ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 329/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος – εναγόμενου: του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΠΕΡΑΜΑΤΟΣ» που εδρεύει στο Πέραμα Αττικής, ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Μυλωνά (ΑΜ ………. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).
Του εφεσίβλητου – ενάγοντος: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Στεφάνου (ΑΜ …… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 27.12.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2018 και ειδικό …../2018 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 430/2020 οριστική απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή. Ο εκκαλών – εναγόμενος προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 06.07.2020 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/06.07.2020 και ειδικό …../06.07.2020, προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./24.10.2024 και ειδικό …./24.10.2024, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 430/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε δεκτή η από 27.12.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2018 και ειδικό …../2018 αγωγή του εφεσίβλητου – ενάγοντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 06.07.2020 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 06.07.2020, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……/06.07.2020 και ειδικό …/06.07.2020 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 30.01.2020. Επομένως, εφόσον προσκομίζεται η υπ’ αριθ. πρωτ. 5899/23.04.2020 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής του εκκαλούντος – εναγόμενου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΠΕΡΑΜΑΤΟΣ», εγκριτική της άσκησης ενδίκου μέσου και της παράστασης του πληρεξουσίου δικηγόρου του κατ’ άρθρο 72 παρ. 1 περ. ι’ και ιδ’ του Ν. 3852/2010 (βλ. ΜονΕφΠατρ 139/2024 ΝΟΜΟΣ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης δεν απαιτείται η καταβολή του προβλεπόμενου στο άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ παραβόλου, αφού το εκκαλούν νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ενδίκου μέσου, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 του Καν.Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 “Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου”, του οποίου η εφαρμογή έχει επεκταθεί και επί νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως το εκκαλούν, και σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 4 του Ν. 2579/1998 και το άρθρο 19 παρ. 1 του Ν. 1846/1951 (βλ. ΑΠ 713/2018 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠατρ 344/2022 ΝΟΜΟΣ).
Ο ενάγων στην από 27.12.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2018 και ειδικό ……/2018 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι δυνάμει του υπ’ αριθ. πρωτ. ……/23.09.2010 ιδιωτικού συμφωνητικού συνήψε με τον εναγόμενο οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΠΕΡΑΜΑΤΟΣ», νομίμως εκπροσωπούμενο από τον Δήμαρχο αυτού, σύμβαση έργου, με την οποία ανέλαβε, με απευθείας ανάθεση, την εκτέλεση του έργου με τίτλο «Εργασίες ολοκλήρωσης ημιτελών κτιρίων του Δήμου», σύμφωνα με τη συνημμένη τεχνική περιγραφή που συνόδευε την οικονομική προσφορά και σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 50/10 μελέτη της τεχνικής υπηρεσίας του Δήμου, έναντι συμφωνηθείσας αμοιβής 20.000,00 ευρώ, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α. που συμφωνήθηκε να επιβαρύνει τον Δήμο, ενώ ορίσθηκε η καταβολή της αμοιβής του να λάβει χώρα, αφού προσκομισθούν όλα τα δικαιολογητικά πληρωμής και αφού ελεγχθούν από την αρμόδια υπηρεσία του Δήμου, ότι μολονότι ο ίδιος εκτέλεσε προσηκόντως και παρέδωσε τις ανωτέρω εργασίες που του ανατέθηκαν και ακολούθως υπέβαλε τα απαιτούμενα για την αμοιβή του δικαιολογητικά στην αρμόδια υπηρεσία του Δήμου, με το υπ’ αριθ. πρωτ. …………./27.08.2014 έγγραφό του και το υπ’ αριθ. …./28.03.2014 τιμολόγιό του παροχής υπηρεσιών ποσού 20.000,00 ευρώ, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α. ποσοστού 23%, ποσού 4.600,00 ευρώ, ήτοι συνολικού ποσού 24.600,00 ευρώ, συνοδευόμενο από υπεύθυνη δήλωσή του περί καταβολής του αναλογούντος Φ.Π.Α. μετά του σχετικού αποδεικτικού αποπληρωμής προκαταβλητέου φόρου ποσού 600,00 ευρώ, ο εναγόμενος δεν του κατέβαλε τη συμφωνηθείσα αμοιβή του, συνολικού ποσού 24.600,00 ευρώ, μετά του Φ.Π.Α. ποσοστού 23%. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, μετά από παραδεκτό κατ’ άρθρα 223, 295, 297 του ΚΠολΔ, περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κυρίως με βάση τις διατάξεις περί σύμβασης έργου και επικουρικώς, για την περίπτωση που κριθεί άκυρη η εν λόγω σύμβαση έργου, λόγω μη τήρησης των νόμιμων προϋποθέσεων για τη σύναψή της, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, επικαλούμενος ότι ο εναγόμενος κατέστη πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας του, χωρίς νόμιμη αιτία, αφού κέρδισε τα ποσά που θα κατέβαλε με έγκυρη σύμβαση σε οποιονδήποτε άλλο εργολάβο, για το ίδιο έργο, ο δε πλουτισμός του σώζεται μέχρι σήμερα, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να του καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 24.600,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 430/2020 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία να δικάσει την κρινόμενη αγωγή, εφόσον δεν πρόκειται για διοικητική διαφορά ουσίας, αλλά για ιδιωτική διαφορά, στη συνέχεια έκρινε την αγωγή μη νόμιμη ως προς την κύρια βάση της, λόγω της ακυρότητας της επίδικης σύμβασης έργου, διότι, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, καταρτίσθηκε χωρίς να τηρηθεί η προβλεπόμενη στις διατάξεις των άρθρων 266, 267 και 268 του Π.