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3639/1957, όπως το όριο των 100.000 δρχ. ορίστηκε με την κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 εκδοθείσα κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών υπ’ αριθ. 13442 Οικ/8.12.1992/20.1.1993 (ΦΕΚ Β’ 11), διότι δεν πρόκειται για προνόμιο, που επεκτείνεται και στα ΝΠΔΔ, η διεξαγωγή της νομικής υπηρεσίας των οποίων δεν γίνεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Στην προκειμένη περίπτωση, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – ενάγουσας, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατ’ αποδοχή του σχετικού της αιτήματος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος – εναγόμενου, λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ), πλην όμως θα επιβληθούν μειωμένα, κατ’ εφαρμογή του αναφερόμενου στην ανωτέρω νομική σκέψη άρθρου 281 παρ. 2 του Ν. 3463/2006, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας (βλ. ΜονΕφΠατρ 189/2023 ΝΟΜΟΣ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 21.10.2024 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2531/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αναγκαίως δε και κατά της συμπροσβαλλόμενης υπ’ αριθ. 4505/2018 μη οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν την έφεση, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 2531/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μόνο ως προς το κεφάλαιό της που αφορά στους τόκους του επιδικασθέντος με αυτήν ποσού των πενήντα τεσσάρων χιλιάδων πενήντα ενός ευρώ και δώδεκα λεπτών (54.051,12 ευρώ).
Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την από 02.06.2014 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2014 και ειδικό …../2014 αγωγή μόνο ως προς το προαναφερόμενο κεφάλαιό της.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στην ενάγουσα το επιδικασθέν με την εκκαλουμένη απόφαση κεφάλαιο ποσού πενήντα τεσσάρων χιλιάδων πενήντα ενός ευρώ και δώδεκα λεπτών (54.051,12 ευρώ), με το νόμιμο τόκο ποσοστού 6% για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο μέχρι την 30.04.2019, έκτοτε δε, δηλαδή από την 01.05.2019 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, ορίζει ότι το κεφάλαιο της οφειλής θα επιβαρύνεται με το μειωμένο επιτόκιο του Δημοσίου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 45 παρ.1 του Ν. 4607/2019.
Επιβάλει σε βάρος του εκκαλούντος – εναγόμενου, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – ενάγουσας, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 25.05.2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