Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 391/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης  391/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(3ο ΤΜΗΜΑ)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Ελένη Μούρτζη Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Της εκκαλούσας : Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………….» και δ.τ. «……….», (ΑΦΜ ………), που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ……….) και εκπροσωπείται νόμιμα, ως οιονεί καθολική διάδοχος, κατόπιν συγχώνευσης διά απορρόφησης της άλλοτε εταιρίας με την επωνυμία «……….» και δ.τ. «………….», με έδρα στην Αθήνα (οδός ………), (ΑΦΜ ……….), σύμφωνα με τη με αριθ. πρωτ. 2253 απόφαση της Αντιπεριφειάρχου Π.Ε. Κεντρικού Τομέα Αθηνών, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Θωμά Γούμενο του Νικολάου, (ΑΜ ……… Δ.Σ.Αθηνών), βάσει δηλώσεως.

Της εφεσίβλητης : Ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «……….», (ΑΦΜ ……), που εδρεύει στην …….. Αττικής (οδός ……..) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Ιωάννη Τιμαγένη του Γρηγορίου (ΑΜ  Δ.Σ. ……… Πειραιώς).

Η εκκαλούσα με την από 6-6-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./11-4-2022) αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ζήτησε να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 3250/29-9-2023 απόφασή του απέρριψε την αγωγή. Ήδη η εκκαλούσα με την από 17-1-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΑΚΕΜ ……../17-1-2024) έφεσή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/19-1-2024, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 10-10-2024 και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την απόφαση αυτή. Κατά τη δικάσιμο εκείνη το Δικαστήριο ανέβαλε τη συζήτηση της υπόθεσης για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο αλλά κατέθεσε την από 4-12-2024 μονομερή δήλωσή του, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και προκατέθεσε προτάσεις, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης παραστάθηκε στο ακροατήριο και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 17-1-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΑΚΕΜ …………./17-1-2024) έφεση της ενάγουσας της από 6-6-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./11-4-2022) αγωγής – και ήδη εκκαλούσας, κατά της με αριθμό 3250/29-9-2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την παραπάνω αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών -μισθωτικών διαφορών, αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και έχει ασκηθεί στις 17-1-2024, νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 19, 144 παρ. 2, 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1 και 2, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1, 591 παρ. 1 και 7, 614 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), καθόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, από τη δημοσίευση της οποίας μέχρι την άσκηση της ενδίκου εφέσεως δεν παρήλθε διετία. Επίσης, έχει κατατεθεί το απαιτούμενο παράβολο (δυνάμει του με αριθ. ……………….. ηλεκτρονικού -e- παραβόλου ποσού 100 ευρώ), σύμφωνα με σχετική επισημείωση της Γραμματέως του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση επί του εφετηρίου, που προβλέπεται στο άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α στοιχ. β του Κ.Πολ.Δ.. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η κρινόμενη έφεση και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 533 παρ. 1, 591 παρ. 7 του Κ.Πολ.Δ.).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 43 του π.δ. 34/1995, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.1 άρθρου 17 Ν.3853/2010(ΦΕΚ Α 90/17.6.2010), “Ο μισθωτής μπορεί μετά την πάροδο ενός (1) έτους από την έναρξη της σύμβασης να καταγγείλει τη μίσθωση. Η καταγγελία γίνεται εγγράφως τα δε τα αποτελέσματά της επέρχονται μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από τη γνωστοποίησή της. Στην περίπτωση αυτή ο μισθωτής οφείλει στον εκμισθωτή ως αποζημίωση ποσό ίσο με ένα (1) μηνιαίο μίσθωμα, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί κατά το χρόνο καταγγελίας της μίσθωσης”. 