Δ. 410/1995 «περί Κωδικοποιήσεως σε Ενιαίο Κείμενο του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα» διαδικασία, έκρινε αυτή ορισμένη και νόμιμη ως προς την επικουρική βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 346, 904 επ. του ΑΚ, του άρθρου 176 του ΚΠολΔ, και στη συνέχεια έκανε αυτή δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 24.600,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας 6% ετησίως, από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση, κατά τον ισχύοντα για τις οφειλές των νομικών προσώπων, σύμφωνα με τα άρθρα 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974 «Περί λογιστικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου» και 21 του Κ.Δ/τος της 26-6/10-7-1944 «περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου». Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών – εναγόμενος με την κρινόμενη από 06.07.2020 έφεσή του για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ως προς την ύπαρξη δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ως προς το ορισμένο της επικουρικής βάσης της αγωγής περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη της υποβληθείσας ένστασης παραγραφής ως ουσιαστικά αβάσιμης.
Με τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1, 2 και 3 του Συντάγματος, όπως αυτές ισχύουν μετά την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1), ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παρ. 2), και ότι σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια (παρ. 3). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1406/1983, που εκδόθηκε σε εκτέλεση της διάταξης του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτή ίσχυε πριν τη συνταγματική αναθεώρηση, και επέβαλε την εντός πενταετούς προθεσμίας, δυνάμενης να παραταθεί με νόμο, υποβολή της εκδίκασης στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια εκείνων από τις διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν είχαν ακόμη υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ δε των ενδεικτικά προβλεπομένων στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου 1 περιπτώσεων περιλήφθηκαν και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδάφιο ι), δηλαδή οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της σύμβασης αξίωση. Η σύμβαση είναι διοικητική εάν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη σύναψη της σύμβασης επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, οι οποίες προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση, αποκλίνουν δε από το κοινό δίκαιο, ευρίσκεται προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (ΑΕΔ 12,11/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΕΔ 3/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΕΔ 28/2011 ΝΟΜΟΣ). Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν σωρευτικά τα γνωρίσματα αυτά είναι ιδιωτικές και οι διαφορές αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 1/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΕΔ 3/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΕΔ 29/2011 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 209 παρ. 1, 2 και 9 του Ν. 3463/2006 «Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας», 83 παρ. 1 του Ν. 2362/1995, 17 παρ. 1 του Ν. 2539/1997 και των Α.Υ.Ο. 2/45564/0026/2001 (ΦΕΚ Β’ 1066) και 35130/739/09.08.2010 (ΦΕΚ Β’ 1291), που ίσχυαν κατά το χρόνο γένεσης της ένδικης αξίωσης, προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών συνάπτονται για λογαριασμό των δήμων και των κοινοτήτων απευθείας από τον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας, ακόμη και χωρίς διαγωνισμό, μόνον όταν η αξία τους δεν υπερβαίνει κατ’ είδος σε ετήσια βάση το ποσό των 15.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, και από την 11.08.2010 το ποσό των 20.000 ευρώ, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται ο ΦΠΑ. Και στις περιπτώσεις, όμως, αυτές, η σύμβαση έργου με απευθείας ανάθεση από το δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας επιτρέπεται να συναφθεί μόνο για την αντιμετώπιση έκτακτων και επειγουσών περιπτώσεων, ειδικά αιτιολογημένων, και μόνο εφόσον υπάρχει εγγραφή στον προϋπολογισμό εξειδικευμένης πίστωσης προορισμένης για προμήθεια, εργασία ή μεταφορά, που κατονομάζεται ρητά στον προϋπολογισμό. Συμβάσεις, που συνάπτονται για λογαριασμό δήμων και κοινοτήτων από τους δημάρχους ή προέδρους τους, αντίστοιχα, κατά παράβαση των ανωτέρω, είναι άκυρες κατ’ άρθρο 85 του Ν. 2362/1995 και δεν παράγουν έννομες συνέπειες, και ειδικότερα υποχρεώσεις σε βάρος των ΟΤΑ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 904 παρ. 1 του ΑΚ “όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεωστήτως ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη”. Από τον κανόνα του άρθρου αυτού, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας και έχει εφαρμογή και για το Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ., αφού γι’ αυτά δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη (ΟλΑΠ 218/1977 ΝΟΜΟΣ), προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, αν δηλαδή η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία. Τέτοια έλλειψη υπάρχει και όταν η παροχή είναι παράνομη, εξαιτίας απαγορευτικής διάταξης νόμου. Εξάλλου, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγόμενου, εξαιτίας ακυρότητας της σύμβασης, για να είναι ορισμένη η αγωγή πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 106, 216 παρ. 1, 335, 338 του ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης και συνιστούν τον λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εναγόμενου δεν είναι νόμιμη, αλλά παρίσταται αδικαιολόγητη, ενώ απλή επίκληση της ακυρότητας, χωρίς δηλαδή αναφορά και των λόγων στους οποίους οφείλεται αυτή, απαιτείται και αρκεί όταν η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική, δηλαδή, αίρεση της απόρριψης της κύριας από τη σύμβαση βάσης αυτής, αφού στην τελευταία αυτή περίπτωση η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνο αν η στηριζόμενη στη σύμβαση κύρια αγωγική βάση απορριφθεί εξαιτίας της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, οπότε, όμως, ο λόγος αυτός, είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, είτε κατ’ ένσταση του εναγόμενου, θα έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο της δίκης (ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 2003. 