Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 339/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  339/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος – ανακόπτοντος: ………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αικατερίνη Ζαχιώτη (ΑΜ …….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….» που εδρεύει στη ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσα ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, ως διαχειρίστρια δυνάμει της από 11.04.2022 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…. …..», η οποία εδρεύει στο ….. της Ιρλανδίας, ………, με αριθμό καταχώρησης στο μητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας …. και εκπροσωπείται νόμιμα, και στην οποία έχει εκχωρήσει και μεταβιβάσει τις απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, δυνάμει της από 11.04.2022 σύμβασης πώλησης και εκχώρησης απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………..», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………………… και εκπροσωπείται νόμιμα, και στην οποία έχει εκχωρήσει και μεταβιβάσει τις απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, δυνάμει της από 17.01.2022 σύμβασης πώλησης και εκχώρησης απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, η αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….», η οποία εδρεύει στο ………… της Ιρλανδίας, ………., με αριθμό καταχώρησης στο μητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας ………. και εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……..» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………….. και εκπροσωπείται νόμιμα, κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 30.04.2020 σύμβασης πώλησης και εκχώρησης απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Ζαννιά (ΑΜ …… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Ο ανακόπτων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 14.12.2022 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2022 και ειδικό …../2022 ανακοπή του, ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2388/2024 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, απέρριψε την ανακοπή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο εκκαλών – ανακόπτων με την από 31.10.2024 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../01.11.2024 και ειδικό …./01.11.2024 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../01.11.2024 και ειδικό …./01.11.2024 για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2388/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, και με την οποία απορρίφθηκε η από 14.12.2022 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./2022 και ειδικό …./2022 ανακοπή του εκκαλούντος – ανακόπτοντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα – ανακόπτοντα την 04.10.2024 (βλ. Τη σχετική από 04.10.2024 επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …………. επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της υπ’ αριθ. 2388/2024 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), η δε κρινόμενη από 31.10.2024 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……./01.11.2024 και ειδικό …./01.11.2024 του γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – ανακόπτοντα το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Ο εκκαλών – ανακόπτων ζήτησε με την από 14.12.2022 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2022 και ειδικό …/2022 ανακοπή του κατά διαταγής πληρωμής του άρθρου 633 παρ. 2 του ΚΠολΔ, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, να ακυρωθεί, για τους λόγους που ειδικότερα εκτίθεται σε αυτήν, η υπ’ αριθ. ……/2022 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει το ποσό των 129.859,88 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, στην εφεσίβλητη – καθ’ ης η ανακοπή, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………….» ενεργούσα με την ιδιότητα της μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, ως διαχειρίστρια, δυνάμει της από 11.04.2022 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….», στην οποία είχε μεταβιβασθεί η απαίτηση που απορρέει από την υπ’ αριθ. ……../15.01.2002 σύμβαση στεγαστικού δανείου, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……………», ως δανείστριας, του ……………, ως οφειλέτη, υπέρ του οποίου εγγυήθηκε ο εκκαλών – ανακόπτων, δυνάμει της από 11.04.2022 σύμβασης πώλησης και εκχώρησης απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……………», στην οποία είχε μεταβιβασθεί η απαίτηση από την εν λόγω σύμβαση, δυνάμει της από 17.01.2022 σύμβασης πώλησης και εκχώρησης απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, από την αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………», η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της αρχικής δανείστριας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………….», κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 30.04.2020 σύμβασης πώλησης και εκχώρησης απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστή­ριο, με την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 2388/2024 απόφασή του, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, και αφού έκρινε ότι η ανακοπή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 633 παρ. 2 εδ. α’ του ΚΠολΔ, ήτοι εντός της προθεσμίας των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την επίδοση στον ανακόπτοντα το δεύτερον της διαταγής πληρωμής, την 24.11.2022, στη συνέχεια απέρριψε τους λόγους της ανακοπής και την ανακοπή στο σύνολό της και επικύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, ενώ επέβαλε σε βάρος του ανακόπτοντος τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται ο εκκαλών – ανακόπτων με την κρινόμενη έφεσή του, για τους διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, προκειμένου να γίνει δεκτή η ανακοπή του και να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής.