2. Το δικαίωμα καταγγελίας της εμπορικής μίσθωσης, σύμφωνα με το άρθρο 43 του π.δ. 34/1995 (ΦΕΚ 30 Α), έχει ο μισθωτής, ακόμη κι αν έχει παραιτηθεί από αυτό σύμφωνα με το άρθρο 45 του π.δ. 34/1995. Καταγγελία που έχει ήδη ασκηθεί κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, ενώ ο μισθωτής είχε παραιτηθεί νόμιμα από αυτό το δικαίωμα, θεωρείται έγκυρη, τα δε αποτελέσματα της επέρχονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, όχι όμως πριν τη δημοσίευση του νόμου. Ο μισθωτής υποχρεούται στην περίπτωση αυτή σε καταβολή αποζημίωσης ίση με το ποσόν ενός μισθώματος, όπως αυτό ανερχόταν τρεις μήνες πριν την επέλευση των αποτελεσμάτων της καταγγελίας. 3. […] 4. Οι παράγραφοι 2 και 3 ισχύουν για καταγγελίες, που θα γίνουν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2012 και αφορούν μισθώσεις ακινήτων που έχουν συναφθεί πριν τη δημοσίευση του παρόντος νόμου”. Η προθεσμία της παρ. 4 του άρθρου 17 του Ν. 3853/10 (ΦΕΚ Α 90) παρατάθηκε μέχρι τη 31.12.2013, με το άρθρο 6 της από 18.12.2012 Π.Ν.Π., ΦΕΚ Α’ 246/12.12.2012. Ειδικότερα, λόγω της διαφαινόμενης οικονομικής κρίσης, όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο, αλλά και παγκοσμίως, ο νομοθέτης προχώρησε σε τροποποιήσεις των διατάξεων, μεταξύ άλλων και της εμπορικής νομοθεσίας και δυνάμει του άρθρου 17 παρ. 1 του Ν. 3853/2010 (ΦΕΚ Α’ 90/17.6.2010) τροποποιήθηκε το άρθρο 43 του Π.Δ. 34/1995, που ρύθμιζε το δικαίωμα καταγγελίας της εμπορικής μισθώσεως εκ μέρους του μισθωτή, λόγω μεταμέλειας, από το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, ο μισθωτής είχε παραιτηθεί με ρητή συμφωνία. Με την τροποποίηση αυτή επήλθε σύντμηση, τόσο του χρόνου που πρέπει να έχει μεσολαβήσει από την έναρξη της μισθωτικής σχέσεως, προκειμένου να γεννηθεί το δικαίωμα καταγγελίας (ένα έτος αντί για δύο), όσο και του χρόνου, που πρέπει να μεσολαβήσει για την επέλευση των εννόμων αποτελεσμάτων της (τρεις μήνες αντί για έξι). Επίσης, η οφειλόμενη στον εκμισθωτή αποζημίωση λόγω της καταγγελίας εκ μέρους του μισθωτή περιορίσθηκε στο ισόποσο ενός μηνιαίου μισθώματος, αντί του μέχρι τότε ισχύοντος των τεσσάρων. Ταυτοχρόνως, με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου προβλέφθηκε, ότι το, κατά τα ανωτέρω δικαίωμα καταγγελίας, αναγνωρίζεται υπέρ του μισθωτή, ακόμη και αν έχει παραιτηθεί από αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 45 του Π.Δ. 34/1995, δηλαδή με δήλωση ή συμφωνία μεταγενέστερη της καταρτίσεως της μισθώσεως (αφού παραίτηση ταυτόχρονη με την κατάρτιση της μισθώσεως είναι αυτοδικαίως άκυρη, της σχετικής διατάξεως αναγνωριζόμενης ως αναγκαστικού δικαίου). Τέλος, με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου 17 προβλέφθηκε, ότι τα οριζόμενα στην παράγραφο 2, δηλαδή, η καταγγελία της συμβάσεως μισθώσεως εκ μέρους του μισθωτή, ισχύει για όσες καταγγελίες γίνουν μέχρι την 31.12.2012 (και μετά την ανωτέρω τροποποίηση μέχρι 31.12.2013) και αφορούν μισθώσεις, που έχουν συναφθεί πριν από την δημοσίευση του Ν. 3853/2010. Η επέμβαση αυτή του νομοθέτη σε γεγενημένες έννομες σχέσεις αιτιολογήθηκε με την ανάγκη διευκολύνσεως της επαναδιαπραγματεύσεως των μισθώσεων στο πλαίσιο της νέας οικονομικής συγκυρίας, που έχει διαμορφωθεί (βλ. αιτιολογική έκθεση του Ν. 3853/2010). Περαιτέρω, σε σχέση προς τα δικαιώματα, τα οποία προβλέπονται από την διάταξη του άρθρου 43 του Π.Δ. 34/1995, ως παραίτηση νοείται και η συνομολόγηση όρου, ο οποίος διαφοροποιεί με οποιοδήποτε τρόπο την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, είτε τροποποιώντας τις προϋποθέσεις γενέσεως του σχετικού δικαιώματος, είτε επιμηκύνοντας την τρίμηνη αναβλητική προθεσμία, είτε συνομολογώντας ποσό αποζημιώσεως μεγαλύτερο του ενός μηνιαίου μισθώματος ή άλλη ποινή ή οικονομική επιβάρυνση του μισθωτή, που ασκεί το δικαίωμα της καταγγελίας λόγω μεταμελείας (ΑΠ 836/2021, ΑΠ 593/2017, ΑΠ 1013/2015, ΑΠ 213/2012). Σύμφωνα, επομένως, με τις προπαρατεθείσες διατάξεις των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 17 του Ν. 3853/2010, σε μισθώσεις που είχαν συναφθεί πριν από την ισχύ του νόμου αυτού και η καταγγελία του άρθρου 43 του π.