ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 297/2025
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ευαγγελία Πανταζή – Εφέτη και Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από την Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α. Της εκκαλούσας – παρεμπιπτόντως εναγόμενης – προσθέτως παρεμβαίνουσας: της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» που εδρεύει στην Αθήνα, ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» και πρώην επωνυμία «………….», η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αναστασία Τσακίρη (ΑΜ ………….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Των εφεσίβλητων – εναγόμενων – εναγόντων: 1) ………………, 2) ………………., ατομικά και ως μοναδικού εξ αδιαθέτου κληρονόμου της αρχικώς δεύτερης ενάγουσας ……………… που απεβίωσε την 27.06.2018, 3) ………….., 4) …………… και 5) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» που εδρεύει στο …………… και εκπροσωπείται νόμιμα, από τους οποίους ο πρώτος και ο τέταρτος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ορέστη Γεωργιάδη (ΑΜ …. Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης), ο δεύτερος και η τρίτη εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Διαλυνά (ΑΜ ….. Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης), ενώ η πέμπτη δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Β. Της εκκαλούσας – τρίτης εναγόμενης: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………………» που εδρεύει στο ………….και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Ρουμελιώτη (ΑΜ …………. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Των εφεσίβλητων – εναγόντων – εναγόμενων – παρεμπιπτόντως εναγόμενων: 1) …………… ατομικά και ως μοναδικού εξ αδιαθέτου κληρονόμου της αρχικώς δεύτερης ενάγουσας ……………….που απεβίωσε την 27.06.2018, 2) ………….., 3) …………, 4) …………., 5) της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………………» που εδρεύει στην Αθήνα, ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, και 6) της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» που εδρεύει στην Αθήνα, ………….. και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……………» και πρώην επωνυμία «…………..», από τους οποίους ο πρώτος και η δεύτερη εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Διαλυνά (ΑΜ ….. Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης), ο τρίτος και ο τέταρτος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ορέστη Γεωργιάδη (ΑΜ …. Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης), η πέμπτη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευάγγελο Λύτρα (ΑΜ ……. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών) και η έκτη εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αναστασία Τσακίρη (ΑΜ …… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Γ. Των εκκαλούντων – δεύτερου και πρώτου των εναγόμενων – παρεμπιπτόντως ενάγοντος: 1) ………… και 2) …………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ορέστη Γεωργιάδη (ΑΜ ……….. Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης).
Των εφεσίβλητων – εναγόντων – παρεμπιπτόντως εναγόμενης: 1) …………. ατομικά και ως μοναδικού εξ αδιαθέτου κληρονόμου της αρχικώς δεύτερης ενάγουσας ………….. που απεβίωσε την 27.06.2018, 2) …………… και 3) της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» που εδρεύει στην Αθήνα, ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……………» και πρώην επωνυμία «………….», από τους οποίους ο πρώτος και η δεύτερη εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Διαλυνά (ΑΜ ……… Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης) και η τρίτη εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αναστασία Τσακίρη (ΑΜ …………… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Οι αρχικώς ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 06.04.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2017 και ειδικό ……/2017 αγωγή τους, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Η προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα – τρίτη κυρίως εναγόμενη άσκησε την από 08.05.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2017 και ειδικό …./2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Ο προσεπικαλών – παρεμπιπτόντως ενάγων – δεύτερος κυρίως εναγόμενος άσκησε την από 04.06.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2017 και ειδικό …./2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Η προσθέτως παρεμβαίνουσα – καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη άσκησε την από 07.06.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2017 και ειδικό …/2017 πρόσθετη παρέμβασή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1141/2019 μη οριστική απόφασή του, αφού συνεκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων την κύρια αγωγή, τις προσεπικλήσεις – παρεμπίπτουσες αγωγές και την πρόσθετη παρέμβαση, απέρριψε την από 08.05.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2017 και ειδικό …./2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή ως μη ασκηθείσα, ενώ κατά τα λοιπά διέταξε την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο προκειμένου να διενεργηθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη, με μέριμνα του επιμελέστερου από τους διαδίκους. Μετά τη βίαιη διακοπή της δίκης λόγω θανάτου της δεύτερης ενάγουσας ……………. που απεβίωσε την 27.06.2018, ο πρώτος ενάγων, ατομικά και ως μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος αυτής, και η τρίτη ενάγουσα με την από 21.10.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2021 και ειδικό ……/2021 κλήση τους επανέλαβαν εκουσίως τη δίκη και επανέφεραν προς συζήτηση την κύρια αγωγή, την από 04.06.2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση, ενώ η τρίτη κυρίως εναγόμενη με την από 02.12.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2021 και ειδικό …./2021 κλήση της επανέφερε προς συζήτηση την από 08.05.2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3139/2022 οριστική απόφασή του, αφού κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της από 08.05.2017 προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής και αφού συνεκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων την κύρια αγωγή, την από 04.06.2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση, έκανε εν μέρει δεκτή την κύρια αγωγή, απέρριψε την πρόσθετη παρέμβαση και έκανε δεκτή την από 04.06.2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή. Την απόφαση αυτή εκκαλούν: (Α) η παρεμπιπτόντως εναγόμενη – προσθέτως παρεμβαίνουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…………..», με την από 09.12.2022 έφεσή της που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/09.12.2022 και ειδικό ……/09.12.2022 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./09.12.2022 και ειδικό …../09.12.2022, για τη δικάσιμο της 15.02.2024 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο, (Β) η τρίτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………….», με την από 12.12.2022 έφεσή της που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../14.12.2022 και ειδικό ……/14.12.2022 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../09.01.2023 και ειδικό …../09.01.2023, για τη δικάσιμο της 15.02.2024 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο, (Γ) ο δεύτερος και ο πρώτος των εναγόμενων – παρεμπιπτόντως ενάγων με την από 13.12.2022 έφεσή τους που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../16.12.2022 και ειδικό …../16.12.2022 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../25.01.2023 και ειδικό …./25.01.2023, για τη δικάσιμο της 15.02.2024 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων στο ακροατήριο και την εκφώνησή τους από τη σειρά του οικείου πινακίου, η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – παρεμπιπτόντως εναγόμενης – προσθέτως παρεμβαίνουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» και ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσίβλητων – εκκαλούντων – εναγόμενων ………. και …………. αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσίβλητων – εναγόντων ………….. και ………………, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………………» και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………………..» δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 246 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης, μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων (ΑΠ 876/1996 ΕλλΔνη 1996. 1562, ΕφΑθ 2527/2009 ΕλλΔνη 2011. 200). Στην προκειμένη περίπτωση νομίμως φέρονται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο τούτο, η υπό στοιχείο Α’ από 09.12.2022 έφεση, η υπό στοιχείο Β’ από 12.12.2022 έφεση και η υπό στοιχείο Γ’ από 13.12.2022 έφεση, κατά της υπ’ αριθ. 3139/2022 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αναγκαίως δε σύμφωνα με το άρθρο 513 παρ. 2 του ΚΠολΔ, και κατά της συμπροσβαλλόμενης υπ’ αριθ. 1141/2019 μη οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασαν αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και, επιπρόσθετα, διότι με αυτό τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων κατ’ άρθρο 246 του ΚΠολΔ.
Με τις κρινόμενες υπό στοιχεία Α’, Β’ και Γ’ εφέσεις προσβάλλεται η υπ’ αριθ. 3139/2022 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αναγκαίως δε σύμφωνα με το άρθρο 513 παρ. 2 του ΚΠολΔ, και η συμπροσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 1141/2019 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ειδικότερα, με την υπ’ αριθ. 1141/2019 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αφού συνεκδικάσθηκαν, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, η από 06.04.2017 αγωγή των αρχικώς εναγόντων, η από 08.05.2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή της προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας – τρίτης κυρίως εναγόμενης, η από 04.06.2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή του προσεπικαλούντος – παρεμπιπτόντως ενάγοντος – δεύτερου κυρίως εναγόμενου και η από 07.06.2017 πρόσθετη παρέμβαση της προσθέτως παρεμβαίνουσας – καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενης, απορρίφθηκε η από 08.05.2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή ως μη ασκηθείσα, ενώ κατά τα λοιπά διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο προκειμένου να διενεργηθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη, με μέριμνα του επιμελέστερου από τους διαδίκους. Μετά τη βίαιη διακοπή της δίκης λόγω θανάτου της δεύτερης ενάγουσας …………. που απεβίωσε την 27.06.2018, ο πρώτος ενάγων, ατομικά και ως μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος αυτής, και η τρίτη ενάγουσα με την από 21.10.2021 κλήση τους επανέλαβαν εκουσίως τη δίκη και επανέφεραν προς συζήτηση την κύρια αγωγή, την από 04.06.2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση, ενώ η τρίτη κυρίως εναγόμενη με την από 02.12.2021 κλήση της επανέφερε προς συζήτηση την από 08.05.2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3139/2022 οριστική απόφασή του, αφού κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της από 08.05.2017 προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής και αφού συνεκδίκασε, αντιμωλία των διαδίκων, την κύρια αγωγή, την από 04.06.2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση, έκανε εν μέρει δεκτή την κύρια αγωγή, απέρριψε την πρόσθετη παρέμβαση και έκανε δεκτή την από 04.06.2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή. Την απόφαση αυτή εκκαλούν: (Α) η παρεμπιπτόντως εναγόμενη – προσθέτως παρεμβαίνουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «……………», με την υπό στοιχείο Α’ από 09.12.2022 έφεσή της, στρεφόμενη κατά του πρώτου και της τρίτης των εναγόντων και κατά των εναγόμενων της κύριας αγωγής, και ζητεί την εξαφάνισή της με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολό της η κύρια αγωγή και η από 04.06.2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή. Τη συζήτηση της κρινόμενης υπό στοιχείο Α’ έφεσης επέσπευσε η εκκαλούσα – παρεμπιπτόντως εναγόμενη – προσθέτως παρεμβαίνουσα, η οποία και επέδωσε ακριβές αντίγραφό της, κάτω από την οποία υπήρχαν αναγεγραμμένες η πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …/09.12.2022 και ειδικό …/09.12.2022 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η πράξη κατάθεσης έφεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό γενικό …/09.12.2022 και ειδικό …../09.12.2022 και η κλήση προς την πέμπτη των εφεσίβλητων – τρίτη των εναγόμενων, ως παραλήπτρια του δικογράφου, να παραστεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και να συμμετάσχει στη συζήτηση της ένδικης έφεσης κατά τη δικάσιμο της 15.02.2024, κατά την οποία η συζήτηση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, χωρίς να απαιτείται να επιδοθεί νέα κλήση προς την πέμπτη των εφεσίβλητων – τρίτη των εναγόμενων, καθώς η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο που γίνεται από τον γραμματέα, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, κατ’ άρθρο 226 του ΚΠολΔ (βλ. Την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. ………/28.12.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………..), (Β) η τρίτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………..», με την υπό στοιχείο Β’ από 12.12.2022 έφεσή της, στρεφόμενη κατά του πρώτου και της τρίτης των εναγόντων και κατά του πρώτου και του δεύτερου των εναγόμενων της κύριας αγωγής, κατά της παρεμπιπτόντως εναγόμενης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» και κατά της παρεμπιπτόντως εναγόμενης – προσθέτως παρεμβαίνουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» και ζητεί την εξαφάνισή της με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολό της η κύρια αγωγή και (Γ) ο δεύτερος και ο πρώτος των εναγόμενων – παρεμπιπτόντως ενάγων με την υπό στοιχείο Γ’ από 13.12.2022 έφεσή τους, στρεφόμενη κατά του πρώτου και της τρίτης των εναγόντων της κύριας αγωγής και κατά της παρεμπιπτόντως εναγόμενης – προσθέτως παρεμβαίνουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» και ζητούν την εξαφάνισή της με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολό της η κύρια αγωγή. Όπως δε προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο προς συζήτηση των κρινόμενων υπό στοιχεία Α’, Β’ και Γ’ εφέσεων και κατά την εκφώνηση των υποθέσεων από τη σειρά του οικείου πινακίου, η πέμπτη των εφεσίβλητων – τρίτη των εναγόμενων της υπό στοιχείο Α’ έφεσης δεν παραστάθηκε, αν και είχε κληθεί, νομοτύπως και εμπροθέσμως, κατά τα προαναφερθέντα. Συνεπώς, πρέπει η πέμπτη των εφεσίβλητων – τρίτη των εναγόμενων της υπό στοιχείο Α’ έφεσης να δικαστεί ερήμην, πλην όμως η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α’ του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι προσκομίσθηκαν από τους παριστάμενους διαδίκους αντίγραφα των εισαγωγικών δικογράφων και των προτάσεων της πέμπτης των εφεσίβλητων – τρίτης των εναγόμενων της υπό στοιχείο Α’ έφεσης που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 4 εδ. β’ του ΚΠολΔ.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 517 του ΚΠολΔ, η έφεση απευθύνεται κατ’ εκείνων, που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται, ως απαράδεκτη. Διάδικοι είναι όσοι, από την προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι δικάσθηκαν από αυτήν ως αντίδικοι του εκκαλούντος. Σχετικά με το ζήτημα εάν η έφεση πρέπει να απευθύνεται ή όχι και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος υπέρ του αντιδίκου του εκκαλούντος, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ απλής πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 80 του ΚΠολΔ), κατά την οποία ο παρεμβαίνων δεν καθίσταται διάδικος, δηλαδή υποκείμενο της δίκης, εφόσον δεν μπορεί να αξιώσει, με δικό του όνομα, έννομη προστασία και της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 83 του ΚΠολΔ), στην οποία η ισχύς της απόφασης εκτείνεται στις έννομες σχέσεις του προσθέτως παρεμβαίνοντος, προς τον αντίδικό του. Κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς, είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας, στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Στην περίπτωση της πρόσθετης παρέμβασης του δικονομικού εγγυητή, ήτοι εκείνου από τον οποίο ο ενάγων, ο εναγόμενος και όποιος άσκησε κύρια παρέμβαση έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν αποζημίωση σε περίπτωση ήττας (ΑΠ 1188/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 215/2013 ΕλλΔνη 2014. 1477, ΕφΑθ 6465/2009 ΕλλΔνη 2010. 