Αριθμός 125/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα, Κ.Δ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την υπ’ αριθμ. Ε ……… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, ………, που προσκομίζει με επίκληση ο εκκαλών προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και κλήση για να παραστεί στη συζήτηση, κατά τη δικάσιμο αυτή, επιδόθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα, στον εφεσίβλητο. Ο τελευταίος, όμως, δεν εμφανίστηκε, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, στην παραπάνω δικάσιμο, από τη νόμιμη σειρά του πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και πρέπει, επομένως, να δικαστεί ερήμην, η διαδικασία, ωστόσο, θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 524 παρ 4 ΚΠολΔ).
Η κρινόμενη από 19.2.2016 (και με αριθμ.εκθ.καταθ.ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ……..) έφεση κατά της υπ. αριθμ. 1056/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών(άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν.4335/2015), ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της νόμιμης προθεσμίας των τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης αποφάσεως, εφόσον από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει, ούτε ο εκκαλών επικαλείται επίδοσης αυτής (άρθρα 495 παρ.1, 499, 500, 511, 513, 516, 517 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, ως αυτό ίσχυε πριν από την τροποποίησή του από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω, ενόψει του χρόνου δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης, βλ.και Β.Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, έκδ.2015, σελ.240). Συνεπώς, η έφεση, η οποία αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 19 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ), μέσα στα όρια, που καθορίζονται από τους λόγους της (βλ. άρθρο 522 ΚΠολΔ), χωρίς να απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου, που ορίζεται από το άρθρο 495 ΚΠολΔ, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής.
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εξέθετε στην από 27.12.2012 και με αριθμ.έκθ.καταθ ……../10.1.2013 αγωγή του που άσκησε σε βάρος του εναγόμενου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τη δέουσα εκτίμηση του δικογράφου, ότι δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήφθη στις 01.01.2008, προσελήφθη από τον εναγόμενο, προκειμένου να απασχοληθεί στην ατομική επιχείρηση που διατηρεί ο τελευταίος, με αντικείμενο δραστηριότητας τις χωματουργικές εργασίες – κατεδαφίσεις, υπό την ειδικότητα του οδηγού φορτηγού οχήματος, απασχολούμενος επί εξαήμερο (Δευτέρα έως και Σάββατο) αντί συμφωνηθεισών μηνιαίων αποδοχών ποσού 1.105 ευρώ. Ότι σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής, παρείχε τις υπηρεσίες του μέχρι τις 29.12.2011, οπότε αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του, χωρίς ωστόσο ο εναγόμενος να του καταβάλει τις μηνιαίες αποδοχές, καθώς και τα επιδόματα εορτών και αδείας του χρονικού διαστήματος από 01.07.2009 μέχρι 29.12.2011. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε, μετά από παραδεκτό και νόμιμο περιορισμό του αιτήματος από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 19.890 ευρώ, που αποτελεί το άθροισμα δεδουλευμένων μισθών για το χρονικό διάστημα από 1.7.2009 έως 31.12.2009, συν το δώρο Χριστουγέννων 2009 και δεδουλευμένων αποδοχών από 1.1.2010 έως 30.9.2010, περιλαμβανομένων των επιδομάτων Πάσχα και αδείας 2010, να αναγνωρισθεί δε ότι οφείλει να του καταβάλει το υπόλοιπο για τις ως άνω αιτίες ποσό, ήτοι αυτό 19.890 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από τότε που το κάθε επί μέρους ποσό κατέστη κατά νόμο απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επικουρικά και σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος τυγχάνει άκυρη, ο ενάγων ζητούσε τα ως άνω ποσά με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, επειδή ο εναγόμενος κατέστη πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία, κατά τα αιτούμενα στην αγωγή ποσά. Τέλος ζητούσε να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, κατά το καταψηφιστικό σκέλος της και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του. Επί της αγωγής αυτής, συζητήσεως γενομένης αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η με αριθμό 1056/2014 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που αφού έκρινε καθ όλα ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, ως προς αμφότερες τις βάσεις της και ως προς όλα τα αναφερόμενα ως άνω κονδύλιά της, δέχτηκε εν μέρει αυτή ως βάσιμη και στην ουσία της. Συγκεκριμένα, υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλλει στον ενάγοντα, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, το συνολικό ποσό των 8.840 ευρώ, που αφορά δεδουλευμένους μισθούς του ενάγοντος για το χρονικό διάστημα από 1.7.2009 έως 31.12.2009, πλέον του επιδόματος των Χριστουγέννων 2009, Πάσχα 2009 και αδείας 2009, με το νόμιμο τόκο κατά τους χρόνους που αναφέρονται ειδικότερα στο σκεπτικό της ως άνω απόφασης. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται τώρα ο ενάγων-εκκαλών, με την ένδικη έφεσή του και για τον αναφερόμενο σ αυτή λόγο, που συνίσταται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει στο σύνολό της δεκτή η κρινόμενη αγωγή του.