δ/τος λάβει χώρα μέχρι την 31.12.2013, συμφωνίες παραιτήσεως από το δικαίωμα της άνω καταγγελίας είναι άκυρες, ανεξαρτήτως αν συνάπτονται κατά την κατάρτιση της μισθώσεως ή σε μεταγενέστερο χρόνο (ΑΠ 1094/2024, ΑΠ 836/2021, ΑΠ 593/2017). Περαιτέρω, η προαναφερόμενη νέα ρύθμιση του άρθρου 43 του Π.Δ. 34/1995 (που, ας σημειωθεί, δεν έχει εφαρμογή στις μισθώσεις, που καταρτίζονται μετά τις 28.02.2014, κατ’ άρθρον 13 παρ. 1 και 2α του Ν. 4242/2014) ισχύει για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική ισχύ (άρθρ. 2 του Α.Κ.), άρα ισχύει από 17.06.2010 (ΑΠ 1094/2024, ΑΠ 836/2021, ΑΠ 1151/2019, ΑΠ 357/2017). Με την ως άνω διάταξη του άρθρου 43 του Π.Δ. 34/1995, που θεσπίστηκε αρχικά προς προστασία του εκμισθωτή από τον κίνδυνο πρόωρης και αιφνίδιας λύσης της μίσθωσης (ΑΠ 799/2020, ΑΠ 1012/2012), παρέχεται στον μισθωτή κάθε μίσθωσης, που υπάγεται στις διατάξεις του παραπάνω π.δ., το δικαίωμα να την καταγγείλει (καταγγελία μεταμέλειας), με τους όρους που προβλέπονται σε αυτό. Για το κύρος της καταγγελίας αρκεί η έγγραφη δήλωση του μισθωτή ότι καταγγέλλει τη μίσθωση χωρίς να απαιτείται η συνδρομή κάποιου λόγου που να δικαιολογεί τη μεταμέλειά του, αλλά αρκεί η δήλωση του μισθωτή ότι λύει τη μίσθωση, διότι, για λόγους που δεν ενδιαφέρουν, μεταμελήθηκε και δεν επιθυμεί πλέον τη συνέχισή της (ΑΠ 1151/2022, ΑΠ 971/2022). Ακολούθησε ο ν. 4242/2014, ο οποίος ισχύει για τις μισθώσεις που συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του, δηλαδή μετά την 28-2-2014. Κατά το άρθρο 13 παρ 1. Ν.4242/2014: “Οι μισθώσεις, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 34/1995 και συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, διέπονται από τους συμβατικούς όρους τους, τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του π.δ. 34/1995, με την εξαίρεση των άρθρων 5-6, 16-18, 20- 26, 27 παρ. 2, 28-40, 43, 46 και 47 αυτού. Οι μισθώσεις του ανωτέρω εδαφίου ισχύουν για τρία (3) έτη, ακόμη και αν έχουν συμφωνηθεί για βραχύτερο ή για αόριστο χρόνο, και μπορεί να λυθούν με νεότερη συμφωνία που αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας. Η καταγγελία γίνεται εγγράφως και τα έννομα αποτελέσματά της επέρχονται τρεις (3) μήνες από την κοινοποίησή της”. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι το άρθρο 43 του π.δ. 34/1995, όπως αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.1 άρθρου 17 Ν.3853/2010 (ΦΕΚ Α 90/17.6.2010), δεν έχει εφαρμογή στις μισθώσεις που συνάπτονται μετά την ισχύ του ν. 4242/2014  (ΑΠ 971/2022, ΑΠ 836/2021, ΑΠ 1151/2019, ΑΠ 357/2017, Ι. Κατρά, Αστικές και Νέες Εμπορικές Μισθώσεις, Δ΄έκδοση, 2023, παρ. 61 αριθ. 1 και 2), από τις διατάξεις του οποίου δεν προκύπτει ότι παρέχεται στον μισθωτή δυνατότητα καταγγελίας της μίσθωσης οποτεδήποτε και μάλιστα εντελώς αζημίως πλέον για αυτόν, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, αλλά και της νόμιμης τριετούς διάρκειας της μίσθωσης, η οποία δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, ενώ δεν είναι δυνατή η παραίτηση των εκμισθωτών από τη δέσμευση της τριετούς διάρκειας σύμφωνα με το άρθρο 45 του π.δ. 34/1995, το οποίο εφαρμόζεται και στις μισθώσεις που συνάπτονται μετά την ισχύ του ν.4242/2014. Προφανώς η προβλεπόμενη στο νόμο τρίμηνη προθεσμία εφαρμόζεται στην περίπτωση που, μετά τη λήξη της τριετίας και την παραμονή του μισθωτή στο μίσθιο, η μίσθωση καθίσταται αορίστου χρόνου κατ’ άρθρο 611 Α.Κ. (ΑΠ 1187/2023, ΑΠ 971/2022). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281, 288, 588, 672 και 766 του Α.