256), εκουσίως ή μετά από προσεπίκληση (άρθρο 88 του ΚΠολΔ ), πρόκειται για απλή πρόσθετη παρέμβαση, δεδομένου ότι επί πρόσθετης παρέμβασης υπέρ του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι του κυρίου διαδίκου, η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη δεν εκτείνεται και στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος, ως δικονομικού εγγυητή προς τον αντίδικό του, ως τέτοιου νοουμένου του αντιδίκου του, υπέρ ου η παρέμβαση, κυρίου διαδίκου και συνεπώς, πρόκειται περί απλής και όχι αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, επί της οποίας και μόνο, λόγω της δημιουργουμένης σχέσης αναγκαστικής ομοδικίας, απαιτείται, κατά το άρθρο 517 εδ. β’ του ΚΠολΔ, να απευθύνεται η έφεση και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος (ΑΠ 1741/2012, ΧΡΙΔ 2013. 367, ΕφΑθ 677/2011 ΕΦΑΔ 2011. 880, ΕφΔυτΜακ 17/2011 Αρμ. 2013. 1115, ΕφΑθ 6004/2006 ΕλλΔνη 2007. 569). Στην απλή πρόσθετη παρέμβαση η έφεση δεν απαιτείται να απευθύνεται και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος, που παρενέβη στην πρωτοβάθμια δίκη είτε εκουσίως είτε μετά από προσεπίκληση του κυρίως εναγόμενου, αφού δεν καθίσταται με την παρέμβαση διάδικος (ΕφΠειρ 53/2020 δημοσίευση στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, ΜονΕφΔωδ 63/2018 ΝΟΜΟΣ). Αν, παρά ταύτα, η έφεση απευθύνθηκε και κατά του ομοδίκου δικονομικού εγγυητή του αντιδίκου του εκκαλούντος, απορρίπτεται ως προς αυτόν ως απαράδεκτη για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, αφού, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν πρόκειται για αναγκαστική ομοδικία (οπότε η έφεση κατ’ άρθρο 517 εδ. β’ του ΚΠολΔ έπρεπε να στραφεί και κατ’ αυτού), η δε συμμετοχή στην έκκλητη δίκη του προσθέτως παρεμβαίνοντος, υπέρ του αντιδίκου του, δικονομικού εγγυητή, δεν επιδρά στα έννομα συμφέροντά του. Η απεύθυνση, όμως, του δικογράφου της έφεσης κατά του πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβάντος, επέχει θέση κλήτευσής του προς συζήτηση της έφεσης, η οποία κλήτευση είναι αναγκαία, κατά τα άρθρα 81 παρ. 3, 82 εδ. γ’, 502, 517, 558 και 271 του ΚΠολΔ , με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης. Τούτο, διότι αυτός πρέπει να ενημερώνεται για την εξέλιξη της δίκης και να ασκεί τα δικαιώματα που του αναγνωρίζει ο νόμος, χωρίς δε την κλήτευσή του παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης. Συνεπώς, αν αυτός δεν εμφανιστεί, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης και δεν έχει κληθεί, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους τους διαδίκους, το οποίο απαράδεκτο, ως αναγόμενο στην προδικασία, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΑΠ 18/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 426/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 401/2009 ΑΧΑΝΟΜ 2010. 340, ΕφΔωδ 161/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 26/2005 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2005. 296). Περαιτέρω, εάν στο πρώτο βαθμό συζητήθηκε αφενός η κύρια αγωγή μεταξύ των αρχικών διαδίκων και αφετέρου προσεπίκληση του κυρίως εναγόμενου αρχικού διαδίκου με παρεμπίπτουσα αγωγή προς τον δικονομικό εγγυητή του, ο δε προσεπικληθείς ασκήσει παρέμβαση, τότε αν απορριφθεί η κύρια αγωγή, ο ενάγων στην κύρια δίκη, ασκώντας έφεση ή αντέφεση κατά των απορριπτικών διατάξεων της πρωτόδικης απόφασης δεν δικαιούται να την απευθύνει και κατά του προσεπικληθέντος και παρεμπιπτόντως εναγόμενου. Αντιθέτως μόνο ο κυρίως εναγόμενος προσεπικαλέσας και παρεμπιπτόντως ενάγων δικαιούται να ασκήσει την έφεση του και κατά του προσεπικληθέντος και παρεμπιπτόντως εναγόμενου από αυτόν ώστε να μεταβιβασθεί η υπόθεση κατά το οικείο κεφάλαιο της προσεπίκλησης και της παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (ΑΠ 485/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1961/1986 ΕλλΔνη 29. 282, ΕφΑθ 3074/2022 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 261/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 94/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 462/2016 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σε περίπτωση εναγωγής περισσοτέρων εις ολόκληρον ευθυνόμενων, κατ’ άρθρα 481 – 488 του ΑΚ, ιδρύεται σχέση απλής και όχι αναγκαστικής ομοδικίας (ΑΠ 740/2000 ΕλλΔνη 2001. 101, ΕφΑθ 2060/2023 ΝΟΜΟΣ). Επί απλής ομοδικίας η έφεση ή αντέφεση ομοδίκου στρέφεται υποχρεωτικά κατά του αντιδίκου ή των ομοδικούντων αντιδίκων ως προς τους οποίους επιδιώκει ο εκκαλών την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, όχι όμως και κατά των ομοδίκων του, εκτός αν η απόφαση περιέχει βλαπτική για τον εκκαλούντα και ευνοϊκή διάταξη για τους ομοδίκους του ή απέρριψε αίτηση που υπέβαλε ομόδικος κατά άλλου ομοδίκου. Αν δεν συντρέχει η άνω προϋπόθεση η έφεση που απευθύνεται κατά των ομοδίκων του εκκαλούντος είναι απαράδεκτη. Το απαράδεκτο αυτό λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, διότι αφορά τη νομιμοποίηση κατ’ άρθρο 68 του ΚΠολΔ (ΕφΑθ 3865/2023 ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδ. 2009, παρ. 338, 342 σελ. 160, 162). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, προκύπτει ότι το εφετείο κρίνει αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάσισε σωστά με βάση τα παράπονα, τα οποία περιλαμβάνονται στην έφεση και το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων. Εάν η εκκαλούμενη απόφαση έχει περισσότερα κεφάλαια, όπως συμβαίνει σε περίπτωση συνεκδίκασης με την κύρια αγωγή και παρεμπίπτουσας αγωγής, και με την έφεση προβάλλονται παράπονα μόνο ως προς το κεφάλαιο της απόφασης που αφορά την κύρια αγωγή, η υπόθεση δεν μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και ως προς το κεφάλαιο που αφορά τη παρεμπίπτουσα αγωγή (ΑΠ 326/1984 ΝοΒ 1985. 997, ΕφΘες 944/1997 ΝΟΜΟΣ ΕφΘες 2966/1994 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5290/1991 ΕλλΔνη 1993. 1635). Στην προκειμένη περίπτωση, οι ένδικες υπό στοιχεία Α’, Β’ και Γ’ εφέσεις έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την 01.01.2016), καθόσον η εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 3139/2022 απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα της υπό στοιχείο Α’ έφεσης – παρεμπιπτόντως εναγόμενη – προσθέτως παρεμβαίνουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…………..» την 14.11.2022, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους, στην εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β’ έφεσης – τρίτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..» την 14.11.2022, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους, και στους εκκαλούντες της υπό στοιχείο Γ’ έφεσης – δεύτερο και πρώτο των εναγόμενων – παρεμπιπτόντως ενάγοντα την 16.11.2022 και την 18.11.2022, αντίστοιχα (βλ. τις σχετικές από 16.11.2022 και από 18.11.2022, αντίστοιχα, επισημειώσεις του δικαστικού επιμελητή …………… επί των προσκομιζόμενων αντιγράφων της υπ’ αριθ. 3139/2022 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), ενώ η κρινόμενη υπό στοιχείο Α’ έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 09.12.2022, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./09.12.2022 και ειδικό …./09.12.2022 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, η κρινόμενη υπό στοιχείο Β’ έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 14.12.2022, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../14.12.2022 και ειδικό …./14.12.2022 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, και η κρινόμενη υπό στοιχείο Γ’ έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 16.12.2022, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./16.12.2022 και ειδικό …/16.12.2022 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι οι κρινόμενες εφέσεις κατατέθηκαν εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Εντούτοις, δεν ασκείται παραδεκτά η υπό στοιχείο Β’ από 12.12.2022 έφεση ως προς την πέμπτη των εφεσίβλητων, ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «……………», καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη στη δίκη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον με τους λόγους της υπό στοιχείο Β’ έφεσης, η εκκαλούσα – τρίτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……….» παραπονείται κατά της εκκαλουμένης υπ’ αριθ. 3139/2022 οριστικής απόφασης, αναγκαίως δε σύμφωνα με το άρθρο 513 παρ. 2 του ΚΠολΔ, και κατά της συμπροσβαλλόμενης υπ’ αριθ. 1141/2019 μη οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μόνο κατά το μέρος που έγινε εν μέρει δεκτή η εναντίον της κύρια αγωγή, ενώ δεν προβάλλει κανένα παράπονο κατά της υπ’ αριθ. 1141/2019 απόφασης ως προς το κεφάλαιό της που απέρριψε ως μη ασκηθείσα την από 08.05.2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή της κατά της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενης, ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……………..», και συνεπώς, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, η υπό στοιχείο Β’ έφεση κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πέμπτης των εφεσίβλητων πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Ομοίως δεν ασκείται παραδεκτά η υπό στοιχείο Β’ από 12.12.2022 έφεση ως προς την έκτη των εφεσίβλητων, ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…………….», καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη και προσθέτως παρεμβαίνουσα στη δίκη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, λόγω της ιδιότητάς της ως δικονομικής εγγυήτριας του δεύτερου κυρίως εναγόμενου. Τούτο, ειδικότερα, διότι, η έκτη των εφεσίβλητων δεν έλαβε μέρος στη δίκη, που διεξήχθη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως αντίδικος της εκκαλούσας – τρίτης κυρίως εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», αφού, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, αυτή δεν άσκησε πρωτοδίκως, υπέρ του υπόχρεου σε αποζημίωση, δεύτερου εναγόμενου, έναντι των κυρίων διαδίκων, αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, επί της οποίας και μόνο, λόγω της δημιουργουμένης σχέσης αναγκαστικής ομοδικίας μεταξύ του παρεμβαίνοντος και του υπέρ ου η παρέμβαση, απαιτείται να απευθύνεται η έφεση και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος, αλλά αντιθέτως αυτή άσκησε, κατόπιν της από 04.06.2017 προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής, την από 07.06.2017 απλή πρόσθετη παρέμβαση και συνεπώς η καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη και προσθέτως παρεμβαίνουσα στη δίκη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν έχει καταστεί στην από 06.04.2017 κύρια αγωγή διάδικος στην πρωτόδικη δίκη, ώστε να πρέπει να απευθύνεται και κατ’ αυτής η υπό στοιχείο Β’ έφεση της εν μέρει ηττηθείσας τρίτης εναγόμενης της κύριας αγωγής. Επιπλέον, η υπό στοιχείο Β’ έφεση όσον αφορά στον τρίτο και στον τέταρτο των εφεσίβλητων – πρώτο και δεύτερο των εναγόμενων της κύριας αγωγής, οι οποίοι, λόγω της φύσης της διαφοράς, ήταν απλοί ομόδικοι με την εκκαλούσα – τρίτη εναγόμενη της κύριας αγωγής, η δε προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει βλαπτική για την εκκαλούσα και ευνοϊκή για τους ομόδικούς της διάταξη, ούτε προβάλλεται λόγος έφεσης ως προς αυτούς, πρέπει, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, να απορριφθεί ως απαράδεκτη, αφού αυτοί δεν ήταν νικήσαντες διάδικοι στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. ΑΠ 827/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 171/2023 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, αναφορικά με τον τρίτο, τον τέταρτο, την πέμπτη και την έκτη των εφεσίβλητων, πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, να απορριφθεί η υπό στοιχείο Β’ από 12.12.2022 έφεση ως απαράδεκτη (άρθρα 68, 73 και 517 του ΚΠολΔ), κατά τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη. Τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, μεταξύ της εκκαλούσας της υπό στοιχείο Β’ έφεσης και του τρίτου, του τέταρτου, της πέμπτης και της έκτης των εφεσίβλητων, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 106, 179 και 183 του ΚΠολΔ ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Επομένως, πρέπει η υπό στοιχείο Β’ έφεση ως προς τον πρώτο και την δεύτερη των εφεσίβλητων, καθώς και οι υπό στοιχεία Α’ και Γ’ εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό των εφέσεων έχουν κατατεθεί από τους εκκαλούντες τα παράβολα των 150,00 ευρώ που προβλέπονται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.
Οι αρχικώς ενάγοντες στην από 06.04.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2017 και ειδικό ………./2017 αγωγή τους, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθεταν ότι την 11.06.2015 απεβίωσε στο ………. Αττικής, με αιτία θανάτου στη ληξιαρχική πράξη θανάτου “πνευμονικό οίδημα” και στο εξιτήριο “σηπτική καταπληξία, αποφρακτικός ειλεός, ισχαιμία λεπτού εντέρου και ευρεία εντερεκτομή”, νοσηλευόμενος στο ιδιωτικό νοσοκομείο της τρίτης εναγόμενης, ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………», που χρησιμοποιεί προς εκτέλεση του έργου της ελευθέρως συνεργαζόμενους με αυτήν ιατρούς και λοιπό νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό, ο ………, πατέρας του πρώτου ενάγοντος, σύζυγος της δεύτερης ενάγουσας και πενθερός της τρίτης ενάγουσας, ότι ο θάνατος του συγγενούς τους οφείλεται σε αμελείς πράξεις και παραλείψεις, καθώς και σε εσφαλμένους ιατρικούς χειρισμούς του πρώτου εναγόμενου, ιατρού χειρουργού, και του δεύτερου εναγόμενου, ιατρού χειρουργού, οι οποίοι διενεργούσαν σε ασθενείς τους ιατρικές πράξεις της ειδικότητάς τους, καθώς και τη νοσηλεία αυτών, χρησιμοποιώντας τις κτιριακές, μηχανολογικές και λοιπές εγκαταστάσεις του νοσοκομείου της τρίτης εναγόμενης, καθώς και το παραϊατρικό και βοηθητικό προσωπικό αυτής, ενώ η τρίτη εναγόμενη επιμελείτο της νοσηλείας των ασθενών και χορηγούσε τα απαραίτητα υλικά και φάρμακα για την διεκπεραίωση των ιατρικών πράξεων, και εισέπραττε από τους ασθενείς χωριστή αμοιβή για τις υπηρεσίες της, πλέον της εισπραττόμενης από τον πρώτο εναγόμενο και τον δεύτερο εναγόμενο αμοιβής, και ως εκ τούτου οι τελευταίοι ήταν προστηθέντες στην υπηρεσία της προστήσασας αυτούς τρίτης εναγόμενης, δεδομένου ότι από τη μεταξύ τους σύμβαση ελεύθερης συνεργασίας και τον επιδιωκόμενο από αυτή σκοπό, αφενός εξυπηρετούνταν ο πρώτος εναγόμενος και ο δεύτερος εναγόμενος που χρησιμοποιούσαν την υποδομή και τις υπηρεσίες του νοσοκομείου της τρίτης εναγόμενης, αφετέρου η τελευταία που χρησιμοποιούσε προς εκτέλεση του έργου της ελευθέρως συνεργαζόμενους με αυτήν ιατρούς, ότι ειδικότερα ο ………… εισήχθη εκτάκτως, την 08.06.2015, στο νοσοκομείο της τρίτης εναγόμενης, λόγω έντονου, προοδευτικώς επιδεινούμενου κοιλιακού άλγους από 12ώρου, συνοδευόμενου από τροφώδεις εμετούς, ότι υποβλήθηκε σε εξετάσεις, ήτοι ακτινογραφία κοιλίας, αξονική τομογραφία άνω/κάτω κοιλίας, και σε εργαστηριακές εξετάσεις αίματος, οι οποίες τεκμηρίωναν απολύτως τη διάγνωση της εντερικής απόφραξης – ειλεού λεπτού εντέρου, με ενδεδειγμένη, κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, την άμεση χειρουργική αντιμετώπιση του περιστατικού, πλην όμως ο πρώτος και ο δεύτερος των εναγόμενων, ιατροί χειρουργοί, από αμέλεια, δηλαδή από την έλλειψη της επιμέλειας, την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν, δεν μερίμνησαν για την άμεση εισαγωγή του ασθενούς στη χειρουργική κλινική, προκειμένου να υποβληθεί στην κατάλληλη χειρουργική επέμβαση, όπως θα έπραττε κάθε μέσος, συνετός ιατρός χειρουργός με βάση τα ιατρικά ευρήματα και τα συμπτώματα του εν λόγω ασθενούς, αλλά αντιθέτως απεφάνθηκαν ότι ο ασθενής παρουσίαζε καρκίνο ορθοσιγμοειδούς και ότι δήθεν υπερμεγέθης όγκος είχε προκαλέσει απόφραξη του παχέως εντέρου και αφού επιχείρησαν ανεπιτυχώς να αντιμετωπίσουν το περιστατικό με συντηρητική αγωγή, με καθυστέρηση πολλών ωρών, και ενώ η κατάσταση της υγείας του ασθενούς έβαινε επιδεινούμενη, την 10.06.2015, περί ώρα 17.40 μ.μ., τον υπέβαλαν σε χειρουργική επέμβαση εντερεκτομής 70 εκ. νεκρωμένου λεπτού εντέρου και πλάγιο-πλάγια αναστόμωση, χωρίς, όμως, αποτέλεσμα καθόσον η καθυστέρηση διενέργειας της ενδεδειγμένης ιατρικά χειρουργικής επέμβασης είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση ισχαιμίας του λεπτού εντέρου, τη νέκρωση αυτού, την εγκατάσταση σηπτικής καταπληξίας και περιτονίτιδας και συνακόλουθα τη μη αναστρέψιμη κατάσταση της υγείας του ασθενούς και το θάνατο αυτού, την 11.06.2015, συνεπεία πολυοργανικής ανεπάρκειας. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζήτησαν, όπως παραδεκτώς κατ’ άρθρα 223, 294, 295 και 297 του ΚΠολΔ, περιορίσθηκαν τα αγωγικά κονδύλια από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά με τις προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 1.000.000,00 ευρώ, στην δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 1.000.000,00 ευρώ και στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των 400.