Κατά το άρθρο 12 του ΚΠολΔ, δύο μόνο βαθμοί δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων υπάρχουν, των οποίων την τήρηση το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αυτοτελής δε αίτηση δεν επιτρέπεται να υποβληθεί απευθείας σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες: α) με τις διατάξεις των άρθρων 522 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, κατά την έννοια των οποίων το Εφετείο, με την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, γίνεται κύριο της όλης υπόθεσης κατά την έκταση της μεταβίβασης αυτής με τους λόγους της έφεσης και υποκαθιστά το Πρωτοδικείο, καθιστάμενο αρμόδιο να εξετάσει όλα τα υποβληθέντα, προς οριστική διάγνωση ενώπιον του τελευταίου τούτου αναγκαία ζητήματα και β) τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, εφόσον δεν κατατέθηκαν με πρόσθετο δικόγραφο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στο οποίο κατατέθηκε η ανακοπή, απαραδέκτως εισάγονται με κατάθεση του εφετήριου ενώπιον του Εφετείου, έστω και αν τούτο κατ’ άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, μετά από εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, εξετάζει κατ’ ουσίαν την ανακοπή. Και τούτο διότι, πέραν του ότι το άρθρο 585 παρ. 2 του ΚΠολΔ, που αποτελεί ειδική ρύθμιση αποκλείουσα την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, απαιτεί κατάθεση του δικογράφου των προσθέτων λόγων ανακοπής “στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται η ανακοπή”, πρόκειται περί αυτοτελούς αίτησης παροχής έννομης προστασίας υποβαλλόμενη κατ’ ευθείαν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, καίτοι δεν προβλέπεται τούτο ειδικά στο νόμο (άρθρο 12 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αφού η κατά το άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ εξουσία του Εφετείου εκτείνεται στην έρευνα μόνο εκείνων των προς διάγνωση ζητημάτων, τα οποία είχαν υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 659/2005 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 22/2025 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠατρ 225/2021 ΝΟΜΟΣ). Ομοίως από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων με αυτές του άρθρου 224 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται με το εφετήριο να γίνει μεταβολή της βάσης ενός λόγου ανακοπής, ώστε η πλημμέλεια που αποδίδεται με την έφεση του διαδίκου να διαφέρει, έστω εν μέρει, από εκείνη την οποία απέδιδε ο διάδικος πρωτοδίκως με τον σχετικό λόγο της ανακοπής του (ΜονΕφΠειρ 163/2025 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών – ανακόπτων με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως αβάσιμου του πρώτου λόγου της ανακοπής του, με τον οποίο ισχυρίσθηκε ότι η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. ……../2022 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς είναι άκυρη διότι, καίτοι αυτή εκδόθηκε την 04.07.2022, επιδόθηκε το πρώτον στον ανακόπτοντα την 24.11.2022, ήτοι πέραν της προβλεπόμενης κατά τη διάταξη του άρθρου 630Α του ΚΠολΔ δίμηνης προθεσμίας, και συνεπώς ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής έπαυσε αυτοδίκαια να ισχύει και θεωρείται ανύπαρκτη, ενώ η μεταγενέστερη επίδοσή της στον ανακόπτοντα δεν παράγει έννομες συνέπειες. Ισχυρίζεται περαιτέρω με τον πρώτο λόγο της έφεσής του ότι πάσχει από ακυρότητα η επικαλούμενη από την καθ’ ης η ανακοπή πρώτη επίδοση στον ανακόπτοντα της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής την 29.07.2022, δυνάμει της προσκομιζόμενης υπ’ αριθ. ……/29.07.2022 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή ……………, διότι ουδέποτε διατηρούσε τον τόπο εργασίας του στη διεύθυνση όπου έλαβε χώρα η επίδοση, στο ……… Αττικής επί της οδού ………….., ο δε φερόμενος ως συνεργάτης αυτού . ……. που παρέλαβε το έγγραφο, παρέστησε ψευδώς στον δικαστικό επιμελητή ότι αποτελεί τον συνεργάτη του, με σκοπό να τον βλάψει αποκρύπτοντας από αυτόν την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία εκδόθηκε και σε βάρος του τελευταίου ως πρωτοφειλέτη. Ωστόσο, τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα που φέρονται ότι αποτέλεσαν τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής και αφορούν σε ακυρότητα της πρώτης επίδοσης στον ανακόπτοντα της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής την 29.07.2022, δυνάμει της υπ’ αριθ. ……./29.07.2022 έκθεσης επίδοσης, δεν αντιστοιχούν στο περιεχόμενο του επισκοπούμενου πρώτου λόγου της από 14.12.2022 ανακοπής που απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη. Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής του ο ανακόπτων εξέθετε ότι σύμφωνα με το άρθρο 630Α του ΚΠολΔ, «η διαταγή πληρωμής επιδίδεται σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την έκδοσή της. Αν η επίδοση δεν γίνει μέσα στην προθεσμία του προηγουμένου εδαφίου, η διαταγή πληρωμής παύει αυτοδικαίως να ισχύει» και ότι εν προκειμένω η υπ’ αριθ. ……/2022 διαταγή πληρωμής πάσχει ακυρότητας, καθώς δεν επιδόθηκε εντός της δίμηνης προθεσμίας που ορίζει το άρθρο 630Α του ΚΠολΔ, και ειδικότερα ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε την 04.07.2022 και του επιδόθηκε το πρώτον την 24.11.2022, ήτοι τέσσερις και πλέον μήνες μετά την έκδοσή της. Ακολούθως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του ότι «Με τον πρώτο λόγο ανακοπής του, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής είναι άκυρη, δυνάμει της διάταξης του άρθρου 630Α ΚΠολΔ, διότι, καίτοι αυτή εκδόθηκε την 04.07.2022, επιδόθηκε το πρώτον στον ανακόπτοντα μόλις την 24.11.2022, ως εκ τούτου, εφόσον κατά τα προβλεπόμενα στην ανωτέρω διάταξη, η διαταγή πληρωμής δεν επιδόθηκε εντός διμήνου από την έκδοσή της, έχει καταστεί άκυρη και δεν παράγει έννομες συνέπειες, ενώ τα αποτελέσματα που τυχόν επήλθαν μετά την έκδοσή της ανατρέπονται αναδρομικά. Ο προκείμενος λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς, ως ήδη εκτίθεται ανωτέρω, όπου κρίθηκε ότι πρόκειται για ανακοπή της διάταξης του άρθρου 633 παρ. 2 ΚΠολΔ, η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε εμπροθέσμως στον ανακόπτοντα επί τη βάσει της ανωτέρω διάταξης του νόμου, δεδομένου ότι ακριβές επικυρωμένο φωτοτυπικό αντίγραφο εκ του πρώτου απογράφου εκτελεστού της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία εκδόθηκε την 04.07.2022, μετά της από 26.07.2022 παραγγελίας για επίδοση με επιταγή προς πληρωμή, είχε ήδη επιδοθεί στον ανακόπτοντα με την υπ’ αριθ. ………/29.07.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή …………., που προσκομίζει μετ’ επίκλησης η καθ’ ης». Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εκτίμησε το περιεχόμενο του πρώτου λόγου της ανακοπής και ακολούθως απέρριψε αυτόν ως ουσία αβάσιμο. Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, ο εκκαλών – ανακόπτων δεν αμφισβητεί την ανωτέρω κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι η ένδικη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε σε αυτόν για πρώτη φορά εντός διμήνου από την έκδοσή της, ήτοι την 29.07.2022, και συνεπώς ότι δεν απέβαλε την ισχύ της, αλλά προβάλλει ακυρότητα της πρώτης επίδοσης σε αυτόν της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, δυνάμει της υπ’ αριθ. …………./29.07.2022 έκθεσης επίδοσης. Εντούτοις, ο λόγος αυτός της έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι με τη μεταβολή αυτή του περιεχομένου της ιστορικής και της νομικής βάσης του πρώτου λόγου της ανακοπής, επιχειρείται να εισαχθεί, το πρώτον ενώπιον του Εφετείου, νέος λόγος ανακοπής του άρθρου 633 του ΚΠολΔ, κατά παράβαση των αναφερόμενων στη νομική σκέψη διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 2 και 525 παρ. 2 του ΚΠολΔ.