1261, ΑΠ 369/2023 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 43/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 170/2016 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ο Ν. 2362/1995 «περί Κωδικός Δημοσίου Λογιστικού», ο οποίος καταργήθηκε με το άρθρο 177 του ισχύοντος από 01.01.2015 Ν. 4270/2014 (Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης – εποπτείας – Δημόσιο Λογιστικό), αλλά έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, αφού κατ’ άρθρο 183 παρ. 2γ’ του Ν. 4270/2014, οι διατάξεις του Υποκεφαλαίου 12 (που αφορά, μεταξύ άλλων, την παραγραφή, αναστολή και παραγραφή απαιτήσεων κατά του Δημοσίου) του Κεφαλαίου Β` του Μέρους Δ’ ισχύουν για απαιτήσεις σε βάρος του Δημοσίου που γεννώνται μετά την ημερομηνία αυτή, όριζε με τις διατάξεις των άρθρων 90 παρ. 1 και 91 εδ. α’ (όμοιες των οποίων εισήχθησαν και με τα άρθρα 140 παρ. 1, 141 του Ν. 4270/2014) τα ακόλουθα: α) Το άρθρο 90 παρ. 1: «Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής» και β) το άρθρο 91 εδ. α’ «επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διάταξης του παρόντος, η παραγραφή οποιοσδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής». Όσον αφορά την παραγραφή των αξιώσεων κατά των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τόσο το προϊσχύσαν Π.Δ. 410/1995 (Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας), όσο και ο Ν. 3463/2006 (Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων), αντίστοιχα, στα άρθρα 304 εδ. α’, β’ και 276 παρ. 2 ορίζουν με ίδιες διατάξεις ότι «Για την παραγραφή των αξιώσεων κατά των Ο.Τ.Α. εφαρμόζονται οι διατάξεις που διέπουν την παραγραφή των αξιώσεων κατά του Δημοσίου. Κάθε άλλη διάταξη που ορίζει μεγαλύτερο χρόνο παραγραφής των αξιώσεων κατά των Ο.Τ.Α. καταργείται». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει, ότι εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής, οποιαδήποτε απαίτηση κατά των Δήμων, ακόμη και αν πηγάζει από αδικοπραξία ή αδικαιολόγητο πλουτισμό λόγω ακυρότητας της σύμβασης, παραγράφεται μετά από την πάροδο πενταετίας (ΑΠ 1039/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2116/2013 ΝοΒ 2014. 315), η οποία αρχίζει, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από άλλη ειδική διάταξη του νόμου περί Δημοσίου Λογιστικού, από το τέλος του οικονομικού έτους εντός του οποίου γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της απαίτησης. Η ρύθμιση αυτή, ως ειδικότερη για το Δημόσιο και τους Ο.Τ.Α., υπερισχύει της γενικής διάταξης του άρθρου 251 του ΑΚ, σύμφωνα με την οποία η παραγραφή της αξίωσης αρχίζει από τότε που γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της (ΑΠ 303/2016 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 93 του Ν. 2362/1995, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται με έναν από τους αναφερόμενους σε αυτό τρόπους, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 94 εδ. δ’ αυτού «Η παραγραφή λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από τα δικαστήρια». Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Ν. 2362/1995, συνάγεται σαφώς ότι η παραγραφή αξίωσης κατά του Δημοσίου λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο της ουσίας, ενώ η διακοπή της παραγραφής αυτής, συνιστά αντένσταση, την οποία πρέπει να προτείνει, παραδεκτά και νόμιμα, ο διάδικος που αποκρούει την παραγραφή, και δεν μπορεί να τη λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο (ΑΠ 3/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 672/2018 ΝΟΜΟΣ). Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάταξη του άρθρο 93 του παραπάνω Ν. 2362/1995, με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο: α) Με την υποβολή της υπόθεσης στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών, β) με την υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή αίτησης για την πληρωμή της απαίτησης, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαίτησης αρχής και αν η αρμόδια δημόσια αρχή δεν απαντήσει, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο έξι μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αίτησης, γ) με την υποβολή αίτησης προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για την αναγνώριση της απαίτησης, δ) με την επίδοση επιταγής για εκτέλεση, όπου αυτή επιτρέπεται, ε) με την έκδοση τίτλου πληρωμής, στ) με την αναγνώριση της απαίτησης από το Δημόσιο με πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Οικονομικών. Αυτό ισχύει επί οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένης και αυτής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Ενόψει του ειδικού χαρακτήρα των διατάξεων του άρθρου 93 του Κώδικα περί Δημοσίου Λογιστικού, τα της διακοπής της παραγραφής των ανωτέρω αξιώσεων ρυθμίζονται αποκλειστικά από το προαναφερθέν άρθρο του Κώδικα περί Δημοσίου Λογιστικού, το οποίο, σε αντίθεση με το αμέσως προηγούμενο άρθρο 92 (περί αναστολής της παραγραφής των εν λόγω αξιώσεων), δεν παραπέμπει σε διατάξεις του Αστικού Κώδικα, οι οποίες, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να εφαρμοσθούν ως προς τα ζητήματα αυτά, παρά μόνο στις περιπτώσεις που το ίδιο το Δημόσιο Λογιστικό παραπέμπει σε αυτές (ΑΠ 3/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1233/2019 ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή, ήτοι την διακοπή της παραγραφής απαίτησης κατά του Δημοσίου ή ΟΤΑ με την έγερση αγωγής, ευθύς από το χρόνο άσκησης του ενδίκου βοηθήματος αρχίζει νέα παραγραφή, ομοειδής και ισόχρονη προς τη διακοπείσα, η νέα δε παραγραφή δύναται να διακοπεί με την επιχείρηση περαιτέρω διαδικαστικής πράξης των διαδίκων ή του δικαστηρίου, έτσι