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από το θάνατο του ………….., πατέρα του πρώτου ενάγοντος, συζύγου της δεύτερης ενάγουσας και πενθερού της τρίτης ενάγουσας, εξαιτίας της ανωτέρω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των προστηθέντων από την τρίτη εναγόμενη ιατρών, πρώτου και δεύτερου των εναγόμενων, οι οποίοι από αμέλειά τους και όντας υπόχρεοι λόγω του επαγγέλματός τους να καταβάλουν ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, προκάλεσαν τον θάνατο του συγγενούς τους, επιφυλασσόμενοι να αξιώσουν το επιπλέον ποσό των 44,00 ευρώ παριστάμενοι ως πολιτικώς ενάγοντες ενώπιον των αρμοδίων ποινικών Δικαστηρίων, όλα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να διαταχθεί η προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους σε βάρος του πρώτου και του δεύτερου των εναγόμενων και του νόμιμου εκπροσώπου της τρίτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη. Ο δεύτερος εναγόμενος, στα πλαίσια της δίκης που ανοίχθηκε με την ως άνω κύρια αγωγή, με το από 04.06.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2017 και ειδικό …../2017 αυτοτελές δικόγραφο, που απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο οποίο ενσωμάτωσε το περιεχόμενο της κύριας αγωγής, που είχε ασκηθεί εναντίον του, προσεπικάλεσε την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…………» και πρώην επωνυμία «…………….», της οποίας καθολική διάδοχος λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση είναι η ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «………..», ως δικονομική του εγγυήτρια, να παρέμβει υπέρ αυτού και να τον υποστηρίξει στην ως άνω εκκρεμή δίκη, επικαλούμενος έννομο συμφέρον, συνιστάμενο στο ότι αυτή είναι υπόχρεη σε αποζημίωση, δυνάμει έγκυρης ασφαλιστικής σύμβασης κάλυψης της επαγγελματικής αστικής του ευθύνης έναντι τρίτων ασθενών του, σωρεύοντας στο ίδιο δικόγραφο και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης κατ’ αυτής, με την οποία ζήτησε, μετά τον παραδεκτό κατ’ άρθρα 223, 294, 295 και 297 του ΚΠολΔ, περιορισμό του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματος της παρεμπίπτουσας αγωγής, μόνο στο αναγνωριστικό της σκέλος, με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται η καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη να του καταβάλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό τυχόν υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στους ενάγοντες, σε περίπτωση ευδοκίμησης της ως άνω κυρίας αγωγής, μετά των τόκων και των εξόδων, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της καταβολής στους τελευταίους, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η αντίδικός του στη δικαστική του δαπάνη. Η καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη με το από 07.06.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2017 και ειδικό …../2017 ιδιαίτερο δικόγραφο, άσκησε παραδεκτώς πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του δεύτερου εναγόμενου – προσεπικαλούντος, επικαλούμενη την ιδιότητά της ως δικονομικής εγγυήτριας του τελευταίου, με αίτημα να γίνει δεκτή η πρόσθετη παρέμβαση, να απορριφθεί η κύρια αγωγή, καθώς και η προσεπίκληση ενωμένη με παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, κατόπιν αποδοχής της ένστασης περί συναφθείσας ρήτρας αναγγελίας αξιώσεων, και να καταδικασθούν οι αντίδικοί της στη δικαστική της δαπάνη. Η τρίτη εναγόμενη, στα πλαίσια της δίκης που ανοίχθηκε με την ως άνω κύρια αγωγή, με το από 08.05.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2017 και ειδικό …../2017 αυτοτελές δικόγραφο, που απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο οποίο ενσωμάτωσε το περιεχόμενο της κύριας αγωγής, που είχε ασκηθεί εναντίον της, προσεπικάλεσε την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «……………», ως δικονομική της εγγυήτρια, να παρέμβει υπέρ αυτής και να την υποστηρίξει στην ως άνω εκκρεμή δίκη, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, συνιστάμενο στο ότι αυτή είναι υπόχρεη σε αποζημίωση, δυνάμει έγκυρης ασφαλιστικής σύμβασης κάλυψης της επαγγελματικής αστικής της ευθύνης έναντι τρίτων ασθενών, μέχρι του ποσού των 750.000,00 ευρώ, ανά ασφαλιστική περίπτωση, και συνολικά μέχρι του ποσού των 1.500.000,00 ευρώ, σωρεύοντας στο ίδιο δικόγραφο και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης κατ’ αυτής, με την οποία ζήτησε, μετά τον παραδεκτό κατ’ άρθρα 223, 294, 295 και 297 του ΚΠολΔ, περιορισμό του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματος της παρεμπίπτουσας αγωγής, μόνο στο αναγνωριστικό της σκέλος, με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται η καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη να της καταβάλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό τυχόν υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στους ενάγοντες, σε περίπτωση ευδοκίμησης της ως άνω κυρίας αγωγής, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η αντίδικός της στη δικαστική της δαπάνη. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1141/2019 μη οριστική απόφασή του, αφού συνεκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων την κύρια αγωγή, τις προσεπικλήσεις – παρεμπίπτουσες αγωγές και την πρόσθετη παρέμβαση, απέρριψε την από 08.05.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2017 και ειδικό …/2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή ως μη ασκηθείσα, και αφού έκρινε την κύρια αγωγή ως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 346, 914, 922, 925, 926, 932 του ΑΚ και των άρθρων 70, 176 του ΚΠολΔ, πλην των παρεπόμενων αιτημάτων περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του πρώτου και του δεύτερου των εναγόμενων, τα οποία κρίθηκαν μη νόμιμα και απορριπτέα, μετά την τροπή των αγωγικών αιτημάτων σε αναγνωριστικά, καθώς και του παρεπόμενου αιτήματος περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του νόμιμου εκπροσώπου της τρίτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας, το οποίο κρίθηκε απαράδεκτο και απορριπτέο, αφού ο νόμιμος εκπρόσωπος της τρίτης εναγόμενης δεν ήταν διάδικος στη δίκη, αφού έκρινε την από 04.06.2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή ως νόμιμη, στηριζόμενη στις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων του ΑΚ και σε εκείνες των άρθρων 361, 299 του ΑΚ, του Ν. 2496/1997 και των άρθρων 69 παρ. 1 εδ. ε’, 70, 88, 176 του ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής ως προς την παρεμπίπτουσα αγωγή, το οποίο κρίθηκε μη νόμιμο και απορριπτέο, μετά την τροπή του αιτήματος σε αναγνωριστικό, και αφού έκρινε την από 07.06.2017 πρόσθετη παρέμβαση ως παραδεκτή, ενόψει του προφανούς εννόμου συμφέροντος της προσθέτως παραμβαίνουσας, στη συνέχεια διέταξε την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο προκειμένου να διενεργηθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη, με μέριμνα του επιμελέστερου από τους διαδίκους. Μετά τη βίαιη διακοπή της δίκης λόγω θανάτου της δεύτερης ενάγουσας …………… που απεβίωσε την 27.06.2018, ο πρώτος ενάγων, ατομικά και ως μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος αυτής, και η τρίτη ενάγουσα με την από 21.10.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2021 και ειδικό …./2021 κλήση τους επανέλαβαν εκουσίως τη δίκη και επανέφεραν προς συζήτηση την κύρια αγωγή, την από 04.06.2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση, ενώ η τρίτη κυρίως εναγόμενη με την από 02.12.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2021 και ειδικό …./2021 κλήση της επανέφερε προς συζήτηση την από 08.05.2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3139/2022 οριστική απόφασή του, αφού κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της από 08.05.2017 προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής και αφού συνεκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων την κύρια αγωγή, την από 04.06.2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση, έκανε εν μέρει δεκτή την κύρια αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, στον πρώτο ενάγοντα ατομικά το ποσό των ογδόντα χιλιάδων (80.000,00) ευρώ και υπό την ιδιότητά του ως μοναδικού εξ αδιαθέτου κληρονόμου της αρχικώς δεύτερης ενάγουσας …………, το ποσό των ογδόντα χιλιάδων (80.000,00) ευρώ, στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, απέρριψε την πρόσθετη παρέμβαση και έκανε δεκτή την από 04.06.2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενης να καταβάλει στον προσεπικαλούντα – παρεμπιπτόντως ενάγοντα – δεύτερο κυρίως εναγόμενο το σύνολο των ποσών που επιδικάσθηκε ο τελευταίος να καταβάλει στους ενάγοντες της κύριας αγωγής, κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, με το νόμιμο τόκο από την καταβολή μέχρι την εξόφληση. Την απόφαση αυτή εκκαλούν: (Α) η παρεμπιπτόντως εναγόμενη – προσθέτως παρεμβαίνουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «………………», με την υπό στοιχείο Α’ από 09.12.2022 έφεσή της και ζητεί για τους λόγους που εκτίθενται σε αυτή και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολό της η κύρια αγωγή και η από 04.06.2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, (Β) η τρίτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………….», με την υπό στοιχείο Β’ από 12.12.2022 έφεσή της και ζητεί για τους λόγους που εκτίθενται σε αυτή και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολό της η κύρια αγωγή και (Γ) ο δεύτερος και ο πρώτος των εναγόμενων – παρεμπιπτόντως ενάγων με την υπό στοιχείο Γ’ από 13.12.2022 έφεσή τους και ζητούν για το μοναδικό λόγο που εκτίθεται σε αυτή και ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολό της η κύρια αγωγή.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β’, 914 και 932 του ΑΚ, η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή και ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά, που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί, δε, η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα, της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμελείας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια, που αν κατέβαλε, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος είτε προέβλεψε, μεν, το ενδεχόμενο επέλευσής του, ήλπιζε, όμως, ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η συνδρομή των πιο πάνω προϋποθέσεων θεμελιώνει και την αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία, που προκαλείται από αυτόν κατά την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών του (ΑΠ 655/2019 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, κατ’ άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939 «περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος», που διατηρήθηκε σε ισχύ κατά το άρθρο 47 του ΕισΝΑΚ, ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική του συνδρομή, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσας πείρας τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για τη διαφύλαξη των ασθενών και προστασίας των υγιών. Το άρθρο 3 του Ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας) ορίζει ότι το ιατρικό λειτούργημα ασκείται, σύμφωνα με τους γενικά αποδεκτούς και ισχύοντες κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων με τα άρθρα 652, 330 και 914 του ΑΚ και 441 του ΠΚ, προκύπτει ότι ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία, που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλειά του, ακόμη και ελαφρά, εάν κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων παρέβη την υποχρέωση επιμέλειας του να ενεργήσει, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, μη εκπληρώνοντας το καθήκον ιατρικής μέριμνας και επιμέλειας (ΣτΕ 330/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1659/2003 ΠοινΔικ 2004. 227). Έτσι, το ιατρικό σφάλμα, που αντιμετωπίζεται στο Ελληνικό δίκαιο, ως περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 914 του ΑΚ, συνιστά παρανομία, ως συμπεριφορά, που αντίκειται τόσο στο θετικό δίκαιο και συγκεκριμένα, στην προαναφερομένη διάταξη του άρθρου 24 του α.ν. 1565/1939, η οποία μπορεί να ερμηνευθεί, ως κανόνας συμπεριφοράς και όχι απλώς, ως εξειδίκευση του κατά το άρθρο 330 του ΑΚ μέτρου της απαιτουμένης επιμέλειας, όσο και στους γενικούς (άγραφους) κανόνες επιμέλειας, που ρυθμίζουν τον τρόπο ενεργείας των ιατρών σε συγκεκριμένη περίπτωση, δεδομένου ότι, όπως είναι γνωστό, παρανομία δεν συνιστά, μόνον, η συμπεριφορά προσώπου, που αντίκειται σε ειδική διάταξη νόμου, αλλά και αυτή, που παραβιάζει τις υποχρεώσεις επιμελείας, τις οποίες οφείλει να εκπληρώνει κάθε κοινωνός προς το σκοπό της αποφυγής πρόκλησης ζημίας σε αγαθά άλλων προσώπων. Το δίκαιο, δηλαδή, απαγορεύει την αμελή συμπεριφορά και το ιατρικό σφάλμα συνιστά μία τέτοια συμπεριφορά (βλ. Κατερίνα Φουντεδάκη, Αστική ιατρική ευθύνη, έκδ. 2003, σελ. 327, 328). Το ιατρικό σφάλμα, αποτελώντας την αντικειμενική και υποκειμενική προϋπόθεση της ευθύνης του ιατρού εμφανίζεται με τη μορφή της εκδήλωσης ορισμένης συμπεριφοράς, χαρακτηριζόμενης, ως αποκλίνουσας, σε σχέση με αυτή, την οποία ο μέσος ιατρός της αντίστοιχης ειδικότητας επιβάλλεται να επιδείξει υπό τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις, τηρώντας τους αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης (ΑΠ 1337/2005 ΠοινΔ 2006. 135, ΑΠ 1569/2003 ΠοινΔ 2003. 386). Ειδικότερα, στην περιοχή της ιατρικής αμέλειας αυτή μπορεί να εμφανίζεται υπό τις εξής μορφές: α) είτε ως εσφαλμένη διάγνωση ή μη διάγνωση μίας νόσου, που οφείλεται στην μη συμμόρφωση προς τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, β) είτε ως εσφαλμένη – πλημμελής θεραπευτική αγωγή (φαρμακευτική, διαιτητική, εγχειρηματική), διαδικασία, δηλαδή, που αποσκοπεί στην ίαση του ασθενούς, κατά τρόπο, που παρακάμπτονται οι κοινώς αναγνωρισμένοι κανόνες της ιατρικής επιστήμης (όπως εγκατάλειψη εργαλείων ή άλλων αντικειμένων στο σώμα του ασθενούς μετά την εγχείρηση, μη έγκαιρη επέμβαση, χορήγηση υπερβολικής δόσης φαρμάκου), δηλαδή, στην περίπτωση αυτή, η αμέλεια του ιατρού μπορεί να θεμελιωθεί σε σφάλμα περί την εκλογή της θεραπείας, λόγω της οποίας και επέρχεται κακό στον ασθενή, είτε αυτό οφείλεται σε άγνοια της προσήκουσας για την περίπτωση θεραπείας ή γενικά ενεργείας, είτε διότι επέλεξε μέθοδο και θεραπεία, η οποία, κατά τις γενικά κρατούσες αρχές της ιατρικής επιστήμης, δεν ήταν η ενδεδειγμένη για την περίπτωση, γ) είτε ως μη παραπομπή του ασθενούς σε ειδικό θάλαμο και την ανάληψη της διεξαγωγής ενός διαγνωστικού ή θεραπευτικού εγχειρήματος, χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες ειδικές γνώσεις και ικανότητες ή τα κατάλληλα διαγνωστικά μέσα και δ) είτε ως μη εκπλήρωση καθήκοντος ιατρικής μέριμνας και επιμέλειας (ΕφΑθ 550/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 197/1988 ΑρχΝομ 1988. 