Κατά το άρθρο 655 του ΑΚ στη σύμβαση εργασίας, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της συμβάσεως, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά. Σε κάθε περίπτωση μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός, που αντιστοιχεί στο χρόνο έως την λήξη. Ανεξάρτητα, όμως, από το άρθρο 655 του ΑΚ για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και τα επιδόματα αδείας, τάσσεται από το νόμο (άρθρο 10 της ΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 1082/1980, 4 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, του ν. 4504/1961 και 1 παρ. 3 του ν.δ/τος 4547/1966) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου, η 30η Απριλίου και η τελευταία το αργότερο του οικείου έτους, αντίστοιχα), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες, κατά το άρθρο 345 εδ. α΄ ΑΚ (ΟλΑΠ 40/2002, ΟλΑΠ 39/2002, ΑΠ 286/2013, ΑΠ 1339/2005, δημοσιευμένες στη Νόμος). Σε περίπτωση δε λύσεως της σχέσεως εργασίας με οποιονδήποτε τρόπο, πριν ο μισθωτός λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο μισθωτός αυτός δικαιούται να λάβει τις αποδοχές και το επίδομα άδειας κατά τον χρόνο λύσεως της σχέσεως εργασίας, που αποτελεί δήλη ημέρα πληρωμής, από την οποία και οφείλεται τόκος υπερημερίας, το ίδιο δε ισχύει και για το επίδομα εορτών Πάσχα ή Χριστουγέννων, αν η σύμβαση εργασίας λύθηκε πριν την 30ή Απριλίου ή την 31η Δεκεμβρίου αντίστοιχα (άρθρα 341, 345 ΑΚ, βλ. ΑΠ 1649/2012, ΑΠ 1549/2011, ΑΠ 796/2011, ΕφΘεσ 657/2016, δημοσιευμένες στη Νόμος). Περαιτέρω όπως ορίζεται από το άρθρο 1 του ν. 1082/1980, το επίδομα Χριστουγέννων παρέχεται πλήρες αν η εργασιακή σχέση διήρκεσε σε όλη την περίοδο από 1ης Μα’ί’ου έως και 31 Δεκεμβρίου, ενώ το επίδομα Πάσχα από 1η Ιανουαρίου έως 30 Απριλίου, με την περαιτέρω πρόβλεψη ότι η τυχόν μειωμένη χρονικά παροχή της εργασίας στην παραπάνω περίοδο, μειώνει ανάλογα και το επίδομα αυτό, το επίδομα δε Χριστουγέννων είναι ίσο με ένα μηνιαίο μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό ενώ το επίδομα Πάσχα για τους ίδιους ως άνω αμειβόμενους είναι ίσο με μισό μηνιαίο μισθό. Αναφορικά με τους εργαζόμενους που απασχολούνται με σύμβαση ορισμένου χρόνου ή σε εποχιακές εργασίες, τα επιδόματα εορτών παρέχονται πλήρη ή μειωμένα, με βάση ορισμένη αναλογία στο σύνολο των ημερών, για τις οποίες οι εργαζόμενοι των κατηγοριών αυτών απασχολήθηκαν πραγματικά (ΑΠ 346/1997 ΔΕΝ 53.701). Ως τακτικές αποδοχές θεωρούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός καθώς και οποιαδήποτε άλλη εργοδοτική παροχή (τροφή, κατοικία κλπ.). Εξάλλου, το επίδομα άδειας, το οποίο προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 3§16 του ν.δ. 4504/1966 καθορίζεται σε μισό μισθό για τους εργαζομένους που αμείβονται με μισθό και τα 13 ημερομίσθια, για όσους εργαζόμενους αμείβονται με ημερομίσθια. Στη περίπτωση που δεν έχει συμπληρωθεί ο βασικός χρόνος της 12μηνης εργασιακής σχέσης οι αποδοχές άδειας για τους μισθωτούς πριν πάρουν την κανονική άδεια υπολογίζονται σε δύο ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησής τους. Επίσης ανάλογο επίδομα άδειας καταβάλλεται σ` αυτούς (ΟλΑΠ 11/1991, ΑΠ 346/1997, ΕφΔωδ 86/2006, δημοσιευμένες στη Νόμος)
