Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 340/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  340/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας – ενάγουσας: της τελούσας υπό εκκαθάριση εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………..» που εδρεύει στον Πειραιά Αττικής, …………… και εκπροσωπείται νόμιμα από τους συνεκκαθαριστές αυτής ……….. και …………, οι οποίοι εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αριστείδη Τσαβδαρίδη (ΑΜ ……… Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).

Των εφεσίβλητων – εναγόμενων: 1) ………… 2) ……….., 3) …….. και 4) …………, κατοίκων …….. Αττικής, οδός ……., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κυριάκο Ξενάκη (ΑΜ ……….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 09.12.2022 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2022 και ειδικό …./2022 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 452/2024 οριστική απόφασή του, απέρριψε την αγωγή. Η εκκαλούσα – ενάγουσα προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 16.10.2024 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../17.10.2024 και ειδικό …/17.10.2024, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/18.10.2024 και ειδικό …/18.10.2024, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – ενάγουσας αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσίβλητων – εναγόμενων δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 452/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού δικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, απορρίφθηκε η από 09.12.2022 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2022 και ειδικό …/2022 αγωγή της εκκαλούσας – ενάγουσας. Η έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 16.10.2024 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 17.10.2024, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../17.10.2024 και ειδικό ……/17.10.2024 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 09.02.2024. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα – ενάγουσα το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 74, 75, 79, 118, 216 παρ. 1, 218 και 219 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται η διαζευκτική ή επικουρική εναγωγή διότι το πρόσωπο του δικαιούχου ενάγοντος και του υπόχρεου εναγόμενου πρέπει να είναι ορισμένο και θετικό και να συνάπτεται με τα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν την ιδιότητα αυτού, ως ενάγοντος ή εναγόμενου. Διαζευκτική εναγωγή υπάρχει όταν ενάγουν ή ενάγονται περισσότερα πρόσωπα, χωρίς να προσδίδεται σε ένα από αυτά, κατά τρόπο οριστικό ή θετικό, η ιδιότητα του ενάγοντος ή του εναγόμενου και δικαιούχου ή υπόχρεου αντίστοιχα, από την έννομη σχέση της δίκης. Επικουρική εναγωγή υπάρχει όταν ο δεύτερος και οι επόμενοι ενάγουν ή ενάγονται για την περίπτωση της απόρριψης της αγωγής κατά του αμέσως προηγουμένου αυτών. Και στις δύο περιπτώσεις δεν πρόκειται για ενεργητική ή παθητική ομοδικία, αντίστοιχα, των άρθρων 74 επ. του ΚΠολΔ, καθόσον οι ενάγοντες ή οι εναγόμενοι δεν είναι κοινωνοί της ίδιας απαίτησης ή υποχρέωσης, αντίστοιχα, έναντι του εναγόμενου ή του ενάγοντος, αντίστοιχα, αφού ένας μόνο είναι ο δικαιούχος ή ευθύνεται, αλλά υπάρχει αμφιβολία ως προς αυτούς. Επομένως, επί διαζευκτικής ή επικουρικής εναγωγής περισσοτέρων προσώπων η αγωγή είναι απαράδεκτη, λόγω της ακυρότητας του δικογράφου που δημιουργείται, επί μεν διαζευκτικής εναγωγής από την πλήρη αοριστία της αγωγής ως προς το πρόσωπο του διαδίκου, επί δε της επικουρικής εναγωγής λόγω της άσκησης της αγωγής υπό την αίρεση της απόρριψης αυτής ως προς τον ενάγοντα ή τον εναγόμενο, η οποία δεν επιτρέπεται, και συνεπώς απορρίπτεται και με αυτεπάγγελτη έρευνα από το δικαστήριο (ΑΠ 594/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1134/2014 ΧΡΙΔ 2015. 132, ΑΠ 605/2013 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294, 295, 296, 297, 299, 522 και 524 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, με την άσκηση παραδεκτής έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης, αναβιώνει η εκκρεμοδικία που δημιουργήθηκε με την έγερση της αγωγής, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση, και, συνεπώς, ο ενάγων έχει έκτοτε το δικαίωμα να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής του ή το δικαίωμα που ασκήθηκε μ’ αυτήν, είτε με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, είτε με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικό του, είτε με τις προτάσεις κατ’ άρθρο 297 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015. Για την παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής δεν απαιτείται εξουσία διάθεσης και αρκεί η γενική πληρεξουσιότητα του δικηγόρου που παρίσταται για τον παραιτούμενο (ΕφΑθ 45/1994 ΕΣυγκΔ 1995. 