ώστε, εάν δεν μεσολαβήσει διαδικαστική πράξη ή άλλος λόγος διακοπής, να είναι δυνατόν να συμπληρωθεί η παραγραφή της αξίωσης πριν περατωθεί τελεσιδίκως η δίκη. Επίσης με βάση τη διάταξη του άρθρου 93 περ. β’ του Ν. 2362/1995, η ως άνω πενταετής παραγραφή μπορεί να διακοπεί και σε χρόνο προγενέστερο της άσκησης της αγωγής, με την υποβολή αίτησης προς την αρμόδια αρχή για πληρωμή της ιδίας με την αγωγή κατά περιεχόμενο και αίτημα απαίτησης (ΑΠ 187/2009 ΝοΒ 2009.1177), η οποία ουδόλως αποκλείεται να λάβει χώρα με επίδοση της σχετικής αίτησης με δικαστικό επιμελητή. Μάλιστα, δεν απαιτείται ο προσδιορισμός στην αίτηση συγκεκριμένου ποσού ή η λεπτομερής αναφορά των περιστατικών που τον θεμελιώνουν, αρκούντος του καθορισμού των στοιχείων που προσδιορίζουν την ταυτότητα της συγκεκριμένης απαίτησης και τη διακρίνουν από άλλες απαιτήσεις (ΑΠ 1728/2010 ΝΟΜΟΣ). Εάν λάβει χώρα υποβολή της ανωτέρω αίτησης και παραλείψει η διοίκηση να απαντήσει, νέα ισόχρονη παραγραφή αρχίζει από της επομένης της συμπλήρωσης εξαμήνου από την υποβολή της αίτησης (ΑΠ 879/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 95/2022 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσης ο εκκαλών – εναγόμενος, οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΠΕΡΑΜΑΤΟΣ», επαναφέρει τον παραδεκτώς προταθέντα και πρωτοδίκως ισχυρισμό του ότι η υπό κρίση διαφορά υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων και όχι των πολιτικών, αφού πρόκειται για διοικητική διαφορά ουσίας από την εκτέλεση δημόσιου (δημοτικού) έργου και ότι για την επίλυση αυτής καθιερώνεται ενδικοφανής διοικητική διαδικασία, η τήρηση της οποίας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου. Ο ισχυρισμός αυτός του εκκαλούντος – εναγόμενου κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος, όπως και ο συναφής λόγος της έφεσής του, αφού η υπό κρίση αγωγή εισάγει διαφορά ιδιωτικού δικαίου, και επομένως υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, προϋπόθεση εξεταζόμενη, άλλωστε, αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της αγωγής, η ένδικη αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού και η υποκείμενη σχέση, η οποία προκάλεσε τον πλουτισμό, αναφέρονται σε άκυρη σύμβαση για την εκτέλεση του έργου με τίτλο «Εργασίες ολοκλήρωσης ημιτελών κτιρίων του Δήμου», η οποία έγινε με απευθείας ανάθεση από τον δήμαρχο, χωρίς να γίνεται επίκληση περί εγγραφής στον προϋπολογισμό της συγκεκριμένης εξειδικευμένης πίστωσης, προορισμένης για την εν λόγω εργασία, ούτε ότι η σύμβαση καταρτίσθηκε για την αντιμετώπιση έκτακτων και επειγουσών περιπτώσεων, ειδικά αιτιολογημένων. Συνεπώς, δεν δύναται να αναζητηθούν στην ένδικη σύμβαση, που καταρτίσθηκε χωρίς την τήρηση οποιασδήποτε διοικητικής διαδικασίας, ρήτρες αποκλίνουσες από το κοινό δίκαιο, ούτε είναι δυνατό να διαγνωστεί το κανονιστικό καθεστώς που τη διέπει, ώστε να διερευνηθεί εάν η ένδικη σύμβαση διέπεται από το εξαιρετικό υπέρ του εκκαλούντος – εναγόμενου νομοθετικό ή συμβατικό καθεστώς. Επιπλέον δε, ακόμη και σε περίπτωση εγκυρότητάς της, η εν λόγω σύμβαση έργου δεν είναι διοικητική, αλλά ρυθμίζεται από το ιδιωτικό δίκαιο, αφού δεν γίνεται επίκληση από τους διαδίκους ότι διεπόταν από κανονιστικό καθεστώς, ούτε ότι είχαν συνομολογηθεί ρήτρες που απόκλιναν από το κοινό δίκαιο, δηλαδή όροι που παρείχαν υπερέχουσα θέση στον εκκαλούντα – εναγόμενο Δήμο, έναντι του εφεσίβλητου – ενάγοντος, και επέτρεπαν σ’ αυτόν μονομερείς επεμβάσεις σε όλο το συμβατικό πλαίσιο. Η ιδιότητα του εκκαλούντος – εναγόμενου, ως οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς και η επιδίωξη ικανοποίησης δημοσίου σκοπού, με τη σύναψη της ένδικης σύμβασης έργου, δεν αρκούν για να καταστήσουν την ένδικη διαφορά διοικητική (βλ. ΑΕΔ 3/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΕΔ 12/2013 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ο εκκαλών – εναγόμενος με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής του επαναφέρει τον παραδεκτώς προταθέντα και πρωτοδίκως ισχυρισμό του ότι η υπό κρίση αγωγή είναι αόριστη και απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθόσον στο δικόγραφο δεν γίνεται πλήρης και συγκεκριμένη αναφορά του έργου, ήτοι ποιες ακριβώς εργασίες εκτελέσθηκαν και τι αντικείμενο είχαν, ποιες ήταν οι αναλυτικές τιμές των εργασιών, ποια ποσά δαπανήθηκαν για την προμήθεια των υλικών, ποιο ήταν το αποτέλεσμα των εργασιών και πότε ολοκληρώθηκαν οι εργασίες. Ο ισχυρισμός αυτός, κατά την αποτελούσα το αντικείμενο της παρούσας έκκλητης δίκης, επικουρική και στηριζόμενη στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού βάση της αγωγής, ενόψει της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και της μη προσβολής του σκέλους αυτού της απόφασης με έφεση, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, όπως και ο συναφής λόγος έφεσης, δοθέντος ότι η επικουρική βάση της αγωγής είναι πλήρως ορισμένη και νόμιμη, αφού τα περιστατικά, που συνεπάγονται την ακυρότητα της ένδικης σύμβασης έργου και συνιστούν τον λόγο για τον οποίο δεν είναι νόμιμη η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εκκαλούντος – εναγόμενου εργοδότη, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην αγωγή, κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη. Ειδικότερα, η αγωγή κατά την επικουρική βάση της, περιέχει όλα τα απαιτούμενα από τα άρθρα 106, 216 παρ. 1, 335, 338 του ΚΠολΔ και το άρθρο 904 του ΑΚ στοιχεία για τη νομική της θεμελίωση και την πληρότητα της ιστορικής της βάσης, δοθέντος ότι αναφέρεται στην αγωγή αφενός ότι η επίδικη σύμβαση έργου είναι άκυρη, αναφέρεται, μάλιστα, εκ περισσού, αφού η εν λόγω βάση σωρευόταν επικουρικά, και ο λόγος της ακυρότητας της σύμβασης, ήτοι η μη τήρηση των νόμιμων προϋποθέσεων για τη σύναψή της, αφετέρου ότι με την εκτέλεση και την παράδοση του έργου εκ μέρους του ενάγοντος, ο εναγόμενος ωφελήθηκε κατά το αιτούμενο ποσό και έτσι κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερος, χωρίς