Κ., τα οποία, σύμφωνα, με τα άρθρα 8 και 29 του ν. 813/1978 (άρθρα 15 και 44 ΠΔ/τος 34/1995), εφαρμόζονται και επί εμπορικών μισθώσεων, συνάγεται γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση να καταγγελθεί μια διαρκής ενοχική σχέση, όπως είναι και η εμπορική μίσθωση, για σπουδαίο λόγο. Τέτοιος σπουδαίος λόγος συντρέχει και όταν, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών η συνέχιση της διαρκούς αυτής ενοχικής σχέσεως γίνεται υπέρμετρα δυσβάστακτη, είτε για τα δυο μέρη, είτε για το ένα μόνο από αυτά, όπως συμβαίνει, όταν τούτο οφείλεται σε ουσιώδη μεταβολή των προσωπικών ή περιουσιακών σχέσεων των μερών ή του ενός μέρους, ανεξαρτήτως της συνδρομής ή μη οποιασδήποτε υπαιτιότητας στην επέλευση της μεταβολής αυτής. Ειδικώς, για την πρόωρη καταγγελία της εμπορικής μίσθωσης για την οποία ο νόμος έχει θεσπίσει και ειδικούς λόγους καταγγελίας για αμφότερα τα μέρη, το περιεχόμενο του σπουδαίου λόγου πρέπει να προσδιορίζεται στενά (ΑΠ 1548/2018, ΑΠ 1326/2013, ΑΠ 639/2007). Τα συγκροτούντα τον σπουδαίο λόγο περιστατικά πρέπει να αποτελούν περιεχόμενο της καταγγελίας. Αν οι επικαλούμενοι με την καταγγελία λόγοι δεν συντρέχουν, αυτή είναι άκυρη, μη επιφέρουσα τη λύση της μίσθωσης (ΑΠ 1599/2024, ΑΠ 378/2023, ΑΠ 23/2023, ΑΠ 971/2022, ΑΠ 928/2020, ΑΠ 1255/2019). Ακόμη λύση της εμπορικής μισθώσεως είναι δυνατόν να επέλθει, μετά την κατάρτιση αυτής, στα πλαίσια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, που καθιερώνεται με την διάταξη του άρθρου 361 Α.Κ., με νεότερη συμφωνία των μερών, η οποία υπάρχει και όταν, προ της παρελεύσεως του συμβατικού ή νομίμου χρόνου, ο μισθωτής αποδίδει το μίσθιο στον εκμισθωτή και ο τελευταίος το παραλαμβάνει, με σκοπό τη λύση της μισθώσεως, για την απόδειξη δε της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται έγγραφο βεβαίας χρονολογίας, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 5 του Π.Δ. 34/1995 (ΑΠ 1193/2005). Εξ άλλου, το χρηματικό ποσό, το οποίο δίδεται, κατά την κατάρτιση της συμβάσεως μισθώσεως, από τον μισθωτή στον εκμισθωτή, “ως εγγύηση” (στην πραγματικότητα εγγυοδοσία), διέπεται, ως προς την λειτουργία του και ιδίως την τύχη του, από την ειδικότερη συμφωνία των συμβαλλομένων, στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων, κατά την αυτή διάταξη του άρθρου 361 Α.Κ.. Η αξίωση του μισθωτού για απόδοση της εγγυοδοσίας, γίνεται ληξιπρόθεσμη, με τη λήξη της μισθώσεως και επιστρέφεται, αν ο εκμισθωτής δεν έχει απαιτήσεις για μισθώματα ή αποζημίωση για ζημίες στο μίσθιο και εφ’ όσον δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά (ΑΠ 236/2010). Περαιτέρω για τη νομιμότητα και το ορισμένο της αγωγής απόδοσης εγγυοδοσίας, καταβληθείσης κατά τη σύναψη σύμβασης μίσθωσης ακινήτου πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 του Κ.Πολ.Δικ., να αναφέρονται σ’ αυτήν τα εξής : η ειδικότερη συμφωνία ως προς τη λειτουργία και την τύχη του ποσού που αποκαλείται ως “εγγύηση”, αν δηλαδή δόθηκε για εξασφάλιση του μισθώματος ή για κάλυψη ζημίας από την μη εκπλήρωση της σύμβασης, είτε ως ποινική ρήτρα, είτε ως συμβατική εγγυοδοσία, ώστε με βάση τα συμφωνηθέντα να κριθεί το ληξιπρόθεσμο του εν λόγω αγωγικού κονδυλίου και β) η απαιτούμενη λήξη της ένδικης μίσθωσης, ώστε να υπάρχει νόμιμος λόγος απόδοσης της εγγύησης (ΑΠ 971/2022, ΑΠ 2058/2017). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία τη θεμελιώνουν κατά νόμο και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των αναγκαίων για τη θεμελίωση του δικαιώματος πραγματικών περιστατικών, του οποίου η προστασία ζητείται και των οποίων πρέπει να γίνεται αναφορά με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 1005/2022, ΑΠ 1424/2017, ΑΠ 597/2015). Το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως τον νόμο, προσδίδει στα περιστατικά, που αναφέρονται σε αυτή, τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος-υποχρέωσης). Ως ιστορική βάση της αγωγής, κατά το άρθρο 216 παρ. 1α Κ.Πολ.