130), αφού ειδική προς τούτο πληρεξουσιότητα, απαιτείται μόνο για την παραίτηση από το σχετικό δικαίωμα, κατ’ άρθρο 98 του ΚΠολΔ (ΜονΕφΑθ 196/2024 ΝΟΜΟΣ). Η παραίτηση αυτή, κατά το στάδιο της έκκλητης δίκης και πριν ακόμα κριθεί η ουσιαστική βασιμότητα της έφεσης, αλλά μόνο η εμπρόθεσμη άσκησή της, επάγεται την κατάργηση της δίκης απαρχής και μάλιστα και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και την έμμεση άρση της ισχύος της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον γίνει χωρίς αντίρρηση του εναγόμενου, καθώς και όταν αντιλέγει μεν αυτός, αλλά δεν δικαιολογεί έννομο συμφέρον προς περάτωση της δίκης με έκδοση οριστικής απόφασης, ενώ, η κατά πιθανολόγηση κρίση του δικαστηρίου, για την ύπαρξη ή μη τέτοιου εννόμου συμφέροντος του αντιλέγοντος, είναι ανέλεγκτη (ΑΠ 1198/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1517/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔυτΣτΕλλ 65/2019 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 582/2022 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 136/2016 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΛαρ 356/2015 ΝΟΜΟΣ). Τυπική εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης με ιδιαίτερη διάταξη δεν απαιτείται, αφού, μετά από την παραίτηση, κηρύσσεται καταργημένη η δίκη και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και αυτό αναφέρεται στο διατακτικό της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 557/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1922/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 749/2009 Δίκη 2009. 999, ΕφΑθ 472/2009 ΕΦΑΔ 2009. 821, ΕφΑθ 78/2008 ΕλλΔνη 2008. 1459, ΕφΑθ 3644/2007 ΕΦΑΔ 2008. 817, ΕφΠατρ 66/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 3342/2021 ΝΟΜΟΣ contra ΕφΘεσ 133/2010 Αρμ 2013. 313, ΕφΙωαν 503/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 145/2007 ΝΟΜΟΣ, σύμφωνα με τις οποίες στο διατακτικό της απόφασης πρέπει να περιλαμβάνεται ρητή διάταξη για την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, ώστε να μην καταλείπεται καμία αμφιβολία γι’ αυτό). Το εμπρόθεσμο, όμως, της έφεσης ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, επειδή, εάν η έφεση είναι εκπρόθεσμη, η πρωτόδικη απόφαση έχει τελεσιδικήσει και η εκκρεμοδικία περατώθηκε, με συνέπεια να μην είναι δυνατόν να χωρήσει πλέον παραίτηση από την αγωγή (ΑΠ 368/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 138/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4670/2022 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 582/2022 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3342/2021 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στην περίπτωση ακυρότητας του δικογράφου της αγωγής λόγω διαζευκτικής ή επικουρικής εναγωγής περισσοτέρων εναγόμενων, μπορεί ο ενάγων να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής κατά των λοιπών διαζευκτικώς ή επικουρικώς εναγόμενων και ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, αφού με την έφεση επιτρέπεται στον εκκαλούντα να διορθώσει και να συμπληρώσει και δικές του παραδρομές ή παραλείψεις, ώστε να μην υπάρχει πλέον η αρχική ακυρότητα του δικογράφου της αγωγής (ΑΠ 118/1998 ΕλλΔνη 39. 536, ΑΠ 398/1997 ΕλλΔνη 38. 1782, ΕφΘες 1802/2000 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4395/1989 ΕλλΔνη 34. 1379). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την κατάργηση της δίκης είναι να έχει ο εναγόμενος ενώπιον του Εφετείου την ιδιότητα του διαδίκου ως εφεσίβλητος, δηλαδή η έφεση να στρέφεται και κατ’ αυτού (άρθρα 118, 520 και 517 του ΚΠολΔ), διότι διαφορετικά δεν είναι στην περίπτωση αυτή δυνατή η κατάργηση της δίκης και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (ΕφΘεσ 1802/2000 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, τελούσα υπό εκκαθάριση εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………….», στην από 09.12.2022 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……../2022 και ειδικό …./2022 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εξέθετε ότι συστήθηκε το έτος 1991, δυνάμει της υπ’ αριθ. ………/1991 πράξης της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αύξοντα αριθμό 261/15.03.1991 και κατόπιν δημοσίευσης σχετικής ανακοίνωσης στο ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ υπ’ αριθ. Φύλλου 657/1991, με έδρα το Δήμο Πειραιώς, επί της …. ….., σκοπό τις εργασίες γενικού τουρισμού και κάθε συναφή και ομοειδή εργασία, διάρκεια πενταετή, αρχικό κεφάλαιο 5.000.000 δραχμών, διαιρούμενο