νόμιμη αιτία, εξαιτίας της ακυρότητας της σύμβασης, με ζημία του ενάγοντος, υπό την έννοια ότι την ίδια αμοιβή, που απέφυγε να καταβάλει, θα είχε καταβάλει σε οποιονδήποτε άλλο εργολάβο που θα εκτελούσε το ίδιο έργο, υπό τις ίδιες συνθήκες και στον ίδιο τόπο και χρόνο. Τέλος, με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσης ο εκκαλών – εναγόμενος διαλαμβάνει ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε την επικουρική βάση της αγωγής του εφεσίβλητου – ενάγοντος και επιδίκασε σ’ αυτόν, βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, το αιτούμενο κονδύλιο που αφορά στο χρονικό διάστημα σύναψης της ένδικης σύμβασης έργου, την 23.09.2010, αφού αυτό είχε παραγραφεί, καθόσον αναζητήθηκε μετά την παρέλευση πενταετίας από τη γέννησή του, ήτοι την 31.12.2018 που επιδόθηκε η κρινόμενη αγωγή στον εκκαλούντα – εναγόμενο, επιπλέον δε ότι η υποβολή την 27.08.2014 της σχετικής αίτησης του εφεσίβλητου – ενάγοντος μαζί το υπ’ αριθ. …../28.03.2014 τιμολόγιο παροχής των υπηρεσιών του, δεν δύναται να διακόψει την πενταετή αυτή παραγραφή. Ο ισχυρισμός αυτός του εκκαλούντος – εναγόμενου είναι αβάσιμος και απορριπτέος, αφού, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη, η παραγραφή της επίδικης απαίτησης του εφεσίβλητου – ενάγοντος άρχισε μετά το τέλος του οικονομικού έτους, εντός του οποίου γεννήθηκε (το έτος 2010), ήτοι την 01.01.2011 και επρόκειτο να λάβει χώρα με τη συμπλήρωση της πενταετίας την 31.12.2015, πλην όμως, όπως εκτίθεται στο δικόγραφο της αγωγής και προέκυψε από το εισφερθέν αποδεικτικό υλικό, η παραγραφή αυτή διακόπηκε πριν τη συμπλήρωση πενταετίας με την υποβολή, την 27.08.2014, στην αρμόδια υπηρεσία του εκκαλούντος – εναγόμενου της προσκομιζόμενης υπ’ αριθ. πρωτ. ……………../27.08.2014 έγγραφης αίτησης του εφεσίβλητου – ενάγοντος για την πληρωμή της ένδικης απαίτησής του, οπότε η παραγραφή άρχισε εκ νέου μετά την πάροδο έξι μηνών από τη χρονολογία υποβολής της ανωτέρω αίτησης, αφού η αρμόδια δημόσια αρχή δεν απάντησε, και ως εκ τούτου μέχρι την επίδοση της κρινόμενης αγωγής στον εκκαλούντα – εναγόμενο την 31.12.2018 (βλ. τη σχετική από 31.12.2018 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ……… επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της από 27.12.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2018 και ειδικό …./2018 αγωγής) δεν είχε συμπληρωθεί η πενταετής παραγραφή, κατά παραδοχή και ως ουσιαστικά βάσιμης της παραδεκτώς υποβληθείσας από τον εφεσίβλητο – ενάγοντα, καθ’ υποφορά με την κρινόμενη αγωγή του, αντένστασης περί διακοπής της παραγραφής, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 93 του Ν. 2362/1995. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατέληξε στην ίδια κρίση και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την προβληθείσα ένσταση παραγραφής, έστω και με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται από αυτή της παρούσας (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος – εναγόμενου που διαλαμβάνονται στον τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσης είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974, που είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (βλ. ΟλΑΠ 3/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1228/2012 ΝΟΜΟΣ), ορίζεται ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή Ν.Π.Δ.Δ. είναι 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο, αρχίζει δε από την επίδοση της σχετικής αγωγής. Με ειδικό νόμο και συγκεκριμένα με το Π.Δ. 166/2003, με το οποίο ενσωματώθηκε από την 05.06.2003 στην ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2000/35 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29.06.2000, ορίζονταν διαφορετικά ο τόκος για οφειλές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή, δηλαδή συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, που συνεπάγεται την παράδοση αγαθών, ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής (άρθρα 1-3 του Π.Δ. 166/2003). Έτσι, κατά το άρθρο 4 παρ. 2 του ως άνω Π.Δ., που ήδη καταργήθηκε με την υποπαράγραφο Ζ.14 της παραγράφου Ζ του άρθρου πρώτου του Ν. 4152/2013, αλλά οι διατάξεις του είχαν παραμείνει σε ισχύ για τις συμβάσεις που υπογράφηκαν κατά τη διάρκεια της ισχύος του, ορίζονταν, μεταξύ άλλων, ότι αν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος χωρίς να απαιτείται όχληση και οφείλει τόκους, στην περίπτωση ειδικότερα, που παρέλαβε το τιμολόγιο μέχρι το χρόνο της παραλαβής των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών ή μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου των παραλαμβανόμενων αγαθών ή υπηρεσιών, εφόσον βέβαια προβλέπεται τέτοια διαδικασία, μόλις περάσουν τριάντα (30) ημέρες από την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών ή από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου των παραλαμβανόμενων αγαθών ή υπηρεσιών, ενώ αν πρόκειται για συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, η προθεσμία των τριάντα (30) ημερών αυξάνεται σε εξήντα (60) ημέρες. Με το άρθρο 4 του Π.Δ. 166/2003 ορίζονταν, περαιτέρω, ότι ο δανειστής δικαιούται τόκους, εφόσον (α) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του, και (β) δεν έχει εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, εκτός εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη για την καθυστέρηση (παρ. 3) και ότι το ύψος του τόκου υπερημερίας, που είναι υποχρεωμένος να καταβάλει ο οφειλέτης, υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου (επιτόκιο αναφοράς), προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες (7%) μονάδες (περιθώριο), εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση, το δε επιτόκιο αναφοράς, που ισχύει στην πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι (6) μήνες (παρ. 4). Πλην όμως η εφαρμογή του ως άνω προεδρικού διατάγματος προϋποθέτει αξίωση αμοιβής στηριζόμενη σε έγκυρη συμβατική σχέση, και ως εκ τούτου δεν υφίσταται πεδίο εφαρμογής της όταν η αξίωση κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου συνίσταται σε απόδοση πλουτισμού, λόγω ακυρότητας της μεταξύ του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και του ιδιώτη προμηθευτή συναφθείσας σύμβασης, διότι αυτή λογίζεται, κατ’ άρθρο 180 του ΑΚ, ως μη γενόμενη (ΑΠ 639/2024 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 624/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1213/2015 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345 και 346 του ΑΚ, προκύπτει ότι για την έναρξη της τοκογονίας των οφειλών του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ., (όταν δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του Π.