Κατά το άρθρο 68 του ΚΠολΔ, δικαστική προστασία έχει το δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, ενώ, κατά το άρθρο 70 του ΚΠολΔ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή η μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Η νομιμοποίηση των διαδίκων (ενεργητική και παθητική) και το έννομο συμφέρον συνιστούν διακριτές διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης και ουσιαστικές προϋποθέσεις παροχής δικαστικής προστασίας, η συνδρομή αυτών ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης με ελεύθερη απόδειξη, η δε έλλειψή τους συνεπάγεται την απόρριψη της σχετικής αίτησης δικαστικής προστασίας ως απαράδεκτης. Περαιτέρω, από το άρθρο 216 παρ. 1 περ. α του ΚΠολΔ συνάγεται ότι ως νομιμοποίηση των διαδίκων, νοείται η εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση τους, δηλαδή για βιοτική σχέση αυτών με άλλο πρόσωπο ή αντικείμενο, η οποία καθορίζεται, κατά κανόνα, ως προς τους φορείς της και το αντικείμενό της, από το ουσιαστικό δίκαιο και έχει ως περιεχόμενο ή ως έννομη συνέπεια δικαίωμα ή υποχρέωση ή δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Την εν λόγω εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμά του ή έννομη σχέση αυτού, έχει, κατά κανόνα ο φορέας της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης κατά το ουσιαστικό δίκαιο, ενώ σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ο νόμος παρέχει την εξουσία διεξαγωγής της δίκης σε πρόσωπα, που δεν είναι φορείς της ουσιαστικής έννομης σχέσης (μη δικαιούχοι ή μη υπόχρεοι διάδικοι), όπως λχ ο σύνδικος της πτώχευσης, ο εκτελεστής διαθήκης, ο εκκαθαριστής κληρονομίας και ο αναγκαστικός διαχειριστής. Για τη νομιμοποίηση των διαδίκων αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης και η παράθεση στην αγωγή των περιστατικών που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό του. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του Ν. 3156/2003 “Ομολογιακά δάνεια, Τιτλοποίηση απαιτήσεων από ακίνητα κλπ”, για τους σκοπούς του νόμου αυτού, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως “ιδιωτική τοποθέτηση” θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. “Μεταβιβάζων”, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και “αποκτών” μόνο νομικό πρόσωπο – ανώνυμη εταιρία – με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού, σύμφωνα με την ορολογία που έχει επικρατήσει διεθνώς). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και “τιτλοποιεί” τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα, “ομολογίες”, ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 € η κάθε μία (βλ. παρ. 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πωλήσεως) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μια άλλη εταιρία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου, το οποίο η λήπτρια εταιρία εκδίδει για το σκοπό αυτό και το διαθέτει σε τρίτους (επενδυτές) και στη συνέχεια με το αντίτιμο των ομολόγων εξοφλεί το τίμημα της αγοράς. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (παρ. 6). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000 (παρ. 8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης και η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (παρ. 9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παρ. 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/30-10-2003 – ΦΕΚ Β’ 1688/2003 υπουργική απόφαση και ήδη με την 20783/09-11-2020 – ΦΕΚ Β’ 4944/2020 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε, έως την ίδρυση τους με π.δ/γμα, ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικώς, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Περαιτέρω, ο ως άνω νόμος προβλέπει ότι επί μιας τέτοιας μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων από Τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού είναι δυνατό να ανατεθεί, με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως και σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 (παρ. 16), η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες, σύμφωνα με το σκοπό του, στον Ευρωπαϊκό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού (απόκτησης) δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον διαχειριστή” (παρ. 14). Εξάλλου, με τον Ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κλπ”, εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι “εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις” (ΕΑΑΔΠ) και οι “εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις” (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενό τους, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 3 του άνω Ν. 4354/2015. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 β του Ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4643/2019, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια, που έχουν χορηγήσει ή χορηγούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, όπως και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, πλην της περίπτωσης δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014, μπορεί να λάβει χώρα μόνο λόγω πώλησης, δυνάμει σχετικής έγγραφης συμφωνίας, σύμφωνα και με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 3, προς τους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά, ήτοι: αα) Ανώνυμες εταιρίες που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, εδρεύουν στην Ελλάδα και καταχωρίζονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), ββ) Εταιρίες που έχουν έδρα στον Ευρωπαϊκό Χώρο, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γγ) Εταιρίες που έχουν έδρα σε τρίτες χώρες, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας, οι οποίες έχουν διακριτική ευχέρεια να εγκαθίστανται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, υπό την προϋπόθεση ότι η έδρα τους δεν βρίσκεται σε κράτος που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς ή σε μη συνεργάσιμο κράτος. Συνεπώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 4354/2015, στη σύμβαση μεταβίβασης (πώλησης) απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια που έχουν χορηγήσει πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να είναι, ως πωλητές μόνον πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα και ως αγοραστές μόνον ΕΑΑΔΠ (εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 α του ως άνω Ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 4643/2019, η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, καθώς και των απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, εκτός των αναφερόμενων στην περίπτωση δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014, ανατίθεται στους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά: ήτοι αα) σε ανώνυμες εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, υπό