σε 500 εταιρικά μερίδια, αξίας 10.000 δραχμών έκαστο, αρχικούς εταίρους τον ……………… και τον πρώτο εναγόμενο, οι οποίοι συμμετείχαν στην εταιρία με 250 εταιρικά μερίδια έκαστος και ορίσθηκαν συνδιαχειριστές των εταιρικών υποθέσεων και εκπρόσωποι της εταιρείας, ενεργώντας από κοινού, ότι ακολούθως δυνάμει της υπ’ αριθ. ……/1996 πράξης της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αύξοντα αριθμό …../18.06.1996 και κατόπιν δημοσίευσης σχετικής ανακοίνωσης στο ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ υπ’ αριθ. Φύλλου 3552/1996, τροποποιήθηκε και κωδικοποιήθηκε το καταστατικό της εταιρείας, διευρύνθηκε ο σκοπός της, με τη συμπερίληψη ναυτιλιακών εργασιών, και ορίσθηκε η διάρκειά της εικοσαετής, ενώ δυνάμει της υπ’ αριθ. ……/1998 πράξης της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αύξοντα αριθμό 43/21.01.1999 και κατόπιν δημοσίευσης σχετικής ανακοίνωσης στο ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ υπ’ αριθ. Φύλλου 324/1999, τροποποιήθηκε και κωδικοποιήθηκε το καταστατικό της εταιρείας, αυξήθηκε το κεφάλαιο αυτής σε 15.000.000 δραχμές, διαιρούμενο σε 1.500 εταιρικά μερίδια, αξίας 10.000 δραχμών έκαστο, οι δε αρχικοί εταίροι   …….. και πρώτος εναγόμενος, συμμετείχαν στην εταιρία με 750 εταιρικά μερίδια έκαστος και ορίσθηκε ότι σε περίπτωση αδυναμίας του συνδιαχειριστή να ασκήσει τα καθήκοντά του, θα αναπληρώνεται από τον άλλο συνδιαχειριστή μόνο με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, ότι ακολούθως δυνάμει της υπ’ αριθ. ……../2003 πράξης της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αύξοντα αριθμό …………./23.12.2003 και κατόπιν δημοσίευσης σχετικής ανακοίνωσης στο ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ υπ’ αριθ. Φύλλου 13.684/2003, μετατράπηκε σε ευρώ και αυξήθηκε το κεφάλαιο της εταιρείας από 15.000.000 δραχμές σε 45.000,00 ευρώ, διαιρούμενο σε 1.500 εταιρικά μερίδια, αξίας 30,00 ευρώ έκαστο, οι δε αρχικοί εταίροι …. . και πρώτος εναγόμενος, συμμετείχαν στην εταιρία με 750 εταιρικά μερίδια έκαστος, ενώ δυνάμει της υπ’ αριθ. ……./2014 πράξης της συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, που καταχωρήθηκε νόμιμα στο Γ.Ε.Μ.Η. την 10.06.2014, με αριθμό καταχώρησης …… και κατόπιν δημοσίευσης σχετικής ανακοίνωσης στο ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ υπ’ αριθ. Φύλλου 5627/2014, αποφασίσθηκε η λύση της εταιρείας και η θέση αυτής σε εκκαθάριση, ενώ ορίσθηκαν ως συνεκκαθαριστές οι αρχικοί εταίροι ……………..και πρώτος εναγόμενος, πλην όμως ο τελευταίος ανακλήθηκε, δυνάμει της υπ’ αριθ. 43/2017 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, και στη θέση του ορίσθηκε ως συνεκκαθαριστής ο …………, οικονομολόγος, που αποποιήθηκε το διορισμό του και αντικαταστάθηκε, δυνάμει της υπ’ αριθ. 860/2018 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, από τον ………., οικονομολόγο – λογιστή, που επίσης αποποιήθηκε το διορισμό του και αντικαταστάθηκε, δυνάμει της υπ’ αριθ. 4234/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, από τον ……………, λογιστή – φοροτεχνικό, ότι κατά το χρονικό διάστημα από την 25.09.2009 έως την 18.09.2011, ο πρώτος εναγόμενος ενεργώντας με πρόθεση ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντας στην περιουσία του, το ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικό ποσό των 138.727,44 ευρώ, το οποίο περιήλθε στην κατοχή του λόγω της ιδιότητάς του ως συνδιαχειριστή της ενάγουσας εταιρείας, και το οποίο ανήκε στην τελευταία κατά κυριότητα, προερχόμενο από εισπράξεις των υπαλλήλων και των συνδιαχειριστών αυτής, ότι εξαιτίας της ανωτέρω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του πρώτου εναγόμενου που πληροί την υποκειμενική και την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της κακουργηματικής υπεξαίρεσης και ταυτόχρονα συνιστά αδικοπραξία, υπέστη περιουσιακή ζημία ύψους 138.727,44 ευρώ, αλλά και ηθική βλάβη, αφού θίχθηκε η επιχειρηματική φήμη και η εμπορική πίστη της ενάγουσας εταιρείας, λόγω της αδυναμίας αυτής να εκπληρώσει τις ληξιπρόθεσμες, οικονομικές υποχρεώσεις της και να πληρώσει τις εκδοθείσες από την ίδια τραπεζικές επιταγές, κατά την εμφάνισή τους προς πληρωμή, με αποτέλεσμα να διακόψει οριστικά τη λειτουργία της, να λυθεί και να τεθεί σε εκκαθάριση, ενώ προς αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης δικαιούται χρηματική ικανοποίηση ύψους 25.000,00 ευρώ, ότι ο πρώτος εναγόμενος είχε την κυριότητα των περιγραφόμενων στο αγωγικό δικόγραφο κατά θέση, έκταση και όρια οριζόντιων ιδιοκτησιών (διαμερισμάτων) της πολυώροφης οικοδομής που βρίσκεται στο …. Αττικής, οδός ……., τις οποίες μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής, δυνάμει