Δ. 166/2003), απαιτείται και αρκεί η δημιουργία της επιδικίας, από την οποία λαμβάνει επίσημο χαρακτήρα η αμφισβήτηση ως προς την ύπαρξη ή μη της απαίτησης για χρηματική παροχή έναντι του Ελληνικού Δημοσίου ή των Ν.Π.Δ.Δ. Η επιδικία αυτή αρχίζει με την επίδοση της αγωγής και, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει, ως αγωγή νοείται όχι μόνο η καταψηφιστική, αλλά και η αναγνωριστική (ΑΕΔ 7/2011 ΝοΒ 2011. 460). Δεν είναι, όμως, δυνατή η έναρξη της τοκογονίας από προγενέστερο χρονικό σημείο, διότι, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, αυτό ρητώς έχει αποκλεισθεί, χωρίς ο αποκλεισμός να εισάγει δυσμενή διάκριση, αφού προστατεύει τη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας προς όφελος των πολιτών, ως τοιούτων νοουμένων, όχι μόνο αυτών που επιδιώκουν ικανοποίηση από συγκεκριμένη επιδικία, αλλά και όσων προσδοκούν την απόλαυση κοινωνικών αγαθών από την κρατική οικονομική ευρωστία. Για την ίδια αιτία ή εν λόγω υπέρ του Δημοσίου εξαίρεση δεν βρίσκεται σε αντίθεση ούτε με τις διατάξεις του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που αποβλέπουν στην προστασία της περιουσίας παντός φυσικού ή νομικού προσώπου, όταν αυτή δεν είναι αντίθετη προς το γενικότερο κοινωνικό ή δημόσιό συμφέρον (ΟλΑΠ 3/2006 ΝΟΜΟΣ), κατά μείζονα δε λόγο, ούτε στις διατάξεις των άρθρων 341, 345 και 346 του ΑΚ (ΑΠ 471/2014 ΝοΒ 2014. 1670, ΑΠ 163/2013 ΝοΒ 2013. 1901, ΑΠ 241/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 986/2013 ΕΠΟΛΔ 2013. 844). Περαιτέρω, κατ’ άρθρο 45 του Ν. 4607/2019, που ισχύει και εφαρμόζεται στην ένδικη υπόθεση, κατ’ άρθρο 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ, καθόσον δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ την 24.04.2019, πριν από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 25.07.2024, για την τοκοφορία οφειλών του Δημοσίου ορίζεται ότι: «1. Το ύψος του νόμιμου επιτοκίου και του επιτοκίου υπερημερίας κάθε οφειλής του Δημοσίου ισούται προς το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), που ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ένδικου βοηθήματος, πλέον τριών (3,00) εκατοστιαίων μονάδων ετησίως. Το επιτόκιο του προηγούμενου εδαφίου δεν μεταβάλλεται, κατά το μέρος που αφορά το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), πριν από την εκάστοτε σωρευτική μεταβολή αυτού κατά μία (1,00) εκατοστιαία μονάδα, με σχετική βάση υπολογισμού του το επιτόκιο που ισχύει κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Τα ανωτέρω δεν ισχύουν για: α) τις απαιτήσεις των φορολογουμένων της παρ. 2 του άρθρου 53 του Ν. 4174/2013, β) τις περιπτώσεις όπου σε σύμβαση, στην οποία συμβάλλεται νόμιμα το Δημόσιο, έχει περιληφθεί ειδική πρόβλεψη σχετικά με το εφαρμοζόμενο επιτόκιο, γ) τις αξιώσεις ιδιωτών που στηρίζονται σε ειδικές και ευθέως εφαρμοζόμενες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, με τις οποίες έχει καθοριστεί, ρητά και ειδικά, ύψος επιτοκίου. Με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων αυτών, όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά ή παραπομπή στο ύψος του οφειλόμενου από το Δημόσιο νόμιμου επιτοκίου ή και του επιτοκίου υπερημερίας, νοείται το επιτόκιο του παρόντος. 2. Στην περίπτωση των ένδικων βοηθημάτων κατά του Δημοσίου, τόκος οφείλεται, σε κάθε περίπτωση, μόνο από την επίδοση των σχετικών δικογράφων από τον διάδικο στον Υπουργό Οικονομικών ή στο αρμόδιο όργανο του Δημοσίου ή της Αρχής που προβλέπεται από τον νόμο σε ειδικές κατηγορίες υποθέσεων. Ειδικές διατάξεις νόμου, οι οποίες προβλέπουν ρητά διαφορετικό χρόνο έναρξης της τοκοφορίας, εξακολουθούν να ισχύουν. 3. Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται και σε όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις, σε οποιοδήποτε βαθμό και στάδιο, για το μέρος κατά το οποίο οι αξιώσεις για τόκο ανάγονται και υπολογίζονται σε χρόνο μετά την πρώτη του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος». Σύμφωνα δε, με την αιτιολογική έκθεση της εν λόγω διάταξης, το ισχύον σήμερα νόμιμο επιτόκιο για τις οφειλές του Δημοσίου, ύψους 6% ετησίως, εκτός του ότι κρίνεται ιδιαίτερα υψηλό για τις σημερινές δημοσιονομικές συνθήκες, λόγω του αμετάβλητου χαρακτήρα του, δεν προσαρμόζεται στο εκάστοτε χρηματοοικονομικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα τη σοβαρή επιβάρυνση του Κρατικού Προϋπολογισμού, λαμβανομένου υπόψη και του ρυθμού απονομής δικαιοσύνης. Με την προτεινόμενη διάταξη ενοποιείται η έως τώρα υφιστάμενη νομοθεσία και καθιερώνεται ενιαίος τρόπος υπολογισμού, του οφειλόμενου από το Δημόσιο τόκου (νόμιμου και υπερημερίας), για τις οφειλές του, ανεξάρτητα από την αιτία τους, με αναφορά στο επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), το οποίο ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ενδίκου βοηθήματος (γένεση επιδικίας), πλέον των προτεινόμενων εκατοστιαίων μονάδων ετησίως. Το προτεινόμενο επιτόκιο, με τις προβλεπόμενες εξαιρέσεις, κατά το μέρος που αφορά στο επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRΟ), δεν μεταβάλλεται, πριν την εκάστοτε σωρευτική μεταβολή του κατά μία εκατοστιαία μονάδα, με σχετική βάση υπολογισμού του, το επιτόκιο που ισχύει κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Το ύψος του προτεινόμενου επιτοκίου, εκτός από την ομοιόμορφη αντιμετώπιση των οφειλών, τίθεται με αναφορά στο εκάστοτε χρηματοοικονομικό περιβάλλον, διασφαλίζει τη σχετική δημοσιονομική ισορροπία και, πάντως, εξακολουθεί να είναι κατά πολύ υψηλότερο από το τρέχον επιτόκιο των προθεσμιακών τραπεζικών καταθέσεων, αλλά και από το αντίστοιχο των τελευταίων ετών. Σημειώνεται, ότι έχει κριθεί, ότι η όποια διαφοροποίηση όσον αφορά στους τόκους οφειλών του Δημοσίου, σε σχέση με τα αντίστοιχα για τις οφειλές των ιδιωτών, είναι συμβατή προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδάφιο δ’ του Συντάγματος, ενώ δεν τίθεται ζήτημα αντίθεσης προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης αυτής. Περαιτέρω, όπως και υπό το ισχύον νομικό πλαίσιο, η τοκοφορία αξιώσεων κατά του Δημοσίου αρχίζει, μόνο από την επίδοση του εκάστοτε δικογράφου από τον διάδικο στον Υπουργό Οικονομικών ή στο όργανο του Δημοσίου ή της Αρχής που προβλέπεται από το νόμο να γίνεται η επίδοση σε ειδικές κατηγορίες υποθέσεων. Ειδικές διατάξεις νόμου, οι οποίες προβλέπουν διαφορετικό χρόνο έναρξης τοκοφορίας, εξακολουθούν να ισχύουν, ενώ οι προτεινόμενες διατάξεις καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς, σε οποιοδήποτε στάδιο και βαθμό (διοικητικό ή δικαστικό, συμπεριλαμβανομένου και του αναιρετικού σταδίου) κάθε φύσης υποθέσεις, για το μέρος κατά το οποίο οι αξιώσεις των ιδιωτών για τόκο αναφέρονται, ανάγονται και υπολογίζονται σε χρόνο μετά την έναρξη του επόμενου μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος άρθρου. Επομένως, το ετήσιο επιτόκιο υπερημερίας των οφειλών του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ, διαμορφώνεται, κατ’ άρθρα 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 496/1974 και 21 του Κ.Δ. της 26.06/10.07.1944 «περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου», μέχρι την 30.04.2019, σε ποσοστό 6%, ενώ από την 01.05.2019 και εφεξής, κατ’ άρθρο 45 του Ν. 4607/2019, ισούται προς το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), που ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ένδικου βοηθήματος, πλέον τριών (3,00) εκατοστιαίων μονάδων ετησίως (ΑΠ 234/2024 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 407/2023 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, δεν εφαρμόζεται το Π.Δ. 166/2003, αφού η ένδικη αξίωση του ενάγοντος κατά του εναγόμενου Δήμου (Ν.Π.Δ.Δ.), συνίστανται σε απόδοση του πλουτισμού, λόγω της ακυρότητας της καταρτισθείσας μεταξύ τους σύμβασης έργου, αλλά είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 7 του Ν.Δ. 496/1974 που προβλέπει επιδίκαση τόκων 6% από την επίδοση της αγωγής μέχρι την 31.04.2019, καθώς και η διάταξη του άρθρου 45 παρ. 1 του Ν. 4607/2019 με το επιτόκιο που ορίζεται σ’ αυτή από την 01.05.2019 έως την εξόφληση, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Εντούτοις, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 430/2020 οριστική απόφασή του δέχθηκε ως και ουσιαστικά βάσιμη την επικουρική βάση της αγωγής και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 24.600,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας 6% ετησίως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, και όχι με τόκο 6% ετησίως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την 30.04.2019 και με το επιτόκιο που ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 45 παρ. 1 του Ν. 4607/2019 από την 01.05.2019 έως την εξόφληση, και συνεπώς εσφαλμένα δεν εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 45 παρ. 1 του Ν. 4607/2019, με το επιτόκιο που ορίζεται στη διάταξη αυτή από την 01.05.2019 έως την εξόφληση, αν και συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, αφού ο εναγόμενος Δήμος απολαμβάνει όλων των ουσιαστικών και δικονομικών προνομίων του Δημοσίου. Άλλωστε, η νέα ως άνω ρύθμιση του άρθρου 45 του Ν. 4607/2019, έχοντας ημερομηνία έναρξης ισχύος την 24.04.2019, ίσχυε κατά τον χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης, την 30.01.2020 και κατελάμβανε, κατ’ άρθρο 45 παρ. 3 του Ν. 4607/2019, και την εκκρεμή κατά τον χρόνο που άρχισε να ισχύει, ήτοι την 24.04.2019, ένδικη αξίωση του ενάγοντος για τόκο, και δη κατά το μέρος που η αξίωση αυτή ανάγεται και υπολογίζεται σε χρόνο μετά την πρώτη του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου και εφεξής. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 24.600,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας 6% ετησίως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, αφού ο οφειλόμενος τόκος υπολογίζεται με το νόμιμο τόκο ποσοστού 6% για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο μέχρι την 30.04.2019, κατ’ άρθρα 7 παρ. 2 του Ν. Δ. 496/1974 και 21 του Κ.Δ. της 26.06/10.07.1944 «περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου», έκτοτε δε, δηλαδή από την 01.05.2019 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, το κεφάλαιο της οφειλής επιβαρύνεται με το μειωμένο επιτόκιο του Δημοσίου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 45 παρ.1 του Ν. 4607/2019, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, δεδομένου ότι, αφού ο εκκαλών – εναγόμενος ζητεί την απόρριψη της εναντίον του αγωγής, έστω και για άλλους λόγους, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο σύνολό της στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και τούτο έχει την εξουσία, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, να εξετάσει αυτεπάγγελτα και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, το παραδεκτό και τη νομιμότητα του αγωγικού αιτήματος περί τόκων (βλ. ΑΠ 1138/1993 ΕλλΔνη 1995. 1052).