Στην προκειμένη περίπτωση, από τις ένορκες καταθέσεις των δύο μαρτύρων (ένας για κάθε πλευρά), που εξετάστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα, με την εκκαλούμενη, πρακτικά συνεδριάσεώς του και από όλα τα έγγραφα, που επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών-ενάγων αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων την 1.1.2008 ο ενάγων προσλήφθηκε από τον εναγόμενο, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως οδηγός τετραξονικού φορτηγού οχήματος στην ατομική επιχείρηση που διατηρεί ο τελευταίος με αντικείμενο δραστηριότητας τις χωματουργικές εργασίες – κατεδαφίσεις, απασχολούμενος επί πενθήμερο και οκτώ (8) ώρες ημερησίως, αμειβόμενος έναντι συμφωνηθεισών μηνιαίων αποδοχών ποσού 1.105 ευρώ. Σε εκτέλεση της άνω σύμβασης, ο ενάγων παρείχε προσηκόντως την εργασία του στην επιχείρηση του εναγομένου, οδηγώντας το με αριθμ. κυκλοφορίας ……… φορτηγό αυτοκίνητο, ωστόσο ο εναγόμενος, από τον Ιούλιο του έτους 2009 και εφεξής επέδειξε ασυνέπεια ως προς την εκπλήρωση των εκ της συμβάσεως εργασίας απορρεουσών υποχρεώσεών του, καθυστερώντας αφ ενός μεν να καταβάλει στον ενάγοντα τις πάσης φύσεως δεδουλευμένες αποδοχές του, αφ ετέρου δε να ασφαλίσει τον ενάγοντα στο ΙΚΑ. Η ως άνω αντισυμβατική συμπεριφορά του εναγομένου συνεχίστηκε μέχρι και τις 20.12.2011, οπότε ο ενάγων αναγκάστηκε να αποχωρήσει οικειοθελώς από την εργασία του. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ως προς το χρόνο λήξης της εργασιακής σχέσης του ενάγοντος στον εναγόμενο, για τον οποίο ερίζουν οι διάδικοι, καθώς, κατά τον ενάγοντα είναι αυτός της 29.12.2011 ενώ κατά τον εναγόμενο είναι αυτός της 31.12.2009, προέκυψε από τη συνεκτίμηση του εισφερόμενου στο Δικαστήριο αποδεικτικού υλικού, ενισχύεται, όμως, αφ ενός μεν από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον ενάγοντα έγγραφο του ΙΚΑ Πειραιά με ημερομηνία 20.12.2011 και τίτλο ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ, στην οποία σημειώνεται ότι ο ίδιος ο ενάγων κατήγγειλε τον εναγόμενο για την μη ασφαλιστική τακτοποίηση της εργασίας του σ αυτόν για τη χρονική περίοδο από 1.7.2009 έως 20.12.2011 και όχι 29.12.2011, που αυτός επικαλείται ως χρόνο λήξεως της εργασιακής του σχέσης σ αυτόν σε συνδυασμό με την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον τελευταίο (ενάγοντα) με αριθμό ΠΕΕ Μ ……. του ΙΚΑ, σύμφωνα με την οποία επιβλήθηκε στον εναγόμενο για την ως άνω διαπιστωθείσα παράνομη συμπεριφορά του (ήτοι τη μη ασφάλιση του ενάγοντος για το ως άνω χρονικό διάστημα) το ποσό των 19.918,44 ευρώ. Ενόψει των ανωτέρω, σε συνδυασμό με την προηγηθείσα νομική σκέψη, ο ενάγων διατηρεί κατά του εναγομένου τις ακόλουθες αξιώσεις: α) για δεδουλευμένους μισθούς για το χρονικό διάστημα από 01.07.2009 έως 31.12.2009, το ποσό των 6.630 ευρώ (ήτοι 1.105 ευρώ μηνιαίος μισθός X 6 μήνες), β) για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2009, το ποσό των 1.105 ευρώ, γ) για επίδομα εορτών Πάσχα 2009, το ποσό των 552,50 ευρώ (ήτοι 1.105 μηνιαίος μισθός X 1/2), δ) για επίδομα αδείας 2009, το ποσό των 552,50 ευρώ (ήτοι 1.105 ευρώ μηνιαίος μισθός X 1/2) Επομένως συνολικά για τις πιο πάνω αιτίες, ο ενάγων δικαιούται να αξιώσει το ποσό των 8.840 ευρώ (6.630 + 1.105 + 552,50 + 552,50), όπως έκρινε, εξάλλου και η εκκαλουμένη, η οποία δεν πλήττεται, ως προς το κεφάλαιό της αυτό από τον ενάγοντα-εκκαλούντα με την κρινόμενη έφεση. Δικαιούται, εξάλλου, αυτός περαιτέρω, ενόψει