του υπ’ αριθ. …………/15.09.2011 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., νόμιμα μεταγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αιγάλεω, στον δεύτερο, στον τρίτο και στον τέταρτο των εναγόμενων, υιούς του, και ειδικότερα μεταβίβασε στον δεύτερο εναγόμενο την πλήρη κυριότητα της οριζόντιας ιδιοκτησίας υπό στοιχεία Α, διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, αξίας 39.285,00 ευρώ κατά τη σύνταξη του συμβολαίου και 40.856,40 ευρώ κατά την άσκηση της αγωγής, στον τρίτο εναγόμενο την πλήρη κυριότητα της οριζόντιας ιδιοκτησίας υπό στοιχεία Β, διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου, αξίας 41.249,25 ευρώ κατά τη σύνταξη του συμβολαίου και 42.899,22 ευρώ κατά την άσκηση της αγωγής και στον τέταρτο εναγόμενο την ψιλή κυριότητα της οριζόντιας ιδιοκτησίας υπό στοιχεία ΙΣ, διαμέρισμα του ισογείου ορόφου, αξίας 26.572,05 ευρώ κατά τη σύνταξη του συμβολαίου και 30.705,48 ευρώ κατά την άσκηση της αγωγής, μολονότι αυτές οι οριζόντιες ιδιοκτησίες αποτελούσαν το μοναδικό περιουσιακό του στοιχείο, ο δε πρώτος εναγόμενος, κατά τη σύνταξη του συμβολαίου γονικής παροχής την 15.09.2011, είχε ήδη ιδιοποιηθεί παράνομα, ενσωματώνοντας το στην περιουσία του, το ποσό των 94.221,32 ευρώ, το οποίο ανήκε στην ενάγουσα εταιρεία και είχε περιέλθει στην κατοχή του λόγω της ιδιότητάς του ως συνδιαχειριστή αυτής, ότι η εν λόγω μεταβίβαση από χαριστική αιτία των μοναδικών περιουσιακών στοιχείων του πρώτου εναγόμενου, συνιστά καταδολιευτική δικαιοπραξία, έγινε δε με σκοπό να ματαιώσει ολικά την ικανοποίηση της χρηματικής απαίτησης της ενάγουσας σε βάρος του και με την άμεση συνδρομή του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου των εναγόμενων, οι οποίοι τελούσαν εν γνώσει του χρέους του πρώτου εναγόμενου, αλλά και του γεγονότος ότι απαλλοτριώνονται τα μοναδικά περιουσιακά του στοιχεία και ότι δεν υφίσταται υπόλοιπη περιουσία για την ικανοποίηση της ενάγουσας δανείστριας που έτσι θα υποστεί βλάβη από την απαλλοτρίωση, ενώ ο πρώτος εναγόμενος εξύφανε συμπαιγνία με τους λοιπούς εναγόμενους, μέλη της οικογένειάς του, σε βάρος της ενάγουσας με αποκλειστικό σκοπό να ματαιώσουν την ικανοποίηση της ανωτέρω χρηματικής απαίτησης της, ύψους 94.221,32 ευρώ, κατά τη σύνταξη του συμβολαίου την 15.09.2011, και της ανωτέρω χρηματικής απαίτησής της, ύψους 25.000,00 ευρώ, για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής της βλάβης. Με βάση αυτό το ιστορικό, και κατόπιν παραδεκτού, κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ, περιορισμού του καταψηφιστικού αγωγικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ζήτησε σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, λόγω παραγραφής της αξίωσής της για διάρρηξη της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, κατ’ άρθρο 946 του ΑΚ, αλλά και της αξίωσής της από την αδικοπραξία, κατ’ άρθρο 937 του ΑΚ, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου των εναγόμενων να της αποδώσουν την ωφέλεια που περιήλθε σε αυτούς, χωρίς νόμιμη αιτία και σώζεται μέχρι την άσκηση της αγωγής, και συγκεκριμένα να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του δεύτερου εναγόμενου να της αποδώσει το ποσό των 40.856,40 ευρώ που αντιστοιχεί στην αξία της μεταβιβασθείσας σ’ αυτόν οριζόντιας ιδιοκτησίας κατά την άσκηση της αγωγής, του τρίτου εναγόμενου να της αποδώσει το ποσό των 42.899,22 ευρώ που αντιστοιχεί στην αξία της μεταβιβασθείσας σ’ αυτόν οριζόντιας ιδιοκτησίας κατά την άσκηση της αγωγής και του τέταρτου εναγόμενου να της αποδώσει το ποσό των 30.705,48 ευρώ που αντιστοιχεί στην αξία της μεταβιβασθείσας σ’ αυτόν οριζόντιας ιδιοκτησίας κατά την άσκηση της αγωγής, επικουρικώς σε περίπτωση που απορριφθεί η αγωγή ως προς τον δεύτερο, τον τρίτο και τον τέταρτο των εναγόμενων, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του πρώτου εναγόμενου να της καταβάλει, λόγω της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του που συνίσταται στην τέλεση του αδικήματος της κακουργηματικής υπεξαίρεσης σε βάρος της, ως αποζημίωση το ανωτέρω ποσό των 138.727,44 ευρώ και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ανωτέρω ποσό των 25.000,00 ευρώ, και συνολικά το ποσό των 163.727,44 ευρώ, άλλως να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του πρώτου εναγόμενου να της καταβάλει το ίδιο ως άνω ποσό, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, λόγω παραγραφής της αξίωσής της από την αδικοπραξία, κατ’ άρθρο 937 του ΑΚ, άλλως να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του πρώτου εναγόμενου να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 94.221,32 ευρώ και το