139). Ωστόσο, ουδεμία ευθύνη φέρει ο ιατρός, αν ενήργησε, κατά τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης (lege artis) και ειδικότερα, όπως θα ενεργούσε κάτω από τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και με τα στη διάθεσή του μέσα, ένας συνετός και επιμελής ιατρός. Λαμβάνεται υπόψη, ιδίως, η συνδρομή ειδικότητας στο πρόσωπο του ιατρού, η οποία συνιστά το λόγο της βαρύτερης ευθύνης του ειδικού, διότι ο ασθενής προσφεύγει στις υπηρεσίες του, συνήθως, με βαρύτερη οικονομική επιβάρυνση, λόγω αυτής της ειδικότητάς του. Η αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού ρυθμίζεται, ως προς ορισμένα ζητήματα και από το άρθρο 8 του Ν. 2251/1994 για την “προστασία των καταναλωτών”, όπως ισχύει μετά το Ν. 3587/2007, το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι “ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη, που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψή του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή. Ως παρέχων υπηρεσίες νοείται όποιος, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, παρέχει υπηρεσία, κατά τρόπο ανεξάρτητο” (παρ. 1 και 2), ότι “ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας” (παρ. 3), ότι “ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης για την έλλειψη παρανομίας και υπαιτιότητάς του” (παρ. 4 εδ. α’), ότι “για την έλλειψη υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδίως: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με τον βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της, δ) η αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας, ε) η ελευθερία δράσης, που καταλείπεται στο ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, στ) αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και ζ) αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος αυτήν” (παρ. 4 εδ. β) και ότι “η ύπαρξη ή η δυνατότητα παροχής τελειότερης υπηρεσίας, κατά το χρόνο παροχής της συγκεκριμένης υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν θεμελιώνει χωρίς άλλο λόγο υπαιτιότητα” (παρ. 5). Από τις διατάξεις αυτού του άρθρου προκύπτει ότι στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν και οι ιατρικές υπηρεσίες, διότι ο παρέχων αυτές ιατρός ενεργεί κατά τρόπο ανεξάρτητο, δεν υπόκειται, δηλαδή, σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του αποδέκτη των υπηρεσιών (ασθενούς), αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του. Για τη θεμελίωση της ιατρικής ευθύνης απαιτείται παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως, με βάση τη θεώρηση της αμέλειας, ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας (“διπλή λειτουργία της αμέλειας”). Έτσι, αν, στο πλαίσιο μίας ιατρικής πράξης, παραβιαστούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή και οι απορρέουσες από το γενικό καθήκον πρόνοιας και ασφάλειας υποχρεώσεις επιμελείας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και συγχρόνως, υπαίτια. Ενόψει, δε, της καθιερουμένης, συναφώς, νόθου αντικειμενικής ευθύνης, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους απόδειξης, τόσο, ως προς την υπαιτιότητα όσο και, ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του. Η παραπάνω διάταξη λειτουργεί, ως ειδικότερος κανόνας, ο οποίος εντασσόμενος στο γενικότερο σύστημα θεμελίωσης της αστικής ευθύνης, διαμορφώνει την ενοχή, που καταλαμβάνεται από αυτόν, κατά τρόπο, ώστε κύριο χαρακτηριστικό της να είναι η απομάκρυνση από την αρχή της υποκειμενικής ευθύνης με την αντιστροφή του σχετικού βάρους απόδειξης (ΑΠ 974/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1693/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 10/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 726/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 424/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1227/2007 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 922 του ΑΚ, ο προστήσας κάποιον άλλον σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία, που ο προστηθείς προξένησε σε τρίτο κατά την υπηρεσία του. Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή επί προστήσαντος φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο δεν συνδέεται συμβατικά με το ζημιωθέντα τρίτο, προστηθείς, δε, μπορεί να είναι νομικό ή φυσικό πρόσωπο. Η εφαρμογή της προϋποθέτει: α) σχέση πρόστησης, η οποία είναι η τοποθέτηση, διορισμός, χρησιμοποίηση από κάποιο πρόσωπο (του προστήσαντος), ενός άλλου προσώπου φυσικού ή νομικού (του προστηθέντος), σε θέση ή απασχόληση (διαρκή ή μεμονωμένη εργασία), που αποβλέπει στη διεκπεραίωση υπόθεσης και γενικότερα, στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου, β) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια, δηλαδή αδικοπραξία, πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 του ΑΚ και γ) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας, που του είχε ανατεθεί ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας του ή ακόμα και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής. Η τελευταία (κατάχρηση υπηρεσίας) υπάρχει, όταν η ζημιογόνος πράξη τελέστηκε καθ’ υπέρβαση των ορίων των καθηκόντων του προστηθέντος και κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών του προστήσαντος. Ωστόσο, θα πρέπει μεταξύ της ζημιογόνου ενεργείας και της υπηρεσίας, που έχει ανατεθεί στον προστηθέντα, να υφίσταται εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι αυτή (πράξη) δεν θα μπορούσε να υπάρξει, χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 337/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1507/2005 ΕλλΔνη 2006. 92, ΑΠ 959/2004 ΕλλΔνη 2004. 1602, ΑΠ 926/2004, ΕλλΔνη 2005. 1659). Δικαιολογητικός λόγος της καθιέρωσης της ευθύνης από αλλότριες πράξεις είναι η ωφέλεια, την οποία ο προστήσας αποκομίζει από την ανάμιξη του ενδιάμεσου προσώπου, το οποίο εντάσσει στο πεδίο της δραστηριότητάς του (επαγγελματικής, επιχειρηματικής). Με τη χρησιμοποίηση τρίτων προσώπων ο προστήσας επεκτείνει το πεδίο της επιχειρηματικής κυρίως δράσης του, το πεδίο εξουσίας και επιρροής του και κατά συνέπεια, διευρύνει και τη δυνατότητα κερδών του. Είναι, επομένως, εύλογο να φέρει αυτός την ευθύνη και τους κινδύνους, που προκύπτουν από τη δραστηριότητα των χρησιμοποιουμένων προσώπων, αφού αυτός καρπώνεται και τα οφέλη της. Άλλωστε, με την καθιέρωση της ευθύνης του προστήσαντος εξυπηρετείται και η ιδέα της ασφάλειας των ζημιωθέντων, οι οποίοι αποκτούν ένα επιπλέον οφειλέτη, εκτός από τον προστηθέντα, συνήθως οικονομικά ισχυρότερο και πιο φερέγγυο από αυτόν (ΑΠ 1683/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1988/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 687/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1429/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 181/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1288/2010 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, πρόστηση μπορεί να υπάρχει και σε περίπτωση σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Πάντως, όταν η εκτέλεση μιας υπηρεσίας έχει ανατεθεί σε πρόσωπα με εξειδικευμένες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις, ο άνω έλεγχος δεν είναι απαραίτητο να εκτείνεται στον τρόπο εργασίας των εν λόγω προσώπων, ως προς τον οποίο, άλλωστε, ο κύριος της υπόθεσης, ελλείψει των σχετικών γνώσεων, δεν είναι σε θέση να τα ελέγξει, αλλά μπορεί και αρκεί ο έλεγχος αυτός να αφορά στην παροχή οδηγιών, έστω και γενικού περιεχομένου ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους λοιπούς όρους εργασίας των ειδικευμένων προσώπων. Ειδικότερα, στην περίπτωση νοσηλείας ασθενούς από ιατρό σε ιδιωτική κλινική ή άλλο ιατρικό κέντρο αρκεί, για τον χαρακτηρισμό τους, ως προστησάντων, η εκ μέρους τους παροχή γενικών μόνο οδηγιών στον ιατρό ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους όρους εργασίας του τελευταίου. Και τούτο διότι η παροχή ειδικών οδηγιών στον ιατρό, για τον τρόπο διενέργειας των ιατρικών πράξεων (διαγνωστικών ή θεραπευτικών), δεν είναι δυνατή, αφού, όπως προκύπτει από το άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939, ο ιατρός είναι υποχρεωμένος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να ενεργήσει όχι σύμφωνα με τις τυχόν αυτές οδηγίες, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, ήτοι τα διδάγματα της εν λόγω επιστήμης και την αποκτηθείσα συναφώς ειδική πείρα (ΑΠ 1988/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 687/2013 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, αν από αμελή, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, συμπεριφορά του προστηθέντος ιατρού επήλθε η σωματική βλάβη προσώπου νοσηλευόμενου σε ιδιωτική κλινική, η προστήσασα τον ιατρό κλινική ευθύνεται για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη το πιο πάνω πρόσωπο. Πρόκειται για γνήσια αντικειμενική ευθύνη, δικαιολογητικό λόγο της οποίας αποτελεί το γεγονός ότι ο προστήσας ωφελείται από τις υπηρεσίες του προστηθέντος, διευρύνοντας το πεδίο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, και ως εκ τούτου είναι εύλογο να φέρει την ευθύνη για τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα του προστηθέντος (ΑΠ 418/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 687/2013 ό.π., ΑΠ 1226/2007 ΧρΙΔ 2008. 324, ΕφΑθ 26/2019 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 932 του ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλομένης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, που οι διάδικοι έθεσαν υπόψη του, ήτοι το είδος και τη βαρύτητα της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών. Όλες, δε, οι προαναφερόμενες συνθήκες λαμβάνονται υπόψη για να καθορισθεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος και δεν αποτελούν ιδιαίτερα και αυτοτελή στοιχεία, των οποίων η παράθεση να είναι αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας, αλλά το δικαστήριο αποφασίζει γι’ αυτά με ελεύθερη κρίση, τηρουμένης, όμως, της αρχής της αναλογικότητας, ως γενικής νομικής αρχής και δη, αυξημένης τυπικής ισχύος κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος (ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 55/2023 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 932 εδ. 3 του ΑΚ, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος, λόγω ψυχικής οδύνης. Στην διάταξη αυτή δεν γίνεται προσδιορισμός της έννοιας του όρου “οικογένεια του θύματος”, προφανώς διότι ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικά τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος, λόγω της φύσης του, υφίσταται αναγκαία τις επιδράσεις εκ των κοινωνικών διαφοροποιήσεων, κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή, όμως, έννοια της εν λόγω διάταξης, που απορρέει από τον σκοπό της θέσπισής της, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος, που δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και, προς ανακούφιση του ηθικού πόνου αυτών στοχεύει η διάταξη αυτή, αδιαφόρως αν συζούσαν μαζί του ή διέμεναν χωριστά. Υπό την έννοια αυτή, μεταξύ των προσώπων αυτών περιλαμβάνονται οι γονείς, τα τέκνα, οι αδελφοί, αμφιθαλείς και ετεροθαλείς, ο σύζυγος ή η σύζυγος και, από δε τους αγχιστείς μόνον οι του πρώτου βαθμού (πεθερός, πεθερά, γαμπρός από θυγατέρα, νύφη από γιο), ενώ οι αγχιστείς πέραν του πρώτου βαθμού, όπως είναι ο από αδελφή γαμπρός δεν περιλαμβάνονται (ΟλΑΠ 21/2000 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 5/2024 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 253/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 562/2018 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 2496/1997 ορίζεται ότι ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται εντός 8 ημερών από τότε που έλαβε γνώση της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, να ειδοποιήσει τον ασφαλιστή, ενώ με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι η υπαίτια παράβαση από τον λήπτη της ασφάλισης των υποχρεώσεών του από την παρ. 1 του άρθρου αυτού παρέχει το δικαίωμα στον ασφαλιστή να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας του. Ακολούθως, με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρέωσης να καταβάλει ασφάλισμα, αν η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης οφείλεται, στη μεν ασφάλιση ζημιών σε δόλο ή σε βαριά αμέλεια, στη δε ασφάλιση προσώπων μόνο σε δόλο του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος ή των λοιπών αναφερόμενων στην παράγραφο αυτή προσώπων, ενώ με την παρ. 6 εδ. α’ του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι με την ασφαλιστική σύμβαση μπορεί να διευρυνθούν οι περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργούν στην ασφάλιση για κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων. Η υποχρέωση ειδικότερα του λήπτη της ασφάλισης να ειδοποιήσει εμπρόθεσμα τον ασφαλιστή για την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης συνιστά ασφαλιστικό βάρος, στο οποίο οφείλει αυτός να ανταποκριθεί, διαφορετικά δεν απαλλάσσεται μεν ο ασφαλιστής από την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος, δημιουργείται όμως σε βάρος του λήπτη της ασφάλισης, εφόσον η παράλειψή του οφείλεται σε υπαιτιότητά του, υποχρέωση προς αποκατάσταση της ζημίας, που προκάλεσε η παράλειψή του στον ασφαλιστή (ΟλΑΠ 1805/1986 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η δυνατότητα διεύρυνσης με την ασφαλιστική σύμβαση των περιπτώσεων απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο ασφαλισμένος ή ο λήπτης της ασφάλισης ενεργούν για την “κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων”, πρέπει να νοηθεί στο ρυθμιστικό πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 33 παρ. 1 του ως άνω Νόμου, κατά την οποία, κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στον παρόντα Νόμο ή αν πρόκειται για ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή εγγύησης, καθώς και θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση Ζημιών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, το σύνολο των διατάξεων του Ν. 2496/1997 αποτελούν ρυθμίσεις “ημιαναγκαστικού” καταρχήν δικαίου, με την έννοια ότι αν δεν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στο Νόμο αυτό, δεν μπορούν να περιοριστούν με την ασφαλιστική σύμβαση τα δικαιώματα των καλυπτομένων προσώπων, παρά μόνο να διευρυνθούν. Εκδηλώνεται, έτσι, για λόγους γενικότερου συμφέροντος, η προστατευτική παρέμβαση του Νομοθέτη προς το ασθενέστερο στη σύμβαση ασφάλισης μέρος, που είναι κατά κανόνα το πρόσωπο που συμβάλλεται με τον ασφαλιστή για λόγους μη επαγγελματικούς, αφού στην ιδιωτική ασφάλιση, η οποία αποτελεί καταναλωτικό αγαθό ευρείας χρήσης, είναι εμφανής στην περίπτωση αυτή η ανάγκη τέτοιας προστατευτικής παρέμβασης υπέρ του ασφαλισμένου, ενόψει του ότι ελλείπει τότε η διαπραγματευτική ισοδυναμία των μερών, με κίνδυνο η παρεχόμενη ασφαλιστική κάλυψη να φαλκιδευτεί στην περίπτωση αυτή, μέσω της ασκούμενης υπό άνισους όρους συμβατικής ελευθερίας (ΟλΑΠ 14/2013 ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, στις περιπτώσεις της ασφαλιστικής κάλυψης επαγγελματικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων από την επαγγελματική δραστηριότητα του ασφαλισμένου ή του λήπτη της ασφάλισης, δεν είναι αναγκαία εξ ορισμού η ως άνω προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη και μπορούν κατά περίπτωση να διαμορφωθούν ελεύθερα οι όροι των ασφαλιστικών συμβάσεων, όταν μεταξύ των μερών μπορεί να λειτουργήσει η ιδιωτική αυτονομία με όρους διαπραγματευτικής ισοδυναμίας. Ο Νομοθέτης, δηλαδή, δεν έχει επιτρέψει την ελεύθερη διαμόρφωση των όρων της ασφαλιστικής σύμβασης σε κάθε περίπτωση ασφάλισης επαγγελματικών κινδύνων, αλλά μόνο σε όσες περιπτώσεις, είτε ειδικά αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 33 παρ. 1 του Ν. 2496/1997, είτε γίνεται με τη διάταξη αυτή παραπομπή σε άλλες διατάξεις του ίδιου νόμου, υπό την έννοια ότι, ναι μεν δεν κατονομάζονται ρητά στην εν λόγω διάταξη, καλύπτονται όμως από την περιεχόμενη σ’ αυτή γενική επιφύλαξη ότι τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος δεν επιτρέπεται να περιοριστούν συμβατικά, εκτός αν κάτι άλλο ειδικά ορίζεται στο Ν. 2496/1997. Τέτοια ειδική ρύθμιση είναι και αυτή του άρθρου 7 παρ. 6 του Ν. 2496/1997, η οποία έχει ευρεία διατύπωση, είναι ενταγμένη στο πρώτο τμήμα του Νόμου, που περιέχει γενικές διατάξεις για τις ασφαλιστικές συμβάσεις και μπορεί έτσι να γίνει ασφαλώς δεκτό ότι η προβλεπόμενη με τη ρύθμιση αυτή δυνατότητα διεύρυνσης με την ασφαλιστική σύμβαση των περιπτώσεων απαλλαγής του ασφαλιστή, όταν ο ασφαλισμένος ή ο λήπτης της ασφάλισης ενεργούν για την κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων, αφορά ποικίλες καταρχήν απαλλακτικές ρήτρες για όλα τα είδη των ασφαλιστικά καλυπτόμενων ζημιών (ΟλΑΠ 19/2015 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 18/2015 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 14/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 957/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 854/2014 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, ως απαλλακτική ρήτρα μπορεί να συμφωνηθεί έγκυρα και η διαμορφωμένη στη διεθνή ασφαλιστική πρακτική στερεότυπη ρήτρα “claims made policy” (αξιώσεις που θα προβληθούν), σύμφωνα με την οποία δεν αρκεί για τη γέννηση υποχρέωσης του ασφαλιστή προς καταβολή του ασφαλίσματος μόνον η πραγματοποίηση του κινδύνου κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής περιόδου, αλλά πρέπει και να προβληθούν κατά τη διάρκειά της οι αξιώσεις αποζημίωσης κατά του ασφαλιστή ή, κατά επιεικέστερη παραλλαγή, να αναγγελθεί απλώς στον ασφαλιστή κατά τη διάρκειά της η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, που θα πρέπει έτσι να ανακαλυφθεί κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής περιόδου (ρήτρα ανακάλυψης της ζημίας). Η υποχρέωση αυτή αναγγελίας δεν συνιστά απλό ασφαλιστικό βάρος κατά την έννοια του άρθρου 7 παρ. 1 Ν. 2496/1997, ώστε και σε περίπτωση έλλειψης συμμόρφωσης του ασφαλισμένου να δικαιούται αυτός εξακολουθητικά, όπως ήδη αναφέρθηκε, το ασφάλισμα, αλλά συνιστά προϋπόθεση, από την πλήρωση της οποίας εξαρτάται η γέννηση της ίδιας της αξίωσής του προς αποζημίωση (ΑΠ 1026/2008 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, η απαλλακτική αυτή ρήτρα, παρεχόμενη από το άρθρο 7 παρ. 6 Ν. 2496/1997, δεν αποκλείεται από τη διάταξη του άρθρου 33 παρ. 1 του νόμου αυτού. Εξάλλου, η ίδια ρήτρα δεν παραβλέπει εξ ορισμού τα εύλογα συμφέροντα του ασφαλισμένου, ώστε να αντιτίθεται αφ’ εαυτής στη ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 8 του ίδιου Νόμου, κατά την οποία όλοι οι όροι του ασφαλιστηρίου πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα εύλογα συμφέροντα του λήπτη της ασφάλισης και του ασφαλισμένου, ούτε υπερβαίνει, τέλος, το εύρος της διάταξης του άρθρου 13 παρ. 3 του αυτού ασφαλιστικού Νόμου, κατά την οποία στην ασφάλιση ζημιών μπορεί με το ασφαλιστήριο να συμφωνηθεί η διεύρυνση των εξαιρέσεων κάλυψης, εφόσον υπαγορεύεται από δικαιολογημένες τεχνικές ανάγκες του ασφαλιστή, αφού και χωρίς την προϋπόθεση αυτή ισχύει στις ασφαλίσεις επαγγελματικών κινδύνων η δυνατότητα απαλλαγής του ασφαλιστή κατά το άρθρο 7 παρ. 6 του Ν. 2496/1997 (ΑΠ 1994/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1343/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 15/2024 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 368 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, ενώ κατά δε την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικώς κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο εκτιμά ελευθέρως την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το Δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες. Επομένως αν δεν υπάρχει παραδοχή του Δικαστηρίου ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, η μη λήψη υπόψη ισχυρισμού του διαδίκου για ανάγκη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης ή η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, σχετικού αιτήματος δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης (ΑΠ 96/2019 ΕφΑΔ 2019. 923, ΑΠ 812/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 757/2017 ΝΟΜΟΣ). Η άρνηση ή η παράλειψη, όμως, του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να διατάξει πραγματογνωμοσύνη, είτε στην περίπτωση του άρθρου 368 παρ. 1, είτε στην περίπτωση του άρθρου 368 παρ. 2 του ΚΠολΔ, θεμελιώνει λόγο έφεσης, οπότε το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αν διαπιστώσει την ανάγκη της διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης μπορεί να τη διατάξει, αναβάλλοντας την απόφασή του για την ουσία της έφεσης (ΕφΘεσ 18408/2017 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 161/2020 ΝΟΜΟΣ, Χ. Απαλαγάκη – Στ. Σταματόπουλος, Ο Νέος ΚΠολΔ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν 4842 & 4855/2021, τόμ. Ι, άρθρο 368, αρ. 12, σελ. 1297).