Κατ’ ακολουθία όσων αναφέρθηκαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε την επικουρική βάση της αγωγής, όπως αυτή θεμελιώνεται στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμη, ορθά μεν έκρινε ως προς το κύριο αίτημα, όχι όμως και ως προς το παρεπόμενο αίτημα περί των οφειλόμενων τόκων επί του αιτούμενου κεφαλαίου, και συνεπώς, αφού γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, πρέπει να εξαφανισθεί εν μέρει η εκκαλουμένη απόφαση μόνο ως προς το κεφάλαιό της που αφορά στους τόκους (βλ. ΕφΑθ 5053/2011 ΕλλΔνη 54. 463, ΜονΕφΑθ 4940/2024 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 6537/2022 ΝΟΜΟΣ), ακολούθως δε, αφού κρατηθεί και δικασθεί από το Δικαστήριο τούτο η υπόθεση (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) ως προς το κεφάλαιο αυτό και μόνο, πρέπει να γίνει δεκτό ως νόμιμο και ουσία βάσιμο το αίτημα περί καταβολής τόκων, επί του ανωτέρω επιδικασθέντος κεφαλαίου των 24.600,00 ευρώ, και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα το επιδικασθέν με την εκκαλουμένη απόφαση κεφάλαιο ποσού 24.600,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο ποσοστού 6% για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο μέχρι την 30.04.2019, έκτοτε δε, δηλαδή από την 01.05.2019 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, να ορισθεί ότι το κεφάλαιο της οφειλής θα επιβαρύνεται με το μειωμένο επιτόκιο του Δημοσίου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 45 παρ.1 του Ν. 4607/2019.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 535 παρ. 1 και 191 του ΚΠολΔ, σαφώς συνάγεται ότι το Εφετείο που εξαφανίζει είτε ολικά, είτε μερικά την πρωτόδικη απόφαση και αποφασίζει οριστικά επί της υπόθεσης, εξαφανίζει και την περί δικαστικής δαπάνης διάταξη της τελευταίας και προσδιορίζει την καταβλητέα δικαστική δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εφόσον προβάλλεται σχετικό αίτημα διαδίκου (ΑΠ 192/1998 ΕλλΔνη 1998. 825, ΕφΠειρ 327/2022 ΝΟΜΟΣ). Κατά δε το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957 “Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί Νομικού Συμβουλίου του Κράτους διατάξεων”, η αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου που περιλαμβάνεται στις δαπάνες, οι οποίες θα αποδοθούν στο διάδικο που νίκησε μειώνεται μέχρι το μισό του ελάχιστου ορίου της διατίμησης και δεν μπορεί να υπερβεί κάποιο χρηματικό ποσό αναπροσαρμοζόμενο κάθε φορά με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (άρθρο 5 παρ. 12 του Ν. 1737/1987), ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και στις δίκες στις οποίες διάδικος είναι υπουργός ή νομάρχης ή πρόσωπο του οποίου η νομική υπηρεσία διεξάγεται δια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Από τη διατύπωση της τρίτης παραγράφου προκύπτει ότι μόνο στα νομικά πρόσωπα η νομική υπηρεσία των οποίων διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 περί μείωσης της αμοιβής του πληρεξουσίου δικηγόρου (ΑΠ 589/2015 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 281 παρ. 2 του Ν. 3463/2006, τα δικαστήρια μπορούν να καθορίζουν το ποσό της δικαστικής δαπάνης, που επιδικάζεται σε βάρος ή υπέρ Δήμων και Κοινοτήτων, σε ποσό που φθάνει έως το πενήντα τοις εκατό (50%) των κατώτατων ορίων, που ορίζονται από τον Κώδικα περί Δικηγόρων. Η ειδική αυτή ρύθμιση είναι δυνητική για το δικαστήριο, σε σχέση όχι μόνο με την αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου, αλλά για την όλη δικαστική δαπάνη. Έτσι, παρέχεται η δυνατότητα στο Δικαστήριο, η οποία είναι αμφιμερής, επιδίκασης υπέρ και κατά των Δήμων μειωμένης έως το μισό της δικαστικής δαπάνης, βάσει των διατάξεων του Κώδικα περί Δικηγόρων. Για τους Δήμους δεν ισχύει η ρύθμιση που αφορά το Δημόσιο κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3639/1957, όπως το όριο των 100.000 δρχ. ορίστηκε με την κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 εκδοθείσα κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών υπ’ αριθ. 13442 Οικ/8.12.1992/20.1.1993 (ΦΕΚ Β’ 11), διότι δεν πρόκειται για προνόμιο, που επεκτείνεται και στα ΝΠΔΔ, η διεξαγωγή της νομικής υπηρεσίας των οποίων δεν γίνεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Στην προκειμένη περίπτωση, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου – ενάγοντος, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατ’ αποδοχή του σχετικού του αιτήματος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος – εναγόμενου, λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ), πλην όμως θα επιβληθούν μειωμένα, κατ’ εφαρμογή του αναφερόμενου στην ανωτέρω νομική σκέψη άρθρου 281 παρ. 2 του Ν. 3463/2006, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας (βλ. ΜονΕφΠατρ 189/2023 ΝΟΜΟΣ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 06.07.2020 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 430/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν την έφεση, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 430/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μόνο ως προς το κεφάλαιό της που αφορά στους τόκους του επιδικασθέντος με αυτήν ποσού των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (24.600,00 ευρώ).
Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την από 27.12.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2018 και ειδικό …../2018 αγωγή μόνο ως προς το προαναφερόμενο κεφάλαιό της.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα το επιδικασθέν με την εκκαλουμένη απόφαση κεφάλαιο ποσού είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (24.600,00 ευρώ), με το νόμιμο τόκο ποσοστού 6% για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο μέχρι την 30.04.2019, έκτοτε δε, δηλαδή από την 01.05.2019 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, ορίζει ότι το κεφάλαιο της οφειλής θα επιβαρύνεται με το μειωμένο επιτόκιο του Δημοσίου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 45 παρ.1 του Ν. 4607/2019.
Επιβάλει σε βάρος του εκκαλούντος – εναγόμενου, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου – ενάγοντος, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 22.05.2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