ανωτέρω ποσό των 25.000,00 ευρώ, και συνολικά το ποσό των 119.221,32 ευρώ, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, λόγω παραγραφής της αξίωσής της για διάρρηξη της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, κατ’ άρθρο 946 του ΑΚ, τα ποσά δε αυτά με το νόμιμο τόκο από την 20.09.2011, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί σε βάρος των εναγόμενων προσωπική κράτηση διάρκειας έξι μηνών ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 452/2024 οριστική απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη στο σύνολό της, λόγω της δικονομικά ανεπίτρεπτης επικουρικής εναγωγής, και συγκεκριμένα διότι ο πρώτος εναγόμενος ενάγεται μόνο επικουρικά, για την περίπτωση απόρριψης της αγωγής ως προς τον δεύτερο, τον τρίτο και τον τέταρτο των εναγόμενων, με αποτέλεσμα να έχει ασκηθεί η ένδικη αγωγή υπό την αίρεση της απόρριψής της ως προς τους κυρίως εναγόμενους, άσκηση που δεν επιτρέπεται, καθόσον η επικουρική εναγωγή δεν ανταποκρίνεται στην επιταγή για θετικό και ορισμένο προσδιορισμό των υποκειμένων της δίκης και θεωρείται επίμεμπτη, λόγω της αβεβαιότητας που δημιουργεί η αοριστία ως προς τα πρόσωπα των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα – ενάγουσα με την κρινόμενη έφεσή της, με τον μοναδικό λόγο της οποίας παραιτείται από το δικόγραφο της αγωγής ως προς τον επικουρικώς και υπό αίρεση πρώτο εφεσίβλητο – εναγόμενο, ώστε να εκλείψει η ακυρότητα αυτή του δικογράφου της αγωγής. Κατόπιν τούτων, εφόσον η υπό κρίση έφεση απευθύνεται και κατά του πρώτου εφεσίβλητου – εναγόμενου, ως προς τον οποίο παραιτείται η εκκαλούσα – ενάγουσα από το δικόγραφο της από 09.12.2022 αγωγής της με την έφεσή της, καταργείται η δίκη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας ως προς αυτόν. Η παραίτηση αυτή είναι σύννομη, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες νομικές σκέψεις, ενώ δεν απαιτείται ειδική προς τούτο πληρεξουσιότητα του δικηγόρου της εκκαλούσας – ενάγουσας, όπως αβασίμως υποστηρίζουν οι εφεσίβλητοι – εναγόμενοι, και συνεπάγεται την κατάργηση της δίκης ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο – εναγόμενο, για τον οποίο η αγωγή θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε, επιπλέον δε αίρει αναδρομικά την ακυρότητα του υπό κρίση αγωγικού δικογράφου, λόγω της επικουρικής εναγωγής. Οι εφεσίβλητοι – εναγόμενοι προέβαλαν αντιρρήσεις κατά της παραίτησης αυτής, πλην όμως δεν πιθανολογήθηκε η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος να περατωθεί η δίκη ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο – εναγόμενο, με την έκδοση οριστικής απόφασης, όπως απαιτεί το άρθρο 294 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα, με τις προτάσεις τους ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου οι εφεσίβλητοι – εναγόμενοι προέβαλαν αντιρρήσεις κατά της παραίτησης από το δικόγραφο της αγωγής ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο – εναγόμενο, επικαλούμενοι ότι έχουν έννομο συμφέρον να περατωθεί η δίκη με την έκδοση οριστικής απόφασης, διότι η εκκαλούσα – ενάγουσα μόλις απορριφθεί η ένδικη αγωγή της, θα ασκήσει νέα αγωγή εναντίον του πρώτου εφεσίβλητου – εναγόμενου. Ωστόσο, δεν πιθανολογήθηκε έννομο συμφέρον των εφεσίβλητων – εναγόμενων για την περάτωση της δίκης με την έκδοση οριστικής απόφασης ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο – εναγόμενο, αφού σε περίπτωση άσκησης νέας αγωγής της εκκαλούσας – ενάγουσας εναντίον του τελευταίου, θα δύναται αυτός να αρνηθεί να απαντήσει στη νέα αγωγή εωσότου καταβληθούν τα έξοδα της πρώτης δίκης, προβάλλοντας την ένσταση του άρθρου 295 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί καταργημένη τη δίκη ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο – εναγόμενο και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, ως προς τον οποίο η αγωγή θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε, χωρίς να αποφανθεί το δικαστήριο τούτο περί των εξόδων αυτού (βλ. ΜονΕφΑθ 3342/2021 ΝΟΜΟΣ), και ακολούθως πρέπει να γίνει δεκτή και κατ’ ουσίαν η από 16.10.2024 έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 452/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στο σύνολό της, και, αφού κρατηθεί και δικασθεί η υπόθεση, κατ’ άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ από το παρόν Δικαστήριο, να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή ως προς το παραδεκτό, τη νομική και την ουσιαστική βασιμότητά της, ως προς τον δεύτερο, τον τρίτο και τον τέταρτο των εφεσίβλητων – εναγόμενων, δοθέντος ότι έχει παύσει να υφίσταται η ακυρότητα του δικογράφου της ένδικης αγωγής, λόγω της επικουρικής εναγωγής.