Δ., νοείται το σύνολο των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν την αγωγή και χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης. Η πληρότητα ή μη του δικογράφου της αγωγής, ως προς την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση αυτής, εκτιμάται κυριαρχικώς από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 151/2025, ΑΠ 1005/2022, ΑΠ 46/2020, ΑΠ 917/2017). Εξάλλου, στοιχείο ενός αυτοτελούς ισχυρισμού είναι κάθε περιστατικό, το οποίο, αφηρημένως λαμβανόμενο, οδηγεί κατά νόμο στη γέννηση ή στην κατάλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση ή αντέσταση (ΑΠ 1187/2023). Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 224 του Κ.Πολ.Δ θεσπίζεται η απαγόρευση μεταβολής της βάσεως της αγωγής με ποινή απαραδέκτου. Η απαγόρευση αυτή αναφέρεται στη μεταβολή της ιστορικής βάσεως της αγωγής, δηλαδή των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν το επικαλούμενο δικαίωμα με την έννομη συνέπεια του οικείου κανόνα δικαίου (ΑΠ 548/2010). Ειδικότερα, ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, η οποία επάγεται το απαράδεκτο, επέρχεται όταν στις προτάσεις που κατατίθενται ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή με προφορική δήλωση, γίνεται προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (ΑΠ 473/2022, ΑΠ 321/2020, ΑΠ 302/2020). Η παράβαση του κανόνα σημαίνει παράβαση της αρχής τηρήσεως της προδικασίας με συνέπεια την απόρριψη της νέας βάσης ως απαράδεκτης και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 54/2014).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 6-6-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../11-4-2022) αγωγή, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ισχυρίστηκε ότι δυνάμει συμβάσεως μισθώσεως, η οποία καταρτίστηκε με το από 28-2-2018 ιδιωτικό συμφωνητικό, η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη εκμίσθωσε στην ήδη απορροφηθείσα από την ενάγουσα -ήδη εκκαλούσα εταιρία με την επωνυμία «………….», την ξενοδοχειακή μονάδα …….., που βρίσκεται στο ……………Δήμου Θήρας, προκειμένου το μίσθιο να χρησιμοποιηθεί ως ξενοδοχειακή μονάδα για την εξυπηρέτηση διαφόρων μεμονωμένων ή τουριστικά οργανωμένων πελατών, με όλες τις δυνατές σχετικές με τη φύση του, ως ξενοδοχείου, χρήσεις και επίσης με ρητό όρο, τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν ότι αρμόδια για την επίλυση των διαφορών που θα προκύψουν από την ένδικη μίσθωση θα είναι τα δικαστήρια του Πειραιά. Ότι η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε σε οκτώ έτη, (από 1-1-2018 έως 31-12-2025) και το μίσθωμα στο ποσό των 400.000 ευρώ, ετησίως για τα τρία πρώτα έτη της μίσθωσης, πλέον χαρτοσήμου, καταβαλλόμενο και αναπροσαρμοζόμενο όπως αναφέρεται στην αγωγή. Ότι την ίδια ημέρα υπογραφής του παραπάνω συμφωνητικού η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να καταθέσει σε τραπεζικό λογαριασμό της εκμισθώτριας εναγομένης, ως εγγύηση, το ποσό των 400.000 ευρώ, το οποίο και κατάθεσε κατά τα συμφωνηθέντα. Ότι σκοπός της καταβολής του ανωτέρω ποσού ήταν η εκ μέρους της μισθώτριας πιστή τήρηση των όρων της μίσθωσης που αφορούν στο χρονικό διάστημα από την έναρξη της μίσθωσης έως τη λήξη της και επομένως είχε το χαρακτήρα συμβατικής εγγυοδοσίας. Κατά τη συμφωνία το ποσό αυτό θα επιστρεφόταν στην ενάγουσα άτοκα, δύο μήνες μετά από την υπογραφή του πρωτοκόλλου παραλαβής του μισθίου και υπό τον όρο εκπλήρωσης των όρων της σύμβασης μίσθωσης. Ότι δυνάμει των από 3-12-2018 και 1-11-2019 ιδιωτικών συμφωνητικών τροποποιήθηκε το 4ο άρθρο της σύμβασης ως προς το ύψος του μισθώματος, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή.  