την επιφύλαξη της παρ. 20, που εδρεύουν στην Ελλάδα και ββ) σε εταιρίες που εδρεύουν σε κράτος – μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, με την προϋπόθεση ότι έχουν εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, με σκοπό τη διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων της Οδηγίας 2013/36 (EEL 176/338/2013), καθώς και της Οδηγίας 2004/39 (EEL 145/2004) και της περίπτωσης δ’ της παρούσας παραγράφου. Δηλαδή, στη σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ (εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) και αφετέρου ΕΔΑΔΠ (εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις). Εξάλλου, οι ΕΔΑΔΠ (εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) είναι ανώνυμες εταιρίες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα, λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εποπτεύονται, για τη συμμόρφωσή τους προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου από την Τράπεζα της Ελλάδος (άρθρο 1 παρ. 1 περ. α’, όπως το δεύτερο εδάφιο της περ. α’ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 69 παρ. 1 του Ν. 4549/2018). Αντικείμενο της δραστηριότητάς τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα (καθώς και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας) (άρθρο 1 παρ. α’), οι οποίες (απαιτήσεις) μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες. Περαιτέρω, το άρθρο 2 παρ. 1-3 του Ν. 4354/2015, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 70 του Ν. 4389/2016, προβλέπει ότι στις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (περίπτωση δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014). Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της, καθόσον, αφενός μεν εξουσιοδοτών (αναθέτων την διαχείριση) μπορεί να είναι μόνον πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΑΑΔΠ (εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις), αφετέρου δε διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον ΕΔΑΔΠ (εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) που έχει λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος (1 παρ. 1 α’ Ν. 4354/2015). Επίσης, η πώληση και μεταβίβαση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ρυθμίζεται στο άρθρο 3 του Ν. 4354/2015, και μπορεί να γίνει μόνον προς αδειοδοτημένη ΕΑΑΔΠ (εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) ή ανάλογη αλλοδαπή εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ. 1 β’ περιπτ. ββ και γγ του Ν. 4354/2015 και διέπονται (όπως και στις περιπτώσεις της μεταβίβασης απαιτήσεων με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση απαιτήσεων), η μεν πώληση από τις διατάξεις του άρθρου 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ (άρθρο 3 παρ. 1). Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 4354/2015, η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων προς τις Ε.Δ.Α.Δ.Π (Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις) υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και περιλαμβάνει, κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο, τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871 – 872 του ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ’ αριθ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4224/2013 και (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης. Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ του Ν. 4354/2015, η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή, μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων, που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος, τα δε δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες, λόγω πώλησης, απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Ν. 4354/2015, οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του Ν. 4307/2014 (Α’ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης. Αμφότεροι οι ως άνω νόμοι 3156/2003 και 4354/2015 έχουν παραπλήσιο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής, καθώς και οι δύο καθορίζουν τις προϋποθέσεις για την μεταβίβαση – πώληση των απαιτήσεων (ειδικά δε στην περίπτωση του Ν. 4354/2015 των τραπεζικών) από τους φορείς τους προς τρίτους, με τη διαφοροποίηση ότι στην περίπτωση του Ν. 3156/2003, μετά την πώληση ακολουθεί το στάδιο τη έκδοσης ομολογιών (της τιτλοποίησης) και ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη των απαιτήσεων αυτών από εταιρείες διαχείρισης, ωστόσο ο Ν. 4354/2015 περιέχει πληρέστερο ρυθμιστικό πλαίσιο για το καθεστώς λειτουργίας των εταιρειών διαχείρισης, τόσο στο πεδίο του ουσιαστικού, όσο και στο πεδίο του δικονομικού δικαίου. Όπως προεκτέθηκε, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση σύμφωνα με το Ν. 3156/2003 στο άρθρο 10 παρ. 14 αυτού ορίζεται ότι η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των τιτλοποιημένων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται συμβατικά σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, στον ίδιο τον μεταβιβάζοντα ή σε τρίτο – εγγυητή με τις προϋποθέσεις που ειδικότερα ορίζονται σ’ αυτή. Με τη διάταξη αυτή δεν παρέχεται ρητά στην εταιρεία διαχείρισης, η οποία, συμβαλλόμενη με την εταιρεία απόκτησης, αποκτά κατά το ουσιαστικό δίκαιο την εξουσία είσπραξης αλλότριας απαίτησης (ήτοι απαίτησης της εταιρείας απόκτησης), και η δικονομική εξουσία να εγείρει αγωγή και κάθε άλλο ένδικο βοήθημα για την είσπραξή της, με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά της, όπως ρητά προβλέπεται τούτο για τις εταιρείες διαχείρισης στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, δυνάμει της οποίας ο νομοθέτης εξόπλισε τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, στις οποίες ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων, με βάση το νόμο αυτό, και με τη δικονομική εξουσία να ενεργούν, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, στο όνομά τους, το σύνολο των αναγκαίων δικαστικών, αλλά και εξώδικων ενεργειών, προς είσπραξη των υπό την διαχείρισή τους απαιτήσεων. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 εξαιρετική νομιμοποίηση της εταιρείας διαχείρισης ως μη δικαιούχου διαδίκου, διευκολύνει τις εταιρείες απόκτησης, οι οποίες συνήθως έχουν έδρα στην αλλοδαπή, καθώς απαλλάσσονται από το βάρος της διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών και της επιμέλειας της δικαστικής επιδίωξής τους, αφού αυτή ασκείται αποκλειστικά από τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (άρθρο 1 στοιχ. γ’ Ν. 4354/2015), χωρίς να βλάπτει τα ουσιαστικά δικαιώματα των δανειοληπτών – καταναλωτών, οι οποίοι ασκούν τα δικαιώματά τους ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων κατά εταιρειών, οι οποίες έχουν λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, που έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και οι οποίες εδρεύουν στην Ελλάδα και λειτουργούν εντός ενός συγκεκριμένου αυστηρού νομικού καθεστώτος εποπτευόμενες από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ενόψει αυτών είναι ερευνητέο, αν οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων του Ν. 4354/2015 απολαμβάνουν την προβλεπόμενη από το νόμο αυτό εξαιρετική νομιμοποίηση ως μη δικαιούχοι διάδικοι και στην περίπτωση που τους έχει ανατεθεί η διαχείριση απαιτήσεων με το καθεστώς του Ν. 3156/2003, μολονότι τέτοια νομιμοποίηση δεν θεσπίζεται ρητά με το Ν. 3156/2003. Στην ελληνική έννομη τάξη η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση προϋποθέτει ειδική νομοθετική ρύθμιση, η οποία απονέμει στο πρόσωπο την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, όπως λχ συμβαίνει με το σύνδικο της πτώχευσης, τον εκτελεστή διαθήκης, τον εκκαθαριστή κληρονομίας, τον αναγκαστικό διαχειριστή, τον Εισαγγελέα στη δίκη ακύρωσης του γάμου κλπ. Ωστόσο, η πρόβλεψη μιας περίπτωσης εξαιρετικής νομιμοποίησης από το νομοθέτη δεν απαιτεί πανηγυρική διατύπωση ότι πρόκειται για μη δικαιούχο ή μη υπόχρεο διάδικο, εφόσον από την τελολογική ερμηνεία της εφαρμοστέας διάταξης, σύμφωνα με την οποία μεταξύ των περισσοτέρων δυνατών νοημάτων, που καλύπτονται από το γράμμα του ερμηνευόμενου κανόνα δικαίου πρέπει να αναζητείται εκείνο που επιτυγχάνει την πληρέστερη πραγμάτωση του ρυθμιστικού σκοπού του, δηλαδή την πληρέστερη διασφάλιση της αξιολογικής στάθμισης των εκατέρωθεν συμφερόντων, προκύπτει ότι ο σκοπός του νομοθέτη είναι να εξοπλίσει το πρόσωπο, που νομιμοποιείται προς είσπραξη μιας απαίτησης τρίτου κατά το ουσιαστικό δίκαιο και με τη δικονομική εξουσία να ενεργεί κάθε αναγκαία για την είσπραξή της διαδικαστική πράξη και ενέργεια με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Προς τούτο συγκλίνει και η αντικειμενική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο ερμηνευτής ενός κανόνα δικαίου αναζητεί το αντικειμενικό νόημα του νόμου, δηλαδή την ενυπάρχουσα στον κανόνα δικαίου λογική, έτσι ώστε αυτός, ενόψει του όλου συστήματος δικαίου, των υφισταμένων συνθηκών και των αντιμαχομένων συμφερόντων και αναγκών να μπορεί να επιτελέσει τον σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκε. Ο νομοθέτης, στο άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 ρύθμισε ρητά το ειδικό δικονομικό καθεστώς των εταιρειών διαχείρισης, απονέμοντας σ’ αυτές την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Ωστόσο, αυτές οι εταιρείες διαχείρισης υπάγονται σε μια ευρύτερη κατηγορία εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, όπως είναι και εκείνες του Ν. 3156/2003. Ως εκ τούτου η διαφορετική αντιμετώπιση των εταιρειών διαχείρισης του Ν. 3156/2003 από εκείνες του Ν. 4354/2015 θα έχει ως συνέπεια λογική ανακολουθία στο εσωτερικό σύστημα του νόμου. Αυτό, άλλωστε, συνάγεται και από τη συστηματική ερμηνεία των ως άνω κανόνων δικαίου, οι οποίοι παρουσιάζουν νοηματική και λειτουργική συνοχή μεταξύ τους, αφού και οι δύο ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη απαιτήσεων τρίτων. Γι’ αυτό οι ανωτέρω δύο νόμοι θα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους, ανεξαρτήτως αν η απόκτηση των απαιτήσεων από τις εταιρείες ειδικού σκοπού έγινε με τη διαδικασία της τιτλοποίησης και εκχώρησης βάσει του Ν. 3156/2003 ή με τη διαδικασία της πώλησης βάσει του Ν. 4354/2015. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 δ’ του Ν. 4354/2015 ορίζεται ότι οι διατάξεις του δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3156/2003, ενώ και στην αιτιολογική έκθεση αυτού σημειώνεται ότι “παρέχονται στα πιστωτικά ιδρύματα τα θεσμικά εργαλεία αξιοποίησης του χαρτοφυλακίου τους, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε την εφαρμογή του νόμου περί τιτλοποίησης απαιτήσεων (Ν. 3156/2003), είτε το θεσμικό πλαίσιο που προκρίνεται με το Ν. 4354/2015). Η προβλεπόμενη με την πιο πάνω διάταξη παράλληλη εφαρμογή των δύο νομοθετημάτων αναφέρεται στη διαδικασία μεταβίβασης των απαιτήσεων και σκοπεύει να διευκολύνει τις συναλλαγές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3156/2003, απαλλάσσοντας τους συμβαλλόμενους από τις επιπλέον προβλεπόμενες ειδικότερες προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη μεταβίβαση των απαιτήσεων με βάση το Ν. 4354/2015. Η ως άνω ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται ενιαία εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, τόσο στις περιπτώσεις που η διαχείριση των απαιτήσεων έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, όσο και όταν έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, εξυπηρετεί το νομοθετικό σκοπό της διευκόλυνσης της διαχείρισης των απαιτήσεων και επιλύει κατά τρόπο ενιαίο το ζήτημα της δικονομικής υπόστασης των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων, επιτυγχάνοντας έτσι την αρμονική ένταξη του ερμηνευόμενου Ν. 3154/2003 στο σύστημα, χωρίς η προσέγγιση αυτή να επηρεάζεται από τις διαφορετικές συνθήκες κάτω από τις οποίες θεσπίστηκαν τα ως άνω δύο νομοθετήματα. Η διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος, σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του Ν. 4354/2015 διαθέτουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 αυτού, μόνο όταν η μεταβίβαση και ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 και όχι όταν έχει πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του Ν. 3156/2003, θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της ενότητας και ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος και επιβάλλει τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε νομοθετικών ρυθμίσεων, η οποία πρέπει να τηρείται, ιδίως όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές συνέπειες για τους ενδιαφερόμενους, όπως οι προαναφερόμενες διατάξεις. Τέλος, υπέρ της ανωτέρω ερμηνευτικής προσέγγισης ότι ο διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων του Ν. 3156/2003 νομιμοποιείται ως μη δικαιούχος διάδικος αποτελεί και η ιστορική καταγωγή του Ν. 3156/2003. Ειδικότερα, η τιτλοποίηση απαιτήσεων προβλέφθηκε για πρώτη φορά στην ελληνική νομοθεσία με το άρθρο 14 του Ν. 2801/2000 και αφορούσε την τιτλοποίηση απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου, στη συνέχεια δε, ο θεσμός αυτός επεκτάθηκε και στον ιδιωτικό τομέα με τη θέσπιση του Ν. 3156/2003. Με την παρ. 13 του άρθρου 14 του άνω Ν. 2801/2000 ορίστηκε ότι η είσπραξη των εκχωρούμενων απαιτήσεων συνεχίζει να γίνεται από το Ελληνικό Δημόσιο στο όνομα και για λογαριασμό αυτού, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, για την είσπραξη δημόσιων εσόδων και με όλα τα διαδικαστικά προνόμια του Ελληνικού Δημοσίου, σαν να μην είχε λάβει χώρα εκχώρηση ή μεταβίβαση των σχετικών απαιτήσεων, οι δε προβλεπόμενες επί των εσόδων κρατήσεις και δικαιώματα υπέρ τρίτων αποδίδονται στους δικαιούχους τους, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις. Ο εκδοχέας των απαιτήσεων δεν νομιμοποιείται να παρέμβει ή να συμμετάσχει κατά οποιονδήποτε τρόπο στις σχετικές διαδικασίες. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται κατ` αναλογία και όταν πρόκειται για εκχώρηση απαιτήσεων ΝΠΔΔ. Συνεπώς, με βάση τον ως άνω νόμο, που προηγήθηκε του Ν. 3156/2003, το Ελληνικό Δημόσιο ως διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων έχει την αποκλειστική εξουσία να ενεργεί στο όνομά του ως μη δικαιούχος διάδικος όλες τις αναγκαίες ενέργειες και διαδικασίες για την είσπραξη των εκχωρημένων ή μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, ενώ ο εκδοχέας των απαιτήσεων στερείται νομιμοποίησης. Η υποστηριζόμενη άποψη ότι οι εταιρείες διαχείρισης νομιμοποιούνται ως μη δικαιούχοι διάδικοι μόνο όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισης σ’ αυτές γίνεται με βάση τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, λόγω του ότι προβλέπεται διαφορετική φορολογική μεταχείριση των εταιρειών διαχείρισης στους δύο νόμους, καθώς ο Ν. 3156/2003 θέτει τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις υπό καθεστώς φορολογικής ατέλειας, ενώ οι μεταβιβάσεις που γίνονται με βάση το Ν. 4354/2015 υπόκεινται σε φορολογία, δεν μπορεί να στηρίξει πειστικά αυτή τη διαφορετική άποψη. Επίσης, το επιχείρημα υπέρ της ίδιας ως άνω άποψης, λόγω του ότι ο Ν. 4354/2015 θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεση για την πώληση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των καταναλωτών την προηγούμενη πρόσκληση του συνεργάσιμου δανειολήπτη και του εγγυητή για να διακανονίσουν τις οφειλές τους (άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4354/2015), ενώ ο Ν. 3156/2003 δεν περιλαμβάνει τέτοια πρόβλεψη, είναι ατελέσφορο, διότι η τήρηση αυτής της προϋπόθεσης δεν απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις, αφού εξαιρούνται από την προϋπόθεση αυτή απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 εδ. β’ του Ν. 4354/2015 (ΟλΑΠ 1/2023 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ανακόπτων ισχυρίζεται με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής του ότι η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. …../2022 διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………………», η οποία δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να αιτηθεί την έκδοσή της, αφού με την από 11.04.2022 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003, δεν απέκτησε την ιδιότητα της κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενης, μη δικαιούχου και μη υπόχρεης διαδίκου, όπως ισχύει στις συμβάσεις διαχείρισης που διέπονται από το Ν. 4354/2015, και ως εκ τούτου φέρει την ιδιότητα της αντιπροσώπου της δικαιούχου της ένδικης απαίτησης, αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………….», στην οποία είχε μεταβιβασθεί η απαίτηση, δυνάμει της από 11.04.2022 σύμβασης πώλησης και εκχώρησης απαιτήσεων από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……………….», στην οποία είχε μεταβιβασθεί η απαίτηση, δυνάμει της από 17.01.2022 σύμβασης πώλησης και εκχώρησης απαιτήσεων από την αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………», η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της αρχικής δανείστριας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….», κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 30.04.2020 σύμβασης πώλησης και εκχώρησης απαιτήσεων. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι μη νόμιμος και απορριπτέος, αφού, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, η καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………….», στην οποία, δυνάμει της από 11.04.2022 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, ανατέθηκε από την αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………….», η διαχείριση της επίδικης απαίτησης, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 4 του Ν. 3156/2003, δικαιούται να ασκήσει, κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενη ως μη δικαιούχος διάδικος, κάθε ένδικο βοήθημα, που κατατείνει στην είσπραξη της ένδικης υπό διαχείριση απαίτησης, και συνεπώς να αιτηθεί και την έκδοση της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. …../2022 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Πράγματι, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι δυνάμει της από 11.04.2022 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτ. …./11.04.2022, στον τόμο …… και με αριθμό …., ανατέθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………………», η είσπραξη και εν γένει η διαχείριση των τιτλοποιημένων απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, οι οποίες αναφέρονται στο παράρτημα της σύμβασης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η διαχείριση της επίδικης απαίτησης που απορρέει από την υπ’ αριθ. ………./15.01.2002 σύμβαση στεγαστικού δανείου, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», ως δανείστριας, του ……………., ως οφειλέτη, υπέρ του οποίου εγγυήθηκε ο εκκαλών – ανακόπτων, για την ικανοποίηση της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Έτσι, η καθ’ ης η ανακοπή απέκτησε την ιδιότητα της κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενης, μη δικαιούχου διαδίκου, ως διαχειρίστρια της ένδικης απαίτησης της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….», στην οποία είχε μεταβιβασθεί η απαίτηση δυνάμει της από 11.04.2022 σύμβασης πώλησης και εκχώρησης απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτ. ……/11.04.2022, στον τόμο …….. και με αριθμό ……., από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………………», στην οποία είχε μεταβιβασθεί η απαίτηση, δυνάμει της από 17.01.2022 σύμβασης πώλησης και εκχώρησης απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτ. …/17.01.2022, στον τόμο … και με αριθμό …., από την αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………………….», η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της αρχικής δανείστριας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………………», κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 30.04.2020 σύμβασης πώλησης και εκχώρησης απαιτήσεων που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτ. …../30.04.2020, στον τόμο …. και με αριθμό …. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος, κατά τα προαναφερθέντα, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση με παρόμοιες σκέψεις, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται από την παρούσα (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), απέρριψε τον ως άνω λόγο της ανακοπής ως νόμω αβάσιμο, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου δεύτερου λόγου της υπό κρίση έφεσης ως αβασίμου.

Κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 που έχει τίτλο “προστασία καταναλωτών”, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το Ν. 3587/2007, και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση αφού η καταχρηστικότητα ενός Γ.Ο.Σ. κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση αυτού (ΟλΑΠ 15/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 387/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1010/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 788/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1242/2017 ΝΟΜΟΣ), οι όροι που έχουν διαμορφωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών) απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, ο δε καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. Εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ., συνεπεία διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του ιδίου ως άνω άρθρου 2 παρατίθεται ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών Γ.Ο.Σ., θεωρουμένων κατ’ αμάχητο τεκμήριο καταχρηστικών. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του ιδίου ως άνω Ν. 2251/1994, ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι επίσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του Ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών, αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 1738/2009 ΝΟΜΟΣ). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η ανωτέρω έννοια του καταναλωτή, κατά το Ν. 2251/1994, αποσκοπεί στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος Ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σ’ αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης, δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επέκτασης των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του Ν. 2251/1994 δεν συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβαση τους. Έτσι υπάγονται στην προστασία του Ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών. Επιπροσθέτως, μέχρι την αντικατάσταση του Ν. 2251/1994 με το Ν. 3587/2007 δεν υπήρχε στην ελληνική έννομη τάξη ρύθμιση προστασίας ως καταναλωτή του εγγυητή γενικώς και ειδικότερα του εγγυητή επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου. Ωστόσο, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγυητικής σύμβασης έναντι της κύριας οφειλής, κατ’ άρθρο 847 ΑΚ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν ο πρωτοφειλέτης – δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης τούτου και τυγχάνει προστασίας του άνω νόμου, της ιδίας προστασίας πρέπει να τυγχάνει και ο εγγυητής αυτού, εφόσον η εγγύηση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του τελευταίου και τούτο διότι δεν δικαιολογείται δυσμενέστερη αντιμετώπιση του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται, άλλωστε, και από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. ββ του ιδίου ως άνω νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του Ν. 3587/2007, εντάσσεται ήδη ρητώς στο προστατευτικό πεδίο αυτού και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του (ΟλΑΠ 13/2015 ΧΡΙΔ 2015. 675, ΑΠ 1137/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1463/2017 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 εδαφ. α’ του Ν. 128/1975, επιβάλλεται από του έτους 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της …, υπέρ του εν τη παρ. 1 του παρόντος άρθρου εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του μέσου ετησίου ύψους των εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των πιστώσεων προς τράπεζας, ως και προς το Δημόσιον, πλην των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αύτη οφείλεται πέραν των, δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών. Από τη διάταξη αυτή ούτε προβλέπεται, αλλά ούτε και απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με τον νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου, έναντι του Δημοσίου, προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά την (κάθετη) σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι την (οριζόντια) σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη (ως τέτοια νοείται και η τυχόν θέσπιση ανώτατου ορίου επιτοκίου, το οποίο τυχόν θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνον αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση). Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου δανείων της Τράπεζας, με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον δανειοδοτούμενο, είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου, κατ’ άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλο απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων. Η επιβολή της εισφοράς αυτής στο δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνον από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο. Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στον δανειολήπτη αποτέλεσε, από την ισχύ του Ν. 128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών. Εφόσον όμως στον σχετικό Γ.Ο.Σ. γίνεται ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του Ν. 128/1975 προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί, χωρίς να συντρέχει οποιοσδήποτε άλλος λόγος για την απαγόρευση της σχετικής ρήτρας (ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 430/2005 ΔΕΕ 2005.460). Εφόσον η μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 είναι νόμιμη και εντάσσεται στα πλαίσια του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων, καθώς προσαυξάνει το ποσοστό τους, λογίζεται, κατά το άρθρο 293 παρ. 1 εδ. α’ του ΑΚ, ως τόκος και, συνεπώς, νομίμως ανατοκίζεται και κεφαλαιοποιείται μετά των λοιπών καθυστερούμενων τόκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 2601/1998, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου (ΑΠ 821/2024 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 123/2023 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1369/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 669/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔυτΜακ 39/2019 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 623 του ΚΠολΔ, για να μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, πρέπει η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, ενώ κατά το άρθρο 624 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η έκδοση διαταγής πληρωμής μπορεί να ζητηθεί μόνο αν η απαίτηση δεν εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό χρημάτων ή χρεογράφων που οφείλεται είναι ορισμένο, δηλαδή εκκαθαρισμένο. Είναι δε εκκαθαρισμένο το ποσό της απαίτησης και όταν αυτό δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1016/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 653/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2210/2013 ΝΟΜΟΣ). Το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαίτησης δεν αφορά την απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 624 του ΚΠολΔ βεβαιότητα της αξίωσης και συνεπώς δεν αναιρεί τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής. Ο ανακόπτων οφειλέτης μπορεί να επικαλεσθεί ως λόγους ακύρωσης της σε βάρος του διαταγής πληρωμής, είτε την έλλειψη των διαδικαστικών (τυπικών) προϋποθέσεων που απαιτούνται για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είτε ενστάσεις κατά της απαίτησης, ήτοι τη βασιμότητα ή το ύψος αυτής (ΑΠ 1443/2017 ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαίτησης, είτε καταχρηστικών (εφόσον τα σχετικά δικαιοκωλυτικά ή δικαιοφθόρα γεγονότα δεν προκύπτουν από τα υποβαλλόμενα στο δικαστή στοιχεία), είτε γνησίων, δεν αφορά την απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου 624 βεβαιότητα της αξίωσης και συνεπώς δεν αναιρεί τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής, αφού την έκδοση αυτής δεν εμποδίζει οποιαδήποτε ένσταση που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης. Αν στην ανακοπή σωρεύονται περισσότεροι από ένας λόγοι, καθένας απ’ αυτούς με διαφορετική πραγματική και νομική βάση συνιστά ιδιαίτερη ανακοπή, οπότε υπάρχει αντικειμενική σώρευση ανακοπών κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 218 παρ. 1 του ΚΠολΔ  (ΑΠ 1943/2017 ΝΟΜΟΣ). Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 62/2024 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 123/2023 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1379/2023 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1346/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1133/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1395/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1138/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 669/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 196/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 999/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2210/2013 ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διάταξης του άρθρου 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτό βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνο κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 1346/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1395/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1138/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 669/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 105/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 999/2019 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση ο ανακόπτων ισχυρίζεται με τον τρίτο και τον τέταρτο λόγο της ανακοπής του ότι είναι άκυροι λόγω της αντίθεσής τους προς τη διάταξη του άρθρου 174 του ΑΚ, οι όροι 5.8 της αρχικής υπ’ αριθ. …/15.01.2002 σύμβασης στεγαστικού δανείου και της μεταγενέστερης υπ’ αριθ. …/25.10.2005 δανειακής σύμβασης, που καταρτίσθηκε μεταξύ του ………. ως δανειολήπτη, υπέρ του οποίου εγγυήθηκε ο ανακόπτων, και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………» ως δανείστριας, με τους οποίους προβλέπεται μετακύλιση στον ανακόπτοντα της εισφοράς του Ν. 128/1975, διότι αφενός είναι παράνομη η μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 στον δανειολήπτη, με την ενσωμάτωση αυτής της εισφοράς στο επιτόκιο της σύμβασης, αφετέρου επιτρέπεται ανατοκισμός μόνο των καθυστερούμενων τόκων και όχι των φόρων και των εισφορών, με αποτέλεσμα να έχουν ενσωματωθεί στην επίδικη οφειλή, ύψους 129.859,88 ευρώ, τόκοι που προέκυψαν από παράνομη μετακύλιση και από παράνομο ανατοκισμό της εισφοράς του Ν. 128/1975, και να καθίσταται έτσι άκυρη στο σύνολό της η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, αφού η απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή είναι μη εκκαθαρισμένη, ενώ η ακυρότητα αυτή επηρεάζει και την απόδειξη της απαίτησης με έγγραφα. Οι λόγοι αυτοί της ανακοπής είναι αόριστοι, καθόσον ο ανακόπτων, αν και απολαμβάνει καταρχήν της προστασίας του Ν. 2251/1994 ως καταναλωτής, λόγω της ιδιότητάς του ως εγγυητής, υπέρ του πρωτοφειλέτη – δανειολήπτη στεγαστικού δανείου που έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης τούτου και τυγχάνει προστασίας του άνω νόμου, της ιδίας δε προστασίας τυγχάνει και ο εγγυητής αυτού, εφόσον εν προκειμένω η εγγύηση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του ανακόπτοντος εγγυητή, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, απλώς αμφισβητεί το ύψος της απαίτησης της καθ’ ης η ανακοπή, χωρίς να προσβάλλει κανένα συγκεκριμένο κονδύλιο του τηρηθέντος για τη σύμβαση δανείου λογαριασμού και χωρίς να προσδιορίζει είτε τα συγκεκριμένα ποσά, με τα οποία επιβαρύνθηκε από την παράνομη, κατά την άποψή του, μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 ή από τον ανατοκισμό της εισφοράς αυτής, ώστε με τον υπολογισμό και τη συνάθροιση των επιμέρους κονδυλίων να προκύπτει το συνολικό υπερβάλλον ποσό, για να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού του, είτε το νόμιμο ύψος της οφειλής του, όπως αυτό θα διαμορφωνόταν εάν δεν είχαν λάβει χώρα η εν λόγω παράνομη μετακύλιση και ο παράνομος ανατοκισμός της εισφοράς του Ν. 128/1975. Κατ’ αποτέλεσμα των ανωτέρω, δεν είναι εφικτός ο λογιστικός έλεγχος του νόμιμου ύψους του επιδικασθέντος με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ποσού και η ακύρωση, σε περίπτωση που οι λόγοι ήθελαν κριθούν ουσιαστικά βάσιμοι, της διαταγής πληρωμής κατά τα αντίστοιχα μέρη, δοθέντος ότι, ακόμη και σε περίπτωση ενσωμάτωσης στο κεφάλαιο της απαίτησης παρανόμων ποσών ή ανατοκισμών δεν θίγεται η βεβαιότητα της απαίτησης, ούτε καθίσταται αυτή ανεκκαθάριστη, αλλά συνεπάγεται ακυρότητα των αντίστοιχων ποσών της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς να πλήττεται αυτή στο σύνολό της. Ανεξαρτήτως τούτου, οι ίδιοι λόγοι της ανακοπής είναι μη νόμιμοι και ως εκ τούτου απορριπτέοι, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη, καταρχήν είναι σύννομη η μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 στον ανακόπτοντα εγγυητή, βάσει σχετικών ρητών όρων της σύμβασης δανείου, όπως εν προκειμένω, χωρίς μάλιστα να απαιτείται ειδικότερη αιτιολόγηση της συμφωνίας αυτής. Επιπλέον δε, υπό τα εκτιθέμενα στην ανακοπή, κατά ρητή πρόβλεψη των όρων 5.8 της αρχικής υπ’ αριθ. …/15.01.2002 σύμβασης στεγαστικού δανείου και της μεταγενέστερης υπ’ αριθ. …../25.10.2005 δανειακής σύμβασης, η εισφορά του Ν. 128/1975 συνυπολογίζεται για την εξαγωγή του τελικού συμβατικού επιτοκίου που βαρύνει τον πρωτοφειλέτη – δανειολήπτη, επαυξάνοντας το ποσοστό αυτού, οπότε ο συνυπολογισμός της εισφοράς του Ν. 128/1975 εντάσσεται στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων, κατά τα αναλυτικώς αναφερόμενα στη νομική σκέψη, δεδομένου ότι η ανωτέρω εισφορά ενσωματώθηκε πλήρως, κατά ρητούς όρους της δανειακής σύμβασης, στο ποσοστό του επιτοκίου, με συνέπεια να αποτελεί το ποσό που την αναπαριστά ουσιαστικά ποσό τόκων και να ανατοκίζεται νομίμως ανά εξάμηνο. Επομένως, ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέοι, κατά τα προαναφερθέντα, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση με παρόμοιες σκέψεις, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται από την παρούσα (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), απέρριψε τους ως άνω λόγους της ανακοπής ως αόριστους, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου τρίτου λόγου της υπό κρίση έφεσης ως αβασίμου.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 31.10.2024 έφεση κατ’ ουσίαν, τα δε δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος – ανακόπτοντος, λόγω της ήττας του και κατόπιν σχετικού αιτήματος της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε ο εκκαλών – ανακόπτων, λόγω της ήττας του.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 31.10.2024 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2388/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. ………………../2024 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ που προκατέβαλε ο εκκαλών – ανακόπτων.

Επιβάλει σε βάρος του εκκαλούντος – ανακόπτοντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 28.05.2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