Από τις διατάξεις των άρθρων 939 και 941 του ΑΚ προκύπτει ότι για τη γέννηση της αξίωσης προς διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας απαιτείται η συνδρομή των κατωτέρω προϋποθέσεων: α) απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη, γεννημένη κατά το χρόνο που ο τελευταίος επιχειρεί την απαλλοτρίωση, β) απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη περιουσιακού στοιχείου, γ) πρόθεση βλάβης των δανειστών, δ) γνώση του τρίτου υπέρ του οποίου η απαλλοτρίωση και ε) αφερεγγυότητα του οφειλέτη, η οποία συντρέχει όταν η υπολειπόμενη εμφανής περιουσία τούτου δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή. Σκοπός βλάβης υπάρχει όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι έχει χρέη και ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου η υπόλοιπη περιουσία του δεν θα επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών του, οι οποίοι έτσι θα υποστούν βλάβη από την απαλλοτρίωση. Η γνώση του τρίτου τεκμαίρεται όταν ο τρίτος είναι κατά την απαλλοτρίωση σύζυγος ή συγγενής σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό ή από αγχιστεία έως το δεύτερο βαθμό (άρθρο 941 εδ. β’ του ΑΚ), ενώ η ανωτέρω γνώση δεν απαιτείται αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία (άρθρο 942 του ΑΚ) (ΟλΑΠ 6/2003 ΕλλΔνη 2003. 402, ΑΠ 1382/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1319/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 91/2020 ΝΟΜΟΣ). Τέτοια είναι και η κατά το άρθρο 1509 του ΑΚ παροχή περιουσίας σε τέκνο από γονέα (γονική παροχή), αφού ναι μεν χαρακτηρίζεται στο άρθρο αυτό ως δωρεά κατά το ποσό που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, πλην όμως με το χαρακτηρισμό αυτό αποσκοπείται απλώς να αποκλεισθεί η δυνατότητα ανάκλησής της κατά το μέρος που αυτή δεν αποτελεί δωρεά, και όχι εξ αντιδιαστολής να χαρακτηρισθεί κατά το μέρος αυτό ως επαχθής δικαιοπραξία (ΑΠ 778/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 928/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1778/2006 ΝΟΜΟΣ). Τα ανωτέρω στοιχεία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 του ΚΠολΔ, πρέπει να αναφέρονται στην αγωγή για να είναι ορισμένο το δικόγραφο αυτής. Ακόμη, μεταξύ των στοιχείων, που πρέπει να περιέχει η αγωγή διάρρηξης για να είναι ορισμένη, περιλαμβάνονται το ποσό της απαίτησης του ενάγοντος δανειστή και η αξία του περιουσιακού στοιχείου που απαλλοτριώθηκε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, διότι η διάρρηξη δεν είναι αναγκαίως ολική, αλλά επέρχεται μόνο κατά το μέρος που ζημιώνεται ο δανειστής, εάν δε το απαλλοτριωθέν έχει μεγαλύτερη αξία από την απαίτηση του δανειστή, η διάρρηξη είναι μερική και εκφράζεται σε ποσοστό αντίστοιχο με την αξία της απαίτησης του δανειστή προς την αξία του απαλλοτριωθέντος (ΟλΑΠ 15/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 480/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 61/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 3/2020 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η καταδολίευση δανειστών, τελούμενη προς βλάβη τους, με την από τον οφειλέτη απαλλοτρίωση της περιουσίας του, ώστε να καθίσταται έναντι αυτών αναξιόχρεος, ρυθμιζόμενη ειδικώς από τα άρθρα 939 επ. του ΑΚ, δεν αποτελεί και αδικοπραξία, υπό την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, διότι είναι μεν παράνομη συμπεριφορά, αφού απαγορεύεται, ως συνέπειά της όμως τάσσεται με το νόμο όχι η αποζημίωση, αλλά η διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξης. Ακόμη και όταν η καταδολιευτική απαλλοτρίωση πληροί την αντικειμενική υπόσταση του κατά το άρθρο 937 του ΠΚ εγκλήματος, δεν έχει ως συνέπεια την αποζημίωση, αλλά τη διάρρηξη. Όμως, ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει και είναι δυνατή η εφαρμογή των περί αδικοπραξιών διατάξεων, όταν συντρέξουν στοιχεία περισσότερα ή βαρύτερα από εκείνα που απαιτούνται για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 939 επ. ΑΚ. Τούτο συμβαίνει, πλην άλλων περιπτώσεων, και όταν συντρέξουν οι όροι του άρθρου 386 του ΠΚ ή όταν υπάρχει συμπαιγνία μεταξύ του οφειλέτη και του τρίτου. Πρέπει να σημειωθεί ότι η συμπαιγνία αποτελεί περιστατικό, το οποίο βρίσκεται πέρα από το “δόλο του οφειλέτη” και τη “γνώση του τρίτου”, που αποτελούν κατά τα άρθρα 939 και 941 του ΑΚ προϋποθέσεις της διάρρηξης, εμφανίζει δε την συμπεριφορά αυτών