Ότι λόγω της παγκόσμιας και εγχώριας διασποράς του COVID 19 και της λήψης αυστηρότατων μέτρων από τους αρμόδιους φορείς, οδηγήθηκαν στην προσωρινή διακοπή λειτουργίας του μισθίου και ταυτόχρονα η απρόβλεπτη και αβέβαιη εξέλιξη της πανδημίας είχε αρνητικές επιπτώσεις στον οικονομικό προγραμματισμό και εξαιτίας της απρόβλεπτης κατάστασης που δημιουργήθηκε χωρίς καμία υπαιτιότητα της ενάγουσας, με την από 29-9-2020 εξώδικη δήλωσή της που επιδόθηκε στην εναγόμενη στις 30-9-2020, κατήγγειλε λόγω μεταμέλειας την υφιστάμενη σύμβαση μίσθωσης και κάλεσε την εναγόμενη να της παραδώσει το μίσθιο μετά την πάροδο τριών μηνών από την κοινοποίηση της καταγγελίας, με σύνταξη του σχετικού πρωτοκόλλου παραλαβής, επιφυλασσόμενη, μεταξύ άλλων, για την επιστροφή της εγγυοδοσίας. Ότι μετά την ανταλλαγή εξωδίκων, καθόσον η εναγόμενη επιχείρησε να αποκρούσει την καταγγελία ως μη νόμιμη και άκυρη, στις 26-3-2021 υπογράφηκε το πρωτόκολλο παράδοσης παραλαβής του μισθίου με τις εκατέρωθεν παραδοχές και επιφυλάξεις που αναφέρονται σε αυτό. Ότι η γενόμενη καταγγελία της ένδικης επαγγελματικής μίσθωσης που έγινε λόγω μεταμέλειας κατ’ενάσκηση νομίμου δικαιώματός της σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 εδ. γ του Ν 4242/2014, ήταν νόμιμη και επέφερε τη λύση της μίσθωσης από 31-12-2020 και ο όρος περί κατάπτωσης της εγγυοδοσίας για την περίπτωση που ο μισθωτής αποχωρήσει από το μίσθιο είναι άκυρος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 45 του πδ 34/1995. Ότι μολονότι η μίσθωση έληξε την 31-12-2020 και παρήλθαν δύο μήνες από την παράδοση του μισθίου, η εναγόμενη δεν έχει επιστρέψει τη δοθείσα εγγυοδοσία. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε, μετά από την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό και την παραίτηση από το αίτημα κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και με τις προτάσεις του, να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη, υποχρεούται να της καταβάλει το ποσό των 400.000 ευρώ, με το νόμιμο δικονομικό τόκο από τις 26-5-2021, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση καθώς και να καταδικαστεί  στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη και επέβαλε σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, τα οποία όρισε στο ποσό των 500 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεση η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητεί δε να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή ως νόμω και ουσία βάσιμη, καθώς και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα αποδίδει στην εκκαλουμένη την πλημμέλεια ότι εσφαλμένα ερμήνευσε το άρθρο 13 παρ. 1 εδ. γ του Ν 4242/2014 και απέρριψε την αγωγή ως νόμω αβάσιμη, ενώ, κατά τους ισχυρισμούς της, η εν λόγω διάταξη, για τους λόγους που εκθέτει στην έφεση, θεσπίζει εκ νέου το δικαίωμα πρόωρης καταγγελίας του μισθωτή λόγω μεταμέλειας, χωρίς την προϋπόθεση της ελάχιστης χρονικής διάρκειας της μίσθωσης και χωρίς να επιβάλει υποχρέωση στο μισθωτή να αποζημιώσει τον εκμισθωτή, διευκολύνοντας έτι περαιτέρω την πρόωρη απεμπλοκή του μισθωτή από την επαγγελματική σύμβαση μίσθωσης. Από την εκκαλουμένη απόφαση προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη με την αιτιολογία ότι ο μισθωτής δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να καταγγείλει τη μίσθωση λόγω μεταμέλειας με βάση το άρθρο 43 του πδ 34/1995, αφού η διάταξη αυτή δεν ισχύει πλέον για μισθώσεις που συνάπτονται υπό το καθεστώς του ν 4242/2014, ως η προκείμενη, με συνέπεια η εξώδικη δήλωση -καταγγελία να μην επιφέρει τη λύση της μισθωτικής σχέσης και η πρόωρη αποχώρηση του μισθωτή επιφέρει κατάπτωση της εγγυοδοσίας με δικαίωμα του εκμισθωτή να παρακρατήσει ολόκληρο το ποσό της εγγυοδοσίας λόγω ποινικής ρήτρας, άλλως ως αποζημίωση. Ο προβαλλόμενος πρώτος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον υπό τα επικαλούμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά η ένδικη μίσθωση καταρτίστηκε στις 28-2-2018 με χρόνο έναρξης από 1-1-2018, δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4242/2014, που, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, ισχύει για τις μισθώσεις που συνάπτονται μετά την 28-2-2014 και, συνεπώς, δεν έχει εφαρμογή, στην υπό κρίση υπόθεση, η διάταξη του άρθρου 43 του π.δ. 34/1995, όπως αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ. 