Από την επανεκτίμηση των υπ’ αριθ. …./07.07.2017, …/07.07.2017, ../07.07.2017 και …/07.07.2017 ενόρκων βεβαιώσεων, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …………. των μαρτύρων ………….., αντίστοιχα, τις οποίες προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι ενάγοντες και ελήφθησαν με δική τους πρωτοβουλία και μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόμενων (βλ. τις υπ’ αριθ. …./03.07.2017, …./03.07.2017 και …../03.07.2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ……….), της υπ’ αριθ. …./13.07.2017 ένορκης βεβαίωσης, ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ………, του μάρτυρα ………, της υπ’ αριθ. ………./03.08.2017 ένορκης βεβαίωσης, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., του μάρτυρα ………… και της υπ’ αριθ. πρωτ. καταθ. ΔΣΘ-………../19.01.2022 από 19.01.2022 ένορκης βεβαίωσης, ενώπιον του δικηγόρου Θεσσαλονίκης ……………. κατ’ άρθρο 74 παρ. 6 του Ν. 4690/2020, του μάρτυρος ……………, τις οποίες προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως ο πρώτος και ο δεύτερος των εναγόμενων και ελήφθησαν με δική τους πρωτοβουλία και μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόντων και της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενης (βλ. τις υπ’ αριθ. …/10.07.2017, …/10.07.2017, …./10.07.2017 και …/10.07.2017 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …………, τις υπ’ αριθ. …./31.07.2017, …/31.07.2017, …/31.07.2017 και …./31.07.2017 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …………, καθώς και την υπ’ αριθ. …../14.01.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ……….. και την υπ’ αριθ. ……./14.01.2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ……….), της από 17.12.2020 ιατρικής έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του …….., ιατρού γενικού χειρουργού, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 17.12.2020 και συντάχθηκε σε εκτέλεση της υπ’ αριθ. 1141/2019 μη οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 2994/2020 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου περί αντικατάστασης πραγματογνώμονα και η οποία εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο, κατ’ άρθρο 387 του ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 110/2023 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 919/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 555/2019 ΝΟΜΟΣ), από τις επίσης ελευθέρως εκτιμώμενες από το Δικαστήριο, κατ’ άρθρο 390 του ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 110/2023 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 919/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 555/2019 ΝΟΜΟΣ), γνωμοδοτήσεις προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης, ήτοι την από 17.03.2021 έγγραφη γνωμοδότηση του ……………. ιατροδικαστή και ιατρού δημόσιας υγείας, ο οποίος διορίστηκε ως τεχνικός σύμβουλος των εναγόντων, κατ’ άρθρο 392 του ΚΠολΔ, και την από 22.03.2021 ιατροδικαστική γνωμοδότηση του ………., ιατρού – ειδικού ιατροδικαστή, ο οποίος διορίστηκε ως τεχνικός σύμβουλος της τρίτης εναγόμενης, κατ’ άρθρο 392 του ΚΠολΔ, της υπ’ αριθ. πρωτ. …. και αριθ. εκθ. …… από 29.01.2016 ιατροδικαστικής έκθεσης νεκροψίας-νεκροτομής του ιατροδικαστή ……… και της από 01.02.2016 έγγραφης γνωμοδότησης νεκροψίας-νεκροτομής του ………… ιατροδικαστή και ιατρού δημόσιας υγείας, της από 14.07.2017 τεχνικής έκθεσης και της από 28.03.2021 συμπληρωματικής τεχνικής έκθεσης του …. … ομότιμου καθηγητή του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής & Τοξικολογίας του Α.Π.Θ., της από 29.03.2021 τεχνικής έκθεσης του . ….., ιατρού γενικού χειρουργού, από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα έγγραφα των σχηματισθέντων ποινικών δικογραφιών που αφορούν στο ένδικο ιατρικό περιστατικό, τα οποία εκτιμώνται ελευθέρως στην προκειμένη δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. ΑΠ 681/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1656/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1396/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 325/2009 ΝΟΜΟΣ), καθώς επίσης οι φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 παρ. 1 περ. γ’, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 του ΚΠολΔ), σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 48/2009 ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο …………., που γεννήθηκε την 28.02.1931, εν ζωή ήταν κάτοικος ……. Αττικής και πατέρας του πρώτου ενάγοντος, σύζυγος της δεύτερης ενάγουσας, η οποία απεβίωσε την 27.06.2018 και κατέλιπε ως μοναδικό εξ αδιαθέτου κληρονόμο της, το τέκνο αυτής, πρώτο ενάγοντα, και πενθερός της τρίτης ενάγουσας. Τον Ιούνιο του έτους 2015, ο ………., ο οποίος διένυε το 84ο έτος της ηλικίας του, ήταν πλήρως λειτουργικό και αυτοεξυπηρετούμενο άτομο, αφού δεν αντιμετώπιζε κάποιο ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα υγείας. Ειδικότερα, έπασχε από παλαιό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο (το έτος 1984, χωρίς ουσιώδη υπολειμματική νευρολογική συνδρομή, με εικόνα ήπιας αφασίας εκπομπής), αρτηριακή υπέρταση και λάμβανε φαρμακευτική αγωγή, υπερτροφία του προστάτη και λάμβανε φαρμακευτική αγωγή, άγχος και διαταραχές ύπνου και λάμβανε φαρμακευτική αγωγή, μικρή ομφαλοκήλη και οσχεοκήλη αριστερά, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από 17.12.2020 ιατρική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του …. …, ιατρού γενικού χειρουργού και την προσκομιζόμενη από 01.02.2016 έγγραφη γνωμοδότηση νεκροψίας-νεκροτομής του . ….., ιατροδικαστή και ιατρού δημόσιας υγείας. Από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. πρωτ. … και αριθ. εκθ. … από 29.01.2016 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας-νεκροτομής του ιατροδικαστή ……… προέκυψε επίσης ότι ο ………….. έπασχε από ανευρυσματική διάταση ανιούσης αορτής και αθηρωματοσκληρυντικές αλλοιώσεις των στεφανιαίων αγγείων, σε έδαφος χρόνιας ισχαιμικής μυοκαρδιοπάθειας και από βαρύτατες αρτηριοσκληρυντικές αλλοιώσεις στεφανιαίων αρτηριών τύπου Va, Vb και VI (θρόμβωση πλάκας), που προκαλούν στένωση του αυλού άμφω κατά ποσοστό 85%, παθήσεις των οποίων την ύπαρξη αγνοούσε, δοθέντος ότι είχε καλή παράπλευρη αγγειακή κυκλοφορία, η οποία ικανοποιούσε τις ανάγκες του για φυσιολογική, αναλόγως της ηλικίας του, σωματική λειτουργία, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από 01.02.2016 έγγραφη γνωμοδότηση νεκροψίας-νεκροτομής του ……….. ιατροδικαστή και ιατρού δημόσιας υγείας. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι την 07.06.2015, ο ……….. εμφάνισε κοιλιακό άλγος, συνοδευόμενο από ναυτία και ενημέρωσε τηλεφωνικώς τον πρώτο ενάγοντα, υιό του, ο οποίος τυγχάνει ιατρός παθολόγος και ο οποίος καθησύχασε τον πατέρα του, θεωρώντας ότι πιθανώς υπέστη γαστρεντερίτιδα και του έδωσε οδηγίες από το τηλέφωνο. Κατά τις πρώτες νυκτερινές ώρες της 08.06.2015, αφού ο …………. ενημέρωσε τηλεφωνικώς τον πρώτο ενάγοντα ότι ο πόνος είχε επιδεινωθεί και ότι η ναυτία είχε εξελιχθεί σε ογκώδεις τροφώδεις εμέτους και αφού ο τελευταίος τον εξέτασε και διαπίστωσε μετεωρισμό της κοιλίας του και έντονη δυσφορία, τον μετέφερε εκτάκτως στο ιδιωτικό νοσοκομείο “………………” της τρίτης εναγόμενης, ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….», που ήταν πλησίον του τόπου της κατοικίας του, προκειμένου να υποβληθεί σε εξετάσεις και διάγνωση. Ο ασθενής εισήχθη εκτάκτως στα ΤΕΠ του νοσοκομείου, με αιτία προσέλευσης «Αναστολή αποβολής αερίων και κοπράνων» (βλ. το προσκομιζόμενο «Ιστορικό Ασθενούς» που εκδόθηκε από το ιδιωτικό νοσοκομείο “……………..”) και ακολούθως ο πρώτος εναγόμενος, στρατιωτικός ιατρός – γενικός χειρουργός, αφού έλαβε το πλήρες ιατρικό ιστορικού αυτού και αφού προέβη στην κλινική εξέτασή του, διαπίστωσε ότι ο ασθενής είχε «κοιλία μετεωρισμένη-ομφαλοκήλη ανατασσομένη» και «Κοιλιακό άλγος (ΑΡ) κοιλίας» και ότι είχε κάνει «Δύο χολώδεις» εμετούς, και κατόπιν τούτων διέγνωσε πιθανώς ειλεό (βλ. το προσκομιζόμενο «Ιστορικό Ασθενούς» που εκδόθηκε από το ιδιωτικό νοσοκομείο “. ….”). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την ιατρική βιβλιογραφία, τα ανωτέρω συμπτώματα που εμφάνιζε ο ασθενής, ήτοι το επιδεινούμενο κοιλιακό άλγος και οι τροφώδεις εμετοί, περιγράφονται ως τυπική κλινική εικόνα ειλεού εντέρου. Κατόπιν των ανωτέρω, κρίθηκε επιβεβλημένη και έλαβε χώρα η εισαγωγή του ασθενούς στο ως άνω νοσοκομείο, με διάγνωση «αποφρακτικού ειλεού» (βλ. την προσκομιζόμενη «Πορεία Νόσου» που εκδόθηκε από το ιδιωτικό νοσοκομείο “…………….”). Την επιμέλεια του ασθενούς ανέλαβαν από κοινού ο πρώτος εναγόμενος, στρατιωτικός ιατρός – γενικός χειρουργός, επιμελητής, από το έτος 2013, της Κλινικής του Προγράμματος Περιτοναϊκής Κακοήθειας του ιδιωτικού νοσοκομείου “………………”, με διευθυντή τον δεύτερο εναγόμενο, ιατρό – γενικό χειρουργό, ο οποίος είχε αναλάβει και τη διεύθυνση του Τμήματος Χειρουργικής Ογκολογίας του εν λόγω ιδιωτικού νοσοκομείου. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο πρώτος και ο δεύτερος εναγόμενος, ιατροί – γενικοί χειρουργοί, διενεργούσαν σε ασθενείς τους ιατρικές πράξεις της ειδικότητάς τους, καθώς και τη νοσηλεία αυτών, χρησιμοποιώντας τις κτιριακές, μηχανολογικές και λοιπές εγκαταστάσεις της κλινικής της τρίτης εναγόμενης, καθώς και το παραϊατρικό και βοηθητικό προσωπικό αυτής, ενώ η τρίτη εναγόμενη επιμελείτο της νοσηλείας των ασθενών και χορηγούσε τα απαραίτητα υλικά και φάρμακα για τη διεκπεραίωση των ιατρικών πράξεων, και εισέπραττε από τους ασθενείς χωριστή αμοιβή για τις υπηρεσίες της, πλέον της εισπραττόμενης από τον πρώτο και τον δεύτερο εναγόμενο αμοιβής, και ως εκ τούτου οι τελευταίοι ήταν προστηθέντες στην υπηρεσία της προστήσασας αυτούς τρίτης εναγόμενης, δεδομένου ότι από τη μεταξύ τους σύμβαση ελεύθερης συνεργασίας και τον επιδιωκόμενο από αυτή σκοπό, αφενός εξυπηρετούνταν ο πρώτος και ο δεύτερος εναγόμενος που χρησιμοποιούσαν την υποδομή και τις υπηρεσίες της κλινικής της τρίτης εναγόμενης, αφετέρου η τελευταία που χρησιμοποιούσε προς εκτέλεση του έργου της ελευθέρως συνεργαζόμενους με αυτήν ιατρούς. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια ότι υφίστατο σχέση πρόστησης μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου εναγόμενου και της τρίτης εναγόμενης, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εκκαλούσας – τρίτης εναγόμενης, που διαλαμβάνονται στον πέμπτο λόγο της υπό στοιχείο Β’ έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι κατόπιν υπόδειξης του πρώτου εναγόμενου, ο ασθενής υποβλήθηκε στις ακόλουθες εξετάσεις: (α) εργαστηριακές εξετάσεις, ήτοι γενική εξέταση αίματος, από την οποία διαπιστώθηκε ότι τα λευκά αιμοσφαίρια, τα πολυμορφοπύρηνα και λεμφοκύτταρα του ασθενούς ήταν αυξημένα (13.7 Κ/μI αντί τιμών αναφοράς 4.5-10.5 λευκά, 93.1% αντί τιμών αναφοράς 40.0-75.0 και απολύτως 12.8 Κ/μI πολυμορφοπύρηνα και 1.9% αντί τιμών αναφοράς 20.0-45.0 και απολύτως 0.3 Κ/μΙ λεμφοκύτταρα), γεγονός που συνηγορούσε υπέρ της ύπαρξης φλεγμονής στον οργανισμό του ασθενούς, και ταυτόχρονες εξετάσεις κλινικής χημείας, οι οποίες κατέδειξαν επίπεδα ουρίας, κρεατινίνης και καλίου ορού (Κ) εντός των φυσιολογικών τιμών αναφοράς, πλην του σακχάρου, του οποίου η τιμή ήταν υψηλότερη 209 mg/dL σε σχέση με τις τιμές αναφοράς 65-100 και του νατρίου ορού (Να), του οποίου η τιμή ήταν ελαφρώς χαμηλή 133.0 mmol/L σε σχέση με τις τιμές αναφοράς 136.0-145.0, (β) ακτινογραφία κοιλίας, η οποία κατέδειξε «Άτυπα υγραερικά επίπεδα λεπτού εντέρου, χωρίς ουσιαστική διάταση εντερικών ελίκων παχέος εντέρου», ενώ συνιστάται κλινική αξιολόγηση βάσει των συμπτωμάτων και επί ενδείξεων περαιτέρω έλεγχος (βλ. την προσκομιζόμενη από 08.06.2015 γνωμάτευση του ακτινολόγου …………..), ενώ σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από 17.12.2020 ιατρική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του …………., από την μελέτη του φιλμ της ακτινογραφίας κοιλίας προέκυψε παθογνωμονική εικόνα αποφρακτικού ειλεού στην περιοχή του λεπτού εντέρου και απουσία αέρα στο παχύ έντερο, (γ) υπολογιστική τομογραφία άνω-κάτω κοιλίας, η οποία διενεργήθηκε με σπειροειδή τεχνική και ανασύνθεση τομών πάχους 5 χιλ., μετά από χορήγηση διαλύματος γαστρογραφίνης per os, σε αλγόριθμο μαλακών μορίων, κατόπιν έγχυσης στον ασθενή ενδοφλεβίου σκιαγραφικού, και η οποία κατέδειξε «Σημειώνεται διάταση των ελίκων του εντέρου. Ελέγχεται αριστερά βουβωνοκήλη με περιεχόμενο έλικα εντέρου, πιθανότατα προκαλεί στένωση και απόφραξη. Απεικονίζονται πολλαπλά εκκολπώματα του σιγμοειδούς και κατιόν κόλπου. Παρατηρείται διάταση των ελίκων του λεπτού εντέρου με πολλαπλά υδραερικά επίπεδα, συμβατή με απόφραξη» (βλ. την προσκομιζόμενη από 08.06.2015 γνωμάτευση του ακτινολόγου …………….), ενώ σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από 17.12.2020 ιατρική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του …………, τα ευρήματα της αξονικής τομογραφίας επαλήθευσαν την εικόνα της ακτινογραφίας και έθεταν τη διάγνωση της οξείας χειρουργικής σημειολογίας, αποφρακτικός ειλεός εντέρου. Κατόπιν τούτων, αποδείχθηκε ότι μετά την αξιολόγηση της κλινικής εικόνας του ασθενούς, ήτοι έντονο κοιλιακό άλγος, διάταση κοιλίας από 12ώρου και τροφώδεις εμετοί, της εργαστηριακής ανάδειξης λευκοκυττάρωσης με αυξημένα πολυμορφοπύρηνα, καθώς και των τυπικών απεικονιστικών ευρημάτων από την ακτινογραφία κοιλίας και την αξονική τομογραφία άνω-κάτω κοιλίας, αν και τεκμηριωνόταν απολύτως η διάγνωση της εντερικής απόφραξης – ειλεού λεπτού εντέρου, με ενδεδειγμένη, κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, την άμεση χειρουργική αντιμετώπιση του περιστατικού, εντούτοις ο πρώτος και ο δεύτερος εναγόμενος δεν μερίμνησαν για την άμεση εισαγωγή του ασθενούς στη χειρουργική κλινική του νοσοκομείου, ώστε να υποβληθεί στην κατάλληλη χειρουργική επέμβαση, όπως θα έπραττε κάθε μέσος, συνετός ιατρός χειρουργός, με βάση τα ανωτέρω ιατρικά ευρήματα και συμπτώματα του ασθενούς, αλλά αντιθέτως συνέστησαν περαιτέρω ιατρική διεύρυνση. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι βάσει των ανωτέρω εργαστηριακών εξετάσεων του ασθενούς, προκύπτει ότι ήταν σε καλή κλινική κατάσταση, χωρίς εικόνα πνευμονίας, χωρίς σηπτική καταπληξία και καρδιολογικώς μπορούσε να χειρουργηθεί, ώστε να αντιμετωπισθεί η οξεία χειρουργική του πάθηση – αποφρακτικός ειλεός λεπτού εντέρου (βλ. την προσκομιζόμενη από 17.12.2020 ιατρική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ……..). Αποδείχθηκε περαιτέρω από την προσκομιζόμενη «Πορεία Νόσου» που εκδόθηκε από το ιδιωτικό νοσοκομείο “…………”, ότι ο πρώτος και ο δεύτερος εναγόμενος συνέστησαν την υποβολή του ασθενούς σε ορθοσιγμοειδοσκόπηση προς διερεύνηση υποψίας κακοήθειας (καρκίνου) του παχέος (και όχι του λεπτού) εντέρου, εντοπιζόμενη στο ορθοσιγμοειδές, χωρίς, ωστόσο, να προκύπτουν από το ιστορικό του ασθενούς κλινικές ενοχλήσεις, όπως απώλεια βάρους, αιματηρές κενώσεις κλπ. και χωρίς να είναι συμβατά με κακοήθεια σιγμοειδούς τα ανωτέρω ευρήματα των κλινικοεργαστηριακών εξετάσεων, στις οποίες υποβλήθηκε ο ασθενής την 08.06.2015, όπως επισημαίνεται και στην προσκομιζόμενη από 17.12.2020 ιατρική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ……….. Αντιθέτως, η ακτινογραφία κοιλίας κατέδειξε απόφραξη σε σημείο εξαιρετικά υψηλότερο από το σιγμοειδές, ενώ και τα ευρήματα της αξονικής τομογραφίας επαλήθευσαν την εικόνα της ακτινογραφίας, και έθεταν την ορθή διάγνωση της οξείας χειρουργικής σημειολογίας, αποφρακτικός ειλεός εντέρου, όπως επισημαίνεται και στην προσκομιζόμενη από 17.12.2020 ιατρική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του …….. Κατά την πρώτη ημέρα της νοσηλείας του, την 08.06.2015, και ενώ ο ασθενής εξακολουθούσε να εμφανίζει έντονο κοιλιακό άλγος και χολώδεις εμετούς, συνεπεία της ανωτέρω εσφαλμένης διάγνωσης εκ μέρους των θεραπόντων ιατρών, πρώτου και δεύτερου εναγόμενου, δεν αντιμετωπίστηκε ως οξεία χειρουργική πάθηση – αποφρακτικός ειλεός λεπτού εντέρου, αλλά αντιμετωπίστηκε συντηρητικά, με τοποθέτηση ουροκαθετήρα, ενδοφλέβια χορήγηση υγρών, ηλεκτρολυτών, για τη ρύθμιση της οξεοβασικής ισορροπίας και χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής για τη ναυτία, την διούρηση και την ηρεμία, χωρίς τη διενέργεια άλλων εξετάσεων και χωρίς τη χορήγηση αντιβιοτικών για την πρόληψη λοίμωξης, σήψης και περιτονίτιδας, όπως ήταν ενδεδειγμένο, κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, σύμφωνα και με την προσκομιζόμενη από 17.12.2020 ιατρική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του …………., στην οποία επισημαίνεται ότι η μη χορήγηση αντιβίωσης συνδέεται με την εμφάνιση σηπτικών επιπλοκών. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, τοποθετήθηκε στον ασθενή, από τον πρώτο εναγόμενο, για αποσυμφόρηση ρινογαστρικός σωλήνας (Levin), πλην όμως, άνευ αποτελέσματος, αφού δεν ήταν λειτουργικός, με συνέπεια να επανατοποθετηθεί νέος, από άλλο ιατρό, το βράδυ της ίδιας ημέρας, κατόπιν πιέσεων του πρώτου ενάγοντος και μετά την παρέλευση αρκετών ωρών από την πρώτη τοποθέτηση, κατά τη διάρκεια των οποίων ο ασθενής εξακολουθούσε να δυσφορεί και να πονά. Ενώ η προσήκουσα επανατοποθέτηση του ρινογαστρικού σωλήνα (Levin) είχε ως αποτέλεσμα την αποβολή από τον ασθενή φορτίου ποσότητας 500 cc, εντούτοις, του αφαιρέθηκε το πρωινό της 09.06.2015, χωρίς να προκύπτει η αιτία και χωρίς να επανατοποθετηθεί έκτοτε στον ασθενή, καίτοι το είχε άμεση ανάγκη για την γαστρική αποσυμφόρησή του. Κατά τις πρωινές ώρες της 09.06.2015, η κατάσταση του ασθενούς μεταβλήθηκε προς το χειρότερο (βλ. την προσκομιζόμενη «Πορεία Νόσου» που εκδόθηκε από το ιδιωτικό νοσοκομείο “………….”), αφού άρχισε να εμφανίζει σημεία μειωμένης διούρησης, δυσανάλογης προς την πρόσληψη υγρών που λάμβανε ενδοφλεβίως, να έχει πτώση κορεσμού οξυγόνου, για την αντιμετώπιση της οποίας τέθηκε σε αυτόν μάσκα οξυγόνου τύπου VENTURI 50% και διενεργήθηκε ακτινογραφία θώρακος επί κλίνης, η οποία ήταν αρνητική για πύκνωση των πνευμόνων, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από 09.06.2015 ακτινογραφία θώρακος (επί κλίνης) του ακτινολόγου ……… Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από 17.12.2020 ιατρική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του …………, στο συγκεκριμένο ασθενή, ο οποίος εμφάνιζε τυπική ακτινολογική εικόνα απόφραξης λεπτού εντέρου και στον οποίο δεν διαπιστώθηκε κανένα σημείο βελτίωσης, μετά την πάροδο του πρώτου 24ώρου και την επιλογή από τον πρώτο και τον δεύτερο εναγόμενο της συντηρητικής αγωγής για την αντιμετώπιση του ειλεού λεπτού εντέρου, ιατρικά ενδεδειγμένη ήταν μόνο η άμεση χειρουργική αντιμετώπιση του περιστατικού, και μάλιστα εντός του πρώτου 24ώρου, προκειμένου να αποφευχθεί η συστηματική επιβάρυνση του ασθενούς και λαμβανομένου υπόψη ότι οι πιθανότητες επιβίωσης του ασθενούς σε περίπτωση που το περιστατικό ειλεού λεπτού εντέρου αντιμετωπισθεί με άμεση χειρουργική επέμβαση είναι 95-100%, ανάλογα με τον ασθενή, ενώ εάν αντιμετωπισθεί με χειρουργική επέμβαση μετά από συντηρητική αντιμετώπιση και εμφάνιση συμπτωμάτων σήψης και περιτονίτιδας, το ποσοστό επιβίωσης του ασθενούς είναι μικρότερο του 20%. Άλλωστε, και με βάση τα στοιχεία της Κρατικής Χειρουργικής Κλινικής του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου Αθηνών, το ποσοστό του ειλεού λεπτού εντέρου που αντιμετωπίζεται προληπτικά είναι 0%, συντηρητικά 10-20% και χειρουργικά 70-80%, ενώ και επί επιλεγείσας συντηρητικής αντιμετώπισης, ποσοστό 80-85% των περιστατικών οδηγούνται στο χειρουργείο λόγω επιβάρυνσης (βλ. την προσκομιζόμενη από 17.12.2020 ιατρική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του …… .). Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι την 09.06.2015, για τη διερεύνηση της πιθανής κακοήθειας, που διαγνώσθηκε εσφαλμένως από τον πρώτο και τον δεύτερο εναγόμενο, ο ασθενής υποβλήθηκε σε ορθοσκόπηση, με είσοδο του οργάνου μέχρι τα 20 εκατοστά του παχέος εντέρου, εν μέσω βλεννώδους και κοπρανώδους περιεχομένου, από την οποία προέκυψε ότι στα 4 εκ. από την οδοντωτή γραμμή παρατηρήθηκε ευμέγεθες πολυποειδές μόρφωμα, που καταλάμβανε ημικυκλοτερώς τον αυλό και ελήφθησαν βιοψίες (βλ. το προσκομιζόμενο από 09.06.2016 πόρισμα του ειδικού γαστρεντερολόγου-ενδοσκόπου ιατρού ……..). Σύμφωνα με την προσκομιζόμενη με ημερομηνία παραλαβής 10.06.2015, γνωμάτευση του ιατρού παθολογοανατόμου-επιμελητή ……………., οι βιοψίες από μόρφωμα παχέος εντέρου (ορθού) με παραγωγή βλέννας, κατά την ιστολογική εξέταση έδειξαν «Τεμάχια από λαχνωτό εν μέρει σωληνολαχνωτό αδένωμα παχέος εντέρου με χαμηλόβαθμη (μέτρια) επιθηλιακή δυσπλασία», ενώ σύμφωνα με την προσκομιζόμενη με ημερομηνία παραλαβής 10.06.2015, γνωμάτευση της ιατρού παθολογοανατόμου-επιμελήτριας ………….., το υλικό ομφαλικός δάκτυλος και τμήμα λεπτού εντέρου, κατά την ιστολογική εξέταση έδειξε τμήμα λεπτού εντέρου με έντονες ισχαιμικές αλλοιώσεις και πολλαπλές θέσεις ισχαιμικής νέκρωσης του τοιχώματος. Κατόπιν τούτων, αποδείχθηκε ότι παρόλο που τα αποτελέσματα της ορθοσκόπησης ήταν αρνητικά για κακοήθεια στο παχύ έντερο και ο ασθενής εμφάνιζε επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του, λόγω μειωμένης διούρησης, εξακολουθητικού έντονου άλγους στην αριστερή κοιλιακή χώρα και δύσπνοιας που απαιτούσε τη χρήση αναπνευστικής μάσκας, κατά τα προαναφερθέντα, εντούτοις δεν υποβλήθηκε σε περαιτέρω εξετάσεις από τον πρώτο και τον δεύτερο εναγόμενο, οι οποίοι εξακολουθούσαν να εμμένουν στην αρχική εσφαλμένη διάγνωσή τους περί καρκινικού όγκου του παχέος εντέρου, που έχρηζε περαιτέρω διερεύνησης, και αποφρακτικού ειλεού, που δεν ενείχε άμεσο κίνδυνο ισχαιμίας και περαιτέρω σηψαιμίας, αντιμετωπίζοντας το συγκεκριμένο ασθενή ως μη επείγον περιστατικό, με αποτέλεσμα τη ραγδαία μεταβολή της κλινικής του εικόνας και τη θέση αυτού σε κατάσταση σηπτικού σοκ (υπόταση, ταχυκαρδία, δύσπνοια, έμετοι), κατά την τρίτη ημέρα νοσηλείας του, την 10.06.2015. Σύμφωνα με την προσκομιζόμενη «Πορεία Νόσου» που εκδόθηκε από το ιδιωτικό νοσοκομείο “. …….”, «Ο ασθενής εκ νέου έκανε εμέτους και πλέον ελήφθη η απόφαση να οδηγηθεί στο Χ/Ο για ερευνητική λαπαροτομία». Προς αυτή την απόφαση συνηγόρησαν και τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων του ασθενούς που διενεργήθηκαν την 10.06.2015, και συγκεκριμένα η γενική εξέταση αίματος, που κατέδειξε, σε σχέση με την γενική εξέταση αίματος της 08.06.2015, αύξηση των λεμφοκυττάρων σε 11.8%, αντί των τιμών αναφοράς 20.0-45.0 και απολύτως 1.0 Κ/μΙ, των μεγάλων μονοπύρηνων (ΜΟΝΟ) σε 14.1%, αντί των τιμών αναφοράς 2.0-10.0 και απολύτως 1.2 Κ/μΙ και πτώση των αιμοπεταλίων (PLT) 242 Κ/μΙ και του αιμοπεταλιοκρίτη (PCT) 0.214%, καθώς και οι εξετάσεις κλινικής χημείας που κατέδειξαν αυξημένη ουρία 147 mg/dL, αντί των τιμών αναφοράς 15-50, που υποδηλώνει την απώλεια υγρών από το έντερο, και αυξημένη κρεατινίνη 2.20 mg/dL, αντί των τιμών αναφοράς 0.70-1.40. Ακολούθως, ο ασθενής εισήχθη στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του νοσοκομείου, περί ώρα 15:00, με εικόνα ολιγουρίας, προκειμένου να σταθεροποιηθεί αιμοδυναμικά, ώστε να ανταπεξέλθει στη χειρουργική επέμβαση, γεγονός που διήρκεσε μερικές ώρες, οι οποίες ήταν περαιτέρω επιβαρυντικές για την υγεία του. Όσον αφορά στον προεγχειρητικό καρδιολογικό έλεγχο του ασθενούς, παραγγέλθηκε από τον πρώτο και τον δεύτερο εναγόμενο, μόλις την τρίτη ημέρα νοσηλείας του, κατά την οποία παρέστη άμεση ανάγκη εισαγωγής του στο χειρουργείο, αν και είχε γνωστοποιηθεί στους θεράποντες ιατρούς, από το ληφθέν ιστορικό του ασθενούς, ότι είχε υποστεί ισχαιμικό επεισόδιο προ τριάντα περίπου ετών (βλ. το προσκομιζόμενο «Ιστορικό Ασθενούς» που εκδόθηκε από το ιδιωτικό νοσοκομείο “………..”). Όπως δε προκύπτει από την προσκομιζόμενη από 10.06.2015 πρόσκληση και πιστοποίηση επίσκεψης ιατρού ειδικότητας του επιμελητή καρδιολόγου ………….. και το προσκομιζόμενο από 10.06.2015 υπερηχογράφημα καρδιάς (έγχρωμο TRIPLEX) του ιατρού καρδιολόγου Κ. ……………, που έγινε υπό φλεβοκομβική ταχυκαρδία και «δυσφορία» του ασθενούς, εξεταζόμενου σε ύπτια θέση, παρά το παλαιό ιστορικό αυτού, δεν αναδείχθηκε κάποιο καρδιακό νόσημα αποτρεπτικό της εισαγωγής του στο χειρουργείο. Κατόπιν τούτων αποδείχθηκε ότι ο ασθενής, παρά την προχωρημένη ηλικία του, δεν ήταν υψηλού κινδύνου, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω αποτελέσματα των κλινικοεργαστηριακών εξετάσεων που διενεργήθηκαν την 08.06.2015, το ανωτέρω αποτέλεσμα της ακτινογραφίας θώρακος που διενεργήθηκε την 09.06.2015 και απέκλεισε τη λοίμωξη του αναπνευστικού, καθώς και τα ανωτέρω αποτελέσματα του προεγχειρητικού καρδιολογικού ελέγχου που απέκλεισαν εικόνα καρδιακής ανεπάρκειας, αφού το κλάσμα εξωθήσεως ήταν 55%, και ανέδειξαν μόνο εικόνα ταχυκαρδίας, αναμενόμενης λόγω του υφιστάμενου ειλεού λεπτού εντέρου, και παρά το γεγονός ότι ο καρδιολογικός έλεγχος έλαβε χώρα με καθυστέρηση την 10.06.2015, και όχι εγκαίρως την 08.06.2015, εξαιτίας της εσφαλμένης διάγνωσης περί κακοήθειας σιγμοειδούς εκ μέρους του πρώτου και του δεύτερου εναγόμενου. Συνεπώς, ο ασθενής μπορούσε με ασφάλεια να οδηγηθεί στο χειρουργείο και ήταν δεκτικός χειρουργικής επέμβασης για την αντιμετώπιση ειλεού λεπτού εντέρου, κατά την 08.06.2015 και την 09.06.2015, αντιθέτως δε η καθυστέρηση στη διενέργεια της χειρουργικής επέμβασης, που έλαβε χώρα την 10.06.2015, κατά τις απογευματινές ώρες, είχε ως αποτέλεσμα την επιβάρυνση της νεφρικής και αναπνευστικής λειτουργίας του ασθενούς, καθώς και την ανάπτυξη σήψης και περιτονίτιδας, λόγω εισόδου τοξικών ουσιών στην κυκλοφορία του αίματος, όπως επιβεβαιώνεται από τα ανωτέρω αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων που διενεργήθηκαν την 10.06.2015, αλλά και από την ανωτέρω κλινική εικόνα του ασθενούς, κατά την παραμονή του στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο ασθενής, ευρισκόμενος σε κατάσταση σηπτικού σοκ, διακομίστηκε στο χειρουργείο, στις 17:45′ της 10.06.2015, όπου υποβλήθηκε, υπό γενική ενδοτραχειακή αναισθησία, σε ερευνητική λαπαροτομία από τον πρώτο εναγόμενο, με βοηθό τον δεύτερο εναγόμενο, η δε λήξη της επέμβασης επήλθε περί ώρα 19:00′. Σύμφωνα με το προσκομιζόμενο Πρακτικό Χειρουργείου που εκδόθηκε από το ιδιωτικό νοσοκομείο “………….”, έγινε τομή μέση υπερυπομφάλιος με συνεξαίρεση ομφαλικού δακτυλίου, διαπιστώθηκε ότι η κοιλία ήταν πλήρης αιμορραγικού υγρού, βρέθηκε νεκρωμένο τμήμα τελικής νήστιδας, περίπου δύο (2) μέτρων, συνεπεία εσωτερικής κήλης από γλωσσίδα επιπλόου, εκτελέστηκε εντερεκτομή και πλαγιο-πλάγια αναστόμωση, έγινε επιμελής έκπλυση – αιμόσταση και τοποθετήθηκε παροχέτευση στην πύελο, ενώ, επακολούθησε η σύγκλειση της τομής κατά στρώματα και η μεταφορά του ασθενούς στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του νοσοκομείου. Από τα ανωτέρω ευρήματα του χειρουργείου επιβεβαιώνεται η απολύτως τεκμηριωμένη, ήδη από την πρώτη ημέρα εισαγωγής του ασθενούς στο νοσοκομείο (08.06.2015), κατά τα προαναφερθέντα, διάγνωση της εντερικής απόφραξης – ειλεού λεπτού εντέρου, με ενδεδειγμένη, κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, την άμεση χειρουργική αντιμετώπιση του περιστατικού, εντός του πρώτου 24ώρου, ώστε να αποφευχθεί η συστηματική επιβάρυνση του ασθενούς. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι η εσφαλμένη διάγνωση εκ μέρους των θεραπόντων ιατρών, πρώτου και δεύτερου των κατηγορούμενων, περί κακοήθειας ορθοσιγμοειδούς (καρκινικός όγκος του παχέος εντέρου), επηρέασε αρνητικά την ενδεδειγμένη αντιμετώπιση της υφιστάμενης εντερικής απόφραξης – ειλεού λεπτού εντέρου, από την οποία έπασχε ο ασθενής, αφού ο μη χαρακτηρισμός του περιστατικού ως επείγοντος και η μη άμεση χειρουργική αντιμετώπισή του είχαν ως αποτέλεσμα τη νεφρική, πνευμονολογική και σηπτική επιβάρυνση του ασθενούς. Γι’ αυτόν, άλλωστε, τον λόγο σε χειρουργικές παθήσεις, όπως ο αποφρακτικός ειλεός, η χειρουργική θεραπεία λαμβάνει χώρα το αργότερο το πρώτο 24ώρο από την έναρξη των συμπτωμάτων, αφού σε επέμβαση επί εδάφους σηπτικής καταπληξίας, αρχόμενης ή εγκατεστημένης, εξαιτίας αποφρακτικού ειλεού άνω των 48 ωρών, αυξάνονται δραματικά οι πιθανότητες επιπλοκών και θανάτου, ενώ το ποσοστό επιβίωσης, στην περίπτωση χειρουργικής επέμβασης μετά από συντηρητική αντιμετώπιση και εμφάνιση συμπτωμάτων σήψης και περιτονίτιδας, είναι μικρότερο του 20%, όπως επισημαίνεται στην προσκομιζόμενη από 17.12.2020 ιατρική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ……. Αποδείχθηκε ότι κατά την παραμονή του ασθενούς στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, αυτός εμφάνιζε εικόνα σηπτικής καταπληξίας, με διάσπαρτα αιμορραγικά εξανθήματα σε όλο το σώμα του και τελούσε σε καταστολή, σε βαριά κατάσταση, διασωληνωμένος, με μηχανική υποστήριξη της αναπνοής του και υπό αγγειοσυσταλτική αγωγή για την αιμοδυναμική του υποστήριξη, η οποία όμως, εξακολούθησε να είναι ασταθής, και την επομένη ημέρα (11.06.2015), στις 17:38′, ο ασθενής απεβίωσε. Σύμφωνα με το προσκομιζόμενο από 11.06.2015 εξιτήριο του νοσοκομείου “…………”, ως αιτία θανάτου αναφέρθηκε «Σηπτική καταπληξία – αποφρακτικός ειλεός – ισχαιμία λεπτού εντέρου – ευρεία εντερεκτομή». Επακολούθησε η διενέργεια νεκροψίας-νεκροτομής, κατόπιν αιτήματος του πρώτου ενάγοντος, από τον ιατροδικαστή Α’ τάξεως – Προϊστάμενο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πειραιώς ……….., παρουσία και του ιατροδικαστή – ιατρού δημόσιας υγείας ………….., ως τεχνικού συμβούλου της οικογένειας ……… (κατόπιν έγγραφης εντολής του Α.