ιδιαίτερα αξιόμεμπτη, αφού ο τρίτος όχι μόνο γνωρίζει και αποδέχεται ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του, αλλά αμφότεροι, με βάση σχέδιο το οποίο έχουν καταστρώσει, επιδιώκουν τούτο, συνεργαζόμενοι και ενεργώντας με διάφορα τεχνάσματα. Για τη δημιουργία ευθύνης προς αποζημίωση, κατά το άρθρο 914 του ΑΚ, απαιτείται συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια (εκ δόλου ή εξ αμελείας), επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Με την έννοια αυτή παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, που γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, κατά το άρθρο 914 του ΑΚ, υπάρχει και στην περίπτωση της καταδολίευσης των δανειστών που γίνεται από τον οφειλέτη με τη μεθοδευμένη μεταβίβαση των περιουσιακών του στοιχείων (ΟλΑΠ 12/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 601/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 184/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1383/2019 ΝΟΜΟΣ). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 946 του ΑΚ η αγωγή διάρρηξης παραγράφεται όταν περάσουν πέντε έτη από την απαλλοτρίωση. Η πενταετής αυτή παραγραφή αναφέρεται στην αγωγή διάρρηξης από ουσιαστική έννοια, και είναι ανεξάρτητα από την παραγραφή της απαίτησης σε ικανοποίηση της οποίας κατατείνει η διάρρηξη. Ο χρόνος της παραγραφής αυτής αρχίζει σε κάθε περίπτωση από το  χρονικό σημείο που έλαβε χώρα η απαλλοτριωτική δικαιοπραξία (ΑΠ 1695/1998 ΕλλΔνη 1999. 630), και όχι από τη μεταγραφή του συμβολαιογραφικού εγγράφου που συντάχθηκε (ΑΠ 258/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1885/2009 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τις διατάξεις του άρθρου 904 του ΑΚ που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, και του άρθρου 938 του ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος οφείλει αποζημίωση από αδικοπραξία έχει την υποχρέωση, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να αποδώσει ό,τι περιήλθε σ’ αυτόν, ακόμη και αν η απαίτηση από την αδικοπραξία έχει παραγραφεί, προκύπτει ότι αν από την τέλεση αδικοπραξίας δεν επήλθε μόνο ζημία σε άλλον, αλλά συγχρόνως και ωφέλεια του αδικοπραγήσαντος από την περιουσία ή με ζημία του αδικηθέντος, τότε και παρά την παραγραφή της αξίωσης από αδικοπραξία, υφίσταται αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία υπόκειται εφεξής στις ρυθμίσεις των άρθρων 904 επ. του ΑΚ. Επομένως, παρέπεται ότι για να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού και να αποτελέσουν βάση αγωγής, πρέπει να συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας, να έχει παραγραφεί η εξ αυτής αγωγή κατ’ άρθρο 937 του ΑΚ και να συντρέχουν και οι ως άνω προϋποθέσεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 359/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1439/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1430/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 275/2011 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αγωγή ως προς τον δεύτερο, τον τρίτο και τον τέταρτο των εναγόμενων, με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί η υποχρέωση αυτών να καταβάλουν στην ενάγουσα, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, λόγω παραγραφής της αξίωσής της για διάρρηξη της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, κατ’ άρθρο 946 του ΑΚ, αλλά και της αξίωσής της από την αδικοπραξία, κατ’ άρθρο 937 του ΑΚ, την ωφέλεια που περιήλθε σε αυτούς, χωρίς νόμιμη αιτία και σώζεται μέχρι την άσκηση της αγωγής, και συγκεκριμένα να αναγνωριστεί η υποχρέωση του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου των εναγόμενων να της αποδώσουν τα ποσά των 40.856,40 ευρώ, των 42.899,22 ευρώ και των 30.705,48 ευρώ, αντίστοιχα, τα οποία αντιστοιχούν στις αξίες των μεταβιβασθεισών σ’ αυτούς οριζόντιων ιδιοκτησιών κατά την άσκηση της αγωγής, είναι μη νόμιμη και απορριπτέα, καθόσον δεν περιέχονται στο δικόγραφό της περισσότερα ή βαρύτερα πραγματικά περιστατικά από αυτά που συγκροτούν την ιστορική βάση της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, κατ’ άρθρο 939 του ΑΚ, και ως εκ τούτου δεν δύναται να θεμελιωθεί αυτή στη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη. Ειδικότερα, η ενάγουσα επικαλείται μεν στην αγωγή της συμπαιγνία μεταξύ του πρώτου εναγόμενου και των λοιπών εναγόμενων, μελών της οικογένειάς του, σε βάρος