1 άρθρου 17 Ν.3853/2010 (ΦΕΚ Α 90/17.6.2010), που παρείχε στον μισθωτή το δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση (καταγγελία μεταμέλειας), (ΑΠ 1187/2023, ΑΠ 971/2022), όπως τούτο συνάγεται ευθέως από την ίδια διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 του ν 4242/2014, με την οποία δεν παρέχεται στον μισθωτή δυνατότητα καταγγελίας της μίσθωσης οποτεδήποτε και μάλιστα εντελώς αζημίως πλέον για αυτόν, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, αλλά και της νόμιμης τριετούς διάρκειας της μίσθωσης, η οποία δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, ενώ δεν είναι δυνατή η παραίτηση της εκμισθώτριας από τη δέσμευση της τριετούς διάρκειας σύμφωνα με το άρθρο 45 του π.δ. 34/1995, το οποίο εφαρμόζεται και στις μισθώσεις που συνάπτονται μετά την ισχύ του ν.4242/2014. Επομένως, υπό τα επικαλούμενα στην αγωγή περιστατικά, η γενομένη την 30-9-2020, από την εκκαλούσα μισθώτρια, καταγγελία λόγω μεταμέλειας, είναι μη νόμιμη και δεν επέφερε τη λύση της μισθώσεως, η δε εκκαλούσα μισθώτρια δεσμεύεται τόσο από τη συμβατική όσο και από τη νόμιμη (3ετή) διάρκεια της μίσθωσης και δεν μπορεί να καταγγείλει τη μίσθωση, χωρίς κάποιον άλλον νόμιμο λόγο και ως εκ τούτων δεν υπάρχει νόμιμος λόγος απόδοσης της εγγύησης. Μετά τις ανωτέρω παραδοχές, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ο περί αντιθέτου πρώτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, με το δεύτερο λόγο της έφεσης, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση, παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο και δεν εξέτασε τον αυτοτελή ισχυρισμό της περί συνδρομής σπουδαίου λόγου για την καταγγελία της ένδικης μίσθωσης. Ειδικότερα η εκκαλούσα με το δεύτερο λόγο της έφεσης προβάλλει τον ισχυρισμό ότι με την αγωγή (σελ. 6 επ.) είχε επικαλεστεί ότι λόγω της παγκόσμιας και εγχώριας διασποράς του COVID 19 και της λήψης αυστηρότατων μέτρων από τους αρμόδιους φορείς, οδηγήθηκαν αναγκαστικά στην προσωρινή διακοπή λειτουργίας του μισθίου και έκτοτε θεσπίζονται τόσο στην ημεδαπή όσο και στην αλλοδαπή πλήθος ρυθμίσεων που εμποδίζουν ολικώς ή μερικώς την αξιοποίηση του μισθίου, ταυτόχρονα δε η μεγάλη αβεβαιότητα που δημιουργήθηκε στον τουριστικό κλάδο σε συνδυασμό με την απρόβλεπτη και αβέβαιη εξέλιξη της πανδημίας επέφερε σημαντικότατες αρνητικές επιπτώσεις στον οικονομικό προγραμματισμό, οι οποίες δεν ήταν δυνατόν να γίνουν αντικείμενο πρόβλεψης και διαχείρισης εκ μέρους της εκκαλούσας ακόμη και με εφαρμογή μέτρων άκρας επιμέλειας και σύνεσης και τα ανωτέρω είχαν ως αποτέλεσμα να καθίσταται εξαιρετικά ετεροβαρής η ένδικη επαγγελματική μίσθωση και παραπονείται με το δεύτερο λόγο της έφεσης ότι το Δικαστήριο έπρεπε να προσδώσει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που επικαλέστηκε με την αγωγή. Περαιτέρω προς ενίσχυση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής της περί της λύσης της σύμβασης μίσθωσης λόγω καταγγελίας προκειμένου για την επιστροφή της εγγυοδοσίας, είχε ισχυρισθεί με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στα πρακτικά ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι η καταγγελία της ένδικης μίσθωσης έγινε και για σπουδαίο λόγο και με τον υπό κρίση λόγο της έφεσης διατείνεται ότι τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά που εκθέτει στην αγωγή στοιχειοθετούν την έννοια του σπουδαίου λόγου για την εγκυρότητα της πρόωρης καταγγελίας της μίσθωσης και δεν απαιτείται η πανηγυρική επίκληση του νομικού χαρακτηρισμού της καταγγελίας λόγω σπουδαίου λόγου που παραδεκτά, κατά τους ισχυρισμούς της, διευκρίνισε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της με δήλωσή του στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης. Από τα διαδικαστικά της δίκης έγγραφα προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ότι με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου η ενάγουσα επιχειρεί να στηρίξει το αίτημα της αγωγής σε καταγγελία λόγω σπουδαίου λόγου, που συνιστά μη επιτρεπτή μεταβολή της βάσης της αγωγής, αφού η καταγγελία λόγω μεταμέλειας που προβλέπεται για τις συναφθείσες προ της 28-2-2014 μισθώσεις καθιερώνει αυτοτελή λόγο καταγγελίας και λύσης της μίσθωσης ανεξάρτητο από αυτούς που προβλέπει ο Α.