Τ. Δημοτικού Θεάτρου, με αριθμό ………….), και ταυτόχρονα ελήφθησαν, κατά τη νεκροτομή, η καρδιά και ιστοτεμάχια πνευμόνων, ήπατος, νεφρού, μεσεντερίου και λεπτού εντέρου για ιστολογική εξέταση, η οποία διενεργήθηκε από τον καθηγητή Εμμανουήλ Αγαπητό και η οποία, από τη μακροσκοπική και μικροσκοπική διερεύνηση των οργάνων, έδειξε πρόσφατες ισχαιμικές αλλοιώσεις του μυοκαρδίου σε έδαφος χρόνιας ισχαιμικής μυοκαρδιοπάθειας, βαρύτατες αρτηριοσκληρυντικές αλλοιώσεις στεφανιαίων αρτηριών τύπου Va, Vb και VI (θρόμβωση πλάκας), που προκαλούν στένωση του αυλού άμφω κατά 85%, συμφορητική ατελεκτασία πνευμόνων, εστιακές αλλοιώσεις λοβώδους πνευμονίας (στάδιο ερυθρός ηπάτωσης), περιφερική πνευμονική εμβολή, αλλοιώσεις περιτονίτιδας λεπτού εντέρου, εικόνα ήπατος ως επί καταπληξίας, ικανού βαθμού στεάτωση, εστιακές αιμορραγικές διηθήσεις μεσεντερίου και αρχόμενες αυτολυτικές αλλοιώσεις νεφρού (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. πρωτ. …../2015 ιστολογική εξέταση του καθηγητή …………..). Επιπροσθέτως, ελήφθη από τον ως άνω ιατροδικαστή τμήμα του λεπτού εντέρου, που είχε αφαιρεθεί χειρουργικά την 10.06.2015, για ιστολογική εξέταση και χρονικό προσδιορισμό της ισχαιμίας, η οποία διενεργήθηκε από τον καθηγητή ………… και η οποία κατέδειξε ότι «Το αποσταλέν τμήμα λεπτού εντέρου και το μεσεντέριο μήκους 25 εκ. τεμαχισμένο, παρουσιάζει μικροσκοπικά εκτεταμένη ισχαιμική αιμορραγική νέκρωση ολόκληρου του τοιχώματος. Η αλλοίωση χαρακτηρίζεται από εκτεταμένες αιμορραγικές διηθήσεις του τοιχώματος με συρροή πολυμορφοπύρηνων λευκοκυττάρων. Με βάση τα μορφολογικά αυτά ευρήματα, η αιμορραγική νέκρωση είναι πρόσφατη, ηλικίας 1-2 ημερών» (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. πρωτ. ……/2015 ιστολογική εξέταση του καθηγητή ……..). Σύμφωνα δε με την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. πρωτ. … και αριθ. εκθ. …. από 29.01.2016 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας-νεκροτομής, διαπιστώθηκε κατά τη νεκροψία, μεταξύ άλλων, που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, κυάνωση ονύχων χειρών και χειλέων, διάσπαρτα αιμορραγικά εξανθήματα σώματος, μέση υπερ-υπομφάλια χειρουργική τομή μήκους 20 εκ. και τομή 2 εκ. στην δεξιά πλάγια κοιλιακή χώρα, ενώ από τη νεκροτομή διαπιστώθηκε ότι: (α) ο εγκέφαλος, μετά την διάνοιξη του θόλου του κρανίου και την αφαίρεσή του, παρουσίαζε εντόνου βαθμού εγκεφαλικό οίδημα, με εστία γλοίωσης αριστερού βρεγματικού λοβού μέσης διαμέτρου 2 εκ. (παλαιό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο), (β) ο θώρακας είχε αυξημένη ποσότητα υγρού στο δεξιό ημιθωράκιο, (γ) οι πνεύμονες ήταν βαρείς και συμπαγείς, κατά τις διατομές με εντόνου βαθμού πνευμονικό οίδημα και πνευμονορραγία και βλέννες εντός των βρόγχων, ενώ σημειώθηκε το πόρισμα της ιστολογικής εξέτασης, που είχε δείξει «Συμφορητική ατελεκτασία πνευμόνων. Εστιακές αλλοιώσεις λοβώδους πνευμονίας (στάδιο ερυθράς ηπάτωσης). Περιφερική πνευμονική εμβολή», (δ) η καρδιά είχε βάρος 445 γρ., ανευρυσματική διάταση ανιούσης αορτής, στεφανιαία αγγεία με αθηρωματοσκληρυντικές αλλοιώσεις, ενώ σημειώθηκε το πόρισμα της ιστολογικής εξέτασης, που είχε δείξει «Πρόσφατες ισχαιμικές αλλοιώσεις του μυοκαρδίου σε έδαφος χρόνιας ισχαιμικής μυοκαρδιοπάθειας. Βαρύτατες αρτηριοσκληρυντικές αλλοιώσεις στεφανιαίων αρτηριών τύπου \/α, Vb και VI (θρόμβωση πλάκας), που προκαλούν στένωση του αυλού άμφω κατά 85%», (ε) το περιτόναιο και το έντερο είχαν ποσότητα ελεύθερου αίματος εντός της περιτοναϊκής κοιλότητας, αιμορραγικές διηθήσεις μείζων επίπλου και περιτόναιου, σε απόσταση 1,5 μέτρου περίπου μετά τον πυλωρό διαπιστώθηκε αναστόμωση λεπτού εντέρου και εν συνεχεία υπολείπονταν 2,05 εκ. περίπου έως το τυφλό, διάχυτες προσκολλημένες ψευδομεμβράνες και ινική (αρχόμενες συμφύσεις), ενώ σημειώθηκε το πόρισμα της ιστολογικής εξέτασης, που είχε δείξει «Αλλοιώσεις περιτονίτιδας λεπτού εντέρου. Εστιακές αιμορραγικές διηθήσεις μεσεντερίου», (στ) ο στόμαχος είχε χολώδες περιεχόμενο, (ζ) το ήπαρ είχε εικόνα λιπώδους διήθησης και η χοληδόχος κύστη ήταν διατεταγμένη, ενώ σημειώθηκε το πόρισμα της ιστολογικής εξέτασης, που είχε δείξει «Εικόνα ήπατος ως επί καταπληξίας. Ικανού βαθμού στεάτωση.», (η) η σπλην ρικνός, (θ) το πάγκρεας άνευ κακώσεων, ι) οι νεφροί με εικόνα shock, ενώ σημειώθηκε το πόρισμα της ιστολογικής εξέτασης, που είχε δείξει «Αρχόμενες αυτολυτικές αλλοιώσεις νεφρού», (ια) το ουροποιητικό σύστημα με μικροσκοπικά θηλώματα και (ιβ) τα οστά της πυέλου άνευ κακώσεων. Ως αιτία θανάτου αναγράφεται στην ως άνω ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας-νεκροτομής ότι «Από τα ευρήματα της νεκροψίας-νεκροτομής και των εργαστηριακών εξετάσεων προέκυψε ότι ο θάνατος επήλθε συνεπεία σηπτικής καταπληξίας (πνευμονικό οίδημα), συνεπεία περιτονίτιδος οφειλόμενη σε ισχαιμική-αιμορραγική νέκρωση του λεπτού εντέρου [ως και οι εργαστηριακές εξετάσεις απέδειξαν]». Ομοίως και στην προσκομιζόμενη από 01.02.2016 έγγραφη γνωμοδότηση νεκροψίας-νεκροτομής του ……… ιατροδικαστή και ιατρού δημόσιας υγείας, αναγράφεται ότι ο θάνατος του ………… επήλθε συνεπεία σηπτικής καταπληξίας, λόγω περιτονίτιδας οφειλόμενης σε ισχαιμική-αιμορραγική νέκρωση του λεπτού εντέρου. Κατόπιν των αποδειχθέντων ως άνω πραγματικών περιστατικών προέκυψε ότι ο πρώτος και ο δεύτερος εναγόμενος εκτίμησαν εσφαλμένως τα πορίσματα των κλινικοεργαστηριακών εξετάσεων, στις οποίες υποβλήθηκε ο ασθενής κατά την εισαγωγή του στο νοσοκομείο, και οδηγήθηκαν σε εσφαλμένη διάγνωση περί κακοήθειας ορθοσιγμοειδούς (καρκινικός όγκος του παχέος εντέρου) και συνακόλουθα σε επιλογή εσφαλμένης θεραπευτικής μεθόδου, καθυστερώντας την χειρουργική επέμβαση που επιβαλλόταν να γίνει τάχιστα, γεγονός που είχε ως άμεση συνέπεια την επιδείνωση της υγείας του ασθενούς και, εν τέλει, τον θάνατο του. Ακόμη και κατά το στάδιο της συντηρητικής αγωγής, που επιλέχθηκε από τον πρώτο και τον δεύτερο εναγόμενο, δεν τηρήθηκε η επιβεβλημένη, σύμφωνα με τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες και τα διδάγματα της ιατρικής επιστήμης, συστηματική και επιμελής παρακολούθηση του ασθενούς. Ειδικότερα, δεν εντοπίστηκαν οι επελθούσες σταδιακές μεταβολές στην κατάστασή του, όπως η πτώση της νεφρικής του λειτουργίας, παρά μόνο όταν ήταν πλέον αργά, ούτε έγινε επανάληψη των εργαστηριακών και απεικονιστικών ελέγχων ανά τακτά χρονικά διαστήματα, και ιδίως την 09.06.2015, καίτοι είχε αρχίσει να επιδεινώνεται η υγεία του ασθενούς, ούτε τοποθετήθηκε ορθώς ο ρινογαστρικός σωλήνας (Levin), αφού μετά την πλημμελή τοποθέτησή του από τον πρώτο εναγόμενο, που δεν έγινε καν αντιληπτή επί 10ώρου, και την ορθή επανατοποθέτησή του από έτερο ιατρό και τη λειτουργία του για λίγες ώρες επιτυχώς, αφαιρέθηκε άνευ αιτίας και δεν επανατοποθετήθηκε, ούτε χορηγήθηκε στον ασθενή η προσήκουσα φαρμακευτική αγωγή, ώστε να αποφευχθεί η σήψη. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι, και υπό την εκδοχή ειλεού στο παχύ έντερο, και πάλι δεν ακολουθήθηκε από τον πρώτο και τον δεύτερο εναγόμενο η επιβεβλημένη συντηρητική αγωγή, με τακτικούς υποκλυσμούς του ασθενούς για την αποσυμφόρησή του και την ενίσχυση της δυνατότητας αυτόματης λύσης της απόφραξης, όπως απαιτείται, δοθέντος ότι, όπως αποδείχθηκε, κανένας υποκλυσμός δεν έγινε στον ασθενή την 08.06.2015, ενώ διενεργήθηκε ένας μόνο υποκλυσμός την 09.06.2015, ενόψει της παραγγελθείσας κολοσκόπησης και έκτοτε δεν επαναλήφθηκε. Εξάλλου, όπως προέκυψε από τις ανωτέρω ιστολογικές εξετάσεις και το ανωτέρω πόρισμα της νεκροψίας-νεκροτομής, η ισχαιμία του λεπτού εντέρου του ασθενούς ξεκίνησε μεταξύ των βραδινών ωρών της 08.06.2015 έως και την 09.06.2015, ενώ δεν υφίστατο κατά τον χρόνο εισαγωγής του ασθενούς στο νοσοκομείο, και συνεπώς εάν ο πρώτος και ο δεύτερος εναγόμενος εκτιμούσαν ορθώς την συμπτωματολογία αυτού, θα είχαν τη δυνατότητα να τον εισάγουν εγκαίρως στο χειρουργείο, πλην όμως, δεν το έπραξαν, ακόμη και όταν η κατάσταση του ασθενούς επιδεινώθηκε. Ειδικότερα αποδείχθηκε, κατά τα προαναφερθέντα, ότι ο πρώτος και ο δεύτερος εναγόμενος δεν εκτίμησαν ορθώς τα συμπτώματα επιδείνωσης που εμφάνισε ο ασθενής από τις βραδινές ώρες της 08.06.2015, και δη δύσπνοια και ολιγουρία, ήτοι ένδειξη νεφρικής δυσλειτουργίας, τα οποία είναι ενδεικτικά αρχόμενης ισχαιμίας, εν συνεχεία δε και κυάνωση στα άκρα των χεριών. Ο πρώτος και ο δεύτερος εναγόμενος δεν εκτίμησαν ορθώς αυτά τα συμπτώματα ως ενδεικτικά ισχαιμίας, αλλά αντιθέτως τα αντιμετώπισαν με μάσκα οξυγόνου και διουρητικά, εξακολουθώντας τη χορήγηση του αρχικού σχήματος φαρμακευτικής αγωγής, που περιλάμβανε, εκτός των διουρητικών, μόνο παυσίπονα αναλγητικά και ηρεμιστικά. Ούτε αξιολόγησαν, συγκριτικά με τις λοιπές ιατρικές εξετάσεις και την κλινική εικόνα του ασθενούς, τα εργαστηριακά ευρήματα, ήτοι τις μη φυσιολογικές τιμές των λευκών αιμοσφαιρίων και των πολυμορφοπύρηνων στις αναλύσεις αίματος της 08.06.2015, από τα οποία καταδεικνύονταν η ύπαρξη φλεγμονής στον οργανισμό του, ούτε την περαιτέρω πτώση των τιμών στις αναλύσεις αίματος της 10.06.2015, ως αποτέλεσμα της σηψαιμίας. Ούτε υπέβαλαν τον ασθενή σε προεγχειρητικό καρδιολογικό έλεγχο, με εξετάσεις που θα έπρεπε να είχαν προηγηθεί την πρώτη ημέρα εισαγωγής του στο νοσοκομείο, αλλά αντιθέτως επιμηκύνθηκε ακόμη περισσότερο η εισαγωγή του ασθενούς στο χειρουργείο, εξαιτίας της προεγχειρητικής προετοιμασίας αυτού στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, όταν ήταν πλέον ορατά και μη αναστρέψιμα τα συμπτώματα της κατάρρευσης του ασθενούς, λόγω της θέσης αυτού σε κατάσταση σηπτικού σοκ (υπόταση, ταχυκαρδία, δύσπνοια, εμετοί). Έτσι ο θάνατος του ασθενούς, που επήλθε μετά την χειρουργική επέμβαση αυτού, η οποία έλαβε χώρα την τρίτη ημέρα νοσηλείας του την 10.06.2015, υπό καθεστώς παρέλευσης άπρακτου μεγάλου χρονικού διαστήματος, για το συγκεκριμένο ιατρικό περιστατικό, από την εισαγωγή του στο νοσοκομείο την 08.06.2015, ήταν αποτέλεσμα της ανωτέρω περιγραφόμενης αμελούς συμπεριφοράς του πρώτου και του δεύτερου εναγόμενου, συνιστάμενης στο γεγονός ότι, καίτοι συνέτρεχε στο πρόσωπό τους η απαιτούμενη δυνατότητα να προβλέψουν το επελθόν αποτέλεσμα, ως εκ του επαγγέλματος τους ως ιατρών – χειρουργών, με μεγάλη εμπειρία στο αντικείμενο τους και με επαρκή γνώση τούτου, όπως οι ίδιοι ισχυρίζονται, και να πράξουν αναλόγως, με βάση τις προσωπικές τους ικανότητες, ώστε να αποφύγουν τον θάνατο του ασθενούς, εντούτοις, παρέλειψαν, ως όφειλαν αντικειμενικά, να αξιολογήσουν και να ενεργήσουν ορθώς, βάσει της επιστημονικής τους κατάρτισης και της εμπειρίας τους, και σύμφωνα με τους κανόνες και τα διδάγματα της ιατρικής επιστήμης, τις γνωματεύσεις και τα πορίσματα των κλινικοεργαστηριακών εξετάσεων, ώστε να αχθούν σε ορθή διάγνωση και θεραπεία επί του προβλήματος υγείας του συγκεκριμένου ασθενούς, ενώ από αμέλεια δεν προέβλεψαν το επελθόν αποτέλεσμα, το οποίο συνδέεται αποκλειστικώς και αιτιωδώς με την προηγηθείσα συμπεριφορά τους, εξαιτίας της οποίας επιδεινώθηκε η υγεία του ασθενούς, αφού η μεγάλη καθυστέρηση για την χειρουργική αντιμετώπιση του διαγνωσθέντος ειλεού λεπτού εντέρου οδήγησε σε ισχαιμική – αιμορραγική νέκρωση του εντέρου, με επακόλουθο την ανάπτυξη περιτονίτιδας και με περαιτέρω αποτέλεσμα τη σηπτική καταπληξία, την πολυοργανική ανεπάρκεια και το θάνατο του ασθενούς την 11.06.2015, ως μόνης επενεργούσας αιτίας. Η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου περί αμελούς συμπεριφοράς του πρώτου και του δεύτερου εναγόμενου, τόσο κατά την διάγνωση, όσο και κατά την θεραπεία του ασθενούς, δεν αναιρείται από τις καταθέσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης – ιατρών που περιέχονται στις προσκομιζόμενες από τον πρώτο και τον δεύτερο των εναγόμενων υπ’ αριθ. …./13.07.2017, υπ’ αριθ. ……./03.08.2017 και υπ’ αριθ. πρωτ. καταθ. ΔΣΘ-ΕΒ-……../19.01.2022 ένορκες βεβαιώσεις, ούτε από την προσκομιζόμενη από τον πρώτο και τον δεύτερο των εναγόμενων από 14.07.2017 τεχνική έκθεση και από 28.03.2021 συμπληρωματική τεχνική έκθεση του ………… ομότιμου καθηγητή του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής & Τοξικολογίας του Α.Π.Θ., ούτε από την προσκομιζόμενη από τον πρώτο και τον δεύτερο των εναγόμενων από 29.03.2021 τεχνική έκθεση του ………, ιατρού – γενικού χειρουργού, ούτε από την προσκομιζόμενη από την τρίτη εναγόμενη από 22.03.2021 ιατροδικαστική γνωμοδότηση του …………., ιατρού – ειδικού ιατροδικαστή. Ειδικότερα, οι ανωτέρω ιατροί, είτε ως μάρτυρες ανταπόδειξης, είτε ως τεχνικοί σύμβουλοι, ισχυρίστηκαν ότι η αντιμετώπιση του ασθενούς ……….. από τους θεράποντες ιατρούς, πρώτο και δεύτερο εναγόμενο, ήταν η ενδεδειγμένη, σύμφωνα με τους κανόνες και τα διδάγματα της ιατρικής επιστήμης, λαμβανομένου υπόψη ότι ο αποφρακτικός ειλεός απαιτεί αρχικώς συντηρητική αντιμετώπιση, με τοποθέτηση ρινογαστρικού καθετήρα (Levin), παρεντερική χορήγηση υγρών, ενδεχομένως υποκλυσμούς και αντιβίωση, καθώς και χορήγηση γαστρογραφίνης κατά την διενέργεια της αξονικής τομογραφίας, δοθέντος ότι πολλές φορές αυτός λύεται με την χορήγηση σκιαστικού μέσου για την απεικόνιση, ότι απαιτείται να διαπιστωθεί το αίτιο της νόσου πριν από την απόφαση περί χειρουργικής αντιμετώπισης αυτής, ότι η χειρουργική επέμβαση αποφασίζεται εφόσον, ύστερα από παρακολούθηση και συντηρητική αντιμετώπιση διάρκειας έως και 72 ωρών, κατά περίπτωση, και εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση περιτονίτιδας, δεν υπάρχουν σημεία υποχώρησης του αποφρακτικού ειλεού, ότι η χορηγηθείσα συντηρητική αγωγή στον συγκεκριμένο ασθενή ήταν η προσήκουσα για την περίπτωσή του, ενώ η κατάληξη αυτού, ο οποίος ανήκε στην κατηγορία των ασθενών υψηλού κινδύνου, λόγω του ιστορικού του και ιδίως της χρόνιας ισχαιμικής μυοκαρδιοπάθειας, συνεπεία της στένωσης των στεφανιαίων αγγείων, ήταν απότοκος, προεχόντως, της εν γένει επιβαρυμένης κατάστασής του, εξαιτίας των χρόνιων προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, σε συνάρτηση και προς την μεγάλη ηλικία του. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί αυτοί δεν επαληθεύονται από κανένα αποδεικτικό μέσο, αφού, ενόψει των αποδειχθέντων ως άνω πραγματικών περιστατικών, προέκυψε ότι ο ασθενής, παρά την προχωρημένη ηλικία του, δεν ήταν υψηλού κινδύνου, σύμφωνα με τα ευρήματα και τα αποτελέσματα των κλινικοεργαστηριακών εξετάσεων που διενεργήθηκαν την 08.06.2015, της ακτινογραφίας θώρακος που διενεργήθηκε την 09.06.2015 και του προεγχειρητικού καρδιολογικού ελέγχου που διενεργήθηκε με καθυστέρηση την 10.06.2015, και ως εκ τούτου μπορούσε με ασφάλεια να οδηγηθεί στο χειρουργείο και ήταν δεκτικός χειρουργικής επέμβασης για την αντιμετώπιση ειλεού λεπτού εντέρου, κατά την 08.06.2015 και την 09.06.2015, αντιθέτως δε η καθυστερημένη διενέργεια της χειρουργικής επέμβασης την 10.06.2015, είχε ως αποτέλεσμα την επιβάρυνση της νεφρικής και αναπνευστικής λειτουργίας του ασθενούς, καθώς και την ανάπτυξη σήψης και περιτονίτιδας, όπως επιβεβαιώνεται και από τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων που διενεργήθηκαν την 10.06.2015, αλλά και από την κλινική εικόνα του ασθενούς, κατά την παραμονή του στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι αυτός ο ισχυρισμός περί ασθενούς υψηλού κινδύνου, με επιβαρυμένη κατάσταση, εξαιτίας των χρόνιων προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, και ιδίως της χρόνιας ισχαιμικής μυοκαρδιοπάθειας, δεν αποτελεί συμπέρασμα εξαγόμενο από την κλινική του εικόνα, αλλά είναι όψιμος, γενόμενος επί τη βάσει των αποτελεσμάτων της διενεργηθείσας νεκροψίας – νεκροτομής. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι σε βάρος του πρώτου και του δεύτερου εναγόμενου ασκήθηκε ποινική δίωξη για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια από υπόχρεο δια παραλείψεως (άρθρα 28 και 302 του ΠΚ), ενώ με την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. 7/2023 απόφαση του Πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, που κατέστη αμετάκλητη, ο πρώτος εναγόμενος κηρύχθηκε ένοχος της αποδιδόμενης σ’ αυτόν πράξης, με την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 α’ του ΠΚ, και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, και με την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. 1207/2022, 125,177,219,220,221/2023 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, που κατέστη αμετάκλητη μετά την απόρριψη της ασκηθείσας κατ’ αυτής αίτησης αναίρεσης δυνάμει της υπ’ αριθ. 648/2024 ποινικής απόφασης του Αρείου Πάγου, ο δεύτερος εναγόμενος κηρύχθηκε ένοχος της αποδιδόμενης σ’ αυτόν πράξης, με την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 α’ και ε’ του ΠΚ, και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια για όλα τα ανωτέρω δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εκκαλούσας – παρεμπιπτόντως εναγόμενης – προσθέτως παρεμβαίνουσας, που διαλαμβάνονται στον δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Α’ έφεσης, της εκκαλούσας – τρίτης εναγόμενης, που διαλαμβάνονται στον πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγο της υπό στοιχείο Β’ έφεσης, και των εκκαλούντων – πρώτου και δεύτερου των εναγόμενων, που διαλαμβάνονται στο μοναδικό λόγο της υπό στοιχείο Γ’ έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Εξάλλου, οι εκκαλούντες – πρώτος και δεύτερος εναγόμενος, με τον μοναδικό λόγο της υπό στοιχείο Γ’ έφεσής τους παραπονούνται, μεταξύ άλλων, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του εσφαλμένα απέρριψε σιωπηρά το αίτημα, που υπέβαλαν με τις προτάσεις τους, για διενέργεια νέας ιατρικής πραγματογνωμοσύνης από άλλο πραγματογνώμονα, προς μόρφωση ασφαλούς κρίσης περί της αμελούς ή μη συμπεριφοράς του πρώτου και του δεύτερου εναγόμενου. Ο λόγος αυτός της υπό στοιχείο Γ’ έφεσης παραδεκτώς μεν προβάλλεται, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη, πλην όμως το παρόν Δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση για τα κρίσιμα ως άνω πραγματικά περιστατικά, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το αίτημα των εκκαλούντων – πρώτου και δεύτερου των εναγόμενων, που υποβλήθηκε με τις προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρθηκε με το μοναδικό λόγο της υπό στοιχείο Γ’ έφεσής τους, για διενέργεια νέας ιατρικής πραγματογνωμοσύνης από άλλο πραγματογνώμονα, όπως και ο σχετικός λόγος της υπό στοιχείο Γ’ έφεσης, με τον οποίο παραπονούνται κατά της εκκαλούμενης απόφασης, κατά το μέρος που το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε σιωπηρά το ίδιο αίτημα. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι οι ενάγοντες αποτελούσαν μέλη της οικογένειας του θανόντος ασθενούς, με την έννοια του άρθρου 932 εδ. γ’ του ΑΚ. Ειδικότερα, κατά το χρόνο του θανάτου του, ο ………, που γεννήθηκε την 28.02.1931, διένυε το 84° έτος της ηλικίας του και ήταν πλήρως λειτουργικό και αυτοεξυπηρετούμενο άτομο, κατά τα προαναφερθέντα, ενώ διατηρούσε στενούς συγγενικούς δεσμούς, αμοιβαίας στοργής και αγάπης, με τον πρώτο ενάγοντα, υιό του, ηλικίας 48 ετών, ως γεννηθείς την 06.02.1967, με την δεύτερη ενάγουσα, σύζυγό του, ηλικίας 88 ετών, ως γεννηθείσα την 03.06.1927, η οποία απεβίωσε την 27.06.2018 και κατέλιπε ως μοναδικό εξ αδιαθέτου κληρονόμο της, το τέκνο αυτής, πρώτο ενάγοντα (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. πρωτ. …../29.06.2018 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιάρχου του Δήμου Καλλιθέας, το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. πρωτ. ………/27.07.2018 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δήμου Καλλιθέας, το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. …./30.03.2021 πιστοποιητικό του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας και το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. …../2021 πιστοπιητικό του Πρωτοδικείου Αθηνών περί μη δημοσίευσης διαθήκης), και με την τρίτη ενάγουσα, νύφη του. Ο βίαιος, απροσδόκητος και αιφνίδιος θάνατός του, ο οποίος επήλθε εξαιτίας της προαναφερόμενης αμελούς συμπεριφοράς του πρώτου και του δεύτερου εναγόμενου, προξένησε στους ενάγοντες, τέκνο, σύζυγο και νύφη, αντίστοιχα, του θανόντος, βαθύ πένθος, αβάσταχτο πόνο και θλίψη και δημιούργησε έντονα αισθήματα λύπης και απογοήτευσης, που έχασαν τον συγγενή τους, τα οποία είναι δύσκολο να εξαλειφθούν στο μέλλον. Ενόψει τούτων, ο θάνατός του προξένησε στους ενάγοντες μη περιουσιακή ζημία στα έννομα αγαθά τους, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται, για την αιτία αυτή, εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ, προς άμβλυνση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν και για ηθική παρηγοριά και ψυχική τους ανακούφιση. Η έκταση αυτής, ενόψει όλων των προαναφερθέντων περιστάσεων και αφού ληφθούν υπόψη οι συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα ο θάνατος του συγγενούς τους, ο βαθμός υπαιτιότητας του πρώτου και του δεύτερου εναγόμενου που συνιστά το ποινικό αδίκημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια από υπόχρεο δια παραλείψεως, η ηλικία αυτού κατά το χρόνο του θανάτου του (84 ετών), καθώς και η ηλικία και η ευαισθησία των ως άνω δικαιούχων, σε συνδυασμό με το βαθμό του συναισθηματικού συνδέσμου καθενός με τον θανόντα που ήταν ανάλογος και με τη συγγένειά τους, ο πόνος και η οδύνη που δοκίμασε ο καθένας από αυτούς, η καλή κατάσταση της υγείας του θανόντος, παρά την ηλικία του, και η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων φυσικών προσώπων, πρέπει να καθορισθεί, σταθμίζοντας το είδος της προσβολής και της βλάβης που επήλθε και εκτιμώντας τα προαναφερθέντα στοιχεία, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, τον ορθό λόγο και τους κανόνες της λογικής (βλ. ΑΠ 211/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 705/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 324/2016 ΝΟΜΟΣ), για τον πρώτο ενάγοντα ατομικά στο ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ και υπό την ιδιότητά του ως μοναδικού εξ αδιαθέτου κληρονόμου της αρχικώς δεύτερης ενάγουσας ……….., στο ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ, ενώ για την τρίτη ενάγουσα στο ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000,00) ευρώ. Τα ανωτέρω ποσά κρίνονται εύλογα κατ’ άρθρο 932 του ΑΚ, ήτοι ανάλογα με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της κρινόμενης υπόθεσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α., όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, καθώς δεν υπερβαίνουν καταφανώς, ούτε υπολείπονται του ποσού που επιδικάζεται συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε ως εύλογο, για την χρηματική ικανοποίηση του πρώτου ενάγοντος, ατομικά, το υψηλότερο ποσό των 80.000,00 ευρώ και υπό την ιδιότητά του ως μοναδικού εξ αδιαθέτου κληρονόμου της αρχικώς δεύτερης ενάγουσας, το υψηλότερο ποσό των 80.000,00 ευρώ, και της τρίτης ενάγουσας, το υψηλότερο ποσό των 10.000,00 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένων δεκτών ως και ουσιαστικά βάσιμων, του τρίτου λόγου της υπό στοιχείο Α’ έφεσης, του τέταρτου λόγου της υπό στοιχείο Β’ έφεσης, και του σχετικού σκέλους του μοναδικού λόγου της υπό στοιχείο Γ’ έφεσης. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι μεταξύ τoυ δεύτερου εναγόμενου και της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» και πρώην επωνυμία «………….», της οποίας καθολική διάδοχος λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση είναι η ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «……….», καταρτίσθηκε σύμβαση ασφάλισης της επαγγελματικής αστικής του ευθύνης έναντι τρίτων ασθενών του, δυνάμει του προσκομιζόμενου υπ’ αριθ. ……….. ασφαλιστηρίου συμβολαίου αστικής ευθύνης, με διάρκεια ασφάλισης το χρονικό διάστημα από την 29.10.2014 έως την 29.10.2015, στο οποίο ενέπιπτε το επίδικο συμβάν, αφού η ανωτέρω αμελής συμπεριφορά του δεύτερου εναγόμενου έλαβε χώρα κατά το χρονικό διάστημα από την 08.06.2015 έως την 11.06.2015. Ειδικότερα, σύμφωνα με το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. ………. ασφαλιστήριο συμβόλαιο αστικής ευθύνης, ορίσθηκε ότι καλύπτεται ο κίνδυνος της αστικής ευθύνης για ατυχήματα τρίτων, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ασφαλισμένου ή λήπτη της ασφάλισης ιατρού χειρουργού, μέχρι του ποσού των 1.000.000,00 ευρώ ανά ζημιογόνο γεγονός και μέχρι του ποσού των 1.000.000,00 ευρώ αθροιστικά για όλη τη διάρκεια της ασφάλισης, τα οποία (ατυχήματα) θα οφείλονται, μεταξύ άλλων, σε οποιαδήποτε αμέλεια, σφάλμα ή παράλειψη, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ορίσθηκε επίσης υπό τον τίτλο «…………..)» ότι ουδεμία αξίωση προς πληρωμή ασφαλιστικής αποζημίωσης θα γεννάται ή θα μπορεί να ασκηθεί κατά της εταιρίας, εκτός αν συντρέχουν σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις: (α) το συμβάν (πράξη ή παράλειψη), από το οποίο προέρχεται η αξίωση τρίτου κατά του ασφαλιζόμενου, έχει λάβει χώρα εντός της χρονικής περιόδου ισχύος του ασφαλιστηρίου ή και πριν από αυτήν μέχρι την αναφερόμενη σε αυτό ημερομηνία αναδρομικής ισχύος και (β) το ανωτέρω συμβάν να έχει αναγγελθεί στην εταιρεία εγγράφως, καθ’ οποιονδήποτε χρόνο εντός της χρονικής διάρκειας του παρόντος ασφαλιστηρίου συμβολαίου, και πάντως το αργότερο εντός περιόδου ενός έτους από τη λήξη του παρόντος ασφαλιστηρίου συμβολαίου για οποιονδήποτε λόγο, ανεξαρτήτως του εάν έχει ασκηθεί αγωγή ή έχει γνωστοποιηθεί αξίωση κατά του ασφαλιζόμενου από οιονδήποτε τρίτο απευθείας ή για λογαριασμό αυτού και ανεξαρτήτως του εάν ο ασφαλιζόμενος ήταν ενήμερος ή όχι αυτής της αγωγής/αξίωσης ή ανεξαρτήτως του εάν ο ασφαλιζόμενος ανέμενε ή όχι ότι από το ανωτέρω συμβάν θα προερχόταν αξίωση ή αγωγή τρίτου εναντίον του. Αποδείχθηκε, συνεπώς, ότι στο επίδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο συμπεριλήφθηκε ρητός όρος για την αναγγελία αξιώσεων, σύμφωνα με τον οποίο ουδεμία αξίωση προς πληρωμή του δεύτερου εναγόμενου, ασφαλισμένου ιατρού, θα γεννάται ή θα μπορεί να ασκηθεί, παρά μόνο με τη σωρευτική συνδρομή των ανωτέρω όρων: α) το ζημιογόνο συμβάν από το οποίο προέρχεται η αξίωση τρίτου κατά του ασφαλιζόμενου να έχει λάβει χώρα εντός της χρονικής περιόδου ισχύος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ή και πριν από αυτήν μέχρι την αναφερόμενη σε αυτό ημερομηνία αναδρομικής ισχύος αυτού και β) το ανωτέρω συμβάν να έχει αναγγελθεί στην εταιρία εγγράφως καθ’ οιονδήποτε χρόνο εντός της χρονικής διάρκειας του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και πάντως το αργότερο εντός περιόδου ενός έτους από τη λήξη του για οποιονδήποτε λόγο, ανεξαρτήτως του αν έχει ασκηθεί αγωγή ή έχει γνωστοποιηθεί αξίωση κατά του ασφαλιζόμενου από οποιονδήποτε τρίτο απευθείας ή για λογαριασμό αυτού και ανεξαρτήτως του αν ο ασφαλιζόμενος ήταν ενήμερος ή όχι αυτής της αγωγής αξίωσης ή ανεξαρτήτως του αν ο ασφαλιζόμενος ανέμενε ή όχι ότι από το ανωτέρω συμβάν θα προερχόταν αξίωση ή αγωγή τρίτου εναντίον του. Η εκκαλούσα – παρεμπιπτόντως εναγόμενη – προσθέτως παρεμβαίνουσα με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Α’ έφεσής της επαναφέρει την πρωτοδίκως προβαλλόμενη ένστασή της περί ρήτρας «αξίωσης που θα προβληθεί» επικαλούμενη ότι δεν έχει γεννηθεί κατ’ αυτής αξίωση του δεύτερου εναγόμενου, ασφαλισμένου ιατρού, προς είσπραξη της ασφαλιστικής αποζημίωσης, αφού το επίδικο συμβάν αναγγέλθηκε στην ίδια την 06.06.2017, με την επίδοση της από 04.06.2017 προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής, ήτοι εκτός του επιβαλλόμενου από την ως άνω ρήτρα χρονικού διαστήματος που εκτεινόταν μέχρι ένα έτος μετά τη λήξη του ασφαλιστήριου συμβολαίου, ήτοι μέχρι την 29.10.2016. H ένσταση αυτή είναι νόμιμη, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, αφού η προβλεπόμενη στην ως άνω απαλλακτική ρήτρα υποχρέωση αναγγελίας το αργότερο ένα έτος από τη λήξη ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης, είναι έγκυρη και συνιστά προϋπόθεση, από την πλήρωση της οποίας εξαρτάται η γέννηση της ίδιας της αξίωσης του ασφαλισμένου προς αποζημίωση. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι η ένδικη σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης του δεύτερου εναγόμενου, ιατρού, εμπίπτει στις περιπτώσεις ασφαλιστικής κάλυψης επαγγελματικών κινδύνων, ήτοι κινδύνων από την επαγγελματική δραστηριότητα του λήπτη της ασφάλισης, και ως εκ τούτου οι όροι αυτής διαμορφώνονται ελεύθερα, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη οικεία νομική σκέψη, λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη ότι μεταξύ των συμβαλλομένων μερών δύναται να λειτουργήσει η ιδιωτική αυτονομία με όρους διαπραγματευτικής ισοδυναμίας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ότι δεν συντρέχει περίπτωση αποκλεισμού της ευθύνης της παρεμπιπτόντως εναγόμενης, ασφαλιστικής εταιρείας, για την ασφαλιστική κάλυψη του παρεμπιπτόντως ενάγοντος, δεύτερου εναγόμενου, ασφαλισμένου, αναφορικά με το ένδικο συμβάν που οφείλεται σε αμελή συμπεριφορά του τελευταίου, κατά την υπηρεσία του ως ιατρού – χειρουργού, και συνακόλουθα ότι η παρεμπιπτόντως εναγόμενη, ασφαλιστική εταιρεία, τυγχάνει δικονομική εγγυήτρια του παρεμπιπτόντως ενάγοντος, δεύτερου εναγόμενου, ασφαλισμένου, και ότι υποχρεούται να καταβάλει σε αυτόν, ως ασφάλισμα, καθώς επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση, την οφειλόμενη στους κυρίως ενάγοντες χρηματική ικανοποίηση, που αποτελεί απόρροια της αστικής του ευθύνης, για τις προαναφερθείσες, εξ αμελείας τελεσθείσες, πράξεις και παραλείψεις του, κατά την ενάσκηση του επαγγέλματός του, απορρίπτοντας την προβληθείσα από την παρεμπιπτόντως εναγόμενη ένσταση περί ρήτρας «αξίωσης που θα προβληθεί» και περί απαλλαγής αυτής από την υποχρέωση καταβολής ασφαλίσματος, και έκανε δεκτή την από 04.06.2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της υπό στοιχείο Α’ έφεσης ως και ουσιαστικά βάσιμος και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το κεφάλαιο κατά το οποίο έκανε δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν την από 04.06.2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 04.06.2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς έρευνα, πρέπει να γίνουν δεκτές κατ’ ουσίαν η υπό στοιχείο Α’ από 09.12.2022 έφεση, η υπό στοιχείο Β’ από 12.12.2022 έφεση ως προς τον πρώτο και την δεύτερη των εφεσίβλητων, και η υπό στοιχείο Γ’ από 13.12.2022 έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 3139/2022 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στο σύνολό της, για το ενιαίο του τίτλου εκτέλεσης, αναγκαίως δε και κατά τη συναρτώμενη με την όλη έκβαση της δίκης διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων, αφού η δικαστική δαπάνη καθορίζεται εξ υπαρχής ενιαία για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας λόγω της εξαφάνισης της απόφασης, να διακρατηθεί και να δικαστεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και να γίνει εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη η από 06.04.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2017 και ειδικό ……./2017 αγωγή και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, στον πρώτο ενάγοντα ατομικά το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ και υπό την ιδιότητά του ως μοναδικού εξ αδιαθέτου κληρονόμου της αρχικώς δεύτερης ενάγουσας …………., το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ, στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες η από 07.06.2017 πρόσθετη παρέμβαση και η από 04.06.2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή. Αναφορικά με τα παράβολα που οι εκκαλούντες προκατέβαλαν για το παραδεκτό των υπό στοιχεία Α’, Β’ και Γ’ εφέσεών τους, πρέπει να διαταχθεί η απόδοσή τους, λόγω της νίκης τους, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε’ του ΚΠολΔ. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων που εφαρμόστηκαν, αλλά και διότι εκτιμωμένων των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ, όπως το πρώτο άρθρο τροποποιήθηκε με το άρθρο 116 παρ. 1β’ του Ν. 4842/2021 και διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4871/2021 ΦΕΚ Α’ 246/10.12.2021 και εφαρμόζεται και σε εκκρεμείς υποθέσεις ως ειδικότερο του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση που η πέμπτη των εφεσίβλητων – τρίτη των εναγόμενων της υπό στοιχείο Α’ έφεσης ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει ερήμην της πέμπτης των εφεσίβλητων – τρίτης των εναγόμενων της υπό στοιχείο Α’ έφεσης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, την υπό στοιχείο Α’ από 09.12.2022 έφεση, την υπό στοιχείο Β’ από 12.12.2022 έφεση, και την υπό στοιχείο Γ’ από 13.12.2022 έφεση, κατά της υπ’ αριθ. 3139/2022 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και κατά της υπ’ αριθ. 1141/2019 μη οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκαν αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Απορρίπτει την υπό στοιχείο Β’ από 12.12.2022 έφεση ως απαράδεκτη ως προς τον τρίτο, τον τέταρτο, την πέμπτη και την έκτη των εφεσίβλητων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την υπό στοιχείο Α’ από 09.12.2022 έφεση, την υπό στοιχείο Β’ από 12.12.2022 έφεση ως προς τον πρώτο και την δεύτερη των εφεσίβλητων, και την υπό στοιχείο Γ’ από 13.12.2022 έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει την από 06.04.2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2017 και ειδικό …/2017 αγωγή.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, στον πρώτο ενάγοντα ατομικά το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ και υπό την ιδιότητά του ως μοναδικού εξ αδιαθέτου κληρονόμου της αρχικώς δεύτερης ενάγουσας ……….., το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ, στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Απορρίπτει την από 07.06.2017 πρόσθετη παρέμβαση.
Απορρίπτει την από 04.06.2017 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή.
Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα – παρεμπιπτόντως εναγόμενη – προσθέτως παρεμβαίνουσα του παραβόλου ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ, που καταβλήθηκε κατά την άσκηση της υπό στοιχείο Α’ έφεσής της με το υπ’ αριθ. ………./2022 ηλεκτρονικό παράβολο.
Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα – τρίτη εναγόμενη του παραβόλου ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ, που καταβλήθηκε κατά την άσκηση της υπό στοιχείο Β’ έφεσής της με το υπ’ αριθ. ………../2022 ηλεκτρονικό παράβολο.
Διατάσσει την επιστροφή τους εκκαλούντες – πρώτο και δεύτερο των εναγόμενων του παραβόλου ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ, που καταβλήθηκε κατά την άσκηση της υπό στοιχείο Γ’ έφεσής τους με το υπ’ αριθ. …………./2022 ηλεκτρονικό παράβολο.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 20.02.2025 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 08.05.2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