της ενάγουσας με αποκλειστικό σκοπό να ματαιώσουν την ικανοποίηση της χρηματικής απαίτησής της από την τελεσθείσα σε βάρος της αδικοπραξία που συνίσταται στην τέλεση του αδικήματος της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, πλην όμως δεν εκτίθενται στο δικόγραφο τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν τη συμπαιγνία, παρά μόνο τα περιστατικά που συνιστούν τον δόλο του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου των εναγόμενων, αλλά και τη γνώση αυτών ως τρίτων, τα οποία, όμως, αποτελούν τις προϋποθέσεις της διάρρηξης, κατ’ άρθρα 939 και 941 του ΑΚ, της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης που έλαβε χώρα δυνάμει του υπ’ αριθ. …………/15.09.2011 συμβολαίου γονικής παροχής. Επομένως, εφόσον από το προπαρατεθέν περιεχόμενο της αγωγής δεν προκύπτει ότι εκτίθεται σ’ αυτήν ότι συνέτρεξαν στοιχεία περισσότερα και βαρύτερα από εκείνα που απαιτούνται για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 939 επ. του ΑΚ, ήτοι πραγματικά περιστατικά που να στοιχειοθετούν την επικαλούμενη συμπαιγνία των εναγόμενων σε βάρος της, δεν συγκροτείται αδικοπρακτική συμπεριφορά και ευθύνη του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου των εναγόμενων από την καταδολιευτική απαλλοτρίωση, η οποία να δύναται να θεμελιωθεί στις διατάξεις των άρθρων 914, 926 και 939 του ΑΚ. Συνεπώς, εφόσον, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, δεν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας από την εν λόγω καταδολιευτική απαλλοτρίωση, δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι επικαλούμενες διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, κατ’ άρθρο 938 του ΑΚ, αφού για να εφαρμοστούν αυτές και να αποτελέσουν τη βάση σχετικής αγωγής, πρέπει να συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας, να έχει παραγραφεί η εξ αυτής αγωγή, κατ’ άρθρο 937 του ΑΚ, και να συντρέχουν και οι προϋποθέσεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη. Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη η από 09.12.2022 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./2022 και ειδικό …./2022 αγωγή ως προς τον δεύτερο, τον τρίτο και τον τέταρτο των εναγόμενων. Περαιτέρω, λόγω της νίκης της εκκαλούσας – ενάγουσας πρέπει να επιστραφεί σε αυτήν το κατατεθειμένο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Ενόψει της εξαφάνισης της εκκαλουμένης απόφασης, κατά τα προαναφερθέντα, εξαφανίζεται και η περί επιβολής των δικαστικών εξόδων διάταξή της, και ακολούθως τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ της εκκαλούσας – ενάγουσας και του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου των εφεσίβλητων – εναγόμενων, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων που εφαρμόστηκαν, αλλά και διότι εκτιμωμένων των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ, όπως το πρώτο άρθρο τροποποιήθηκε με το άρθρο 116 παρ. 1β’ του Ν. 4842/2021 και διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4871/2021 ΦΕΚ Α’ 246/10.12.2021 και εφαρμόζεται και σε εκκρεμείς υποθέσεις ως ειδικότερο του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κηρύσσει καταργημένη τη δίκη ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο – εναγόμενο, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, ως προς τον οποίο θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε η από 09.12.2022 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2022 και ειδικό …./2022 αγωγή.

Δικάζει αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την από 16.10.2024 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 452/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν, την από 16.10.2024 έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 452/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 09.12.2022 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2022 και ειδικό ……/2022 αγωγή.

Απορρίπτει την αγωγή ως προς τον δεύτερο, τον τρίτο και τον τέταρτο των εφεσίβλητων – εναγόμενων.

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα – ενάγουσα του παραβόλου υπέρ Δημοσίου με αριθμό ……./2024 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ της εκκαλούσας – ενάγουσας και του δεύτερου, του τρίτου και του τέταρτου των εφεσίβλητων – εναγόμενων, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 28.05.2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