των προαναφερόμενων για το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως και 20-12-2011 τα κάτωθι ποσά: α) για δεδουλευμένες αποδοχές για το χρονικό διάστημα από 01.1.2010 έως 30.9.2010, το ποσό των 9.945 ευρώ ( 1.105 μηνιαίος μισθός Χ9 μήνες) και από 1.10.2010 έως 20.12.2011 το ποσό των 16.221,4 ευρώ (14 μήνες Χ1105 ευρώ=15470 ευρώ + 751,4 ευρώ (για αποδοχές του μηνός Δεκεμβρίου 2011 και δη για 17 εργάσιμες ημέρες αυτού (1105 μηνιαίος μισθός:25=44,2Χ17 εργάσιμες ημέρες β) για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2010, το ποσό των 1105 ευρώ και για το έτος 2011, ενόψει του ότι το εν λόγω έτος δεν απασχολήθηκε ολόκληρο το διάστημα από 1.5 έως 31.12, το ποσό των 1.088,75 ευρώ (1.105 ευρώ μηνιαίος μισθός Χ 0,9853 συντελεστής που αντιστοιχεί στις 234 ημερολογιακές ημέρες απασχόλησης του ενάγοντος για το χρονικό διάστημα από 1.5 έως 20.12.2011, βλ.και Αρχ.Καμπάνταης, Εργατικά Ζητήματα για μισθωτούς και εργοδότες, έκδ.2004, σελ.558-559), γ) επίδομα εορτών Πάσχα 2010 και 2011 το ποσό των 552,50 ευρώ για έκαστο έτος (ήτοι 1.105 μηνιαίος μισθός X 1/2), δ) επίδομα αδείας 2010 και 2011 το ποσό των 552,50 ευρώ για έκαστο έτος (ήτοι 1.105 ευρώ μηνιαίος μισθός X 1/2). Ήτοι συνολικά ο ενάγων για τις ως άνω αιτίες δικαιούται το συνολικό ποσό των 39.410,15 ευρώ (8.840+ 9.945+ 16.221,4+ 1105+ 1088,75+ 552,50+ 552,50+ 552,50+ 552,50). Η ένσταση εξόφλησης του ανωτέρω ποσού, που παραδεκτά και νόμιμα πρότεινε πρωτόδικα ο εναγόμενος, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με τις έγγραφες προτάσεις του, ως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των τελευταίων από το Δικαστήριο αυτό, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη καθόσον ουδόλως αποδείχτηκε από το σύνολο του εισφερόμενου στο Δικαστήριο αποδεικτικού υλικού. Από την παραδεκτή, εξάλλου, επισκόπηση των ως άνω προτάσεων του εναγόμενου προκύπτει ότι ο τελευταίος ισχυρίσθηκε ότι η ένδικη αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως καταχρηστικώς ασκηθείσα από τον ενάγοντα, αφού ο τελευταίος (κατά τον εναγόμενο) άσκησε αυτήν ενώ, κατά τα επί λέξει αναγραφόμενα στο δικόγραφο των προτάσεών του «γνωρίζει πολύ καλά ότι ουδέν ποσό οφείλει σ αυτόν». Ο ισχυρισμός αυτός, περί καταχρηστικής ασκήσεως του ενδίκου δικαιώματος πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος. Και τούτο διότι, τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά συνιστούν άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής, εφόσον ο εναγόμενος αρνείται, στην ουσία, την ύπαρξη του ένδικου δικαιώματος του ενάγοντος, δεν είναι δε, ως εκ τούτου, δυνατή η εκ μέρους του προβολή της ένστασης καταχρηστικής άσκησης του ανωτέρω ανύπαρκτου δικαιώματος (ΑΠ 950/1989 ΕλλΔνη 32.77, ΕφΠειρ 13/1995 ΕλλΔνη 1996.432, ΕφΠειρ 470/1992, ΕπΝαυτΔ 1993.256). Η εκκαλούμενη απόφαση επιδίκασε συνολικά στον ενάγοντα, για δεδουλευμένους μισθούς του, δώρα εορτών και επιδόματα αδείας, κατά τα προαναφερόμενα, το ποσό των 8.840 ευρώ, δεχόμενη ότι ο ενάγων εργάστηκε στον εναγόμενο μέχρι τις 31.12.2009 και όχι έως τις 20.12.2011, ως αποδείχτηκε, κατά τα προαναφερόμενα. Έτσι όμως, όπως έκρινε, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις κατά παραδοχή ως εν μέρει βάσιμου και κατ ουσίαν του σχετικού μοναδικού λόγου της έφεσης του ενάγοντος. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου της έφεσης προς έρευνα, πρέπει αυτή να γίνει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί στο σύνολό της, για την ενότητα της εκτέλεσης, η εκκαλουμένη απόφαση (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 1985, 642, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδ. 2003, παρ. 1143, σελ. 430) και αναγκαίως και ως προς τη διάταξή της, περί δικαστικών εξόδων. Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο και ερευνηθεί κατ’ ουσίαν, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, (άρθρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή στην ουσία της ως βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα, ενόψει και του ως άνω αγωγικού αιτήματος, το ποσό των 19.890 ευρώ, που αντιστοιχεί σε δεδουλευμένους μισθούς του για το χρονικό διάστημα από 1.7.2009 έως 30.9.2010, πλέον επιδόματος Χριστουγέννων 2009, πλέον επιδομάτων Πάσχα και αδείας του 2010, να αναγνωρισθεί δε ότι υποχρεούται να του καταβάλει το ποσό των 19.520,15 ευρώ, που αντιστοιχεί σε δεδουλευμένους μισθούς, επιδόματα εορτών και αδείας για το χρονικό διάστημα από 1.10.2010 έως και 20.12.2011, με το νόμιμο τόκο, ενόψει και της προηγηθείσας νομικής σκέψης, τα επιμέρους κονδύλια, που αντιστοιχούν σε δεδουλευμένους μισθούς χρονικού διαστήματος από 1.7.2009 έως και 30.11.2011 από την αρχή κάθε επόμενου μήνα από εκείνον στον οποίο παρασχέθηκε η κάθε επιμέρους εργασία, το δώρο Χριστουγέννων 2009 και 2010, από 1.1.2010 και 1.1.2011 αντίστοιχα, το επίδομα εορτών Πάσχα 2009,2010 και 2011, από 1.5.2009,1.5.2010 και 1.5.2011 αντίστοιχα, το επίδομα αδείας 2009 και 2010, από 1.1.2010 και 1.1.2011 αντίστοιχα και το δώρο Χριστουγέννων 2011, επίδομα αδείας 2011 και μισθός Δεκεμβρίου 2011, από τις 21.12.2011, ήτοι από την επομένη της λύσης της ένδικης εργασιακής σχέσης, που έλαβε χώρα στις 20.12.2011. Μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας βαρύνουν τον εναγόμενο, λόγω της εν μέρει ήττας του στη δίκη αυτή ( άρθρο 178 παρ.1 και 183 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να ορισθεί το παράβολο, για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας (άρθρ. 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά της παρούσας αποφάσεως, από τον απολιπόμενο εφεσίβλητο, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του εφεσιβλήτου την έφεση κατά της με αριθμό 1056/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290 €) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ, στο σύνολό της, την ως άνω εκκαλουμένη απόφαση.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και
ΔΙΚΑΖΕΙ επί της αγωγής.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα εννέα χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα (19.890) ευρώ και ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι υποχρεούται να του καταβάλει το ποσό των δέκα εννέα χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι ευρώ και δέκα πέντε λεπτών (19.520,15 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επί μέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται στο σκεπτικό, μέχρι την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στον Πειραιά, στις 7.2.2019, απόντων των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου του εκκαλούντος.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