Κ., αφού στη μεν δεν απαιτείται σπουδαίος λόγος ενώ στη δεύτερη για να επέλθουν τα αποτελέσματα της λύσης απαιτείται η ύπαρξη σπουδαίου λόγου και επομένως επέρχεται γνήσια μεταβολή της βάσης της αγωγής (αντικατάσταση ιστορικής βάσης). Περαιτέρω, από τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, προκύπτει ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, δήλωσε ότι σε περίπτωση που δεν γίνει δεκτή η καταγγελία μεταμελείας να κριθεί ότι η καταγγελία έγινε για σπουδαίο λόγο (βλ. 7η σελίδα των πρακτικών). Όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της ένδικης αγωγής, ουδόλως διαλαμβάνεται σ’ αυτήν, ισχυρισμός περί καταγγελίας της μισθωτικής σύμβασης λόγω σπουδαίου λόγου. Η ενάγουσα εκκαλούσα -μισθώτρια που στηρίζει, από το προεκτεθέν περιεχόμενο της ένδικης αγωγής, τη λύση της μίσθωσης σε καταγγελία μεταμέλειας της συμβάσεως αυτής, με ιστορική βάση πραγματικά περιστατικά ότι η καταγγελία έγινε λόγω μεταμέλειας, δεν επιτρέπεται να μεταβάλει την ιστορική βάση με πραγματικά περιστατικά περί συνδρομής σπουδαίου λόγου της καταγγελίας, δηλαδή, όπως αναφέρεται στο σχετικό λόγο της έφεσης, λόγω των απρόβλεπτων και δυσβάσταχτων οικονομικών συνεπειών της πανδημίας που κατέστησαν τη συνέχιση της σύμβασης μίσθωσης υπέρμετρα δυσβάσταχτη για την εκκαλούσα. Επίσης η επικαλούμενη στην αγωγή εκ μέρους της εκκαλούσας καταγγελία μεταμέλειας δεν μπορεί να εκληφθεί ως καταγγελία για σπουδαίο λόγο διότι δεν, προσδιορίζεται ως τέτοια, αντίθετα επικαλείται ρητά ότι το δικαίωμα καταγγελίας στηρίζεται στις διατάξεις του άρθρου 43 του ΠΔ 34/1995 που περιέχεται κατά τους ισχυρισμούς της στη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 εδ. γ του Ν 4242/2014 και το πρώτον προβαίνει σε τέτοια αναφορά με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της κατά τη διάρκεια της εξέτασης του μάρτυρα απόδειξης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Αλλά ούτε και επικαλείται η εκκαλούσα στην αγωγή ότι στην έγγραφη καταγγελία της που επέδωσε με την ανωτέρω εξώδικη δήλωση κάποιο σπουδαίο λόγο, ήτοι περιστατικά όπως αυτά που περιγράφονται στην ως άνω μείζονα σκέψη ότι αποτελούν σπουδαίο λόγο, αλλά γίνεται και πάλι αναφορά ότι με την εξώδικη δήλωση κατήγγειλε λόγω μεταμέλειας την ένδικη επαγγελματική μίσθωση, δεδομένου ότι τα συγκροτούντα το σπουδαίο λόγο περιστατικά πρέπει να περιλαμβάνονται στην έγγραφη επιδοθείσα καταγγελία. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε ως απαράδεκτους τους ως άνω ισχυρισμούς της εκκαλούσας και την αγωγή ως μη νόμιμη ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη, διατάξεις και ο περί αντιθέτου δεύτερος λόγος της έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Κατ΄ακολουθίαν των  ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως σε σχέση με τα ανωτέρω και απέρριψε την αγωγή, ως νόμω βάσιμη, δεν έσφαλε, ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου είναι δε αβάσιμοι και απορριπτέοι οι λόγοι της έφεσης που υποστηρίζουν τα αντίθετα, καθώς και η έφεση στο σύνολό της ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη και να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, που υπέβαλε νομότυπα με τις προτάσεις της σχετικό αίτημα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 178, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, λόγω της απόρριψης της έφεσης και της ήττας της εκκαλούσας, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης, παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 17-1-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΑΚΕΜ …………../17-1-2024)  έφεση, κατά της με αριθμό 3250/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία).

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα κατά την άσκηση της ως άνω έφεσης και αναφερόμενου στο σκεπτικό της παρούσας, παραβόλου.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 17 Ιουνίου 2025 χωρίς την παρουσία των διαδίκων των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